Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΓΑΠΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΓΑΠΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Αν δεν σε κερδίσω...



Ήθελε να σταματήσει τον ''χρόνο του'' και το έκανε, σταμάτησε το ρολόι του... 

γράφει ο Φρέντυ Γερμανός

   Γνωρίστηκαν τυχαία στην Καλλιθέα το 1895, όταν η Σοφία γύριζε στο σπίτι της. 
Ο Γιαννόπουλος έκανε έναν από τους ατελείωτους περιπάτους του στο ύπαιθρο, κόβοντας λουλούδια από τους κήπους και σπέρνοντάς τα, κατά τη συνήθειά του, δεξιά και αριστερά. 

- «Ερχόταν αντίθετα από εμένα», διηγείται η Σοφία Λασκαρίδου. «Λίγα βήματα μας χώριζαν...  Στάθηκε. 

Στάθηκα κι εγώ. Τα μάτια μας συναντήθηκαν. Έβγαλε το καπέλο του και τα χρυσά του μαλλιά έλαμψαν στο φως του ήλιου. Είδα τον ουρανό στα μάτια του», ψιθύρισε: 
- «Η ομορφιά σας με θάμπωσε»
- «Και εμένα η δική σας» του απάντησα. Έσκυψε βιαστικά το κεφάλι, χαιρέτησε και με προσπέρασε. 

   Πόσες ιστορίες δεν αρχίζουν άραγε με τον ίδιο τρόπο! Αλλά κάτι στην ιστορία του Γιαννόπουλου και της Σοφίας ήταν διαφορετικό από την πρώτη στιγμή, κάτι που εκείνο το απόγευμα έμεινε μετέωρο στον αέρα και τους ένωσε ως τον θάνατο. 

«Την Κυριακή, ύστερα από την συνάντηση εκείνη, έγινε το απροσδόκητο. 
Είδα να μπαίνει ξαφνικά στο σαλόνι του σπιτιού μας ο ωραίος άγνωστος. 
Η καρδιά μου σταμάτησε. Προχώρησε προς το μέρος μου και συστηθήκαμε: 
- Περικλής Γιαννόπουλος 
- Ώστε γνωρίζατε ποια ήμουν; 
- Πήρα το θάρρος να έλθω. Έπρεπε να έλθω

Εκείνη την ώρα ο πατέρας μου έπαιζε σκάκι με τον ζωγράφο Οθωναίο. 
Δεν ήταν δυνατό να διακόψω το παιχνίδι τους, ωστόσο, η μητέρα μου δέχθηκε τον Γιαννόπουλο με τη συνηθισμένη της καλοσύνη και μίλησαν αρκετά μαζί. 
Ο πατέρας μου κοίταξε τον ξανθό νέο που του παρουσίασα και χαμογέλασε: 
- Η κόρη μου είχε πάντα ωραίες φίλες και φίλους, είπε. Τα νιάτα και η ομορφιά είναι το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο, φτάνει να ξέρει κανείς να τα μεταχειρίζεται». 

   Νιάτα, ομορφιά, έρωτας. Τα είχαν όλα, δεν τους έλειπε τίποτε για να ενωθούν και να ευτυχήσουν. Ύστερα από μερικές ημέρες, ο Γιαννόπουλος χτύπησε πάλι την πόρτα του σπιτιού της Σοφίας στην Καλλιθέα. Τον δέχθηκε στον κήπο και μετά περπάτησαν μαζί ως την Ακρόπολη.

«Ήταν μια ονειρεμένη πορεία, έγραψε μετά στο ημερολόγιό της. Περάσαμε τον Ιλισό πηδώντας πάνω από τα λευκά του χαλίκια. Ανεβήκαμε πίσω από το μνημείο του Φιλοπάππου και βρεθήκαμε σε ένα κάμπο γεμάτο ασφοδελούς. Καθίσαμε στον λόφο να ξεκουραστούμε:

- Οι ασφοδελοί κλείνουν το μυστικό της λήθης, είπε ο Περικλής. 
«Ο ήλιος έριχνε τις τελευταίες του ακτίνες. Τα σύννεφα έπαιζαν μακριά στη Σαλαμίνα. Κανείς δεν μιλούσε. Ύστερα έσκυψε και με φίλησε.» 

Η μέρα τελείωνε. Ο Περικλής είπε: 
- Η ηδονή του έρωτα, μόνο με την ηδονή του θανάτου αντισταθμίζεται. 
- Με την οδύνη του θανάτου θέλεις να πεις. Ο Γιαννόπουλος κούνησε το κεφάλι του. 
- Όχι, είπε. Ο θάνατος είναι η υπέρτατη ηδονή. Η γαλήνη. 

   Άραγε εκείνη την ώρα πέρασε εμπρός από τα μάτια του ξανθού συγγραφέα το όραμα του εαυτού του, καβάλα στο άλογο, να μπαίνει στην αγριεμένη θάλασσα του Σκαραμαγκά; Δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Λίγες μέρες μετά την αυτοκτονία του Γιαννόπουλου, τα κύματα του Σκαραμαγκά ξέβρασαν το πτώμα του. Ο θάνατος δεν είχε νικήσει την ομορφιά του, μόνο που ήταν μια παγωμένη ομορφιά με κατάλευκα μαλλιά. Φορούσε λευκή φανέλα, κοστούμι και γάντια γκλασέ. 

Ένας ξανθός Αθηναίος με γαλανά μάτια και φλογερή ιδιοσυγκρασία μπήκε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά, καβάλα σ" ένα λευκό άλογο και... φύτεψε μια σφαίρα στον κρόταφό του. Πριν από ένα αιώνα περίπουΤο ρολόι που βρέθηκε στην τσέπη του, είχε σταματήσει στις 11 και 3 λεπτά. 

Ήταν ο Περικλής Γιαννόπουλος, μια από τις λαμπρότερες ελπίδες των ελληνικών γραμμάτων. «Αυτοκτόνησε γιατί δεν βρήκαν απήχηση στο κοινό οι ιδέες του», έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής.  Η αληθινή όμως αιτία του θανάτου του Γιαννόπουλου βρισκόταν αλλού...  

   Ο αστυνομικός Ελευσίνος, διέταξε να μεταφερθεί το πτώμα στην εκκλησία. Εκεί έμεινε ως την άλλη μέρα το πρωί που έγινε η κηδεία. 

Αλλά στο διάστημα που μεσολάβησε: «...διεπιστώθη ότι το πτώμα είχον ήδη περιποιηθεί χείρες αβραί, οι οποίαι είχαν αποθέσει επί της κεφαλής του στέφανον ανθέων εξαιρετικών και είχαν χύσει επ' αυτού μύρα. Ο αστυνόμος εξήγησεν ότι με το πρωινόν τραίνον, κατήλθαν εξ Αθηνών δύο κυρίαι του εξωτερικού, οι οποίαι μετέβησαν εις την εκκλησίαν και απέθεσαν επί του πτώματος πλήθος ανθέων τα οποία έφεραν εξ Αθηνών και το εμύρωσαν. Ακολούθως, έφυγον χωρίς να καταστήσουν γνωστά τα ονόματά των» (Εφημερίδα «Πατρίς» 22/4/1910)

Ποιές ήταν αυτές οι δύο γυναίκες; 
Τι σχέση είχαν με τον Γιαννόπουλο και γιατί χάθηκαν μετά χωρίς να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους; 
Οι εφημερίδες έκαναν μια μικρή εξόρμηση για να εξιχνιάσουν το μυστήριο, αλλά δεν μπόρεσαν να βρούν τίποτα. 

Ο Γιαννόπουλος πίστευε βαθιά στο απόρρητο της ιδιωτικής του ζωής. 
Σπάνια μιλούσε για τον εαυτό του. 
Μερικοί Αθηναίοι, ήξεραν ότι ο ποιητής συνδεόταν με μια γυναίκα. 

Είχαν δει τις σφιχταγκαλιασμένες σκιές τους να ανεβαίνουν στην Ακρόπολη ή να κάνουν περίπατο ανάμεσα στα δέντρα της Ελευσίνας. 
Αλλά κανείς δεν είχε δει τίποτα περισσότερο, κανείς δεν ήξερε κάτι που να έριχνε φως στη ζωή και στο θάνατο του ποιητή.

Κανείς δεν ήξερε τη μοιραία σύντροφο του Περικλή. Η γυναίκα που έγινε πρότυπο για τη «Στέλλα Βιολάντη» ... Ο Ξενόπουλος είχε πει ότι όταν έγραφε τη «Στέλλα Βιολάντη» είχε στο νού του το μελαχρινό κεφάλι της.  Το μελαχρινό, αγέρωχο κεφάλι της Σοφίας Λασκαρίδου. 
Αν η αποκάλυψη αυτή ερχόταν στην ώρα της, θα προκαλούσε στην κοινωνία της εποχής την ίδια ίσως συγκίνηση που προκάλεσε ο θάνατος του Γιαννόπουλου. 

Η Σοφία Λασκαρίδου δεν ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα. Είχε όλη την Αθήνα στα πόδια της. Ήταν όμορφη και πλούσια, δεχόταν τον βασιλέα Γεώργιο στο σπίτι της και δεν ερωτευόταν ποτέ. Ήταν φτιαγμένη από σκληρή πάστα, που δεν λύγιζε εύκολα. Ο πατέρας της είχε γεννηθεί στο Λονδίνο και η μητέρα της στο Παρίσι. Η ίδια μεγάλωσε με ελεύθερες και μοντέρνες ιδέες. 
Το πάθος της ήταν η ζωγραφική. Μπορούσε να κάθεται ώρες απέναντι από τη θάλασσα του Φαλήρου, σχεδιάζοντας βάρκες και κύματα. Μια μέρα ο πατέρας της, της έδωσε ένα περίστροφο: 
- «Δεν πρέπει να κυκλοφορείς άοπλη, αφού απομακρύνεσαι τόσο πολύ από το σπίτι». 

Η Σοφία πήρε το περίστροφο και το έκρυψε στην τσάντα της. Αυτό το ίδιο περίστροφο θα στερούσε ύστερα από μερικά χρόνια τη ζωή του Περικλή Γιαννόπουλου. 

Ο Γιαννόπουλος άλλωστε μίλαγε συχνά για τον θάνατο. Πίστευε στο οριστικό και στο απόλυτο και τίποτε δεν θα τον έκανε να παραβιάσει τις αρχές του. Λίγες ημέρες μετά της ζήτησε να την συντροφεύει όταν εκείνη ζωγράφιζε έξω από το σπίτι της. 

- «Έτσι δεν θα χρειάζεται και το περίστροφο», της είπε γελώντας. «Θα είμαι ο σωματοφύλακάς σου». 

Χάθηκαν από τον κόσμο για να δωθούν ο ένας στον άλλο. Η Σοφία ξαναγνώρισε την Αττική, βλέποντάς την μέσα από τα μάτια του Γιαννόπουλου. Περπατούσαν ώρες ατελείωτες κάτω από τα πεύκα της Ελευσίνας. 
Συχνά ανέβαιναν στην Ακρόπολη. Ο Περικλής είχε μια ιδιαίτερη στοργή για το εκκλησάκι του Αϊ Δημήτρη. Άλλοτε πάλι, την έβαζε να περπατά ανάμεσα στις κολώνες του Παρθενώνα. 

-Έτσι θέλω να σε σκέπτομαι, της έλεγε. Ποτέ δεν ήσουν τόσο αληθινή, όσο είσαι τη στιγμή αυτή. 
Ύστερα της έδειχνε την Αθήνα από εκεί πάνω. Προσπαθούσε να της μάθει να την βλέπει με τον δικό του τρόπο, που δεν έμοιαζε με τον τρόπο κανενός άλλου. 

- Σε οποιοδήποτε λόφο της Αθήνας και αν ανέβεις, βλέπεις ένα κόσμο ολόκληρο. Πουθενά αλλού το φως δεν έχει τόση δύναμη. Δες αυτά τα κυπαρίσσια έξω από τον Αϊ Δημήτρη. Το καθένα είναι και μία φυσιογνωμία. Ένας άνθρωπος. 


Κι όμως τα μάρμαρα μπορούν προκαλέσουν ζήλεια... 
Το καλοκαίρι χώρισαν. Η Σοφία έπρεπε να μείνει με τους δικούς της στη Βουλιαγμένη. Ίσως ήταν κι αυτό μια κίνηση της μοίρας για να τους δείξει πόσο είχε ανάγκη ο ένας από τη συντροφιά του άλλου. 


«Στο σούρουπο γίνονται όλα πιο σταχτιά, έγραφε η Σοφία στον αγαπημένο της. Το σπίτι μας είναι κοντά στη θάλασσα.  Ακούγεται μακριά ένας βαρκάρης που τραγουδάει το μοιρολόγι της καρδιάς του. Ένα ψάρι πήδηξε έξω από το νερό. Ύστερα πάλι ησυχία.  Κάθισα όλη τη νύχτα στο μπαλκόνι ώσπου τα κύματα σταμάτησαν την φλυαρία τους.  Πέρασε η νύχτα. Είναι η ώρα που έπαιρνα το τραμ από την Καλλιθέα για να σε συναντήσω στην Ακρόπολη.  Με το νου μου σε παρακολουθώ να πηγαίνεις εκεί μόνος.  Ζηλεύω τα αγαπημένα μάρμαρα που πατάς.  Πες τους ότι δεν θα αργήσω να γυρίσω.                                                                                                 Πάντα δική σου, Σοφία». 

Αλλά ο ανυπόμονος συγγραφέας δεν περίμενε την αγαπημένη του να γυρίσει. Μια μέρα, η Σοφία τον είδε να ξεπροβάλλει μπροστά της, βρώμικο και σκονισμένο. Είχε έρθει με τα πόδια από την Αθήνα για να την δει και να περάσει λίγες ώρες μαζί της. 

- Θα έρθω να σε ζητήσω από τον πατέρα σου, της είπε ο Γιαννόπουλος. 
Η Σοφία κούνησε το κεφάλι της. 
- Θα κάνεις μια τρέλα, του είπε. Αλλά εκείνος δεν την άκουσε. Πήγε μια μέρα και βρήκε τον πατέρα της, για να ακούσει από το στόμα του μια ευγενική, αλλά ψυχρή άρνηση. 
- Δεν μπορώ να αποχωριστώ ακόμη τη Σοφία, είπε στον Γιαννόπουλο. Άλλωστε η ίδια έχει αφιερώσει τη ζωή της στην τέχνη. 

Και η Ζωγραφική έγινε τελικά αντίπαλος. Ένας παράξενος αντίζηλος. Ο έρωτας μοιάζει με τα κινέζικα αμαξάκια, λέει ένα σοφό ρητό. Ο ένας από τους δύο κάθεται μέσα και ο άλλος το σέρνει. Στην ιστορία του Γιαννόπουλου και της Λασκαρίδου, ποιος αγαπούσε περισσότερο και ποιος λιγότερο; 

Για τον ξανθό συγγραφέα ο γάμος του με τη Σοφία ήταν μια φλογερή ανάγκη, που απαιτούσε την άμεση ικανοποίησή της. 
Η Σοφία δεν βιαζόταν. Πίστευε στον έρωτα που ζει χωρίς νομικά πλαίσια. Πίστευε στην ανάγκη της να μείνει ελεύθερη. Ίσως να φοβόταν κατά βάθος, ότι από τη στιγμή που θα αισθανόταν δεσμευμένη θα άρχιζε να αγαπά τον Γιαννόπουλο λιγότερο. 

- Πως μπορείς να βάζεις την ελευθερία πάνω από τον έρωτά μας; Της είπε μια μέρα ο Περικλής. Η Σοφία χαμογέλασε μελαγχολικά. Ήξερε ότι ήταν δύσκολο για τον αγαπημένο της με τον βίαιο και παράφορο χαρακτήρα του, να την καταλάβει. 
- Το μόνο που θέλω να σκέπτεσαι είναι ότι σ' αγαπώ όσο δεν θα αγαπήσω ποτέ τίποτα άλλο στη ζωή μου, του αποκρίθηκε. 

Δεν ήθελε να αλλάξει τίποτα στη ζωή της. Ένοιωθε πως πως η αγάπη τους ήταν τέλεια, αλλά εύθραυστη. Αν άλλαζε κάτι, ίσως να έχανε κάτι από τη μαγεία της. Ήταν ευτυχισμένη μοιράζοντας τη ζωή της ανάμεσα στον Περικλή και στη ζωγραφική. Δεν της έλειπε τίποτε, δεν ήθελε τίποτε περισσότερο. Το μόνο που την στεναχωρούσε ήταν που δεν μπορούσε να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο. Ο νόμος ακόμη δεν επέτρεπε τη φοίτηση γυναικών στη Σχολή Καλών Τεχνών. 
– Γιατί δεν πηγαίνεις στον βασιλέα; Της είπε μια μέρα η μητέρα της. Το ίδιο βράδυ η Σοφία το ζύγισε μέσα στο μυαλό της και το αποφάσισε. Πήγε στο παλάτι. Ο Γεώργιος άκουσε το αίτημά της χαμογελώντας. 
- Δεν φοβάσαι λοιπόν, να εργάζεσαι ανάμεσα σε τόσα αγόρια; της είπε. 
- Όχι μεγαλειότατε, του απάντησε με θάρρος η Λασκαρίδου. Είμαι έτοιμη να κάνω κάθε θυσία για χάρη της τέχνης. 

Ο νόμος καταργήθηκε το 1903 και η Σοφία Λασκαρίδου ήταν η πρώτη Ελληνίδα που μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Πήρε το δίπλωμά της το 1907 και μαζί εξασφάλισε μια υποτροφία για τρία χρόνια στο εξωτερικό. 
- Δεν θα σε σταματήσω, της είπε ο Περικλής. Ξέρω πόση σημασία έχει αυτό το ταξίδι για σένα. 
Η Σοφία τον κοίταξε παραξενεμένη. Της φαινόταν περίεργο να ακούει τον αγαπημένο της να μιλά τόσο ήρεμα. Κάτι που διάβασε στα μάτια του της έσφιξε την καρδιά. 
- Έλα μαζί μου, τον παρακάλεσε. Έξω απ" την Ελλάδα θα είναι όλα δικά μας. Θα είμαστε πιο ελεύθεροι. 
Αλλά ο Γιαννόπουλος αρνήθηκε. Κάποτε η Σοφία είχε απορρίψει την πρότασή του να ζήσουν μαζί. Ίσως τώρα μια εσωτερική ανάγκη να τον πίεζε να ανταποδώσει την άρνηση, για να στηρίξει ξανά την πίστη στον εαυτό του. 
- Δεν μπορώ να φύγω από την Ελλάδα, της είπε. Θέλω να νοιώθω πάντα κοντά μου την Ακρόπολη. 

Ήταν ένα φθινοπωρινό απόγευμα, λίγες ημέρες πριν την αναχώρηση της Σοφίας για το Μόναχο. Το αμάξι, τους είχε οδηγήσει αυτή τη φορά στον Σκαραμαγκά. Είχαν ξαπλώσει κάτω από τα πεύκα και κοίταζαν σιωπηλά τον σταχτί ουρανό. 
- Αν σε χάσω ποτέ, ψυθίρισε ο Γιαννόπουλος, θα αυτοκτονήσω στο μέρος αυτό. Θα φύγω μυστικά κι ωραία. Θα εξαφανιστώ. Θα πάω να συναντήσω τον Χάροντα που θα με περιμένει με τη βάρκα του στο πέλαγος. Και θα έχω έτοιμα τα πορθμεία μου. Γέλασε νευρικά. Όσο για μια δεκάρα, ελπίζω να μου βρίσκεται στην τσέπη μου. 

Μόναχο

«Αν δεν σε κερδίσω..»  Κάποιο προαίσθημα είχε σπρώξει τον Γιαννόπουλο μερικά χρόνια πριν, να χαράξει αυτές τις γραμμές για την πόλη που θα έπαιρνε την αγαπημένη του. 



«Εκεί στο Μόναχο ουρανός κλειστός. Η γη πένθος. Τα φώτα λύπη. Τα ζώα μελαγχολία. Ο αέρας πηκτή μαυρίλα. Όλος ο έξω κόσμος σπρώχνει τον άνθρωπο σε ένα καταφύγιο, ένα υπόγειο. Και εκεί ζει μια ζωή τεχνητή. Το πνεύμα και οι τέχνες είναι επιστήμες, μηχανήματα, εμπορεύματα.»
Και κάπου αλλού... 
«Ξεκινάτε λοιπόν και πηγαίνετε για να διδαχθείτε τις τέχνες του φωτός, στα κέντρα του σκότους. Σε αυτό τον ομφαλό ερέβους, το Μόναχο. Ενώ όλοι οι μεγάλοι βόρειοι που είπαν και έγραψαν κάτι, κατεβαίνουν στην Ιταλία για να δουν το φως.» 

Τι τραγική ειρωνεία για τον ξανθό συγγραφέα, αυτή η μισητή πόλη να του στερήσει ότι αγαπούσε περισσότερο στον κόσμο! 
Και εκείνη: 
«Εργαζόμουν πολύ, αλλά η νοσταλγία βάραινε την ψυχή μου. Ζούσα δύο ζωές, την ημέρα με την τέχνη και τη νύχτα με την ανάμνηση εκείνου. Ένας αόρατος ασύρματος ένωνε τις ψυχές μας. Οι δέκτες δεν λάθευαν ποτέ. Μετέδιδαν και την πιο μικρή δόνηση του είναι μας». 

Τα γράμματα του Γιαννόπουλου έφθαναν φλογερά και απελπισμένα. 
Της έγραφε πως την περίμενε, πως η Αθήνα ήταν άδεια χωρίς εκείνη και πως η Ακρόπολη αναζητούσε την ιέρειά της. 

«Αν δεν σε κερδίσω θα συντριβώ, της έλεγε. Αλλά θα σε κερδίσω»


Χειρόγραφη επιστολή του Περικλή Γιαννόπουλου 
   H ιστορία του Περικλή Γιαννόπουλου και της Σοφίας Λασκαρίδου κύλησε στο αυλάκι που είχε χαράξει η μοίρα. Ο Γιαννόπουλος συνέχισε να πιστεύει ότι θα κέρδιζε στο τέλος την αγαπημένη του. Αλλά από τον δεύτερο χρόνο του χωρισμού τους, άρχισε να τον κυριεύει η αποθάρρυνση. 
Και τα βιβλία του, που έκλειναν μέσα τους όλο το πάθος για το ελληνικό φως, δεν είχαν βρει την απήχηση που περίμενε. Ξαφνικά ένοιωσε μόνος και ξεκρέμαστος. Ήταν 41 χρονών και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πια να περιμένει τίποτα από τη ζωή. Η γιορτή είχε τελειώσει και απόμεινε πάλι μόνος με τον εαυτό του. 

- «Θέλεις να μάθεις ποιος είναι ο ιδανικός θάνατος; Είπε μια μέρα στον Καμπούρογλου που ήταν ο καλύτερός του φίλος. Να πάρεις ένα κατάλευκο άτι και να το καβαλικεύσεις χωρίς σέλα. Ύστερα να μπεις στο πέλαγος κρατώντας ένα περίστροφο και όταν δεις ότι το άτι δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο, τότε να γείρεις και να πυροβοληθείς στον κρόταφο. Για το άλογο μην ανησυχείς. Αφού σε ξεφορτωθεί, θα βγει έξω στη στεριά. Και ο αναβάτης του θα χαθεί στο βάθος της ωραίας μας θάλασσας». 

Έτσι, ψύχραιμα και μεθοδικά, προετοίμαζε τις ώρες της μοναξιάς του, το τέλος του. Αλλά ήθελε να το καλλωπίσει, να το κάνει όσο γινόταν ιδανικότερο. 

- «Ο θάνατος είναι η τελευταία μεθυστική στιγμή που μας οφείλει η ζωή», είπε κάποτε σε έναν άλλο φίλο του. 

Προετοιμαζόταν αλλά δεν το αποφάσιζε. Κάτι τον κρατούσε ακόμα στη ζωή. Ίσως η ελπίδα ότι δεν είχε ξοδέψει ακόμη όλες τις χαρές της, ότι κάτι έμενε ακόμη για να γευθεί. Δεν είχε συμβιβαστεί ακόμη με την ιδέα ότι είχε χάσει τη Σοφία για πάντα. 

Ένα πρωινό του Απριλίου (1910) συνάντησε τη μητέρα της τυχαία στο δρόμο. 

- Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω κυρία Λασκαρίδου, της είπε. Τι κάνει λοιπόν η μεγάλη μας καλλιτέχνις; 

Η μητέρα της δεν ήξερε ότι αλληλογραφούσαν. 

- Η Σοφία έχει προορισμό στη ζωή της την τέχνη, του απάντησε εκείνη με μια παράλογη ψυχρότητα. 
Δεν πρέπει να παντρευτεί. 
Οι καθηγητές της είναι ενθουσιασμένοι μαζί της. Έχει μπροστά της μεγάλο μέλλον. 

Ο Γιαννόπουλος την κοίταξε για λίγες στιγμές σιωπηλός. Ύστερα είπε: 

- Έχετε δίκιο. Η Σοφία πρέπει να αφοσιωθεί στην τέχνη. 

Να ήταν άραγε αυτό, το αποφασιστικό χτύπημα; 
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει με βεβαιότητα. Ίσως να το αποφάσισε τη στιγμή εκείνη, ίσως λίγες ώρες, ίσως λίγες ημέρες μετά. 

   Την Τετάρτη 9 Απριλίου ο Γιαννόπουλος πήγε με ένα φιλικό του ζευγάρι στον κινηματογράφο. Εκείνο το βράδυ, ο συνήθως κλειστός και μελαγχολικός Γιαννόπουλος έδειξε μια παράλογη ευθυμία. Έπιασε μάλιστα και συζήτηση με κάποιον που καθόταν δίπλα του. Οι φίλοι του τον κοίταζαν γεμάτη απορία. Ύστερα μπήκαν σε ένα μικρό κέντρο για να πιούν μια μπύρα. 
Ο Γιαννόπουλος είχε ξαφνικά χάσει το κέφι του. Κάποια στιγμή τους είπε: 

- Έχω κάτι να σας διαβάσω. Είναι ένα πολύ αγαπητό μου κομμάτι. Έβγαλε από την τσέπη του μερικά τσαλακωμένα φύλλα χαρτιού. Ήταν το «Τριαντάφυλλο και το αηδόνι» του Όσκαρ Ουάιλντ, που το είχε μεταφράσει ο ίδιος. 
- Πολύ ωραίο είναι, είπε ο φίλος του. 

Αλλά ο Γιαννόπουλος κοίταζε αφηρημένα τον έρημο δρόμο, μέσα από το τζάμι του κέντρου. 
- Αύριο θα κάνω μια εκδρομή, είπε ξεκάρφωτα. 

Δεν τους είπε που θα πήγαινε και ούτε τον ρώτησαν, για να μην τον φέρουν σε δύσκολη θέση. 
Ήξεραν τον χαρακτήρα του. Σηκώθηκαν να φύγουν από το εστιατόριο. 
Ο Γιαννόπουλος ψώνισε μπύρα και φαγητό κρύο για την εκδρομή της επομένης. 

Ύστερα ξαφνικά ενώ αποχαιρετούσε τον φίλο του στο πεζοδρόμιο, έπεσε στην αγκαλιά του και τον έσφιξε συγκινημένος. 
Το ίδιο εκείνο βράδυ όταν γύρισε στο σπίτι του, θα πρέπει να έγραψε αυτό το γράμμα, που πήρε ύστερα από λίγες μέρες η Σοφία στο Μόναχο: 
«Σοφία μου. Σου στέλνω ένα ύστατο χαίρε από την Αττική γη, που αφήνω για πάντα. Με άπειρα γλυκύτατα φιλιά. Χαίρε, Σοφία μου». 
Το λακωνικό αυτό γράμμα, την χτύπησε σαν ηλεκτρική εκκένωση. Του τηλεγράφησε αμέσως. 

         «Έρχομαι».

Μετά τηλεγράφησε στη μητέρα της να της στείλει χρήματα για το ταξίδι. Ξαφνικά το Μόναχο αρχίζει να μην τη χωρά. Για πρώτη φορά στη ζωή της καταλαβαίνει πόσο μεγάλο ρόλο παίζει στη ζωή της η παρουσία αυτού του ανθρώπου, που την δίδαξε πως να αγαπά. 
Αλλά ο Γιαννόπουλος δεν ζει πια. Καβάλα σε ένα άσπρο άλογο, μπήκε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά και φύτεψε μια σφαίρα στον κρόταφό του. Αυτό η Σοφία Λασκαρίδου το έμαθε τυχαία, από κάποιον επιβάτη στο τραίνο που την έφερνε στην Αθήνα. 


    «Με περιμένει» 

   Την μετέφεραν στο σπίτι της σχεδόν αναίσθητη. Το βράδυ και τα άλλα βράδια που ακολούθησαν, έκαιγε στον πυρετό. Παραληρούσε. Ύστερα, ένα πρωί σηκώθηκε νωρίς από το κρεβάτι και ντύθηκε. Η μητέρα της τρόμαξε που την είδε.

- Που πας; τη ρώτησε. Η Σοφία απάντησε: 
- Τον είδα απόψε στον ύπνο μου. Πως άσπρισαν τα μαλλιά του. Με θέλει. 

Κατέβηκε στον κήπο της και έκοψε τριαντάφυλλα, πανσέδες και άνθη λεμονιάς. Ύστερα πέρασε από το σπίτι της φίλης της Ελένης Νεφ, την πήρε και κατέβηκαν στον Σκαραμαγκά. 

Εκείνο το πρωί η θάλασσα είχε ξεβράσει το πτώμα του Περικλή Γιαννόπουλου. Τον είχαν ξαπλώσει στην εκκλησία του νεκροταφείου. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει, όπως στο όνειρο. Κάτι σαν χαμόγελο έφεγγε στο χλωμό του πρόσωπο. 
«Είχε περάσει δεκατρείς ημέρες στη θάλασσα. Αλλά ήταν πάντα ωραίος. Πήρα το κεφάλι του στην αγκαλιά μου και το φίλησα. Τα δάκρυά μου έπεφταν στα κλειστά του μάτια, έβρεχαν το πρόσωπό του. Έκλαιγε κι εκείνος μαζί μου. Δεν μπορούσα να τον αποχωριστώ. Πόσο γαλήνια, Θεέ μου, ήταν η μορφή του». 
Τον στόλισε όλο με τα λουλούδια της και κάθισε δίπλα του και τον κοίταζε. Δεν είχε αλλάξει από τότε που τον γνώρισε. Νιάτα, ομορφιά, έρωτας. Πόσο χαμένα είχαν πάει όλα! Το άλλο πρωί έθαψαν τον Γιαννόπουλο στον περίβολο της εκκλησίας. Η Σοφία γύρισε στο σπίτι της σαν υπνωτισμένη. 
«Αισθανόμουν απάνω μου, την μαρμάρινη επαφή του κορμιού του. Νύχτα μέρα ένοιωθα στα χείλη μου τα παγωμένα αλμυρά του χείλη. Καταλάβαινα πως "ο,τι και να γινόταν από εκεί και μπρος δεν θα είχε πια σημασία». 
Και μια μέρα, όταν βεβαιώθηκε ότι η μητέρα της είχε φύγει από το σπίτι για να κατέβει στην Αθήνα, πήρε ένα παλιό ξυράφι του πατέρα της και έκοψε την καρωτίδα της. Το αίμα τινάχτηκε ορμητικά. 
Μια γλυκιά κούραση την κυρίευε. «Θα πεθάνω», σκέφτηκε καθώς τα μάτια της έκλειναν. «Περίμενέ με»
Αλλά ο θάνατος δεν την ήθελε ακόμη. Την ώρα που την χώριζαν λίγα δευτερόλεπτα από το σκοτάδι, αισθάνθηκε ένα χέρι να την τραβά απελπισμένα πίσω στη ζωή. 
Είναι η μητέρα της. 

- Παιδί μου, της φωνάζει. Παιδί μου... 

Είχε φύγει από το σπίτι για να κατέβει στην Αθήνα, αλλά την ώρα που ανέβαινε στο τραμ, μια δύναμη την ανάγκασε να γυρίσει πίσω. Αργότερα η Σοφία, όταν μάθει πως ξαναγύρισε στη ζωή θα σκεφτεί μελαγχολικά: «Τίποτε δεν μπορεί να νικήσει τη μοίρα μας. Ούτε και ο θάνατος». 
Αλλά εκείνη την ώρα ψυθιρίζει βουτηγμένη στο αίμα:

- Άφησέ με μητέρα. Γιατί γύρισες; Με περιμένει. 

Το χέρι της μητέρας κρατά σφιχτά την κομμένη φλέβα και σταματά το αίμα. Ένας υπηρέτης τρέχει να φωνάξει γιατρό. Τα μάτια της Σοφίας κλείνουν. Το σκοτάδι που τόσο αποζήτησε την κυκλώνει πάλι. Για μερικές μέρες δεν ξέρει αν ζει ή αν πέθανε. Ύστερα, ένα πρωί που ανοίγει τα μάτια της, βλέπει τον απριλιάτικο ήλιο να γλυστρά από τα παντζούρια του δωματίου της. 

-Ζω, ψιθυρίζει. Ζω. 

Ύστερα από μισό αιώνα 

Άραγε να φανταζόταν εκείνη τη στιγμή ότι πενήντα χρόνια μετά τον θάνατο του αγαπημένου της θα συνέχιζε να ζει; Λίγοι άνθρωποι φθάνουν 85 χρονών. Η Σοφία Λασκαρίδου από κάποια σπάνια εύνοια της μοίρας, έφτασε και τα πέρασε. Το μυαλό της είναι γερό και ανήσυχο πάντα. Μόνο το κορμί της κύρτωσε. 
Άλλοτε όταν πήγαινε σε κάποιο χορό, το πρόβλημα ήταν, πως θα έβρισκε κάποιο καβαλιέρο που δεν θα ήταν χαμηλότερός της. Τώρα δεν είναι ψηλότερη από ένα παιδί του δημοτικού. Ζει πάντα στο πατρικό της σπίτι στην Καλλιθέα, κυκλωμένη από τους πίνακες που ζωγράφισε. Εκεί μας δέχτηκε πριν λίγες ημέρες, μαζί με τον κριτικό κ. Γιάννη Χατζίνη. 

Ήταν απόγευμα όταν άρχισε η Σοφία Λασκαρίδου την ιστορία της. Ύστερα το σούρουπο έπεσε, αλλά η γέρικη φωνή που ανεβοκατέβαινε σαν φλόγα κεριού, συνέχισε να ψάχνει μέσα στο χρόνο. Το δωμάτιο είχε σκοτεινιάσει. Νοιώθαμε θερμή την παρουσία του Περικλή Γιαννόπουλου ανάμεσά μας. 
Ίσως καθόταν σε κάποια πολυθρόνα και μας παρατηρούσε με τα μεγάλα γαλανά μάτια του, που τόσο τρυφερά ήξεραν να μιλούν στη γυναίκα που είχε αγαπήσει. Όταν βγήκαμε στον κήπο, η Σοφία Λασκαρίδου, κατέβηκε αργά τα σκαλιά και κάθισε σε ένα πάγκο, κάτω από ένα μεγάλο πεύκο. 

- Εδώ συνήθιζε να κάθεται, ψιθύρισε. Τα χέρια της άγγιξαν τρυφερά το ξεβαμμένο ξύλο, όπως θα άγγιζαν το δέρμα ή τα μαλλιά ενός ανθρώπου. Μερικές φορές μου φαίνεται ότι κι αυτός ο πάγκος έπαψε να ζει πριν πενήντα χρόνια! Το χέρι ύστερα απλώθηκε και ψηλάφισε τον κορμό του δέντρου. 

- Και αυτό το πεύκο, έκανε σιγά. Πόσο ψήλωσε. Πήγαινα σχολείο όταν με φώναξε μια μέρα ο πατέρας μου, για να τον δω που θα το φύτευε. 

Μια γατούλα έτρεξε και σκαρφάλωσε στα γόνατά της.  Άρχισε να παίζει με τα μαραμένα δάχτυλά της. Της τα δάγκωνε, μετά τα άφηνε, ύστερα τα δάγκωνε πάλι. 
- Ίσως έτσι έπρεπε να γίνουν όλα, ψιθύρισε ύστερα αφήνοντας το κεφάλι της να γείρει πίσω. Η μοίρα καμιά φορά, είναι σοφότερη απ' ότι νομίζουμε. Τον θυμάμαι πάντα όμορφο. Δεν πρόλαβε να γεράσει. Άραγε να με θυμάται κι εκείνος όπως ήμουν τότε; 

Κανείς δεν μίλησε, αλλά μάντεψα δυο μεγάλα γαλανά μάτια να χαμογελούν τρυφερά μέσα στο σκοτάδι... 
________________
Φρέντυ Γερμανός, 1961 

* Όλες οι φωτογραφίες του αφιερώματος είναι Πίνακες της Σοφίας Λασκαρίδου




* Περικλῆς Γιαννόπουλος,  Ελληνολάτρης διανοητής, λογοτέχνης, μεταφραστὴς και δοκιμιογράφος, αἰσθητικὸς καὶ φυσιολάτρης, ρομαντικὸς ὁραματιστής, μαχητικός καὶ διαπρήσιος κήρυκας τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέσῳ τῆς ἀναζητήσεως καὶ ἀναδείξεως τῆς γνήσιας ἑλληνικότητος, ὅπως αὐτὴ πηγάζει ἀπὸ τὴν Ἑλληνική Φύση καὶ ἐκφράζεται διαχρονικῶς στὴν λαϊκὴ παράδοση καὶ Ἱστορία. 
Δριμὺς κατήγορος τῆς ξενομανίας καὶ τοῦ συμπλέγματος μειονεξίας ἔναντι τῆς Δύσεως, τῆς δουλοπρέπειας καὶ τῆς διαφθορᾶς, ὅπου αὐτὲς ἐκδηλώνονται, ἀπὸ τὶς τέχνες ἔως τὴν πολιτική. Πατέρας καὶ κορυφαία μορφὴ τοῦ πνευματικοῦ κινήματος τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ στὸν 20ὸ αἰώνα, στὶς τέχνες, τὴν αισθητική, τὴν φιλοσοφία, τὴν πολιτική.
Γεννήθηκε στὴν Πάτρα τὸ 1871 καὶ ἐτέλεσε τὴν ἡρωική του ἔξοδο ἀπὸ τὴν ζωὴ στὴν θάλασσα τοῦ Σκαραμαγκᾶ τὴν Μεγάλη Πέμπτη, 8 Ἀπριλίου 1910. 
Χαρακτηρίστηκε πατέρας τοῦ πνευματικοῦ κινήματος τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ ἐθνικισμοῦ, «προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ», «ὁ ἐξοχώτερος τῶν νέων Ἑλλήνων», «ὁ μεγαλύτερος, ὁ εὐγλωττότερος καὶ ὁ φωτεινότερος ἀπόστολος τοῦ κατὰ φύσιν ἑλληνικοῦ ζῆν», «ἅγιος τῆς ἑλληνικῆς νεολαίας», «ἀηδόνι τῆς ἑλληνικῆς γῆς», «μάγος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας», ἢ ἀκόμη, ἁπλὰ καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, «ὁ Ἕλλην». Καὶ ἀκόμη, αἰσθητικὸς τῆς ἑλληνικότητος, σουρεαλιστὴς πρὶν τὸν σουρεαλισμό, οἰκολόγος πρὶν τὸ οἰκολογικὸ κίνημα, ἀρχαιολάτρης ἀλλὰ καὶ Ὀρθόδοξος καὶ Βυζαντινὸς μαζί, «ξανθός ἱππότης», μποέμ, χίππης καὶ δανδὴς μαζί, ρομαντικός, ἰδιόρρυθμος, δριμὺς κατήγορος τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς του.

Παρακολούθησε μαθήματα ἰατρικῆς γιὰ ἕνα χρόνο στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ ἄλλα δύο χρόνια στὸ Παρίσι. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του, ὅμως, ἐγκατέλειψε τὶς σπουδές του καὶ πῆγε γιὰ ὀκτὼ μῆνες στὸν ἀδελφό του στὸ Λονδίνο, ὅπου μελέτησε ἀγγλικὴ καὶ γαλλικὴ λογοτεχνία. Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα, γράφτηκε στὴ Νομικὴ Σχολή. 

Ἄρχισε ἀπὸ τὸ 1894 νὰ δημοσιεύῃ μεταφράσεις ποιημάτων τῶν Ντίκενς, Πόε, Λοτί, Οὐάιλντ, Μποντλέρ, Μιρμπό, Τελιέ, καθὼς καὶ δικά του «πεζὰ ποιήματα». Ἀπὸ τὸ 1899 ἀρθρογραφεῖ στὶς ἐφημερίδες Ἀκρόπολις, Τὸ Ἄστυ, Ἑστία κ.ἄ. καὶ στὰ περιοδικὰ Κριτική, Παναθήναια, Ὁ Νουμᾶς κ.ἄ., χρησιμοποιῶντας ψευδώνυμα ὅπως Λωτός, Ἀπολλώνιος, Νεοέλλην, Μαίανδρος, Θ. Θάνατος. 
Μὲ ἐντελῶς προσωπικὸ ὕφος καὶ γλῶσσα, καὶ ἀσυγκράτητο πάθος, διατυπώνει τὶς ἑλληνοκεντρικές του ἰδέες καὶ καταγγέλλει τὰ αἴτια τῆς ἑλληνικῆς κακοδαιμονίας -προπαντὸς τὴν ξενομανία, τὸν «φραγκοραγιαδισμό» ὅπως τὸν ὀνόμασε ὁ ἴδιος. 

Τὸ 1906 ἐκδίδει τὸ βιβλίο «Νέον Πνεῦμα», καὶ τὸ 1907 τὴν «Ἔκκλησι πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» -τὰ ἰδεολογικά του μανιφέστα. Οἱ «περικλογιαννοπούλειες» ἰδέες, σὲ σύγκρουσι μὲ κάθε κατεστημένο, προκαλοῦν ἀντιδράσεις στὴν Ἀθήνα τῆς ἐποχῆς. Ἀπὸ ἄλλους θεωρεῖται ἁπλῶς ρομαντικὸς καὶ ὡραῖος τρελός, ἀπὸ ἄλλους ὑβριστής, ἄλλοι ὅμως ἀναγνωρίζουν τὴν πρωτοτυπία του καὶ ἐμπνέονται ἀπὸ αὐτόν. 

Ἐνέπνευσε καὶ ἐπηρέασε, ἄμεσα καὶ ἔμμεσα, συχνὰ ἀποφασιστικά, διανοητές, ποιητὲς καὶ καλλιτέχνες, πολιτικούς. Ποιητὲς καὶ καλλιτέχνες τὸν ὕμνησαν (Κωστῆς Παλαμᾶς («ὁ Ἀντίνοος ἔφηβος, ὁ πιὸ λαμπρὸς ποὺ ζοῦσε»), Ἄγγελος Σικελιανός («Κι ἔφερε ἡ φήμη ... μοναχὸ κριτὴ τὸν Ἥλιο»), Μιλτιάδης Μαλακάσης («σ᾿ εὐλάβεια μνήμης, ὦ Ἀπολλώνιε ζῆσε, Νέος μαζὶ κι Ἀρχαῖος»), Μυρτιώτισσα («Εὐγενικέ μας φίλε...»)) καὶ ἐμπνεύστηκαν ἀπὸ αὐτόν (Γιῶργος Σεφέρης, Ὀδυσσέας Ἐλύτης καὶ ὁλόκληρη ἡ Γενιὰ τοῦ ᾿30, Δημήτρης Πικιώνης, Ἄρης Κωνσταντινίδης, Γιάννης Τσαρούχης, Κώστας Φέρρης, Λίνος Καρζής, Κ. καὶ Γ. Κατσίμπαλης, Ἀγγελικὴ Χατζημιχάλη κ.ἄ.)

Ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος, ὁ Ἄριστος Καμπάνης, ὁ Παῦλος Νιρβάνας, ὁ Σπύρος Μελᾶς δημοσιεύουν ἐγκωμιαστικὲς κριτικές. Ὁ Ἴων Δραγούμης γίνεται ἀδελφικός του φίλος, καὶ μάχεται μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Γιαννόπουλου νὰ κάμῃ τὸ ὅραμα τοῦ φίλου του πολιτικὴ πράξι Ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς θὰ ἀκολουθήσῃ δική του, πρωτότυπη ἑλληνοκεντρική πορεία, θὰ ὑμνήσῃ ὅμως καὶ αὐτὸς τὸν Γιαννόπουλο καὶ βεβαίως δὲν θὰ μείνῃ ἀνεπηρέαστος ἀπὸ αὐτόν. 
Κάθε φράσις του γεννᾷ ὁλόκληρο βιβλίο,                                                                                                                  Κωστῆς Παλαμᾶς.
«Δὲν ξέρω ἂν λέει σωστὰ πράματα ἢ στραβὰ τὸ βιβλίο του, μὰ ὅταν τὸ διάβαζα ἦταν σὰν ἄνεμος νὰ φυσομανοῦσε μέσα μου τρομαχτικὰ καὶ νὰ συντάραζε τὸν ἑλληνισμό μου ὅλον καὶ νὰ μὲ λευθέρονε, κι ἀφοῦ τὸ διάβασα μοῦ φάνηκε σὰν τὸν βορριᾶ τὸν παγωμένο ποὺ μανιασμένος σαρόνει τοὺς βρώμιους ἀπὸ μικρόβια ἀέρηδες καὶ ἀπὸ κάθε βρώμα καὶ σκουπίδι καθαρίζει τὸν κόσμο. [...] σ᾿ αὐτοῦ τὸ ρυθμὸ τὴ ζωή μου τονίζω.»                                Ἴων Δραγούμης



Ἑκατὸ χρόνια μετά, ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος μᾶς δείχνει τὸ μέλλον.
_____________________________________________________________

Φειδίας Ν. Μπουρλᾶς,  Ἀθῆναι, 20-3-2010


(Πρωτοδημοσιεύθηκε στὸ Ἀντίβαρο, 20-3-2010. Ἐπιτρέπεται ἡ ἀντιγραφή, χωρὶς ἄδεια, μὲ προϋπόθεσι τὴν ἀναφορὰ τοῦ συγγραφέως, τὴν παραπομπὴ στὴν παρούσα ἱστοσελίδα καὶ τὴν διατήρησι τῆς πολυτονικῆς γραφῆς. Περὶ τοῦ παρόντος ἱστοχώρου γενικῶς, ἰσχύουν τὰ ἀναγραφόμενα στὶς Σημειώσεις.)
____________________________

Περικλῆς Γιαννόπουλος, ὁ προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ:  η ζωή του, ό,τι ἔγραψε ὁ μέγας ἑλληνολάτρης καὶ τὰ σημαντικότερα ποὺ ἐγράφησαν γι᾿ αὐτόν πατήστε εδώ



  Scholeio.com  

Το καλύτερο όνειρο



Φοράω τα "Χουίς Βουιτόν" μου. 

Σε καπελάκι και τσαντάκι μέσης. Παπούτσια αθλητικά-"μαϊμούδες" "Λάικι". Μπλουζάκι "Βγενετόν" και παντελόνι τζιν "Βρωμάτσε".

Πουλάω τσάντες "Pendi" και "Cucci". 

Για την κουτσή Μαρία, κατά πώς λένε εδώ στο Ελλάντα.

Ένα διήγημα της Σταυρούλας Σκαλίδη

"Beautiful Maria of my soul" παίζει ο διπλανός μου με την κιθάρα και τη γαϊδουρινή φωνή. Δεν θα βγάλει σιντί ποτέ, μόνο δίσκο βγάζει κάθε μέρα στους κακόμοιρους τους περαστικούς, που τον ακούν και του ρίχνουν ψιλά για να σωπάσει.

Μρόζεκ, Επαναστάτες από Αιτία



Σε Ποιους Ανήκει το Μέλλον

Σλάβομιρ Μρόζεκ

Ο διευθυντής της Φιλαρμονικής μας υποδέχτηκε ευγενικά.

- "Τι μπορώ να κάνω για σας;" ρώτησε

- "Μας οφείλετε εκατό χιλιάδες!"

- "Πολύ πιθανόν. Αλλά θυμίστε μου ακριβώς για ποιο λόγο;"

- "Για προκαταβολή" του είπαμε.

Καζαντζάκης, Η Γαζία της Μητέρας μου




Η Γαζία της Μητέρας μου

Νίκος Καζαντζάκης

Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο· καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σα να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.
   Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε.  Αγαπούσε πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.

Ήταν Φτιαγμένοι για να Ζήσουν τον Απόλυτο Έρωτα...



...σύμφωνα με τη Λογική

   «Συνηθίζαμε να πίνουμε και να καβγαδίζουμε κάθε βράδυ. Ξεκινούσαμε πίνοντας από τέσσερα μεγάλα μαρτίνι ο καθένας, συνεχίζαμε με κρασί κατά την διάρκεια του δείπνου και μετά βγαίναμε έξω σε κάποιο κλαμπ όπου πίναμε ουίσκι. 
   Ήταν στο τέλος μιας τέτοιας βραδιάς που κατέληξα να του πω ότι δεν θέλω να κοιμηθώ μαζί του. Και μετά έπεσα για ύπνο. Ξύπνησα όταν άκουσα τον πυροβολισμό από την άλλη κρεβατοκάμαρα της σουίτας. 
   Σηκώθηκα και πήγα προς τα εκεί. Δεν ήξερα τι θα βρω. Αν και το πιο πιθανόν ήταν να έχει τινάξει τα μυαλά του στον αέρα. Όταν μπήκα τον βρήκα να χαμογελάει σαν παιδί που είχε κάνει σκανταλιά. Είχε πυροβολήσει με το όπλο στο μαξιλάρι...». 


Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία 
Ava Gardner: The Secret Conversations 
στον Πίτερ Έβανς,

Μια θυελλώδης ερωτική σχέση 
από αυτές που δεν τελειώνουν ποτέ...

       Ένας από τους πιο δυνατούς έρωτες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Λογικά, ήταν φτιαγμένοι για να ζήσουν τον απόλυτο έρωτα, σαν να μετέφεραν την ζωή τους στον κινηματογράφο.  Μία από τις ωραιότερες γυναίκες που ανέδειξαν ποτέ τα αμερικανικά studios, συνάντησε, ίσως, τον πιο προικισμένο τραγουδιστή και ηθοποιό της γενιάς του
τον Φρανκ Σινάτρα.
   
   Συνεσταλμένη, ανασφαλής στον πως θα υποδυθεί κάθε ρόλο. Απίστευτα όμορφη... 

Η κορμοστασιά της, τα πράσινα μάτια, το μεταξένιο δέρμα, το λακκάκι στο πιγούνι,  από την παιδική της ηλικία. 
   Μέσα της, ένας "κριτής" να την μειώνει... Δεν πίστεψε, ίσως ποτέ, στις υποκριτικές της ικανότητες.  Σαστισμένη, θα έλεγε κανείς, από τον αντίκτυπο που είχε η ομορφιά της στους άλλους. Αυτό τον φόβο για την αξία της,  Αυτή την αγωνία, αν θα ανταποκριθεί κάθε φορά στις απαιτήσεις της δουλειάς της, την ξόρκιζε, την έπνιγε στο αλκοόλ. 
   "Βρίσκομαι στο Χόλιγουντ, έλεγε, γιατί αυτό μου δίνει χρήματα, μου επιτρέπει να διατηρώ ένα καλό επίπεδο ζωής."  
   
   Από μια ταπεινή οικογένεια χωρικών με καταγωγή από την Ιρλανδία και τη Σκωτία, η  Άβα Γκάρντνερ,  γεννήθηκε στο Σμίθφιλντ των ΗΠΑ το 1922. 
   Ένα ντροπαλό κορίτσι του Νότου,μεγάλωσε μέσα σε φυτείες καπνού, δουλεύοντας και η ίδια στη συλλογή των φύλλων και εξοικονομώντας τα χρήματα για να πηγαίνει κάθε εβδομάδα στο μοναδικό κινηματογράφο του Σμίθφιλντ. 
   Ο αγαπημένος ηθοποιός της εφηβείας της ο Κλαρκ Γκέιμπλ και η αγαπημένη της ταινία όπου πρωταγωνιστούσε η «Μια γυναίκα πειρασμός». 
   Πολλά χρόνια αργότερα, θα γινόταν η ίδια πρωταγωνίστρια σε μια νέα έκδοση της ταινίας με τίτλο «Μογκάμπο» και θα είχε τον ίδιο τον Γκέιμπλ συμπρωταγωνιστή.

   Ο Λάρι Ταρ, ένας φωτογράφος από τη 
Νέα Υόρκη τη φωτογράφισε και κρέμασε την εικόνα της στη βιτρίνα του καταστήματός του. 
   Ο Λάρι ήταν γαμπρός της, είχε παντρευτεί την μεγαλύτερη αδελφή της, την Μπάπι, 
   Εκεί τράβηξε την προσοχή ενός υπαλλήλου της εταιρείας ΜGM. 
   Το δοκιμαστικό που ακολούθησε φάνταζε απόλυτη καταστροφή. Ο διευθυντής του τμήματος ταλέντων της MGM στη Νέα Υόρκη δεν μπήκε καν στον κόπο να ηχογραφήσει τη φωνή. 
   Ήταν δύσκολο να καταλάβεις τι έλεγε. 
   Η νότια προφορά της ήταν ακουστικά δυσνόητη,  κακόηχη. 
   Ο φακός, όμως, τη λάτρευε. 
   «Δεν μπορεί να τραγουδήσει, δεν μπορεί να παίξει, δεν μπορεί να μιλήσει και είναι εκπληκτική»
   Το συμβόλαιο υπογράφηκε.  Την προσλαμβάνουν, προσθέτοντάς την στον κατάλογο των νέων ταλέντων, τα οποία πιθανόν να μη χρησιμοποιήσουν ποτέ. Η Αβα δεν ονειρευόταν να παίξει στον κινηματογράφο, αλλά δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι ήταν καλύτερο από το να παρακολουθεί μαθήματα για να γίνει δακτυλογράφος. Τα υπόλοιπα ανήκουν στην ιστορία.

   Το ταλέντο της αναμφισβήτητο. Οι ερμηνείες της, με τα χρόνια  ανέδειξαν μια εξαιρετική ευαισθησία και δραματικότητα. Αυτό δεν εκτιμήθηκε από τη Μέτρο Γκόλντγουιν, το σύστημα των στούντιο που έκανε τις ταινίες της και που απεχθανόταν. 
   Όλες οι ταινίες είναι επιτυχημένες: «Η ξυπόλητη κόμισσα» (1954), «Το μελαμψό ρόδο της Ανατολής» (1956), «Όσο θα υπάρχει κόσμος» (1959), «55 μέρες στο Πεκίνο» (1963), «Η νύχτα της ιγκουάνα» (1964). Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την κατέταξε στην 25η θέση της λίστας των λαμπρότερων αστέρων της ιστορίας του σινεμά.
   Ο Γκρέγκορι Πεκ, που υπήρξε στενός της φίλος, έδωσε τον εξής χαρακτηρισμό γι΄ αυτήν: «Πάντα την θαύμαζα ως ηθοποιό και πιστεύω ότι οι δραματικές της ικανότητες δεν έχουν εκτιμηθεί επαρκώς, διότι οι άνθρωποι γοητεύονταν από την ομορφιά της και δεν περίμεναν περισσότερα απ΄ αυτήν (...).  Είναι πολύ δύσκολο να χαλιναγωγηθεί η Αβα, λόγω του ισχυρού της χαρακτήρα, της εντιμότητάς της και της σχεδόν εξωπραγματικής ομορφιάς της».
    Ζούσε τη ζωή της όπως η ίδια ήθελε, κι αυτό καθρέφτιζε την εντιμότητα της.  Ήταν  τελείως ελεύθερη και ανεξάρτητη. Η συνεσταλμένη κοπέλα, που ήταν κατά βάθος, αγωνιζόταν να δώσει τόπο στη γυναίκα που διαμορφωνόταν με βάση την επιτυχία και τα σκληρά χτυπήματα. Στα τελευταία συγκαταλεγόταν και ο έρωτας.

   Ο Τζ. Ράντι Ταραμπορέλι στη βιογραφία «Σινάτρα. Με τον τρόπο του», μας περιγράφει:   
   "Ο Φρανκ την είχε βάλει στο μάτι από το 1944, είχε γοητευτεί από την Αβα Γκάρντνερ, την εποχή που ακόμα τραγουδούσε με τον Τόμι Ντόρσεϊ, όταν είδε μια φωτογραφία της στο εξώφυλλο του Δεκεμβρίου του 1944 του "Ρhotoplay" (στο οποίο εμφανιζόταν με γυμνούς ώμους και ένα περιδέραιο με σμαράγδια, πανάκριβο, από ό,τι έδειχνε).  Αυτή η φωτογραφία κατέκτησε  τον Σινάτρα, τον αιχμαλώτισε το πρόσωπο ή η λεζάντα της φωτογραφίας που έλεγε, "Είναι σεξοβόμβα!".

   -"Σου τρέχουν τα σάλια, Φράνκι", του είπε ένας φίλος. "Σ΄ αρέσει αυτό που βλέπεις, ε;".

   -"Και βέβαια μ΄ αρέσει. Και θέλεις να μάθεις και κάτι άλλο; Αυτό το μωρό εγώ θα το παντρευτώ"».
   Όταν η Άβα και ο Σινάτρα συναντήθηκαν για πρώτη φορά, εκείνη ήταν ακόμα παντρεμένη με τον ηθοποιό Μίκι Ρούνεϊ, ο οποίος ήταν ο πρώτος σύζυγός της.
    Συναντήθηκαν στο κλαμπ «Μοκάμπο», στην οδό Σάνσετ Στριτ. Ο Φρανκ ήταν ήδη είδωλο και διάσημος ζεν πρεμιέ και φυσικά δεν έχασε την ευκαιρία να της ψιθυρίσει στο αυτί ότι λυπόταν που ήταν ήδη παντρεμένη. 
   Και ο ίδιος ο Σινάτρα ήταν παντρεμένος, παρόλο που αυτό ποτέ δεν τον εμπόδιζε να έχει φιλίες με άλλες γυναίκες. Ο γάμος του με τη Νάνσι Μπαρμπάτο συνέχιζε να ισχύει μόνο λόγω της αυστηρότητας του καθολικισμού και της ύπαρξης των τριών παιδιών του. 
   Ο Σινάτρα ζούσε τη ζωή του στα άκρα.   
   Ο Φρανκ γεννήθηκε στο Χομπόκεν του Νιου Τζέρσεϊ το 1915.  Γιος πολύ φτωχών Ιταλών μεταναστών, έγινε γνωστός ως τραγουδιστής και ηθοποιός σε μιούζικαλ. 
   Η γυναίκα του η Νάνσι είχε "κατανόηση", είχε την πανούργα υπομονή των συζύγων που υποστηρίζονται από τη θρησκεία: "...στο κάτω κάτω, ο σύζυγός της πάντα επέστρεφε. Με λίγη υπομονή θα μάζευε τα κομμάτια του όταν θα ήταν γέρος και κουρασμένος." 
   Δεν υπολόγιζε ότι θα συναντούσε στον δρόμο του την Αβα Γκάρντνερ.  Αν και έζησαν κινηματογραφικά η σχέση τους κάηκε σαν σε film noire μέσα στο πάθος, τον εγωισμό, το αλκοόλ και την βία.
   Ο Φρανκ ζούσε εργένης σε ένα διαμέρισμα κοντά σε εκείνο στο οποίο ζούσαν η Αβα και η Μπάπι στο Χόλιγουντ. Αλλά δεν κατέληξαν πουθενά. Και οι δύο ήξεραν ότι έπαιζαν σκληρό παιχνίδι.
   
Την άνοιξη του '49, στο Παλμ Σπρινγκς, συναντήθηκαν σε ένα πάρτι, ο καθένας μ΄ ένα ντράι μαρτίνι στο χέρι. 
   Ήταν η εποχή που εκείνη άρχιζε να γίνεται γνωστή ως σταρ του κινηματογράφου. Ύστερα από πολλούς δεύτερους ρόλους, η εξαιρετική ομορφιά της τής άνοιγε πλέον το δρόμο προς τη φήμη. 
   Οι ταινίες «Οι δολοφόνοι», στο πλευρό του Μπαρτ Λάνκαστερ, «Το ξύπνημα της Αφροδίτης» και «Στο νησί των παρανόμων», με τον Ρόμπερτ Τέιλορ, ήταν εκείνες που την ανέδειξαν σε μια από τις πιο ελπιδοφόρους ηθοποιούς της Μέτρο, το στούντιο που περηφανευόταν, και δικαίως, ότι είχε «περισσότερα αστέρια κι από τον ουρανό». 
   Από την άλλη μεριά, η καριέρα του Σινάτρα είχε πάρει την κάτω βόλτα. Η φωνή του είχε σπάσει, αντιμετώπιζε προβλήματα με τη δισκογραφική εταιρεία του, ενώ στην τελευταία του ταινία, «Μια μέρα στη Νέα Υόρκη», το όνομά του εμφανιζόταν κάτω από το όνομα του Τζιν Κέλι.

«Ω, Θεέ μου, ήταν σκέτη μαγεία!» περιγράφει η Άβα την ημέρα που έκαναν έρωτα. «Γίναμε εραστές για πάντα, αιώνια».  Ήταν ένα σωστό προαίσθημα, καθώς, δέκα χρόνια μετά, όταν από τη ζωή και των δύο είχαν περάσει πολλοί άλλοι έρωτες (για την Άβα, ακόμα και ο ταυρομάχος Λουίς Μιγκέλ Ντομινγκίν, που δεν ήταν και μικρό κατόρθωμα), ο Σινάτρα έφτασε στο σημείο να πάρει το αεροπλάνο για την Αυστραλία, όπου η Άβα συμμετείχε στα γυρίσματα της ταινίας «Όσο θα υπάρχει ο κόσμος», για να περάσει μερικά μερόνυχτα με την πρώην σύζυγό του.

   Η εποχή στην Αμερική είναι πολύ αυστηρή με ρατσιστικές εκρήξεις. 
   Τα πιο συντηρητικά στρώματα της χώρας δεν συγχώρεσαν την τεράστια επιτυχία ενός ιταλοαμερικανού λαϊκού τραγουδιστή και φανατικού φιλελεύθερου που τραγουδούσε σε σχολεία στα οποία δεν ίσχυε ο φυλετικός διαχωρισμός.  
   Ο Σινάτρα είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα στην καριέρα του, ξεκινώντας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στις αρχές της δεκαετίας του '40.  
   Άρχισαν να τον κατηγορούν ότι είναι κομμουνιστής, και όχι μόνον αυτό: ότι ήταν δειλός που δεν πολέμησε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρότι ήταν ο στρατός που δεν τον είχε δεχτεί στις τάξεις του. 
   Οι περιπέτειές του με τις γυναίκες δεν τον βοήθησαν να βελτιώσει την εικόνα του. 
   Είχε ένα διαβόητο ειδύλλιο με την Λάνα Τάρνερ, η οποία είχε αμέτρητους εραστές και είχε εγκαταστήσει στο καμαρίνι της ένα διπλό κρεβάτι και καθρέφτες για να εκμεταλλεύεται τον ελεύθερο χρόνο της ανάμεσα στα γυρίσματα.

  Τίποτα από αυτά δεν στάθηκε εμπόδιο στη σχέση τους. Όμως τελικά δημιουργείται ένα αξεπέραστο ιδιαίτερο εμπόδιο μεταξύ τους και όπως δείχνει εξελίσσεται στον πιο σημαντικό εχθρό τους: τη ζήλεια, που επιδεινωνόταν από το αλκοόλ. 
   Εκείνη την εποχή, η κατανάλωση αλκοόλ δεν αντιμετωπιζόταν αρνητικά στο Χόλιγουντ. Και στους δυο τους άρεσε πάντα το ποτό, κάθε είδους και κάθε στιγμή της ημέρας. Ο Φρανκ ζήλευε αναδρομικά όλους τους πρώην της, και η Άβα γινόταν έξαλλη όταν εκείνος κοίταζε κάποια άλλη.
   Η Ρίνι, υπηρέτρια και φίλη του ζευγαριού για πολλά χρόνια διηγείται: 

«Ήταν κρίμα που δεν κατάφεραν να γίνουν ευτυχισμένοι. Δεν είχαν πολλές ειρηνικές στιγμές οι δυο τους, δεν ήταν τέτοιο το ταμπεραμέντο τους. Το παραμικρό αρκούσε για να αρχίσουν τον καβγά».

   Μια ηθοποιός που ειδικευόταν σε ρόλους βαμπ και ένας ιταλοαμερικανός τραγουδιστής που ήταν ακόμα παντρεμένος, έγιναν ο αγαπημένος στόχος του Τύπου, σχεδόν αμέσως μόλις άρχισε η σχέση τους.



   Πραγματικός άθλος από μέρους τουςμας φαίνεται σήμερα,  το ότι δεν τους κατέστρεψε η ίδια σεμνοτυφία που είχε καταστρέψει, μεταξύ άλλων, την καριέρα της Ινγκριντ Μπέργκμαν στο Χόλιγουντ, ή ότι δεν τους έθαψε ο καθωσπρεπισμός ή τα δηλητηριώδη σχόλια των σκανδαλοθηρικών εντύπων.
   Ίσως γιατί είχαν να παλέψουν με τους δικούς τους δαίμονες. 
   «Με τον καιρό, έμαθαν πώς να εκμεταλλεύεται ο ένας τα αδύνατα σημεία του άλλου, χρησιμοποιώντας τα ως όπλο στις μάχες που έδιναν μεταξύ τους.  Οι καβγάδες τους πριν από τον γάμο τους έδειχναν και την πορεία της μελλοντικής τους σχέσης. 
   Ο Φρανκ έκανε τουλάχιστον δύο απόπειρες αυτοκτονίας στην προσπάθειά του και τις δύο φορές, να την κρατήσει, ύστερα από  δύο φοβερές συγκρούσεις. 
Ο γάμος έγινε το 1951, αφού η Νάνσι,  συμφώνησε να δώσει διαζύγιο στον Σινάτρα, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι έχει χάσει πια κάθε μάχη. Ένα διαζύγιο, που ο Φρανκ, παρότι ήταν κατεστραμμένος οικονομικά, το πλήρωσε χρυσό. 
   Πέρασαν τον μήνα του μέλιτος στην Αβάνα της Κούβας του Μπατίστα, εκείνο το καζίνο- οίκο ανοχής που ήταν τότε το νησί για τους πλούσιους Αμερικανούς. Και, φυσικά, δεν έλειψαν τα κοκτέιλ κούμπα-λίμπρε.»  περιγράφει χωρίς να ωραιοποιεί τις εικόνες,  ο Ταραμπορέλι. 

...Η Άβα είναι στην Ισπανία για τα γυρίσματα της «Πανδώρας» και προσπαθεί μάταια να κρύψει, μια σύντομη περιπέτεια με τον Ισπανό ταυρομάχο και ποιητή Μάριο Καμπρέ, όπου ζει φλογερές νύχτες και παθιασμένους έρωτες, μέσα σ΄ ένα σύννεφο από αλκοόλ, ταυρομαχίες και φλαμένκο.
   Σχεδόν αμέσως μετά στην Αφρική για τα γυρίσματα του «Μογκάμπο»,  και κρυφά στο Λονδίνο, για δύο εκτρώσεις... Είναι πεπεισμένη ότι η αστάθεια του επαγγέλματός της και του γάμου της δεν ήταν η καλύτερη εγγύηση για να μεγαλώσει ένα παιδί, όσο και να το ήθελε, και όσο επώδυνη κι αν ήταν η απόφασή της να το ρίξει.
   Η επιστροφή του Σινάτρα στην κορυφή μετά τη συμμετοχή του στην ταινία «Όσο  υπάρχουν άνθρωποι», έναν ρόλο που του χάρισε το Όσκαρ και που τον πήρε χάρη στην Γκάρντνερ η οποία είχε πιέσει την παραγωγό εταιρεία να του κάνει ένα δοκιμαστικό.
Ο Φρανκ, ανερχόμενο αστέρι και πάλι. 
   Μ' αυτά φθάνει η χρονιά του διαζυγίου ο Οκτώβριος του ΄53, που το ζεύγος Σινάτρα χωρίζει.   
«Μας πλήγωσε η αγάπη μας και μας ταλαιπώρησε τόσο που δεν μπορούσαμε να αντέξουμε πια», γράφει η Άβα.
   Αυτό φαίνεται να είναι ένα μάθημα για την Άβα που δεν ξαναπαντρεύεται. 
   Αλλά συνεχίζει να έχει τη μια σχέση μετά την άλλη: με τον Λουίς Μιγκέλ Ντομινγκίν, με τον Ουόλτερ Τσιάρι, με τον Τζορτζ Κ. Σκοτ, είναι οι πιο γνωστές. 
   Ο Φρανκ όμως παντρεύτηκε: με την νεαρότατη Μία Φάροου και, τέλος, με την Μπάρμπαρα Μαρξ.
  
 Η Άβα διηγείται με τη γραφή της στα απομνημονεύματά της (Αβα Γκάρντνερ, «Με τη δική της φωνή».):
«Μπορεί να ήμασταν σε διαφορετικές πόλεις, σε διαφορετικές χώρες, αλλά ποτέ δεν ήμασταν χώρια. Και από καιρού εις καιρόν, ο Φρανκ μου τηλεφωνούσε στη Μαδρίτη, το Λονδίνο, τη Ρώμη, τη Νέα Υόρκη, όπου κι αν ήμουν, και έλεγε: "Αβα, ας προσπαθήσουμε ξανά". Κι εγώ έλεγα, "Εντάξει! " και τα παρατούσα όλα, μερικές φορές ακόμη και ένα ρόλο σε κάποια ταινία. Και ήταν υπέροχα, αλλά δεν διαρκούσε πάνω από μια μέρα. Κι έφευγα πάλι τρέχοντας, τρέχοντας στ΄ αλήθεια. Ποτέ δεν καταφέρναμε να καταλάβουμε τελείως γιατί δεν λειτούργησε και γιατί ποτέ δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει».

   Ο Φρανκ και η Άβα συνέχισαν να αγαπούν ο ένας τον άλλο μετά το διαζύγιό τους το 1957.   Η Άβα είχε ένα μοναδικό χάρισμα, ανάμεσα σε πολλά άλλα που την ανέδειξαν σε μια γυναίκα με πολύ στυλ: παντρεύτηκε με τρεις δύσκολους άνδρες και παρέμεινε φίλη και με τους τρεις μετά τα αντίστοιχα διαζύγια. Στην περίπτωση όμως του Φρανκ, ήταν κάτι περισσότερο από φιλία: η σπίθα ποτέ δεν έσβησε. 
   Δεν λειτούργησε, γιατί και οι δύο ήταν εξίσου γοητευτικοί, παθιασμένοι, ζηλιάρηδες και αλκοολικοί. Και επειδή ο Τύπος ποτέ δεν τους άφησε ήσυχους. Και επειδή οι σταδιοδρομίες τους τούς οδηγούσαν σε εντελώς αντίθετες κατευθύνσεις.

   Η καριέρα της Άβα συνεχίστηκε με λιγότερη ένταση. Μετά την Ισπανία η Γκάρντνερ εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο. Στα μέσα της δεκαετίας του ΄80 υπέστη ένα εγκεφαλικό επεισόδιο που την άφησε σε πολύ άσχημη κατάσταση, αλλά εξακολούθησε να έχει επαφή με τον Σινάτρα, κι εκείνος συνέχιζε να της στέλνει μια ανθοδέσμη κάθε Χριστούγεννα.
Ο Φρανκ έγινε ο μεγάλος Σινάτρα που ξέρουμε, μέχρι τον θάνατό του, οχτώ χρόνια μετά τον θάνατο της Άβα.
_______________                                                                                   


Μαρτυρίες:

*  Τόνι Κονσίλιο,  Με μία φράση ο προσωπικός βοηθός του Φρανκ Σινάτρα, ήξερε ότι έπρεπε να βγάλει το διάσημο αφεντικό του από τη δύσκολη θέση. «Τόνι έχεις ένα πρόβλημα» του έλεγε και ο παιδικός του φίλος που πλέον είχε αναλάβει χρέη προσωπικού βοηθού, έσπευδε να καθαρίσει όλη τη βρώμικη δουλειά. 
   Ο Τόνι Κονσίλιο γνωρίστηκε με τον Φρανκ Σινάτρα όταν ακόμη πήγαιναν στο ίδιο σχολείο στο Χομπόκεν. Αργότερα, τον προσέλαβε ως προσωπικό του βοηθό καθώς γνώριζε τα πάντα για τον διάσημο πλέον καλλιτέχνη και ήξερε πώς να... αναλαμβάνει δράση αντ’ αυτού. 
   Στο βιβλίο του «Sinatra and Me: The Very Good Years» (Ο Σινάτρα κι Εγώ: Τα πολύ καλά χρόνια) ο Κονσίλιο περιγράφει ιστορίες από τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει τα 50 χρόνια που έμεινε κοντά στον φίλο και αφεντικό του. 

   «Ο Φρανκ δεν χρειαζόταν ποτέ να ρωτήσει πού ήταν το σμόκιν του ή γιατί τα παπούτσια του δεν ήταν γυαλισμένα. Ήξερε πως όταν ήμουν κοντά το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να θυμηθεί τους στίχους των τραγουδιών του. Εγώ έκανα όλα τα υπόλοιπα και εκείνος το απολάμβανε!». 
   Όπως περιγράφει χαρακτηριστικά, όταν ο Σινάτρα ήθελε να χωρίσει από κάποια γυναίκα, ήταν αυτός που ακολουθούσε ρητά τις εντολές του. Κι όσο άσχημο κι αν του φαινόταν, δεν είχε άλλη επιλογή, όπως λέει ο ίδιος ο Κονσίλιο. «Εχεις πρόβλημα» του ανακοίνωσε για πολλοστή φορά ένα βράδυ που βρίσκονταν στο Ατλάντικ Σίτι. Ο Σινάτρα βρισκόταν με μία πολύ όμορφη ηθοποιό, αλλά όταν η συζήτηση γύρισε στην πολιτική, η νεαρή γυναίκα τον έθιξε χωρίς να το καταλάβει. Εκείνη πήγε στο υπνοδωμάτιό της με την πρόφαση να φορέσει κάτι πιο άνετο και να τον περιμένει, ενώ εκείνος επέστρεψε στη σουίτα του.

   Κάλεσε τον Τόνι και του ζήτησε να παραδώσει στο ραντεβού του το δείπνο τους. Λίγο αργότερα, ο άνδρας εμφανίστηκε στην πόρτα της ηθοποιού κρατώντας μια πιατέλα με χοιρινά παϊδάκια. Εκείνη φορούσε μία ελαφριά ανοιχτόχρωμη ρόμπα κι από κάτω ένα διαφανές λευκό νεγκλιζέ, έτοιμη –όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Κονσίλιο- για μακρά νύχτα. 
   Της ζήτησε συγγνώμη για την ενόχληση και πως ο Φρανκ επέμενε να της παραδώσει τα παϊδάκια. «Όταν πλησίασε να πάρει την πιατέλα, της τα έριξα όλα στο πρόσωπο, τα παϊδάκια, τη σάλτσα, όλα. Απολογήθηκα για την πράξη μου κι επέστρεψα στη σουίτα του Σινάτρα. Εκείνος με ρώτησε ‘έκανες ό,τι σου είπα;’. Έγνεψα ναι» γράφει στο βιβλίο του. 

   «Τόνι έχεις πρόβλημα» θυμάται τον  Σινάτρα να του λέει, ύστερα από έναν τρομερό καυγά με την τότε σύζυγό του Άβα Γκάρντνερ, στη Νέα Υόρκη, όταν εκείνη πέταξε τη βέρα της από το δωμάτιο του ξενοδοχείου στον 14ο όροφο!  
   Ο Φρανκ τον έστειλε να βρει τη χαμένη βέρα.  Όσο εκείνος έκανε... σεξ συμφιλίωσης με την Γκάρντνερ, ο Κονσίλιο έψαχνε σπιθαμή προς σπιθαμή μ’ έναν φακό το πεζοδρόμιο. 
   Ύστερα από πολύωρη αναζήτηση, κατάφερε να βρει τη βέρα δίπλα σ’ έναν πυροσβεστικό κρουνό. Ο Φρανκ του είπε «Τέλεια» και τίποτα άλλο! 
_________________________________________                                      


*   
Πίτερ Έβανς, Τον Ιανουάριο του 1988 ο βρετανός δημοσιογράφος και συγγραφέας,  περνούσε το κατώφλι του διαμερίσματός της, στην κομψή περιοχή Νάιτσμπριτζ του Λονδίνου. Τον είχε καλέσει εκεί η ίδια προκειμένου να συγγράψει την αυτοβιογραφία της. 
   Μια αυτοβιογραφία που έμελλε να μείνει στο συρτάρι για τα επόμενα 25 χρόνια, ώσπου έφθασε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων στις αρχές Ιουλίου υπό τον τίτλο «Ava Gardner: The Secret Conversations» (εκδ. Simon & Schuster). 
    Έπειτα από αρκετούς μήνες συνεργασίας με τον συγγραφέα Πίτερ Έβανς, η Αβα  Γκάρντνερ  αποφάσισε ξαφνικά να μην προχωρήσει στην έκδοση του βιβλίου. Ο λόγος ήταν και πάλι ο Φρανκ Σινάτρα. 
   Η διάσημη ηθοποιός έμαθε κάτι που ο συγγραφέας Πίτερ Έβανς τής είχε μάλλον αποκρύψει. Πριν από κάποια χρόνια ο Σινάτρα τον είχε μηνύσει για ένα μειωτικό σχόλιο που έκανε στο ΒΒC σε βάρος του. Ουσιαστικά είχε αναπαραγάγει τη φήμη που ανέφερε ότι ο διάσημος τραγουδιστής κέρδισε τον ρόλο του στην ταινία «Οσο υπάρχουν άνθρωποι» χάρη στις διασυνδέσεις του με τη μαφία.

   Ο Έβανς εικάζει ότι ο Σινάτρα - ο οποίος έτσι κι αλλιώς είχε κάνει μια συμφωνία με την Γκάρντνερ να μη μιλήσουν ποτέ για τις αναμνήσεις τους - της έδωσε το ποσό που θα της εξασφάλιζε η έκδοση του βιβλίου και εκείνη προχώρησε στη συγγραφή μιας «light» αυτοβιογραφίας, η οποία εκδόθηκε εννέα μήνες μετά τον θάνατό της, το 1990.


   Εκείνη η απαγορευμένη αυτοβιογραφία έμεινε στα συρτάρια. Τελικά ο Εβανς, πολλά χρόνια αργότερα, εξασφάλισε την άδεια του πρώην μάνατζερ και νυν διαχειριστή της περιουσίας της να εκδώσει τις συζητήσεις τους. Ούτε εκείνος είδε το βιβλίο να τυπώνεται. Πέθανε πριν από έναν χρόνο από καρδιακή προσβολή, ενώ ολοκλήρωνε τη συγγραφή του.
   Η ωραιότερη ίσως γυναίκα του παλιού Χόλιγουντ έζησε ακραία, σαν να έπαιζε στην πραγματική ζωή της τον ρόλο της αιώνιας βαμπ που ενσάρκωνε στο πανί. Ανάβοντας τσιγάρο, με εκείνη τη χαρακτηριστική βραχνή φωνή, συνόψισε τη ζωή της σε μια πρόταση: «Έκανε ταινίες, έκανε σεξ, έκανε τη ζωή της μαντάρα. Αλλά ποτέ δεν έκανε μαρμελάδα». 

   Η Άβα Γκάρντνερ πέθανε στο Λονδίνο το 1990.
   Στην κηδεία της, στις 29 Ιανουαρίου, όλοι αναρωτιόνταν αν θα εμφανιζόταν ο Φρανκ Σινάτρα. Κάποια στιγμή, μια μαύρη λιμουζίνα πλησίασε σιωπηλά, σταματώντας σε απόσταση ασφαλείας. Ποιος ήταν ο μυστηριώδης επιβάτης κρυμμένος πίσω από τα φιμέ παράθυρα;   

   Σίγουρα ο Σινάτρα, σκέφτηκε ο κόσμος. Δεν ήταν εκείνος, αλλά ένας κομμωτής, φίλος της Αβα. Ο Φρανκ δεν εμφανίστηκε για να μη γίνει τσίρκο η κηδεία. Είχε φροντίσει όμως για τον ανθοστολισμό της τελετής.

   Ο Φρανκ Σινάτρα, πέθανε το 1998 στο Λος Αντζελες.
   Μικρή αναφορά σε κάποιες από τις αξέχαστες μελωδίες του τα «Strangers in the night», «Μy way», «Νew Υork, Νew Υork», «Something stupid», «Fly me to the moon», «Ι΄ve got you under my skin».  Μέλος του Rat Pack μαζί με τους Ντιν Μάρτιν, Σάμι Ντέιβις Τζούνιορ, Πίτερ Λόφορντ και Τζόι Μπίσοπ.
_____________________  

Συμβουλευθήκαμε τα sites:
http://www.opinion24.gr/
http://www.iefimerida.gr
http://nypost.com/
http://www.tovima.gr

________________


Scholeio.com