Ελύτης, Έφερα τη ζωή μου ως εδώ




ΕΠΕΤΕΙΟΣ

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ

Στο σημάδι ετούτο που παλεύει
Πάντα κοντά στη θάλασσα
Νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος
Με στήθος προς τον άνεμο
Πού να πηγαίνει ένας άνθρωπος
Πού δεν είναι άλλο από άνθρωπος
Λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινες
Στιγμές του, με νερά τα οράματα
Της ακοής του, με φτερά τις τύψεις του
Ά, Ζωή
Παιδιού που γίνεται άντρας
Πάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος
Τον μαθαίνει ν' ανασαίνει κατά 'κεί που σβήνεται
Η σκιά του γλάρου.


Έφερα τη ζωή μου ως εδώ

Άσπρο μέτρημα μελανό άθροισμα
Λίγα δέντρα και λίγα
Βρεμένα χαλίκια
Δάχτυλα ελαφρά για να χαϊδέψουν ένα μέτωπο
Ποιό μέτωπο
Κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πια
Κανείς δεν είναι
Ν' ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο
Ν' ανατείλει μια φωνή ξεκούραστη
Στο μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφοντας
Όνομα πιο γλυκό μέσ' στον ορίζοντά τους
Λίγα χρόνια λίγα κύματα
Κωπηλασία ευαίσθητη
Στους όρμους γύρω απ' τήν αγάπη.

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ

Χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει
- Όποιος είδε δυό μάτια ν' αγγίζουν τη σιωπή του
Κι έσμιξε τη λιακάδα τους κλείνοντας χίλιους κόσμους
Ας θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιους
Πιο κοντά στο φως
Υπάρχει ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα -
Μα εδώ στο ανήξερο τοπίο που χάνεται
Σε μιά θάλασσα ανοιχτή κι ανέλεη
Μαδά η επιτυχία
Στρόβιλοι φτερών
Και στιγμών που δέθηκαν στο χώμα
Χώμα σκληρό κάτω από τ' ανυπόμονα
Πέλματα, χώμα καμωμένο για ίλιγγο
Ηφαίστειο νεκρό.

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ

Πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο
Πιο πέρα απ' τα νησιά
Πιο χαμηλά απ' το κύμα
Γειτονιά στις άγκυρες
- Όταν περνάν καρίνες σκίζοντας με πάθος
Ένα καινούριο εμπόδιο και το νικάνε
Και μ' όλα τα δελφίνια της αυγάζ' η ελπίδα
Κέρδος του ήλιου σε μι' ανθρώπινη καρδιά -

Τα δίχτυα της αμφιβολίας τραβάνε

Μια μορφή από αλάτι
Λαξεμένη με κόπο
Άδιάφορη άσπρη
Που γυρνάει προς το πέλαγος τα κενά των ματιών της
Στηρίζοντας το άπειρο.

ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ

                               δ'


Ποιό μέταλλο να είν' αυτό που κρυώνει τα μάτια

      ποιά χαμένη νεότητα
Που μαζεύει το έλεος λίγων στιγμών σε μια κλωστή
      ασυγκίνητη -ποιά νά 'ναι
Δέντρα σώπασαν, πέτρες μοιάσανε στις πέτρες,
      καβαλάρηδες έφυγαν
Ψάχνουν τα μάνταλα μιας άλλης πύλης μα ποιά
      νά 'ναι αυτή
Σε ποιό καρδιόχτυπο άραγε να βρίσκεται, κλείνουν
      οι ελπίδες τα παράθυρα, βραδιάζει ο πόνος
Ποιός είναι εδώ, κανείς δεν είναι -χώμα ηχολογάει
      το χώμα

Κι όμως πρέπει να βρεί ένα νόμισμα η ζωή


Αφού δεν είναι ο έρωτας, αφού δεν είναι ο έρωτας

Ο έρωτας ποιός είναι  -η ζωή μετριέται με σφυγμούς,
      η χαρά με απέλπιδες χειρονομίες
Μύλοι απάνω στις κορφές άσπρισαν τα ταξίδια τους
Η ζωή μετριέται με παλμούς, πάλλεται η λυμένη ζώνη
      της εσπέρας
Φεγγίζουν γοητείες στα μάκρη, μια βαρκούλα χάνεται
      ευχαριστημένη
Κανένα κύμα δεν κρατάει στο στήθος του κακία
Οι άνθρωποι μοιάζουν, παρομοιάζουνται με τις κραυγές
      των φάρων
Φεύγουνε γιά να πάν αλλού και βγαίνουνε στη θάλασσα
Ποιά θάλασσα
Νά 'ναι αυτή που δε θυμάται τις λευκές στιγμές της μα
      ξαναμασάει τα λόγια της
Λύπες που γίνανε σεντόνια και χτυπούν στον άνεμο για
      να στεγνώσουν, και ξαναχτυπούν στον άνεμο για νά 'ναι
      οι γλάροι
Δίπλα τους, στο πλευρό τους, ποιές νά είν' αυτές
Ποιός κόπος ήμερος, ποιά σπασμένη ενότητα, ποιός θρήνος

'Ω χαρά τραυματισμένη, μιας στιγμής χωρητικότητα πού

      κλονίζει αιώνες !

                                  ε'


Είναι κοντά η πτυχή του ανέμου που θροεί το γαλάζιο της

      περιστερεώνα -η χυμώδης πτυχή
Που ζυγίζει στο χνούδι της ερεθισμένες αιώρες
Όταν τα γέλια μυτερά σπάνε τα τσόφλια της αυγής
      αγγέλοντας ηλιόβγαλμα
Κι όλο το πρόσωπο της γης λάμπει από μαργαρίτες
Όχι, δεν είναι σήμερα η στερνή μας λέξη, δεν τελειώνει
      ο κόσμος
Δεν λιώνει σήμερα η ελπίδα μου, με χλωρά σπαρτά γεμίζει
      τις φωλιές των ήχων
Εύθυμα στόματα φίλησαν κορίτσια, στα κεράσια κρέμασαν
      την ηδονή
Δέντρα μεγάλα στάζουνε ήλιο είναι άκακα και σκέπτονται
      σαν ίσκιοι που τρέχουνε
Για κάτι ωραίο -σήμερα είναι ωραίο το προβαλλόμενο
      όραμα

Δροσερό μεσημέρι αφησμένο σα βάρκα που έπλευσε όλο

      πάθος
Στοιβαγμένη τραγούδια και σινιάλα που τρέμουν σα βουνοκορφές
Μακριά μακριά είναι οι μαρμάρινες επαύλεις των γυμνών
      γυναικών
Η καθεμιά τους ήτανε άλλοτε σταγόνα
Η καθεμιά τους είναι τώρα φως
Περνούνε το φουστάνι τους όπως περνά η μουσική στους
      λόφους το στεφάνι της
Και ζούνε μέσ' στον ύπνο τους κισσούς που ζώνουν
Μακριά μακριά είναι οι καπνοί των λουλουδιών ο οριζόντιες
      λίμνες των ναρκίσσων
Τιμονιέρηδες κεφάτοι οδηγούν εκεί τα σκάφη των γοητειών
Γερμένοι στο  'να τους πλευρό -τ' άλλο τους είναι θαλερός
      τόπος ευωχιών
Τόσες δα μέλισσες και τόσες δα κλεψύδρες ιστορούνε κι
      υφαίνουνε το ανθρώπινο είδος

Σ' ένα πελώριο διάστημα χύνεται το φως

Γεμίζει οράματα γλυπτά κι είδωλα φέγγους
Είναι τα μάτια πια που κυριαρχούν -η γη τους είναι απλή
      και κορυφαία
Καλοσύνης κοιτάσματα ένα ένα, σα φλουριά κομμένα μέσ'
      στον ήλιο
Μέσ' στα χείλια, μέσ' στα δόντια, ένα ένα τ' αμαρτήματα
Της ζωής, αγαθά ξεφλουδισμένα.

                                           στ'


Νυχτερινό υφαντούργημα

Των κρίνων φλοίσβος που γυμνώνει τ' αυτιά και
      διασκορπίζεται
Νιώθω στους ώμους της ζωής το σκίρτημα που βιάζεται
      ν' αδράξει το έργο
Νιότη που θέλει άλλη μιά ευκαιρία αιωνιότητας
Και στην εύνοια των ανέμων ρίχνει το κεφάλι της
      αδιαφορώντας

Υπάρχει ένα στήθος που χωράει τα πάντα, μουσική που

      κυριεύει, στόμα που ανοίγει
Σ' άλλο στόμα -κόκκινο παιγνίδι κλαδεμένο απ' τον ίλιγγο
Ακόμα ένα φιλί και θα σου πω για ποιό σκοπό τις σιωπές μου μάτωσα έτσι
Ακόμα ένα χιλιόμετρο και θα σου δείξω γιατί βγήκα σ' ένα
      τέτοιο αγνάντεμα
Όπου παθαίνεται ο λυγμός ζητώντας άλλ' αστέρια
Ψάχνοντας με φθαρτές χειρονομίες την άμμο που άφησαν
      ανασκαμμένη των ερώτων οι σπασμοί

Δόθηκαν τα φτερά στα δευτερόλεπτα

Φεύγει ο κόσμος, άλλος έρχεται, στην παλάμη του διαβάζει ρόδα και γιορτές
Φεύγει ο κόσμος, είμαι σ' ένα κύμα του, εμπιστεύομαι
      όλος στη φορά του
Μέτωπα φέγγουν, δάχτυλα ερευνούν το ύπνο που
      πιστεύουνε
Μα ποιά βουή, ποιό σπήλαιο είναι αυτό που καλεί την αγνότητα
Γλάρου στιγμή οριζόντια επάνω από τα πάθη, βάρκα
      ευτυχισμένη ορμητήριο αναπάντεχο

Θα βγω στις άσπρες πύλες του μεσημεριού χτυπώντας με

      λαλιές τα γαλανά αναστάσιμα
Κι όλα τα κρύα νησιά θ' ανάψουν τα μαλλιά τους για να σεριανίσουν
Με αθώες φλόγες και με βότσαλα τα ερωτικά πελάγη
Θα μηνύσω στα γυμνά καλοκαίρια την πιο σίγουρη στιγμή
      της πλώρης
Που χαρούμενη σχίζει τις υγρές ελπίδες των απλών καλών
ανθρώπων.

                                        ζ'


Στην άγνοια ξεκουράζεται ο ουρανός

Στην κουπαστή του ύπνου ο άνθρωπος
Τυχερός αιχμάλωτος μιας φλόγας που αθωώνεται
     γράφοντας τ' άρχικά της στο σκοτάδι
Απλωμένο σ' άλον κόσμο των κλειστών βλεφάρων
      προνομιούχο
Πιο κοντά στη κλεδαριά
Μεγάλου μυστικού που ανύποπτο σαλεύει προς τη
      λύτρωση
Εφαρμόζει ο πόθος τις εικόνες του ζωή που υπάρχει
      σ' άλλη ζωή
Αίμα που τρέχει από τα μάτια μου, στις πράξεις των
      ηρώων του (άστρο εχέμυθο)
Και τρέμει ο μόχθος των χεριών μου, υψώνεται
      ως τα χρώματα του θυρεού της λήθης
Βλέπω το γέλιοπου έγραψε τη μοίρα του
Βλέπω το χέρι που έδωσε το ρίγος του
Και τυλίγομαι σύννεφα που εύκολα ξεδιαλύνει μια φτυαριά
      ουρανού καθάριου.

Έμπιστο φως ξαναγεμίζεις το άλσος μου, έτοιμος είμαι

      στο προσκάλεσμα σου
Είμαστε δυό, και παρακάτω η ακροθαλασσιά πάλι με τις
      πιο γνώριμες κραξιές των γλάρων
Όπου κι αν βάλω πλώρη εδώ αράζω, το σκοτάδι
      με χωστάει στο φως
Η γη στη θάλασσα, η φουρτούνα στη γαλήνη
Κρεμασμένος απ' τα κρόσσια μιάς αυγής που εξάγνισε
      τα νύχτια παρελθόντα
Γεύομαι τους καινούριους ήχους, άθλους της δροσιάς που
      επίστεψαν  στα δέντρα
Μια χλωρή παρουσία προχωράει στις ρίζες της κι αποκτάει
      τη μέρα
Σαν καρδιά που μπαίνει πια στη θέση της
Σα γυναίκα που νιώθει πια τα νιάτα της
Και χαρίζει ανοίγοντας τους κόσμους των ματιών της
      ηδονή ανεξάντλητη

Μέρα ξανθή, του ήλιου ανταμοιβή και του Έρωτα.


Οδυσσέας Ελύτης - επιλογές από το "Προσανατολισμοί"


                                 
ΑΙΘΡΙΕΣ
              XIII  
                 
Ακυβέρνητη ζωή
Σχεδία με χέρια που διανυχτερεύουν
Αγγίζοντες τα σύννεφα
Σαν πανιά
Σα θαύματα
Γλάρων που ύψωσαν ως εκεί την παρθενιά τους
Φέγγοντας τις ελπίδες με μικρές καρδιές ανθρώπων
Ώ νεότητα
Πληρωμή του ήλιου
Αιμάτινη στιγμή Που αχρηστεύει το θάνατο.
                                        

Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΩΝ ΓΥΑΚΙΝΘΩΝ                      
               IV

Πέντε χελιδόνια  -πέντε λόγια που εχουν εσένα προορισμό.
Κάθε λάμψη κλείνει απάνω σου. Πριν απλοποιηθείς
σε χόρτο αφήνεις τη μορφή σου απάνω στο βράχο που πονεί
ανεμίζοντας τις φλόγες του προς τα μέσα. Πριν γίνεις
γεύση μοναξιάς τυλίγεις τα θυμάρια θύμησες.
Κι εγω, φτάνω πάντοτε ίσια στην απουσία. Ένας ήχος
κάνει το ρυάκι, κι ότι πω, ότι αγαπήσω μένει άθικτο
στους ίσκιους του.  Αθωότητες και βότσαλα στο βυθό μιάς
διαύγειας.  Αίσθηση κρυστάλλου.

             IX
Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο. Σεπήρα όπως εσύ πήρες
την αμεταχείριστη φύση και τη δημιούργησες είκοσι τέσσερις
φορές στα  δάση και τις θάλασσες.  Σε πήρα μέσα στο
ίδιο ρίγος που αναποδογύριζε τις λέξεις και τις άφηνε πέρα
σαν ανοιχτά και αναντικατάστατα όστρακα. Σε πήρα
σύντροφο στην αστραπή, στο δέος,  στο ένστιχτο. Γι αυτό
κάθε φορά που αλλάζω μέρα σφίγγοντας την καρδιά μου ως
το ναδίρ, εσύ φεύγεις και χάνεσαι νικώντας την παρουσία
σου, δημιουργώντας μιά μοναξιά Θεού μια πολυτάραχη
ανεξήγητη ευτυχία.
Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο από κείνο που βρήκα και
μιμήθηκα σε Σένα !

             XVII
Τίποτε δεν έμαθες απ' αυτά που γεννήθηκαν κι απ' αυτά
που πεθάνανε κάτω απ' τους πόθους. 
Κέρδισες την εμπιστοσύνη  της ζωής που δε σ' εδάμασε 
και συνεχίζεις τ' όνειρο. 
Τί να πουν τα πράγματα και ποιά να σε περιφρονήσουν !

Όταν αστράφτεις στον ήλιο που γλιστράει πάνω σου
σταγόνες κι αθάνατους γυακίνθους και σιωπές, εγώ
σ' ονομάζω μόνη πραγματικότητα.  

Όταν γλιτώνεις το σκοτάδι και ξανάρχεσαι με την ανατολή,  

πηγή, μπουμπούκι, αχτίδα, εγώ σ' ονομάζω μόνη πραγματικότητα.  
Όταν αφήνεις αυτούς που αφομοιώνουνται μέσ' στην ανυπαρξία και ξαναπροσφέρεσαι ανθρώπινη,  
εγώ από την αρχή ξυπνώ μέσα στην αλλαγή σου...  
Μην παίζεις πια. Ρίξε τον άσσο της φωτιάς. 
Άνοιξε την ανθρώπινη γεωγραφία.

Οδυσσέας Ελύτης - επιλογές από το "Σποράδες"



ΩΔΗ ΣΤΗ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ

Βγήκε από τα σωθικά βροντής
Ανατριχιάζοντας μέσ' στα μετανιωμένα σύννεφα
Πέτρα πικρή, δοκιμασμένη, αγέρωχη
Ζήτησες πρωτομάστορα τον ήλιο
Για ν' αντικρύσετε μαζί τη ριψοκίνδυνη αίγλη
Ν' ανοιχτείτε με μια σταυροφόρο ηχώ στο πελάγος
Θαλασσοξυπνημένη, αγέρωχη
Όρθωσες ένα στήθος βράχου
Κατάστιχτου απ' την έμπνευση της όστριας,
Γιά να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η οδύνη
Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η ελπίδα
Με φωτιά με λάβα με καπνούς
Με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Γέννησες τη φωνή της μέρας
Έστησες ψηλά
Στην πράσινη και ρόδινη αιθεροβασία
Τις καμπάνες που χτυπάει ο ψηλορείτης νους
Δοξολογώντας τα πουλιά στο φως του μεσαυγούστου
Πλάι από ρόχθους, πλάι από καημούς αφρών
Μέσ' από τις ευχαριστίες του ύπνου
Όταν η νύχτα γύριζε τις ερημιέςτων άστρων
Ψάχνοντας για το μαρτυρίκι της αυγής,
Ένιωσες τη χαρά της γέννησης
Πήδησες μέσ' στον κόσμο πρώτη
Πορφυρογέννητη, αναδυομένη
Έστειλες ως τους μακρινούς ορίζοντες
Την ευχή που μεγάλωσε στις αγρυπνίες του πόντου
Για να χαϊδέψει τα μαλλιά της πέμπτης πρωινής.
Ρήγισσα των παλμών και των φτερών του Αιγαίου
Βρήκες με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Με φωτιά με λάβα με καπνούς
Τις μεγάλες γραμμές του πεπρωμένου σου

Τώρα μπροστά σου ανοίγεται η δικαιοσύνη

Τα μελανά βουνά πλέουν στη λάμψη
Πόθοι ετοιμάζουν τον κρατήρα τους
Στην παιεμένη χώρα της καρδιάς,
Κι από το μόχθο της ελπίδας νέα γη ετοιμάζεται
Για να βαδίσει εκεί με αετούς και λάβαρα
Ένα πρωί γεμάτο ιριδισμούς,
Η φυλή που ζωντανεύει τα όνειρα
Η φυλή που τραγουδάει στην αγκαλιά του ήλιου.

'Ω κόρη κορυφαίου θυμού

Γυμνή αναδυομένη
Άνοιξε τις λαμπρές πύλες του ανθρώπου
Να ευωδιάσει το τόπος από την υγεία
Σε χιλιάδες χρώματα ν' αναβλαστήσει το αίσθημα
Φτεροκοπώντας ανοιχτά
Και να φυσήξει από παντο΄η ελευθερία

Άστραψε μεσ' στο κήρυγμα του ανέμου

Την καινούρια και παντοτινή ομορφιά
Όταν ο ήλιος των τριών ωρών υψώνεται
Πάνγλαυκος παίζοντας το αρμόνιο της Δημιουργίας.
                                   


ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΓΛΑΥΚΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ


Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα

Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση
Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στο μεσημεριανό ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην
ειρήνη του κόλπου των νερών Έχει ο Θεός

Περάσανε τα χόνια φύλλα ή βότσαλα

Θυμάμαι τα παιδόπουλα, τους ναύτες που έφευγαν
Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους
Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μέσ' στα στήθια.

Τι γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ' την ανατολή

του ήλιου
Με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια
και με την υγεία του ήλιου στο κορμί -τι γύρευα
Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μέσ' στα ευρύχωρα όνειρα
Όπου άφριζε τα αισθήματα του ο άνεμος
Άγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας στα στήθια μου το
πελαγίσιο του έμβλημα

Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλα

Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα
Ήτανε η οδύνη -
Θυμάμαι ΄ταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το
ανθρώπινο βάροςσου
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία
Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη
Γιορτάζαν τις αμαρυλλίδες- Μα θυμάσαι πόνεσες
Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται
παντοτινά του ο χρόνος


Σ' άφησα τότες


Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ' άσπρα σπίτια

Τ' άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω
Στον ουρανό που φώτιζε μ' ένα μειδίαμα.

Τώρα θά 'χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό

Θά 'χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει
Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο Έρωτας
Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ' αντηχεί το Αγαίο.
                       


ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ


Όταν η μέρα τεντωθεί από το κοτσάνι της κι ανοίξει όλα

      τα χρώματα πάνω στη γη
Όταν από φωνή σε στόμα σπάσει ο σταλαγμίτης
Όταν ο ήλιος κολυμπήσει σαν ποτάμι σ' ένα κάμπο
      αθέριστο
Και τρέξει ένα πανί βοσκόπουλο των μελτεμιών μακριά
Πάντα η στολή σου είναι στολή νησιού είναι μύλος που
      γυρίζει ανάποδα τα χρόνια
Τα χρόνια που έζησες και που τα ξαναβρίσκω να πονούν
      στο στήθος μου τη ζωγραφιά τους
Η μια βερυκοκιά σκύβει στην άλλη και το χώμα πέφτει
      από την αγκαλιά του ξυπνητού νερού
Η σφήκα στο κορμί του φλόμου ανοίγει τα φτερά της
Ύστερα ξαφνικά πετάει και χάνεται βουίζοντας,
Κι από σταλαγματιά σε φύλλο κι από φύλλο σε άγαλμα
      όσο πάει και πιό πολύ μεταμορφώνεται ο καιρός
Παίρνει τα πράγματα που σε θυμίζουν κι όσο πάει και
       πιό πολύ τα συγγενεύει μέσ' στον έρωτά μου
Ο ίδιος πόθος ξαναϋφαίνεται
Ο κορμός όλος φλέγεται του δέντρου του ήλιου της καλής
      καρδιάς.

Έτσι σε βλέπω ακόμη στην αχτίδα της αιώνιας μέρας

Ν' ακούς το χτυποκάρδι της στεριάς
Η γέννηση δεν άλλαξε ούτε μια χαρά σου

Άφηνες μια μεγάλη νύφη αφρού ανεβαίνοντας

Τίναξες το κεφάλι σου σαπουνισμένο από την πρωινή
      ομορφιά
Η αθρία πλάταινε τα μάτια σου
Δεν ήταν αίνιγμα που να μη σβήνει πιά που να μη
γίνεται καπνός σε στόμα αιόλου
Άλλαζες με τα χέρια σου τις εποχές
Βάζοντας χιόνια και βροχές, λουλούδια, θάλασσες
Κι η μέρα χώριζε από το κορμί σου, ανέβαινε, άνοιγε,
      μεγάλη ευχή πάνω στα ηλιοτρόπια

Τι ξέρειτώρα ο τζίτζικας από την ιστορία που άφησες,

      τι ξέρει ο γρύλος
Η καμπάνα του χωριού που ανοίγεται στον άνεμο
Η κάμπια, ο κρόκος, ο αχινός, το αλφάκι του νερού
υριάδες στόματα φωνάζουνε και σε καλούν
Έλα λοιπόν απ' την αρχή να ζήσουμε τα χρώματα
Ν' ανακαλύψουμε τα δώρα του γυμνού νησιού
Ρόδινοι και γαλάζιοι τρούλοι θ' αναστήσουν το αίσθημα
Γενναίο σα στήθος το αίσθημα έτοιμο α ξαναπετάξει
Έλα λοιπόν να στρώσουμε το φως
Να κοιμηθούμε το γαλάζιο φως στα πέτρινα σκαλιά του
Αυγούστου

Ξέρεις κάθε ταξίδι ανοίγεται στα περιστέρια

Όλος ο κόσμος ακουμπάει στη θάλασσα και τη στεριά
Θα πιάσουμε το σύννεφο θα βγούμε από τη συμφορά του
χρόνου
Από την άλλην όψη της κακοτυχιάς
Θα παίξουμε τον ήλιο μας στα δάχτυλα
Στις εξοχές της ανοιχτής καρδιάς
Θα δούμε να ξαναγεννιέται ο κόσμος
  
 Οδυσσέας Ελύτης - επιλογές από το "Θητεία του καλοκαιριού

ΔΗΛΟΣ

Όπως βουτώντας άνοιγε τα μάτια κάτω απ' το νερό

να φέρει σ' επαφή το δέρμα του μ' εκείνο το
λευκό της μνήμης που τον κυνηγούσε (από κάποιο
χωρίο του Πλάτωνα)

Ολόϊσια μέσα στην καρδιά του ήλιου     με την ίδια

κίνηση περνούσε     κι άκουγε    να ορθώσει πέτρινο
καιμό και να βρυχιέται ο αθώος του εαυτός ψηλά πάνω
απ' τα κύματα

Κι όσο να βγεί στην επιφάνεια πάλι   του άφηνε

καιρό η δροσιά να σύρει κάτι από τα σωθικά του ανίατο
στα φύκια και τις άλλες ομορφιές απ' τα ύφαλα

Έτσι που να μπορέσει τέλος να γυαλίσει μέσα στο

α γ α π ώ    καθώς που γυάλιζε το φως το θεϊκό μέσα
στο κλάμα του νεογέννητου

Και αυτό θρυλούσε η θάλασσα.                 


ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

                               I

Μετατόπιζε το αγριοπούλι    πιτ-πιτ   πάνω στους
βράχους την αλήθεια  Μέσ' στις γούβες τ' αρμυρό
νερό τλιπ-τλιπ  όλο τσιμπολογούσε   Κάτι  κάτι   Κάτι
πρέπει   ο π ω σ δ ή π ο τ ε   να υπάρχει

Μα την πίστη μου άγιασα να περιμένω   Πέταξα γένι

καλογερικό που όλο χάιδευα κι έξυπνα  Κάτι     κάτι
Κάτι άλλο να βρεθί

Κάποια φορά το πήρ' απόφαση    Τράβηξα   έτσι

όπως τραβάς μια βάρκα στη στεριά   τον άνθρωπο
από μέρος που να βλέπεις μέσα του

- Έ ποιός είναι αυτός ;   - Ο φονιάς που πέρασε  -Κι

ο τόσος σαματάς γιατί ;  -Το γεράκι το γεράκι φτάνει
έφτασε   -Καλά  και ποιός ορίζει εδώ ;   -Ούτις 
Ούτις   -Δεν άκουσα ποιός λέει ;

Αλλά κιόλας λιγόστευαν τα λόγια.  Τι να πεις πια

Τέτοια η αλήθεια.

                                   III


Μ' ένα τίποτα έζησα   Μονάχα οι λέξεις δε μου αρκούσανε

Σ' ένος περάσματος αέρα ξεγνέθοντας απόκοσμη
φωνή τ' αυτιάμου  φχιά  φχιού  φιού
εσκαρφίστηκα τα μύρια όσα  Τι γυαλόπετρες  φούχτες 
τι καλάθια φρέσκες μέλισσες και σταμνιά
φουσκωτά όπου άκουγες ββββ  να σου βροντάει ο
αιχμάλωτος αέρας

Κάτι   κάτι  Κάτι δαιμονικό μα που να πιάνεται σαν σε δίχτυ 

στο σχήμα του Αρχαγγέλου  
Παραλαλούσα κι έτρεχα   
Έφτασα κι αποτύπωνα τα κύματα στην ακοή απ' τη γλώσσα

-Έ καβάκια μαύρα     φώναζα  κι εσείς  γαλάζια

δέντρα τι ξερετε από μένα ;    -Θόη  θόη  θμος   -Έ ;
Τι ;   -Αρίηω   ηθύμως  θμος    -Δεν άκουσα  τι πράγμα ;  
-Θμος θμος άδυσος

Ώσπου τέλος ένιωσα  κι ας πα να μ' έλεγαν τρελό

πως από 'να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος.              

ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

Από τέσσερις πέτρες και λίγο θαλάσσινο νερό  είχα

κάνει Ναό που καθόμουν να τον φυλάγω

Πλάκωσετο μεσημέρι και αυτό που λέμε σκέψη μέσ'

στη ρόγα του μαύρου χττυπούσε σταφυλιού να σπάσει

Κάτι θά  'πρεπε  να γίνεται μέσα στον ουρανό που να

το πιάνει κανένας με το σώμα σαν ονείρωξη

"Αργά στη μεγάλη απ' την αντήχηση αίθουσα σίμωσε

το κλουβί  ογενειοφόρος κι άνοιξε το καγκελάκι
Τόσος μόχθος αιώνων για μια κίνηση μικρήσαν του
κλειδούχου που όλοι την εύχονταν αλλά κανείς δεν
την αποτολμούσε

Σάλεψαν τα παραπετάσματα και ο ήχος του πουλιού

πριν απ' το είδωλο του ακόμη έφτασε ψαύοντας την
οροφή

Έφεγγε γύρω στα γλυπτά και πάνω από το πειστύλιο

ακινητούσε μια στιγμή σαν ίλιγγος  που χτυπιόντουσαν
τα δέντρα στο βορινό παράθυρο κι έβλεπες να
μετατοπίζεται το σέλας ώσπου

Νά την  η γυμνή γυναίκα  με την πράσινη άχνη στα

μαλλιά και το χρυσό συρμάτινο γιλέκο ήρθε και
κάθισε απαλά πάνω στις πλάκες με τα πόδια
μισάνοιχτα

Που αυτό μέσ' στη συνείδηση μου ήρε το νόημα

λουλουδιού όταν του ανοίγει ο κίνδυνος την πρώτη τρυφεράδα
Και κατόπιν  ακριβώς όπως

Μέσα στην Αποκάλυψη περάσανε με τη σειρά τα

τέσσερα άλογα ;  το μαύρο  το ασημί  το ένοχο  και
τ' ονειροπαρμένο  δίχως σέλα ή αναβάτη 
θέλοντας να δείξουν πως η δόξα τους παρήλθε

Και τα πλήθη πίσω του που οδεύουν πανστρατιά

πάν  να  καταποθούν από την γέεννα του Παραδείσου 
καθώς ήτανε γραμμένο

Αντίκρυ της ο άντρας άνοιξε το ρούχο  και τ' ώραίο του

ζώο κινήθηκε μπροστά για μιά ζωή στη χώρα
των δασών και των ηλίων.

Μύρισα μέσα στον αέρα το σώμα της συκιάς  όπως

μου ερχόταν φρέσκο ακόμη απ' τις μπογιές της θάλασσας

Που κουνήθηκα πάνω του εωσότου ξύπνησα γλυκά

και το γάλα του ένιωσα να μου κολλάει ανάμεσα στα πόδια

Με μανία συνέχιζα να γράφω "Περί Πολιτείας"  

μέσ' στην άκρα κατάνυξη του απέραντου γλαυκού

Και στα διάφανα μεγάλα φύλλα  Μια στιγμή φάνηκαν

τα νησιά  και ακόμα πιό ψηλά μέσ' στον αιθέρα
οι τρόποι όλοι πού 'χανε να πετάνε τα πουλιά
σκαλί-σκαλί  ως το άπειρο.
                                            


ΜΙΚΡΗ ΠΡΑΣΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ

Που θά 'θελα να σε υιοθετήσω
Να σε στείλω σχολείο στην Ιωνία
να μάθεις μανταρίνι και άψινθο
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Στο πυργάκι του φάρου το καταμεσήμεο
Να γυρίσεις τον ήλιο και ν' ακούσεις
Πως η μοίρα ξεγίνεται και πως
Από λόφο σε λόφο συνεννοούνται
Ακόμα οι μακρινοί μας συγγενείς
Που κρατούν το αέρα σαν αγάλματα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα
Να μπεις απ 'το παράθυρο στη Σμύρνη
Να μου αντιγράψεις τις αντιφεγγιές στην οροφή
Από τα Κυριελέησον και τα Δόξα σοι
Και με λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε
Κύμα το κύμα να γυρίσεις πίσω
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκαριώ χρονώ
Για να σε κοιμηθώ παράνομα
Και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου
Κομμάτια πέτρες τα λόγια των θεών
Κομμάτια πέτρες τ' αποσπάσματα του Ηράκλειτου.              





Η ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ

Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μέσ' στη

θάλασσα έμαθα γραφή και ανάγνωση

Ώστε τώρα να μπορώ σε μεγάλο βάθος πίσω τις

γενιές απανωτές όπως αρχίζει ένα βουνό προτού
τελειώσει το άλλο

Να κοιτάζω  Και μπροστά πάλι το ίδιο:


Το βαθύ σκούρο μπουκάλι  και η νέα στο μπράτσο

Ελένη με το πλάι επάνω στον ασβέστη

Να γεμίζει κρασί της Παναγίας το μισό το σώμα

της φευγάτο κιόλας στην Ασία την αντικρινή

Και το κέντημα όλο μετατοπισμένο μέσ' στον ουρανό

με τα διχαλωτά πουλιά τα κιτρινάκια και τους ήλιους.


ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ

Να 'χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ' το
παράθυρο έξω !     Να τσακίσω εκείνο που δε γίνεται !  Κορίτσι
που από το γυμνό σου στήθος   σαν από σχεδία
κάποτε μ' έσωσε ο Θεός
Και ψηλά πάνω απ' τα τείχη με την ημισέλινο με πήγε
μην κι από δική μου
Ακριτομύθια φανερωθείς    και οι Τύχες σε βάλουν
στο σημάδι       Όπως κι έγινε     Γιατί τέτοια θέλει κι
αγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστευυμε πως είναι
Κι από τ' άλλο μέρος της αγάπης από τ' άλλο
μέρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχτα
περισφιγμένο κείνο που μας έγινε  Γιατί τέτοια θέλει κι
αγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Κι από τ' άλλο μέρος της αγάπης   από τ' άλλο
μέρος του θανάτου   υπνοβατούμε  ώσπου αβάσταχτα
περισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρκός
σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανάψει
και ξυπνήσουμε
Ίσια    ναι    πάει  ο χρόνος     αλλ' ο έρωτας κάθετα
και ή κόβονται στα δύο    ή που δεν απαντήθηκαν ποτέ
Αλλ' αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια     και η αράχνη
κι έξω στο κατώφλι
Ο λύκος με το στρογγυλό το μάτι που ολολύζει
πιθανά φαίνονται όλα    και προ πάντων τα βουνά της Κρήτης
που μικρός τά 'χα στο χιόνι και τα ξαναβρήκα δροσερά
μα τι σημαίνει
Που κι ελεύθερος να μείνεις που και νικητής    πάλι
ο ήλιος γέρνει κι είναι ολόγυρα σου
Σιγαλιά γεμάτη ακτές καταστραμμένες όπου ακόμη
κατεβαίνουνε τα σύννεφα να φάνε χόρτο λίγο πριν
για πάντα σκοτεινιάσει
Σα να πήραν τέλος οι άνθρωποι   και να μην μείνει
άλλο τίποτα καίριο να ειπωθεί.



ΔΩΡΟ ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΠΟΙΗΜΑ

Ξέρω πως είναι τίποτε όλ' αυτά  και πως η γλώσσα
που μιλώ δεν έχει αλφάβητο
Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική
που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας
Κι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ' επιστρώσεις
διαδοχικές φράγκικες ή σλαβικές  που αν τύχει και
βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή
και δίνεις λόγο
Σ' ένα πλήθος Εξουσίες ξένες μέσω της δικής σου
πάντοτε
Όπως γίνετι για τις συμφορές
Όμως γίνεται για τις συμφορές
Όμως ας φανταστύμε σ' ένα παλαιών καιρών αλώνι
που μπορεί νά 'ναι και σε πολυκατοικί ότι παίζουνε
παιδιά και ότι αυτός που χάνει
Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς να πει στους
άλλους και να δώσει μιάν αλήθεια
Οπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι τους ένα μικρό
Δώρο ασημένιο ποίημα.
Οδυσσέας Ελύτης επιλογές από το "Δέκατη τέταρτη ομορφιά"
   

ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ    

                      XVI

Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο
Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο
Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν
Αεροβάτες
Το πως περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας
Ένας Θεός το ξέρει.

Φίλε μου όταν ανάβ' η νύχτα την ηλεκτρική σου οδύνη

Βλέπω το δέντρο της καρδιάς που απλώνεται
Τα χέρια σου ανοιχτά κάτω από μιάν Ιδέα ολόλευκη
Που όλο παρακαλείς
Κι όλο δεν κατεβαίνει
Χρόνια και χρόνια
Εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα.

Κι όμως του πόθου τ' όραμα ξυπνάει μιά μέρα σάρκα

Κι εκεί όπου πριν δεν άστραφτε παρά γυμνή ερημιά
Τώρα γελάει μιά πολιτεία ωραία καθώς τη θέλησες
Κοντεύεις να τη δεις σε πριμένει
Δώσε το χέρι σου να πάμε πριν η Αυγή
Την περιλούσει με ιαχές θριάμβου.

Δώσε το χέρι σου  -πριν συναχτούν πουλιά

Στους ώμους των ανθρώπων και το κελαηδήσουνε
Πως επιτέλους φάνηκε να 'ρχεται από μακριά
Η ποντοθώρητη παρθένα Ελπίδα !

Πάμε μαζί κι α μας λιθοβολούν

Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες
Φ΄λε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι
Σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά
Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδούμε !

Οδυσσέας Ελύτης από το "Ηλιος ο Πρώτος"




ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ

1    ΌΤΙ  μιά μέρα θα δαγκάσει μες στο νέο λεμόνι
      και θ' αποδεσμεύσεις
      τεράστιες ποσότητες ήλιου από μέσα του.
2    ΌΤΙ  όλα τα ρεύματα των θαλασσών
      άξαφνα φωτισμένα θα σε δείξουν
      ν' ανεβάζεις τη θύελλα στο ηθικό επίπεδο.
3    ΟΤΙ  και μες στον θάνατό σουπάλι θά  'σαι
      σαν το νερό στον ήλιο
      που γίνεται ψυχρό από ένστικτο.
4    ΟΤΙ  θα κατηχηθείς απ  'τα πουλιά
      κι ένα φύλλωμα λέξεων θα σε ντύσει
      ελληνικά να μοιάζεις αήττητη.
5    ΟΤΙ  μιά σταλαγματιά  θ'  αποκορυφωθεί
       ανεπαίσθητα στα τσίνορά σου
       πέρ' απ' τον πόνο και μετά πολύ το δάκρυ.
6    ΟΤΙ  όλη του κόσμου η απονιά θα γίνει πέτρα
      ηγεμονικά να καθίσεις
      μ' ένα πουλί πειθήνιο στην παλάμη σου.
7    ΟΤΙ  μόνη σου τέλος θ' αρμοστείς
      αργά στο μεγαλείο
      της ανατολής και του ηλιοβασιλέματος.

Οδυσσέας Ελύτης από το "Μαρία Νεφέλη"

* Οδυσσέας Ελύτης, φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα
 Αλεπουδέλλη, ήταν ένας από τους σημαντικότερους
Έλληνες ποιητές, μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του '30.

2 Νοεμβρίου 1911, Ηράκλειο Κρήτης, Ελλάδα  
18 Μαρτίου 1996, Αθήνα, Ελλάδα


Εκπαίδευση: Σορβόνη, Εθνικό και Καποδιστριακό

Πανεπιστήμιο Αθηνών
Βραβεία: Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας


Scholeio.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: