Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΜΜΕΤΡΟΣ ΛΟΓΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΜΜΕΤΡΟΣ ΛΟΓΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Μπρεχτ, Να μας θυμάστε Με κάποιαν επιείκεια




                   Στους μεταγενέστερους

 Αλήθεια, σε μαύρα χρόνια ζω!
Τα λόγια που δεν κεντρίζουν είναι σημάδι χαζομάρας.
Ένα λείο μέτωπο, αναισθησίας. Εκείνος που γελάει
Δεν έχει μάθει ακόμα
Τις τρομερές ειδήσεις.
Μα τι καιροί λοιπόν ετούτοι, που
Είν’ έγκλημα σχεδόν όταν μιλάς για δέντρα
Γιατί έτσι παρασιωπάς χιλιάδες κακουργήματα!

Αυτός εκεί πού διασχίζει ήρεμα το δρόμο
Ξέκοψε πια ολότελα απ’ τους φίλους του
Πού βρίσκονται σ’ ανάγκη.
Είναι σωστό: το ψωμί μου ακόμα το κερδίζω.
Όμως πιστέψτε με: Είναι εντελώς τυχαίο. Απ’ ό,τι κάνω,
Τίποτε δε μου δίνει το δικαίωμα να φάω ως να χορτάσω.

Έχω γλιτώσει κατά σύμπτωση. (Λίγο η τύχη να, μ’ αφήσει χάθηκα.)

Μου λένε: Φάε και πιες! Να ‘σαι ευχαριστημένος που έχεις!
Μα πως να φάω και να πιω, όταν
Το φαγητό μου τ’ αρπάζω από τον πεινασμένο, όταν
Κάποιος διψάει για το ποτήρι το νερό που έχω;
Κι ωστόσο, τρώω και πίνω.

Θα ‘θελα ακόμα να ‘μουνα σοφός.


Τ’ αρχαία βιβλία λένε τί είναι η σοφία:

Μακριά να μένεις απ’ τις επίγειες συγκρούσεις και δίχως φόβο
Τη λιγοστή ζωή σου να περνάς.
Θεωρούν σοφό ακόμα
Το δρόμο σου να τραβάς αποφεύγοντας τη βία
Στο κακό ν’ ανταποδίνεις το καλό
Να μη χορταίνεις τις επιθυμίες σου, αλλά να τις ξεχνάς.
Μου είναι αδύνατο να πράξω όλα τούτα:
Αλήθεια, σε μαύρα χρόνια ζω!

Ήρθα στις πόλεις την εποχή της αναστάτωσης
Όταν εκεί βασίλευε η πείνα.

Ήρθα μες στους ανθρώπους στην εποχή της ανταρσίας

Και ξεσηκώθηκα μαζί τους.

 Έτσι κύλησε ο χρόνος
Που πάνω στη γη μου δόθηκε.
Το ψωμί μου το ‘τρωγα ανάμεσα στις μάχες.
Για να κοιμηθώ πλάγιαζα ανάμεσα στους δολοφόνους.
Αφρόντιστα δινόμουνα στον έρωτα
Κι αντίκριζα τη φύση δίχως υπομονή.

Έτσι κύλησε ο χρόνος

Που πάνω στη γη μου δόθηκε
Στον καιρό μου οι δρόμοι φέρνανε στη λάσπη.
Η μιλιά μου με κατέδιδε στο δήμιο.
Λίγα περνούσαν απ’ το χέρι μου. Όμως αν δεν υπήρχα
Οι αφέντες θα στέκονταν πιο σίγουρα, αυτό έλπιζα τουλάχιστον.
Έτσι κύλησε ο χρόνος
Που πάνω στη γη μου δόθηκε.
Οι δυνάμεις ήτανε μετρημένες. Ο στόχος
Βρισκότανε πολύ μακριά.
Φαινόταν ολοκάθαρα, αν και για μένα
Ήταν σχεδόν απρόσιτος.

Έτσι κύλησε ο χρόνος

Που πάνω στη γη μου δόθηκε.

Εσείς, που θ’ αναδυθείτε μέσ’ απ’ τον κατακλυσμό
Που εμάς, μας έπνιξε,
Όταν για τις αδυναμίες μας μιλάτε
Σκεφτείτε
Και τα μαύρα χρόνια
Που εσείς γλυτώσατε
Εμείς περνάγαμε, αλλάζοντας χώρες πιο συχνά από παπούτσια,
Μέσα από ταξικούς πολέμους, απελπισμένοι σα βλέπαμε,
Την αδικία να κυριαρχεί και να μην υπάρχει εξέγερση.

 Κι όμως το ξέραμε:
Ακόμα και το μίσος ενάντια στην ευτέλεια
Παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά.
Ακόμα κ’ η οργή ενάντια στην αδικία
Βραχνιάζει τη φωνή. Αλλοίμονο, εμείς
Που θέλαμε να ετοιμάσουμε το δρόμο στη φιλία
Δεν καταφέρναμε να ‘μαστε φίλοι ανάμεσά μας.
Όμως εσείς, όταν θα ‘ρθει ο καιρός
Ο άνθρωπος να βοηθάει τον άνθρωπο
Να μας θυμάστε
Με κάποιαν επιείκεια




_____________________________________________________________



* Μπέρτολντ Μπρεχτ, Τα έργα του χαρακτηρίζονταν αρχικά από πνεύμα καταδίκης του πολέμου και του μιλιταρισμού, ενώ στη συνέχεια παρατηρείται μια αποφασιστική στροφή στη σκέψη και τη ζωή του, που εμπνέεται από τη μαρξιστική φιλοσοφία. Σημαντική ώθηση στη σχέση του με τηνεργατική τάξη και το κίνημά της έδωσε η μαζική εξαθλίωση που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και η νέα ορμητική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Γερμανία.
Γεννήθηκε το 1898 στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας και πέθανε το 1956 στο Ανατολικό Βερολίνο. Η μητέρα του ήταν Προτεστάντισα και ο πατέρας του Καθολικός διευθυντής εταιρείας χάρτου. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου (1917 - 1921), επιστρατεύεται ως νοσοκόμος και υπηρετεί στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. 
Αρχίζει να γράφει ποιήματα και θεατρικά.  http://el.wikipedia.org/wiki/Μπέρτολτ_Μπρεχτ
________________________________________________________________________




  Scholeio.com  

Κοσμογονία 8ο, Τρεις Δυνάμεις II



         ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ   II  - πράξη 8η

          Τραντάχτηκε συθέμελα της εξορίας ο μικρός εκείνος ο πλανήτης !
          Γροθιά,  θαρρείς,  τον χτύπησε,  τρυπάνιασε το στέρνο πέρα ως πέρα !
          Και το ζευγάρι των μωρών,  ένιωσαν ως τα τρίσβαθα,  σταγόνες στη
          φουρτούνα !
          Κουβαριαστήκανε μεμιάς, από τη δύναμη τη λάβρα χτυπημένοι,
          Σάρκες γυμνές... της μούχλας τα ξεβράσματα, στων χρόνων τις αμμουδερές...
950.   Κορμιά  σκουληκοφάγωτα, που φτύσανε αχώνευτο, της αμαζόνας σκέψης
          το χυλό..

Κοσμογονία 7ο, Τρεις Δυνάμεις I




ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ  I   - πράξη 7η

703. Μικρό θρονί, παίρνω σκαμνί και τις ξεκούρντιστες τις μνήμες μου κιθάρες,
        Εγώ ! Των θρύλων των παλιών, των ροζιασμένων τραγουδιών ο μενεστρέλος,
        Που αγναντεύω σκεφτικός του Άνθρώπου την τρομερή, την άρατη πορεία...
        Στα μονοπάτια της φωτιάς, στους δρόμους τους υγρούς, τους μουσκιωμένους,
        Μέσ' από βλέμμα θηλυκιάς, μιας λιόντισσας, μιας δράκαινας, μιας μικροπριγκηπέσας,
        Που απ΄το πυργί της δύναμης του Άντρα τα παλαίματα περιγελά...
        Και στη χλωμάδα του μικρού αποσπαρίτη τον ξαποσταίνει, λόγια τρυφερά...

710. Θέλω να κάτσω να σας πω, στων χρόνων τα υπόγεια βουτηγμένος,
        Αυτά που γένηκαν μετά... Όταν ο Άντρας θάρρεψε διαφεντευτής πως είναι...
        Τάχατες κείνος κυβερνά τα φοβερά των Κύριων τα δώρα...
         Νερό,   Γυναίκα και   Φωτιά, που αντιμάχονταν στο φτωχό της εξορίας πλανήτη.
         Μακριά απ' τα κέντρα του Φωτός, που υφαίνανε τη Γνώσης τους ιστούς,
         Μακριά απ΄τις μήτρες -  Κύριους, που ξεγεννάν ατέρμονες δονήσεις,
         Και κάθε δόνηση ρυθμός, του νέου Γαλαξία τις ανάσες να ρυθμίζει...
         Τούτα κι εκείνα τ' αγνοούν, κι η έπαρση τους κυβερνά, του Νου τους η οδηγήτρα,
         Τους άνθρωπους...  που θάρρεψαν μοναδικοί πως είναι,
         Μοναχικοί ταξιδευτές των υπερκόσμιων δρόμων...
720.  Και τώρ' αλαζονεύονται, ρουφώντας με ηδονή χρυσοπραμάτειες,
         Και τώρα κανακεύονται, κλωσσώντας τα πιτσιλωτά τ' αυγά του φθόνου,
         Σκάβουν βαθιούς τους χάντακες και μέσα 'κει τη ζήλεια τους σωρεύουν,
         Οι ανόητοι...  Που τράνεψαν και γένηκαν του μίσους θεριστάδες...
         Με λύσσ' αντιπαλεύουνε, να κουρελιάσουν το πανί της Αρμονίας...

         Γυρίζω πίσω τον καιρό !     Και τραγουδώ τα δρώμενα της Μεσοχώρας,
         Του Άντρα το βασίλειο !   Που κάτεχε τους τρεις, τους ακριβούς συντρόφους...

         Είχε νερό, της όψης του τον κρύσταλλο κατρέφτη της απάτης,
         Που τούσβηνε τη δίψα του, με κατρακύλα δεοσερή γλύστραγε στο λαρύγγι,
         Πούκανε να θεριεύουν, ν' αποζητούνε τα ψηλά, τα δεντρολούλουδά του,

730.  Είχε φωτιά, και κάτεχε του αναπαμού τον σύντροφο, τον θερμοδότη,
         Της δύναμης και του χαμού τ' ανίκητο καφτό φλογολεπίδι.
         Φωτιά !    Της μαύρης νύχτας διαλυτή, της μέρας καντηλέρι,
         Να φτύνει ανάσες πύρινες, τα λόγια της ελπίδας που χαράζουν
         Πάνω στο στέρνο το πλατύ, στου βράχου πάνω το παλιό βιβλίο,
         Που ιστοράει τους καϋμούς των χρόνων περασμένων...
         Που καίει τ' αμαρτήματα και της ντροπής το έκτρωμα σκορπίζει,
         Μαζί με στάχτες φτέρουγες, που σβήνονται στης μνήμης το κελάρι...

         Γυναίκα είχε ο Δαμαστής αστεροφώς κι αστροφεγγιά στο Νου του,
         Των σκοτεινών των σκέψεων πυρσό, των ίσκιων τη γεννήτρα..
740.  Γιατί χωρίς τους ίσκιους μας, που γνέφουνε στου τρόμου μας τον ίσκιο,
         Που συντροφεύουνε πιστά του θράσους την ανθρώπινη την κάμα,
         Ανύπαρχτος ο άνθρωπος...  Σβουρίζει μεσ' στις δίνες των ελπίδων...
         Ατός του ελπιδοφονιάς...  Απόκοσμη του πάθους μαριονέττα...

        Γυναίκα !  Σάρκα ροδαλή !  Στη σάρκα του αγκάθι δολερό, και τεχνουργό καμίνι,
        Το βλέφαρο πλανεύτρα υποταγή, και τα βυζιά βουνοκορφές, βελούδα !
        Ν' αναρριχιέται ο Δαμαστής, να ξεδιψάει γλύφοντας τη ρώγα του βελούδου !
        Το βλέμμα της ραβδί χρυσό, μιας τύραννης αφέντισσας βουκέντρα παγωμένη...

750. Κι Εκείνος...  Ταύρος ζήτουλας, να σκίζει με το υνί το καρπερό χωράφι...
        Να ξεθρασαίνει ο Άρχοντας, στον μακρινό της ουτοπίας πλανήτη...
        Και να πετάει τη Φωτιά, της γλωσσολάγνας πόρνης γητευτής - βασάλος...
        Και να δαμάζει το Νερό, το υγρό κορμί του θάβοντας γουλιές στο λάρυγγα του ...
        Και να μερώνει Εκείνηνε, τ' απύθμενου μυαλού το άπατο ρουφηχτήρι...
        Όπως...  Αφέντης, βασιλιάς, στο μάλαμα του θρόνου θρονιασμένος,
        Κι ολόγυρα του μπιστικοί, χαραδρωμένα πρόσωπα στις μάχες χαροκόπων,
        Που φτύνουνε τις συμβουλές, της πείρας τους τη βρόμικη γαργάρα...
        Και γαργαρίζουνε θεσμούς, των παρωπίδων τους κανόνες της σοφίας...
        Κι ο άρχοντας βαρυγκομά κι αποκοιμιέται στου χρυσού την κουνουπιέρα...
760. Αυτό 'ναι το αλαζονικό, της πολεμίστρας χώρας το περήφανο πρωτάτο...
        Που απαξιώνει τον οχτρό, τον κάνει στάχτη, τον σκορπάει...
        Κι ο βασιλιάς της Λιονταρής !  Τα νύχια του τα άπληστα, μ' όνειρα τ' ακονίζει...
        .... Έτσι κι ο Άντρας - Δαμαστής ποθεί τον κόσμο του, τον δανεικό να διαφεντέψει,
        Τους, νέους, τους πρωτόδοτους, τους θησαυρούς, τα δώρα τα μοναδικά...
        Όμως αλλιώς τα εργάζονταν κι αλλιώτικα διαστρέψαν τα σημάδια...
        Γιατί σαν παίρνεις σιγουριά από εκείνους που θαρρείς τους δούλους,
        Και ξαπατάς την κρίση σου κι η δύναμη τους σε γελά, τους κρένεις τιποτένιους,
        Κι απολαμβάνεις το θρονί, από της δύναμης τις μάσκες γελασμένος,
        Δεν ξέρεις τ' άλλο χάραμα, ξημερωμένο θα σε βρει στο θρόνο ριζωμένο...

770. Πήρε ζωή το άχρωμο Νερό και λάβα μες στον πορφυρό θυμό του,
        Ορθώνεται ομπρός στου Δαμαστή στην τρομαγμένη όψη
        Στρουφογυρνώντας ρέματα, γεννώντας περηφάνειας καταρράχτες,
        Το υγρό, πελώριο κύμα του κορμί, τάφρος και καστροτείχι,
        Που πάνω του τσακίζονται τα κόκαλα γενναίων...
        Που καταπίνει την αντρειά, ρουφάει τους αλαζόνες,
        Βγάνει βραχνή σπηλιοκραυγή, λουφάζει στο ουρλιαχτό του ο πλανήτης...
        Όπως συννεφοσύναξη στων ουρανών τους δρόμους σαν καλπάζει
        Και της βροντής οι σάλπιγγες της καταιγίδας μάνητες σαλπίζουν,
        Και το κατόπι κεραυνοί, του πόνου βόοι και οιμωγές, ψυχών που υποφέρουν...
780. Ψυχές που αλητεύουνε στις ζοφερές κοιλάδες του Αιθέρα...
        Έτσι μιλάει το Νερό και λύνεται τρομάζοντας του Δαμαστή το πνέμα:

        Άνθρωπε, είμαι το νερό, σκλάβος πιστός...  είμαι κι Αφέντης,  ξέρε...
        Δούλος πιστός, που σβήνω σου στα σωθικά τη δίψα,
        Δούλος πιστός,  θεριεύω σου τις ρίζες,  τα σπαρτά σου,
        Δούλος πιστός,    χαράζω σου πρωτόγνωρες πορείες στον πλανήτη,
        Δούλος πιστός, και πνίγω τες τις σαρκοφάγες φλόγες,
        Σαν και τολμήσουν,    φιδωτές, να γλύψουν το κορμί σου,
        Σα χαϊδεύουνε σούρτα της θεοσφράγιστης Γυναίκας σου τη σάρκα...
        Αφέντης είμαι φοβερός !   Το βιος σου αφανίζω άμα το στέρξω,
790. Αφέντης είμαι !  Πνίγω σε και χάνω σε μες στην υγρή μου αγκάλη
        Αφέντης είμαι !  Σ' οδηγώ,  σα θάλασσα σα ποταμός,  στα πέρατα της γης σου
        Νάβρεις τις χώρες του Βορρά και του Νοτιά τις μουσκεμένες χώρες,
        Νάβρεις στη Δύση τα προικιά,    κι Ανατολής πλανεύτρας τα καλούδια...
        Εγώ σου βρέχω το κορμί και το κορμί σου  'γώ  'μαι !    Δάκρυο,  αίμα...
        Εγώ με τα τραγούδια μου,    τις νύχτες σου τις σάρκινες χαϊδεύω
        Σα γέρνεις με το λιόγερμα,  στης θηλυκιάς σου τη φωλιά να ξαποστάσεις
        Σαν έρχεσαι,  ω Κυνηγέ,  να συλλαβίσεις λόγους περηφάνειας,
        Να δείχνεις σέβας Δαμαστή...  Και πρώτο σου μηνάω να με βάνεις,
        Μέσ'  στου Νου  σου το θρονί,  στης μνήμης το βαθύσκιωτο,
800. Πιο δυνατό απ' τη φωτιά, και το πιο υγρό απ΄της Γυναίκας το φιλί,
        Σαν τρέχω απάνω σου καφτό,  τρώγε και ροκανίζω σου το κρέας,
        Και σαν γλυστρώ στον κόρφο σου,   Γυναίκας ή απαλάμη λες σ' αγγίζει...
        Και να το ξέρουν,  μήνα τους,   Εγώ είμαι πάνω στη σειρά το Πρώτο...
        Κι η μάνητά μου θύελλας καρφιά,  η οργή μου ο μέγας χαλασμός τους...

        Είπε κι ευτύς,   σκλάβος πιστός,   κατρακυλάει χαϊδευτά
        Στου Άντρα του αμίλητου τ' ατσάλινα ποδάρια...
        Δειλό ρυάκι, ταπεινό, κι ο ψίθυρος του χάνεται τραγουδιστά...
        Τρομάζει Κείνος...  Το σύγκορμο το τρέμουλο τον οδηγά στο σπήλιο,
        'Κει νάβρει καταφύγι του ο Νους,  απ' της φωτιάς το χάδι το υπνωμένο...
810.  Διπλώνεται στης θράκας μπρος το κόρφο,  το στόμα πυρωμένο...
         Στο βάθος,  ήρεμη πνοή,  τον ύπνο της Γυναίκας συντροφεύει,
         Ρίχτει και τρέφει τη Φωτιά,  με δέντρου ξεραμένου τα κλωνάρια,
         Βυθίζεται στη σκέψη του, τα ορθόκοφτα τα λόγια του Νερού θυμώντας,
         Φουντών' γλώσσα της Φωτιάς  κι οι πυρωμένες φλόγες τονε σκιάζουν !
         Πέπλα κιτρινοπόρφυρα !   Το χάδι τους θανατικό,  οι σπίθες άγριες ματιές !
         Στο ανάδεμα των πέπλων του,  το πύρινο στοιχείο ζωντανεύει !
         Κι απ' το καμίνι του πυρός,   βαθιά φωνή,  λαρυγγωτή,  μουγκράει και γροικιέται:

        'Άνθρωπε, είμαι η φωτιά! Σκλάβος πιστός...  είμαι κι Αφέντης, ξέρε...
         Δούλος πιστός, που ανάβω σου, θερμαίνω το κορμί σου σαν ριγά...
820.  Δούλος πιστός,  των αγριμιών,  για να χαρείς,  εγώ τη σάρκα καίω τηνε,
         Δούλος πιστός,  που λυώνω σου τα μπρούτζινα λιθάρια,  νάχεις όπλα,
         Δούλος πιστός,  χαράζω σου,  τα καρπερά χωράφια της σποράς σου,
         Δούλος πιστός,   που στου πυρσού την κεφαλή, τ' αγρίμια εγώ τα σκιάζω,
         Δούλος πιστός,  που λιάζω σου,  τ' ανήλιαγο,  το σκοτεινό σου σπήλιο,
         Σε κάθε πρόσταγμα σκυφτός,  με υποταγή προσφέρω την καρδιά,
         Και στους παλμούς της σάρκας σου,  τη θηλυκιά στον πόθο συντροφεύω...

         Αφέντης είμαι φοβερός ! Στο διάβα μου τα πάντα καταπίνω...
         Αφέντης είμαι !  καίω σε και το κορμί σου το σκορπώ στάχτες στα πεντανέμια...
         Αφέντης είμαι !    Σου ρουφώ,  της ποταπής σου ύπαρξης την ύστερη ανάσα...
830.  Αφέντης είμαι !  Δαμαστής ! Της φύσης Δράκος, Όλεθρος,  Καταστροφέας...
         Αφέντης είμαι !   Χάνω σου το βιος,  ξωπίσω μου το έχει σου ρημάδι...
         Αφέντης είμαι !  Των οχτρων σκορπάω δειλιασμένα τα φουσάτα...
         Μ' εμένανε κυρίαρχος !  Της Δύσης,  της Ανατολής ο καπιτάνος...
         Κι απ' το Βοριά ως το Νοτιά,  θα υψώνω φλάμπουρο άσβηστο τη μέγα δύναμή σου...

         Σε κάνω τον Κυρίαρχο !  Τον πρωτομάστορα της Γης,  τον τεχνουργό Αφέντη...
         Και σ' ανεβάζω στο θρονί του Ρήγα του ανίκητου,  του Αρχοντα της φλόγας...
         Πιο δυνατός απ' το Νερό,  κι απ' τη Γυναίκα πιο καφτός...  Το νου σου !
         Το άγγιγμα μου είναι ζωή,  ξολοθρεμός συνάμα κι εφιάλτης...
         Η γλώσσα μου απαλόχαδο,  κι ατσάλινο λεπίδι πυρωμένο...
840.  Η φλόγα μου στη σκέψη σου, έμπνευση θεία και βλαστήμια...
         Να τους μηνύσεις τ' όρντινο, πως είμ' Εγώ ο Πρώτος !
         Νερό,  Γυναίκα,  πίσωθε...  Δούλοι στο πρόσταγμα μου...
         Κι η μάνητα μου, θάνατος...  η οργή μου,  χαλασμός τους..."
         Είπε κι ευτύς, σκλάβος πιστός,  του Άντρα τα ποδάρια χαϊδεύει...
         Κι ως την καρδιά η θέρμη της...  Τ' απαλοχάδι της  Φωτιάς περκάλι...
         Πνίγει του τρόμου βογγητό,  ο Δαμαστής καρφώνοντας το μάτι,
         Τεντών' αυτί,  ν' αφουγκραστεί,  το βραχνολάλημα τ' ανήμερου θεριού.
         Μα η Φωτιά εσίγησε...  Μόνε δυο σπίθες ξεκίνησαν το μουρμούρι...

850.  Πάνω στο στήθος το φαρδύ, γέρνει, πικρή φιγούρα, το κεφάλι...
         Σφιχτοκλειστά τα μάτια του...  κι ο Νους, ο ιδεοδότης, ορφανός..
         Να ξεθαμπώσει αγκομαχά, της σκέψης τη μακρόσυρτη θολούρα...
         Ανήμπορα τα κύτταρα,  ν' αδράξουνε μια φωτεινή,  μια σύμμετρη ιδέα...
         Που να ξηγάει παρευτύς,  πως γένηκε την κεφαλή οι δούλοι να ορθώσουν...
         Οι δυο του υποταχτικοί,  των Κύριων του Σύμπαντος τ' ατίμητα ρεγάλα...
         Πώς του μηνύσαν σεβασμό...   Την έπαρση του Άνθρωπου, πώς την ποδοπατήσαν...
         Πώς μάτωσάν του την καρδιά,  πώς θρυμματίσανε μεμιάς την περηφάνεια...
         Κι αν την αλήθεια φτύσανε ;  Αν τίποτα δεν είναι δίχως τούτα ;
         Γιατί ξεθαρρεύεται,  Αφέντης,  τάχα,  στιβαρός και Ρήγας του πλανήτη ;
         Στιγμές να ονειρεύεται,  που τονε θρέφουν τη νυχτιά,  με την αυγή λακίζουν;

860.  Κι έτσι όπως εκάθουνταν και ύφαινε συφοριασμένων σκέψεων ιστούς,
         Ακούει τ' ανακλάδισμα από τους ίσκιους τους βαθιούς του σπήλιου.
         Εξύπνησε το ταίρι του...  Στο τέντωμα οι αρμοί της τραγουδούσαν...
         Σηκώθηκε και πρόβαλε, ν' αντιφεγγίζει η φωτιά 'πα στο γυμνό κορμί της...
         Της σάρκας χαλκοτέχνημα...   Πάνω στα χείλια δυο σταγόνες χαμόγελο...
         Και άθελα τ' αρσενικού σκιρτούν τα σωθικά στ' αντίκρυσμά της...
         Της όμορφης συντρόφισσας...  Τα στήθια ώριμοι καρποί, ο κόρφος της μποστάνι...
         Σιμώνει, δίπλα κούρνιασε, την απαλάμη του αρπά μέσα στην απαλάμη,
         Κι είναι το δέρμα τ' απαλό στο χέρι του αδούλευτο μετάξι.
         Σαν το μετάξι πούφερναν της τύχης και του χρόνου οι εμπόροι
870.  Και τ' απλώναν γονατιστοί, στα πόδια των κυράδων το απιθώναν,
         Και 'κείνες με το γέλιο τους να ξεσηκώνουν αιστήσες, πόθους και φαντασίες...
         Τηνε κυττάζει απόμακρος...  Κι αν η ψυχή της πεθυμά ερωτικό παιχνίδι,
         Ανήμπορος να παίξει το ...  Η ώρα είναι δύσκολη κι οι αιστήσεις θολωμένες...
         Τότ' η Γυναίκα σφίγγει του το χέρι τ' ατσαλένιο, λες και ζητάει προσοχή,
         Ανακαθίζει ο Κυνηγός, τις όψεις της καρφώνει και την προστάζει νεύοντας...
         Κι Εκείνη φέρνει δύναμη και πιότερο την απαλάμη σφίγγει...
         Και τούδειχν' έτσι πράττοντας,  μια βούληση ακατάλυπτη που κύλαγε στη φλέβα...
         Και το αίμα ταξιδεύοντας,  μ' απόφαση την έστελνε ως τ' άκρα κύτταρά της...
         Και στο μυαλό της κόχλαζαν του θηλυκού του Νου οι ακριβόκορες σκέψεις...
880.  Εκείνες που θα χάραζαν αδρό το πέρασμά της, πάνω στης Γης τ' αυριανά...
         Πετάρισ' απ' το στόμα της λαλιά,  που χάϊδεψε,  αύρα γλυκειά,  του Άντρα
         τις αιστήσεις.
         Έτοιμες να καλμάρουν το θυμό και την ορθόκριτη φωνή εντός του να συγχύσουν:
         "Είσ' ο Αφέντης,   Άντρας μου,  κι εσύ που μούδωσες πνοή,   μπορείς και να
          την πάρεις,
         Τι εγώ ανήμπορη να ζω χωρίς Εσύ να πεθυμάς δίπλα να με κατέχεις...
          Ίσκιος πισ' απ' τον ίσκιο σου,  ζώο πιστό σαν κυνηγάς,  να φέρεις την τροφή μας...
          Και σαν στον ύπνο αποζητάς του μόχθου ένα ξαπόσταμα γλυκό στην αγκαλιά μου...
          Η αγκαλιά μου λίκνο σου,   το χάδι μου νανούρισμα μες του μυαλού τα βάθη...
          Και το κορμί μου στα όνειρα,  καφτή φωτιά στα μέλη σου ν' ανάβει...
          Κι από τα χείλη το φιλί στο στόμα σου,  κρυστάλλινη πηγή να ξεδιψάσεις...
890.  Τόσο τρανή η αγάπη μου, και τόσο με κατέχεις, εντός μου Αφέντη ακριβέ...
         Και άλλο τόσο ακόμα...  Αν το προστάξεις παρευτύς και αν το πεθυμήσεις...
         Δίχως εσέ,  θάμουν λωτός,  στο φρύδι πάνω του βουνού,  άχρηστος,  πεθαμένος...
         Και άγγιγμα σου,  Δαμαστή,  Γυναίκας μούδωσε κορμί,  ο ανθός μου ανθισμένος...
         Να σε μεθάει μ' ευωδιές,  να μου τρυγάς των πετάλων το τρυφερό βελούδο...
         Γι αυτό κι εγώ σ' ευχαριστώ...   Το ευχαριστώ μου δίνω σου,   δίπλα σου καθισμένη...
         Κι άκουσε απ' της Γυναίκας σου,  τα λόγια, καρδιάς ολόθερμους συλλαβισμούς...
         Δεν είχα ύπνο ήρεμο κι η σάρκα μου εζήταε της σάρκας σου το άγγιγμα καφτό...
         Και αγωνία μ' έδερνε πότε θε νάρθεις να γευτείς τη φλόγα του κορμιού μου...
         Όταν υψώθη το Νερό,  υψώθη κι η Φωτιά μας,  πήραν ανθρώπινη λαλιά και είπαν...
900.  Κι εσένα, τον Κυρίαρχο, μ' άσκεφτες φράσεις, ποταπές, ντροπή σε πλημμυρίζαν...
         Εσένα,  τον περήφανανο,  τον άτρομο τον Κυνηγό,  του κόσμου ετούτου τον Αφέντη...
         Εσένα, που στη φούχτα σου,  θλίβεις και σπας ενός Νερού το τιποτένιο σώμα...
         Σ' εσένα,  πούναι μπορετό να πυρπολήσεις της Φωτιάς το άσαρκό της σώμα...
         Εσένα, που εδάμασες του ποταμού το ρέμα τ' αγριεμένο...
         Εσένα,  πούσβηνες φωτιές,  σαν έσφιγγες στα μπράτσα σου το πύρινο κορμί μου...
         Ποιοι θάρρεψαν πως έγιναν ;  Και πώς τολμήσαν να ορθώσουν το κεφάλι...
         Σ' εσένανε,  τη μόνη κεφαλή,  όπου κλωσσάει και γεννά του κόσμου τις ιδέες ;
         Εσύ,  που με τα χέρια σου,  κάνεις αυτόν,  τον ταπεινό της εξορίας πλανήτη,
         Κέντρο των κόσμων να γενεί...  Κι ακοίμητος φρουρός των πεπρωμένων...
910.  Και τον υψώνουμε κι οι δυο, εγώ...  ίσκιος αμίλητος στο εύρωστο πλευρό σου...
         Έτσι με ξόρκια γνώμης μάγισσας,  τον Άντρα εκστασίαζε η φτερωτή Γυναίκα...
         Του φούσκωνε τα στήθια του,  και την καρδιά του όπλιζε με κοφτερά λεπίδια...
         Όπως λεπίδι ατσάλινο,  αποχωρίζει απ' το κορμί της γνώσης την κορώνα...
         Και το κορμί στου θάνατου,  μέσα στους ύστερους σπασμούς, κινάει για το βασίλειο...
         Και το κεφάλι του γλυστρά,  γνώση νεκρή κι απόμακρη,  στων τάρταρων τον κόσμο...
         Έτσι οι λεπίδες της καρδιάς χωρίσανε την Κρίση απ' το μυαλό του...
         Την έρριξε παραπέρα...  στ' αποκαΐδια της φωτιάς στερνό αποκαΐδι...
         Το χέρι της τον έδεσε... και το κορμί της το γυμνό του τύφλωσε την όψη...
         Κι Εκείνη τ' όρθωσε στητό,  κι απ' τους πόρους της ερωτικό ποτάμι...
920.  Κι από τα μάτια λίμνες της,  η φλύαρή της σιωπή τον Άντρα να μαγεύει...
         Και η μαγεί' απλώθηκε, αντάρα πες, στων σκέψεων το απόμακρο εργαστήρι,
         Σαν την ομίχλη την πηχτή,  που ξαπατά τα βήματα του τάλαινα οδοιπόρου...
         Τον βγάνει από τον δρόμο του,  σε μονοπάτι ζοφερό σοφά τον ξεστρατίζει...
         Και 'κείνος χάνει τους ρυθμούς της όμορφης,  της σύμμετρης πορείας...
         Βογγά,  περιδινίζεται, όπως αδέξιος χορευτής ψάχτει τα βήματα του...
         Θαμπώθηκε,  ανταριάστηκε,  τα μούσκουλα της νόησης μαράθηκαν και σπάσαν...
         Κι από το φράχτη των δοντιών, πετάρισαν οι άσκεφτες, οι φτερωτές κουβέντες:
        "Τί να το κάνω το Νερό,  σαν τους χυμούς γεύομαι,  Γυναίκα ονειρεμένη ;
        Τί να την κάνω την Φωτιά,  όταν το άγιο σου κορμί,  εστία με θερμαίνει ;
930. Τί να το Νερό, όταν ρουφάω τη ζωή απ' τ' αρμυρό δρωτάρι ;
        Τί να την κάνω την Φωτιά,  όταν αγγίζω σου κορμί,  ηφαίστειο ξυπνημένο ;
        Τί να το κάνω το Νερό,  σαν των χειλιών σου η πηγή τη δίψα μου χορταίνει ;
        Τί να την κάνω την Φωτιά,  όταν η φλόγα γλώσσα σου χαϊδεύει το κορμί μου ;
        Τί να το κάνω το Νερό,  σαν γλύφω από τα μάτια σου το δάκρυ σου,  τη λάβα ;
        Φωτιά,  Νερό,  είν' άχρηστα....  κι η δύναμή τους μερμηγκιού,  μπροστά
        εις τη δική σου...
        Εσύ μου δίνεις τη χαρά, εσύ την ευτυχία...
        Είσ' η φωτιά μου η άσβηστη, κι η αστέρευτη πηγή μου είσαι !
940. Χωρίς εσένα,  ο βασιλιάς,  ρήγας χωρίς βασίλειο...
        Χωρίς εσένα,  ο Κύριος,  Αφέντης δίχως στέμμα...
        Μ' εσένα πλάι μου Εγώ, ο Κύριος του κόσμου θα γενώ...
        Μ' έσενα δίπλα μου Εγώ...
        ... Όμως δεν πρόκανε τον λόγο τον κενό ο Άντρας ν' αποσώσει...


"Από το βιβλίο "Η Λεζάντα της Ζωής"  μία έμμετρη καταγραφή της φαντασίας για την "Δημιουργία"  του Β. Ι. Βερνάρδου, το έργο δεν έχει εκδοθεί. 




  Scholeio.com 

Κοσμογονία 6ο, Γυναίκα



        ΓΥΝΑΙΚΑ   (πράξη 6η)
        Βάνω υδρομέλι και χολή στο ίδιο το αρχαίο χρυσοτάσι,
        Να φκιάσω κράμα λέξεων,   γλυκόπιοτο μιας μέθης καταπότι
        Να βρέξω εικόνες - κρούσταλλα,   με λέξεις - καταρράχτες,
        Να σκαρφαλώσω στ' άπαρτα,  μαύρου γρανίτη κάστρα,
        Νάβρω κεντίδια πλουμιστά,  χρυσοκλωστές του νου μου,
        Νάβρω βελόνες αργυρές,  τα στήθεια να ματώσω,

490. Νάβρω ατσάλινο καμβά,  τελάρο από τις σάρκες...
        Να κάνω αχρεία κουμπαριά,  στου σατανά τον πύργο...
        Ν' απλώσω τις πραμάτειες μου στ' ανθρώπινο αλώνι...
        Να γένω ίσκιος του ίσκιου μου,  σ' ασέληνα νυχτέρια...
        Να γίνω Ρήγας της τρυφής,  σε γήινες Βαλχάλες...
        Να γίνω σκλάβος της τροφής,  η σάρκα μου αλυσίδα....
        Λύρες γυμνές τα δάχτυλα,  κι ο νους πρωτολυράρης.
        Φωνή σπασμένη,  αργόσυρτη,  τραγούδια με κουράγιο,
        Πάλιν η ώρα έφτασε...   Σωπάτε...   Αφουγκραστείτε...
        Πώς αναδύθη κάποτε,    στον έρημο της εξορίας πλανήτη,
500. Το γέννημα το υπέροχο,  στη σκέψη μέσα χιλιαφέντρα.
        Του Άντρα η συντρόφισσα,  υγρή φωτιά,   Γυναίκα...

        Τούτ' η αρχοντοδιακόνισσα,   λαβύρινθου σοκάκι,   Ειμαρμένη...
        Σκληρόκαρδου  Μινώταυρου μονιά,   πρωτανθός του κρίνου...
        Λωτός πανίερος στα ύψη του Παμίρ,   του Άδη βάραθρο σκοταδεινό.
        Πρωτοβλογιά,   Κατάρα κι όλεθρος,  πρώτη πληγή,  και πρωτονασεμός...
        Των Κύριων του Σύμπαντος η πρωτοκαντηλήθρα φλόγα...
        Πρωτόβγαλτη,  πρωτόγευστη,  Συνείδηση,  Ασύνειδη οντότη,
        Μήτρα - Μητέρα  θεϊκιά,  ουράνιων σπασμών σπερματοκούπα,
        Του πλούτου περιδέραιο,  της φτώχειας ψίχουλο ακριβό,
510. Η πόρνη - έχιδνα,  πανώρια λιονταρίνα,  στο ξεροβούνι εκλησιά,
        Εικονοστάσι του Έρωτα,   κι οι εικόνες σου,   δρωτοχυμένα μύρα...
        Κι οι εικόνες σου φουρτούνιασμα,  της θάλασσας η αντάρα.

        Ο Αφέντης - Άντρας κάθουνταν,  ξαπόσταινε θωρώντας τα προικιά του,
        Ζερβά νερό,  δεξιά φωτιά,  πιο 'κει θεριά το μουγκριτό να σμίγουν,
        Σε μια ανάσας ήρεμης,  τη μετρημένη αύρα...
        Ευωδανθοί ολόγυρα,   τα χρώματα του κόσμου να κεντάνε.
        Όμως...  Μισορφανός θαρρείς,  απ' ομορφιά ετούτος ο πλανήτης.
        Όπως αφέντης πλούσιος,   με σπόρους και με ζωντανά πλήθος να εξουσιάζει,
        Λεφούσια οι δουλοπάροικοι,  βαθιά να προσκυνάνε,
520. Με πλήθος τα πετρόχτιστα,  παντέρημα κονάκια,
        Που κάθεται,   σαν κόκκινο,   ξερό κρασί έχει χορτάσει,
        Κι από τα γένια στάζοντας,  το αίμα της μοναξιάς του...
        Τρύπες μετρώντας στο χαλί,   τρύπες και στην καρδιά του,
        Για της γυναίκας η σκιά,  'πο δίπλα του απολείπει...
        Μόνε αργοτρέμουν ψιθύρους,  γέροντες παλαντίνοι,
        Του αφέντη τους τις πεθυμιές,    να τρέξουν,    να εχτελέσουν,
        Κι είναι νεκρές οι αίστησες,   σάβανα οι μαντύες.

        Έτσι χαμένος κείτονταν,  στο βραχοκάστρι του μπροστά ο Άντρας καρφωμένος..
        Εντός του μ' άγριο ουρλιαχτό,  χρησμοδοτούσαν οι αλλόκοτες φιγούρες της
        σιωπής...
530. Κι αν ήταν νερουλάτορας,  κι αν του κορμιού του έσβηνε τη λάβα στο νερό,
        Κι αν τη ματιά του κάρφωνε,  στο ηδονικό πλατάγισμα της γλώσσα τη φωτιάς,
        Κι αν τα θεριά υποταχτικά,  ομπρός στα πόδια κούρνιαζαν,  γρυλίζαν με χαρά,
        Κι οι φυλλωσιές στον ίσκιο τους,  καλωσορίζαν δροσερά τον ξαναμένο Άντρα,
        Ήμερο καταφύγιον από του δίσκου της φωτιάς,  τ' ανήμερο κυνηγητό,
        Αχόρταγες οι αίστησες,   κορφολογάνε τους βλαστούς του σάρκινου αμπελώνα,
        Αχόρταγο το πνέμα του,  της φαντασίας τα παντζούρια μαστιγώνει...
        Και η φαντασιά,  παντάνασσα,  που κλείνει στην αγκάλη της των άνθρωπων
        τα πάθια,
        Ορμά στου Άντρα το μυαλό,   τ' ατείχιστο,  το νιόβγαλτο,  το νιοπελεκημένο,
540. Τον κατακλύζει ολάκερο,  σαν την καλοκαιριάτικη τη μανιοκαταιγίδα
        Και του γεννάει οράματα,  ταξιδευτής του άπαντου,  με φτερούγες τρισδιάστατες.
        Το δώμα περεχύνονταν,  στο φως που σκόρπιζαν μενεξελί γύρωθε μενεξέδες,
        Τριζοκροτούσαν καστανιές,  που το κορμί τους άναβε φωτιά στο παραγώνι,
        Διηγόντουσαν μυστήρια,  και ιστορίες παράξενες φερμένες απ' τους θρύλους,
        Γεννήματα πανάρχαιων καιρών,  τότε που εροβόλαγε ο χρόνος και γεννούσε...
        Τότε που πρωτοχαράξαν,  τις στράτες τις ουράνιες του Σύμπαντος οι Αφέντες.
        Άλλωστε τούτη τη στιγμή,   τη φαντασιά δε στείλανε οι Αφέντες στο μυαλό του,
        Να ζωγραφίσει ζωντανή,  τη γυναικεία φιγούρα,  το μέγιστο τους το προικιό ;
        Γυναίκα κι Άντρας...  Της γης και τ' Ουρανού ταιριάσματα και γέννες,
550. Το αμάλγαμα της Νόησης,   της βούλησης η προσταγή,  να νιώθουν πως
        υπάρχουν.
        Η σάρκωση της ύπαρξης,  αν τούτοι  'δω οι Κύριοι είχανε σάρκα κι αίμα...
        Μα ήσαν Φως...  Και για κορμί,  το Φως της απεραντοσύνης...
        Κι από της μάζας της πλατιάς, του Πνέματος ασύνορη τη χώρα,
        Μια πινελιά χαρίσανε...  Φτωχούς,  αχνούς χρωματισμούς μιας Γνώσης
        ξελογιάστρας,
        Των άλλων των διαστάσεων φρουροί κι Αφέντες δυνατοί,  αϊτοί τους στον
        αιθέρα...
        Διαστάσεις απλησίαστες...    Με πύλες απροσπέραστες από του Άνθρωπου
        το νου.
        Και ξέραν,  την απόχτηση μιας Γνώσης σα δωρίζαν,
        Αντάμα θάρχονταν σ' αυτούς,  έπαρση μάταιης δόξας...
        Και του Καλού οι κυματισμοί,  Ωκεανοί στο Σύμπαν,
560. Θάχαν ν' αντιπαλαίψουνε,  με του Κακού τα γρανιτένια βράχια
        Κι αλλοίμονο στου Άνθρωπου - Σπορέα οι σπορές του...
        Τι το Κακό ριζώνεται,  βαθιά στα σωθικά του,
        Στο σφιχτοσυναγκάλιασμα της έπαρσης,  της ηδονής,  της μάταιης σαΐτας.
        Τι το κακό του αργορουφά το ακριβό της λογικής μεδούλι
        Κι αφήνει τον πεντάρφανο από ανθρωπιάς τη διάφανη ομορφάδα...
        Κουρελιασμένο απ' τις αγνές,  του βιού της μικροκαλωσύνες,
        Που θρέφουν το ανεξέργαστο,  διαμάντι της Αγάπης...
        Το ματωμένο λάβαρο,  στητό στης ύστερης της μάχης το πεδίο...
        Στης φαντασιάς του τ' άγγιγμα,   ο Άντρας βρέθηκε μεμιάς στο μυστικό το δώμα,
570. Κι είχε θαμπούρια στην καρδιά, θολούρα στο Εργαστήρι...
        Γκρίζα καπνιά μιας λησμονιάς, να σέρνει το χορό της...
        Εφτάπεπλη μια μάγισσα, να σβήνει τ' άσπρα εφτακέρια.

        Κι  έτσι ν' απομακρύνονται, να σβιούνε οι φιγούρες ντελικάτες,
        Του Νου τα πεταρίσματα...  Γυναίκειες φευγαλέες οπτασίες...
        Συντρόφισσες, διαβόλισσες...  Κι οι θεϊκές οι δούλες - δεσποσύνες...
        Παράξενες κι ιδιόμορφες,  των Κύριων τα πλουμιστά πλάσματα φαντασίας...
        Εκείνες που απλώνανε τάσια με άκρατο κρασί, να πιεί, να ξεδιψάσει,
        Να αιστανθεί στα σπλάχνα του,  το αίμα,  κοχλασμένο καταρράχτη
        Και να γέμισ'  η σκέψη του,  ως ξέχειλα παλμούς Δημιουργίας..
580. Εκείνες,  που ανοίγανε των κόρφων τους τη σύμμετρη αρμονία,
        Να πνίξουνε με δύναμη,  τη δύναμη του Άντρα την περίσσια,
        Την κεφαλή να γείρει του,  ο Άντρας,  ο χαροκόπος του ντουνιά,
        Το πνέμα ν' ανασκουμπωθεί,  να ζυγιαστεί ισοδύναμα,  με τη φωτιά της σάρκας.

        Κι οι αίστησες γιοφύρα τους,  'πο κάτω η ποτάμια ζωή να σεργιανίζει...
        Εκείνες, που ορθάνοιχτες, υγροσταλάζουνε της Γης τις μήτρες - ρίζες
        Και προσκαλούν χρυσοβροχή,  το γόνο,  τ' Ουρανού το σπέρμα....
        Φιδιών αυγά πιτσιλωτά και λιονταρίσες βρουχητές οι πρωτομάννες
        Γεννήματ' απειρόχρωμα,  πρωτόφαντων κυττάρων πανσπερμίες...
        Εκείνες,  οι απαράμιλλες,  των φαλλικών υφάντρες μυστικών σπασμών,
        Αιδοιφόροι πλαστουργοί,  κι οι κοραλλένιες φυλλωσιές κεντήστρες
        Οπού κεντούνε μες στο Νου μ' ατελείωτες τις βελονιές του πόνου.
        Τα πλάσματα τα θαυμαστά,  τα λαμπερά τ' αστέρια Θείας Γνώμης...
        Μάνες και Βρώμες γνήσιες, στου Σύμπαντος τα ημίθεα πορνοτόπια...
        Είναι Αυτές !
        Κι ο Άντρας ορθοπόδησε, στην έρμη μπρος την τρύπα του πλανήτη
        Κλάμα και γέλιο παντρειά...  Γυμνός,  ψυχή γυμνή,  'πα στου βουνού το φρύδι.
        Η σκέψη γίνεται κραυγή,  της φαντασιάς η ζωγραφιά,   μετάνοια...
        Στο σπήλαιο του στόματος, αρχιτεχνήτρα γλώσσα να χορεύει,
        Φθόγγους να χτίζει αρχινά,  τα χείλια του οι χτιστάδες,
600. Ο Λόγος,  πύργος λαξευτός,  απ' του μυαλού τη σμίλη λαξεμένος,
        Σκίζει,  λεπίδι,  το φραγμό,  και κομματιάζει το μετάξι της σιωπής.
        Ιεροφάντης σκυφτουλός στων Κύριων ομπρός την παντοδυναμία,
        Σ' ετούτη την πρωτολαλιά ο Αφέντης - Άντρας ταπεινά έτσι μιλεί και λέγει:

       "Ω, σεις, οι χιλιοβλόγητοι,  αιθέρινοι του Σύμπαντος οι Αφέντες,
        Σεις,  που πρωτοφυσήξατε στης ύπαρξης το σάλεμα την αύρα σας πνοή,
        Στης Νόησης και του Φωτός τ' ανείπωτα,  τ' απόκρυφα εργαστήρια,
        Το φυσερό σας μου άναψε,  αυτόν εδώ του βίου μου το δυνατό σπινθήρα.
        Τ' αμόνι σφυρηλάτησε,  του Νου μου την ασκούριαστη λεπίδα.
        Σεις,  που τ' απαλοχάδι,  σας ονείρατα γεννά μα κι εφιάλτες...

610. Που ορίζετε ασταμάτητα, των κόσμων τις αέναες πορείες
        Κι αέναα πορεύεστε, στου χάους τους ζωοδότες Γαλαξίες...
        Των τέσσερων διαστάσεων διαφεντευτές,  των άλλων οι Ρηγάδες,
        Ακούστε μου,  του Άνθρωπου,  τον τιποτένιο ψίθυρο,  το μικροπαρακάλιο...
        Σταλμένο ξέμακρο κι αχνό,  από το ύστερ' όριο,  της εξορίας πλανήτη
        Τώρα, που στείλατε νερό,  φωτιά,  τρανά σας δείγματα της άφατης φροντίδας,

        Κατέχω τώρα κι οδηγώ τα δυο της ύπαρξης στοιχιά,  τις δύο υποστάσεις.
        Του πύρινου ο τεχνουργός και του υγρού ο Κύρης,  εδούλωσα,  κατέχω τα...
        Θωρώ φωτιά κι αγάλλομαι,  ρουφώ νερό και στέργω...
        Μα  στον κατρέφτη του νερού  θωρώ με μοναχό μου...
620. Το τρίτο δώρο, τ' ακριβό της ζήσης μαργαρίτη, του Άντρα του απολείπει...
         Ζητώ γυναίκας τη θωριά,  ζητώ σας ταίρι μου άφταστο,  ζητώ τ' άλλο μισό μου...
         Ζητώ σας συντρόφισσα, να γενώ Ένας πάλι..."

         Και φθέγγοντας τα λόγι' αυτά,  του Άντρα η δύναμη θεριεύει...
         Κι αγριρέμα χύνεται,  τα σωθικά το κύματα φουσκώνουν...
         Μες στο μυαλό σωριάζονται,  γκρεμίζουνε το φράγμα...
         Οι αφρισμένοι φθόγγοι του ξεσκίζουν τον αιθέρα:

         "Ζητάω τ' ακατέργαστο,  τ' ασύνετο,  το πάνσοφο πετράδι,
          Μπρος - πίσω η σκέψη μόφερε της φαντασιάς εικόνα...
630.   Σα θάρρεψα πως γένηκα ο μόνος παντογνώστης...
          Και για ποινή μου τώρα,  να !   Μονάχος μου προβαίνω
          Στης εξορίας το μακρινό,   τον άχαρο πλανήτη...
          Χωρίς γυναίκας τη σκιά,   γλυκιάς γυναίκας κατευόδι...
          Χωρίς αυτήν η ζήση μου,  άνυδρος καταρράχτης...
          Πούναι τα βράχια του ξερά, κρανία ξασπρισμένα...
          Χωρίς αυτήν ο βίος μου,  φλόγα που αργοπεθαίνει,
          Πυρσός νεκρός,  κατάμαυρος,  της νύχτας μου τ' αδέρφι...
          Πάρτε το πίσω το νερό !   Πίσω και τη φωτιά σας !
          Αν ίσως,  καρδιοκτόνοι εσείς,  δε δώστε μου γυναίκα...
          Κι αν προσβολή το πάρετε,  το θράσος μου ετούτο,
          Να ξέρετε Γεννήτορες,  του Νου μου και της σάρκας,
          Το θράσος σεις μου δώσατε, μαζί με τ' άλλα πάθια...
          Το Νου μου σεις φορτώσατε, αν τώρα παραλέω..."
          Είπε και ξεκαθάρισε...   Πίσω δεν πήρε λεξη...

          Στον πικροβόγγο της καρδιάς   ο Ουρανός ξανοίγει,
          Τ' αστέρια τρεμουλιάζοντας,   το μέγα μήνυμα γροικούν...
          Των κόσμων  οι Πραματευτές  το βγάνουν στο σεργιάνι
          Μες στα σεντούκια τ' ακριβά,  πραμάτεια στις κυράδες,
          Να την πουλήσουν ακριβά, χωρίς φτηνά παζάρια...
650.   Γιατί στα παζαρέματα θαμπώνει το διαμάντι...
          Σκύφτοντας την περήφανη, την κεφαλή ο Άντρας, του Λόγου τ' ακριβό
          σεντούκι...
          Προσμένει με απαντοχή των Κύριων του Σύμπατος  το κοφτερό πελέκι
          Γιατί μικρός κι αδύναμος κι ο πόθος του ηχεί σαν αμαρτία...
          Είναι αργά τα λόγια του,  πίσω να πάρει τώρα,  μα ούτε και το στέργει...
          Νογάει μέγιστο κακό εκείνα πούπε ν' αναιρέσει...
          Τι  οι Κύριοι του Άπαντου μικρόψυχο το κρίνουν το μπρος - πίσω...
          Κι ασήκωτο λιθάρι στην ψυχή ο κολασμός της ελαφριάς διχογνωμιάς...
          Επήρανε την πρόσκληση Εκείνοι, στ' ασύνορο του Σύμπαντος το λίκνο
          αχνογερτοί,
          Σ' αόρατων βασίλειων τους θρόνους,  στις άσπιλες φωτοκαθίστρες...

660.   Στη λάμψη μιας ψυχαστραπής στο βροντερό το μουγκρητό της Γνώσης,
          Βγάζουνε την απόφαση της μοίρας του Άνθρωπου...
          Μέσα στο φέγγος του αχνού,  που σφίγγει στη αγκάλη του τα όντα,
          Τ' άϋλο χέρι απλώνεται αγγιχτό,  στο χέρι του Άνθρώπου,
          Και μπρος στα πόδια του ακουμπά λουλούδι ασπροφλογάτο...
          Τ' Ανθοπετάλια κάτασπρα κι ο ύπερος θαλασσινή πορφύρα,
          Ο μίσχος,  φιδογυριστός χορός,  μούσκιο καφτό το ακρορίζι...
          Ζαλάδα γλυκορούφηχτη ο ανασεμός,  και θεϊκοί χρωματισμοί την όψη !
          Απόδειπνου ηλιοπερεχυτού τα βλοημένα σήμαντρ' αντηχούνε...
          Μπρος στον ανθό,   Ο Άντρας αυτός εκστατικός  διπλώνει, γονατίζει,
670.   Στο ξέμακρο αντιχτυπούν πνιγμένοι βόγγοι των θεριών...
          Καψώνει του το πρόσωπο η ανάσα της φωτιάς του...
          Και με τραγούδια σβήνουνε ρυάκια στα ρουμάνια...
          Σίμωσ' η ώρα του άπαντου  κι ο χρόνος σταματάει...

          Ο Άντρας μπρουμητιάζεται και των ματιών οι όψεις υγροτόπια,
          Με το ακροδέρμα των χειλιών προσκύνημ' αποθέτει στον ανθό,
          Σφιχτές γροθιές τα χέρια του,   κύμβαλο η καρδιά του,
          Κι είναι βαριά τα στήθα του γρανιτοπλακωμένα...
          Ο πόθος του αργοκυλά,   δρωτάρι αρμύρας στο λαιμό του...
          Κάνει τον τρόμο δύναμη,   το βλέμμα του ορθανοίγει,
680.   Γέρνει τη μαύρη κεφαλή τ' ανθί για ν' αντικρύσει...
          Το λούλουδο εχάθηκε !   Σκιρτάει ο Νους του Άντρα !
          Κι είναι το πρώτο σκίρτημα της σκέψης και της σάρκας !
          Σαν ανταμώνει ο Δαμαστής την Ακριβή Γυναίκα !

          Εκείνη, των ονείρων του την άφταστη, κυματιστή την αυταπάτη !
          Το θροϊσμα το εφτάπεπλο στων πέντε του αιστήσεων τον άκρατο σπασμό !
          Εκείνη,  πούγλυφε απαλά κούπας χρυσής το στόμιο,  με υγραμένη γλώσσα !
          Κι αργά χυνόταν το πιοτί με γιορτινό μουρμουρητό στο ανθεστήρι μέσα...
          Εκείνη, φλόγα κορμοτυλιχτή, σε θρύλων ερωτιάρικους ταχυρρυθμούς !
          Πούκαιγε, ταξιδιάρισσα,  στο παγωμένο το κορμί θεόχτιστου νεφρίτη !
690.   Νερό !  Φωτιά !  Γη !  Ουρανός και Χώμα !  Φως των πεφωτισμένων !

          Φωτιά !   Νερό !   Γη  κι  Ουρανός !  Στο Ένα !  Της φαντασίας φόνισσα
          υφάντρα !
          Εκείνη, που ετσάκισε των νοητών ιδανικών τα κάστρα 'πο γρανίτη !
          Εκείνη, που πορπάτησε στους φοβερούς λαβύρινθούς στους τόπους του
          κρανίου !
          Φάσμα της άπιαστης του Νου,  της θείας λαγνουργίας !
          Πλάσμα της άπιστης του Νου,  της θείας μυσταγωγίας !
          Χερόπιασμα πόθων κρυφών,   του Έρωτα το υπέργειο εργαστήρι !
          Νέε, πρωτόπλαστε λυγμέ,   πρωτόσκαστο αχνογέλι...

          Στηλώνεται ο Κυνηγός...   Του δίνει αντιγυριστά την πρώτη την ματιά της...
          Τα χείλια μισανοίγουνε,  οι γλώσσες παταρίζουν  και  τρεμοσβήνει η φωτιά...
          Πάνω στα  δόντια γράφονται ρυθμοί χαμένων στίχων πεπρωμένων,
          Τα χερι' απλώνονται δειλά ν' αγγίξουνε τους σάρκινους ναού,
          Εκεί, στο φρύδι του βουνού, την πρώτ' η νύχτα λειτουργιά στέλνει ως
          τα Ουράνια...


"Από το βιβλίο "Η Λεζάντα της Ζωής"  μία έμμετρη καταγραφή της φαντασίας για την "Δημιουργία"  του Β. Ι. Βερνάρδου, το έργο δεν έχει εκδοθεί.  



  Scholeio.com