Βινκέλμαν, Ο Πρώτος Αρχαιολόγος



      Ο θεμελιωτής της Αρχαιολογίας 

 Απομάκρυνε την Αρχαιολογία από τον ερασιτεχνικό-αρχαιοδιφικό προσανατολισμό της και την τοποθέτησε στη σωστή της βάση, της έδωσε για πρώτη φορά επιστημονικό χαρακτήρα που της έπρεπε.  
Κάθε χρόνο, τις πρώτες εβδομάδες του Δεκεμβρίου, το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο στο Βερολίνο, στη Ρώμη και στην Αθήνα, όπως και πολλά πανεπιστήμια της Γερμανίας, γιορτάζουν την ενάτη Δεκεμβρίου του χίλια επτακόσια δέκα επτά 9.12.1717... Είναι η ημέρα που γεννιέται ο ιδρυτής της επιστήμης της Κλασικής Αρχαιολογίας, ο Ιωάννης-Ιωακείμ Βίνκελμαν.  

Η ανικανοποίητη δίψα του για μάθηση και η ακαταμάχητη επιθυμία να γνωρίσει και να προσεγγίσει όσο το δυνατόν πλησιέστερα την κλασική αρχαιότητα, τον οδηγούν να εγκαταλείψει τα περιορισμένης δυνατότητας σχολεία της ιδιαίτερης πατρίδας του στο Stendal του Magdeburg. Γράφεται σε γυμνάσιο του Βερολίνου. Γρήγορα όμως οικονομικές δυσκολίες τον αναγκάζουν (ο πατέρας του είναι τσαγκάρης) ­ να επιστρέψει στην πατρίδα του και να αποφοιτήσει από το γυμνάσιο του γειτονικού Salzwedel.
Οι οικονομικές δυσκολίες τον κυνηγούν και είναι η αιτία που τον κάνουν να σταματήσει και την ενασχόλησή του με την τόσο αγαπημένη του Ελληνορωμαϊκή Αρχαιότητα και να στραφεί σε θεολογικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Halle (1738). 

Τελικά, έχοντας παρακολουθήσει και κάποια μαθήματα ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Iena, ασκεί το επάγγελμα του παιδαγωγού και στη συνέχεια του δασκάλου, για να γίνει το 1748 βιβλιοθηκάριος στην περίφημη βιβλιοθήκη του κόμητα Bunau στο Nothnitz, κοντά στη Δρέσδη. 
Αυτός είναι ο Πρώτος σταθμός, από εδώ ξεκινάει ένα υπέροχο ταξίδι στον αγαπημένο του κόσμο, αυτόν της Κλασικής Αρχαιότητας. Μέσα από τα βιβλία αυτής της βιβλιοθήκης θα αντλήσει πλήθος νέων πληροφοριών σχετικών με  αυτόν,  ενώ συγχρόνως η αξιόλογη αρχαιολογική συλλογή της γειτονικής Δρέσδης τού δίνει τη δυνατότητα να αποκτήσει και άμεση αντίληψη Αρχαίων Έργων.

Επόμενος σταθμός είναι η μοιραία συνάντηση με τον καρδινάλιο Αρχίντο,
έναν διπλωμάτη της αυλής του Βατικανού. Ο διορατικός ισχυρός άνδρας εντυπωσιάζεται από τις γνώσεις του Βίνκελμαν. Συγκινείται βαθύτατα από το όνειρο του νεαρού Ιωάννη-Ιωακείμ να επισκεφθεί τη Ρώμη και προσφέρεται να τον βοηθήσει, με αντάλλαγμα να απαρνηθεί τον Λούθηρο και να γίνει καθολικός ! Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα και ο Winckelmann το 1754 ασπάζεται τον καθολικισμό. Με βασιλική υποτροφία και με λαμπρές συστατικές επιστολές φθάνει το 1755 στην αιώνια πόλη και αμέσως γίνεται δεκτός στον κύκλο των μορφωμένων και των ανώτερων κληρικών.
Λίγο πριν αναχωρήσει για τη Ρώμη εκδίδει και το πρώτο του βιβλίο «Σκέψεις για τη μίμηση των ελληνικών έργων στη ζωγραφική και στη γλυπτική». Σ’ αυτό ασχολείται βασικά με θέματα της σύγχρονης τέχνης, υποδεικνύοντας στους καλλιτέχνες να αναζητούν τα πρότυπά τους σε δημιουργίες της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας. 

Τώρα, στη Ρώμη, ο προστάτης του καρδινάλιος Αρχίντο, γραμματέας τον καιρό αυτό του παπικού κράτους, τον προσλαμβάνει ως βιβλιοθηκάριο στη μεγάλη Βιβλιοθήκη του Βατικανού.

Τώρα πλέον, έχει όλες τις δυνατότητες να στραφεί απερίσκεπτα στη μελέτη της αρχαίας τέχνης, την οποία τώρα γνωρίζει εκ του σύνεγγυς, εξαιτίας του πλήθους των αρχαιοτήτων που διαθέτει η Ρώμη. Θέλοντας να γνωρίσει όσο το δυνατόν περισσότερα αρχαία μνημεία, δεν αρκείται μόνο σε αυτά της Ρώμης αλλά επισκέπτεται και μελετά τις αρχαιότητες και άλλων πόλεων, όπως της Φλωρεντίας και της Νεάπολης. Στην πόλη των Μεδίκων αναλαμβάνει μάλιστα την επιστημονική καταγραφή μιας σπουδαίας συλλογής σφραγιδολίθων, αυτής του βαρόνου Stosch, την οποία και εξέδωσε σε βιβλίο το 1760.

Ο θάνατος του καρδιναλίου Αρχίντο έχει ως αποτέλεσμα να εγκαταλείψει την παπική Βιβλιοθήκη αλλά αμέσως προσλαμβάνεται (το 1758) ως έμπιστος σύμβουλος από τον καρδινάλιο Αλμπάνι, του οποίου η σημαντικότατη συλλογή, κυρίως αρχαίων γλυπτών, του δίνει τη δυνατότητα να εμβαθύνει και να εμπλουτίσει ακόμη περισσότερο τις γνώσεις του στην ελληνορωμαϊκή τέχνη. 

Ώριμος πλέον περατώνει το 1761 τη σπουδαία και πρωτοποριακή για την εποχή του εργασία με τον τίτλο «Ιστορία της Τέχνης της Αρχαιότητας», που είδε το φως της δημοσιότητας το 1764, ενώ δύο χρόνια αργότερα, το 1766, εκδίδει και ένα συμπληρωματικό φυλλάδιο «Σημειώσεις στην Ιστορία της Τέχνης της Αρχαιότητας». Πρόκειται για ένα έργο στο οποίο με σαφήνεια διαγράφονται οι διάφορες φάσεις εξέλιξης της αρχαίας ελληνικής τέχνης, την οποία, ας σημειωθεί, ο Winckelmann τη γνώριζε όχι από πρωτότυπα έργα αλλά μέσω ρωμαϊκών αντιγράφων. Αλλωστε δεν πρόλαβε να επισκεφθεί την υπόδουλη τότε Ελλάδα και να ικανοποιήσει τον διακαή πόθο του για μια αρχαιολογική εξερεύνηση της Αρχαίας Ολυμπίας.

Για να προσδιορίσει την εξελικτική πορεία της αρχαίας ελληνικής τέχνης εισάγει τον όρο Στυλ, που τον δανείστηκε από τη φιλολογία, ενώ για την καλύτερη κατανόησή της προστρέχει στην Ιστορία, κάνει κριτικές και αισθητικές παρατηρήσεις στα μνημεία και προτείνει ερμηνείες τους ως επί το πλείστον σωστές, αντλώντας κάθε σχετική πληροφορία που είχε από τα αρχαία γραπτά κείμενα. 

Αν και πολλές από τις απόψεις του παρουσιάζουν ατέλειες και σφάλματα, και το πεδίο έρευνας της Κλασικής Αρχαιολογίας στο έργο του παρουσιάζεται εξαιρετικά περιορισμένο, είναι η πρώτη φορά που η Αρχαία Ελληνική Τέχνη αντιμετωπίζεται με Επιστημονική Μέθοδο.

Ο Winckelmann γίνεται γνωστός σε όλους τους κύκλους της διανόησης και αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Τμήματος των Ρωμαϊκών Αρχαιοτήτων του Βατικανού ως ο επίσημος αρχαιολόγος του Πάπα. 

Πριν από το 1764 είχε εκδώσει τις εργασίες «Σημειώσεις για την αρχιτεκτονική των αρχαίων ναών του Ακράγαντα της Σικελίας» (1759) και 
«Σημειώσεις για την αρχιτεκτονική των αρχαίων» (1761) έχοντας μελετήσει αυτοπροσώπως τους πολύ καλά σωζόμενους αρχαίους ναούς της Ποσειδωνίας, στην Κάτω Ιταλία. 
Το 1762 και το 1764, έχοντας επισκεφθεί και πάλι τη Νεάπολη και την περιοχή του Βεζουβίου, εκδίδει δύο μελέτες με τις οποίες πληροφορεί το κοινό, με τρόπο υπεύθυνο, για τα συναρπαστικά ευρήματα που είχαν αποκαλυφθεί τότε στο Herculaneum και για τη σημασία τους. 
Η έξοχη εργασία του «Ανέκδοτα μνημεία», που εξεδόθη το 1768, έμελλε να είναι η τελευταία. Σε αυτήν πραγματεύεται κυρίως αρχαιότητες της συλλογής Albani και οι χαλκογραφίες που τη συνοδεύουν έγιναν από τον αδελφό του Καζανόβα (του πασίγνωστου καρδιοκατακτητή). Για τη σωστή ερμηνεία των μνημείων αυτών ο Winckelmann καταφεύγει και στη βοήθεια της ελληνικής μυθολογίας, ενώ ως τότε η αποκλειστική πηγή για σχετικές πληροφορίες ήταν η Ρωμαϊκή Μυθολογία.

Το 1768 νοσταλγώντας την πατρίδα του αποφασίζει να την επισκεφθεί. Φθάνοντας στη Βιέννη, γίνεται δεκτός με τιμές από τη βασίλισσα Μαρία-Θηρεσία. Ωστόσο για ανεξήγητους λόγους αποφασίζει να διακόψει το ταξίδι του προς τη Γερμανία και προγραμματίζει την επιστροφή του στη Ρώμη. Αυτή η αλλαγή του ταξιδιού του στάθηκε μοιραία.
Ο άκρατος
ενθουσιασμός του του κόστισε τελικά τη ζωή του. 
Καθώς επέστρεφε από τη Νάπολη, σε ένα πανδοχείο της Τεργέστης έπιασε κουβέντα με έναν ταξιδιώτη. Ο Βίνκελμαν του μιλάει για τα θαυμάσια ευρήματα των ανασκαφών... 
Του δείχνει και μερικά χρυσά νομίσματα που είχε αποκτήσει στη Βιέννη. 
Δεν ξέρει βέβαια ότι έχει μπροστά του έναν παράνομο που είχε στο ενεργητικό του αρκετές ληστείες και μόλις έχει βγει από τη φυλακή... 
Λίγο αργότερα εκείνη τη μέρα του 1768, ο ληστής, οπλισμένος με μαχαίρι και κρατώντας ένα σκοινί, αιφνιδίασε τον Βίνκελμαν που έγραφε στο δωμάτιό του. Προσπάθησε να τον πνίξει, αλλά ο αρχαιολόγος ήταν δυνατός και τον απώθησε. Τότε ο ληστής μαχαιρώνει τον Πρώτο Αρχαιολόγο στην ιστορία. Η είδηση του βίαιου και αιφνίδιου θανάτου του διαδίδεται γρήγορα σε ολόκληρη την Ευρώπη, συγκλονίζοντας τους φιλολογικούς, επιστημονικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους, καθώς εκείνη την εποχή ο Βίνκελμαν είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη στη Γηραιά Ήπειρο.

Κατά τον Winckelmann η τέχνη της Κλασικής Εποχής είναι a priori ιδανική, τέλεια. 

Μια τέτοια όμως αντιμετώπιση της τέχνης της εποχής του Περικλή προϋποθέτει και την ύπαρξη ενός ιδανικού και αψεγάδιαστου κόσμου. Και ένας τέτοιος κόσμος ποτέ δεν υπήρξε. Η τελειοθηρική αντιμετώπιση της τέχνης, όπως και τα δόγματα, δεν έχουν θέση σε οποιαδήποτε επιστημονική συζήτηση. Ακόμη η κατάχρηση κατά την έρευνα της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης αισθητικών αξιολογήσεων και αναλύσεων εγκυμονεί τον κίνδυνο να απομακρύνει την Κλασική Αρχαιολογία από αυτό που λέγεται επιστήμη. Ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο Winckelmann ήταν ο πρώτος που έκανε την Κλασική Αρχαιολογία επιστήμη και στο κάτω κάτω της γραφής θεοποίησε την τέχνη ενός πολιτισμού οι αξίες του οποίου, ακόμη και σήμερα, θεωρούνται, από ένα μεγάλο κομμάτι του πλανήτη μας, τα Ιδανικά του Ελεύθερου και Πολιτισμένου Ανθρώπου.
______________________________________________

* Γιόχαν Γιόαχιμ Βίνκελμαν, Ο πρώτος αρχαιολόγος, ο πατέρας της κλασικής αρχαιολογίας.
Ο πρώτος «αρχαιολόγος», με την έννοια που δίνουμε σήμερα στον επιστημονικό κλάδο της αρχαιολογίας, υπήρξε ο Γιόχαν Γιόαχιμ Βίνκελμαν (Johann Joachim Winkelmann), ο οποίος γεννήθηκε το 1717 στην Πρωσία. Από μικρό τον γοήτευαν οι παλαιοί σκελετοί των Ούννων του 4ου αι. μ.Χ., που είχαν κατακλύσει την Ευρώπη. Μεγαλώνοντας, απέκτησε έντονο ενδιαφέρον για την αρχαία τέχνη και επισκέφθηκε πολλά ιδιωτικά μουσεία και συλλογές των πλούσιων αστών.
Το σημαντικότερο από τα βιβλία που έγραψε είναι η "Ιστορία της Τέχνης της Αρχαιότητας" που τον έκανε ευρύτατα γνωστό. Ήταν ο πρώτος ερευνητής της αρχαιότητας που υποστήριξε πως η μελέτη της τέχνης και της μυθολογίας μπορεί να αποκαλύψει πολλά για έναν αρχαίο πολιτισμό. Ο Βίνκελμαν παρακολούθησε τις ανασκαφές στην Ηράκλεια (Herculaneum) και την Πομπηία.

________________

 
* Φωτό: Ο σχεδιασμός των ερειπίων ενός ναού της Ποσειδωνίας από τον ζωγράφο Ρομπέρ Υμπέρ 1760.
 

  Scholeio.com