Χρήστος Γενάτος, Στο αδιέξοδο των κρυφών πόθων ταξιδεύω συχνά.


Χρήστος Γενάτος

          Ελπίζοντας ποικιλόχρωμα

Καληνύχτα. Άλλο σπουδαιότερο δεν έχω.
Πολλές φορές, με σπουδαίες λέξεις
δόξασα το φεγγάρι, ατενίζοντάς το.
Πολλές φορές έδωσα το φιλί της ζωής στην τέχνη μου
μ’ οξυγόνο απ΄ τον αναστεναγμό στον βαθύ ύπνο σας.

Θα'θελα να ΄χω αλλάξει έστω το τιτίβισμα των πουλιών,
να πω πως έπραξα κι εγώ τα δέοντα σ’ αυτήν την πλάση
κι όποια φαντασία ερωτευόμουν
την βούταγα στο μελάνι μην την χάσω.

Δεν μπορούσα, όμως, ποτέ να χωνέψω
πως η σπουδαιότητα που απένειμα 
στις νοερές αποδράσεις μου
ήταν μια φυσαλίδα σ’ ωκεανό.
Υπήρξα νέος ωχρός.


Οι μοίρες τελικά είναι οι πρώτοι δικαστές
κι οι τόλμες απολογίες μας.
Δεν ξέρω ποια μοίρα με τιμωρεί με το γκρίζο
μα της αντιστέκομαι ελπίζοντας ποικιλόχρωμα.




          Τι άνθρωπος είσαι τέλος πάντων

Πάλι σε είδα, να σε τραβολογά
η παρηγοριά του γεγραμμένου 
στο ξακουστό παζάρι των προφάσεων.
Κι ύστερα, στην έδρα του χάους,
με ήθος αγόρευες περί ελευθερίας.

Τι άνθρωπος είσαι τέλος πάντων
που οριοθετείς την ανηθικότητα των τολμηρών.
Τα σύνορα εκτείνονται
ως την μέγιστη τόλμη σου γι’ αλλαγή
κι εσύ την δική σου την έδωσες
σε κείνο το φημισμένο παζάρι.

Το σύνορο να μην το βλαστημάς.
Τα πόδια σου βλαστήμησε που δεν το περπάτησαν.
Και τι σου φταίει αυτό;
Κανείς δεν συλλογίζεται το μαρτύριο του,
να στέκει εκεί μαρμαρωμένο,
προσταγμένο από κείνο το "διαίρει και βασίλευε"
που τόσο λάτρεψαν οι κερδοσκόποι,
να κοιτάζει πόσο μοιάζουν
τα αδέρφια που χωρίζει.



         Ο χορός των γνωστικών

Στον εξαίρετο χορό των γνωστικών
η ματαιότητα απαστράπτουσα δεσπόζει.
Φέγγει στα μάτια των κοινών περαστικών
πως την ορέγονται καθότι τους αρμόζει.

Αφού αρνήθηκα την κοσμική μου φύση,
ένα κερί κληρονομιά κι όσο ζεστάνει.
Ερωτευθήκαμε παράφορα την δύση,
αντί να βλέπουμε πως δείχνει απ΄ το λιμάνι.

Έρωτες κι όνειρα. Θεέ μου, που πήγαν;
Κι απ΄ το γαλάζιο του ουρανού πιο μαγικά.
Την ματαιότητα δαμάσανε και φύγαν.
Έρωτες κι όνειρα σπουδαία, τραγικά.

Κι αυτή η νύχτα που περνώ στην Σαντορίνη,
μοιάζει σαν όαση στην μέση της ερήμου.
Τα πάντα ξέχασα μ’ ακόμα μου 'χει μείνει,
πως στον χορό των γνωστικών ειν’ η ζωή μου.



          Των ανθρώπων, πρόσεχε

Έσβησα απ΄ τα μάτια μου της λύπης την αλμύρα
να 'χω διαβατήριο βλέμμα καθαρό.
Τα γραμμένα μπράτσα μου έβγαλα στην γύρα,
θεέ μου ποδοπάτησα κάθε τι ιερό.

Κύματα υψώθηκαν να πνίξουν την ψυχή μου.
Τόσο με ξεδίψασε αυτή η κακοκαιριά.
Κράτησε από μένανε την στερνή ευχή μου
και των ανθρώπων, πρόσεχε, την απλοχεριά.

Γράμματα και σύμβολα δαφνοστεφανομένα
πρέπει να υπακούονται από υποτακτικούς.
Σάπια αγανάκτηση και χρόνια ριζωμένα,
σου 'μειναν για τρόπαιο απ 'το πολύ ν΄ ακούς. 

Λάσπωσε, μα αγάπησα πάλι την βροχή μου.
Πάντα με ξεδίψαγε αυτή η κακοκαιριά.
Κράτησε από μένανε την στερνή ευχή μου
και των ανθρώπων, πρόσεχε, την απλοχεριά.



          Τα πέρατα

Στο αδιέξοδο των κρυφών πόθων ταξιδεύω συχνά.
Εκείνων που ποτέ δεν ειπώθηκαν,
παρά μόνο μπολιάστηκαν με στίχους όμορφους
από ποιήματα ανάξια.

Το λοιπόν, εκεί είναι το τέλος του κόσμου.
Εκεί που ούτε στεριά, ούτε θάλασσα, ούτε κι ανάσα
βρίσκεις για σύνορο.
Το τέλος όλων είναι η άρνηση.
Ετουτη υψώνει μπροστά σου
τα πελώρια τείχη που μόνος έχτισες.

Δεν έχω καμία διάθεση για διδασκαλία,
καθώς, κάποτε ένα σπουργίτι,
επάνω σ’ αυτά τα τείχη
ατένιζε τον κόσμο του.

Τα δικά μου πέρατα, με σύνεση το λέω,
ένας θεός ξέρει που βρίσκονται.
Οι πιο γλυκές κουβέντες μου
ήταν αυτές που έκρυψα,
μα οι πιο ωραίοι στίχοι μου,
αυτοί που μοιράστηκα μαζί σας.



          Όνειρο λευκό

Σου‘ στειλα νερό, απ’ τις πηγές του ονείρου,
αφού να σε αγγίξω θα ήταν θησαυρός.
Με λόγια σαν κι αυτά, σκουπίδια του Ομήρου,
δική μου η ελπίδα, δικός μου κι ο σταυρός.

Μες στις λέξεις μου, κρύβω την μορφή σου
μαγικός αέρας στην μέση της βραδιάς.
Σ’ άλλη αγκαλιά, γλυκύτερη, κοιμήσου
μ’ άσε με να υπάρχω σαν χτύπος της καρδίας.

Δικαίωμα δεν έχω, πως να σ’ ανοιχτώ,
μα απ΄ τα δυο σου μάτια τον κόσμο αγαπώ.
Η σελίδα αυτή για πάντα θα σου ανήκει
κι ας μην ταξιδέψει ποτέ στην Σαλονίκη.

Όνειρο μου εσύ, κατάλευκη σαν χιόνι,
σ’ αυτό το βαλς θυμήσου, να μ’ έχεις αγκαλιά.
Ότι δεν ξεχνάς, ποτέ του δεν τελειώνει, 
κι ας μην, ποτέ του, ακούσει ανθρώπινη μιλιά.

Δικαίωμα δεν έχω, πως να σ’ ανοιχτώ,
μα απ’ τα δυο σου μάτια τον κόσμο αγαπώ.
Η βραδιά αυτή για πάντα θα σου ανήκει
κι ας μην την περάσαμε μαζί στην Σαλονίκη.                                                                  ____6








          Συμβουλή στον πρωτότοκο

Στο 'λεγα εγώ πως να ‘ σαι λέφτερος σημαίνει να ‘ σαι μόνος, 
κι αν τα φτερά σου τα στριμώχνει το κελί,
να ‘ σαι λεβέντης, διαβατάρικο πουλί. 
Στο 'λεγα εγώ, μην φοβηθείς να μείνεις μόνος.

Στο 'λεγα εγώ, τ’ ανήλιαγα σου πρωινά να τ’ αγαπάς. 
Την μέση σου που κόπηκε, τα χέρια σου τα κρύα, 
δεν τα λογίστηκε ποτέ η γαλαρία. 
Στο 'λεγα εγώ μην φοβηθείς να αγαπάς.

Στο 'πα, οι μεγίστοι των τρανών δεν είδανε παράσημο. 
Τι την ζηλεύεις την των ειλώτων αφεντιά; 
Πατρίδα είναι η σκέψη σου κι η σκέψη ξενιτιά, 
και μόνη ελπίδα, σου 'λεγα, του φεγγαριού το χάσιμο.

Στα 'πα θαρρείς πως ήξερα τι είναι η λευτεριά,
μα τούτη εμέ με σκλάβωσε και θα της το φυλάω. 
Γιε μου, να βγεις μεσάνυχτα να δεις την ξαστεριά. 
Σκλάβος κι εγώ μεγάλωσα μα πάντα το ξεχνάω




          Βραχνός ιμάμης

Εξέσκισεν η πολύχρωμη μονοτονία
την ακατάληπτη αισθαντικότητα των πραγμάτων
και λίγο πιο σκληρά απ' τις σιωπές μας
σιωπούν αναμένοντας την ξένη ανάγκη
που τα δημιούργησε.
Σαν βραχνός ιμάμης απόκρυφα οργισμένος
που δεν δύναται να εκτελέσει το χρέος που πια σιχάθηκε
κι από μιαν ηθική που ποτέ δεν εξηγήθηκε
του απαγορεύθηκε να δικαιολογήσει τις δάφνες του.
Ο δαίμων των πραγμάτων και των ανθρώπων
στο αδυσώπητο της σιωπής τους σύμπαν
την κόλαση οσμίζεται και βασιλεύει.

Κι εγώ που δεν ξέρω τι θα' ναι πιο ευχάριστο,
η κόλαση του λόγου μου ή της σιωπής,
μιλάω με την τέχνη που μ' εθέσπισεν.
Κι ας ξέρω πως η νόηση η λερή,
εκείνη των πραγμάτων και των ανθρώπων,
συναινεί στις εύγλωττες μαλακίες μου
για να συναινέσω σε κάποια ανωτερότητά της
κι έτσι μ' είπαν καλλιτέχνη.




          Η γιορτή

Αφού υπόκλιση φυλάει το ριζικό μου,
εγώ επαίτης της χρυσής απόστροφής σας.
Με το καπέλο να μην είναι πια δικό μου,
ψευτοαναπαύομαι στα πόδια μιας αφίσας.

Σκάβει ο χρόνος πιο βαθιά απ΄ το προσωπείο,
να ‘ χει το δάκρυ μου οδούς να εγκαταλείπει.
Εχθροί και φίλοι μέσα σ’ ένα λεωφορείο
αγκομαχούν να μην αργήσουνε στην λύπη.

Και κάτι απόκληροι με μοίρες ξελογιάστρες
γυρνούν σαν δαίμονες στην γνώριμη την πόλη.
Βρίσκουν θυμίαμα ν’ αγιάσουνε στις γλάστρες
και βλέπουν θάνατο ως μόνο αγκυροβόλι.

Κι εγώ εκεί, πάντα εκεί. Μαζεύω εικόνες.
Τριγύρω πύργοι απ΄ αδαμάντινο χαρτί.
Μύριοι Ιούδες ταξιδέψαν τους αιώνες
να παραστούν στην σύγχρονή μας εορτή.



          Μοναχικό βασίλειο

Στα απόρθητα τα κάστρα που ‘χω φτιάξει
οι κερκόπορτες κλειστές πανάθεμά τες.
Το βασίλειο σ’ ειρήνη και σε τάξη, 
μα σαπίζουν τα φτερά πάνω στις πλάτες
και αντίκρυ ζοφεροί επαναστάτες.

Πλησιάζουν οι στυγνοί κατακτητές,
μα τελειώνουν τα κουράγια τους. Τι κρίμα!
Όπως χρόνια τώρα σήμερα κι εχτές,
το βασίλειο ζωντανό μα δίχως βήμα.
Σαν βαρκούλα που δεν γνώρισε το κύμα.

Έτσι κι οι άνθρωποι κρυμμένοι μες στα τείχη.
Απόρθητος κι εγώ, σιμά μου ο θρόνος.
Παρηγοριά στην πλήξη μου οι στίχοι
και έρημος παρέα μου ο χρόνος.
Σε λίγους πάντα πλάι, σε μύριους μόνος.



          Βράδυ του Μάρτη

Καμιάν απόχρωση δεν βρήκα να ταιριάξει
σε τούτο το έρημο τοπίο με τους διαβάτες
κι έτσι έκλεισα την πόρτα στον ήλιο.
Θαρρείς η χιλιοτραγουδισμένη φύση διαμαρτυρήθηκε 
με τα δοξασμένα χρώματά της και μ’ έβαλε σε συλλογισμό,
μα κι αυτά τα φόρεσαν οι άνθρωποι
κι έτσι έκλεισα την πόρτα.

Καθώς οι ζωγραφιές στους τοίχους πήραν να κινούνται
και φτιάχνοντας χάρτες στο τετράδιο με γράμματα,
οι δόξες απέξω αργοπέθαιναν,
εκλιπαρώντας με για ένα λαχάνιασμα, ένα δάκρυ.
Οι παμπόνηρες ελπίδες ψιθύριζαν τραγουδάκια για ν’ ανοίξω,
μα είμαι επαρκώς μόνος πια ν’ αρνηθώ.
Να την κλαις την ρωμιοσύνη.
Εκείνα τα μάρμαρα που κάποτε, είναι πασίγνωστο πια,
δεν άγγιζε η σκουριά, εκείνη τα 'φαγε. 

Αν κάποτε ορίσει η μοίρα, αν τύχει
οι δόξες να πορνεύονται, τουλάχιστο για πιο μεγάλο αντίτιμο,
ίσως κάτι σοφό βρεις στον τρελό που περιγέλασες.
Ίσως το τσίμπημα στο μάγουλο να ‘ ναι προσκύνημα 
στο μωρό που απλώς κοιτά.
Ίσως τότε ν’ ανοίξουμε τις πόρτες και να βρεθούμε,
χωρίς χρώματα, χωρίς τραγούδια. Να φτιάξουμε άλλα!
Χαρές πολλές αντάμωσα και τις βαρέθηκα,
μα σαν την καύλα να βραδιάζει δίχως τρόπαια δεν ξανάδα.



          Θαύματα από λάσπη

Καημένη ανθρωπότητα!
Μιαν “ήττα“ κι ένα “μη“
σ’ αφήσανε καμένη.
Μα μην λυπάσαι. Εμείς το ξέρουμε
πως με φωτιά ένα κομμάτι σίδερο
πλάθεις σπαθί.

Ασφαλώς αιθεροβατώ.
Ο περίπατος στα σύννεφα
πάντοτε των νικημένων ήταν προνόμιο.

Μα κάπως απογοητεύτηκα.
Κοιτώντας τα σύννεφα απ΄ την γη
με τους περίτεχνους σχηματισμούς τους,
θαρρείς πως είναι θαύματα,
μ’ άλλο δεν είναι από ουράνια λάσπη.

Ας είναι! Θα το υποστούμε κι αυτό.
Θαύματα από λάσπη γνωρίσαμε πολλά.
Μόνο μην τύχει να πεθάνουμε νωρίς
και δεν προφτάσουμε
να τα σιχαθούμε επαρκώς.                                                                                                ____6





          Αναστάσιμο

Μ’ ένα φεγγάρι σκεπτικό και ματωμένο,
σαν σινεμά φαντάζει η νύχτα κι η ζωή σου.
Τον πιο μεγάλο θησαυρό που ‘χεις κρυμμένο
τον ελησμόνησες σε δρόμους της αβύσσου.

Κάποιαν ανάσταση γυρεύει να σ’ αγγίξει
στο χείλος κάποιας ερμαφρόδιτης ρουτίνας.
Όμως ο κόσμος προσπαθεί να σ’ αποδείξει
πως καταλήγεις σε φιλί κάποιας σειρήνας.

Μα εκεί που πλέκει το παράλογο τεχνάσματα
θα φτερουγίσει του δικαίου το σπουργίτι.
Κι είναι στο χέρι σου να δεις αν στα χαλάσματα
είναι σωστό το περιβάλλον για ένα σπίτι.

Πιάσε το πόδι του και κοίταξε απ΄ τα ύψη
φυλές και φύλλα να ζητούν κυριαρχία.
Άσε το σύννεφο, που πας, για να σε κρύψει
από τον στόχο του οργισμένου καρχαρία.

Σαν καταλάβεις πως στο νου δεν μπαίνουν φράγματα,
φτερά θα βγουν από τα πόδια κι απ΄ τις πλάτες.
Πως η ψυχή, όταν θα δεις, δεν θέλει πράγματα,
θα βρεις εκεί κι άλλους ανθρώπους αποστάτες.



          Υπό το φεγγαρόφως

Κι έφυγε γρήγορα το βράδυ καθόσον εσυλλογίζονταν 
της δόξης την ηδονή που κρυφίως γεύτηκαν
από τα ταπεινά βλέμματα που διαλαλούσαν φθόνο.
Μας έλαχε αντίκρυ να χαρακωθούμε από μια νύχτα ακόμη,
άνθρωποι όλοι που άλλο δεν αγαπούμε απ΄ την ξεφτίλα
κι ούτε αγαπήσαμε, θαρρώ, ποτέ. 

Εγώ να γράφω εκείνα που φοβάμαι να πω,
εκείνοι να φτύνουν τα χαμόγελα μιας ανύπαρκτης καλοσύνης,
υποκριτικά να φωτίζει το φεγγάρι για να βλεπόμαστε
σε μιαν ακρογιαλιά οπού 'πλέναν οι γυναίκες
τα κορμιά των σκοτωμένων μακελάρηδων του εμφυλίου.

Τι όμορφο βράδυ κι έφυγε γρήγορα.
Αγαλλίασε η ψυχή μου και κατενύγη 
απ΄ το θάμπος την ανθρώπινης χυδαιότητας
που λησμονώντας ανταλλάσσουμε 
μ’ ένα απαλότερο γήρας.



          Το ριζικό του Προμηθέα

Μ’ ένα σκαρί τενεκεδένιο, -σκάρτη μοίρα!-
για μιαν Ιθάκη που μ’ αρνήθηκε αλαργεύω.
Οι τόλμες κρέμονται δειλές απ΄ την ζωστήρα 
σαν τις ανάσες απ΄ το έρεβος, που κλέβω.

Καίγοντας όνειρα φωτίζεται η αλήθεια.
Σεμνό το δώρο Προμηθέα ανθρωπιστή,
μα ο αετός που σου κατέτρωγε τα στήθια
δική μας νέμεση που μείναμε θνητοί.

Θαρρείς που μάκρυνα σε κόλαση άλλων τόπων,
καμιάν ανάγκη πια για άρνηση γενναία;
Όπου απλώνονται τα χέρια των ανθρώπων
κι άλλοι θα βρουν το ριζικό σου Προμηθέα.



          Τα δάση των στοιχειωμένων ποιητών

Πού ήσουν άνοιξη κι ανθίσαμε πριν έρθεις,
μες στα βαλτόνερα σαν χρέος που εκπληρωθεί.
Τ’ αγνώστου η δίψα μας άρπαξε απ΄ την χαίτη 
και σ’ άγουρους, πλάι, πάπυρους 
μας έκατσε με το στανιό.

Ώσπου στις αυλές μας, δεν φύτρωσε άλλο από φθόνο
κι έτσι η γνωριμία με τ’ ανεξερεύνητο βυθίστηκε
-που ‘ σουν άνοιξη;-
καθώς μας την αρνήθηκαν, ως πάντα,
απ΄ την πρώτη καλησπέρα.

Κι έμεινε στα ξεραμένα κι άδεια πια κλαδιά μας
μια χλωράδα για να μουτζουρώνουμε σελίδες.
Στην φθινοπωρινή, βαλτωμένη ματιά μας
λίγο φως για να διαβάζουμε τ’ άνθη των απολιθωμένων.
Που ‘ σουν άνοιξη ν’ αγγίξεις με την νοστιμιά σου 
τα δάση των στοιχειωμένων ποιητών;



          Ο γεροπλάτανος

Φύσηξε παράξενα απόψε.
Σαν Βενετσιάνος έμπορας ο υγρός αέρας,
ήρθε κι αντάλλαξε το κορμί του
με τον στενό μα καλοτσακισμένο μανδύα της κοινωνίας.
"Θαρρείς πως το λιβάνι δεν μυρίζει μπαρούτι;
Θαρρείς πως δυο μολυβιές στο χάρτη
αλλάζουν το χρώμα του αέρα που αναπνέεις;"
Γλυκέ μου μπάτη...
Κι η θάλασσα, διαμελισμένη, που σε στόλισε
μα φέρνεις τόσα δώρα.

Τέτοια ήταν η αύρα του,
σαν καλοσμιλεμένο φύσημα σε τρεμάμενη φλόγα.
Σαν ηλιαχτίδα πρωινή απ΄ το σαπισμένο πατζούρι.
σαν αφελής, ευχαριστήρια προσευχή
για τ’ άδικο που δεν νικήθη: 
"Ήλιε ζωοδότη, καλά που δεν βλέπεις τι φωτίζεις!"

Κι έμεινα εγώ να δοξάζω τον αγέρα.
Μ’ ακόμη η αγάπη απλώνεται ως τα σύνορα της ομοιότητας.
Τόσο σπουδαία φύσηξε απόψε
μα απ΄ τον γεροπλάτανο γκρεμίστηκαν δυο φύλλα.
Γλυκέ μου μπάτη! Γλυκέ μου μπάτη!



          Θίασος

Θνητός ο εντός μας πλούτος μα δεδοξασμένος
κι ανεπαισθήτως τον εδέσμευσαν οι ανάγκες.
Δαίμων που εξέπεσεν. Νικήθηκε απ΄ το μένος
που του επιτέθηκαν, ως πάντα, έρωτες μάγκες.

Τώρα αντικρίζω πια την φθήνια που με όρισε.
Τέτοια γαλήνη δεν εγνώρισα ποτέ!
Με την νωθρότητα του πλήθους καλωσόρισε: 
"καλώς μας ήρθατε, στον θίασο, αστέ"

Μάταιη η βάναυση φυγή μου τελικά.
Είναι προνόμιο που το 'χουν οι σπουδαίοι.
Η νιότη φεύγοντας ακόμη αγροικά
πως όπου γης, ποδοπατούν καπεταναίοι.

Ίσως σε κάποιαν άλλη γη, άλλη εποχή..
Ίσως! Ίσως κι εμύρισε το χώμα.
Δραπέτευε τα βράδια μου ψυχή,
καθ’ ότι φυλακή κι ο νους μου ακόμα.




          Ωδή στην κρυφή κόρη του Ήφαιστου

Αρμενιστές ξεγυμνωμένοι απ΄ αφεντάδες,
στιγμές ολάκερα δικές μου, μυστικές.
Οι θλίψεις όμορφες, εβένινες κυράδες
σαν αμαρτίας το πιοτό μεθυστικές.

Κόρη του Ηφαίστου το μαρτύριο σπουδή.
Τέκνον θεού και τα μαλλιά σου πλένει λάβα.
Τιμώ το δάκρυ σου και πλέκω μιαν ωδή
με νότες πύρινες απ΄ άγνωστη οκτάβα.

Ως νοσταλγοί αλλοτινών και αλλοτρίων,
με ότι κόσμημα του Ηφαίστου σου'χει μείνει,
σε μία μάζωξη των Λακεδαιμονίων ,
εμείς μονάχοι να κυρήσσουμε ειρήνη.

Η μόνη έννοια που φριχτά με τυραννά
-θα σου το πω και δείξε τόλμη να τ’ αντέξεις-
είναι που η ζήση μου σαν φτάσει στα στερνά,
πάλι στα έγκατα θα πρέπει να επιστρέψεις.



          Καφενείον. Οδός Αλκυόνης

Απ 'το καφενείο στην οδό Αλκυόνης δεν περνά πια κανείς.
Εκεί που κάποτε οι πεταλούδες χέρι-χέρι περνούσαν,
φθονώντας το λάγνο φτερούγισμα των ηδονών.
Νέα αγόρια, που έστησαν παγίδες στον Άδη,
καρτερώντας να υγράνουν δυο χείλη
που κι ο Έρως δεν επόρθησεν.

Απ ‘το καφενείο στην οδό Αλκυόνης δεν απόμειναν παρά θύμησες,
σ’ ανθρώπους που δεν είπαν ποτέ στις φαμίλιες τους
για κείνα τα κρύα βράδια, που οι στάλες της βροχής
άχνιζαν απάνω στα γυμνά σώματα
κι ο φόβος μην ιδωθούν
νικιόταν απ΄ την ορμή για μιαν απαράδεχτη ένωση.

Από κείνο το καφενείο περνούν γέροι πια κι ωχροί,
σπαράζοντας τα σωθικά τους για την ζωή
που πέρασαν σε σπίτια που δεν θέλησαν,
μ’ ανθρώπους που δεν ορέχτηκαν ποτές•
Για την υπόσχεση που αθέτησαν
πως κάποτε, σε τούτης της οδού το καφενείο,
σαν άλλος Κύηξ κι Αλκυόνη, θα γίνονταν πουλιά.



          Ο εφιάλτης του Ντόριαν Γκρέι

Πρόσωπα σαν πίνακες ζωγραφικής.
Εξαίσια έργα τέχνης.
Τα χρώματά τους ζωηρά, ζωντανά.
Ήρθαν κοντά μου. Τόσο που μ’ ασπάστηκαν.
Τα χέρια μου ένιωσαν κάθε πινελιά τους.
Γίναν κομμάτι μου. Καθρέφτης μου.

Μα αυτός ο σπουδαίος ζωγράφος που τα έπλασε,
τα ένωσε μαζί μου με τρόπο περίτεχνα μαγικό.
Κάθε που οργισμένη σπίθα μούσκευε τα μάτια μου,
κάθε που μιαν απόκρυφη μιζέρια με αποξένωνε,
κάθε που η αμαρτία μου χαράκωνε το πρόσωπο,
εκείνα, θεριά κολάσεως, έσφιγγαν τα χείλια.

Πόσο χυδαίο, τρομακτικό μοιάζει εκείνο που μας μοιάζει.
Η ασέλγεια της ψυχής ζαρώνει ότι αγαπάμε. Κι εμείς
παραμένουμε νέοι στα θολωμένα μάτια μας.
Η αμαρτία ελκύει γιατί της μοιάζουμε.

Κι αυτά τα πάναγνα, ντελικάτα έργα τέχνης,
τα φωτεινά, καθάρια πρόσωπα των αγαπημένων,
γίνονται τα ακαλαίσθητα τέρατα
που ξεπήδησαν απ΄ την ψυχή μας.
Ντόριαν, δεν είσαι μόνος.



          Ανάθεμα

Δίχως ανήμερες αισθήσεις, δίχως θέρμη,
μ’ εκείνα τ’ άμφια που δείχνουν ιδιότητα,
από τον φόβο τους φυλάσσονται οι έρμοι
και μοσχοθρέφουν την λαμπρή τους ματαιότητα.

Θα ‘ταν μια λύση να τους ταίριαζε η ευθύνη,
μα όνειρα Έκτορες στ’ άρματα της δειλίας,
θαρρώ στερέψαν την χρυσή ελπίδων κρήνη
και στην απόγνωση δώσαν καρπόν κοιλίας.

Άλλος υπαίτιος, κανείς, πτωχή μου νιότη.
Σου ‘λαχε αιώνας δίχως βάρβαρους και κτήνη.
Σε ποιον απάνθρωπο, φθηνό, αισχρόν προδότη
όλο το ανάθεμα, θα ρίξεις, να υπομείνει;



          Φυγοπονία

Γιατί θρηνούμε απόψε;
Τα αίσχη του μισαλλόδοξου ρεύματος
τα βλέπουν μόνο οι παραστρατημένοι,
έτσι που να μπορούν να γιορτάσουν λίγο
για το γενναίο τους παραστράτημα,
μέσα στην τόση απομόνωση.
Μα εμείς γιατί θρηνούμε;

Είναι που, τάχα, κλονίζεται η καρδιά μας
από το πλήθος που ρέει
προς τον αφανισμό της αγνότητας;
Ή μήπως που οι αναμνήσεις μας θυμίζουν
την αγνότητα του αφανισμού της.

Την νύχτα, το είδωλό μου στο νερό της λίμνης
μου υπενθυμίζει το χρώμα
με το οποίο με καλλιτεχνούν τα πάθη μου.
Κι εν’ άλλο είδωλο, εκείνο της σελήνης,
ακριβώς επάνω στο σκούρο μέτωπο,
μου δηλώνει πως αυτός ο ρευστός και σκοτεινός άνδρας
γνωρίζει την φωτεινή απάντηση.

-Γιατί θρηνούμε απόψε;
-Ες αύριον, τιποτένιε, τα σπουδαία.



          Ασ’ τα μαλλιά σου
   
Πριν ασημώσει της νύχτας την μιζέρια η αστραπή,
μικρή μου μάγισσα με πρόσωπο σκοτάδι,
μου' πες "αν κρύψουμε τι είμαστε δεν έρχεται η ντροπή
μα κάπως έτσι, σιωπηλά, ανασταίνουμε τον Άδη."

Εσύ δεν μου 'μαθες τους φόβους μου ν’ αφήνω στα χαρτιά,
για να τρομάξουν τις πιο ψεύτικές μου λέξεις;
Εσύ δεν μου 'λεγες με πάθος πως δεν καίει η φωτιά,
αν δεν την άναψες μονάχα για να παίξεις;

Κι αφού μας έβαψε με χρώματα ζωής η χαραυγή,
εσύ δεν είσαι που ανέβασες τον ήλιο;
Μου’ πες "Τι θέλει και γυρίζει συνέχεια αυτή η γη;
Εγώ έχω βρει το πιο γλυκό, στο πλάι σου, βασίλειο."

Ασ΄ τα μαλλιά σου τα φτερά σου να χαϊδεύουν.
Χαμήλωσέ τα, τα όνειρά σου για ν’ ανέβουν.                                                         ____24









          Χειμώνας

Κι έπεσε πάλι κρύο δριμύ.
Αυτό το κρύο που ναρκώνει την πόλη,
όταν το γέλιο των ενστίκτων
ζωγραφίζει η αδιαφορία.

Χειμώνας.
Η εποχή όπου σταματούν
να διαφημίζουν τους εαυτούς τους,
να ‘χουν χρόνο να σφαχτούν
με τις αναμνήσεις.

Κι εκείνον τον Φλεβάρη
που για το γινάτι του πολιτισμού να οριοθετεί
έχασε την άνοιξη,
ποιος θα τον παρηγορήσει;
Αυτός την ζει την κόλασή του, απομονωμένος,
κι εμείς τον φωνάζουμε κουτσό.

Χειμώνας.
Ευκαιρία για θέωση, γι’ αγάπη, για συμπόνια.
Κι εμείς μνημονεύουμε ένδοξα το καλοκαίρι
στηριζόμενοι στο πύρινο άστρο
που ούτε τα μάτια μας
δεν αντέχουν να κοιτάξουν.
Αυτοί είμαστε...



          Ασφοδίλι

Έτσι, ως νεκροί σε κάποια Βαβυλώνα,
που να τ’ αντέξουμε το φως σαν ανατείλει.
Στου κόσμου τ’ άχυρο, η ζήση μας βελόνα
κι αντί γαρύφαλλο, στο πέτο, ασφοδίλι.

Τριάντα αργύρια κι εμένα η αμοιβή μου.
Της Περσεφόνης ο εφιάλτης και δικός μου.
Τριάντα χρόνια στην δούλεψη του δήμου.
Τριάντα χρόνια απόρριμμα του κόσμου.

Κι αυτός ο ανήμερος λαός που του 'μαι πόθος,
βήμα δεν κάνει ν’ αποδράσει απ΄ την παράνοια.
Εγώ εξόριστος παντού, υιός του νόθος,
στο σκουπιδιάρικο που λέγεται Βαλκάνια.

Έτσι, ως νεκροί, λοιπόν, σε κάποια Βαβυλώνα,
του παραδείσου ή της κολάσεως η πύλη,
αναγεννιόμαστε στην μέση του χειμώνα,
μ’ αυτήν την άγρια ευωδιά απ΄ τ’ ασφοδίλι.



          Ωχροί και μόνοι

Ως οι ελπίδες τους κι αυτοί, ωχροί και μόνοι,
στου ερέβους κοντοστάθηκαν την πύλη
μην έχοντας σπουδαίαν ασχολία
παρά να γέρνουν στο τραπέζι σαν σε ώμο αδερφικό
μετρώντας τις ανάσες τους αντίστροφα
κι όλο τ’ ανείπωτα να βάζουν μιαν ακόμα.
"Κι η τόλμη σου βρε γέρο απολείπει".

Των ιδικών τους, εσκέπτονταν, το θέρος
(ήσαν δειλοί μα όχι αυτή την ώρα)
που θα εβασάνιζεν ο ήλιος, τους, στα μαύρα.
Τα ποιήματα που ακόμη δεν διαβάστηκαν
και τα σκυλιά που θ’ απόμεναν δίχως χάδι.

Των γυναικών που 'χαν υπάρξει εραστές,
εσυλλογίζονταν, τα ονείρατα που θάψαν
(όντας παράξενα απερίσκεπτοι ως νέοι)
και των κρυφών τους πόθων την φωτιά
που δεν λευτέρωσαν να κάψει ούτε μιαν ώρα.

Τριγύρω οι νέοι στον χορό παραδομένοι,
χασκογελούνε με γυναίκες πλάι, οι νέοι
κι έτσι θυμήθηκαν και τη δική τους νιότη
κι όλο θαρρούν πως κάποιος τους ζυγώνει
τούτη την μέρα που περνούν ωχροί και μόνοι.



          Ο γέρων αυτόχειρας

Κι αντίκρισε τα κύματα.
Υπέρμετρη γενναιότης!
Του νεαρού τα βήματα
διδάγματα της νιότης.

Στην προκυμαία στάθηκε
ασάλευτο κατάρτι,
και μέσα του αισθάνθηκε
το θάρρος του αντάρτη.

Στα ίδια μέρη πέρασε
που νέος αρεσκόταν.
Κοίτα να δεις που γέρασε
και στέκει όπως στεκόταν.

Κι αν τρέμουνε τα χέρια του
κρατώντας τόσους χρόνους,
γυρνώντας στα λημέρια του
λησμόνησε τους πόνους.

Έμεινε ως να 'ρθει η αυγή
κι έπειτα μ’ ένα βήμα,
δίχως φωνή, δίχως κραυγή
ξεψύχησε στο κύμα.



          Η εξομολόγηση του Λεωνίδα

Ανάγγειλε, ξένε, τον θάνατό μας.
Η δόξα απαλύνει κάπως
την κόλαση που μας δέχτηκε.
Εσύ είσαι ο ιδανικός για τούτη την είδηση.
Ο ξένος, ο αδιάφορος.
Οι κοντινοί μας, βλέπεις,
ξέρουν τι χυδαία που ζήσαμε.

Ξένε, μην ψάχνεις τις αιτίες.
Κράτησε μόνο το γραφτό του Σιμωνίδη
ν’ αναπαυθείς κι εσύ κι εμείς.
Οι εξηγήσεις φθείρουν περισσότερο
από τα ερωτήματα.

Λεωνίδες γνώρισες πολλούς,
μα κανείς δεν αδιαφόρησε
στα casus belli των φόβων του.
Ανάγγειλε, ξένε, τον θάνατό μας.
Είναι χρέος σου.
Εγώ, ο βασιλεύς των Λακεδαιμονίων,
σου χρωστώ την αιωνιότητά μου.




          Κατά την αυγή

Μεθώντας άγονες μιζέριες κι είμαι νέος, νέος σαν δάκρυ,
απαρνήθηκεν κι η αυγή να με συντρίψει,
ως του ελέους της τα ρόδα να σκορπά απ΄ άκρη σ’ άκρη.
Τι ασήμαντος που θα 'μουν δίχως θλίψη!

Ειν’ η ορμή που σ’ οδηγά, είσαι νέα να δεις την δύση,
στου απροσδόκητου το ηλεκτρισμένο σώμα.
Σαν του έρωτα το χρέος: Πριν πεθάνει ν’ αψηφήσει
πως κορμιά κι αν λατρευτούν θα γίνουν χώμα.

Σαν ασκούριαστο ναυάγιο, νιώθω νέος, νέος σαν πρώτα,
στου ακατέργαστου κορμιού σου τ’ άγιο χάδι.
Δες φωτίζονται οι λέξεις μες στα καπνισμένα χνώτα
σαν ποιητές που απαγγέλλουν στο σκοτάδι.



          Ημέρες στον βορρά

Νύχτωσε κι εδώ. Ίδια πάλι η συνταγή.
Παχύ σκοτάδι και φόβος για τ’ άγνωστο, να βαρύνουν τα βλέφαρα.
Τι τυχερός που είμαι!
Τώρα πια ανασαίνουμε την ίδια φθορά.

Εντός της βοερής πλατείας με τα μαθητούδια,
ώρα περασμένη, θαρρείς πως τ’ άρωμα της νιότης σου
μαρτύρησε δυο μυστικά του παραδείσου,
-τι ειρωνεία- στον τόπο που κάθε ναός
κι έναν αλλιώτικο παράδεισο υπόσχεται.

Τι τυχερός που είμαι!
Εγώ κατάλαβα το μεγαλείο σου
πριν, υψωμένο, το τρανό σπαθί
μου δείξει τον τόπο απ΄ όπου ήρθες.

Περίπου δυο δεκαετίες σε σκέπαζε ο ουρανός,
να 'ρθει με μιας το χρέος του, στα χέρια μου να παραδώσει.
Κι έτσι αγόγγυστα, σαν προορισμένη για τούτο,
η μουσική, που ακούμε, συμφωνία,
στους χτύπους της καρδιάς σου υποτάχθηκε.

Την αρτιότητα της στιγμής
ούτε η πιο όμορφη ρίμα δεν μπορεί να περιγράψει.
Ούτε το "σ’ αγαπώ" που δεν είπαμε -μην σε μέλλει, το 'νιωσα-
μπορεί να δοξάσει.
Μόνο δυο σώματα που αγγίζονται
στην τόση αβεβαιότητα τριγύρω.




          Το σονέτο της λήθης

Ραίνε γλυκά, ένδοξη μοίρα μου, την λήθη,
ως να ‘ταν άνθη ευωδιαστά, που ‘χεις γραμμένη.
Η ορμή της νιότης μου που κάποτε σ’ αρνήθη
κείται στα χέρια σου νεκρή κι ατιμασμένη.

Του ακατανόητου με σκέπασε η κατάρα.
Λερά διαφέροντας ο νους μου με χρυσώνει,
μα έρωτας βάρβαρος μ’ ενώνει με την φάρα:
Η δόξα έρως, η τέχνη έρως, ο έρως πόρνη.

Ραίνε γλυκά, μοίρα, στον τύμβο μου την κρίση.
Γλυκός ο οίνος απ΄ του κόλακα τ’ αμπέλι.
Να ‘ναι γαλήνιο το στερνό μου το μεθύσι.
Ραίνε γλυκά ένδοξη μοίρα μου, σαν μέλι.

Ακατανόμαστη η σκέψη μου που εκλήθη,
γέννησε σήμερα σονέτο για την λήθη.



          Όνειρο

Δυο βλέμματα ριγούν στο φως της νιότης,
ερώτων απόστρατων στοχαστές.
Το πέλαγος, του ανέφικτου στρατιώτης,
που αφόπλισαν γλυκά οι ποιητές.

Το κόκκινο κρασί, θαρρείς του ονείρου
το ένδυμα, πως έβαψε, στους ώμους,
να φέγγει μες στο χάος του απείρου
εκείνους που ερωτεύτηκα τους δρόμους.

Ξεγέλασαν με ο νους ή αλήθεια εφάνης;
Σε άγγιξα, χρυσή, πως να ‘ναι λάθος;
Προσμένω να ξανάρθεις για να υφάνεις,
ως έπραξες, πελώριο το πάθος.



          Τι νέοι κι αυτοί

Τι νέοι κι αυτοί, π’ αρνήθηκαν κι αρνούνται.
Μια μοίρα γερασμένη αναλογεί,
αντάλλαγμα αισχρόν, για να θυμούνται
τ’ ανέφικτου την βάρβαρη σιγή.

Τα σκάρτα ύψη τους θολά, σκιές γιγάντων,
καθώς οι θάνατοι στολνούν τ’ ανάστημά τους:
“Ω τι ντροπή, στην κοινωνία των αχράντων
οι ρυπαροί, να παραβρίσκονται, του κράτους.“

Ανθίζει ο τόπος αγιάγκαθα. Είναι κάτι!
Νέοι ωχροί σαν ποιητές που λησμονούνται.
Βάρος ασήκωτο φορτώθηκαν στην πλάτη.
Τι νέοι κι αυτοί, π’ αρνήθηκαν κι αρνούνται.



          Οι επιζήσαντες

Κλειστά παράθυρα. Είμαστε ασφαλείς.
Μίλα σιγά μην κρυφακούει κάποια μοίρα.
Μόνο λυπάμαι τα λουλούδια της αυλής
που θα βουλιάξουν, τα καημένα, απ΄ την πλημμύρα.

Εγώ το σφάλισα καλά το σπιτικό μου.
Ω τι ενόχληση κι ετούτοι, σαν ζητιάνοι
ακόμη στέκονται καταμεσής του δρόμου
για μια κρυψώνα απ΄ του θανάτου το σεργιάνι.

Θόρυβο ακούω και κραυγές σπαρακτικές.
Μίλα σιγά μην κρυφακούει η θεια δίκη.
Μετά απ΄ αυτό θα‘ ναι οι συνθήκες ευνοϊκές,
ζητωκραυγάζοντας, να βγούμε, για την νίκη.

Σε βλέπω αγάπη μου κάπως λυπημένη.
Φύγαν με θάνατο ως η ζήση τους. Φθηνό.
Εγώ λυπάμαι γιατί τούτο εδώ σημαίνει
πως πια, στην θέση τους, εγώ θα προσκυνώ.



          Φλόγες

Φλόγες δραπέτες απ΄ της κόλασης το χάος,
απ΄ τις κοιλιές μεταλλικών πουλιών πηδούν.
Ο ουρανός στέκει ακλόνητος και πράος
κι ακούει θανάτους να του σιγοκελαηδούν.

Φλόγες που καίνε τις ματιές ερωτευμένων
σε κάποιαν άλλη όχθη, λες και σ’ άλλη γη.
Κι αυτό το αχ το σιωπηλό των ξεχασμένων
μοιάζει με έρωτα ή θανάτου την κραυγή.

Μες στην φωτιά είναι κρυμμένη η ελευθερία.
Αναστενάρισσες ψυχές θα την γνωρίσουν.
Πηδούν στις φλόγες τραγουδώντας με μανία,
να βρουν τον φόβο τους και να τον πυρπολήσουν. 

Νέγροι χορεύουνε στις φλόγες μεθυσμένοι
κι αλλού ξεχύνονται απ΄ το στόμα κάποιου κράχτη.
Κάπου μυρίζουνε βενζίνη οι απελπισμένοι,
άναψαν σπίρτο, το στερνό, και γίναν στάχτη.

Μες στην φωτιά είναι κρυμμένη η ελευθερία.
Αναστενάρισσες ψυχές την αγνοούν.
Πηδούν στις φλόγες τραγουδώντας με μανία,
ξεχνούν τον φόβο τους κι ας είναι να καούν.                                                            ____36



          Ο δρόμος γέμισε σημαιάκια

Ο δρόμος γέμισε σημαιάκια.
Οι άνθρωποι της πόλης 
συγκεντρωμένοι σε αγέλες,
συζητούν απολαμβάνοντας 
την ηλιόλουστη μοναξιά τους.
Δεν είναι δα και λίγο..
Μερικές σημαίες η‘ μια καμπάνα περιμένουν
για να θυμηθούν πόσο θαρρούν πως υπερέχουν.

Στάσου λίγο!
Όπου να ‘ναι θα περάσουν οι σκλάβοι.
Στάσου! Στάσου!
Θα χαιρετήσουν με καμάρι τους φονιάδες τους.
Αυτό το πανηγύρι είναι τ’ αγαπημένο μου.

Ο δρόμος γέμισε σημαιάκια,
μην τύχει κανείς και λησμονήσει που ανήκει.
Μα προς τι όλα τούτα;
Κι αν ο δρόμος γέμιζε όνειρα θα ‘ταν λάθος;
Είμαι ανήθικος... Μπορεί.





          Αποχωρισμός

Τι παράξενο συναπάντημα!
Ένα αστέρι που πέφτει, ένας βαθύς αναστεναγμός, κάπου,
κι η μουσική του μολυβιού που χαράζει το τετράδιο.
Τρεις ταξιδιώτες φορτωμένοι με τις ευχές των τόπων τους
τούτη την στιγμή 
περιμένουν το ίδιο τρένο.

Απόψε θ’ αποχωριστούν την αισιοδοξία.
Δεν υπάρχει πια λόγος γι’ αυταπάτες,
καθώς τα σίδερα απ΄ το κελί των ονείρων
κατέρρευσαν μόλις η ταπεινότητα
πήρε την θέση της στον θρόνο.

Τα φύλλα των δέντρων, αιωνίως δέσμια,
θαρρείς πως θαύμασαν τούτον τον αποχωρισμό,
και χειροκροτούν με το θρόισμα τους.

Μα το τρένο δεν πέρασε ποτέ.
Το αστέρι έσβησε. Ο αναστεναγμός κόπασε.
Το μολύβι ξάπλωσε στο τραπέζι.
Θέλει κόπο, ακόμα, η απελευθέρωση.
Δεν είναι ώρα, τώρα, για το ταξίδι.
Το σπουδαιότερο ταξίδι μας
ίσως να είναι το τελευταίο.





          Το ψαροκάικο

Παρήγγειλε των φόβων σου μια δόση αταξίας,
που να σωπάσουν λογικές όπου ‘χεις διδαγμένες.
Στεφάνωσε ο αιώνας μας κλαδιά ανυπαρξίας
εκείνους που τους έλαχε να ζήσουν στους πυθμένες.

Ότι θαρρείς πως αγαπάς, μπορείς, αγάπησε το,
σαν την στερνή, της μάνας σου ματιά, προτού λυγίσει.
Αντί λουλούδι μιαν ευχή να σου στολνά το πέτο
έτσι που ελπίδες, σαν τις θες, να σου μοσχοβολήσει.

Κι αυτό το ψαροκάικο που δέρνεται στο κύμα,
πλάι σε μεγαθήρια ιστιοπλοϊκά!
Γι’ αυτό θαρρώ πως γράφτηκε τούτο εδώ το ποίημα,
καθώς θυμίζει που ‘ζησα σπουδαία απλοϊκά.






          Συνάντηση

Σαν γνώριμοι παλαιοί, σαν συνεργάτες.
Θαρρείς δεν μοιραστήκαμε
την πρώτη ζήση μας στα ίσια.
Πέτρινα λόγια και μια χειραψία
σαν δυό ξίφη που σταυρώνονται
πριν την μάχη.

Τα χέρια, αγαπημένε μου συμμαθητή,
αγκαλιάζονται όταν δεν το κάνουν τα κορμιά.

Οι θύμησες έγιναν ντροπές.
Μας κέρδισεν ο πόθος γι’ αποδοχή.
Κι εγώ, αγαπημένε, ψεύδομαι για το παρελθόν
όμως το σέβομαι.

Μην χαμηλώνεις το βλέμμα.
Εσύ κοιτούσες πάντα ψηλά.
Άσε σε μένα τον ρόλο του ιχνηλάτη,
όπως τότε που παίζαμε κλέφτες κι αστυνόμους.

Μην χαμηλώνεις το βλέμμα.
Τα ίδια χάλια έχουμε.
Κι εγώ πολλές φορές σ’ αρνήθηκα,
μα έχω το προνόμιο
να μην είμαι επιτυχημένος.



          Παράκληση

Ολόψυχα δοσμένος, πολέμιοι και φίλοι,
στην άσπιλη αγάπη μου γι’ ανθρώπους.
Αέναη η ανημποριά μου, σ’ ονείρων μου το δείλι,
σ’ ελπίδες που σταυρώθηκα και τόπους.

Ευχής ο στεναγμός μου. Ευχαριστώ.
Του πονηρού τις ρίζες τις ξεραίνω,
στα δάση των πνοών σας ν’ ασπαστώ
τα χείλη σας, που ακόμη ανασαίνω.

Διαβάζοντας πριν χρόνια τον χρησμό,
πως σμήνη προμηνύουν τρικυμία,
της μοναξιάς τον άγριο φασισμό
μαστίγωσα με στίχους στα θρανία.

Αμόλυντη η αγάπη μου αδελφοί
και δικαστές και φίλοι και εχθροί μου.
Κι αν εμειν’ η ωραιότης μου κρυφή,
σαν όαση, αντικριστε την, ερήμου.



          Εν ζωή

Πάντα έμοιαζε μαύρο το πεπρωμένο μας.
Είναι τόσα αυτά που αρνηθήκαμε
εις το όνομα μιας υποχρέωσης,
που σχεδόν η ζωή μας εξόφλησε.
Θαρρώ δεν μας χρωστά ούτε δευτερόλεπτο,
απλώς χάρη στην θεια γενναιοδωρία της
μας χαρίζει ημέρες. Στιγμές.

Γι’ αυτό μοιάζει σκοτεινό το πεπρωμένο μας.
Καθετί που μας χαρίζεται,
μας θυμίζει πως αδυνατούμε να το αποκτήσουμε.
Καθενός η απλοχεριά,
μας θυμίζει πως σχεδόν ποτέ 
δεν υπήρξαμε αυτάρκεις.

Νομίζω τελικά πως αύτη η γενναιοδωρία,
η θεια κι ανιδιοτελής,
εκτός απ΄ την λέξη “θεός“ που ασυναίσθητα
και με ορμή ξεχύνεται στο στόμα μου,
είναι το άριστο θεμέλιο
για την οικοδόμησή μας.



          Απολογία

Στα περιστύλια του πάθους και στην πλάνη,
όλες οι ορέξεις τραγουδούν μελωδικά.
Σαν ανθοστόλιστο ανοιξιάτικο στεφάνι
που του χειμώνα την φυγή να προσδοκά.

Πικρό το νέκταρ της απόλαυσης κρετίνοι.
Σαν να μην είναι να χαράξει αλυχτάτε.
Γέμισε ο τόπος με ημερωμένα κτήνη
που η ψύχη τους ευπρεπώς πάντα βρυχάται.

Καλλωπισμένες οι προβιές στολνούν το βιος σας.
Πόσων μανάδων την κορφή στολνούν μαντήλια;
Αν αγαπούσατε λίγο τον διπλανό σας,
ίσως να έκαιγαν λιγότερα καντήλια.




          Αποποίηση

Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα,
να δω με μάτια φωτεινά σκοτάδι μαύρο.
Απομυθοποιώντας, λοιπόν, τα πάντα
απ΄ την άρρωστη ανάγκη μου για υπεροχή,
αποποιήθηκα την ίδια την ανάγκη μου.
Δούρειος ίππος η υπεροχή
του γερασμένου πολιτισμού, να ξανανιώσει.

Στερνή μου γνώση...
Αν δεν είχες φανεί ποτέ
ίσως και να ‘ μουν πρώτος.
Σου το χρωστώ που μ’ έσωσες
απ΄ την σκλαβιά ετούτη.

Μ’ ειλικρινά σας μιλώ, παρότι την απέρριψα,
κι ας ο πολιτισμός να την επαινεί.
Βαθιά το ξέρει πως δημιουργήθηκε
άρνωντας την.

Στερνή μου γνώση να σ’ είχαν κι άλλοι.
Μα βλέπω πάντα με μάτια φωτεινά
σκοτάδι μαύρο.



          Η πόλη από ψηλά

Κοιτώντας από ψηλά,
οι δρόμοι της πόλης
ατελείωτα ποτάμια φόβων.
Μια διαρκής κίνηση βασιλεύει,
απλή σπατάλη ζωής,
που δεν οδηγεί ούτε βήμα μακριά.
Σαν να περπατάς μέσα σ’ ένα βαγόνι
σκουριασμένο κι αραχνιασμένο.

Πολυταξιδεμένα κορμιά, αταξίδευτες ψυχές.
Φυλακισμένα σε ματαιοδοξίες
και κάλπικες ορέξεις.

Μα κάποιοι παραμένουν σταθεροί.
Ασάλευτοι λίθοι καθισμένοι εδώ κι εκεί.
Σε σκαλιά, μ’ ένα χαρτόνι,
αξύριστοι, κρυμμένοι σε μερικά παλιόρουχα.

Να ‘ρθείτε κι εσείς εδώ ψηλά.
Είναι μαγευτικό ν’ αντιλαμβάνεσαι
πως αυτοί, που ούτε το μάτι σου
δεν καταδέχεται να πέσει πάνω τους,
μπρος στην τόση μάταιη κίνηση,
από εδώ, είναι ακλόνητα σημεία αναφοράς.



          Να με συμπαθάτε συνάδελφοι

Δεν θα μιλήσω για το προφανές.
Αρκετά χαϊδέψαμε τ’ αυτιά των ημετέρων.
Τα λόγια μας τ’ αμβλύναμε να μπαίνουν σε τραγούδια.
Καταραμένοι ποιητές σου λέει ο άλλος!
Μακάρι να ‘ μασταν.
Μ’ άνθρωποι καταραμένοι είμαστε αλήθεια.

Ως πάντα οι ευφυείς, οι λογοτέχνες, οι ανατρεπτικοί.
Μόνο εμείς το ξέρουμε το κίβδηλο περιεχόμενο μας.

Όχι, δεν θα ταράξω την δαφνοστεφανομένη σας κόλαση.
Άλλη μια στιγμή τρισκατάρατης αλήθειας ήταν μόνο.
Να με συμπαθάτε συνάδελφοι.
Ας συνεχίσουμε να υμνούμε τον έρωτα
με γλυκόλογα, λουλούδια και μελισσάκια,
ως πάντα ευφυείς, λογοτέχνες, ανατρεπτικοί.



          Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια

Ευσεβής ο πόθος γι’ ανυπακοή, αγαπημένοι. 
Μα με τα γόνατα κατάχαμα, γελιέστε. 
Μικρά μου κτήνη ημερωμένα, 
την νεανική ορμή σας προσκυνώ.

Αλλοίμονο, αλλοίμονο στους νέους 
που δεν τους όπλισε, στα φλογερά τους βράδια, 
μια ιδέα-οαση το έφηβο μυαλό.

Κι αλλοίμονο, αλλοίμονο στους γέρους 
που δεν το σκυψαν, τ’ ασήμαντο κεφάλι τους, 
για μια κουτάλα απ΄ το καζάνι της πολυτέλειας.

Εγώ τον ήξερα, χρυσοί μου επαίτες, τον τελειωμό μου. 
Αδιάφορος στα μέτρα μου και σιωπηλός. 
Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια 
μα δολοφονούνται κομμένα στο γόνατο. 
Κι εσείς, για μιας στιγμής την προσοχή, 
αγαπήσατε τον δολοφόνο σας.



          Αθήνα 2013

Μόνον τα κορμιά μαρτυρούν.
Τα σημαδεμένα κορμιά από μάχες, 
από χρόνο, από έρωτα.
Μόνον αυτά μαρτυρούν την ζωή.

Πυκνογραμμένες, αθάνατες σελίδες
ομολογούν το θνητό μεγαλείο σου,
καθώς εκείνες οι χαραγματιές
στα κορμιά των αθάνατων
κρύφτηκαν στο χώμα.

Αθήνα 2013. Η ακρόπολη φωτισμένη.
Η Ιθάκη πλημμυρισμένη καράβια.
Ο Επαμεινώνδας μαρμάρινος γίγαντας.
Αθήνα 2013. Τέλειος θάνατος.

Όσα κάστρα κι αν χτίσεις άνθρωπε,
η ζωή θα δραπετεύει.
Μόνον τα κορμιά μαρτυρούν την ζωή.
Τα σημαδεμένα κορμιά από μάχες,
από χρόνο, από έρωτα.                                                                                                     ____60



          Στην χώρα της περηφάνιας

Εδώ στην χώρα της περηφάνιας,
εμείς στον ίσκιο της αφάνειας
με τ’ άλλα ζώα.
Με μιαν ελπίδα, κόρη επουράνια
οδοιπορουντες με την παράνοια.
Λήθη πατρώα!

Ζώντας αστοί με τ’ αστικό,
με προσωπείο πειστικό
είμαστε κάτι.
Πολυτελές καθιστικό,
και μέλλον τάχα ενωτικό
της γης η απάτη.

Κι η τέχνη δώρων των υψηλών
ως υποθήκη οφειλών
όμοιος ομοίω.
‘Η χρήσης λίγων τεχνών καλλών
στην αναζήτηση πολλών,
για ένα αιδοίο.



        Λύπης γεννήματα

Είπα στην τέχνη μου να κρύψω
όσα δεν θέλησα να δείξω
ή όσα δεν μπόρεσα.
Αυτό το βράδυ το ρημάδι,
δίχως κουβέντα ούτε χάδι
την θλίψη φόρεσα.

Οι δήθεν φίλοι διασκεδάζουν,
εμένα οι σκέψεις μου ρημάζουν
μα το συνήθισα.
Καπνός που φτάνει ως το ταβάνι,
με την καρέκλα μου λιμάνι
τον κόσμο γύρισα.

Στο νου μου μοιάζουν να χαίροντ’ όλοι.
Για μένα τάχα φταίει η πόλη
αντί της σκέψης μου.
Όσο αν ρουφάω τον καρκίνο
έννοια δεν βρίσκω και δεν δίνω
της κούφιας λέξης μου.

Η νιότη τρέχει και δεν την φτάνω.
Γράφοντας, λέω πως κάτι κάνω,
χαμένα ποιήματα.
Μοναχικοί κι υγροί οι δρόμοι
να ψάχνω μάταια κι εγώ ακόμη
χαράς μηνύματα.

Κι εσένα αγάπη πως να ξεχάσω;
Μ’ ένα φιλί αχ να κεράσω
καπνό λεβέντικο.
Κι ας μην ταιριάζει στην μορφή σου,
όπως που ακούγαμε, θυμήσου,
άσμα ρεμπέτικο.

Για σένα αγάπη μου μεγίστη,
αχ μ’ εγκατέλειψε κι η πίστη
πως θ’ ανταμώσουμε.
Τι τραγικό το λάθος κεινο,
τούτο το πάθος που σου δίνω
να το τελειώσουμε.




         Κακοκαιρία

Κοίτα να δεις που πάλι βρέχει
και δεν ξεχωρίζει η μουσκεμένη μας ψυχή.
Τόσο μου μοιάζει τούτη η κακοκαιρία
με την πραγματικότητα.
Αμέτρητες οι σταγόνες της
που ανυπομονούν να γίνουν λάσπη.

Κι εμένα που μ’ αρέσει να ζω στην ομίχλη,
(για να μην βλέπω καθαρά τον καθρέφτη),
μ’ έχει αφορίσει το φως 
κι όλο βρίσκει μια χαραμάδα,
αυτήν αντίκρυ στο λίγο μου,
για να με πνίξει.

Μια ξαστεριά αγαπήσαμε μα ξημερώνει βρέχοντας.
Χυδαία ευχή η φράση “καλό χειμώνα“.
Στα φωτεινά πνεύματα
δεν στεριώνει συννεφιά.



          Γυναίκες

Γυναίκες που σας είδα σ’ άλλου χέρι,
σ’ άλλα χώματα βρεγμένα από δάκρυ,
κάντε τόπο για να μπει το καλοκαίρι,
να κοιτώ κι εγώ, ο φτωχός, από μιαν άκρη.

Γυναίκες που στα μάτια σας σαλπάρισαν
ορδές αισθήσεων για άγνωστα λιμάνια,
θυμάμαι σαν και τώρα όσα μου χάρισαν,
τα έντεχνα, ανεμίζοντας, φουστάνια.

Γυναίκες που τα βράδια μου δροσίσατε,
στον νου σας δεν κατάφερα να μπω.
Απλά με ένα βλέμμα μου θυμίσατε,
γυναίκες, πως αντέχω ν’ αγαπώ.



          Κληρονομία

Κάπως έτσι ελοξοδρόμησαν τα πλήθη.
Μ’ ένα μειδίαμα αλλότριο και πλάνο.
Η γη μας κι η ψυχή μας επωλήθη
σε τούτον τον αιώνα τον τσιγγάνο.

Χορεύοντας ξεδίψασαν οι νότες,
την δίψα του μυαλού μας για ταξίδια.
Μπροστά στους ημέτερους πάντα ιππότες
κι η ζήση μας οδεύει στα τσακίδια.

Τι να σου πω βρε φουκαριάρη πατριώτη.
Εμείς τον ίδιον ουρανό θα μοιραστούμε.
Μα στην επομένη, που έρχεται, τη νιότη
τι ουρανό, να μας κοιτά, κληροδοτούμε;



          Ιδιαζόντως παυσίλυπον

Μιαν εξαίρετη γοητεία μου προσφέρει ο θάνατος.
Κουβαλά επάνω του τα κάλλη κάποιας ελπίδας.
Πέθαναν τόσες φορές οι ελπίδες μου,
που γίναν αχώριστες του θανάτου.
Και ποιος είπε πως πεθαίνουμε μόνο μια φορά;
Τι απαισιόδοξη σκέψη!
Ο ένας θάνατος μόνο την ανυπαρξία χωράει.
Μα οι περισσότεροι απαιτούν έστω μιαν ανάσταση.
Κι εγώ τις ελπίδες μου τις θέλω να την γνωρίζουν,
ακόμη κι αν πρέπει να πεθαίνουν νέες.

Νέες όπως ο έρωτας. Δεν αντέχει το γήρας κι αυτοκτονεί.
Κι αυτός με την ελπίδα της ανάστασης.
Μα πως ν’ αναστηθεί θαμμένος σαν σκονισμένο βιβλίο
σ’ ένα ράφι.
Γιατί του στερείς την γοητεία να πεθάνει ξανά
και τον κάνεις άνθρωπο;

Κι αυτός, εξάλλου, όπως κι ο θάνατος, κι ο καλλιτέχνης,
όσο περισσότερα σου φανερώνει με την τέχνη του,
τόσο περισσότερο κρύβει τον εαυτό του.
Δως του θανάτους να ‘ χει ν’ ανασταίνεται,
να ‘ χεις κι εσύ την ευκαιρία να τον ανακαλύψεις.



          Εξομολόγηση

Εδώ, στης νιότης την ορμή,
εξομολόγηση γυρεύω.
Άλλα ποθώ, άλλα αγναντεύω
κι άλλα χάραξαν το κορμί.

Μες στα ψηλά τα χαμηλά,
τώρα θα εξομολογηθώ.
Τόσο φοβάμαι να κριθώ
για ότι ποθούσα σιωπηλά.

Όσα λοιπόν κι αν έσβησα, 
μοιάζει χυδαίο μα θα το πω,
τόσο πολύ πως αγαπώ
τον τρόπο αυτόν που έζησα.


          Οδυσσέως απόγονοι

Μ’ ένα πάθος, καταιγίδα θερινή,
σταυρωτά φιλά την μάνα και διαβαίνει.
Τόσο άδικη κι απάνθρωπη ποινή
η γενιά μας και η μοίρα του υφαίνει.

Μια ζωή από χώμα κι από δάκρυ,
μα την έπλασε γαλάζια τόσο πάθος.
Απ΄ το σπίτι του σε κάποιαν άλλη άκρη
με την βία τον τραβάει κάποιων λάθος.

Τι πεπρωμένο ειν’ αυτό που μας ορίζει.
Πάντα τον άνθρωπο η φυγή τον κουρελιάζει.
Έχει το αίμα του Οδυσσέα και τον θυμίζει.
Έχει καρδιά φυλακισμένη στο μαράζι.

Τάχα θα γύριζε μια μέρα στην πατρίδα.
(Το πιο γνωστό των υποσχέσεων κατακάθι)
Μ’ ακόμη εκεί στην ξενιτιά με την ελπίδα,
που ταυτοχρόνως στην ψύχη του ειν’ αγκάθι.



          Γειτονιά

Έβλεπα απ΄ το παράθυρο, απέναντι, τον Μανώλη.
Διάβαζε ένα βιβλίο. Δίπλα του η κυρά.
Ερωτοτροπούσε με την τηλεόραση.
Τι ωραία συντροφιά τους πρόσφερε ο γάμος!

Στην αυλή κάποια παιδάκια με την μπάλα.
Οι γονείς τους βουτηγμένοι στις εφημερίδες.
Ο παππούς στο διπλανό καφενείο με χαρτιά.
Τι ωραία συντροφιά η οικογένεια! 

Αυτό κάνουν οι άνθρωποι. 
Βαφτίζουν την μοναξιά τους
για να ξορκίσουν από πάνω τους
το προπατορικό αμάρτημα της σκέψης.

Η αμαρτία κι η σκέψη, βλέπεις, η‘ γητεύει η‘ θηρεύει.
Εξίσου κολάσιμα πράγματα για έναν αμνό.



          Μονόλογος

Σώπασε αγαπημένη μου. Κοιμήσου.
Απερίγραπτα χυδαίος ο κόσμος για τα μάτια σου.
Μ’ ακόμη κι αν όλα τα ξεχάσω,
ένα μονάχα δεν του συγχωρώ.
Που μου ‘βαλε το “πρέπει“ κηδεμόνα.

Όπου κοιτάξω βλέπω αρένες.
Μα τα λιοντάρια, τώρα, περπατούν όρθια.
Σώπασε αγαπημένη μου. Κοιμήσου.
Και στο πρώτο πεφταστέρι, όχι ευχή,
αλλά κάτω να μας σύρει μαζί του. Βαθιά.
Μην φοβάσαι. Βαθιά βλαστίζουν οι σπόροι.

Κι εμένα που μου ‘χει μείνει κουσούρι ο ρομαντισμός,
μην με λυπάσαι. Έχω την τέχνη για μπαστούνι.
Κάλιο να βλέπω τις λεωφόρους ποταμάκια
κι ας με ‘χουν πνίξει.
Εγώ με λουλούδια θα γεμίζω την ζώνη του τροχονόμου.

Κι αν κάτι βράδια με πιάνει το παράπονο,
είναι που αγάπησα μοιραία την ομορφιά
και δεν αντέχω να την βλέπω να γερνάει.

Μα εσύ, αγαπημένη μου, θα μείνεις για πάντα νέα.
Ζάρωσε ο κόσμος για τα μάτια σου.
Κοιμήσου.





         




            Αγκαλιά στο λιμάνι

Λευκά πανιά στ’ αγνό το μπλε, το πελαγίσιο,
οργώνουν κύματα και στα πουλιά κρατάνε ίσκιο.
Δροσάτο αγέρι φέρνει ευωδιές απ΄ άλλους τόπους
και συναντά στις αμμουδιές απλούς ανθρώπους.

Ένα κατάρτι χαμηλό κάπως αλλιώτικο
χορεύει μόνο του με βήμα ικαριώτικο.
Κι εμείς ανέμελοι νωρίς το μεσημέρι
στην παραλία τραγουδάμε τζιβαέρι.

Σ’ ένα νησάκι θα χαθώ μες στο Αιγαίο,
σε κάθε ανάσα όλη την γη να αναπνέω.
Να ‘ ρθεις κι εσύ γλυκιά κυρά μου απ΄ τα παλιά,
να ξεχαστούμε στο λιμάνι αγκαλιά.



          Εάλω η πόλις

Μαύρες σκιές, νεκρές, στο πεζοδρόμιο,
σαν να ξεβράστηκαν απ΄ της ψυχής τα βάθη.
Με το μεγάλο, απ΄ το κοστούμι τους, προνόμιο
χαμογελούν στην αθωότητα που εχάθη. 

Εάλω η πόλις! Εάλω η πόλις!
Τον πορθητή τον κρύβουν σημαιάκια.
Μ’ ανώτερο, θαρρώ, της δόξης του όλης,
τα όνειρα γραμμένα στα παγκάκια.

Και τα παιδιά που παίζουν πόλεμο αντί μπάλα,
κάτι μας κράζουν με τα όπλα από καλάμι.
Πως τα κοιτούμε ξεχασμένοι μες στην γυάλα
να συνηθίζουν φονιάδες εν δυνάμει. 

Μαύρες σκιές τρεκλίζουν απ΄ την ζάλη,
σαν να ξεβράστηκαν απ΄ της ψυχής τα βάθη.
Κι ως στρατηγοί εμείς κοιτούμε με το κιάλι
τούτη την μάχη της ζωής μας που εχάθη.                                                                ____72


          Ο Εδμόνδος στα Πατήσια

Πρόσμενες αμίλητος την θεία καταδίκη.
Στριμωγμένα όνειρα σε λίγα σκάρτα χρόνια.
Έβαλαν οι τύψεις σου ελπίδες υποθήκη,
για μια ζωή που πλήρωσες μα την χρωστάς αιώνια.

Βρέθηκα κι εγώ εκεί, στο πλάι σου, σελήνη.
Στης γης το πυρ το εξώτερον , την νύχτα στα Πατήσια.
Εκείνη που αγάπησες το σώμα της να δίνει,
για μιας αρρώστιας θέλημα, λιωμένη απ΄ τα χασίσια.

Κόσμε άχαρε, δειλέ μην στρέφεις το κεφάλι.
Κι εσύ χρωστάς που παίζονται τα νιάτα μας στα ζάρια.
Έντι αποκοιμήθηκες στης Φαίης την αγκάλη,
μ’ εκείνο το νανούρισμα απ΄ τα σαρανταπεντάρια.

Και κάτι νύχτες σαν αυτή, που λέγονται οι αλήθειες,
ίσως εγώ να άξιζα την μοίρα την δική σου.
Άλλαξα φερσίματα, άλλαξα συνήθειες,
μα πως ν’ αλλάξω που έσβησε άδικα η ψυχή σου.



          Λίγο η βραδιά, λίγο τα φώτα, λίγο εσύ

Μια τέτοια νύχτα πως γλυκαίνουν οι αναμνήσεις.
Σφάλματα αμέτρητα μ’ ακόμα είμαστε εδώ.
Άσε να λένε, πως πεθαίνουμε, οι ειδήσεις,
μου φτάνει ο έρωτας να σιγοτραγουδώ.

Αρκεί μια νότα και μια τζούρα απ΄ το τσιγάρο
τέσσερα μάτια να γελούν αληθινά.
Εγώ που λόγια της χαράς δεν τα γουστάρω,
κοίτα να δεις που γράφω γιορτινά.

Λίγο η βραδιά, λίγο τα φώτα, λίγο εσύ,
ξανθό μου αστέρι μοιάζουν όλα παραδείσια.
Λίγο η βραδιά, λίγο τα φώτα, λίγο εσύ,
μοιάζει περίπατος, κι αν έρθει, κάποια Οδύσσεια.



          Κι εμείς αδέρφια μου

Της ιστορίας τα δασκαλέματα παραμορφώθηκαν.
Βγάζουνε λόγους, εντέχνως άχρηστους, οι αχρειότεροι.
Φλουριά και θέσεις σφιχταγκαλιάζουν όσοι λερώθηκαν.
Λαός κι ελπίδα με κάποιον νόμο σβήνουν αμφότεροι.

Με το μαστίγιο που το στολίσαν καταστολή,
κάτω τα μάτια, κάτω κεφάλια, κάτω σημαίες.
Την τάξη, άτακτη, την επιβάλει κάποια στολή
και στεφανώνεται με στέμμα άφθαρτο από κεραίες.

Σαν στρατιωτάκια ακολουθούμε και θυσιάζουμε,
άλλος τα όνειρα, άλλος παιδιά, άλλος εστία.
Δίνουν τα εύσημα αν θεωρήσουν πως πλησιάζουμε
σ’ αυτήν την πόρνη που ονομάσαν δημοκρατία.

Όλος ο κόσμος που φανταστήκαμε, στ’ άπειρο φτάνει.
Μια πατρίδα, όπου γνωρίσαμε, ο κόσμος όλος.
Κάθε ιδέα καταδικάσανε για να πεθάνει
αφού δεν ταίριαξε με τα γρανάζια τους αναμφιβόλως.

Κι εμείς αδέρφια μου κάποιαν ημέρα θα καταλήξουμε
λησμονημένοι και λησμονούντες την ιστορία.
Κι εμείς αδέρφια μου, ξεσηκωθείτε για ν’ αποδείξουμε
πως επανάσταση θέλει η σκλαβιά, όχι πορεία.



          Ελπίδα μακρινή

Είναι φριχτό να μην χωράς στην γη, πρηνής.
Θεό δείχνει το δάχτυλο μα λέει σιωπή.
Πάλεψε με τ’ απόκοσμα σαν άλλος Διγενής
και κρύψου φτωχικά στης λήθης την σκεπή.

Τόσο δειλός κι εγώ σαν κυπαρίσσι,
βλέπω ουρανό μα ρίζωσα στο χώμα.
Τον θαυμασμό των βάρβαρων μου 'χουν χαρίσει
να ξεχρεώνω την ζωή μου με το στόμα.

Ώσπου μονότονα τραβάω για το κελί.
Τόση που απέμεινε ζωή, χωρά κλεισμένη.
Κάποτε αγάπησα ετούτη την φυλή
μα την σιχάθηκα πάντα ξελογιασμένη.

Και μ’ απομένει μια ελπίδα μακρινή,
που από παιδί την είχα, εντέχνως, γαλουχήσει.
Μα η ζωή μου που κατάντησε κοινή,
την έχει πλέον, αναίσχυντα, εκφυλίσει.



          Σε τούτο παλιό ξωκλήσι

Κάθε ειδυλλιακό τοπίο, είναι λαξευμένο με πολλές 
κρυφές τραγωδίες...

Σε τούτο παλιό ξωκλήσι,
μέσα σε δέντρα και σπηλιές,
κάποια γριά θα τον βαφτίσει
και θα γυρνά στις αγκαλιές.

Σε τούτο το παλιό ξωκλήσι
που τ’ αγκαλιάζει ο ουρανός,
παιδί θα‘ ρθει να κοινωνήσει
σαν καθώς πρέπει χριστιανός.

Σε τούτο το παλιό ξωκλήσι
με τις πηγούλες στην αυλή,
γαμπρός μια μέρα θα γυρίσει
και θ’ αντηχεί “ώρα καλή“.

Σε τούτο το παλιό ξωκλήσι
με τα χαλιά τα γαλανά,
νονός θα‘ ρθει να συλλαβίσει
“απεταξάμην το σατανά“.

Σε τούτο το παλιό ξωκλήσι
με το αρχαίο θέατρο,
σ’ αυτό τ’ ωραίο κυπαρίσσι
έχει θαφτεί το φέρετρο.



          Μείνε εδώ

Μείνε εδώ στα χαμηλά.
Κι ο αέρας θα μυρίσει αστέρια.
Αγκάθια στα πανέρια,
στις λίμνες λασπονέρια
μα τα κανόνια σιωπηλά.

Μείνε εδώ κι ας νυχτώνει νωρίς.
Και φως θα χαρίσει ο ουρανός.
Ο κόσμος μας στενός,
ο λόγος μας φτηνός
μα στο σβέρκο μας κανείς.

Μείνε εδώ. Εδώ μαζί μου.
Κι ας μείνουμε μόνοι.
Μ’ ελπίδες τιμόνι,
η σύγχρονη αγχόνη
μακραίνει χρυσή μου.



          Εαρινή συντροφιά

Πριν σωπάσει το άσμα των ασμάτων,
χρυσό μου ρόδο, πανάξια κόρη,
το θάμπος σου χιλιάδων κοσμημάτων,
ήσουν γοργόνα στου νου την πλώρη.

Γιορτή απολλώνια πως έστησες θυμάμαι,
μ’ ένα χαμόγελο σαν ποίημα που αγαπώ.
Παραδείσια αρμονία σαν μιλάμε
για τον Έσσε, τον Βερλαίν και τον Ρεμπώ. 

Μα το γλυκύτατο το άσμα εβουβάθη. 
Τώρα τρομάζει σαν σκοτάδι κι ο Ρεμπώ.
Εαρινή μου συντροφιά, με τόσα λάθη,
πώς να σ’ αγγίξω όσο και αν σ’ αγαπώ.





         Συγχώρα με μητέρα

Κάποιον βαρύ χειμώνα,
μ’ ένα βαρύ βιβλίο,
τ’ άδικο του αιώνα 
σε έστειλε στο πλοίο.

Τάχα απ΄ αγανάκτηση,
τάχα φιλοδοξία,
του κόσμου η κατάκτηση
σου' φερνε ασφυξία.

Το γέλιο της μητέρας
που ‘ χες σχεδόν ξεχάσει.
Του ταξιδιού το πέρας
που δεν λέει να φτάσει.

Ήταν θαρρώ μεσάνυχτα
κι άκουγες μια μπαλάντα,
τα μάτια τα ορθάνοιχτα
που εσφάλησαν για πάντα.

Το γράμμα απλό, λυπητερό:
“Συγχώρα με μητέρα,
ανάθεμά τον, τον καιρό
που μ’ έφερε εδώ πέρα.“




          Τι κάθαρμα κι εγώ

Ήτανε της νιότης μου η αιθεροβασία
που μ’ έπλασε και ήλπιζα διαρκώς.
Τι κάθαρμα κι εγώ! Τι υποκρισία!
Κι ανήχθη του Αιόλου ο ασκός.

Τι μέγιστη ηδονή, θάλασσα, φέρνεις.
Εξόχως με γοήτευσες και πάλι.
Ας ήτανε να με θαλασσοδέρνεις,
να λησμονώ στην αλμυρή σου αγκάλη.

Που να ‘ βρω λατρεμένη μου τα ερείσματα,
π’ αράδιαζα σωρούς με θεωρίες.
Συνήθισα να κλαίω με αρπίσματα
και να μιλώ στον κόσμο μ’ ελεγείες. 

Τι κάθαρμα κι εγώ, σαν φταίει άλλος,
που σπεύδω για δριμύ κατηγορώ,
με θέρμη σαν παλιάνθρωπος μεγάλος.
Αχ λύτρωση, να σε' βρω δεν μπορώ.

Μα ότι αγάπησα τ’ αγάπησα εκ βαθέων.
Κι εσένανε βρε κάθαρμα, που εχάθης. 
Κι εκείνη την γλυκιά σου οσμή ανθέων.
Πως θα 'θελα μια μέρα να ξανάρθεις!



          Η ταβέρνα

Βρήκα κρυμμένη στο χωριό κάποια ταβέρνα.
Λίγοι θαμώνες καθιστοί σαν σ’ εκκλησία.
Έχουν λιβάνι, καπνό ντουμάνι.
Πίνουν κρασί με μια πικρή επιθυμία:
"Καλέ μου χάροντα, θάνατο κέρνα."
Βρήκα κρυμμένη στο χωριό κάποια ταβέρνα.

Ποιοι λείπουν άραγε από κείνους στην ταβέρνα.
Πέρασαν τόσοι, απ΄ την ζωή τους, κοντινοί.
Και στο ποτήρι, βρίσκουν χατίρι
να ψιθυρίσουν στον θεό με μια φωνή:
"Κερνούμε οινόπνευμα, θάνατο κέρνα."
Ποιοι λείπουν άραγε από κείνους στην ταβέρνα.

Βρήκα θυμάμαι μια παλιά, μικρή ταβέρνα
κι ένας γεράκος συμβουλή μου είχε δώσει:
"Αφού κρασί, πίνεις κι εσύ
αυτή η ταβέρνα μια φόρα θα σε σκοτώσει.
Αν νιώθεις μόνος, απ΄ έξω πέρνα."
Βρήκα θυμάμαι μια παλιά, μικρή ταβέρνα.




          Τι Πάει Να Πει Αγάπη

Έλα κοντά μου να σταθείς,
σ' ένα ταξίδι
κόπασε ήδη
το φοβερό τραγούδι της βροχής.

Να σου ιστορώ καθώς φυσούνε οι άνεμοι
κείνο το όνειρο
και με ανθόνερο,
η πλώρη να σε λούζει καθώς τρέμει.

Να μοιάζουνε μεταξωτός μανδύας
του κόσμου οι θάλασσες.
Κι αυτά που χάλασες,
στο πέρασμα να σβύνουν της πορείας.

Να γράφουμε τις μέρες στο κατάρτι
για να θυμόσαστε.
Να φανταζόσαστε,
πως θα 'ναι όταν γυρίσουμε τον Μάρτη.

Κι όταν το κύμα μας ξεβγάλει σε μιάν άκρη
ν' αγκαλιαστούμε.
Και να σκεφτούμε,
πως τότε ξέρουμε τι πάει να πει αγάπη.



          Προχώρα καπετάνισσα

Όταν περνάει ο καιρός,
εγώ το πέρασμα, μικρός
μα ζωντανός, ακολουθάω.
Κι αδιαφορώ που μου μιλάς
γι' άλλα ταξίδια και ζητάς
στην αμμουδιά μου να σε πάω.

Είν' τα ταξίδια μακρυνά
μα είναι οι πόθοι μας
καράβια και αρμενίζουν
σε άλλες θάλασσες κι ακτές
μα σου εξήγησα εχτές
πως μας γεμίζουν.

Γι' αυτό προχώρα καπετάνισσα για την δική σου Ιθάκη.
Κι αν οι σειρήνες σε πλανούν χαιρέτα τες λιγάκι.
Μα μην τους τάξεις στο νησί για πάντα πως θα μείνεις
Γιατί η Ιθάκη θα χαθεί σειρήνα αν θα γίνεις.

Νιώσε τ' αγέρι που φυσά,
Κοίτα της θάλασσας το χρώμα.
Κι αν συμπλεύσαμε ποτέ,
τούτη να ευχαριστήσεις.
Άλλος αέρας φύσηξε και μ' έδιωξε από δω.
Μα εσύ να ζήσεις.                                                                                                               ____90



          Αποστροφή

Με μιά δόση ειρωνίας στον τελευταίο στίχο.

Απέτυχε, δεν έκανε αυτό που ονειρευόταν.
Απέτυχε, δεν έφτασε εκεί που φανταζόταν
και αισθανότανε ντροπή σαν κοίταε τον καθρεύτη.

Ότι τιν επαινέψανε γελά και κοροϊδεύει
γι' αυτό κι εκείνος έμαθε ποτέ να μην παινεύει
σιχάθηκε το είναι του και στο κρεβάτι πέφτει.

Μα το πρωί δεν ξύπνησε να πάει στην δουλειά του.
Κι ας έταξε πως κι αύριο θ' ακούσουν τη μιλιά του.
Εκίνον που απόθανε περίμεναν, τον ψεύτη.

___________________________________________Χρήστος Γενάτος 


Scholeio.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: