Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΟΞΑΣΙΕΣ και ΣΥΜΒΟΛΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΟΞΑΣΙΕΣ και ΣΥΜΒΟΛΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ένας εσωτερικός μηχανισμός συγκρατούσε τον άνθρωπο ώστε να μην κάνει το κακό... η Αιδώς



Όταν ό άνθρωπος απόκτησε μερτικό στον θεϊκό κλήρο, πίστεψε... μόνος αυτός απ’ όλα τα άλλα είδη. Έφτιαξε θεούς κι άρχισε νά στήνει βωμούς κι αγάλματα θεών. Έπειτα διαμόρφωσε γλώσσα και λέξεις και επινόησε τα οικήματα, τα ρούχα, την υπόδεση, τα σκεπάσματα και τις τροφές πού βγάζει η γη. 

Μ’ αυτά λοιπόν τα εφόδια ζούσαν τον πρώτο καιρό οι άνθρωποι σκόρπιοι· πολιτείες δέν υπήρχαν. 
Τό αποτέλεσμα ήταν νά τούς αφανίζουν τα θηρία, γιατί εκείνοι ήσαν από κάθε άποψη πιο αδύναμοι απ’ αυτά. 
Ένιωσαν έτσι τήν ανάγκη νά συγκεντρώνονται καί νά χτίζουν πολιτείες γιά νά σωθούν... 

Κάθε φορά όμως πού συγκεντρώνονταν αδικούσαν ο ένας τον άλλο, γιατί δέν κάτεχαν τήν πολιτική τέχνη, μέ αποτέλεσμα νά σκορπίζονται πάλι καί νά αφανίζονται... 
Τότε ό Δίας, πού ανησυχούσε μήπως το γένος μας χαθεί ολότελα από το πρόσωπο τής γης, στέλνει τον Έρμη νά φέρει στους ανθρώπους τήν αιδώ καί τή δικαιοσύνη, γιά νά μονιάσουν οι πολιτείες καί νά φιλιώσουν οι άνθρωποι.

Στους ''Νόμους'' του ο Πλάτωνας αναφέρει, πως ο Κρόνος κατά την περίοδο του χρυσού γένους των ανθρώπων έβαλε επόπτες των ανθρώπων τους Δαίμονες, για να εξασφαλίσει την «Ειρήνη, αιδώ, ευνομίαν, και αφθονίαν δίκης».
Στον Πρωταγόρα αναφέρει ότι ο Ζευς, όταν θέλησε να προλάβει την εξόντωση του ανθρωπίνου γένους, η οποία επέκειτο να γίνει, έστειλε τον Ερμή να εμφυτεύσει στις ψυχές των ανθρώπων την Αιδώ και την Δίκη.

Ο Αριστοτέλη όμως λέει ότι η ΑΙΔΩΣ δεν ανήκει στις ΑΡΕΤΕΣ, αλλά στα ΠΑΘΗ.
Η Αρετή κατ’ αυτόν, είναι ενεργητική ιδιότης της ψυχής. Η Αιδώς όμως είναι παθητική διάθεση της ψυχής, αξία επαίνου, κατέχει θέση ντροπαλότητας, όταν ο άνθρωπος τρέμει μη παρεξηγηθεί.




Στην ελληνική αρχαιότητα εννοούσαν την αιδώ ως προσωποποιημένη θεότητα, αλλά και ως συναίσθημα, προσωποποίηση της συστολής και της ντροπής. 

Η αιδώς είναι για τους αρχαίους μια έννοια σύνθετη, της οποίας το σημασιολογικό περιεχόμενο δεν μπορεί να αποδοθεί στα νέα ελληνικά με μια λέξη, είναι η ηθικότητα, η ηθική συνείδηση, ο σεβασμός στους άγραφους νόμους, το φιλότιμο, ο αυτοσεβασμός.

Γενικά εκφράζει το συναίσθημα της ντροπής την οποία νιώθει ο άνθρωπος για κάθε πράξη του που αντιβαίνει στον καθιερωμένο ηθικό κώδικα του κοινωνικού του περιβάλλοντος. 

Αυτή η ντροπή πλησιάζει περισσότερο προς την έννοια του σεβασμού και της σεμνότητας και δεν έχει σχέση με τις ενοχές και τις τύψεις.
Η θετική ανταπόκριση στις κρίσεις των άλλων εκφράζεται με τη λέξη αιδώς, στην οποία αντιστοιχεί η νεοελληνική ντροπή, ενώ η πράξη που απορρέει από την αιδώ δηλώνεται με το ρήμα αἰδέομαι: «ντρέπομαι, τιμώ κάποιον, τον σέβομαι ευλαβούμαι, δείχνω θρησκευτικό σεβασμό για θεούς, τάφους, όρκους, νεκρούς για ασθενείς ομάδες πληθυσμού, νεαρές παρθένες, γέροντες, ικέτες» ή κατά μία άλλη ερμηνεία προέρχεται από το ρήμα «αίθω», «καίω», είναι δηλαδή μια εσωτερική φλόγα που κάποτε φανερώνεται και στο πρόσωπο σαν κοκκίνισμα.

Η αιδώς έχει αποτρεπτικό κατά βάση χαρακτήρα. Ωστόσο, η λειτουργία της αιδούς δεν είναι μόνο αποτρεπτική αλλά και έμμεσα προτρεπτική, υποδεικνύοντας την εκτέλεση μιας εναλλακτικής πράξης που είναι κοινωνικά αποδεκτή.




Στον Όμηρο και τον Ησίοδο παρουσιάζεται ως θεότητα. Ήταν μια από τις Ώρες και μητέρα της ήταν η Θέμις και αδερφές της η Ευνομία, η Δίκη, η Ειρήνη και η Νέμεση. Ήταν μητέρα της Σωφροσύνης, τροφός της Αθηνάς και σύνεδρος του Δία.

Η Αιδώς λατρευόταν σ` ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Στην Αθήνα, στην αγορά της Ακρόπολης, υπήρχε βωμός της και έξω από τη Σπάρτη βρισκόταν το άγαλμά της.  Το έστησε εκεί ο Ικάριος, ο πατέρας της Πηνελόπης, γιατί η κόρη του σκέπασε σ` εκείνο το σημείο το πρόσωπό της από ντροπή, επειδή προτίμησε να φύγει από κοντά του, ακολουθώντας τον άνδρα της Οδυσσέα. Μετά τον γάμο του ζεύγους, ο Ικάριος ικέτευε την κόρη του να μείνει με τον άντρα της στη Σπάρτη, αλλά ο τελευταίος της ζήτησε να διαλέξει ανάμεσα στον πατέρα της και σε εκείνον, που θα έφευγε για την Ιθάκη. Η αιδώς ήταν η προσωποποίηση του αισθήματος που ένιωσε η Πηνελόπη. 



Η έκφραση αυτή εντοπίζεται σε παραινετικά κυρίως συμφραζόμενα της Ιλιάδας και διατυπώνεται με σκοπό να δημιουργήσει στους πολεμιστές το αίσθημα ότι θα μπορούσαν να στιγματιστούν δημόσια, αν υποχωρήσουν και δεν παραμείνουν πολεμώντας στο πεδίο της μάχης. Επειδή οι ήρωες είναι πάνω απ᾽ όλα άνθρωποι, που προτιμούν τα αγαθά της ειρήνης από τον πόλεμο, χρειάζονται στις κρίσιμες στιγμές την αιδώ, ώστε να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της μάχιμης περίστασης.

Στην Ιλιάδα του Ομήρου συναντούμε τους ήρωες και των δύο στρατοπέδων, να κυριαρχείται η όλη τους μέριμνα από την αποφυγή της Ντροπής, να μην πράξουν κάτι για το οποίο θα ντρέπονται. «Γιατί τους κρατούσε η ντροπή και ο φόβος και φωνάζοντας ψύχωναν ο ένας τον άλλο, και προ παντός ο Νέστωρ ο Γερήνιος πάλι, ο φύλακας των Αχαιών... είπε: Φίλοι μου, φανείτε γενναίοι και ντραπείτε τους άλλους» (Ιλιάδα Ραψ. Ο. 657).
Σε άλλο σημείο της Ιλιάδας (Θ΄ 146) ο Νέστωρ υποδεικνύει στον Διομήδη ν’ αποφύγει εκείνη τη στιγμή τον Έκτορα, γιατί όλα έδειχναν την θεϊκή υποστήριξη προς αυτόν. Και ο γενναίος Διομήδης μόνο στην ιδέα να χαρακτηρισθεί δειλός, τον πιάνει κρύος ιδρώτας της Αιδούς!
{Καλύτερα να με σκεπάσει η γη παρά να δώσω το δικαίωμα στον Έκτορα να πει πως τον φοβήθηκα κι έφυγα}.
Έτσι, στην όγδοη ραψωδία της Ιλιάδας, καθώς οι Τρώες έχουν εισορμήσει απειλητικά στο στρατόπεδο των πανικοβλημένων Αχαιών και ο Έκτορας απειλεί να κάψει τα καράβια τους, ο Αγαμέμνονας επιχειρεί να αναπτερώσει το ηθικό των στρατιωτών του επικρίνοντάς τους (Θ 228-235):

(από αριστερά εικονίζονται με τη σειρά: Μενέλαος, Πάρις, Διομήδης, Οδυσσέας, Νέστορας, Αχιλλέας, Αγαμέμνονας)

{Ντροπή [αιδώς], Αργείοι, ρεζίληδες, ομορφονιοί! Πού πήγαν οι καυχησιές σας, όταν λέγαμε πως είμαστε πολύ γενναίοι, αυτές που διαλαλούσατε στη Λήμνο, καυχησιάρηδες, την ώρα που τρώγατε κρέατα πολλά βοδιών που έχουν κέρατα ολόρθα, και πίνατε κρατήρες γεμάτους ως επάνω από κρασί, πως ο καθένας σας στον πόλεμο θα σταθεί αντίκρυ σε εκατό και διακόσιους Τρώες. Τώρα δεν μπορούμε να τα βάλουμε ούτε με έναν, τον Έκτορα, που γρήγορα θα κάψει τα καράβια μας με καυτερή φωτιά.}
Ο Αίας ο Τελαμώνιος απευθυνόμενος στους Αχαιούς λέει:
«Αγαπητοί μου, φανείτε άνδρες και βάλτε την ντροπή μέσα σας, κι ας ντρέπεστε ο ένας τον άλλον στις σκληρές μάχες. Και μεταξύ των ανδρών που νοιώθουν ντροπή, οι περισσότεροι είναι ζωντανοί παρά σκοτωμένοι, όταν όμως φεύγουν, ούτε δόξα ξεφυτρώνει γι’ αυτούς ούτε καμία προστασία».


Το αντίο του Έκτορα στην Ανδρομάχη

Εξ άλλου αυτός ο πόλεμος ο Τρωικός ως αιτία είχε και αφορμή την Αιδώ όλων των Αχαιών λόγω της προσβλητικής συμπεριφοράς του Τρώα πρίγκηπα Πάρη.
Στην έκτη ραψωδία της Ιλιάδας ο Έκτορας, υποκινούμενος από το αίσθημα της αιδούς, αρνείται να υπακούσει στις φρόνιμες συμβουλές της γυναίκας του Ανδρομάχης, που τον προτρέπει (Ζ 407-439), στο όνομα του παιδιού τους και της συζυγικής τους σχέσης, να μην αντιμετωπίσει τους Αχαιούς και τον Αχιλλέα έξω από τα τείχη της Τροίας αλλά μέσα, πάνω στις επάλξεις του κάστρου μαζί με τους συμπολεμιστές του. Όμως, για τον Έκτορα η υπεράσπιση της πόλης του σημαίνει να θυσιαστεί πολεμώντας γενναία στην εμπροσθοφυλακή της μάχης, έξω από τα τείχη της Τροίας, γιατί μόνον έτσι θα κερδίσει μεγάλη δόξα Ο Έκτορας, κατανοώντας τον πόνο της γυναίκας του, υποστηρίζει κατ᾽ αρχάς ότι το συναίσθημα της αιδούς απέναντι στον λαό του, ο οποίος θα μπορούσε να τον θεωρήσει δειλό (κακόν), τον υποχρεώνει να μην υπακούσει στα λόγια της .Όλα τ᾽ άλλα, λέει στη γυναίκα του, είναι για τους κακούς (Ζ 441-446):
{Κι εγώ, γυναίκα, τα συλλογίζομαι όλα τούτα, μα ντρέπομαι [αἰδέομαι] φοβερά τους Τρώες και τις Τρωαδίτισσες με τα συρτά φορέματα, να γυρέψω να φύγω μακριά από τον πόλεμο σαν δειλός, Ούτε η ψυχή μου το λέει, γιατί έμαθα να είμαι γενναίος και να πολεμώ πάντα μέσα στους πρώτους ανάμεσα στους Τρώες, κερδίζοντας μεγάλη δόξα για τον πατέρα μου και για μένα τον ίδιο.}


Η απουσία της αιδούς συνεπάγεται τη δικαιολογημένη αποδοκιμασία των άλλων, που παίρνει συχνά τη μορφή του θυμού ή της αγανάκτησης και δηλώνεται ως νέμεσις. 

Η ρηματική ενέργεια της νεμέσεως δηλώνεται με το ρήμα νεμεσσάω< οργίζομαι, θυμώνω>. 

Ενώ η αιδώς αποτρέπει κατά κύριο λόγο κάποιον από το να ενεργήσει ανάρμοστα σε μια συγκεκριμένη περίσταση, η νέμεσις τον παροτρύνει να προσβάλει όσους στερούνται την αιδώ. 

Όταν, αντίθετα, κάποιος αισθάνεται ότι με τις ανάρμοστες πράξεις του ενδέχεται να υποκινήσει την οργή (τη νέμεσιν) των άλλων προς το πρόσωπό του, τότε διαθέτει αξιοπρέπεια, φιλότιμο, αιδώ. Έτσι, η νέμεσις των άλλων προκαλεί την αιδώ. 
Η σχέση αιδούς και νεμέσεως είναι συμπληρωματική, γι᾽ αυτό και συχνά στο έπος εμφανίζονται μαζί.

Ο Ποσειδώνας, όπως προηγουμένως ο Αγαμέμνονας, επιχειρεί να δώσει κουράγιο στους πανικοβλημένους Αχαιούς, καλώντας τους να συναισθανθούν αιδώ και νέμεση (Ν 121-124): 

{Μόνο βάλτε καθένας σας ντροπή [αιδώ] και φιλότιμο [νέμεση] μέσα σας, γιατί μεγάλη μάχη έχει σηκωθεί κιόλας. Ο βροντόφωνος Έκτορας πολεμά τώρα πια κοντά στα καράβια μας, όλος δύναμη, και έσπασε πόρτες και το μεγάλο σύρτη.}

Το νεοελληνικό «φιλότιμο» στη συγκεκριμένη περίπτωση σημαίνει ότι οι πολεμιστές οφείλουν στις κρίσιμες στιγμές να συναισθάνονται ότι θα κατηγορηθούν δειλοί, αν δεν ανταποκριθούν στις επιταγές της μάχης. Εξάλλου, τη νέμεση των συμπολεμιστών του φοβάται σε μια στιγμή αδυναμίας ο Μενέλαος, όταν, πάνω από το σώμα του νεκρού Πάτροκλου και υπό την άμεση απειλή του Έκτορα, διχάζεται ανάμεσα σε δύο επιλογές (Ρ 91-95): 

{Αλίμονο σε μένα, αν αφήσω τα όμορφα όπλα και τον Πάτροκλο, που κείτεται εδώ για τη δική μου την τιμή, φοβούμαι μήπως κανένας από τους Δαναούς, αν τύχει και με δει, θυμώσει [νεμεσήσεται] μαζί μου· αν όμως πάλι, έτσι μόνος που είμαι, πολεμήσω με τον Έκτορα και με τους Τρώες από ντροπή [αἰδεσθείς], μήπως με περικυκλώσουν εμένα τον ένα πολλοί.}

Ο ήρωας καλείται στην προκειμένη περίπτωση να διαλέξει ένα από τα δύο: ή να εγκαταλείψει τα όπλα και το σώμα του Πάτροκλου κινδυνεύοντας να δεχθεί την οργή των συμπολεμιστών του (τη νέμεση)· ή από ντροπή προς τους Αχαιούς (αἰδεσθείς) να μείνει στο πεδίο της μάχης, με κίνδυνο όμως να χάσει τη ζωή του. Η αιδώς κατά κάποιον τρόπο επιδιώκει να ματαιώσει τη νέμεση, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσε να είναι απόλυτα δικαιολογημένη, εφόσον ο νεκρός Πάτροκλος θυσιάστηκε για την τιμή του Μενελάου.
Επομένως, η αιδώς δεν αποτελεί μόνο κίνητρο για να εμπλακεί ο πολεμιστής στη μάχη, αλλά είναι και αφορμή υπεράσπισης της τιμής των φίλων του.

Επειδή η αιδώς μέσω της νεμέσεως λειτουργεί ανασταλτικά στην ανεξέλεγκτη δράση, συνδυάζεται συχνά με αισθήματα, όπως είναι: η έκπληξη, ο θαυμασμός, ο σεβασμός που εμπνέει τον φόβο προς κάποιον ανώτερο, η συμπάθεια ή ο οίκτος, και ο έλεος, κυρίως προς τους «ξένους» και τους ικέτες, που βρίσκονται σε ανίσχυρη θέση και χρειάζονται βοήθεια.
Η αιδώς αποτρέπει τον ισχυρό (οικοδεσπότη ή ικετευόμενο) από το να βλάψει τον ανυπεράσπιστο (ξένο ή ικέτη του)· διαφορετικά ενδέχεται η αφιλόξενη ή ανελέητη συμπεριφορά του να αποκαλυφθεί δημόσια, υποκινώντας την εκδίκηση των θεών. Ο ικέτης από την άλλη μεριά, προκαλεί τον δυνατό να θεωρήσει, συνειδητοποιώντας την αξιοθρήνητη κατάσταση του άλλου (ξένου ή ικέτη), ότι τα ξένα βάσανα θα μπορούσαν να αφορούν και δικούς του, ή να γίνουν και δικά του.
Έτσι, αιδώς και έλεος, στα συμφραζόμενα της ξενίας ή/και της ικεσίας, συνιστούν αφορμές για συναισθητική σύγκλιση ανάμεσα στον ξένο/ικέτη και στον ξενιστή/ικετευόμενο - σχέση που, με τα παρεπόμενα ενδεχόμενα της προσφοράς φαγητού, των δώρων/λύτρων και του ύπνου, αποτελεί μια μορφή φιλότητος.




Στον πόλεμο της Ιλιάδας όλες οι ικετευτικές εκκλήσεις για αιδώ και έλεος των ανυπεράσπιστων ικετών αντιπάλων (που ανήκουν όλοι στην παράταξη των Τρώων) απορρίπτονται, μαζί με τα προσφερόμενα άποινα, από τους ικετευόμενους, οι οποίοι εξοντώνουν τα ανυπεράσπιστα θύματά τους με ανελέητο τρόπο.
Στην αρχή του έπους, ενώ όλοι οι Αχαιοί ζητούν από τον Αγαμέμνονα να σεβαστεί (αἰδεῖσθαι, Α 23) τον γέροντα ιερέα Χρύση και τα αμέτρητα λύτρα που προσφέρει για να πάρει πίσω την κόρη του, ο βασιλιάς των Αχαιών διώχνει τον σεβάσμιο γέροντα ικέτη απειλώντας τον με θάνατο.
Στον επίλογο της Ιλιάδας το προηγούμενο αρνητικό σκηνικό αντιστρέφεται. Εξάλλου, η απώλεια της αιδούς και του ελέους εκ μέρους του Αχιλλέα υποκινεί τη λύτρωση του ατιμασμένου νεκρού Έκτορα. Πρώτα ο Απόλλωνας, διαμαρτυρόμενος στους ολυμπίους, κατηγορεί τον Αχιλλέα για τον «αναιδή» και ανελέητο τρόπο με τον οποίο προσβάλλει το σώμα του αντιπάλου του, λέγοντας (Ω 44-45):

{Έτσι ο Αχιλλέας την έχασε τη συμπόνια [ἔλεον] μέσα του, και ούτε νιώθει ντροπή [αἰδώς], που πολύ ζημιώνει ή ωφελεί τους ανθρώπους.}

Λίγο μετά, όταν ο Πρίαμος ικετεύει τον Αχιλλέα να του επιστρέψει τον μονάκριβο, νεκρό του γιο, τον καλεί να σεβαστεί τους θεούς αλλά και, φέρνοντας στη θύμησή του τον δικό του πατέρα Πηλέα, να λυπηθεί τον γέροντα βασιλιά (Ω 503-506):

{Όμως σεβάσου [αἰδεῖο] τους θεούς, Αχιλλέα· θυμήσου τον πατέρα σου και λυπήσου [ἐλέησον] εμένα· εγώ είμαι πιο αξιολύπητος [ἐλεεινότερος]· βάσταξα πράγματα, που κανένας άλλος θνητός πάνω στη γη δεν τα βάσταξε ως τώρα, να φέρω στο στόμα μου τα χέρια του ανθρώπου που σκότωσε τα παιδιά μου.}


Γενικότερα, η αιδώς συντηρεί κάθε είδους φιλότητα (κοινωνική, ακόμη και ερωτική). Η έλλειψη της αιδούς οδηγεί κάποιο πρόσωπο στην ύβρη αλαζονική συμπεριφορά, που, καθώς υπερβαίνει τα επιτρεπτά όρια, προσβάλλει την τιμή των άλλων. Η αιδώς είναι μια πολύπλευρη ηθική έννοια που νοείται ως αίσθημα ντροπής, ως αίσθημα προφύλαξης της τιμής του ατόμου μέσα από τον σεβασμό για τον εαυτό του, και ως σεβασμός προς τους άλλους ανθρώπους. 

Η αιδώς ήταν ένας εσωτερικός μηχανισμός που συγκρατούσε τον άνθρωπο ώστε να μην κάνει το κακό, προκαλούσε συναισθήματα φόβου και ντροπής μπροστά στην προοπτική να κάνει κάτι σε βάρος των άλλων. Το άτομο συναισθανόμενο ντροπή για τις πράξεις του, που παρεκκλίνουν από τα κοινωνικώς αποδεκτά πρότυπα, διαφυλάττει την τιμή και την αξιοπρέπειά του, ενώ παράλληλα εκφράζει μέσω αυτού του αισθήματος και το σεβασμό για τους συνανθρώπους του. 

Ο σεβασμός προς τους άλλους σημαίνει τόσο την εκτίμηση για τη γνώμη που σχηματίζει ο άλλος άνθρωπος, όσο και την αποφυγή προσβολής ή ενόχλησης του άλλου. 

Αιδώς - θα λέγαμε τελικά - είναι η ηθική συνείδηση και το ηθικό συναίσθημα, είναι η κυρίαρχη τιμωρός δύναμη όλων των γενναίων ανδρών. Ένας πανάρχαιος άγραφος Νόμος των Ελλήνων, στον οποίον πειθαρχούσαν αγογγύστως όλοι εκείνοι που ένοιωθαν υπεύθυνα άτομα, υπεύθυνοι ηγέτες, άξιοι προς μίμηση. 
________________________________________________________

Πηγές: 
Λ. Πόλκας (Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών)
-Κωνσταντίνος Μάντης
-Α. Μπαγιόνας
-Πολύβιος Μαργιάς
-Live-Pedia


  Scholeio.com  


Είτε Σεπτέμβριο... είτε Ιανουάριο πάντα Πρωτοχρονιά θάναι !



Η πιο αρχαία γιορτή που τιμούν με ενθουσιασμό όλα τα έθνη και οι φυλές, είναι η Πρωτοχρονιά. Ωστόσο στην αρχαιότητα ο χρόνος δεν ξεκινούσε πάντα την πρώτη Γενάρη. Οι πρώτοι που καθιέρωσαν γιορτή για το νέο έτος, ήταν οι Βαβυλώνιοι περίπου το 2.ΟΟΟ π.Χ στη Μεσοποταμία. Καθώς οι Βαβυλώνιοι ήταν γνώστες των ουράνιων σωμάτων, είχαν δημιουργήσει ένα σεληνιακό ημερολόγιο, βάσει του οποίου ο νέος χρόνος ξεκινούσε κατά την εαρινή ισημερία, δηλαδή στις 21 Μάρτη. Η γιορτή ονομαζόταν Ακίτου, διαρκούσε 10 ημέρες και θεωρούνταν η σημαντικότερη του βαβυλωνιακού έτους. 

Οι Αιγύπτιοι με τη σειρά τους γιόρταζαν την Πρωτοχρονιά βάσει του λαμπρότερου αστεριού Σείριου, τον μήνα του Θωθ, του θεού της σελήνης και της σοφίας. 

Αιγυπτιακό Ημερολόγιο
Στην αρχαία Ελλάδα ο καινούργιος χρόνος ξεκινούσε κατά τη φθινοπωρινή ισημερία και ήταν συνδεδεμένος με την κίνηση του ήλιου και όχι της σελήνης όπως στη Μεσοποταμία. Το ημερολόγιο των Ελλήνων διαδόθηκε με τις κατακτήσεις του Αλέξανδρου σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Αιγυπτιακό ημερολόγιο. 

Ωστόσο η γιορτή της Πρωτοχρονιάς, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα έχει τις ρίζες της στην Αρχαία Ρώμη. Τα πρώτα χρόνια οι Ρωμαίοι γιόρταζαν το νέο έτος την 1η Μάρτη, όταν ο αστερισμός του ταύρου ήταν ορατός. Αργότερα επί βασιλείας Νουμά Πομπιλίου προστέθηκαν άλλοι δύο μήνες ο Ιανουάριος και Φεβρουάριος. Ο πρώτος μήνας πήρε την ονομασία του από τον θεό του ρωμαϊκού πάνθεου, τον Ιανό. 

θεός Ιανός
   Ιανός

Ο Ιανός ήταν ο θεός με τα δύο αντίθετα προσωπεία. Θεωρούνταν ο θεός της καινούργιας αρχής και ήταν ο παλαιότερος Βασιλιάς των Ρωμαίων. 
Το ένα προσωπείο του κοιτούσε μπροστά και το άλλο πίσω, συμβολίζοντας το μέλλον και το παρελθόν.  
Η πρώτη Γενάρη ορίστηκε αρχικά το 153 π.Χ. καθώς τότε ξεκινούσε η θητεία των Υπάτων και των Πραιτόρων. 
Ωστόσο ακόμα δεν γιορτάζονταν με ιδιαίτερη επισημότητα. 

Με την άνοδο του Ιουλίου Καίσαρα στην εξουσία το 46 π.Χ. καθιερώθηκε ως επίσημη γιορτή. 
Ο Καίσαρας παρατήρησε ότι το παλιό ρωμαϊκό ημερολόγιο δεν ήταν ακριβές και αποφάσισε να δημιουργήσει ένα καινούργιο με βάση τη θέση του ήλιου και όχι της σελήνης. 
Τη δημιουργία του ανέλαβε ο αλεξανδρινός αστρονόμος Σωσιγένης. 

Πάπας Γρηγόριος “ΙΓ
Οι Ρωμαίοι γιόρταζαν την αλλαγή του χρόνου με τελετές όπου αντάλλαζαν δώρα και παράλληλα επιδίδονταν σε, αυτό που αργότερα οι χριστιανοί ονόμασαν, «ακολασίες». 

Με την επικράτηση του Χριστιανισμού η γιορτή των Ρωμαίων θεωρήθηκε ειδωλολατρική και καταργήθηκε. 

Την περίοδο του Μεσαίωνα η πρώτη μέρα του έτους εορτάζονταν είτε τα Χριστούγεννα είτε κατά τον ευαγγελισμό της Θεοτόκου στις 25 Μαρτίου. Όταν έγινε πάπας ο Γρηγόριος “ΙΓ, το 1582 επανήλθε η πρώτη Ιανουαρίου. Τότε δημιουργήθηκε το γρηγοριανό ημερολόγιο το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα. Το γρηγοριανό ημερολόγιο βασίστηκε στο ιουλιανό αλλά υπολόγισε ακριβέστερα την μετατόπιση της ισημερίας. Τα επόμενα χρόνια υιοθετήθηκε από τις περισσότερες χώρες. Στην Ελλάδα καθιερώθηκε το 1923.... 







Η Κινέζικη Πρωτοχρονιά
δεν συμπίπτει την 1η Ιανουαρίου αλλά γιορτάζεται σε διαφορετικές ημερομηνίες κάθε χρόνο. Αν και η 
Κίνα χρησιμοποιεί  κι εκείνη επίσημα το Γρηγοριανό ημερολόγιο, όπως και οι δυτικές χώρες. 
Όπως και πολλά άλλα ημερολόγια του κόσμου το Κινέζικο είναι κι αυτό ένας συνδυασμός ηλιακού και σεληνιακού ημερολογίου και βασίζεται μερικώς τουλάχιστον στις φάσεις της Σελήνης, ένα μηνιαίο φαινόμενο που είναι εμφανές σε όλους. Σύμφωνα με το ημερολόγιο αυτό ένα κανονικό έτος έχει 12 σεληνιακούς μήνες, ενώ ένα δίσεκτο έτος έχει 13 σεληνιακούς μήνες. Σε ημέρες το κανονικό έτος διαρκεί από 353 έως 355 ημέρες, ενώ ένα δίσεκτο έτος διαρκεί από 383 έως 385 ημέρες. Με αυτά ως βάση στο κινεζικό ημερολόγιο η Πρωτοχρονιά γιορτάζεται σε διαφορετικές ημερομηνίες που επαναλαμβάνονται σε μια περίοδο 60 ετών, ενώ κάθε έτος παίρνει την ονομασία ενός ζώου. Έτσι η Πρωτοχρονιά στη διάρκεια του 2005 γιορτάστηκε στις 9 Φεβρουαρίου (έτος 4703 ή έτος του πετεινού), ενώ το 2006 γιορτάστηκε στις 29 Ιανουαρίου (έτος 4704 ή έτος του σκύλου) κ.ο.κ.






Το αραβικό/μουσουλμανικό ημερολόγιο είναι επίσης σεληνιακό αλλά με διάρκεια 354 ημερών. Το γεγονός αυτό οδηγεί το ημερολόγιο να αρχίζει 10 έως 12 ημέρες νωρίτερα του προηγουμένου σε σχέση με το ηλιακό έτος. Η Πρωτοχρονιά δηλαδή των Μουσουλμάνων είναι πάντα η πρώτη ημέρα του μήνα τον οποίον ονομάζουν «Μουχαράμ». Αλλά και στη χρονολόγηση υπάρχει διαφορά, αφού οι Μουσουλμάνοι ξεκινούν την αρίθμηση των ετών τους από το έτος της «Εγίρας», δηλαδή την 16η Ιουλίου του 622 μ. Χ. στο Ιουλιανό ημερολόγιο.



Στην Ιαπωνία παλαιότερα το ημερολόγιό ήταν παρόμοιο με το Κινεζικό και χωρίζονταν σε 24 δεκαπενθήμερες περιόδους και ήταν συνδεδεμένο με τις αγροτικές τους εργασίες.
Ωστόσο από το 1873 η Ιαπωνία εισήγαγε το Γρηγοριανό ημερολόγιο με διαφορετική όμως χρονολόγηση που συνεχίζεται από το 660 π. Χ.


Πολλοί λαοί την νοτιοανατολικής Ασίας χρησιμοποιούν το σεληνο/ηλιακό Βουδιστικό ημερολόγιο 12 μηνών 29 ή 30 ημερών με ένα δίσεκτο μήνα 30 ημερών που προστίθεται σε κανονικά διαστήματα. Και σ’ αυτές τις περιπτώσεις αλλάζει κι εδώ η χρονολόγηση.

Για την Ορθόδοξη Εκκλησία η πρώτη του χρόνου δεν είναι η 1η Ιανουαρίου αλλά η 1η Σεπτεμβρίου.  Και αυτό διότι σύμφωνα με τον Ιουδαϊσμό (προπάτορα του χριστιανισμού) η 1η Σεπτεμβρίου είναι η ημέρα που ο θεός έπλασε τον Αδάμ.

Το εβραϊκό ημερολόγιο θεωρεί ότι το 2012 είναι το έτος 5772. Η πρώτη μέρα του σεληνιακού μήνα Τισρί (που συμπίπτει με τον δικό μας Σεπτέμβριο) θεωρείται η θρησκευτική πρωτοχρονιά. Αυτή η παράδοση πέρασε και στην χριστιανική Ορθοδοξία αφού αρχικά χρησιμοποιήθηκε και από τους πρώτους χριστιανούς εκκλησιαστικούς πατέρες και χρονικογράφους.


  Scholeio.com  

Τα Χριστούγεννα των Λαών

          


          Τα Χριστούγεννα η εορτή της ανάμνησης της γεννήσεως του Ιησού Χριστού δηλαδή, αποτελούν την μεγαλύτερη γιορτή του Χριστιανισμού, αποτελώντας ημέρες χαράς για όλον τον Χριστιανικό κόσμο. Λόγω βέβαια της «οικονομικής εκμετάλλευσης» και του τεράστιου «οικονομικού τζίρου της εορτής» τα Χριστούγεννα εορτάζονται πλέον σχεδόν σε όλο τον κόσμο.




   
          Διαβάζοντας τα ίχνη, τα έθιμα, τις συνήθειες τωων λαών μέσα στους αιώνες να ακαλύπτουμε ενδιαφέροντα στοιχεία που αφορούν την ημερομηνία της εορτής, αλλά και συσχετίσεις με συνήθειες στον αρχαίο κόσμο.
    
   Αναζητώντας την ακριβή ημερομηνία γενέσεως του Ιησού ανακαλύπτουμε ότι αφενός στην καινή Διαθήκη δεν γίνεται αναφορά για την εορτή Χριστουγέννων και αφετέρου ότι κανείς από τους Αποστόλους δεν τήρησε την 25η Δεκεμβρίου ως γενέθλια ημέρα του. 
   





   Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός, (υπολογίζεται πως γεννήθηκε μεταξύ του 6 - 2 π. X.) 
   Υπάρχουν όμως ενδείξεις που συνηγορούν στην Φθινοπωρινή γέννηση του, και όχι στην χειμερινή.Το εδάφιο από το Ευαγγέλιο του Λουκά παραδείγματος χάριν αναφέρει: 

     «Οι ποιμένες ήσαν κατά το αυτό μέρος διανυκτερεύοντες εν τοις αγροίς, και 

      φυλάττοντες φύλακας της νυκτός επί το ποίμνιον αυτών» (2: 8). 

   Η φράση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις πρακτικές των βοσκών καθώς τον χειμώνα λόγω του ψύχους οι ποιμένες δεν διανυκτερεύουν στους αγρούς. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η γέννηση του Ιησού δεν έγινε το Δεκέμβριο αλλά το Φθινόπωρο εφόσον τα κοπάδια δεν ήταν στις στάνες. 
   Γνωρίζουμε επίσης ότι η γέννηση συνέπεσε, με την απογραφή, που συνήθως γινόταν μετά την συγκομιδή, κατά τις αρχές Οκτωβρίου. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης επίσης συσχετίζει την γέννηση του Ιησού Χριστού με την εορτή της «Σκηνοπηγίας», η οποία γινόταν τον Οκτώβρη.
  
    Στην Αγία Γραφή γενέθλιες και ονομαστικές εορτές δεν συνιστούνται. 
   Στην πραγματικότητα τα Χριστούγεννα δεν συμπεριλαμβάνοντα στις αρχαίες γιορτές της Χριστιανικής Εκκλησίας, και μάλιστα η τήρηση των γενεθλίων καταδικάζονταν σαν ένα αρχαίο Ελληνικό "ειδωλολατρικό" έθιμο απεχθές στους Χριστιανούς. Ημέρα μνήμης των αγίων και μαρτύρων όριζαν αυτή του θανάτου. 
   Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια αναφέρει σχετικά : «Τα Χριστούγεννα δεν ήταν ανάμεσα στις πρώτες εορτές της Εκκλησίας. Ο Ειρηναίος και ο Τερτυλλιανός την παραλείπουν από τους καταλόγους των εορτών» Έτσι Τα Χριστούγεννα ως εορτή των γενεθλίων του δεν γιορτάζονταν τα πρώτα 300 χρόνια. 




   Η καθιέρωση της 25ης Δεκεμβρίου ως ημέρα των Χριστουγέννων έγινε στη Ρώμη από τον Πάπα Ιούλιο τον Α, τον 4ο μ.χ. αιώνα, μετά από έρευνα που έγινε στα αρχεία της Ρώμης για την χρονιά επί Αυγούστου απογραφής, και κατόπιν υπολογισμών βάση των Ευαγγελίων. Ένα στοιχείο που λήφθηκε υπόψιν είναι το η φράση από το κατ’ Ιωάννη γ’30  «Εκέινον δει αυξάνειν, εμέ ελατούσθαι»


   Στην πραγματικότητα όμως αυτό συνέβη διότι η συγκεκριμένη ημερομηνία συνέπεφτε με τις αρχαίες εορτές του Χειμερινού Ηλιοστασίου και την «Επιστροφή» του Ηλίου. 
   Έκτοτε ο Χριστός όφειλε να είναι ο Ήλιος ο δίδων το φως εις τον κόσμο. Πριν εορταζόταν στις 6 Ιανουαρίου μαζί με τη βάπτιση του Ιησού (Θεοφάνεια).
   Αργότερα το έθιμο πιθανολογείται ότι μεταφέρθηκε στην Ανατολή, πιθανόν από τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό το 378-381 περίπου μ.Χ. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος (345-407 μ.Χ.) σε ομιλία του για τη γέννηση του Χριστού, αναφέρει ότι είχε αρχίσει στην Αντιόχεια να γιορτάζονται τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου. 

   Το σίγουρο είναι ότι την εποχή του Ιουστινιανού, τον 6ο αιώνα, ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου είχε εξαπλωθεί σχεδόν σε όλη την Ανατολή. 
____________________________________________________________


Scholeio.com

Οι Γιορτές του Χειμερινού Ηλιοστασίου





  Τώρα θα σας πω για τα πράγματα που αλλάζουν  ...και πως από τα παλιά
    προκύπτουν τα καινούργια.    Αφού Εσείς ω θεοί, δημιουργήσατε Τέχνες 
    και Δώρα, δώστε μου φωνή να διηγηθώ την ιστορία του κόσμου από την 
    αρχή της μέχρι τώρα. 
    _____________________________________________ 
    Οβίδιος "Μεταμόρφωση" 





     

Scholeio.com

Ιχνηλατώντας τη Μεγάλη Γιορτή του Ήλιου

          


          Τα Χριστούγεννα η εορτή της ανάμνησης της γεννήσεως του Ιησού Χριστού δηλαδή, αποτελούν την μεγαλύτερη γιορτή του Χριστιανισμού, αποτελώντας ημέρες χαράς για όλον τον Χριστιανικό κόσμο. Λόγω βέβαια της «οικονομικής εκμετάλλευσης» και του τεράστιου «οικονομικού τζίρου της εορτής» τα Χριστούγεννα εορτάζονται πλέον σχεδόν σε όλο τον κόσμο.

          Ιχνηλατώντας την ιστορικότητα της εορτής ανακαλύπτουμε ενδιαφέροντα στοιχεία που αφορούν την ημερομηνία της εορτής, αλλά και συσχετίσεις με συνήθειες στον αρχαίο κόσμο.    Αναζητώντας την ακριβή ημερομηνία γενέσεως του Ιησού ανακαλύπτουμε ότι αφενός στην καινή Διαθήκη δεν γίνεται αναφορά για την εορτή Χριστουγέννων και αφετέρου ότι κανείς από τους Αποστόλους δεν τήρησε την 25η Δεκεμβρίου ως γενέθλια ημέρα του. 

   Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός, (υπολογίζεται πως γεννήθηκε μεταξύ του 6 - 2 π. X.) Υπάρχουν όμως ενδείξεις που συνηγορούν στην Φθινοπωρινή γέννηση του, και όχι στην χειμερινή.Το εδάφιο από το Ευαγγέλιο του Λουκά παραδείγματος χάριν αναφέρει:
«Οι ποιμένες ήσαν κατά το αυτό μέρος διανυκτερεύοντες εν τοις αγροίς, και φυλάττοντες φύλακας της νυκτός επί το ποίμνιον αυτών» (2: 8). 
   Η φράση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις πρακτικές των βοσκών καθώς τον χειμώνα λόγω του ψύχους οι ποιμένες δεν διανυκτερεύουν στους αγρούς. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η γέννηση του Ιησού δεν έγινε το Δεκέμβριο αλλά το Φθινόπωρο εφόσον τα κοπάδια δεν ήταν στις στάνες. Γνωρίζουμε επίσης ότι η γέννηση συνέπεσε, με την απογραφή, που συνήθως γινόταν μετά την συγκομιδή, κατά τις αρχές Οκτωβρίου. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης επίσης συσχετίζει την γέννηση του Ιησού Χριστού με την εορτή της «Σκηνοπηγίας», η οποία γινόταν τον Οκτώβρη.
   Στην Αγία Γραφή γενέθλιες και ονομαστικές εορτές δεν συνιστούνται. Στην πραγματικότητα τα Χριστούγεννα δεν συμπεριλαμβάνοντα στις αρχαίες γιορτές της Χριστιανικής Εκκλησίας, και μάλιστα η τήρηση των γενεθλίων καταδικάζονταν σαν ένα αρχαίο Ελληνικό "ειδωλολατρικό" έθιμο απεχθές στους Χριστιανούς. Ημέρα μνήμης των αγίων και μαρτύρων όριζαν αυτή του θανάτου. 
   Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια αναφέρει σχετικά : «Τα Χριστούγεννα δεν ήταν ανάμεσα στις πρώτες εορτές της Εκκλησίας. Ο Ειρηναίος και ο Τερτυλλιανός την παραλείπουν από τους καταλόγους των εορτών» Έτσι Τα Χριστούγεννα ως εορτή των γενεθλίων του δεν γιορτάζονταν τα πρώτα 300 χρόνια. 

   Η καθιέρωση της 25ης Δεκεμβρίου ως ημέρα των Χριστουγέννων έγινε στη Ρώμη από τον Πάπα Ιούλιο τον Α, τον 4ο μ.χ. αιώνα, μετά από έρευνα που έγινε στα αρχεία της Ρώμης για την χρονιά επί Αυγούστου απογραφής, και κατόπιν υπολογισμών βάση των Ευαγγελίων. Ένα στοιχείο που λήφθηκε υπόψιν είναι το η φράση από το κατ’ Ιωάννη γ’30  «Εκέινον δει αυξάνειν, εμέ ελατούσθαι»

   Στην πραγματικότητα όμως αυτό συνέβη διότι η συγκεκριμένη ημερομηνία συνέπεφτε με τις αρχαίες εορτές του Χειμερινού Ηλιοστασίου και την «Επιστροφή» του Ηλίου. 
   Έκτοτε ο Χριστός όφειλε να είναι ο Ήλιος ο δίδων το φως εις τον κόσμο. Πριν εορταζόταν στις 6 Ιανουαρίου μαζί με τη βάπτιση του Ιησού (Θεοφάνεια). 
   Αργότερα το έθιμο πιθανολογείται ότι μεταφέρθηκε στην Ανατολή, πιθανόν από τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό το 378-381 περίπου μ.Χ. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος (345-407 μ.Χ.) σε ομιλία του για τη γέννηση του Χριστού, αναφέρει ότι είχε αρχίσει στην Αντιόχεια να γιορτάζονται τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου. 
   Το σίγουρο είναι ότι την εποχή του Ιουστινιανού, τον 6ο αιώνα, ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου είχε εξαπλωθεί σχεδόν σε όλη την Ανατολή. 



Τι εόρταζαν οι Αρχαίοι Έλληνες 

την περίοδο των Χριστουγέννων;

  
Οι αρχαίοι Έλληνες κατά την χειμερινή τροπή του ήλιου γιόρταζαν την γέννηση του Διονύσου. Ο Διόνυσος αποκαλούταν «σωτήρ» και θείο «βρέφος», το οποίο γεννήθηκε από την παρθένο Σέμελη. Ήταν ο καλός «Ποιμήν», του οποίου οι ιερείς κρατούν την ποιμενική ράβδο, όπως συνέβαινε και με τον Όσιρη.

Τον χειμώνα θρηνούσαν το σκοτωμό του Διονύσου από τους Τιτάνες, αλλά στις 30 Δεκεμβρίου εόρταζαν την αναγέννησή του.
   Οι γυναίκες-ιέρειες ανέβαιναν στην κορυφή του ιερού βουνού και κρατώντας ένα νεογέννητο βρέφος φώναζαν «ο Διόνυσος ξαναγεννήθηκε. Ο Διόνυσος ζει» , ενώ σε επιγραφή αφιερωμένη στον Διόνυσο αναγράφεται:

«Εγώ είμαι που σε προστατεύω και σε οδηγώ, 
εγώ είμαι το 'Αλφα και το Ωμέγα».

   Αυτή η αρχαία Ελληνική γιορτή, είχε επίσης ταυτιστεί και με την γιορτή του Ηλίου, τον οποίο οι αρχαίοι λαοί είχαν θεοποιήσει. 
   Συγκεκριμένα στους Έλληνες, είχε ταυτιστεί με τον Φωτοφόρο Απόλλωνα του Ηλίου, ο οποίος απεικονιζόταν πάνω στο ιπτάμενο άρμα του να μοιράζει το φως του Ηλίου. Οι αρχαίοι λαοί αναπαριστούσαν την κίνηση του ήλιου με την ζωή ενός ανθρώπου που γεννιόταν κατά την χειμερινή τροπή του ήλιου που μεγάλωνε βαθμιαία καθώς αυξάνονταν και οι ώρες που ο ήλιος φωταγωγούσε την Γη, και πέθαινε ή ανασταίνονταν τον Μάρτιο την ημέρα της Εαρινής Ισημερίας, συμβολίζοντας με αυτόν τον τρόπο την αναγέννηση του φυτικού βασιλείου μέσα από την μήτρα της Γης. 
   Το χειμερινό Ηλιοστάσιο 22-25 Δεκεμβρίου σημαίνει την αρχή του χειμώνα, και ο Ηλιος αρχίζει βαθμιαία να αυξάνει την ημέρα έως ότου εξισωθεί με την νύχτα, κατά την Ιση-μερία τον Μάρτιο. 


   Τότε ο Ήλιος νικά το σκοτάδι, και έρχεται η άνοιξη, η εποχή της αναγέννησης για την φύση.
   Η εορτή αυτή πέρασε και στην αρχαία Ρώμη με τις δημοφιλείς γιορτές των Σατουρνάλιων, προς τιμήν του Κρόνου τον Δεκέμβριο αλλά και της θεάς Δήμητρας, γι΄ αυτό και έκαναν θυσίες χοίρων για την ευφορία της γης. 
  Τα Σατουρνάλια ήταν από τις σημαντικότερες και ονομάζονταν: « DIES INVICTI SOLIS », δηλαδή 
 «Ημέρα του αήττητου ήλιου»
   Μια γιορτή που φυσικά την είχαν πάρει απο την γιορτή του Φωτοφόρου Απόλλωνα - Ηλίου!

   Στην αρχαία Ρώμη, η εορτή άρχιζε στις 17 Δεκεμβρίου και διαρκούσε επτά ήμερες. 

   Στην εορτή αυτή αντάλλασσαν δώρα, συνήθως λαμπάδες και στα παιδία έδιναν πήλινες κούκλες και γλυκά σε σχήμα βρέφους για να θυμίζουν το Κρόνο, που τρώει τα παιδιά του. 

   Σταδιακά λοιπόν τα γενέθλια του θεού Ήλιου μετατράπηκαν σε γενέθλια του Υιού του Θεού. 
   Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι «εθνικοί» αποκαλούσαν την Πρώτη Ημέρα της εβδομάδας Ημέρα του θεού-Κυρίου Ήλιου, ορολογία την οποία αργότερα χρησιμοποίησαν και οι εκκλησιαστικοί Πατέρες για λόγους σκοπιμότητας ίσως. Κάτι που διασώζεται έως σήμερα στα Αγγλικά ως SUN-DAY, στα Γερμανικά SONN-TAG.
   Ο Ιουστίνος ο μάρτυς (114-165 μ.Χ.) γράφει στη 2η απολογία του για τον Ιησού «...σταυρώθηκε, πριν το Σάββατο, ΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ "ΚΡΟΝΟΥ" και την επόμενη ημέρα ΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ (θεού) "ΗΛΙΟΥ" και η οποία μετονομάσθηκε σε ΚΥΡΙΑΚΗ, αναστήθηκε και εμφανίσθηκε στους μαθητές Του...»

   Οι Αιγύπτιοι στις 25 Δεκεμβρίου εόρταζαν την γέννηση του θεού-ήλιου Όσιρη. Μετά την δολοφονία του ένα δένδρο ξεφύτρωσε στο οποίο ο Ίσις,σε κάθε επέτειο της γέννησης του στις 25 Δεκεμβρίου, άφηνε δώρα γύρω από το δένδρο. 

   Οι Βαβυλώνιοι, και οι Φοίνικες ονόμαζαν το θεό-ήλιο Βαάλ , οι Πέρσες λάτρευαν τη γέννηση του Αήττητου-ήλιου και θεού Μίθρα Βασιλιά, ενώ οι Βραχμάνοι στην γέννηση του ψάλλουν: «Εγέρσου ω βασιλιά του κόσμου, έλα σε μας από τις σκηνές σου».

   Εκτός όμως της ημέρας της γέννησης και πολλές από τις παραδόσεις που συνδέονται με τα Χριστούγεννα (ανταλλαγή δώρων, στολισμοί, κάλαντα, Χριστουγεννιάτικο δέντρο κλπ.) έχουν τις ρίζες τους σε παλαιότερες θρησκείες. Πιο συγκεκριμένα τα κάλαντα!
   Πίσω από τα κάλαντα κρύβεται ένα αρχαίο Ελληνικό έθιμο με το όνομα Ειρεσιώνη, που αναφέρεται ήδη από τον Όμηρο, ο οποίος ευρισκόμενος στην Σάμο, σκάρωσε διάφορα τραγούδια τα οποία μαζί με μια ομάδα παιδιών τα τραγουδούσαν στα σπίτια των πλουσίων ευχόμενοι πλούτο, χαρά και ειρήνη. 

   Συμβόλιζε την ευφορία και γονιμότητα της γης και εορτάζονταν δυο φορές το χρόνο, μια την άνοιξη με σκοπό την παράκληση των ανθρώπων προς τους θεούς κυρίως του Απόλλωνος-ήλιου και των Ωρών για προστασία της σποράς και μια το φθινόπωρο, για να τους ευχαριστήσουν για την συγκομιδή των καρπών. 
   Ταυτόχρονα με τις ευχαριστίες προς τους θεούς, έδιναν ευχές και στους συνανθρώπους.


   Τα παιδιά γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας ελιάς ή δάφνης στολισμένα με μαλλί (σύμβολο υγείας και ομορφιάς) και καρπούς κάθε λογής, τραγουδώντας για καλύτερη τύχη και γονιμότητα της γης. 
   Πολλά από τα παιδιά έφεραν τον κλάδο σπίτι τους και τον κρεμούσαν στην πόρτα όπου έμενε όλο το έτος.(κάτι που συνηθίζουμε να κάνουμε σήμερα την Πρωτομαγιά).

   Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Αποστόλου Αρβανιτόπουλου, σχετικό με τα έθιμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου και των καλάνδων, μας σώζει ο Φίλιππος Βρετάκος στο βιβλίο του "Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των". Σε αυτό το βιβλίο του ο Φίλιππος Βρετάκος μας λέει:


   "Το χριστουγεννιάτικον δένδρον συμβολίζει την αιωνιότητα της ζωής, διότι δεν γηράσκει και δεν χάνει, επομένως, την νεότητά του. Το δένδρον όμως των Χριστουγέννων δεν το ευρίσκω, εγώ τουλάχιστον, ως ξενικήν συνήθειαν, ως νομίζεται γενικώς, αλλ' εν μέρει ως αρχαίαν ελληνικήν. Είναι, δηλαδή, υπολείμματα της περιφήμου "ειρεσιώνης", και της "ικετηρίας" των αρχαίων Ελλήνων, και μάλιστα των αρχαίων Αθηναίων. Ήσαν δε η μεν Ικετηρία κλάδος ελαίας, από του οποίου εκρέμων ποκάρια μαλλιού, και έφερον αυτόν όσοι ήθελον να ικετεύσουν τον Θεόν ομαδικώς, δια την απαλλαγήν του τόπου από δεινού τινός κακού, π.χ. από νοσήματος, πανώλους, χολέρας ή ομοίου. Ως επί το πολύ, όμως, εβάσταζε την Ικετηρίαν άνθρωπος, ο οποίος ήθελε να τεθή υπό την προστασίαν θεού και της ανωτέρας αρχής, για να προβή εις αποκαλύψεις εναντίον ισχυρών ανθρώπων ή αρχόντων." ("Κληρονομία του αρχαίου κόσμου", εφημερίς "Εθνος", 31 Δεκεμ.1937)

   Το χριστουγεννιάτικο δέντρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Γερμανία στο τέλος του 16ου, αλλά έως τις αρχές του 19ου αιώνα δεν ήταν διαδεδομένο ευρέως - τοποθετούνταν μόνο στις εκκλησίες. 

   Το δέντρο ως Χριστιανικό σύμβολο, συμβολίζει την ευτυχία που κρύβει για τον άνθρωπο η γέννηση του Χριστού. Σταδιακά το δένδρο άρχισε να γεμίζει με διάφορα χρήσιμα είδη- κυρίως φαγώσιμα κι αργότερα ρούχα κι άλλα είδη καθημερινής χρήσης, (κάτι που γινόταν στους αρχαίους Ελληνικούς ναούς) συμβολίζοντας την προσφορά των Θείων Δώρων. 
   Στην σύγχρονη Ελλάδα το έθιμο το εισήγαγαν οι Βαυαροί με τον στολισμό στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833. Μετά τον το Β’ παγκόσμιο πόλεμο το δέντρο με τις πολύχρωμες μπάλες μπήκε σε όλα τα ελληνικά σπίτια.

   Φυσικά μεγάλη εντύπωση προκαλεί και το μυθολογικό γεγονός του "Αγιοβασίλη" με το έλκηθρο του που το κινούν οι ιπτάμενοι τάρανδοι. Ούτε αυτό όπως καταλαβαίνετε, δεν θα μπορούσε να μην παρθεί απο την Αρχαία Ελλάδα. 

   Όπως αναφέραμε πιο πρίν , τον μήνα Δεκέμβριο, οι Έλληνες γιόρταζαν τον Διόνυσο αλλά και τον Φωτοφόρο Απόλλωνα-Ηλίου παριστάνοντας τον πάνω στο ιπτάμενο άρμα του, να μοιράζει το φως. Το άρμα έγινε έλκηθρο, τα άλογα έγιναν τάρανδοι και το "δώρο" του φωτός που μοίραζε στους ανθρώπους ...έγινε κυριολεκτικά "μοίρασμα δώρων".

   Τέλος το κόψιμο της βασιλόπιτας αποτελεί εξέλιξη του αρχαιο Ελληνικού εθίμου του εορταστικού άρτου, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες πρόσφεραν στους θεούς σε μεγάλες αγροτικές γιορτές, όπως τα Θαλύσια και τα Θεσμοφόρια.

___________________________________________

Scholeio.com

Γνωστικισμός, Υπερβατική Κατανόηση που Μόνον Λίγοι Κατέχουν ?

    

Υπάρχει τελικά μια ιδιαίτερη 
εσωτερική γνώση ?

Η λέξη γνωστικισμός προέρχεται από την ελληνική λέξη γνώσις, και αναφέρεται στην πεποίθηση ότι υπάρχει μια ιδιαίτερη εσωτερική γνώση, ένα κλειδί στην υπερβατική κατανόηση που μόνον λίγοι κατέχουν. 

Η απόκρυφη φύση της γνωστικής διδασκαλίας και το γεγονός ότι τα περισσότερα στοιχεία μας για αυτήν 
έρχονται παραδοσιακά από τις επιθέσεις
των ορθόδοξων Χριστιανών συγγραφέων, δυσκολεύουν την προσπάθειά μας να είμαστε ακριβείς για το περιεχόμενο των πρώιμων γνωστικών συστημάτων, ιδιαίτερα για εκείνα που είναι προ-χριστιανικά. 

   Ο Ειρηναίος στο Κατά των Αιρέσεων περιέγραψε αρκετές διαφορετικές σχολές του Γνωστικισμού του 2ου μ.Χ. αιώνα, αντιπαραθέτοντας -ενίοτε με σαρκαστικό τρόπο- τις διαφορές τους με τον Χριστιανισμό. Ωστόσο, η ανακάλυψη της βιβλιοθήκης του Ναγκ Χαμαντί*  στην Αίγυπτο το 1945 βοήθησε τους ερευνητές να μελετήσουν τα κείμενά του από πρώτο χέρι.

   Η λέξη "Γνωστικισμός" εμφανίζεται σε αρκετές σύγχρονες σέκτες, στις οποίες μόνον οι μυημένοι έχουν πρόσβαση στις μυστικές του διδασκαλίες. Όμως οι σύγχρονες γνωστικές δοξασίες πολύ λίγο ομοιάζουν προς τον αρχαίο Γνωστικισμό. 

   Πολλά στοιχεία του Γνωστικισμού είναι προχριστιανικά και είναι γενικά αποδεκτό σήμερα ότι ο Χριστιανισμός και τα κανονικά του κείμενα δεν είναι πρότερα του γνωστικού κινήματος αλλά αναπτύχθηκαν παράλληλα, χρησιμοποιώντας ενίοτε τις ίδιες πηγές. Αρκετοί σύγχρονοι ερευνητές είναι πεπεισμένοι ότι το Κατά Θωμάν Ευαγγέλιο χρησιμοποιείτο από τους Γνωστικούς του 1ου αι. Άλλα Γνωστικά κείμενα δεν κάνουν καμία αναφορά στον  Ιησού ή άλλες χριστιανικές μορφές.

   Πολλές Γνωστικές σέκτες ήταν Χριστιανικές ομάδες που αγκάλιασαν τις μυστικές θεωρίες περί της αληθινής φύσης του Ιησού, αυτές που βρίσκονταν πέρα από το πλαίσιο της ορθόδοξης πίστης. Για παράδειγμα οι Γνωστικοί δίδασκαν τον δοκητισμό, την πίστη δηλαδή ότι ο Ιησούς δεν είχε φυσικό σώμα και ότι η φυσική του υπόσταση ήταν μια θυμαπάτη και συνεπώς η σταύρωσή του δεν ήταν φυσική.


   Η σύγχρονη ακαδημαϊκή έρευνα εφαρμόζει τον όρο Γνωστικισμός σε μια πληθώρα θρησκευτικών κινημάτων που αναπτύχθηκαν στον μεσογειακό κόσμο κατά τη διάρκεια της ιστορικής περιόδου, στην οποία αναπτύχθηκε και εδραιώθηκε ο Χριστιανισμός. 

   Όλοι αυτοί οι «Γνωστικισμοί» μας παρέχουν παραδείγματα του θρησκευτικού συγκρητισμού που απλώθηκε σε όλη την επικράτεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και έχει τις ρίζες του στα ελληνιστικά ήθη των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων. 


   Η διερεύνηση της πρώιμης χριστιανικής μορφής του Γνωστικισμού χρησιμοποιήθηκε από τους πρώτους υπερασπιστές της ανάπτυξης και της παγίωσης της ορθοδοξίας, όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Ωριγένης και ο Ειρηναίος. Οι συγκεκριμένοι υπέρμαχοι του ορθόδοξου Χριστιανισμού καταδίκασαν σκληρά αυτό που οι ίδιοι αποκάλεσαν «γνωστική αίρεση». 

Στην πραγματικότητα, η άμυνά τους εναντίον του Γνωστικισμού ήταν και η πρωταρχική τους ώθηση για τη συγγραφή των θεολογικών συγγραμμάτων τους.

   Ύλη
   
Ορισμένοι Γνωστικοί, από κοινού με νεοπλατωνικούς φιλοσόφους όπως ο Πλωτίνος, θεωρούσαν την ύλη κακή προκειμένου να απεικονίσουν με ενάργεια την εξαιρετική της απόσταση από την μοναδική πηγή του σύμπαντος το υπέρτατο καλό. Η ύλη δεν είναι κακή per se, αλλά μόνον γιατί είναι απομακρυσμένη, ως αντίθετη, από την πηγή της μονάδας.

   Θα ήταν ορθότερο να χαρακτηρίσουμε τη σχέση των Γνωστικών με την ύλη ως αμφιταλαντευόμενη. Οι απόψεις τους ήταν μια προσπάθεια να ερμηνεύσουν και να ξεκαθαρίσουν τη σχέση του θείου με το ατελές σύμπαν και να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο αναφοράς που θα ερμήνευε το αίσθημα αποξένωσης του ατόμου μέσα σε ένα τέτοιο σύμπαν.

   Θεολογία


 
 Ο Γνωστικισμός δίδασκε γενικά ότι η  Γη κυβερνάτο από ένα κατώτερο θεό, τον Ιαλνταμπαόθ, τον Δημιουργό του Πλάτωνα. Ο Δημιουργός βρισκόταν επικεφαλής των Αρχόντων, κυβερνητών του φυσικού κόσμου. 
   Τα ανθρώπινα σώματα, αν και περιέχουν το κακό στην ύλη τους, περιείχαν επίσης και ένα θείο σπινθήρα ή πνεύμα που προερχόταν από την Πηγή, ή το Τίποτα, την πηγή εκπόρευσης όλων των πραγμάτων. Η Γνώσις είναι εκείνη που σύμφωνα με τις αντιλήψεις των Γνωστικών βοηθά τον θείο σπινθήρα να επιστρέψει στην πηγή από την οποία προήλθε.

   Πολλοί Γνωστικοί (ιδιαίτερα οι οπαδοί του  Βαλεντίνιου ή Βαλεντίνου) δίδασκαν πως υπήρχε ο Ένας, ο αρχικός, άγνωστος Θεός (Βύθος, η Μονάδα  ο πρώτος Αιών). Από τον ένα εκπορεύθηκαν άλλοι Αιώνες, ζεύγη των κατώτερων υπάρξεων κατ' ακολουθίαν, (ο Βαλεντίνιος αναφέρει 30 τέτοια ζεύγη). Όλοι μαζί οι Αιώνες σχημάτιζαν το Πλήρωμα ή πληρότητα του Θεού. Το κατώτατο από αυτά τα ζεύγη ήταν η Σοφία και ο Χριστός.


   Στον Βαλεντίνειο μύθο της δημιουργίας, η Σοφία αναζητούσε τον άγνωστο Ένα. 
   Σε μία αφήγηση είδε ένα μακρινό φως, το οποίο όμως ήταν αντανάκλαση και έτσι οδηγήθηκε ακόμα μακρύτερα από το Πλήρωμα. Ο φόβος της Σοφίας να μη χάσει τη ζωή της, όπως έχασε το φώς του Ενός, της προκάλεσε σύγχυση και την επιθυμία να επιστρέψει. 
   
   Εξαιτίας αυτών των επιθυμιών ήλθαν σε ύπαρξη η ύλη και η ψυχή μέσω των τεσσάρων κλασικών στοιχείων φωτιά, νερό, γη και αέρας. Η δημιουργία του λεοντόμορφου Δημιουργού κατά τη διάρκεια της εξορίας ήταν επίσης λανθασμένη σύμφωνα με ορισμένες Γνωστικές πηγές, ώς αποτέλεσμα της προσπάθειας της Σοφίας να εκπορευθεί αφ' εαυτής, χωρίς το αρσενικό της αντίστοιχο. 
   Ο Δημιουργός προχώρησε στη δημιουργία του φυσικού κόσμου, στον οποίο ζούμε, αγνοώντας την ύπαρξη της Σοφίας, η οποία εντούτοις κατόρθωσε να ενσταλλάξει τον σπινθήρα στη δημιουργία του Δημιουργού. Αυτός ο σπινθήρας είναι το πνεύμα.

   Κατόπιν τούτου ο σωτήρας Χριστός επέστρεψε και της επέτρεψε να δει ξανά το φως παρέχοντάς της τη γνώση του πνευματικού φωτός. Ο Χριστός στάλθηκε στη γη με τη μορφή ενός ανθρώπου, του Ιησού, για να δώσει στους ανθρώπους τη γνώση που χρειάζονται για να λυτρωθούν από τον φυσικό κόσμο και να επιστρέψουν στον πνευματικό κόσμο.

   Οι τρεις αισθήσεις που βίωσε η Σοφία δημιουργούν τρεις τύπους ανθρώπων:


   Τους υλικούς (δεμένους με την ύλη, την πηγή του κακού)
   Τους ψυχικούς (δεμένους με την ψυχή και εν μέρει λυτρωμένους από το κακό)
   Τους πνευματικούς, (που μπορούν να επιστρέψουν στο Πλήρωμα εάν επιτύχουν την Γνώση και κατορθώσουν να δουν το φως). Οι Γνωστικοί δημιούργησαν το δικό τους σωτηριολογικό περιεχόμενο στις απόψεις τους θεωρώντας εαυτούς μέλη της τελευταίας ομάδας.

   Οι Γνωστικοί ταύτιζαν τον Δημιουργό με τον θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Απέρριπταν την Παλαιά Διαθήκη και τον Ιουδαϊσμό και συχνά τιμούσαν εκείνους που απορρίπτονταν από τον θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Ορισμένοι Γνωστικοί φέρεται ότι θεωρούσαν πως ο κατώτερος Δημιουργός ταυτιζόταν με τον Σατάν. Όπως είναι φυσικό μια τέτοια πίστη συνεισέφερε τα μέγιστα στην καχυποψία με την οποία τους αντιμετώπιζαν οι Χριστιανοί.

   Άλλες γνωστικές ομάδες αντιμετώπιζαν τον Όφι στον Κήπο της Εδέμ ως ηρωική μορφή, γιατί επιθυμούσε να βοηθήσει την ανθρωπότητα να απελευθερωθεί από τις αλυσίδες του Ιαλνταμπαόθ. 
   Μετά την άφιξη του Δημιουργού να κυβερνήσει τον φυσικό κόσμο, η Σοφία στέλνει ένα μήνυμα μέσω του Όφι.  Παρέχει την γνώση στους ανθρώπους με αυτόν τον τρόπο, γεγονός που προκαλεί την οργή του Δημιουργού, ο οποίος πιστεύει ότι είναι ο μόνο δημιουργός του Σύμπαντος και ο αποκλειστικός κυβερνήτης του. 
   Το "πρωταρχικό αμάρτημα" στο εννοιολογικό πλαίσιο του Γνωστικισμού δεν είναι αμάρτημα αλλά ένας "πρωταρχικός διαφωτισμός". Στα γνωστικά κείμενα, επίσης, αναφέρεται ότι ο Σηθ, ο τρίτος γιος του Αδάμ γνώρισε τις γνωστικές διδασκαλίες από τον πατέρα του και τη μητέρα του, και ότι η γνώση του διατηρήθηκε σε όλη τη δημιουργία. 

Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί οτι οι Γνωστικοί αντιλαμβάνονταν την Παλαιά Διαθήκη ως μύθο, και συνεπώς τη θεωρούσαν υποκείμενη σε ερμηνείες, αντίθετα από τη δογματική άποψη που διεκδικεί την αυθεντία των ιερών κειμένων.


   Τρόπος ζωής

   Οι περισσότεροι Γνωστικοί ασκούσαν την αγαμία και τον ασκητισμό, θεωρώντας ότι οι ηδονές της σάρκας συνδέονταν με το κακό. Ωστόσο, ορισμένοι ασκούσαν επίσης ένα είδος Λιμπερτινισμού -αν και ο όρος είναι νεόδμητος στην ιστορία της φιλοσοφίας (ελευθεριασμού), θεωρώντας ότι αφού το σώμα είναι κακό χρειάζεται κανείς να το διαφθείρει, ή αφού το σώμα είναι κακό δεν έχει σημασία τι κάνει ο άνθρωπος μαζί του. Τούτη η άποψη οδήγησε σε μεγαλύτερη ακόμη καχυποψία, και έγινε γενική επίκριση ακόμα και για ομάδες που δεν ακολουθούσαν τη συγκεκριμένη πρακτική.


   Γνωστικές ομάδες


   Οι γνωστικές ομάδες διαιρούνται συχνά στην ανατολική ή περσική σχολή και τη συροαιγυπτιακή σχολή. 

   Η συροαιγυπτιακή σχολή είναι η πρώτη που εμφανίστηκε ιστορικά κατά τον πρώτο αιώνα π.Χ. και άκμασε ως τα τέλη του δευτέρου αιώνα μ.Χ. 
   Ακολούθησε μία υποχώρηση του γνωστικισμού στην ανατολική Μεσόγειο  προς όφελος άλλων θρησκευτικών κινημάτων, ώσπου κατά τα τέλη του τρίτου αιώνα εμφανίστηκε με νέα ορμή η περσική σχολή (μανδαϊσμός και μανιχαϊσμός). 
   Αυτή εμφάνιζε έναν καθοριστικό διαχωρισμό ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, το Καλό και το Κακό, ως αποτέλεσμα των επιδράσεων του ζωροαστρικού δυαρχικού δυϊσμού, ενώ αντιθέτως η συροαιγυπτιακή σχολή, η συνδεόμενη συνήθως με τον χριστιανικό γνωστικισμό, ήταν περισσότερο πλατωνική ως προς τον χαρακτήρα της. 
   Η ομάδα των οφιτών φαίνεται πως είχε δεχθεί επιδράσεις και από τις δύο σχολές. Περί τα μέσα του Μεσαίωνα έλαβαν χώρα διαδοχικές αναγεννήσεις του γνωστικισμού στη χριστιανική Ευρώπη (παυλικιανοί, βογόμιλοι, Καθαροί) οι οποίες χτυπήθηκαν συντονισμένα από κοσμικές και εκκλησιαστικές Αρχές.

   Συροαιγύπτιοι γνωστικοί


  - Σηθιανοί, που παρήγαγαν αρκετά κείμενα.

  - Κήρινθος
  - Σίμων ο Μάγος και Μαρκίων της Σινώπης. Και οι δύο είχαν γνωστικές τάσεις, αλλά δεν ήσαν πλήρως γνωστικοί. Είχαν πλήθος μαθητών, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται και ο μαθητής του Σίμωνα Μένανδρος.
  - Βαλεντινιανοί υπό τον Βαλεντίνιο, καλύτερα γνωστό ως Βαλεντίνο (περ. 100 - 153), ο οποίος ανέπτυξε το μεγαλύτερο τμήμα της σύνθετης κοσμολογίας του γνωστικισμού.
  - Βασιλειδιανοί
  - Οφίτες, που αποκαλούνταν έτσι γιατί λάτρευαν το ερπετό της Γένεσης ως δότη της ανθρώπινης  γνώσης.
  - Καϊνίτες, που λάτρευαν τον Κάιν και τον Ησαύ
  - Σοδομίτες που πίστευαν ότι η εμβύθιση στην αμαρτία είναι κλειδί της σωτηρίας, γιατί το σώμα είναι κακό και πρέπει κανείς να το διαφθείρει.
  - Καρποκρατιανοί
  - Βορβορίτες

   Πέρσες γνωστικοί


  - Μανδαϊσμός, που υφίσταται ακόμη και σήμερα, αλλά δεν έχει χριστιανικό χαρακτήρα.

  - Μανιχαϊσμός, πλήρης θρησκεία που έχει πλέον εκλείψει.
  
   Μεταγενέστεροι γνωστικοί

  - Παυλικιανοί, μία γνωστική αναβίωση στην Αρμενία και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία

  - Βογόμιλοι, διανοητικοί απόγονοι των Παυλικιανών στα Βαλκάνια.
  - Καθαροί, διανοητικοί απόγονοι των Βογόμιλων στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη, με παρακλάδι τους Αλβιγηνούς στην Προβηγκία.

   Πηγαία Βιβλιογραφία


   Υπάρχουν δύο ιστορικές πηγές για τον Γνωστικισμό:

   Οι επιθέσεις στον Γνωστικισμό από ορθόδοξους θεολόγους της αρχαιότητας όπως ο Τερτυλλιανός, ο Ιππόλυτος, ο Ειρηναίος και ο Επιφάνιος Σαλαμίνος)

   Τα πρωτότυπα Γνωστικά κείμενα.


   Καμία από τις δύο πηγές δεν είναι αρκούντως ικανοποιητική. Οι επιθέσεις στον Γνωστικισμό από τους ορθόδοξους Χριστιανούς, το πιθανότερο είναι ότι πάσχουν από προκατάληψη και ιστορικά ο Χριστιανισμός είχε την τάση να κατηγορεί τις διαφορετικές θρησκευτικές ομάδες που του αντιτίθονταν. Φαίνεται πως υπήρχαν πολύ περισσότερες γνωστικές γραφές, για τις οποίες οι ίδιοι θεολόγοι κάνουν αναφορά, αλλά δεν διασώθηκαν.


   Το σίγουρο είναι ότι πρέπει να είχαν γραφεί πολλά γνωστικά κείμενα και έργα, αλλά μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα κανένα από αυτά ήταν διαθέσιμο, εκτός από μεμονωμένες παραπομπές των χριστιανών συγγραφέων. Πολλοί λόγιοι του 19ου αιώνα έκαναν σημαντική προσπάθεια να συλλέξουν τις σκόρπιες αναφορές και να ανασυνθέσουν το γνωστικό υλικό.


   Από τότε έγιναν σημαντικές ανακαλύψεις χειρογράφων με κυριότερη εκείνη των κωδικών του Ναγκ Χαμαντί*. Παρόλο, όμως, που έχουμε στη διάθεσή μας μια αρκετά καλή συλλογή γνωστικών κειμένων, η ερμηνεία τους είναι συχνά δύσκολη, εξαιτίας της εσωτερικής και συμβολικής φύσης της Γνωστικής διδασκαλίας. 

   Επίσης, υπάρχει σημαντική δυσκολία αναγνώρισης του ποιες ομάδες ή διδάσκαλοι έγραψαν αυτά τα κείμενα. 
   Η Βιβλιοθήκη του Ναγκ Χαμαντί*, διαθέσιμη πλέον σε αγγλική μετάφραση, είναι αναμφίβολα η σημαντικότερη συλλογή κειμένων για την έρευνα του Γνωστικισμού, εύκολα αναγνώσιμη, αν γνωρίζει κανείς τις βασικές αρχές του Γνωστικισμού.

   Προέλευση του Γνωστικισμού


   Η προέλευση του Γνωστικισμού αποτελεί αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ των μελετητών: ορισμένοι θεωρούν ότι ο Γνωστικισμός είναι πλήρως παγανιστικός ως προς την προέλευσή του και ότι στην εξελικτκή του πορεία υιοθέτησε ένα χριστιανικό ένδυμα. Άλλοι ανιχνεύουν την προέλευσή του στον Ιουδαϊσμό και άλλοι θεωρούν ότι προήλθε από τον ίδιο τον Ιησού και είναι ανάπτυξη της διδασκαλίας του, το ίδιο έγκυρη όσο και η ορθόδοξη.


   Καμία, όμως, από τις παραπάνω απόψεις δεν μπορεί να καταθέσει τα ακριβή στοιχεία της αιτιολόγησής της. 


Φαίνεται σαφές ότι ο Γνωστικισμός, τουλάχιστον σε μερικές από τις θεολογικά αναπτυγμένες διατυπώσεις του, επηρεάστηκε πολύ από τον Πλατωνισμό, τον Νεοπλατωνισμό, τον Στωικισμό, τις αρχαίες σημιτικές θρησκείες, τον Χριστιανισμό 

(και/ή επηρέασε την ανάπτυξη του ορθόδοξου Χριστιανισμού) και πιθανώς του Πυθαγορισμού.

   Ο Γνωστικισμός ως θρησκευτικό φαινόμενο
   Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά φαινόμενα της ρωμαϊκής εποχής που εξαπλώθηκε ταχύτατα από την Ανατολή προς τη Δύση, με την υπόσχεση της σωτηρίας μέσω της «γνώσεως». 

   Από τις αρχές του αιώνα, έρχεται στο επιστημονικό προσκήνιο η μελέτη της ιστορίας των θρησκευμάτων και άρχισε η αναγωγή της «γνώσεως» σέ κάποια ορισμένη πηγή που χρονολογικά προηγήθηκε του Χριστιανισμού. Έτσι η Γνώση συνδέθηκε με την Αίγυπτο, τη Βαβυλώνα, το Ιράν, τις μυστηριακές θρησκείες, την ελληνική φιλοσοφία, τις αιρέσεις του ιουδαϊσμού.

   Η συγκριτική έρευνα των «Γνωστικισμών», που κατά καιρούς εμφανίστηκαν, έδειξε κάποια κοινά σέ όλους χαρακτηριστικά:
   Τη διαρχία στα όρια ενός ιεραρχικού πληρώματος και
   Την αναγκαιότητα καί τη σωστική ιδιότητα της γνώσεως του σύμπαντος.

   Οι γνωστικοί κάθε τάσεως βλέπουν το σύμπαν ενιαίο, αλλά κατ' αρχήν σε μια διαρχική μίξη του υλικού και του πνευματικού στοιχείου. Το πρώτο είναι κατώτερο καί φθαρτό, ενώ το δεύτερο ανώτερο και άφθαρτο.

   Για το Γνωστικισμό, ο Δημιουργός αυτού του κόσμου είναι συνήθως μια κατώτερη κακή θεότητα. Οι «άρχοντες» που ταυτίζονται με αστρικές δυνάμεις, είναι υπεύθυνοι γιά τη μοίρα και τη βάναυση ανάγκη που βασιλεύει εδώ κάτω. Ο Δημιουργός παρουσιάζεται ως «μέγας άρχων» ή «πρωτάρχων» και εκείνο πού τονίζεται είναι η τυραννία που ασκεί ο κακός Δημιουργός Θεός επί των ανθρώπων.

   Πέρα από τον Χριστιανισμό, έλληνες φιλόσοφοι παρουσιάζονται επίσης διχασμένοι επάνω στις αντιλήψεις των Γνωστικών.

  Για παράδειγμα, ο Πλωτίνος στο βιβλίο του «Προς Γνωστικούς» θα πολεμήσει τις αντιλήψεις τους και γενικά τη θεοσοφία των Γνωστικών, που την θεωρεί διαστροφή τής πλατωνικής διδασκαλίας.


   Άλλοι Νεοπλατωνικοί όμως, όπως ο Πορφύριος και ο Ιουλιανός, ευθυγραμμίζονται με τους Γνωστικούς στην πολεμική τους κατά των χριστιανών και ιδιαίτερα στην απόκρουση της ιδέας ότι ο υπέρτατος θεός μπορεί να είναι ο ίδιος δημιουργός του υλικού κόσμου.


   Τελετουργίες


   Από τον 2ο χριστιανικό αιώνα, δεν ήταν δύσκολη η ταύτιση του Θεού αυτού με τον αυστηρό και τυραννικό Θεό των Ιουδαίων και της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτή η πολεμική, εξηγεί τον σεβασμό που έδειχναν οι Γνωστικοί σε κάθε τι που η Παλαιά Διαθήκη καταδικάζει, όπως για παράδειγμα την Εύα, τον όφι, τον Κάιν, τα Σόδομα κ.λπ.


   Επιπλέον, κάθε πράξη που για τον θεό αυτό θεωρείται ανήθικη, για τους Γνωστικούς λαμβάνεται ως πράξη ηθικά αδιάφορη ή ακόμα και ότι οδηγεί στη σωτηρία, ακριβώς γιατί την απαγόρευσε ο κακός θεός.

   Αν οποιαδήποτε πράξη, ακόμα κι αν θεωρείται έξω από τα εκάστοτε πλαίσια της ηθικής, οδηγεί στη γνώση και την εξύψωση του ατόμου, τότε επιβάλλεται να γίνει.

   Ακόμη και μετά την ανακάλυψη των κειμένων στο Ναγκ Χαμαντί οι πληροφορίες που έχουμε για τις τελετουργίες των γνωστικών είναι περιορισμένες. Μόνο περιστασιακά είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε την ενδεχόμενη τελετή που μπορεί να υπονοεί κάποιο από τα κείμενα. 
   Το πιο ενδιαφέρον κείμενο από αυτήν την άποψη είναι το "Κατά Φίλιππον" Ευαγγέλιο. Από την εποχή της δημοσίευσής του οι μελετητές εντυπωσιάστηκαν από τις πολυάριθμες αναφορές του σε τελετές και τις περίπλοκες ερμηνείες που δίνει όσον αφορά το νόημα και τον στόχο τους. Οι ειδικοί δεν έχουν ακόμη συμφωνήσει για τις λεπτομέρειες του τελετουργικού συστήματος που κρύβεται από πίσω, αφού το κείμενο αναφέρεται περισσότερο στο συμβολικό νόημα των τελετών και όχι τόσο στην πρακτική μορφή τους.

   Οι γνωστικοί μοιράζονταν με τον πλατωνισμό την ιδέα ότι η σωτηρία του ατομικού πνεύματος, της "θείας σπίθας", συνίσταται στην απελευθέρωσή του από τον υλικό κόσμο και την άνοδό του στον τόπο καταγωγής του (το γνωστικό Πλήρωμα ή τον πλατωνικό χώρο των ιδεών). Πολλοί πλατωνιστές ως την εποχή του Πλωτίνου και του Πορφυρίου χρησιμοποιούσαν την ορολογία της μυστικής θέασης που συνδεόταν με τις μυστηριακές λατρείες για την περιγραφή της ανόδου του πνεύματος, αλλά δεν έχουμε ενδείξεις ότι είχαν αναπτύξει κάποια σχετική τελετουργία ως βοηθητικό μέσο για την επίτευξη αυτής της ανόδου. 


   Μετά την εποχή του Πλωτίνου, εντούτοις, πολλοί νεοπλατωνιστές υιοθέτησαν έναν τύπο μυστικιστικής και μαγικής τελετουργίας που είναι γνωστός ως θεουργία. 
   Ο θεουργός έρχονταν σε συμπαθητικό συντονισμό με τους θεϊκούς Λόγους που σχηματοποιούν τον φυσικό κόσμο. Θεϊκές δυνάμεις καλούνταν να εισέλθουν στον υλικό χώρο με σκοπό να αποκαλύψουν τη θεϊκή τους πηγή στο σώμα και σε άλλα υλικά αντικείμενα και να βοηθήσουν στη μεταφυσική άνοδο του πνεύματος του θεουργού, τόσο κατά τη διάρκεια της ζωής του όσο και κατά τη μεταθανάτια άνοδό του προς το θείο.

   Σε αντίθεση με την ύστερη αυτή πρακτική, οι γνωστικές πηγές φαίνονται να υπονοούν μια σειρά τελετουργιών ως συμβολικών αναπαραστάσεων του πιο τυπικού νεοπυθαγόρειου και πλωτινικού στόχου της λύτρωσης του πνεύματος από τον φυσικό κόσμο στο σύνολό του. 


   Οι τελετουργίες των γνωστικών, πολλές από τις οποίες τις μοιράζονταν με τους χριστιανούς, είναι το αποτέλεσμα της μεταφοράς στο συμβολικό επίπεδο απλών, καθημερινών πράξεων, όπως το πλύσιμο, η αλλαγή ρούχων κλπ. Η κύρια μέριμνα των γνωστικών φαίνεται ότι ήταν η υπέρβαση της αίσθησης αποξένωσης και απομόνωσης μέσω της επίτευξης ενός αισθήματος μεταμόρφωσης και ενσωμάτωσης σε ένα ευρύτερο Όλον. 


   Σε σύγκριση με τους πλατωνιστές οι γνωστικοί χρησιμοποίησαν μια ευρύτερη κλίμακα τέτοιων απλών συμβολικών πράξεων, επειδή άντλησαν από πολλαπλά θρησκευτικά κινήματα, όπως ο ιουδαϊσμός, ο χριστιανισμός και τα Μυστήρια. Πολλοί γνωστικοί μπορεί να ήταν ήδη οπαδοί τέτοιων συστημάτων και απλώς να τους έδωσαν μια γνωστική χροιά.


   Πολλές από τις τελετουργίες των γνωστικών φαίνεται πως στηρίζονται σε δύο βασικούς και αρχετυπικούς μύθους: 


   πρώτον, στον μύθο της πτώσης του πνεύματος στον υλικό κόσμο, πτώση που έχει ως αποτέλεσμα να μη θυμάται πια την καταγωγή του και να χάσει την επαφή με το θείο κόσμο. 


   Δεύτερον, στον μύθο του πρωταρχικού ανδρόγυνου, του απώτατου γεννήτορα όλης της Ανθρωπότητας, ο οποίος διαχωρίστηκε στα δύο (διασπώντας την αρχική εικόνα του Θεού) και έκτοτε δημιούργησε την ανάγκη της επανένωσης των φύλων. 


   Αυτός ο μύθος ήταν εξαιρετικά διαδεδομένος και απαντά ήδη στο πλατωνικό Συμπόσιο (189D-191A) εκφρασμένος από τον Αριστοφάνη, ενώ οι ιουδαϊστές και οι χριστιανοί γνώριζαν από τη Γένεση ότι η Εύα προήλθε από τον Αδάμ. 


   Οι δύο αυτοί μύθοι διαφαίνονται ιδιαίτερα στις γνωστικές τελετές του βαπτίσματος και του ιερού γάμου, οι οποίες έχουν ως στόχο την αναστροφή της πτώσης και της διάσπασης σε φύλα. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η επανόρθωση της αρχικής ενιαίας εικόνας του Θεού. Το βάπτισμα ως τελετή φαίνεται ότι γινόταν στις περισσότερες γνωστικές ομάδες μόνο μια φορά. 


   Σήμανε την οριστική απάρνηση του παρελθόντος και την είσοδο σε μια νέα κατάσταση επανένωσης. Το βάπτισμα καθώς και μια άλλη βασική γνωστική τελετή, το χρίσμα, αποκαλούνται συχνά σφραγίδες, επειδή σημαδεύουν την αναγέννηση κάποιου και το γεγονός ότι ανήκει στον Θεό. 
   Ενώ αυτές οι τελετές ήταν γενικά μοναδικές, ο ιερός δείπνος, η θεία ευχαριστία, φαίνεται ότι επαναλαμβανόταν.

   Ο ιερός γάμος (ή "Μυστήριο του Νυμφώνος"), του οποίου η καταγωγή ανάγεται σε μια βιβλική μεταφορά, είχε ειδική γνωστική σημασία και εσχατολογικό περιεχόμενο (αποκατάσταση της διασπασμένης εικόνας του Θεού). Φαίνεται ότι μπορούσε να επαναληφθεί, ιδιαίτερα όταν είχε τη μορφή πραγματικής σεξουαλικής συνεύρεσης. 


   Μια άλλη βασική τελετή ήταν η επανένδυση του ανθρώπου μετά την απογύμνωση στη διάρκεια του βαπτίσματος. Εδώ εννοείται συμβολικά η αποποίηση του υλικού σώματος και η ένδυση του φορέματος του φωτός που αποκαθιστά την εικόνα του Θεού. 

   Πέρα από αυτές τις βασικές τελετές οι γνωστικοί είχαν στη διάθεσή τους και τελετουργικές μορφές λόγου: προσευχές, δοξολογίες, ύμνους και εκστατικές ρήσεις (π.χ. γλωσσολαλιά ή ξόρκια). Τέλος, σ’ αυτό το πλαίσιο μπορούν να αναφερθούν και πρακτικές τελετουργικής συμπεριφοράς που δεν σχετίζονται τόσο με συγκεκριμένες τελετές, αλλά στοχεύουν στο να ξεχωρίσουν έναν άνθρωπο ή μια κοινότητα από τον υπόλοιπο κόσμο. 

   Πρόκειται κυρίως για τύπους εγκρατούς βίου, όπως νηστεία, παρθενία, ασκητισμός. 

Με δυο λόγια:  Ο στόχος των γνωστικών τελετουργιών ήταν η αποκατάσταση της πρωταρχικής ενότητας του ανθρώπου. Αυτή η διαδικασία μπορεί να εννοηθεί σε πιο βιβλική βάση ως η ένωση αρσενικού και θηλυκού στον πρωταρχικό ανδρόγυνο, είτε σε πιο πλατωνική βάση ως αποκατάσταση του πνεύματος στην αρχική του κατάσταση. 

__________________________________________  


*  Ευρήματα του Ναγκ Χαμαντί,  Η μεγαλύτερη και γνωστότερη ανακάλυψη γνωστικών κειμένων στην Ιστορία. Ανακαλύφθηκαν στην Αίγυπτο το 1945 κοντά στο αρχαίο Χηνοβόσκιο, στους πρόποδες του βουνού Τζαμπάλ αλ-Ταρίφ. Μέσα απο αυτά τα χειρόγραφα μπορούμε να μελετήσουμε τη σημαντικότερη πτυχή του πρώιμου Χριστιανισμού.

Στα κείμενα του Ναγκ Χαμαντί βρίσκεται ένα εξαιρετικά σύνθετο και πλούσιο θρησκευτικό σύστημα, όπου μέσα απο αυτή τη Γνώση ο αναγνώστης μπορεί δυνητικά να κατανοήσει τις μυστικές αλήθειες της σωτηρίας που μεταβιβάζονταν μεταξύ των πρώτων Γνωστικών.



Scholeio.com