Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΓΑΠΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΓΑΠΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Μπόρχες, Ένα Μισοφέγγαρο από Ατσάλι



Το σχήμα του Σπαθιού

Χόρχε Λουίς Μπόρχες
μετάφραση Αχ. Κυριακίδης

Μια μνησίκακη ουλή αυλάκωνε το πρόσωπο του, ένα τόξο σταχτί, σχεδόν τέλειο, που τον ρυτίδωνε από το μηλίγγι ως το μάγουλο. 


Το αληθινό του όνομα δεν έχει σημασία. 
   Όλοι στο Τακουαρεμπό τον έλεγαν  "ο Εγγλέζος της Κολοράδα".  
   Ο Τσιφλικάς της περιοχής εκείνης, ο Καρδόσο, δεν πουλούσε... Έχω ακούσει πως ο Εγγλέζος κατέφυγε τότε σ' ένα απρόβλεπτο επιχείρημα: του εκμυστηρεύτηκε την ιστορία της ουλής. 
   Ο Εγγλέζος είχε έρθει απ' τα σύνορα, απ' το Ρίο Γκράντε ντελ Σουρ.  Δεν έλειψαν κι αυτοί που έλεγαν πως ήταν κοντραμπαντιέρης  (λαθρέμπορος) στη Βραζιλία. 
   Τα χωράφια ήταν χέρσα, το νερό στις ποτίστρες, γλυφό. Για να φτιάξουν όλα αυτά, ο Εγγλέζος δούλεψε σκληρά, όσο και οι πεόν  (υπηρέτες) του.    
   Έλεγαν πως ήταν αυστηρός μέχρι σκληρότητας, αλλά δίκαιος ως εκεί που δεν παίρνει. Έλεγαν ακόμα πως έπινε: κάμποσες φορές το χρόνο, κλειδωνόταν στη σοφίτα κι επανεμφανιζόταν μετά από δυο-τρεις μέρες, θαρρείς κι έβγαινε μέσ' από μια μάχη ή έναν ίλιγγο, χλομός, τρεμάμενος, αποσβολωμένος κι έτσι αυταρχικός όπως πριν. 
   
   Θυμάμαι τα παγερά του μάτια, τη δραστήρια λιποσαρκία του, το γκρίζο μουστάκι του. Δεν έκανε παρέα με κανέναν, είναι αλήθεια πως τα ισπανικά του ήταν υποτυπώδη, ανάκατα με βραζιλιάνικα. Εκτός από κανένα εμπορικό γράμμα ή τίποτα φυλλάδια, δεν έπαιρνε αλληλογραφία. 

   Την τελευταία φορά που έκανα ένα ταξίδι βόρεια, μια πλημμύρα του ποταμού Καραγουατά μ' ανάγκασε να περάσω τη νύχτα στην Κολοράδα.  Δεν χρειάστηκαν παρά λίγα λεπτά για να αισθανθώ ανεπιθύμητος. Προσπάθησα να χαριεντιστώ με τον Εγγλέζο, προσέφυγα στο λιγότερο διορατικό απ' όλα τα πάθη: τον πατριωτισμό. 

   Είπα πως μια χώρα με το πνεύμα της Αγγλίας δεν μπορεί παρά να είναι ακατανίκητη. Ο συνομιλητής μου δε διαφώνησε, αλλά πρόσθεσε μ' ένα χαμόγελο ότι εκείνος δεν ήταν Άγγλος, ήταν Ιρλανδός, απ' το Ντανγκάρβαν. Και, λέγοντας αυτό, σταμάτησε απότομα, σαν να 'χε αποκαλύψει ένα μυστικό. 

   Μετά το δείπνο, βγήκαμε να δούμε τον ουρανό. Είχε ξαστερώσει, αλλά, πίσω από τους λόφους, ο νοτιάς σκιζόταν και χαρακωνόταν απ' τις αστραπές, φέρνοντας κι άλλη καταιγίδα. Στην ξαστερωμένη τραπεζαρία, ο πεόν που μας είχε σερβίρει το δείπνο, έφερε ένα μπουκάλι ρούμι. Ήπιαμε αργά αργά, αμίλητοι.


   Δεν ξέρω τι ώρα ήταν όταν κατάλαβα πως είχα μεθύσει. Ούτε ξέρω ποια έμπνευση ή ποια ευφροσύνη ή ποια βαρεμάρα μ' έκανε ν' αναφέρω την ουλή. Το πρόσωπο του Εγγλέζου άλλαξε έκφραση... για λίγα δευτερόλεπτα, πίστεψα πως θα με πετούσε έξω. Στο τέλος, μου είπε με τη συνηθισμένη φωνή του:

   - "Θα σας πω την ιστορία της ουλής μου, αλλά μ' έναν όρο: να μην απαλείψω κανένα περιστατικό ατιμίας, καμιά ταπείνωση". 

   Δέχτηκα. Η ιστορία που μου αφηγήθηκε, είχε ανάκατα αγγλικά κι ισπανικά, ακόμα και πορτογαλικά:


   ["Γύρω στο 1922, σε μια πόλη του Κοντ, ήμουν ένας απ' τους τόσους που συνωμοτούσαν για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας.  Απ' τους συντρόφους μου, κάποιοι επέζησαν ασχολούμενοι  με φιλειρηνικά έργα. 

   Άλλοι -κι αυτό είναι πολύ παράδοξο- πολέμησαν στις θάλασσες, ή στην έρημο, κάτω απ' την αγγλική σημαία. 
   Ένας άλλος, που άξιζε πιο πολύ απ' όλους, πέθανε μιαν αυγή στο προαύλιο ενός στρατώνα, τουφεκισμένος από άντρες γεμάτους ύπνο. Άλλοι πάλι (όχι οι πιο δυστυχισμένοι) βρήκαν το ριζικό τους στις ανώνυμες, σχεδόν μυστικές μάχες του εμφυλίου. 
   Είμαστε δημοκράτες, Καθολικοί. Είμαστε, όπως υποψιάζομαι, ρομαντικοί. Για μας, η Ιρλανδία δεν ήταν μόνο το ουτοπικό μέλλον και το αφόρητο παρόν: ήταν μια πικρή και τρυφερή μυθολογία, ήταν και οι κυκλικοί πύργοι και οι κόκκινοι βάλτοι, ήταν η αποπομπή του Παρνέλ και τα τεράστια έπη που τραγουδούν την αρπαγή των ταύρων, οι οποίοι σε μιαν άλλη ενσάρκωση ήταν ήρωες, και σ' άλλες, ψάρια και βουνά... 
   Ένα σούρουπο, που δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου, μας έφτασε ένας σύντροφος απ' το Μίνστερ: κάποιος Τζον Βίνσεντ Μουν. 

   Θα 'ταν δε θα 'ταν είκοσι χρονών. Ήταν ταυτόχρονα αδύνατος και πλαδαρός. Σου έδινε τη δυσάρεστη εντύπωση ότι ήταν ασπόνδυλος. Είχε μελετήσει με πάθος και ματαιοδοξία όλες τις σελίδες κι εγώ δεν ξέρω ποιου κομμουνιστικού εγχειριδίου. Ο διαλεκτικός υλισμός τού χρησίμευε για να κλείνει οποιαδήποτε συζήτηση. 

Οι λόγοι που μπορεί να 'χει ένας άνθρωπος για να μισήσει κάποιον άλλον ή να τον αγαπήσει, είναι άπειροι: ο Μουν συρρίκνωνε την Παγκόσμια Ιστορία σε μια ποταπή οικονομική διαπάλη. 
   Έλεγε κατηγορηματικά ότι η επανάσταση ήταν προορισμένη να θριαμβεύσει. Του είπα πως ένας τζέντλεμαν δεν μπορεί παρά να ενδιαφέρεται μόνο για χαμένες υποθέσεις... 
   Είχε κιόλας νυχτώσει, συνεχίσαμε να διαφωνούμε στο διάδρομο, στις σκάλες, στους άδειους δρόμους. 
   Δε μ' εντυπωσίαζαν τόσο πολύ οι απόψεις του Μουν όσο το αδιαμφισβήτητο δογματικό του ύφος. Ο καινούργιος σύντροφος δε συζητούσε. Αποφαινόταν με ακαταδεξία και με κάποια οργή. 

   Καθώς φτάναμε στα τελευταία σπίτια, μια ξαφνική ομοβροντία μας κατακεραύνωσε. (Λίγο πριν ή λίγο μετά, πηγαίναμε σύρριζα στον γυμνό τοίχο μιας φάμπρικας ή ενός στρατώνα.)  

   Στρίψαμε σ' ένα χωματόδρομο.  Από μια φλεγόμενη παράγκα ξεπρόβαλε ένας στρατιώτης, πελώριος μες στο φέγγος της φωτιάς. Μας φώναξε να σταματήσουμε. 
   Τάχυνα το βήμα μου. Ο σύντροφος δε μ' ακολούθησε. Γύρισα να δω: ο Τζον Βίνσεντ Μουν ήταν ακίνητος, σαγηνευμένος, θαρρείς μαρμαρωμένος απ' τον τρόμο. 
   Έτρεξα αμέσως, έριξα χάμω τον στρατιώτη μ' ένα χτύπημα, πήγα στον Βίνσεντ Μουν, τον ταρακούνησα, του 'βαλα τις φωνές, τον διέταξα να μ' ακολουθήσει. 
   Πήραμε τρέχοντας τους δρόμους, μέσα στη νύχτα που ήταν διάτρητη από τις φωτιές. Μια άλλη ομοβροντία  μας πήρε στο κυνήγι... μια σφαίρα έξυσε τον δεξιό ώμο του Μουν. Καθώς τρέχαμε μέσα στα πεύκα, άκουγα  τ' αναφιλητά του. 

   Εκείνο το φθινόπωρο του 1922, είχα βρει καταφύγιο στην έπαυλη του στρατηγού Μπέρκλι, ο οποίος (δεν τον είχα δει ποτέ μου) ασκούσε κάποια διοικητικά καθήκοντα στη Βεγγάλη. 

   Το οίκημα δεν ήταν ούτε εκατό χρονών, αλλά ήταν ρημαγμένο, θεοσκότεινο, γεμάτο μπερδεμένους διαδρόμους και περιττούς προθαλάμους. Το μουσείο κι η τεράστια βιβλιοθήκη έπιαναν όλο το ισόγειο: τα επίμαχα και αντιφατικά βιβλία που, κατά κάποιον τρόπο, είναι η Ιστορία του 19ου αιώνα, τα γιαταγάνια από το Νασιπούρ, που τα λαφυραγωγημένα τόξα τους ανέδιδαν, θαρρείς, τον άνεμο και τη βία των μαχών. 
   Αν θυμάμαι καλά, μπήκαμε απ' την πίσω πόρτα. Ο Μουν, με τα χείλια του τρεμάμενα και στεγνά, ψιθύρισε πως τα νυχτερινά επεισόδια είχαν ενδιαφέρον του 'δεσα την πληγή, του 'φτιαξα ένα τσάι. Το "τραύμα" του ήταν επιπόλαιο. Ξαφνικά, ψέλλισε σαν να τα 'χε χαμένα:
   -"Μα εσείς ριψοκινδυνεύσατε πολύ!"
   Του είπα να μην ανησυχεί. (Έκανα ότι έκανα, απ' τη συνήθεια του εμφυλίου, έπειτα, η σύλληψη ενός μέλους μπορούσε να κάνει κακό στον αγώνα μας.)
   Την άλλη μέρα μέρα, ο Μουν είχε ξαναβρεί τον εαυτό του. Δέχτηκε ένα τσιγάρο που του πρόσφερα, και με υπέβαλε σε εξονυχιστική ανάκριση για τους "οικονομικούς πόρους του επαναστατικού μας κόμματος". 
   Τα ερωτήματα του ήταν πολύ ξεκάθαρα. Του είπα (και δεν έλεγα ψέματα) πως η κατάσταση ήταν σοβαρή. Βαριές ομοβροντίες συγκλόνιζαν το νότο. Είπα στον Μουν ότι οι σύντροφοι θα μας περίμεναν. Το πανωφόρι μου και το περίστροφο μου ήταν στο δωμάτιο μου. Όταν γύρισα, ο Μουν ήταν ξαπλωμένος στο σοφά, με τα μάτια κλειστά. Είπε πως πρέπει να είχε πυρετό, προφασίστηκε έναν οδυνηρό σπασμό στον ώμο.
   Τότε κατάλαβα πως η δειλία του ήταν αθεράπευτη. Του συνέστησα αδέξια να προσέχει, κι έφυγα. 
   Αυτός ο φοβισμένος άνθρωπος μ' έκανε να ντρέπομαι, θαρρείς και ο δειλός ήμουν εγώ και όχι ο Βίνσεντ Μουν. 
   Ό,τι κάνει ένας άνθρωπος, είναι σαν να το 'χουν κάνει όλοι οι άνθρωποι. Δεν είναι άδικο, λοιπόν, που ένα κρούσμα απειθαρχίας σ' έναν κήπο μόλυνε το ανθρώπινο γένος. 
   Δεν είναι άδικο, λοιπόν, που η σταύρωση ενός και μόνο Ιουδαίου ήταν αρκετή για να το σώσει. Ίσως έχει δίκιο ο Σοπενάουερ: εγώ είμαι οι άλλοι, κάθε άνθρωπος είναι όλοι οι άνθρωποι, ο Σαίξπηρ είναι κατά κάποιον τρόπο αυτός ο άθλιος Τζον Βίνσεντ Μουν.

   Περάσαμε εννέα μέρες στο θεόρατο σπίτι του στρατηγού. Δε θα πω τίποτα για τις αγωνίες και τις εκλάμψεις του πολέμου: σκοπός μου είναι να σας πω την ιστορία αυτής εδώ της ουλής που με προσβάλλει. 

   Αυτές, λοιπόν, οι εννέα μέρες, μέσα στο μυαλό μου είναι μία μέρα, αν εξαιρέσουμε την προτελευταία, που οι δικοί μας μπήκαν σ' ένα στρατώνα και καταφέραμε να πάρουμε ακριβή εκδίκηση για τους δεκάξι συντρόφους που είχαν τουφεκιστεί στο Έλφιν. Έβγαινα απ' το σπίτι με το συγκεχυμένο φως του ξημερώματος και γύριζα με το που βράδιαζε. 
   Ο σύντροφός μου με περίμενε στο πρώτο πάτωμα: το τραύμα δεν του επέτρεπε να κατέβει στο ισόγειο. Τον θυμάμαι μ' ένα βιβλίο πολεμικής στρατηγικής στο χέρι: Φ.Ν. Μοντ ή Κλάουζεβιτς. 
   - "Το όπλο που προτιμώ, είναι το πυροβόλο" μού εξομολογήθηκε μια νύχτα. 
   Ρωτούσε για τα σχέδια μας. Του άρεσε να τα επικρίνει ή να τα διορθώνει. Συχνά, επίσης, κατηγορούσε την "αξιοθρήνητη οικονομική μας βάση".   Δογματικός και σκυθρωπός, προφήτευσε το καταστροφικό τέλος. 
   - ''C' est une affaire flambee" (είναι μια καμμένη υπόθεση) μουρμούριζε. 
   Για να δείξει πόσο λίγο τον ενδιέφερε η φυσική του δειλία, μεγιστοποιούσε την πνευματική του αλαζονεία. Έτσι, καλά ή κακά, πέρασαν εννέα μέρες. 

   Τη δέκατη μέρα,η πόλη έπεσε οριστικά στις δυνάμεις των Black and Tans. Ψηλοί, σιωπηλοί έφιπποι περιπολούσαν στους δρόμους. Ο αέρας έφερνε στάχτη και κάπνα. Σε μια γωνιά είδα ένα πτώμα ριγμένο στο δρόμο. 

   Πιο επίμονη, όμως, είναι η θύμηση που έχω από ένα ανδρείκελο: το 'χαν πετάξει οι στρατιώτες στο κέντρο μιας πλατείας και το πυροβολούσαν ασταμάτητα... 
   Είχα βγει χαράματα απ' το σπίτι, πριν μεσημεριάσει, είχα επιστρέψει. Ο Μουν ήταν στη βιβλιοθήκη και μιλούσε με κάποιον. 
   Απ' τον τόνο της φωνής του κατάλαβα πως μιλούσε στο τηλέφωνο. Τότε άκουσα τ' όνομα μου. Ύστερα πως θα γύριζα στις εφτά... Ύστερα την υπόδειξη να με συλλάβουν όταν θα περνούσα τον κήπο. Ο λογικός φίλος μου με πουλούσε σε λογική τιμή. Τον άκουσα να ζητά εγγυήσεις για την προσωπική του ασφάλεια.

   Εδώ η ιστορία μου μπερδεύεται και χάνεται. Ξέρω πως κυνήγησα τον καταδότη μέσα από σκοτεινούς εφιαλτικούς διαδρόμους, πάνω σε ατελείωτες ιλιγγιώδεις σκάλες. Ο Μουν γνώριζε πολύ καλά το σπίτι, πολύ καλύτερα από μένα. Τον έχασα μια δυο φορές. 

   Από μια κρεμασμένη στολή του στρατηγού τράβηξα ένα γιαταγάνι. Μ' εκείνο το μισοφέγγαρο από ατσάλι χάραξα στο πρόσωπό του για πάντα, ένα μισοφέγγαρο από αίμα. 
Ακούστε, Μπόρχες: έκανα αυτή την εξομολόγηση σε σας, που είστε ένας άγνωστος. Η περιφρόνησή σας δε θα με λυπήσει τόσο πολύ.
   Εδώ ο αφηγητής σταμάτησε. Πρόσεξα πως τα χέρια του έτρεμαν. 
   - "Και ο Μουν;" το ρώτησα.
   - "Πήρε τα τριάντα αργύρια και το 'σκασε στη Βραζιλία.    Εκείνο το απόγευμα, στην πλατεία, είδα κάτι μεθυσμένους να πυροβολούν ένα ανδρείκελο."
   Μάταια περίμενα τη συνέχεια της ιστορίας. Κάποια στιγμή, του είπα να συνεχίσει.
   Και τότε ένας λυγμός τον τάραξε σύγκορμο...  με μια αδύναμη πραότητα, μου έδειξε την καμπύλη, ασπρειδερή ουλή.
   - "Δεν με πιστεύετε;" ψέλλισε. "Δεν έχω εδώ, στο πρόσωπο μου πάνω, το σημάδι της ατιμίας μου; Σας αφηγήθηκα την ιστορία με τέτοιον τρόπο, ώστε να μ' ακούσετε ως το τέλος. Εγώ κατέδωσα τον άνθρωπο που με προστάτεψε εγώ είμαι ο Βίνσεντ Μουν.  
Και τώρα περιφρονήστε με."
______________________________
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, "Μυθοπλασίες"
μετάφραση Αχ. Κυριακίδης
_______   εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα



  Scholeio.com  

Δύο Ώρες μετά τα Μεσάνυχτα





Ένας Πόλεμος έχει Ξεκινήσει... 
και Είναι σε Εξέλιξη

          Ένας ευγενής άνδρας Αθηναίος, κερδίζει την εμπιστοσύνη του Σπαρτιάτη βασιλιά...  Ο ακατανίκητα γοητευτικός, ατίθασος και αδίστακτος, Αλικιβιάδης,  βρίσκεται στην "αυλή της Σπάρτης" και όχι μόνο. Έχει γίνει πια ο "πολύτιμος" έμπιστος του βασιλιά Άγι.  Πολύτιμη και η συμβουλή του προς τον βασιλιά στρατηγό :  

"...οι Σπαρτιάτες στρατιώτες που θα σταλούν στη Σικελία, να είναι συγχρόνως και κωπηλάτες στα πλοία, για να αυξηθεί έτσι ο αριθμός των μάχιμων στρατιωτών που θα στέλνονταν κατά των Αθηναίων !"

   Ξαφνιάζει τους πάντες στη Σπάρτη,  ακολουθώντας πιστά τον λακωνικό τρόπο ζωής. Ξυρίζει το κεφάλι του σύρριζα, κάνει κρύα λουτρά, τρώει τον μέλανα ζωμό κι όλοι απορούν πώς είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να είχε γνωρίσει, ποτέ, μάγειρες και αρωματοποιούς ! 
   Η προσαρμοστικότητα αυτή του Αλκιβιάδη, που ξεπερνούσε ακόμη κι αυτή του χαμαιλέοντα, όπως λέει ο Πλούταρχος, ήταν και ο μεγαλύτερος σύμμαχος του στις δύσκολες στιγμές. 
   Ο Αλκιβιάδης στη Σπάρτη, δεν είναι απλά μια γοητευτική αρρενωπή προσωπικότητα,  είναι μια άκρως επικίνδυνα αισθησιακή ύπαρξη, που ξεχειλίζει, θάλεγε κανείς, ερωτισμό... 
   Η παρουσία του, ο "λόγος" του, ή στρατηγική του ευφυΐα, η κίνησή του... αποπνέουν ομορφιά, γοητεία... και  έρωτα.
Ακόμα και ο αέρας, στην αίθουσα των στρατηγικών σχεδίων του παλατιού, είναι ερωτικός...  όταν ο Αλκιβιάδης είναι εκεί, και συσκέπτεται με τον βασιλιά.  

   Η βασίλισσα Τιμαία δεν τον πρόσεξε αμέσως. Τον είχε δει μόνο από μακριά, όπως και πολλοί άλλοι άλλωστε...  

          Είχε περάσει αρκετός καιρός που τα σανδάλια του Αλκιβιάδη πατούσαν την  σπαρτιάτικη γη, όταν, πράγματι τυχαία η Τιμαία, αναζήτησε τον Άγι στον χώρο που δεν συνήθιζε να τον ενοχλεί, των "επιχειρήσεων"... 

   Τα μάτια του την παγιδεύουν...  Η φιγούρα του, η φωνή του, καταστροφή... 
Η  βασίλισσα  αντέχει δευτερόλεπτα... κατεβάζει τη ματιά της, ψελλίζει  κάτι στον Άγι, προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή της και φεύγει κυνηγημένη.

   Για κάποιες μέρες δεν πατάει το πόδι της ούτε από μακριά προς τον διάδρομο που οδηγούσε στην πτέρυγα.   Όσο της πήρε να συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει στην καρδιά της, στο μυαλό της, μέσα της τέλος πάντων και που έμοιαζε να μην την υπακούει ! 
Τι της είχε συμβεί ;  
   Δεν είναι σίγουρη ότι απαντάει στην εσωτερική ερώτηση, που της απευθύνει, απορώντας ο εαυτός της, αλλά μετά το πρώτο σοκ, βρίσκει δικαιολογίες για να μπαινοβγαίνει...  δεν τον κοιτά.. δηλαδή προσπαθεί να μην τον κοιτά.. αλλά δεν το καταφέρνει.  
   Στήνει αυτί πίσω από κλειστές πόρτες, κάνει αφελείς ερωτήσεις στον Άγι, καταφεύγει σε απίθανες δικαιολογίες και τεχνάσματα, πρώτον να μαθαίνει τις ώρες που θα έρθει κάθε φορά ο "ξένος" και δεύτερον μια  σημαντική αφορμή που την κάνει να πηγαίνει εκεί, που δεν πήγαινε μέχρι τώρα συχνά. 
   Ζει βυθισμένη στην "ανησυχία", στην αγωνία, στον φόβο.  Παράλληλα όμως, νιώθει, ένα πουπουλένιο σύννεφο ευτυχίας να την τυλίγει σιγά-σιγά....  Δεν θα πει όχι. Δεν μπορεί. Δεν έχει τη δύναμη να πει όχι.  Αφήνεται να μεθύσει..
   Περνάει ένα συγκλονιστικό διάστημα που κατακλύζεται με εναλλαγές συναισθημάτων. Τώρα κάθε μέρα που περνάει είναι και πιο ευδιάθετη... αλλά και αυτό δεν κρατάει πολύ. 

   Καταλαβαίνει ότι δεν της φτάνει πια και αυτό !  
Δεν της φτάνουν οι ματιές... δεν της φτάνει η φωνή του, που γίνεται βελούδινη και δροσερή σαν νερό της πηγής όταν της απευθύνεται...  Δεν της φτάνει.  Ένας  έρωτας φουντώνει μέσα στην Τιμαία,  την βασίλισσα της Σπάρτης και γυναίκα του σπαρτιάτη βασιλιά Άγι, για τον γοητευτικό,  αμαρτωλό, ακατανίκητο γόνο της Αθήνας.  Και αυτόν τον έρωτα εννοεί να τον ζήσει, ότι κι αν πρόκειται να της στοιχίσει αυτό.  

   Είναι μια ερωτευμένη γυναίκα.  Η έλξη που νιώθει για τον γοητευτικό ξένο είναι φωτιά που της καίει το μυαλό, τα σωθικά, τη ζωή...  Φοβάται ότι θα την καταλάβουν όλοι, ότι θα διαβάσουν τη σκέψη της...  Άλλωστε  η εξωτερική της εικόνα πια δεν είναι και τόσο καλή... το στενό περιβάλλον των ανθρώπων της αυλής σίγουρα θα έχει αρχίσει να σχολιάζει. 
Το νιώθει κάθε φορά που διασταυρώνεται μαζί τους.  

   Σκέψεις... ενοχές... και μια ερωτική επιθυμία που την "ντύνει" σαν δεύτερο δέρμα ! 
Κι εκείνος άραγε τι να σκέφτεται... Η Τιμαία είναι σίγουρη ότι την έχει "προσέξει"... Μα τι λέει, πολλά παραπάνω από αυτό... 

   Είναι η ματιά του που την νιώθει στο κορμί της και την καίει... Είναι κάτι σαν δόνηση που την κάνει ν' ανατριχιάζει όταν περνάει από δίπλα του... Δεν μπορεί, είναι σίγουρη, πρέπει να την αγαπάει κι αυτός... Γι αυτό είναι τόσο δυνατό το συναίσθημά της. Γιατί είναι διπλό. 

   Όχι, ο καθένας καθρεφτίζει το πάθος του στον άλλον... και γίνεται τετραπλό ! Μα, μήπως έχει αρχίσει να χάνει τα λογικά της, είναι μια βασίλισσα....    Δεν είναι τίποτα.  
Είναι, μόνο, μια ερωτευμένη γυναίκα.  
   Όπως δεν μπορούσε να κρύψει την αδικαιολόγητη χαρά της, στην αρχή...  Τώρα δεν μπορεί να κρύψει τη δυστυχία του ανεκπλήρωτου πόθου που νιώθει,  τον εσωτερικό πόλεμο που κάνει με τον εαυτό της.  
   Θέλει να παραδοθεί στον ξένο κατακτητή... δεν αντέχει άλλο. Δεν γελάει πια, κι όταν ανάμεσα σε κόσμο αναγκάζεται να το κάνει το στόμα της μόνο του, μάλλον μορφάζει παρά χαμογελάει...

          Εντύπωση της κάνει η τέχνη με την οποία χειρίζεται, αυτός ο ξένος "πειρασμός",    διαφορετικού  ενδιαφέροντος θέματα... θα ήθελε, αυτή, να είναι το "κυριότερο θέμα"...

   Σε μια από τις "εισβολές" της, στην μεγάλη αίθουσα, είχε προλάβει να τον ακούσει να επιμένει γιατί έπρεπε, οπωσδήποτε, η Σπάρτη να οχυρώσει τη Δεκέλεια της Αττικής... 

"... Πρέπει να υπάρχει μόνιμα ένα φρούριο της Σπάρτης μέσα στην Αττική...." 

   Ο "ξένος" ακούγοντας τον θόρυβό της...  σήκωσε το κεφάλι του... και συνεχίζοντας να μιλάει, διείσδυσε φλύαρα με τα μάτια του μέσα στο μυαλό της... σαν να τον άκουγε να της λέει, πόσο όμορφη γυναίκα είναι...  ότι ήξερε τι συμβαίνει μέσα της... ότι κι εκείνος ήταν ερωτευμένος μαζί της... της μίλαγε...  απαλά και βελούδινα κάμποσα δευτερόλεπτα.

   Αν καθόταν στην άκρη της αίθουσας ;  
Θα προδινόταν ;  
Γιατί ;  Μπορεί να ένιωθε μοναξιά...  Σκεφτόταν τι θα έλεγε στον βασιλιά αν την ρώταγε... 
Ωχ... ας έκανε ότι ήθελε, ας την ρώταγε, ας  το καταλάβαινε... Δεν την ένοιαζε πια τίποτα.

   Η Τιμαία κάθισε,  όχι πολύ κοντά τους...  Ο Αλκιβιάδης συνέχισε... 
"... έτσι οι Αθηναίοι θα στερηθούν όλο τον πλούτο της υπαίθρου, αλλά και τους φόρους των συμμάχων, οι οποίοι όταν δουν αδύναμη την Αθήνα δεν θα  πληρώνουν πια.  Τελευταία απαραίτητη κίνηση για την τελική νίκη βασιλιά μου, που πρέπει η Σπάρτη να προχωρήσει είναι  να αποσπάσουν από την Αθήνα τις συμμαχικές πόλεις που είχε στην Ιωνία οδηγώντας  τες σε αποστασία.  Μ’ αυτό τον τρόπο η Αθηναϊκή ηγεμονία θ’ απογυμνωνόταν από την ίδια τη δύναμή της!" 
   Μετά την πρώτη δύσκολη φορά, πήγε πάλι και πάλι...  Δεν καθόταν πολύ... Την ζάλιζαν οι τόσες λεπτομέρειες για.... άνδρες, πλοία, εφόδια... και αναλύσεις επί αναλύσεων για υποθετικές ενέργειες των "εχθρών" σε δικές τους...  πάλι υποθετικές, κινήσεις. 
Απίθανες λεπτομέρειες να λέει στο βασιλιά, ο ξένος, πως να κρύβει τα αδύνατα σημεία της Σπάρτης, και πως, να αναδεικνύει τα σημεία που υπερίσχυε... 

Αυτό, όπως τον είχε ακούσει να λέει, στόχευε σε δύο στόχους ταυτόχρονα. Απ' τη μια να προβάλει  τα δυνατά σημεία της Σπαρτιάτικης τακτικής πιο έντονα δημιουργώντας στον αντίπαλο την ψευδαίσθηση μιας  υπεροχής ενός ανίκητου αντιπάλου... κρύβοντας τα δικά του ψεγάδια και αποφεύγοντας να τον παρασύρει ο εχθρός στα δικά του "δυνατά σημεία"...  Ο καλύτερος σύμμαχος είναι  ο εκνευρισμός του αντιπάλου.  

" ...θα τους Δείξω ότι ....Ζω"


          Μα πως βρέθηκε ο Αλικιβιάδης, ο ευγενής Ἀλκιβιάδης Κλεινίου Σκαμβωνίδης στη Σπάρτη ;  Το τελευταίο γνωστό μέλος της αριστοκρατικής οικογένειας των Αλκμεωνίδων, αντίκρυσε το αθηναϊκό φως το 450π.Χ.  
   Εξέχων Αθηναίος πολιτικός, ρήτορας και στρατηγός. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στο δεύτερο μισό του Πελοποννησιακού πολέμου ως στρατηγικός σύμβουλος, στρατιωτικός και πολιτικός.


   Ας πάμε λίγο πίσω, να τον συναντήσουμε, τον Ιούλιο του 415 π.Χ.  στην Αθήνα, η οποία του αναθέτει την αρχηγία της Σικελικής εκστρατείας* μαζί με τον συντηρητικό στρατηγό Νικία και τον στρατιωτικό Λάμαχο.   Τα αθηναϊκά πλοία και όλος ο συμμαχικός στόλος ξεκινάνε με τιμές από τον Πειραιά για τη Σικελία... 

   Όταν όμως έφθασε ο αθηναϊκός στόλος στη Σικελία, οι Αθηναίοι τον καλούν να επιστρέψει πίσω, για να δικαστεί με την κατηγορία για τη συμμετοχή του στο σκάνδαλο της καταστροφής των Ερμών (ιερές στήλες του θεού Ερμή), και για την διακωμώδηση των Ελευσίνιων Μυστηρίων...   
   Παρενθετικά. για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να πούμε, ότι η "υπόθεση"  είχε ξεκινήσει πριν την αναχώρηση του στόλου και του κατηγορούμενου  Αλκιβιάδη βέβαια,  και ο ίδιος είχε  ζητήσει επίμονα  να δικαστεί πριν την αναχώρηση του για τη Σικελία, χωρίς όμως αποτέλεσμα... 

          Η δίκη, γίνεται, κατά την απουσία του, από τους συμπολίτες του, και καταδικάζεται ερήμην σε θάνατο.  Η περιουσία του δημεύεται, το όνομα του χαράσσεται σε στήλη για διασυρμό, και του απαγγέλλουν επίσημες κατάρες... 
  
   Είναι ένα μεγάλο λάθος των Αθηναίων αυτό,  διότι αφήνουν ουσιαστικά ακέφαλη την εκστρατεία από τον εμπνευστή κι υπέρμαχό της.  Ο Νικίας μένει μόνος, -δηλωμένος πολέμιος  της  εκστρατείας-, να  φέρει  εις  πέρας ένα  έργο που δεν πίστευε ! 
   Η  ψυχή αυτής της εκστρατείας, ο  Αλκιβιάδης,  δεν  γυρίζει βέβαια στην Αθήνα  να δικαστεί,  αλλά αυτομολεί στο αντίπαλο στρατόπεδο των Σπαρτιατών!

«Θα τους δείξω ότι ...ζω», λέει ο Αλκιβιάδης..

   Δεν αισθάνεται τύψεις για την πράξη του αυτή, αλλά με αυτοπεποίθηση και θράσος σε μία δημηγορία του, ενώπιον των Σπαρτιατών, απολογείται για την προδοσία του. 

   Κατορθώνει να πείσει τους διστακτικούς Σπαρτιάτες, πως, αν και Αθηναίος,  μπορεί να βοηθήσει τους εχθρούς της πατρίδας του...  επειδή δεν αισθάνεται πατριωτισμό για μια πατρίδα πού τον αδίκησε !


Κερδίζει τη συμπάθεια των ολιγαρχικών Σπαρτιατών λέγοντας τους   "...ότι ποτέ δεν υπήρξε δημοκράτης των άκρων και καταλήγει ότι η δημοκρατία είναι μια μωρία!"   Όσο για την προηγούμενη εχθρική στάση του εναντίον της Σπάρτης τη δικαιολογεί λέγοντας    "...ότι η Σπάρτη άρχισε πρώτη τις εχθροπραξίες...."



     Ο Βασιλιάς Λείπει Ταξίδι...

          Μαρτυρικό το διάστημα που πέρασε... με ενοχές, και αμφιταλαντεύσεις.  
Μα ποια είναι αυτή η γυναίκα ; Αναρωτιέται μέσα της όταν την πιάνουν κρίσεις.  Που πήγε η λογική της... ?    Δεν της μένει τίποτα άλλο παρά να υποκύψει... δυστυχώς είναι πιο δυνατό από αυτήν, δεν μπορεί να κάνει τίποτε.   
   Το πάθος της για τον ωραίο ξένο την κυβερνάει πια.... καταλαβαίνει ότι η εξουσία δεν είναι στα δικά της χέρια. 
Είναι και ο  Άγις,  που είναι....  τόσο μακριά !    
Παίρνει τη μεγάλη απόφαση, ζητάει τη βοήθεια ενός "έμπιστου" ανθρώπου  

"... καλέ και πιστέ μου φίλε, σε παρακαλώ να παραδώσεις αυτή την επιστολή μόνο στα χέρια του ξένου και μόνο αφού βεβαιωθείς ότι δεν σε βλέπει κανείς".    
   Κοιτάζοντας αλλού,  συνεχίζει τις οδηγίες, "....να είναι απασχολημένοι οι φρουροί... φρόντισε να είναι  άδεια η πτέρυγα  μετά τα μεσάνυχτα".    
   Φυσικά και δεν έπρεπε κανείς να δει τον δει....  
Στην επιστολή, του γράφει:  ".... δυο ώρες μετά τα μεσάνυχτα, όχι νωρίτερα".  

   Όλα έγιναν όπως έπρεπε... όπως τα σχεδίασε η ερωτευμένη γυναίκα... δεν χρειάζονταν πολλά λόγια,  είχαν ειπωθεί τόσα με τα μάτια... τον "κώδικα" των ερωτευμένων.    
   Ξαπλωμένη δίπλα του...  τα γυρνάει στο μυαλό της ξανά και ξανά. Τη νέα γυναίκα δεν την ενδιαφέρει τίποτα άλλο...  Τώρα τα βράδια, κανείς τους δεν κοιμάται...  λες και ταξιδεύουν σ' ένα άλλο κόσμο, ονειρικό... 
Είναι ένας κόσμος φτιαγμένος από την επιθυμία τους... 
   Ξεχνούν τις δυσκολίες που πρέπει να ξεπερνούν κάθε μέρα.  Δεν υπάρχει ο χρόνος για την Τιμαία... Τι όμορφη που μπορεί να είναι η ζωή...!  Κάθε μέρα αισθάνεται πιο νέα, πιο δραστήρια... πιο ικανή... δεν νιώθει κούραση σχεδόν ποτέ...  Προχθές ξαφνικά κατάλαβε ότι ένιωθε ακόμα και ευγνωμοσύνη για τον όμορφο ξένο της. Σ' αυτόν δεν χρωστάει την ευτυχία της μήπως ?              
   Όμως υπάρχει καμιά ομορφιά που να κρατάει για πάντα ? 
Οι δυσκολίες δεν είναι πια δυσκολίες...  γίνονται ανυπέρβλητα εμπόδια.  
   Η βασίλισσα της Σπάρτης  θα φέρει στον κόσμο το παιδί του Αλκιβιάδη ! 

          Όταν ο βασιλιάς επιστρέφει, μετά την έκπληξη για το γεγονός... βάζει τα γεγονότα, τις ημερομηνίες κάτω και ....καταλαβαίνει ότι κάτι, ή μάλλον τίποτα,  δεν πάει καλά... Θυμήθηκε ότι ο σεισμός, που τον είχε οδηγήσει κάποια νύχτα στο δωμάτιο της γυναίκας του (οι σχέσεις τους δεν ήταν πολύ ζεστές), ήταν πολύ πιο πίσω από τους εννέα μήνες που χρειαζόταν μια γυναίκα   να κυοφορήσει ένα παιδί.  Το αντρόγυνο μετά την νύχτα του σεισμού δεν είχε συνευρεθεί ξανά. 
   Η βασίλισσα, όταν δεν την ακούν, φωνάζει το παιδί Αλκιβιάδη, ο εραστής της όμως απλώς κομπάζει για τη σπουδαία του κατάκτηση και λέει πως: 
"...μ’ αυτό που έκανε... ο θρόνος της Σπάρτης θα ανήκε πια στους απογόνους του." 

   Και πράγματι ο καρπός της παράνομης σχέσης του με την Τιμαία, ο γιος του Λεωτυχίδας λίγο έλειψε να ανέλθει στον θρόνο της Σπάρτης, αλλά το κώλυμα της καταγωγής του τον υποχρέωσε τελικά να παραχωρήσει τη θέση του στον Αγησίλαο. 

   Ο Άγις προσπάθησε να διώξει τον Αλκιβιάδη από τη Σπάρτη, οι έφοροι όμως δεν συμφωνούν. Δεν ήθελαν  να χάσουν έναν πολύτιμο σύμβουλο.  Εξάλλου, σκέπτονταν:

"...ας ήταν ο Άγις πιο συνεπής στα συζυγικά του καθήκοντα, για να μη στρεφόταν το ενδιαφέρον της Τιμαίας σε άλλον άντρα". 


          Βρίσκεται  στη Χίο ο Αλκιβιάδης,  για  να τους  πείσει  να  αποστατήσουν  απ’ την   Αθηναϊκή  ηγεμονία, όταν μαθαίνει ότι ο Άγις τα κατάφερε...  υπάρχει  διαταγή  στη Σπάρτη να τον θανατώσουν. 
   Φεύγει από το νησί αναζητώντας καινούργιο καταφύγιο...  Ο Τισσαφέρνης ο Πέρσης σατράπης  είναι ότι πρέπει.   
   Παρά τον μισελληνισμό του Πέρση άρχοντα, ο Αλκιβιάδης κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη και την εύνοια του μιμούμενος τις συνήθειες των βαρβάρων, κυρίως την υπερβολική πολυτέλεια και την κολακεία.  
   Τον  συμβουλεύει  να ναυπηγήσει στόλο και να εξαντλήσει τους  δύο  αντίπαλους Αθηναίους- Σπαρτιάτες  υποσχόμενος πλοία και χρήματα  πότε  στον  ένα και πότε  στον άλλο! 
"... Με αυτό τον  τρόπο βασιλιά μου, θα πετύχεις, το μεγάλο όνειρο, χρόνια τώρα, των προκατόχων σου αλλά και ολόκληρου του λαού σου...  Ν' αποδυναμώσετε τους Έλληνες ώστε να τους ελέγχετε πια !"
____________________


* Αλκιβιάδης,  Αθηναίος πολιτικός, ρήτορας και στρατηγός. Ήταν το τελευταίο γνωστό μέλος της αριστοκρατικής οικογένειας των Αλκμεωνίδων. Ανηψιός του Περικλή.   Ο Αλκιβιάδης ζει τα παιδικά του χρόνια μέσα στη στοργή του Περικλή και της Ασπασίας, η οποία τον αγάπησε όσο και τον μικρό της γιο.

Άντρες και γυναίκες τον θεωρούν τον ωραιότερο άντρα, τον αποκαλούν «ο ωραίος Αλκιβιάδης» και ήδη από την εφηβεία του ήταν περιζήτητος ως μοντέλο σε εργαστήρια γλυπτικής (σε ένα από αυτά πρωτογνώρισε και τον Σωκράτη).     

Ο ίδιος φρόντιζε να αναδεικνύει το κάλλος του με μεγαλοπρεπείς εμφανίσεις και πορφυρά ενδύματα. Καθιέρωσε μάλιστα και νέο σχήμα σανδαλιών που ονομάστηκαν Αλκιβιάδες. Το μόνο φυσικό του ελάττωμα ήταν ένα ελαφρύ τραύλισμα, αλλά ακόμη κι αυτό η γοητεία του Αλκιβιάδη το είχε μετατρέψει σε θέλγητρο, που έκανε τους ακροατές του να τον ακούνε με ευχαρίστηση και τους νέους Αθηναίους να τον μιμούνται!



*  Πελοποννησιακός πόλεμος, Η Αθηναϊκή ηγεμονία με την αυταρχική διοίκηση της καταπίεζε βάναυσα τους Συμμάχους της και με τη δύναμη της που όλο και μεγάλωνε προκάλεσε την αντιζηλία της άλλης μεγάλης δύναμης του ελλαδικού χώρου, της Σπάρτης. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος λοιπόν δεν άργησε να ξεσπάσει, χωρίζοντας την Ελλάδα σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα, για 30 σχεδόν χρόνια και φέρνοντας την καταστροφή και την παρακμή στις ελληνικές πόλεις-κράτη! Αν ο 5ος αιώνας ξεκινά με τους νικηφόρους Περσικούς πολέμους για τους Έλληνες, δυστυχώς κλείνει με τον καταστρεπτικό εμφύλιο Πελοποννησιακό πόλεμο!

*  Σικελική εκστρατεία, το «Μεγάλο  Σχέδιο», όπως το χαρακτηρίζει η Γαλλίδα Ζακλίν ντε Ρομιγύ συγγραφέας, δηλ.  την  εξάπλωση  της  Αθηναϊκής  ηγεμονίας  στην  Σικελία  κι ίσως  μετά στην Ιταλία  και μετά  στην  Καρχηδόνα. 

Μετά την πρώτη φάση του Πελοποννησιακού πολέμου, που κράτησε 10 χρόνια, χωρίς να καταφέρει ούτε η Αθήνα ούτε η Σπάρτη να επικρατήσουν οριστικά, οι Αθηναίοι αποφασίζουν να εκστρατεύσουν στη Σικελία, ανοίγοντας νέο πολεμικό μέτωπο εκεί ! 

Σχέδιο του Αλκιβιάδη. 

Αν πετύχαινε το Σχέδιο θα  ενοποιούνταν πρώτα o ελλαδικός χώρος κάτω από την αδιαμφισβήτητη πια πανελλήνια και παγκόσμια για την εποχή της δύναμη της αρχαίας Αθήνας -αδύνατον να της αντισταθεί πια η Πελοποννησιακή συμμαχία με τους Σπαρτιάτες- και  μετά  ολόκληρη η   Μεσόγειος  θα  ετίθετο  κάτω απ’  την  ελληνική  εξουσία.  
Κι ο νους του σύγχρονου ανθρώπου, εκ των υστέρων βέβαια, δεν μπορεί να μη σκεφτεί ότι τότε ίσως η εξέλιξη της ιστορίας να  ήταν διαφορετική και να  μην  γινόταν ποτέ πραγματικότητα η  κυριαρχία της  Ρώμης στη  Μεσόγειο. 
____________________________________________

*  Βιβλιογραφία: 

Θουκιδίδου Ιστορία  εκδ. Ζαχαρόπουλου
Ξενοφώντος Ελληνικά  εκδ. Ζαχαρόπουλου
Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι  εκδ. Ζαχαρόπουλου
Ζακλίν ντε Ρομιγύ«Αλκιβιάδης» εκδ. το Άστυ 1995 
Jacqueline de Romilly: Thucydides and Athenian Imperialism Oxford University Press, 1967
G.E.M. Ste Croix: The Origins of the Peloponnesian War, Λονδίνο 1972.
Βλάχος Άγγελος, Ο κύριος μου Αλκιβιάδης, Αθήνα 1953



  Scholeio.com  

Κάθε σταγόνα βροχής... ένα ταξίδι




Η αγάπη δεν δημιουργεί ιστορία. 
Η ιστορία της αγάπης πεθαίνει, όταν πεθαίνουν εκείνοι που αγαπούν.
                                             

 __________________________________________________________  Η Τιμάνδρα

              Βρίσκομαι σε μια άγνωστη χώρα, μακριά από το σπίτι μου.  Δεν είμαι μόνη μου.  Δίπλα μου έχω αυτόν που αγαπώ.  Αυτόν που αγάπησα περισσότερο από μένα. Αυτόν που έγινε, εγώ !   Είμαι η Τιμάνδρα, η κόρη της Θεοδότης.  Αισίως διανύω φέτος τον τριακοστό πέμπτο χρόνο μιας πλούσιας, σε εμπειρίες ζωής.  Έχω ζήσει δώδεκα χιλιάδες εκατόν είκοσι μέρες. Κι άλλες τόσες νύχτες.

Η ζωή μου μέχρι τώρα, ήταν ευχάριστη κι ευτυχισμένη...  Η πιο μεγάλη μου στιγμή, σίγουρα απ' τους θεούς χαρισμένη, ήταν όταν η ζωή μου βρήκε την απάντηση γιατί υπήρχε, γιατί δημιουργήθηκε !   Μμμ... θα έλεγα ότι ο χρόνος σταμάτησε, στάθηκε ακίνητος, δεν κυλούσε πια, είναι δυνατόν ;  Κι όμως, όπως σας το λέω, ακινητοποιήθηκαν όλα γύρω μου... μπορεί ακόμα κι ο ήλιος να στάθηκε...  

Έγιναν όλα τόσο γρήγορα... πως βρέθηκα από την ανεμελιά, τη ξενοιασιά, στο αδιέξοδο, ακόμα δεν ξέρω.   Δεν ήθελα να αφήσω το φόβο να με κυριεύσει. 
   
Παρατηρώ το αντρικό κορμί που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του κρεβατιού, στη μέση ενός δωματίου, του μοναδικού,  σ' αυτό τη μικρή, πρόχειρα κτισμένη,  καλύβα, στη μέση του πουθενά...   Τον χαϊδεύω με τα μάτια μου... δεν με βλέπει, δεν ξέρω αν κοιμάται, τα μάτια του είναι κλειστά και έχει ένα αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη.

Στην ακινησία όλες οι κινήσεις είναι δυνατές. Ακόμα και οι αιώνιες κινήσεις της γης και του φεγγαριού γύρω από τον ήλιο, που με τη σειρά του κινείται σε ένα επίσης κινούμενο σύμπαν.
Η αιωνιότητα είναι κινούμενη. Εν τούτοις δεν μπορούμε να την συλλάβουμε παρά σαν ακινησία. Το αιώνιο υποχρεωτικά πρέπει να είναι ακίνητο. Ο άνθρωπος δεν είναι αιώνιος. Γι αυτό λοιπόν ονειρεύεται την ακινησία, πιστεύοντας ότι έτσι ζυγώνει την αιωνιότητα.
Η φωτιά δεν έχει φλόγα πια... θ' αρχίσω να κρυώνω, σκέφτηκα.   404 π.Χ Φρυγία, Μικρά Ασία
   
Ένιωσα τον έρωτα, δηλαδή την δύναμή του αρκετά νωρίς θα έλεγα. Δεν ήξερα ότι μπορεί να "επεμβαίνει" στο μυαλό... Να σου το πλουταίνει τη μια και να στο αδειάζει την άλλη.  Να σου δημιουργεί ευδαιμονία,  χαρά, να νομίζεις ότι έγινες αθάνατη, ότι είσαι απέραντη, πλήρης... Ότι αγγίζεις τους θεούς...  ή τι λέω ;  Ότι είσαι δυνατότερη απ' αυτούς... Τα μπορείς όλα. Δεν φοβάσαι τίποτα.... 

Ο έρωτας είχε δώσει περιεχόμενο και νόημα στη ζωή μου... τι λέξεις κι αυτές !  Αν και είναι ευκολότερο να πω ποιο ήταν το περιεχόμενο παρά το νόημα.  Όταν πρωτογνωριστήκαμε ο Αλκιβιάδης κι εγώ, μιλούσαμε συχνά για τέτοια θέματα και συνήθως, αντιμετώπιζε με εκνευρισμό, την αγωνία μου για το νόημα της ζωής.

"Η ζωή είναι",  έλεγε.  "Δεν σημαίνει τίποτα !".  Μια μέρα μου χάρισε ένα δαχτυλίδι πάνω στο οποίο είχε χαράξει ακριβώς αυτά τα λόγια. Το φορώ πάντα και το κοιτάζω όταν κάνω κάτι ανιαρό ή αδιάφορο, έτσι βρίσκω κάποια παρηγοριά.

-  "Το νόημα της ζωής δεν είναι πέρα από την ίδια τη ζωή", συμπλήρωνε.

-  Το ίδιο λέει κι ένας σκύλος που γαβγίζει ή ένα πρόβατο που κάνει μπε μπε" διαμαρτυρόταν  ο Μίδας, 0 δάσκαλός μου, ήπια. Γελούσα και ο Μίδας συνέχιζε.

-"Όταν λέμε σ' αγαπώ" δεν εννοούμε μόνο εδώ και τώρα. Εννοούμε κι αύριο και μεθαύριο. Το ίδιο ισχύει και για τον νεαρό σου. Διαφορετικά θα ήταν καλύτερα να γαβγίζει αντί να μιλάει".

Αρκετά χρόνια αργότερα, σε σχετική συζήτηση με τον Αλκιβιάδη, όταν του είπα πολύ σοβαρά, ότι ανακάλυψα πως υπήρχε η ψυχή... είδα το πρόσωπό του να φωτίζεται, το στόμα του να στραβώνει περιπαικτικά και κοιτώντας με  ειρωνικά είπε: 

"Είσαι ματαιόδοξη. Δεν μπορείς να δοθείς στις επιθυμίες σου χωρίς κάποια υπαρξιακή δικαιολογία. Το νόημα της ζωής δεν είναι παρά η τελευταία άμυνα των αδυνάτων". 

  Δεν του το συγχώρησα ποτέ. Δεν ήμουν αδύνατη. Όμως  ήξερα... ήξερα ότι είχα ανακαλύψει την ψυχή μου.



  _________________________  Είκοσι έξη χρόνια πριν,  Αθήνα  430 π.Χ

        Mπροστά σ' ένα καβαλέτο, o νεαρός ζωγράφος  προσπαθεί να κάνει ευσυνείδητα αυτό που του είχαν παραγγείλει, να ζωγραφίζει.  Μόνο !  Και σίγουρα πρέπει να μακαρίζει τον εαυτό του.  Κάθε μέρα ένα πανέμορφο, στητό, περήφανο κορμί του "αφηνόταν"...βορά στα μάτια του. Αψεγάδιαστο, τέλειο, δραπέτευσε λες από το εργαστήριο του Φειδία... Τόχε σκεφτεί αυτό, αρκετές φορές, όταν ξέφευγε... και πίεζε τον εαυτό του να επανέρχεται στα "μετρήματα" και στη μελέτη των σκιών.  Τι τυχερός που είχε σταθεί...  και άτυχος μαζί ! 
Με μήνυμα είχε ειδοποιηθεί από το εργαστήρι. 

"Αγάθαρχε το απόγευμα  να πας στο σπίτι της Θεοδότης, σε περιμένει...  Εσένα διάλεξε ο δάσκαλος να ζωγραφίσεις τη Θεοδότη, την ωραιότερη εταίρα της πόλης. Βάλε τα δυνατά σου κακομοίρη μου...  Αυτός που το παραγγέλνει δεν θα δέχθεί λάθη και καθυστερήσεις." 

Κάπως έτσι απέκτησε  αυτήν την υποχρέωση η μητέρα. Δεν ήθελε ν' αρνηθεί, όταν της το πρότεινε σαν δώρο ένας  φίλος.  Βέβαια της έτρωγε αρκετό χρόνο από τη προσωπική της περιποίηση, παραπονιόταν που και που...   Γιατί βέβαια αφιέρωνε αρκετό χρόνο και στους θαυμαστές της...  Πως θα μπορούσε άλλωστε να απουσιάζει !   
Είμαι  δέκα χρονών, ήδη σας είπα τ' όνομά μου και η οικογένειά μου είναι ....η μητέρα μου. 

Μια φασαρία, έντονες αντρικές φωνές μου τράβηξαν την περιέργεια.  Πλησίασα προς το χώρο που είχαμε ονομάσει ο χώρος του ζωγράφου. Κρύφτηκα πίσω από μια κολόνα και άρχισα να κρυφακούω την συζήτηση των επισκεπτών μας και της μητέρας μου.  

Ο Σωκράτης, καλός φίλος της μητέρας μου, είχε συντροφιά του μερικούς νεαρούς, μεταξύ άλλων κι έναν αγέλαστο τύπο, που τον έλεγαν Ξενοφώντα.  Η ξαφνική επίσκεψη του φιλόσοφου στο σπίτι μας έκρυβε γι αυτόν μια ζουμερή εικόνα,  εισέβαλε κεφάτος και φουριόζος, πετυχαίνοντας τη Θεοδότη μισόγυμνη. 

-  "Ω, φίλοι ! Ποιος χρωστάει ευγνωμοσύνη σε ποιόν ;  Εμείς που απολαμβάνουμε την ομορφιά της Θεοδότης ή η Θεοδότη που μας τη δείχνει ;"  αναφωνεί ο φιλόσοφος, χαρούμενος για το αναπάντεχο δώρο, γυρνώντας στην παρέα του.

Δεν του απάντησε κανείς,  τα μάτια, με ικανοποίηση, ήταν απασχολημένα ήδη αλλού, παρασύροντας και το μυαλό...  Η Θεοδότη με νόημα ενημέρωσε  τον ζωγράφο ότι τελειώσανε για σήμερα.   

Είχε βολευτεί ο καθένας στη θέση του... και  ξεκίνησαν την "συνηθισμένη" έντονη συζήτηση... διαφωνίας.  Συνήθως έτσι συνέβαινε τις περισσότερες φορές.  Δεν μπορούσα να τους παρακολουθήσω, έχανα αρκετές λέξεις και βέβαια,  το νόημα.  Ο απόηχος των φράσεων με έκανε να καταλάβω ότι το θέμα ήταν πάλι το "ταμείο". 
Ακόμα διαφωνούσαν γι αυτό. Πρέπει να είχαν περάσει δύο, τρία... χρόνια, περίπου. Το ταμείο  της συμμαχίας. Το κοινό ταμείο όλων όσων αποτελούσαν την Δηλιακή συμμαχία -την Αθηναϊκή αργότερα- και συμμετείχαν στις συνεδριάσεις στο ιερό νησί... 

Η μια πλευρά ήταν εναντίον της περίφημης μεταφοράς του, από την Δήλο στην Αθήνα, λέγοντας ότι "...επιτέλους, ας παραδεχθούμε ότι ήταν ένα μεγάλο λάθος η μεταφορά του. Μας έφερε μύρια κακά.  Τελικά,  το καταχράται η Αθήνα ;  Αυτό, που στην ουσία, είχε δημιουργηθεί, από όλους του συμμάχους, για την αντιμετώπιση την Περσών ;"

Η άλλη πλευρά συμφωνούσε με τη μεταφορά του ταμείου αφού εμείς είμαστε οι πιο ισχυροί και οι εγγυητές ;  Αφού είναι δικό μας θέμα η ασφάλεια των συμμαχικών κρατών, το ίδιο και η ασφάλεια των χρημάτων.  Αλλά,  επειδή οι γαιοκτήμονες και γενικά τα αριστοκρατικά κόμματα ήταν εναντίον και επεδίωκαν την ανατροπή του «αθηναϊκού κατεστημένου», όπως το αποκαλούσαν, χρησιμοποιούσαν ακόμα και τις ευεργετικές πτυχές της πολιτικής του Περικλή, μετατρέποντας τες σε κακές. 

Άλλωστε και ο  Θουκυδίδης λέει, "

..δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο το καταλυτικό αίτιο στην κήρυξη του πολέμου. Ήταν η ολοένα αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας που προκάλεσε φόβο στους συμμάχους της Σπάρτης και κατέστησε τη σύρραξη ανάμεσα στις δύο πόλεις αναπότρεπτη..."


Την προσοχή μου τράβηξε ένα σιγοψιθύρισμα... από τη μεριά 
του Σωκράτη που καθ' όλη τη διάρκεια, τούς παρακολουθούσε χαμογελώντας. Πλησίασα περισσότερο.   

Ο Σωκράτης καθισμένος κοντά στη μητέρα μου, τη συμβούλευε πως να κρατήσει τους θαυμαστές της και πως να κάνει κι άλλους να πέσουν στα δίχτυα της. 

-  "Καλέ μου φίλε... δεν έχω κανένα δίχτυ" απάντησε η μητέρα μου.

-  "Έχεις, το πιο καλοφτιαγμένο δίχτυ που υπάρχει, το κορμί σου". 

Το ίδιο βράδυ πολλή ώρα μπροστά στον καθρέφτη, έψαχνα να δω αν το σώμα μου έμοιαζε με δίχτυ. Δεν έμοιαζε κι απογοητεύτηκα.

Αυτός είναι ο κίνδυνος με τις παρομοιώσεις. Μας απογοητεύει η πραγματικότητα αντί να μας απογοητεύει η παρομοίωση. Αργότερα θα απογοητευόμουν πολλές φορές μέχρι να μάθω να διαλέγω τις παρομοιώσεις μου. 




Ο μεγάλος πόλεμος ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη είχε ήδη κλείσει τον πρώτο χρόνο.
Ούτε οι Αθηναίοι ούτε οι Σπαρτιάτες είχαν καταφέρει σημαντικά πράγματα.
Αλλά πολλοί νέοι άντρες είχαν σκοτωθεί.  Είκοσι οχτώ χρόνια θα βαστούσε ο πόλεμος. Κανείς δεν το φανταζόταν, κανείς δεν το ήθελε ίσως, αλλά έτσι έγινε.

 Τον πατέρα μου δεν τον έχω γνωρίσει. Ούτε καν ξέρω ποιος είναι.
-  "Και οι εταίρες γίνονται μητέρες !" με παρηγορούσε η μητέρα μου.
Συχνά ονειρευόμουν ότι έβρισκα τον πατέρα μου. Άλλοτε χαιρόμουν, άλλοτε όχι. 
Η μητέρα κρατούσε το όνομα του μυστικό κι εγώ είχα σταματήσει να ρωτάω. 
Μια μέρα όμως τη ρώτησα γιατί δεν μου το 'λεγε. Η απάντησή της μου έκανε εντύπωση... τότε δεν την κατάλαβα παρά πολύ αργότερα.

-  "Δύο τρόποι υπάρχουν για να μη λησμονήσεις κάποιον. Ο ένας είναι να μιλάς συνέχεια γι αυτόν. Ο άλλος είναι να μην μιλάς ποτέ ! Εγώ προτιμώ το δεύτερο" είπε.

-  "Ώστε δεν θέλεις να τον λησμονήσεις ;"
Δεν είπε τίποτα. Η μητέρα μου ποτέ δεν απαντούσε σε δύο ερωτήσεις συνέχεια. 

-  Δεν μου αρέσουν οι ανακρίσεις" έλεγε. 

Αυτή η κουβέντα μου έμαθε να κάνω τις σωστές ερωτήσεις, το πρόβλημα όμως είναι πως οι σωστές ερωτήσεις συνήθως μένουν αναπάντητες. 

Οι πολεμικές επιχειρήσεις είχαν σταματήσει.  Εκείνη τη φθινοπωρινή μέρα με λιακάδα, όταν οι Αθηναίοι θα έθαβαν τους πρώτους νεκρούς, είχα αποφασίσει ότι ο πατέρας μου πρέπει να ήταν ο ....Περικλής.

Έντεκα φέρετρα. Οι δέκα φυλές της Αθήνας είχαν η καθεμιά το δικό της και το εντέκατο ήταν κενό, αφιερωμένο σε κείνους που δεν βρέθηκαν.
Σύμφωνα με το έθιμο, ο άρχοντας της πόλης θα έβγαζε τον επικήδειο λόγο. 
Εμείς δεν είμαστε αυτόχθονες και δεν είχαμε κανένα νεκρό να θρηνήσουμε.

Δεν θυμάμαι και πολλά από το λόγο του Περικλή, θυμάμαι μόνο ότι οι Αθηναίοι κρεμόντουσαν από τα χείλη του και πως η σιωπή ήταν απόλυτη όσο μιλούσε. 

-  "Αυτή είναι η Ασπασία..."  ψιθύρισε η μητέρα μου οδηγώντας τη ματιά μου στη γυναίκα με το λευκό πέπλο λίγο πίσω από τον Περικλή. 
Την κοίταξα, ήρεμη αξιοπρεπής, όχι και τόσο νέα πια. Δίπλα της ένας νεαρός. Ο αδελφός μου, σκέφτηκα, αμέσως και ταράχτηκα...

-  "Γιος της είναι ο νεαρός ;" ρώτησα.

-   Αλκιβιάδη τον λένε.  "Όχι, είναι συγγενής του.  Ο Περικλής είναι ο κηδεμόνας του."  απάντησε αδιάφορα.

Έτσι τον είδα. Ο χρόνος σταμάτησε και η ζωή μου αποφασίστηκε εκεί και τότε. 
Ο Περικλής τελείωσε το λόγο του επαινώντας τον κόσμο: 

"...πως,  είχαν τη μεγαλοψυχία να βλέπουν τις επιτυχίες των άλλων χωρίς να φορούν τη βαρετή μάσκα του φθόνου".

Γυρίσαμε στα σπίτια μας. Αλλά κάτι μέσα μου έμεινε πίσω, σε 'κείνο το αγόρι, σε 'κείνη τη μέρα, σε κείνη τη στιγμή που σφράγισε τη ζωή μου. Στο αγόρι που στεκόταν δίπλα στην Ασπασία.   430 π.Χ.


                                                                                       
Αθήνα: Την πομπή δεν την είδα καλά. Πάρα πολύς ο κόσμος. Πρώτη πέρασε μία διλοχία αστυνόμοι. Ακολουθούσε ένα σύνταγμα οπλίτες, με κατεβασμένη τη περικεφαλαία σαν έτοιμοι για έφοδο. Ένας ψίθυρος ακούστηκε από το  πλήθος και οι διπλανοί μου ρωτούν ο ένας τον άλλον...
- Μα ποιός είναι ; Ποιός είναι ;
- Κοιτάξτε αυτόν το έφηβο ! Κοιτάξτε αυτό το θάμα !
Κατάλαβα πως ήταν ο Αλκιβιάδης. Μεγαλύτερος απ' τα άλλα παιδιά, βάδιζε κρατώντας ψηλά το κεφάλι και γύρω του, έτσιάθελά τους τα συνομήλικά του είχαν αφήσει ένα κενό, λες για να περπατάει πιο ελεύθερα και να φαντάζει πιο πολύ η ομορφιά του.  Δεν υπήρχε θηλυκό κεφάλι να μην γυρίσει. Η γυναικεία ματιά  σπιθίζοντας, ακολουθούσε το ολόξανθο κεφάλι, που λες και τράβαγε   τις περισσότερες ακτίνες του ήλιου πάνω του.    Άγγελος Βλάχος από το ο Κύριός μου ο Αλκιβιάδης. εκδόσεις Εστία
___________________________________  Ο Αλκιβιάδης,


          Εκείνο το αγόρι...  Ο Αλκιβιάδης, ο γιος του Κλεινία και της Δηνομάχης στην πόλη της Αθήνας, όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε στη Μάχη της Κορώνειας,  ήταν τριών χρονών,  κι ο Περικλής πρώτος ξάδελφος της μητέρας του, έγινε προστάτης του, ο  επίτροπος του. 447 π.X.
Ο Αλκιβιάδης μεγαλώνει.  Ο "Αλκιβιάδης ο ωραίος" και ...ο Σωκράτης.   Πρώτος και καλύτερος ο Σωκράτης βέβαια.  Αχώριστοι.   Ο Αλκιβιάδης αγαπούσε και θαύμαζε τον Σωκράτη. Του χρώσταγε πολλά... χωρίς υπερβολή ακόμα και την ίδια του τη ζωή. Μίλαγε, για καιρό, όλη η πόλη γι αυτό...  Ο φιλόσοφος του είχε σώσει τη ζωή, στη μάχη της Ποτίδαιας, κάνοντας ασπίδα το σώμα του,  τον σώζει από βέβαιο θάνατο.  Δύο χρόνια πριν τον "Μεγάλο Πόλεμο της Καταστροφής". Τον πελοποννησιακό....

Όταν πεθαίνει η μητέρα μου είμαι δεκάξι χρονών, νιώθω σαν χαμένη και προσπαθώ να ανταποκριθώ στο πεπρωμένο μου. Αληθινά δεν ξέρω ποιο συναίσθημα ήταν πιο δυνατό...
Η λύπη μου για την μεγάλη απώλεια... ή η αγωνία μου αν θα γυρίσει ο Αλκιβιάδης ζωντανός ;  Κάθε φορά, σε κάθε πόλεμο τον ρώταγα...

- Πάλι καλέ μου ; με θυμάμαι να μην αφήνω τα μπράτσα μου να λυθούν απ' το λαιμό του.
- Πάλι και πάλι... μου απαντούσε, θα με προτιμούσες δίπλα σου δειλό ή να νιώθεις περηφάνια όταν μιλάνε για τις νίκες της Αθήνας και τους ηρωισμούς μου ;


Η πρώτη φορά που έκανα έρωτα με τον Αλκιβιάδη ήταν σ' ένα μικρό σκάφος. Υπήρχε μόνο ο ήλιος πάνω μας...  κι η θάλασσα γύρω μας. Αισθανόμουν σαν να ήμουν μια άλλη, είχα μια έντονη αίσθηση εξωπραγματικότητας. Δεν ήταν σαρκική απόλαυση, ήταν σαρκική ολοκλήρωση. Ένιωθα να είμαι σαν το τόξο του μύθου, (Οδύσσεια).  Μόνο ένας άντρας είχε τη δύναμη να το τεντώσει και τον είχα βρει. Η θάλασσα μας επέβαλε τον ρυθμό της, είμαστε ακούραστοι και αιώνιοι. 
Κι αν κάποιος πει ότι πρόκειται για γυναικεία μεταφυσική, αν κάποιος γελάσει ακόμα, συγχωρείστε τον... δεν βρήκε εκείνον που θα τέντωνε το τόξο ή ακόμα χειρότερα δεν "έγινε"  ποτέ του τόξο για να τεντωθεί !
Δεν χρησιμοποίησα ποτέ κανένα τέχνασμα για να δέσω τον Αλκιβιάδη κοντά μου, παρόλο που αυτό ήθελα περισσότερο...

Εξάλλου καμία γυναίκα δεν θα μπορούσε να έχει απαίτηση για την αποκλειστικότητα. Ο Αλκιβιάδης ήταν όμορφος... ένας θεός, ίδιος  Απόλλωνας...  Ανήκε σε όλες της γυναίκες. Καμία δεν μπόρεσε αντισταθεί στην μοναδικότητα της  γοητείας του, στη δύναμη της έλξης του.  Ο Αλκιβιάδης έκανε έρωτα σα να πολεμούσε... και πολεμούσε σα να έκανε έρωτα.  Αυτό το δήλωνε και με τον οπλισμό του.  Μέρος του οποίου ήταν και μια χρυσελεφάντινη ασπίδα με σύμβολο τον κεραυνοβόλο Έρωτα.

Τον ερωτεύθηκαν όλα σχεδόν τα θηλυκά της εποχής του. Από τη βασίλισσα της Σπάρτης μέχρι την πιο άσημη πριγκίπισσα. Όσο για τις υπόλοιπες γυναίκες, τις "χωρίς τίτλους", θα μπορούσαν να σταθούν, ώρες, αναμένοντας  μια πομπή που θα συμμετείχε σ' αυτήν κι 'Αυτός".   

Αυτός φρόντιζε να αναδεικνύει το κάλλος του με μεγαλοπρεπείς εμφανίσεις και πορφυρά ενδύματα. Καθιέρωσε μάλιστα και νέο σχήμα σανδαλιών που ονομάστηκαν Αλκιβιάδες. Το μόνο φυσικό του ελάττωμα ήταν ένα ελαφρύ τραύλισμα, αλλά ακόμη κι αυτό η γοητεία του Αλκιβιάδη το είχε μετατρέψει σε θέλγητρο, που έκανε τους ακροατές του να τον ακούνε με ευχαρίστηση και τους νέους Αθηναίους να τον μιμούνται!

Όλοι μιλούν για μια τέλεια ομορφιά του Αλκιβιάδη. Ακόμη και το νύχι του μεγάλου δαχτύλου του ποδιού ήταν τέλειο, λέει ο Πλάτωνας. Η πιο συνετή και σεμνή γυναίκα μπορούσε, κατά τον Ξενοφώντα, να υποκύψει στο κάλλος του. 

Οι κακές γλώσσες  τον θέλουν να παντρεύεται στην Άβυδο του Ελλήσποντου την ίδια γυναίκα με τον θείο του και να αποκτά μια κόρη αγνώστου... πατρός. Ίσως να πρόκειται για ψεύδος ή υπερβολή. 



Και μπορεί την ιστορία της Αβύδου να την δω με δυσπιστία, όμως για ο γάμος του με την Ιππαρέτη, στα τριάντα του, είναι γεγονός.  
Ένα περιστατικό, αναιδούς  και αλαζονικής συμπεριφοράς,  από την πλευρά του Αλκιβιάδη, προς  τον Ιππόνικο, τον πλουσιότερο Αθηναίο,  ήταν το εισητήριο.  Ίσως η οικογένεια της, έπρεπε να είχε μετρήσει πιο προσεκτικά το χαστούκι που είχε δώσει στον μέλλοντα πεθερό του ο Αλκιβιάδης, αφού κάθε άλλο παρά ιδανικός σύζυγος υπήρξε.  

Στις άλλες πόλεις δεν ξέρω πως ήταν τα πράγματα, αλλά στην Αθήνα δεν ήταν μεμπτό να διατηρεί ένας άντρας εξωσυζυγικές σχέσεις, αρκεί να υπήρχε διακριτικότητα. Δεν είναι ακριβώς αυτό που θα λέγαμε "ανοχή".   Όμως, η κοινωνία κράταγε "μυστικά".  
Ο Αλκιβιάδης δεν μπορώ να μην πω την αλήθεια, ξεπέρασε κάθε όριο, μη αφήνοντας στην Ιππαρέτη, κανένα περιθώριο.  Αγανακτισμένη μια μέρα τον αφήνειε και καταφεύγει στο σπίτι του αδελφού της. Ο Αλκιβιάδης δεν αντιδρά τότε, θα έλεγες δεν δίνει σημασία...  

Όταν όμως η Ιππαρέτη, αποφασισμένη,  πάει στο δικαστήριο να ζητήσει διαζύγιο, έρχεται η ώρα μιας βίαιης αντίδρασης...   Όρμησε στο δικαστήριο, τη σήκωσε στα χέρια, και περνώντας από την αγορά την πήγε στο σπίτι του.  Για μια ακόμα φορά έμοιαζε να μην τον νοιάζει τι θα πουν οι συμπολίτες του, που ούτε κι εκείνοι τόλμησαν να του εναντιωθούν.  Είχε αποκαταστήσει τα πράγματα, δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να χάσει τα πλούτη της,  ούτε να έχει τη ντροπή ότι τον χώρισε η γυναίκα του; 
Το διαζύγιο όμως βγήκε. 

Στη μεγάλη  καταστροφή της Μήλου, με τις αποκρουστικές περιγραφές των σφαγών του αντρικού πληθυσμού, η Αθηναϊκή αγορά γεμίζει γυναικόπαιδα...  Ερωτεύεται, μια ομολογουμένως πολύ όμορφη κοπέλα από τη  Μήλο, που την φέρανε να πουληθεί σκλάβα στην Αθήνα. Ο Αλκιβιάδης την έβαλε στη ζωή του... και έκανε μαζί της το δεύτερο, για κείνον, παιδί, το τρίτο, με το δικό μου μυστικό μέτρημα !

Δεν Ξέρω το λόγο, που του το κρατούσα μυστικό ότι είχαμε μία κόρη μαζί. Δεν τη είχε δει ποτέ αφού, πολύ βιαστικά κατάφερα και την έστειλα σε μια γνωστή μου οικογένεια για να την μεγαλώσει....

Στο σπίτι μου, στο σπίτι της εταίρας Τιμάνδρας ερχόταν σχεδόν κάθε μέρα και σιγά σιγά η επιπόλαιη σχέση, μεταμορφώθηκε, σ' ένα δεσμό πάθους και αγάπης  - μετά από επιμονή του, αγόρασε ένα σπίτι για μένα, για "να είμαι εξασφαλισμένη ό,τι κι αν συνέβαινε..."

Με τις μέχρι τώρα περιγραφές μου, για τον αγαπημένο μου, θα έχετε σχηματίσει την εικόνα, ενός ανθρώπου των προκλήσεων και της περιπέτειας.  Είναι ένα σωστό συμπέρασμα, αλλά με "πολύ" υπερβολή.   
Υπερβολικές οι φιλοδοξίες του... ή σιγουριά που είχε για το εαυτό του... 

Οι φιλοδοξίες του τον έμπλεξαν και τον έκαναν φυγάδα να καταφεύγει στη αυλή της Σπάρτης....  σ' αυτό το αδιανόητο ειδύλλιο που θα προκαλούσε σάλο δε οποιαδήποτε κοινωνία.  Όταν συνδέθηκε ερωτικά με την Τιμαία, τη γυναίκα του βασιλιά Άγι, εκμεταλλευόμενος την απουσία του σε ταξίδι και αποκτούν και παιδί ! 
Η βασίλισσα, όταν δεν την άκουγαν, φώναζε το παιδί που έκανε μαζί του Αλκιβιάδη, ο εραστής της όμως απλώς κομπάζει για τη σπουδαία του κατάκτηση και έλεγε πως μ' αυτό που έκανε ο θρόνος της Σπάρτης θα ανήκε πια στους απογόνους του.

Πράγματι ο γιος του Λεωτυχίδας λίγο έλειψε να ανέλθει στον θρόνο της Σπάρτης, αλλά το κώλυμα της καταγωγής του τον υποχρέωσε τελικά να παραχωρήσει τη θέση του στον Αγησίλαο. 
Περιττό ίσως να περιγράψω ότι ο βασιλιάς  κατάλαβε τα πάντα. Θυμήθηκε ότι ένας σεισμός τον είχε οδηγήσει κάποια νύχτα στο δωμάτιο της γυναίκας του και ότι από τότε δεν είχαν συνευρεθεί ξανά οι δύο σύζυγοι. Οι ημερομηνίες όμως του σεισμού και της εγκυμοσύνης δεν ταίριαζαν και το πράγμα ήταν ολοφάνερο. 

Ο Άγις προσπαθεί να διώξει τον Αλκιβιάδη από τη Σπάρτη, οι έφοροι όμως δεν είχαν διάθεση να διώξουν τέτοιο σύμβουλο. Εξάλλου, σκέπτονταν, ας ήταν ο Άγις πιο συνεπής στα συζυγικά του καθήκοντα, για να μη στρεφόταν το ενδιαφέρον της Τιμαίας σε άλλον άντρα. 

Πάντα τον δεχόμουν...  Από όπου κι αν γύριζε...  Τον άφηνα να γυρίζει όπου ήθελε... Μερικές φορές πήγα να τον βρω, αλλά μόνο όταν με είχε καλέσει και ποτέ με θυμό ή με πίκρα μέσα μου. 

Άραγε τι θα πουν για μας στο μέλλον ;  Όχι βέβαια για μένα, εμένα θα με ξεχάσουν. Η αγάπη δεν δημιουργεί ιστορία. Η ιστορία της αγάπης πεθαίνει, όταν πεθαίνουν εκείνοι που αγαπούν.  Αλλά η ματαιοδοξία και τα έργα της δημιουργούν ιστορία.  Δεν είναι παράξενο και τραγικό ;


          Η Αθήνα είχε συνέχεια πολέμους, ήταν υπεύθυνη για την συνοχή και προστασία της συμμαχίας και ο Αθηναϊκός στόλος ήταν αήττητος.  Αν μου πείτε να σας αναφέρω χωριστά μια μια τις μάχες είναι  σίγουρο ότι δεν θα τα καταφέρω.   

Ευτυχώς γύριζε ζωντανός.  Μία φορά, οκτώ χρόνια μετά την Ποτίδαια,  στη μάχη του Δηλίου με περηφάνια έλεγε παντού ότι του δόθηκε η ευκαιρία να ξεχρεώσει.  Είχε σώσει εκείνος τώρα τη ζωή του Σωκράτη. Είχε ανταποδώσει ! Δεν του χρώσταγε.

Μέχρι εκεί όμως... ο καθένας ζούσε όπως ήθελε. Η νηφάλια διδασκαλία και ο ασκητικός βίος του δάσκαλου συμπολεμιστή και φίλου, δεν κατόρθωσαν να γίνουν παράδειγμα για τη δική του ζωή,  Βούιζε η πόλη από τις τρέλες του και τις ανυπακοές του  και συνήθιζε να χλευάζει τις παραδεδεγμένες ιδέες περί δικαίου, μετριοφροσύνης, ευσέβειας, πατριωτισμού. 


Είχε επηρεαστεί περισσότερο από τους δασκάλους του σοφιστές, όπως ο Πρόδικος ο φωνακλάς  από την Κέα, και ο Πρωταγόρας, ο βασιλιάς των σοφιστών, που ήξερε την αξία του τόσο καλά ώστε ποτέ δεν έβαζε τίμημα στα μαθήματά του, απλούστατα άφηνε τους μαθητές του να πληρώνουν ό,τι νόμιζαν σωστό.         

Κλείνω τα μάτια και βλέπω τον ανήσυχο Ιππία από το Ίλιον, που είχε πάντα μια συγκεκριμένη θέση να κάθεται, στο μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού μου που μαζεύονταν όλοι.
Τον Κλεινία τον β', αδελφό του Αλκιβιάδη, τους δυο γιους του Περικλή με την Ασπασία, τον γιο της από τον πρώτο γάμο, τον ποιητή Αγάθωνα και τον εραστή του, τον άμυαλο αλλά πάμπλουτο Παυσανία. 

Αργότερα προστέθηκε στη συντροφιά και ο αδελφός του Αγάθωνα, ο Πλάτων, ένας σιωπηλός και σοβαρός έφηβος με λαμπερά μάτια που έβλεπαν κάτι που κανένας άλλος δεν έβλεπε.  Ελπίζω να μην ξέχασα κανέναν...

Συνάντησα φιλοσόφους, που από το φόβο της δυστυχίας απέφευγαν την ευτυχία. Συνάντησα άλλους που ταύτιζαν την ευτυχία με την εξουσία, παρασυρμένοι από το όνειρο να σταματήσουν τη ροή της ζωής.

Είχα ελευθερία και αγάπη από τη μητέρα μου. Μέχρι τα δεκάξι μου που έμεινε κοντά μου, είχα ζήσει μια ζωή που τα περισσότερα κορίτσια ούτε να την ονειρευτούν δεν μπορούσαν. Μέσα σε μια μέρα ο θάνατός της  άλλαξε τη ζωή μου. Δεν μπορούσα να γίνω κάτι διαφορετικό από κείνην...  Έγινα κι εγώ εταίρα. Χάριζα ηδονή  και ερωτική χαρά κι ήμουν υπερήφανη γι αυτό.


Ο Αλκιβιάδης αποφασίζει να συμμετέχει στο λαμπρότερο αγώνισμα των Ολυμπιακών αγώνων, στην αρματοδρομία, φέρνοντας στην Ολυμπία 7 τέθριππα άρματα !
H Ολυμπιάδα αυτή υπήρξε ένας ακόμη θρίαμβος, ο απόλυτος θρίαμβος, αφού κέρδισε τις 3 πρώτες θέσεις, σπάζοντας την κυριαρχία των Σπαρτιατών στο αγώνισμα, γεγονός που το γιόρτασε με αλαζονικό τρόπο.
416 π.Χ. 

Τέσσερα χρόνια μετά την εκλογή του ως στρατηγός στην Αθήνα.  
Λίγους μήνες αργότερα, υποστηρίζοντας τις απόψεις του στην αθηναϊκή εκκλησία του δήμου υπέρ της εκστρατείας στη Σικελία, ο Αλκιβιάδης, χρησιμοποιεί πολιτικά, κομπάζοντας,  αυτές τις νίκες. Ισχυρίζεται ότι με τη μεγαλόπρεπη εμφάνισή του και με τις προσωπικές νίκες του πρόσφερε στην πατρίδα του μεγάλη αίγλη και δημιούργησε σε όλους τους Έλληνες "εντύπωση ισχύος ανώτερη της πραγματικής". 

Κανείς δεν ένιωθε ικανός ν' ανταγωνιστεί την τέχνη των επιχειρημάτων του, τη ζέστη της ματιάς του όταν παθιαζόταν, τη δύναμη που έβαζε στο λόγο του, όταν μίλαγε στον δήμο.
Κανείς δεν μπορούσε να νικήσει όπως εκείνος στις αρματοδρομίες , στην 91η Ολυμπιάδα.
Έτσι, ο "περιβόητος Αθηναίος στρατηγός", -τον πείραζα-, έπεισε όλους σχεδόν, να εγκρίνουν τη μεγάλη εκστρατεία και να αναθέσουν την αρχιστρατηγία στον ίδιο.

Τον άκουγαν εκστατικοί όταν τους εξηγούσε όσο μπορούσε πιο απλά, ότι αν έπαιρναν τη Σικελία, μετά η πλούσια Καρχηδόνα ήταν... δίπλα. Τους έκανε με το λόγο του να βλέπουν τους εαυτούς τους ήδη στην πλούσια πόλη !

Οι πιο φρόνιμοι Αθηναίοι έκαναν ότι μπορούσαν για να σταματήσουν την εκστρατεία στη Σικελία. Ακόμα και ο Σωκράτης έφτασε να πει, ότι το δαιμόνιό του, εκείνη η εσωτερική φωνή που τον καθοδηγούσε, τον είχε προειδοποιήσει για τις συνέπειες. Η απόφαση πάρθηκε... και η δόξα που περίμενε τον Αλκιβιάδη θα ήταν μεγάλη.

Τον περίμενα όλο το βράδυ...
Όμως εκείνος είχε "μεθύσει" που έβλεπε να πραγματοποιείται το όνειρο του. Περισσότερο ικανοποιημένος δεν μπορούσε να είναι. Το "γιόρτασε" με φίλους. Στο ξημέρωμα ανέβηκε στο πλοίο του και αμέσως διέταξε τον απόπλου.
 

Κοσμοσυρροή στο λιμάνι. Φιλοδοξίες, ματαιοδοξίες,  και μεγάλες προσδοκίες...  Ένα ατελείωτο καραβάνι ανθρώπων κι όλοι είχαν τη θέση τους, όλοι ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν. Κίνηση, φασαρία, φωνές, παραγγέλματα μπερδεμένα με παιάνες, σκόνη.... Τεράστιοι όγκοι δεμάτων... Άπειρα, ατελείωτα τα εφόδια... 
Είναι μεσοκαλόκαιρο και τα 134 πλοία  του αθηναϊκού στόλου από ώρα σε ώρα θα αποπλεύσουν από τον Πειραιά.  Στρατηγοί ο Αλκιβιάδης, ο Νικίας και ο Λάμαχος. 
Προορισμός η Σικελία.  
Μα θα ήταν, χωρίς υπερβολές, κι ο εντυπωσιακότερος στόλος που είχε ποτέ αποπλεύσει από ελληνικό λιμάνι.  Κι όλος ο πληθυσμός της Αθήνας είχε κατέβει στο λιμάνι...  



«....Για να ξεπροβοδίσουν ο καθένας τους δικούς του, άλλοι τους φίλους τους, άλλοι τα παιδιά τους, και πορεύονταν με ελπίδα και μαζί με κλάματα, από τη μία για τα όσα θα αποκτούσαν και από την άλλη επειδή άραγε θα τους ξανάβλεπαν, καθώς αναλογίζονταν πόσο μακριά από την πατρίδα ήταν το ταξίδι για το οποίο ξεκινούσαν».  Θουκιδίδης


Είχα κατέβει βέβαια κι εγώ στο λιμάνι... Χαμένη στο πλήθος...  προσπαθούσα να τον βρω, όταν ένιωσα να ....αιωρούμαι ξαφνικά... Κάποια χέρια με είχαν σηκώσει ψηλά... πριν ακόμα δω...  Ήξερα ότι ήταν η δική του αγκαλιά. 

-  Νόμιζες ότι θα φύγω έτσι ; Χωρίς να πάρω μαζί μου τη ματιά σου, το άγγιγμα... και την  ανάσα σου ; 

Ο Αλκιβιάδης τελικά είχε νικήσει κι εγώ είχα χάσει. Είχε καταφέρει μια ακόμα φορά να κάνει αυτό που ήθελε.  415 π.X.

          Πρώτος σταθμός του εκστρατευτικού σώματος ήταν η Κέρκυρα, όπου οι Αθηναίοι και όσοι από τους συμμάχους τους είχαν ξεκινήσει μαζί τους συναντήθηκαν με τις υπόλοιπες συμμαχικές δυνάμεις. Για τη Σικελία απέπλευσαν συνολικά περίπου 150 πλοία, πολεμικά και βοηθητικά, και περισσότεροι από 5.000 άνδρες, από τους οποίους Αθηναίοι ήταν σχεδόν το ένα τρίτο. Ακόμη, σύμφωνα με υπολογισμούς, τα πληρώματα των πλοίων και μόνο, υπερέβαιναν τις 25.000 άνδρες.
Οι πόλεις της Σικελίας δεν υποδέχονται φιλικά το αθηναϊκό εκστρατευτικό σώμα. Οι περισσότερες δεν του επιτρέπουν την είσοδο στο έδαφός τους, μερικές μάλιστα του αρνήθηκαν ακόμη και τον ανεφοδιασμό με νερό.

Οι στρατηγοί κατέστρωναν ακόμη τα σχέδια των κινήσεών τους και οι επιχειρήσεις στη Σικελία δεν είχαν καλά καλά αρχίσει, όταν ένα αναπάντεχο γεγονός ήρθε να αναστατώσει το στράτευμα: 

Η Αθήνα,  η Εκκλησία του δήμου αποφασίζει να ανακαλέσει από τη Σικελία τον Αλκιβιάδη, για να τον δικάσει για τις κατηγορίες που τον βάραιναν, είχε μάλιστα στείλει στη Σικελία για να τον παραλάβει το ειδικό ιερό πλοίο, τη Σαλαμινία.
Η κατηγορία για ιεροσυλία
 είναι φοβερή.  Οι εχθροί του υποστηρίζουν  ότι, την παραμονή της αποχώρησης για τη Σικελία, αυτός και οι φίλοι του, σε κατάσταση μέθης, ακρωτηριάζουν τις ερμαϊκές στήλες, τους οδοδείκτες στους δρόμους και τις πλατείες της πόλης. Τον βρίζουν όλοι... Όπου σταθεί κανείς ακούει προσβλητικά σχόλια. Μια μέρα είχαν μαζευτεί και έξω από μένα.. Ευτυχώς επενέβησαν δυο καλοί μου φίλοι.  

Πικραμένος που του χαλάνε το όνειρο, οργισμένος που του κλέβουν τη δόξα, αλλά και φοβισμένος για την καταδίκη σε θάνατο, ο Αλκιβιάδης  μπλοφάροντας όπως πάντα, δείχνει να υποτάσσεται πειθήνια στην εντολή, αλλά καθ' οδόν προς την Αθήνα ξεγελάει τη συνοδεία και δραπετεύει...  

Τους αφήνει όλους άφωνους...  Η είδηση φτάνει στην Αθήνα. Το ακούν αλλά δεν θέλει κανείς να το πιστέψει...  

Ο Αλκιβιάδης κατέφυγε στη Σπάρτη ! ;  Τους πρόδωσε ;  

Ο αγαπημένος τους... στον εχθρό ! ; Καλά που έχει πεθάνει ο Περικλής να μην ζήσει  τη μεγάλη ντροπή ! 

Αυτή η εξέλιξη ήταν μοιραία για όλους.  Ανατρέπει τα στρατηγικά σχέδια των Αθηναίων και είχε σοβαρή αρνητική επίδραση στο ηθικό του στρατού.

Η εξέλιξη της εκστρατείας, που έμεινε στην ουσία ακέφαλη, μετά την δραπέτευση του Αλκιβιάδη, για τους Αθηναίους καταλήγει σε καταστροφή. Οι στρατηγοί Δημοσθένης και Νικίας παραδόθηκαν και εκτελέστηκαν, ο Λάμαχος είχε φονευθεί σε μία σύγκρουση με τους Συρακούσιους, ενώ χιλιάδες αιχμάλωτοι Αθηναίοι και σύμμαχοί τους πέθαναν από τις κακουχίες στα λατομεία των Συρακουσών.



Σικελική Εκστρατεία
Για τον Αλκιβιάδη όμως, τίποτα δεν μοιάζει δύσκολο.
Κερδίζει την εμπιστοσύνη του βασιλιά, της αυλής και των αρχόντων της σπαρτιάτικης πολιτείας.
Έρχονται τα πάνω κάτω... 


Η Σπάρτη στέλνει, με την καθοδήγηση του οργισμένου για την αδικία στρατηγού, εκστρατευτικό σώμα στη Σικελία για να βοηθήσουν τους Σελινούντιους και τους σύμμαχους τους Συρακούσιους.



Το χειρότερο όμως κτύπημα έρχεται όταν με δική του προτροπή καταλαμβάνουν και οχυρώνουν τη Δεκέλεια στην Αττική. Όλεθρος.... Το σχέδιο είναι να αποκόψουν την Αθήνα από την αγροτική ενδοχώρα της και το καταφέρνουν....
Η κατάσταση στην Αθήνα είναι κρίσιμη. Εξελίσσεται άσχημα... όλοι πιστεύουν ότι είμαστε χαμένοι αλλά κανείς δεν το παραδέχεται φωναχτά.
Είχα να τον δω από τότε που έφυγε για τη Σικελία, μέσα στη δόξα. Περιττό να αναφέρω ότι ζούσα δυο ζωές. Θα σας εξηγήσω αμέσως τι εννοώ. Έφτιαξα μια για τους άλλους, άδεια από συναισθήματα... Όμως η καρδιά μου ζούσε αλλού... Πού ; Δεν ξέρω, ξέρω ότι μου έλειπε πολύ... και η καρδιά μου και ο Αλκιβιάδης που την είχε μαζί του! Δεν ήξερα πως να ζήσω χωρίς αυτόν. Δεν ήξερα τι να κάνω χωρίς αυτόν. Ο Αλκιβιάδης ο γοητευτικός, ο ικανός, ο αξεπέραστος στρατηγός, που είχε πολλά να ξεχάσει, ας τα ξέχναγε. Όλα, εκτός από μένα ! 

Τα νέα που φτάνουν στ' αυτιά μου από την αυλή της Σπάρτης μου προκαλούν ανησυχία, φόβο και πόνο. Και δεν είναι από γυναικεία ζήλια. Τον αγαπάω πάνω από αυτό. Ανησυχώ ότι η σχέση που δημιουργεί με την βασίλισσα θα του κάνει κακό.
Δεν το ευχήθηκα ποτέ, αλήθεια σας λέω, αλλά η κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχό των παράνομων εραστών. Της βασίλισσας Τιμαίας και του Αλκιβιάδη.
Ένα μεγάλο αδιέξοδο παρουσιάζεται όταν ενώ λείπει ο βασιλιάς.... η βασίλισσα μένει έγκυος. Ο Άγις όταν επιστρέφει και καταλαβαίνει τι έχει γίνει ζητάει τον θάνατο του Αλκιβιάδη.
Οι έφοροι που ξέρουν ότι η βοήθεια του Αλκιβιάδη είναι πολύ σημαντική για τον "στερηθούν", διαφωνούν και γίνονται προσωρινά οι σωτήρες του. Η αναστάτωση στη πόλη είναι πολύ μεγάλη.

Όλοι μιλάνε με ανακούφιση για την άσχημη τροπή των γεγονότων. Η ρήξη με τον βασιλιά χαροποιεί τους εχθρούς του.  Δεν θα καθοδηγεί πια τους Σπαρτιάτες, υποδεικνύοντας τα αδύνατα σημεία μας, που ήξερε καλύτερα απ' όλους.  Ο Αλκιβιάδης  φεύγει  άλλη μια φορά, κυνηγημένος πάλι, για να σώσει τη ζωή του. 
Αυτή τη φορά, καταφύγιο από την οργή του ταπεινωμένου Άγι, του Σπαρτιάτη βασιλιά, θα βρει στη περσική αυλή. Προσπαθεί να ζεστάνει τις σχέσεις του... Κερδίζει την εμπιστοσύνη του Τισσαφέρνη του νέου σατράπη και κάνει τους δικούς του πολιτικούς ελιγμούς. Οι συμβουλές του αποτελεσματικές, οι ευφυείς στρατηγικοί ελιγμοί "κερδίζουν" τον σατράπη. Αλλά είναι δυσδιάκριτοι για όποιον θα επιχειρούσε να καταλάβει τον τελικό του στόχο κάθε φορά... Που αλλάζει συνέχεια...
Καταφέρνει: 

 - Να στρέψει τους Πέρσες εναντίον των συμμάχων τους Σπαρτιατών και να μειώσει τις πληρωμές που έκανε ο σατράπης στον πελοποννησιακό στόλο.
- Να δωροδοκήσει τους Στρατηγούς των πόλεων για να κερδίσει πολύτιμες πληροφορίες για τις δραστηριότητες τους.
- Τέλος, και πιο σημαντικό, τον συμβουλεύει να μην φέρει τον περσικό στόλο σε σύγκρουση, καθώς ο συνεχής πόλεμος θα προκαλούσε εξάντληση στους στρατιώτες.

Αν και οι Πέρσες, φαινομενικά, επωφελούνται από τις συμβουλές του Αλκιβιάδη, ο αληθινός στόχος του, ήταν να χρησιμοποιήσει την επιρροή του στους Πέρσες για να αποκαταστήσει τη σχέση του με την Αθήνα και να του επιτραπεί να πάρει τη "θέση" που
κατείχε πριν την παγίδα που του έστησαν οι εχθροί του.

Άρχισε να καταλαβαίνει ότι η "ριζοσπαστική δημοκρατία" της Αθήνας δεν θα συμφωνούσε. Προσπαθεί, ερχόμενος σ' επαφή με Αθηναίους διοικητές στη Σάμο, να τους υποδείξει ότι αν αλλάξουν το πολίτευμα της Αθήνας, σε ολιγαρχία φιλική προς αυτόν, εκείνος έχει συνεννοηθεί με τον Τισσαφέρνη, να σταματήσουν να βοηθούν τους Σπαρτιάτες.
Αν η πολιτεία, γίνει φιλική προς αυτόν, εκείνος υπόσχεται, θα επέστρεφε στην Αθήνα με περσικά νομίσματα στα χέρια, και πιθανώς και ένα περσικό στόλο από 147 τριήρεις !
Οι περισσότεροι διοικητές του αθηναϊκού στόλου δέχθηκαν αυτό το σχέδιο και καλωσόρισαν την προοπτική ενός στενότερου συντάγματος, το οποίο θα τους επέτρεπε να έχουν μεγαλύτερο μερίδιο στον καθορισμό της πολιτικής.
Οι διαπραγματεύσεις αποτυγχάνουν.... Ο Αλκιβιάδης παραμένοντας εξόριστος στην περσική αυλή, αλλά δεν χάνει επαφή με ανθρώπους από την Αθήνα.
Δυστυχώς σε μια συνάντηση που έχει με τον Τισσαφέρνη, φέρνοντας του δώρα, ελπίζοντας και πάλι να δοκιμάσει να κερδίσει την επιρροή του στον Πέρση κυβερνήτη, παρεξηγούνται οι προθέσεις του και βρίσκεται στη φυλακή...


Τριάντα μέρες και τριάντα νύχτες στη φυλακή του πέρση σατράπη στις Σάρδεις. 
Το κελί του ήταν υπόγειο, γεμάτο νερό που του έφτανε ως τα γόνατα.  Δεν μπορούσε βέβαια να ξαπλώσει και σιγά-σιγά "εκπαιδεύτηκε" να κοιμάται όρθιος... σαν άλογο !

Υπέφερε από φοβερούς πόνους στα πόδια και στην πλάτη. Δεν παραπονιόταν, δεν βογκούσε. Τσαλαβουτούσε στο νερό μπρος πίσω και σκεφτόταν όλη την ώρα πως θα μπορούσε να αποδράσει. Δεν το έβαλε κάτω ούτε για μια στιγμή.

Η συμπεριφορά του ήταν άκρως ευγενική προς τους αγροίκους φρουρούς του και τους κολάκευε σε κάθε ευκαιρία. Συζητούσε μαζί τους για διάφορα θέματα. Μια μέρα έπιασε ένα βλέμμα που θα έλεγε ότι ήταν ερωτικό. 
Ναι, δεν πρέπει να έκανε λάθος,  τον είχε ερωτευθεί ένας φρουρός. 
Ο Αλκιβιάδης δεν του ζήτησε ποτέ ανοιχτά βοήθεια, απλά άφηνε πότε πότε το βλέμμα του να σταθεί πάνω του λίγο περισσότερο, μόνο αυτό.
Ο φρουρός ήταν ένας νεαρός λίγο παραπάνω από είκοσι χρονών με λαμπερά μάτια και όμορφο, κεχριμπαρένιο δέρμα. Μια νύχτα ήρθε και άνοιξε την πόρτα χωρίς λέξη. Ούτε ο Αλκιβιάδης είπε τίποτα. 

Έξω από τη φυλακή περίμενε ένα άλογο. Μόνο ένα. Δεν δίστασε... δεν στάθηκε ούτε δευτερόλεπτο μόλις είδε τον νεαρό να θέλει να τον βοηθήσει...  Ανεβαίνοντας στο άλογο τον ρωτάει:
-  Εσύ τι θα κάνεις ;    
Δεν του απάντησε... μονάχα τον κοιτούσε... Έκανε αυτό που έπρεπε, του έκανε νόημα να καβαλήσει κι αυτός.  Βγήκανε από την πόλη, σιγά σιγά, προλαβαίνοντας το ξημέρωμα  και οι δύο πάνω στο ίδιο άλογο.
Θυμάμαι τη περιγραφή  των συναισθημάτων του, σ' αυτή τη μεγάλη φυγή.


"Ποτέ μου δεν ένιωσα πιο ευτυχισμένος, πιο ελεύθερος... αν κι ευτυχισμένος δεν είναι η σωστή λέξη, πιο σωστά... είχα ότι ονειρευόμουν. 
Μόλις είχα σωθεί από βέβαιο θάνατο.  Το άλογο ήταν νέο και δυνατό. Στην πλάτη μου αισθανόμουν το στήθος του νεαρού.  Τα κορμιά μας σαν ένα, είχαν τον ρυθμό του αλόγου.  Κι αυτή η πορεία από τη βεβαιότητα (του θανάτου) στην αβεβαιότητα της ελευθερίας, της περιπέτειας, μου έδινε μια αφάνταστη ευφορία. 
Σε μια μικροσύγκρουση, λίγο αργότερα, ο νεαρός σωτήρας μου σκοτώνεται..."

Τελειώνει τη διήγησή του χαμηλώνοντας τη φωνή του και τα μάτια του, λες και ντράπηκε ξαφνικά που εκείνος είχε ζήσει !

          Στην Αθήνα θαυμασμός... Ψιθυριζόταν ότι ο Αλκιβιάδης είχε δραπετεύσει από τον σατράπη... Για μια ακόμα φορά τους είχε βγάλει κοροϊδευτικά τη γλώσσα. Στη πόλη δεν έφτασε τίποτ' άλλο εκτός από την απόδραση του. Ούτε πως, ούτε που βρίσκεται. Εμένα μου έφτανε μόνο να μαθαίνω ότι ζει. Όλα τ' άλλα δεν είχαν και πολύ μεγάλη αξία.

Μετά από λίγο καιρό μαθαίνουμε ότι τα κατάφερε... κρύφτηκε λίγο καιρό, βρήκε υποστηρικτές... και γύρω στην άνοιξη, ίσως, έρθει...  στην Αθήνα.  Φοβόμουν να αφεθώ να το πιστέψω.  
Το έβλεπα σαν απίθανο όνειρο να τον ξαναδώ... Είχε περάσει πολύς καιρός από εκείνο το βράδυ, το προηγούμενο του μεγάλου απόπλου για την Σικελία,  που δεν το πέρασε μαζί μου για να γιορτάσει με φίλους,  λίγο πριν να φύγει προς την "μεγάλη δόξα"  που περίμενε να τον στέψει !  

Τις επόμενες μέρες προσπάθησα να μάθω κάτι περισσότερο...  Μια λέξη θυμάμαι, να επαναλαμβάνεται μέσα μου.
  
- "Επιτέλους...  Μα, δεν είναι πολύ όμορφη η ζωή ; Επιτέλους."   
Άρχισα τα σχέδια...  Πως θα περάσουμε τη νύχτα μας μετά από τόσο καιρό.  Πως δεν θα τον ξανάχανα ποτέ πια. 

Τα δικά του σχέδια, όμως, ήταν διαφορετικά.   
Είχε ειδοποιηθεί για τη ευχάριστη τροπή που είχε διαμορφωθεί στην Αθήνα γι αυτόν.   Ανάκληση των κατηγοριών.  Η απόφαση της πολιτείας ήταν επίσημη.  Η ανάκληση που είχε γίνει αποδεκτή με μεγάλη πλειοψηφία,  είχε περάσει μετά από πρόταση του Κριτία, ενός πολιτικού συμμάχου του. Ο Αλκιβιάδης μπορούσε να επιστρέψει και να αποκατασταθεί το όνομά του και η τιμή του.  
Παρ' όλο που έγιναν όλα τυπικά...   Εκείνος είχε τα δικά του μεγαλεπήβολα σχέδια. 
Ναι, θα επέστρεφε "εν δόξη" αλλά όπως το εννοούσε εκείνος ! 


Τα νέα στην Αθήνα πέρναγαν από στόμα σε στόμα...  
Ο Αλκιβιάδης δεν ήταν εναντίον τους πια ! 
Τώρα θα άλλαζαν πολλά για την Αθήνα.

Νίκες...
Έπειτα από αρκετές ναυμαχίες ανάμεσα στους δύο στόλους Αθηναίων και Σπαρτιατών και αυτή τη φορά πολεμάει στην πλευρά της Αθήνας, για τη νίκη των Αθηναίων... 

Έπειτα από συνεχόμενη προσπάθεια να εξοικονομεί χρήματα κάθε φορά, για να πληρώνει τους κωπηλάτες και τους ναύτες του.   Έπειτα από μια επικίνδυνη "ισορροπία" που έπαιζε με τους Πέρσες που ήταν με το μέρος της Σπάρτης...  

Φαίνεται να γέρνει η πλάστιγγα προς την Αθήνα. Την άνοιξη στην Κύζικο  και ενώ οι Σπαρτιάτες, με την χρηματοδότηση των Περσών, διαθέτουν έναν νέο στόλο...  Νικήθηκαν και υποχωρούν,  οι Αθηναίοι καταστρέφουν όλα τα σπαρτιατικά πλοία.

Μια επιστολή που στάλθηκε στη Σπάρτη από τον Ιπποκράτη, αντιναύαρχο υπό τον Μίνδαρο, κλάπηκε και οδηγήθηκε στην Αθήνα - έγραφε τα παρακάτω: 

«Τα πλοία είναι χαμένα. Ο Μίνδαρος νεκρός. Οι άνδρες πεθαίνουν από πείνα. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε... !» 

Λίγο αργότερα, η Σπάρτη πρότεινε ειρήνη, αλλά οι Αθηναίοι με την πίστη και την αλαζονεία του άτρωτου νικητή αρνούνται.  410 π.Χ.


Τώρα είναι η ώρα να επιστρέψει.  Όπως το είχε σχεδιάσει...  Αλλά δεν εμπιστεύεται κανένα πια.  Ακόμα και τους πιστούς του φίλους που τον διαβεβαιώνουν ότι η Αθήνα δεν του παίζει ένα άσκημο παιγνίδι.  

Εκείνος όμως είναι δύσπιστος. Θέλει να είναι εξαιρετικά προσεκτικός στην επιστροφή του. Ακόμα και τώρα... Στον απόηχο της πιο πρόσφατης νίκης του.  
Δεν πάει κατευθείαν στην Αθήνα, περνάει από τη Σάμο, εφοδιάζεται με 20 πλοία. Σαλπάρει για το Γύθειο....  για να κάνει έρευνες, εν μέρει για τις αναφερόμενες προετοιμασίες των Σπαρτιατών εκεί, μην ξεχνάμε ο πελοποννησιακός πόλεμος δεν έχει τελειώσει...  
Αλλά αυτό που τον ενδιαφέρει περισσότερο είναι τα αισθήματα των συμπολιτών του για την επιστροφή του.  Οι έρευνες του, οι δικοί του άνθρωποι,  τον διαβεβαιώνουν, ξανά και ξανά, ότι η Αθήνα ...κι εγώ, περιμένουμε. 
Φιλικά ή Αθήνα και ανυπόμονα εγώ, την επιστροφή του. Όλοι του οι φίλοι του μηνύουν να μην διστάζει να επιστρέψει.

          Τελικά, σαλπάρει για τον Πειραιά. Πλήθος αποφασισμένο να δει τον διάσημο Αλκιβιάδη, κατέβηκε στο λιμάνι. Εκείνος διστάζει... ακόμα.

Μ
παίνει στο λιμάνι καθυστερώντας, δεν πιστεύει κανέναν.  Δισταγμός, δυσπιστία,  φόβος...  Βλέπει τον ξάδερφο του και άλλους φίλους του και γνωστούς του, οι οποίοι με νοήματα με φωνές, τον καλούν στη ξηρά.  
Δίνει το πρόσταγμα στους κωπηλάτες.  Η τριήρης  κόβει ταχύτητα. Επιτέλους,  θα πλευρίσει, το έχει πάρει απόφαση.  

Όσα όνειρα κι αν είχε κάνει γι αυτήν τη στιγμή, σίγουρα οι εικόνες που είχε μπροστά του τα ξεπερνούσαν.  Στην ακτή, τον υποδέχονται σαν ήρωα. Ο ενθουσιασμός τους μεγάλος... Λατρεία, γι αυτόν που μίσησαν περισσότερο από κάθε άλλον ίσως... Ήταν η μεγάλη τους ελπίδα για την νίκη και τη σωτηρία τους.  Του δίνουν τον τίτλο του «στρατηγού αυτοκράτορα», δηλαδή του στρατηγού με απόλυτη εξουσία... και  ο Αλκιβιάδης συνέχισε τον πόλεμο εναντίον των Σπαρτιατών.   407 π.Χ. 

Υπήρξαν και κάποιοι που είδαν ένα κακό οιωνό στο γεγονός ότι επέστρεψε στην Αθήνα την ίδια μέρα όταν γινόταν η τελετή των Πλυντηρίων.  Αρκετά μεγάλη για την Αθήνα, αφού γιόρταζαν, το καθάρισμα του παλαιού αγάλματος της Αθηνάς  -της θεάς της σοφίας, της στρατηγικής και του πολέμου.   Εθεωρείτο ως η πιο άτυχη μέρα του χρόνου για να γίνει μια σημαντική αλλαγή. 

Όλες οι ποινικές διαδικασίες εναντίον του ακυρώθηκαν και οι κατηγορίες της βλασφημίας  αποσύρθηκαν επισήμως. Τώρα είχε τη δυνατότητα  να διεκδικήσει την αξιοπρέπεια του και να ανεβάσει το ηθικό των Αθηναίων ο
δηγώντας την ιερά πομπή προς την Ελευσίνα  για την τελετή των Ελευσινίων Μυστηρίων. 

Ύστερα από σχεδόν οκτώ  χρόνια... Πάλι περήφανα, όπως πάντα...  "δια ξηράς".  Για πρώτη φορά μετά την κατάληψη της Δεκέλειας από τους Σπαρτιάτες.
Από τότε που με τη δική του συμβολή είχε παγιδεύσει την Αθήνα. Από τότε που το πόδι του Σπαρτιάτη είχε πατήσει στην Αττική, η ιερότερη και πιο σεβαστή τελετή από όλες τις γιορτές,  η διαδρομή προς τιμή της θεάς Δήμητρας και της κόρης της Περσεφόνης, είχε αντικατασταθεί "δια θαλάσσης". 
Ο Αλκιβιάδης με ένα επιβλητικό απόσπασμα από στρατιώτες που συνόδευσαν την πομπή, έπεισε τους Αθηναίους ότι δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν.  Τώρα ήταν μαζί τους αυτός. Με αυτήν την κίνηση κατάφερε να αποκαταστήσει την πληγωμένη τους περηφάνια. Άλλαξε την ψυχολογία όλων των Αθηναίων. 
Η εκκλησία τον εξέλεξε ως ανώτατο διοικητή ξηράς και θάλασσας.  
Η τιμή του αποκαταστάθηκε και του αποδόθηκε πίσω η περιουσία του. 

Είμαστε πάλι μαζί. Τι να σας πρωτοπώ τώρα ; Όλα είναι πιο σημαντικά τώρα. Ακόμα και απλά πράγματα της καθημερινότητας, έχουν αποκτήσει άλλη σημασία, άλλη αξία. Η ζωή μου βρήκε ένα αλλιώτικο ενδιαφέρον, ακόμα και για πράγματα αδιάφορα, κάποτε για μένα.

Με ενδιέφερε κάθε τι που έλεγε... Μέχρι και τα βαρετά στρατηγικά του σχέδια... Που πολλές φορές τον άκουγα να μονολογεί.

 Θα έλεγα ότι μου έμοιαζα με παιδί που η χαρά το κάνει να συμπεριφέρεται ανόητα.   Ήμουν η πιο ευτυχισμένη γυναίκα στον κόσμο.  Όλα γίναν πιο γοητευτικά και στα μάτια μου είναι όλα καινούργια. Εγώ τα έβλεπα έτσι ; Ή επηρεάστηκαν, κι αυτά,  από τη γοητεία του Αλκιβιάδη, ή  από το χρώμα της πόλης όπως ερχόταν σιγά σιγά ο χειμώνας ; 



Ο Παρθενώνας έμοιαζε πιο λαμπερός από ποτέ... ο ήλιος έλουζε τις χρυσές του λεπτομέρειες και σε στράβωνε. Αληθινό χρυσάφι. 

Μα κι όταν γινότανε γκρίζος ο ουρανός... πάλι ήταν όμορφος ο ιερός βράχος κι ακόμα πιο μυστηριακός  ο ναός της Αθηνάς. 

Οι επιφάνειές του άλλαζαν, έδειχναν πιο στιλπνοί τώρα... 


Εμένα μ' αρέσει η βροχή.  Πάντα μ' άρεσε. 
Κάθε σύννεφο μια πηγή ζωής. Κάθε της σταγόνα ένα ταξίδι. Μ' άρεσε να την ακούω, να την κοιτάω...  
Να περπατάω παρέα της, να με λούζει, άλλοτε δειλά, με γλύκα και τρυφερότητα... Να με χαϊδεύει απαλά βρέχοντάς μου την εσθήτα που γινόταν ένα δεύτερο δέρμα πάνω μου.    
Κι άλλοτε βίαια, κάθε σταγόνα κι ένα μικρό τσίμπημα. Τσίμπημα αφύπνισης που μου έλεγε:  "Μην χάνεσαι,  μην ονειρεύεσαι...  Ζήσε το τώρα σου...  Αύριο δεν ξέρεις τι θα γίνει...."  


Ένας περίπατος στο ναό όμως, ενώ έβρεχε, είναι πύλη για έναν καινούργιο άγνωστο κόσμο.

Μην περιμένετε η περιγραφή μου να αποδώσει την δύναμή του, την δόνησή του. 

Δεν περιγράφεται, μόνο να "νιώσετε" μπορείτε.... 

Μόνο μέσα από τις αισθήσεις σας θα το αγγίξετε... 

Μόνο αν λαχανιάσετε ανεβαίνοντας, αν δείτε τη γυαλάδα της σμιλεμένης πεντελικής  πέτρας, αν μυρίσετε τον ευωδιαστό αγιασμένο αέρα της θεάς, αν αφεθείτε να σας χαϊδέψουν οι αραιές ακτίνες του ήλιου, που θα τρυπώσουν με το πρώτο ξάνοιγμα του Αττικού ουρανού. 

Με τρυφερότητα, φιλοσοφικά συμπόσια, ψυχαγωγία και νέες ερωτικές εμπειρίες. 
Τον χειμώνα τον περάσαμε μαζί. Δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος. Δεν ήμουν η ίδια γυναίκα. 
Η καρδιά μου άρχισε σιγά σιγά να ζεσταίνεται. Χρησιμοποιούσα διάφορα κόλπα να τον κάνω να ξεχνιέται.  Κάθε μέσον, μήπως σταματήσω να βλέπω αυτή τη  σκιά στα μάτια του,  που μάλλον μόνο εγώ την έβλεπα...  Νεράκι στα χέρια μας, ο χρόνος  κύλησε.

Μαζί με τον χειμώνα, φεύγει και ο Αλκιβιάδης. Του αναθέτουν μια νέα αποστολή. Ο στόλος που έχει υπό τις διαταγές του, αριθμεί 100 πλοία και 1500 οπλίτες. Αυτή τη φορά αποπλέει ήσυχα από τον Πειραιά. Ο  Πελοποννησιακός πόλεμος πάντα εν εξελίξει. Είμαστε στον 23ο χρόνο πια.  Είναι ένας γέρος πόλεμος,  που έχει πεισμώσει και δεν λέει να τελειώσει.   Μας γέρασε... Γέρασε κι η πόλη μαζί του. 406 π.Χ

          Αποτυχία του Αθηναϊκού στόλου στην Άνδρο, ή πρώτη. Κινείται  προς τη  Σάμο, και συνεχίζει για Νότιον.  Ο εχθρός είναι στην Έφεσο. Οι Πέρσες αλλάζουν σατράπη. Τη θέση του Τισσαφέρνη παίρνει ο Κύρος ο νεότερος  -γιός του Δαρείου Β'- ο οποίος αποφασίζει να υποστηρίξει οικονομικά τους Πελοποννήσιους. 
Το χρήμα πάντα θα λερώνει όταν μπαίνει ανάμεσα στους ανθρώπους.  Πολλοί Αθηναίοι εξαγοράζονται και λιποτακτούν στον σπαρτιάτικο στόλο. Ένα μικρό λαθάκι του Αθηναίου στρατηγού και η άκρατη φιλοδοξία του παλιού του φίλου και καπετάνιου του Αντίοχου, ύφαναν σιγά σιγά ένα άσκημο τέλος...

Έναν ολόκληρο μήνα περιέπλεε ο Αλκιβιάδης τις ακτές της Ιωνίας, αλλά ο Λύσανδρος δεν έβγαινε στα ανοιχτά να πολεμήσει.  Ο Αλκιβιάδης γνωρίζει τον Λύσανδρο, τον Σπαρτιάτη στρατηγό,  από την εποχή που έζησε στη Σπάρτη.  Θαύμαζε την ψυχραιμία, τη λιτότητα και την αυτοσυγκέντρωση του ευφυούς άνδρα.   Ο καιρός περνάει,  η πολιορκία του Θρασύβουλου του συμμάχου, στη Φώκαια του δημιουργεί  δίλημμα...  Τελικά αποφασίζει να αφήσει το Νότιον,  να βοηθήσει τον Θρασύβουλο για μία ευνοϊκή έκβαση.

Ξέρει, ότι ο πελοποννησιακός στόλος είναι πολύ κοντά,  έχει το σχέδιό του...  δεν παίρνει μαζί του όλα τα πλοία. Αφήνει τον Αντίοχο να παρακολουθεί τους Σπαρτιάτες, με  80 πλοία.  Η εντολή που αφήνει είναι καθαρή.   Δεν είναι συμβουλή, δεν είναι οδηγία, αυτή που του δίνει... Είναι διαταγή,  είναι αυστηρή διαταγή που δεν πρέπει με κανένα τρόπο, κανένας να παραβεί:

-  "Δεν εμπλεκόμεθα... Παρακολουθείς και μ' ενημερώνεις", είναι η φράση που επανέλαβε στον Αντίοχο δίνοντας  επιβλητικό τόνο στη φωνή του,  σαν να του την κάρφωνε στη μνήμη. 

Δυστυχώς ο Αντίοχος που είχε κι αυτός τις φιλοδοξίες του και που ασφυκτιούσε στη σκιά του πληθωρικού του φίλου, νιώθει ότι τώρα είναι η χρυσή ευκαιρία.  Δεν θα υπακούσει στον στρατηγό του,  ο Αντίοχος  ήθελε τη δόξα μόνο για αυτόν.  Τώρα του δινόταν αυτή η δυνατότητα και δεν θα την άφηνε να χαθεί....


Το αποφασίζει. Αυτός δεν είναι "Αλκιβιάδης". 
Θα τους αναγκάσει να βγουν από τη φωλιά τους και θα τους κτυπήσει.

Πλέοντας με μερικές τριήρεις, κάθε πρωί, προς το λιμάνι των Σπαρτιατών, ο Αντίοχος τους προκαλούσε με βρισιές και προσβολές... 

Ο στρατηγός Λύσανδρος δεν βιάζεται...   Πρώτα βεβαιώνεται ότι ο Αλκιβιάδης πράγματι είχε φύγει... 
Ότι η συμπεριφορά φόβου που έδειχνε ότι θέλει να αποφύγει τη σύγκρουση, έχει πετύχει το στόχο της. Έχει πείσει τον Αντίοχο να πιστέψει ότι είναι ο κυρίαρχος.
Η  έπαρση, η επιπολαιότητα του Αντίοχου από τη μία και η ευελιξία και σύνεση του Λύσανδρου, έφερε την καταστροφή... 

Ο σπαρτιάτης όρμησε με όλο του το στόλο στο πλοίο του Αντίοχου και τα συνοδευτικά αυτού.
Το πλοίο του άφρονα στρατηγού βυθίζεται και ο ίδιος σκοτώνεται κατά τη διάρκεια της σπαρτιατικής επίθεσης.  Τα υπόλοιπα πλοία, όπως όπως,  κινούνται πίσω προς το Νότιον, όπου βρισκόταν η κύρια αθηναϊκή δύναμη, απροετοίμαστη όμως, για αυτήν την ξαφνική επίθεση του σπαρτιάτικου στόλου. 

Ακολουθούν άγριες μάχες. 
Ο  Λύσανδρος πετυχαίνει  μια ολοκληρωμένη νίκη. 

Ο Αλκιβιάδης επιστρέφει όσο πιο γρήγορα μπορεί και προσπαθεί να ανατρέψει αυτή την ατιμωτική έκβαση...  

Ψάχνει τον πελοποννησιακό στόλο....   Θα ακύρωνε την ήττα στο Νότιον, πετυχαίνοντας μια άλλη νίκη, αλλά ο Λύσανδρος δεν ήθελε να διακινδυνεύσει... είχε νικήσει. 

Οι συνέπειες της ήττας ήταν σοβαρές για την Αθήνα. 
Αν και η ήττα ήταν μικρή, προκάλεσε την απόλυση όχι μόνο του Αλκιβιάδη από τον στόλο, αλλά και των συμμάχων του, όπως του Θρασύβουλου, του Θηραμένη και του Κριτία.
Αυτοί αποτελούσαν τους καλύτερους διοικητές που είχε η Αθήνα εκείνη την εποχή, και η απόλυση τους οδήγησε στην "απόλυτη παράδοση" των Αθηναίων, δύο χρόνια αργότερα. Στην "μεγάλη" ήττα στους Αιγός ποταμούς.

Η ευθύνη για την ήττα στο Νότιον έπεσε στον Αλκιβιάδη, και οι εχθροί του είδαν την ευκαιρία να του επιτεθούν και να τον παύσουν από τη διοίκηση, αν και μερικοί σύγχρονοι μελετητές θεωρούν ότι ο Αλκιβιάδης δεν έπρεπε να καταδικασθεί για το λάθος του Αντίοχου.
Ο Αλκιβιάδης, μετά την αστοχία του στο Νότιον, τα βάζει με τον εαυτό του που εμπιστεύθηκε πάλι κάποιον και προδόθηκε. Δεν επιστρέφει ποτέ ξανά στην Αθήνα, και σαλπάρει βόρεια για τα κάστρα της Θρακικής Χερσονήσου στον Ελλήσποντο τα οποία του πρόσφεραν ασφάλεια εκείνο τον καιρό.
Επομένως δεν παίρνει μέρος στην καταστροφική ναυμαχία στους Αιγός ποταμούς. Στην Αθήνα και μόνο τ' όνομα Αλκιβιάδης σηκώνει θύελλα...
Όλοι οι εχθροί του, οι γνωστοί δήθεν φίλοι με την προβιά της φιλίας, έχουν πάλι μια χρυσή ευκαιρία...  Να κακολογήσουν το αντικείμενο, τού μεγάλου φθόνου των. 


Εκείνος δεν νοιάζεται για τέτοια μικροπράγματα...  Ενδιαφέρεται για την εξέλιξη των πραγμάτων.  Παρακολουθεί...  και μαθαίνοντας το σημείο που έχει αγκυροβολήσει ο Αθηναϊκός στόλος, αναγνωρίζει ότι μειονεκτούν στρατηγικά, λόγω θέσης και μόνο.   

Θέλει να βοηθήσει.  Μελετά την κατάσταση σαν να ήταν αυτός ο στρατηγός... Τι θα επέλεγε ;   Έρχεται σε επικοινωνία με τους στρατηγούς και τους συμβουλεύει να μετακινήσουν τα πλοία τους στη Σηστό,  όπου θα μπορούσαν να επωφεληθούν από το λιμάνι και την πόλη.

Οι Στρατηγοί των Αθηναίων, απορρίπτουν ασυζητητί την πρόταση και του ζητούν μάλιστα, να μην πλησιάσει ξανά στο στρατόπεδο !  
Θεωρούν ότι σε περίπτωση αποτυχίας η ευθύνη θα έπεφτε πάνω τους, ενώ σε περίπτωση νίκης όλοι οι άνδρες θα πίστευαν πως ο Αλκιβιάδης τους έφερε τη νίκη. 

Λίγες μέρες αργότερα, ο στόλος θα καταστραφεί από τον Λύσανδρο, που κατέσφαξε τους Αθηναίους στους Αιγός ποταμούς χωρίς ο Αλκιβιάδης να μπορεί να κάνει τίποτα.
Αυτό ήταν το άδοξο τέλος μιας μεγάλης δύναμης, της Αθήνας. Είκοσι οχτώ χρόνια κράτησε ο πόλεμος και τελείωσε με την ήττα της Αθήνας.

         Ήμουν στην Αθήνα. Σεπτέμβριος στην Αθήνα. Πανέμορφο το τοπίο, ο καιρός. Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει. Χαμήλωνε... λες, όπως χαμηλώναμε και 'μεις. Οι αντοχές μας. Οι ελπίδες μας. Η φύση γαλήνια ήταν απασχολημένη με το δικό της ταξίδι, το ταξίδι του χρόνου. Το αέναο ταξίδι της ζωής. Που δεν σταματάει για κανέναν ηλίθιο πόλεμο, για καμιά φιλοδοξία, για τίποτα και κανέναν. Αλλά υπήρχε κανείς να ασχοληθεί μ' αυτά ;

Τα νέα της συμφοράς στους Αιγός ποταμούς* στον Ελλήσποντο, έφταναν στην πόλη. Από το μεγάλο στόλο με εκατόν ογδόντα πλοία, μόνο δέκα είχαν σωθεί και ανάμεσα τους η Πάραλος, η ταχύπλοη τριήρης, που οι Αθηναίοι δεν μπορούσαν να την δουν να ζυγώνει το λιμάνι του Πειραιά χωρίς να τρέμει η ψυχή τους, αφού η Πάραλος ήταν μία από τις δύο τριήρεις που χρησιμοποιόταν σαν αγγελιαφόρος.  405 π.Χ.

Η άλλη ήταν η Σαλαμινία. Και τα δύο σκάφη ήταν πολύ όμορφα, ελαφρά και γρήγορα, με ελεύθερους πολίτες για κωπηλάτες αντί για σκλάβους.
Η Πάραλος δεν μπορούσε να μπει στο λιμάνι.  Μια από κείνες τις ξαφνικές θύελλες την εμπόδιζαν. Μια  φωνή κάποιου από το σκάφος τους πάγωσε όλους. 

"Η Αθήνα νικήθηκε !" ενημέρωσε ή φωνή όσους βρίσκονται στη στεριά, για την φρίκη... 
"Η Αθήνα νικήθηκε !"...  η είδηση μέσα σε μια ώρα περίπου υπήρχε στα χείλη όλων...
"Η Αθήνα νικήθηκε !"  Τα νέα έφταναν στο άστυ από στόμα σε στόμα.

¨Νικηθήκαμε"... ακούστηκε στην αγορά και  απλώθηκε  θρήνος. Όχι μόνο για τους άντρες τους, τους γιούς τους, τα αδέλφια... αλλά και για τους εαυτούς τους. Δεν είχανε πια το στόλο να τους προστατεύσει. Δεν υπήρχε πια στόλος.  Ήταν χαμένοι.

Μετά την ήττα επεβλήθη στους ηττημένους μια ολιγαρχία από τους σπαρτιάτες, τους νικητές.  Δεν περνούσε μέρα χωρίς συλλήψεις, εξορίες και φόνους. 



Τα μακρά τείχη γκρεμίστηκαν κάτω από τις μελωδίες των αυλητρίδων... 

Η Ακρόπολη είχε γίνει στρατόπεδο και φυλακή !

Οι περισσότεροι από τους φίλους μου εγκατέλειψαν την πόλη... άλλοι κρύβονταν στα εξοχικά τους.   

Εικονικές δίκες, δολοφονίες κι εξορισμοί. Δεν ήθελα να ζω πια σ' αυτή την πόλη. Ίσως καλύτερα που δεν ήταν εδώ ο Αλκιβιάδης.  Θα πόναγε ! 
 Μόνο ο Σωκράτης ερχόταν πότε-πότε και μ' έβλεπε.  Κατάγγελνε δημόσια τα εγκλήματα των τυράννων και δεχόταν απειλές κάθε μέρα.

-  "Και συ Σωκράτη...  που ήσουν κατά της δημοκρατίας και υπέρ της ολιγαρχίας !"  δεν κρατήθηκα και τον ειρωνεύτηκα ένα βράδυ. Πέρασε αρκετή ώρα σε σιωπή...

-  Εγώ ήμουν και είμαι εναντίον κάθε εξουσίας. Εγώ ήμουν και είμαι υπέρ μιας κοινωνίας όπου η εξουσία βρίσκεται στους νόμους και που οι νόμοι εγγυώνται την ελευθερία και την ανεξαρτησία του κάθε πολίτη.  Δεν είχαμε ποτέ μια τέτοια κοινωνία και φοβάμαι ότι δεν θα την έχουμε και ποτέ."  τον άκουσα να μου λέει, λίγο πριν ανησυχήσω με τη σιωπή του.

-  "Φυσικά όχι, αφού και οι νόμοι είναι έργο των ανθρώπων !" συμπεραίνω.

-  "Όχι, Τιμάνδρα, όχι. Οι νόμοι δεν είναι έργο των ανθρώπων. Υπάρχουν ορισμένοι, απαράλλαχτοι, θεϊκοί νόμοι, που όμως οι άνθρωποι δεν είναι ακόμα ώριμοι για να τους ακολουθήσουν.  Αυτό και μόνο προσπάθησα να πω όλη μου τη ζωή."

-  "Δεν είχες και τόσο μεγάλη επιτυχία. Ο πιο αιμοβόρος από τους τυράννους ήταν μαθητής σου !" συνέχισα βασανίζοντάς τον...

-  "Μόνο την σκιά μου τους πρόσφερα, αυτό είναι όλο !"  Ήμουν ένα  δέντρο, μεγάλο, γερασμένο δέντρο. Πολλοί αναπαύτηκαν στη σκιά μου...  Μετά πήραν το δικό τους δρόμο κι εγώ είμαι πάντα εκείνο το μεγάλο, γερασμένο δέντρο, που προσέφερα τη σκιά μου, αυτό είναι όλο !" τον άκουσα να μου λέει. Δεν του απάντησα. Δεν ήθελα να μιλήσω.  Ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο του...  Με πήρε αγκαλιά σαν να ήμουν μωρό...  Όταν ξύπνησα το πρωί, είχε ήδη φύγει.
Μετά από μερικές μέρες μαθαίνω ότι ο Κριτίας και ο Χαρικλής -δύο από τους τριάντα τυράννους- κάλεσαν τον Σωκράτη σε ανάκριση.
Οι τύραννοι είχαν θεσπίσει ένα νόμο που απαγόρευε κάθε διδασκαλία στη ρητορική. Στην ουσία ο νόμος αφορούσε μόνο το Σωκράτη !
Εκείνος φυσικά όπως τους είπε ήταν πρόθυμος να τους βοηθήσει όπου είχαν δυσκολία κατανόησης.
-  "Εγώ στάθηκα πιστός στους νόμους. Πρέπει λοιπόν να διευκρινήσουμε. Τι ακριβώς απαγορεύεται ; Να μιλούμε για ορθά πράγματα ή για λάθος πράγματα ;"

-  "Για λάθος πράγματα, βέβαια !" βιάζεται ν' απαντήσει ο Κριτίας με τις φιλοσοφικές φιλοδοξίες. 

-"Αν ένας νεαρός με ρωτήσει:  "Που είναι ο Κριτίας αυτή τη στιγμή", έχω το δικαίωμα να του απαντήσω ;"

-  "Σαφώς !" συμφωνεί ο Κριτίας.
-  "Αν όμως με ρωτήσει "Είναι καλός ηγέτης ο Κριτίας ;" έχω το δικαίωμα να του απαντήσω "Ναι είναι ;" 
 -  "Ασφαλώς !"
-  "Δεν μπορώ όμως να απαντήσω ότι ο Κριτίας δεν είναι καλός ηγέτης ;"
-  "Βεβαίως, όχι".
-  "Δηλαδή, όταν λέω ψέματα μπορώ να μιλώ, όταν όμως λέω την αλήθεια δεν μπορώ να μιλώ. Το έχω καταλάβει καλά ;"

Η ανάκριση που εξελίχθηκε σε συζήτηση-φιάσκο... και πήρε τέλος, άδοξα για τους τυράννους.  Ο Σωκράτης αποχώρησε διακριτικά όταν δεν είχαν τίποτα να του απαντήσουν...  και  ο Κριτίας χαμογελούσε πονηρά με την αμηχανία του Χαρικλή που προσπαθούσε να καταλάβει τι εννοούσε ο Σωκράτης.  Στην αγορά τον περίμεναν  να εμφανισθεί γεμάτοι περιέργεια, ήθελαν να μάθουν.  

-  "Απαγορεύεται να μιλώ, εκτός αν ψεύδομαι !" τους εξηγεί ο φιλόσοφος.
- "Τι εννοείς, Σωκράτη ;"
-  "Πρόκειται για ένα νέο νόμο. Μόνο όταν λέμε ψέματα μπορούμε να μιλούμε !"
-  "Και χρειάζεται νόμος γι αυτό ;" ακούστηκαν δυο τρεις φωνές εν χορώ και πολλά γέλια..  

          Δεν είδα την πτώση της τυραννίας. Δεν ήμουν στην Αθήνα. Το μήνυμα του κωπηλάτη ήταν λιτό και περιεκτικό. 

- "Έλα όσο πιο γρήγορα μπορείς. Δεν ξέρω που θα είμαι... αλλά θα με βρεις", μου μήνυσε ο Αλκιβιάδης, με τον δικό του άνθρωπο.   Δεν σας κρύβω τη πρώτη μου αντίδραση. Δισταγμός. Το ταξίδι ήταν μεγάλο κι επικίνδυνο. Άσε που ο Αλκιβιάδης είχε χάσει τα πάντα. Εξουσία, πλούτη και κατά πάσα πιθανότητα ομορφιά και γοητεία... Δεν είχε πια τίποτα να μου προσφέρει... Μα πότε είχα υπολογίσει, τι είχε και αν είχε να μου προσφέρει ο αγαπημένος μου ;    Δεν είχα ανάγκη να σκεφτώ εγώ, το έκανε η καρδιά μου και για τους δυο μας.   Μπορώ να πω ότι ένιωθα και ευγνωμοσύνη που θα εγκατέλειπα την Αθήνα.

Ο κωπηλάτης ήταν ένα γεροδεμένο παλικάρι, αρκετά ικανό, για να τον εμπιστευθεί ο "δύσκολος Αλκιβιάδης".  Η εντολή που είχε ήταν να με οδηγήσει μέχρι ένα σημείο.  Εκμαίευσα αρκετές πληροφορίες και  χρήσιμες λεπτομέρειες ώστε να βγάλω συμπέρασμα για τα γεγονότα στους Αιγός ποταμούς. Το ταξίδι, από την Αθήνα στη Θράκη και μετά στη Φρυγία, δύσκολο.  Συνέχισα όπου μπορούσα, να συγκεντρώνω στοιχεία, περιγραφές, γνώμες... από ναυτικούς, από χωρικούς.  Ήθελα να ξέρω, να μάθω τι πήγε στραβά. Πως έγινε η καταστροφή. 

          Τον βρήκα. Στη Μέλισα της μικράς Ασίας, μια μικρή πόλη της Φρυγίας. Μαζί καταλήξαμε σ' αυτό το μικρό σπίτι που σας είναι λίγο γνωστό... καθώς από εκεί σας λέω αυτή την ιστορία.  Το μυαλό μου σε πλήρη σύγχυση πηγαινοέρχεται στο παρελθόν και επαναλαμβάνει τα ίδια γεγονότα, με αποτέλεσμα ίσως να επαναλαμβάνομαι... 

Η όραση μου δραστηριοποιήθηκε πάλι  στο  χώρο, ακολουθεί και το μυαλό μου και η συνείδησή μου...  Το σπίτι που βρισκόμαστε, σ' αυτό το μικρό χωρίο της Φρυγίας, δεν ήταν μεγάλο. Ήταν ένα μικρό εξοχικό. Μια κάμαρα με τζάκι, κρεβάτι και τραπέζι. Οι τοίχοι ήταν από λάσπη και άμμο, η σκεπή από καλάμια. Έτσι έχτιζαν τα σπίτια τους εδώ, για να κρατούν τη ζέστη το χειμώνα και τη δροσιά το καλοκαίρι.

Εμείς, βέβαια για να αντιμετωπίσουμε όλο αυτό "κακό" χρειαζόμαστε ένα ...φρούριο, όχι ένα μικρό σπιτάκι-καλύβα, όπως αυτό. Ούτε ένα καταφύγιο στην άκρη του κόσμου θα ήταν αρκετό με τόσο μίσος γύρω του. Προσπαθούσα περισσότερο από ποτέ να του "δίνω"... ότι είχα και ότι ...δεν είχα ! Κι εκείνος, δεν θα σας πω ψέμματα, δεν ξέρω αν με αγαπούσε, νομίζω όμως, ότι όπως κοίταζε εμένα δεν είχε κοιτάξει ποτέ καμία.
Νομίζω ότι δίναμε ο ένας στον άλλον ό,τι χρειαζόμαστε. Εγώ ζήλευα τον κλήρο του κι αυτός την ακληρία μου.

-  "...ποτέ δεν θα είμαι πραγματικά ελεύθερος αν δεν ελευθερωθώ από την κληρονομιά μου", τον θυμάμαι να μου εξηγεί.    Αυτός ήθελε να ξεχνάει μαζί μου κι εγώ ήθελα να θυμάμαι μαζί του.

Ήθελε να ξεχάσει πως,  του έκαψαν τα όνειρά του, όταν τον ανακάλεσαν πίσω... Πίσω από την εκστρατεία, πριν προλάβει να πραγματοποιήσει τα σχέδια του. 
Να ξεχάσει πως, μαζεύονταν γύρω του σαν τις μέλισσες, όταν τους ζωγράφιζε έναν χάρτη στην άμμο... για την Σικελική εκστρατεία. Για τον θρίαμβο της Αθήνας. Τον δικό του θρίαμβο.   Δίπλα του έπαιρνα κι εγώ κάτι από την δύναμη που είχε η πίστη που του έδειχναν, τον θαυμασμό που τον περιέβαλαν...  Μια πόλη παραδομένη στον γοητευτικό της γόνο.  Τίποτα δεν μπορούσε να του αντισταθεί. 

Η φωτιά έσβησε... Έκαψε τα ξύλα της και έσβησε. Με τα ταξίδια του μυαλού μου την παραμέλησα. Έπρεπε να βρω ξύλα αλλά πού ; Πώς ;  Άνοιξα προσεκτικά την πόρτα, δεν εμπιστευόμουν το άγνωστο, το σκοτάδι. Έπεσα στα τέσσερα για να μην φαίνομαι... μ' έπιασαν τα γέλια...   Εγώ... η Τιμάνδρα, η ερωμένη του Αλκιβιάδη που με αγαπούσαν όλοι οι άνδρες... και ο Αλκιβιάδης, ο ένας, ο ξεχωριστός... που κι εκείνον τον αγαπούσαν, άνδρες και γυναίκες, τον μισούσαν και τον φοβόντουσαν σε δύο ηπείρους,... χαμένοι στη ξένη χώρα... εγώ έψαχνα για ξύλα στα τέσσερα σαν ...κουνέλα, κι εκείνος ένα κοιμισμένο άκακο μωρό !

Στα τυφλά, με παγωμένα δάχτυλα, μάζεψα λίγα, ότι έπιαναν τα χέρια μου. Μου φάνηκε ότι άκουσα αντρικές φωνές. Έκλεισα την πόρτα, προσπάθησα να ανάψω πάλι τη φωτιά, τα ξύλα έσταζαν σχεδόν, δεν άναβαν... Όμως, μέσα μου έλαβα την απάντηση που έψαχνα.


Σκαλίζοντας τη φωτιά, ταιριάζοντας τα κούτσουρα, μεταξύ τους,  έτσι, ώστε να μου δώσουν μεγαλύτερη φλόγα... Είδα ότι είχα μια νέα πραγματικότητα και 
έπρεπε να προσαρμοστώ. Σαν τα  κούτσουρα κι εμείς...  
Ένα ένα κούτσουρο κι εγώ...  Είχαν αλλάξει πολλά γύρω μου. Είχα αλλάξει... Είχε αλλάξει κι εκείνος. Έπρεπε να πάψω να κρύβομαι από το ίδιο μου τον εαυτό. Γιατί αυτό έκανα. Τώρα όμως το είχα αποφασίσει.  Μπορεί να με βοήθησαν οι απρόσμενες εξελίξεις που προκάλεσε ο Αλκιβιάδης. Όταν άλλαζε η ζωή του άλλαζε και η δική μου. 
Βασανίστηκα αρκετά μέχρι να επιλέξω μέσα μου το σωστό. Δεν το ήξερα φαίνεται. 

Το σωστό...  Είναι ένα ; Δύο ; Ή περισσότερα ;  Νομίζω όσα και οι άνθρωποι. "Σωστό" ίδιο για όλους δύσκολο να βρεθεί.  Σαν λέξη ο καθένας την επικαλείται  εύκολα γιατί την προσαρμόζει στη δική του θεώρηση.  Ήμουν ανακουφισμένη τώρα που το είχα αποφασίσει, μου φαινόταν πολύ απλό, να πω στην κόρη μου...  

"Αυτός είναι ο πατέρας σου".  Διστάζω ακόμα και να το αρθρώσω. Όμως θα το κάνω. Αρκεί να την ξανάβλεπα.   Εκατοντάδες φορές με είχε ρωτήσει. Στην αρχή, αντί για μια έντιμη απάντηση, έκανα αστειάκια. Μετά ύφανα ένα μυστήριο γύρω από το θέμα, σαν αράχνη, με επιδεξιότητα και υπομονή.


Από την Αθήνα έφυγα τόσο βιαστικά που δεν την αποχαιρέτησα καν. Βιαζόμουν να βρω τον Αλκιβιάδη, που νόμιζα ότι τον φιλοξενούσε ο σατράπης της Φρυγίας.  Είχα πάρει μαζί μου και μερικές εσθήτες για τις γιορτές που φανταζόμουν ότι μας περίμεναν. 

Χα... χα...  Διαψεύστηκα. Στην πραγματικότητα ήταν ένας κυνηγημένος, ένας δραπέτης. 

Ο σατράπης τον έψαχνε, οι Σπαρτιάτες απαιτούσαν το θάνατο του, οι Αθηναίοι τον είχαν καθαιρέσει μεν αλλά και κείνοι δεν θα στενοχωριόνταν αν μάθαιναν ότι είναι νεκρός.  Όλοι θεωρούσαν ότι τους είχε προδώσει, ότι τους είχε εξαπατήσει. Ίσως να είναι το πιο μισητό πρόσωπο, όχι στην Αθήνα μόνο... αλλά και στη Σπάρτη, όπως  και στη Περσία !

Ο άντρας δίπλα μου κινήθηκε. Γύρω μας και πάνω μας η ξένη νύχτα της Φρυγίας. Άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε την πλάτη μου χωρίς να ξυπνήσει. Ήθελα να τον ξυπνήσω. Ν' ακούσω το γέλιο του...   Το γέλιο του. Τόσα γέλια άκουσα. Στο τραπέζι μου, στο κρεβάτι μου, στην αγορά στο θέατρο... Κανείς δεν γελούσε όπως αυτός δίπλα μου. Το γέλιο του δεν είχε τίποτα περιφρονητικό, καμιά έκπληξη. Τα αστειάκια τα βαριόταν και απέφευγε τις χοντράδες. Το γέλιο του ήταν ένα μυστήριο. Ποτέ δεν ήξερες γιατί γελούσε.


-  "Μόνο οι ανόητοι γελούν χωρίς λόγο !"  τον παρατήρησε ένα βράδυ, σπίτι μου, 
ο Σωκράτης.  Εκείνος δεν απάντησε. Αλλά το βράδυ, όπως καθόμαστε ο ένας απέναντι στον άλλον στο μεγάλο κρεβάτι, μου είπε:
-  "Ο Σωκράτης έχει λάθος. Το αντίθετο συμβαίνει. μόνο οι ανόητοι χρειάζονται κάποια αιτία για να γελάσουν".

Σηκώθηκα κι έριξα λίγα ξύλα στη φωτιά. Κόντευε πάλι να σβήσει κι η ψύχρα γινόταν όλο και πιο έντονη.
Το αινιγματικό μειδίαμα με "κοροϊδεύει" ακόμα, πέτρωσε λες. Ο Αλκιβιάδης κοιμόταν πάντα.   Με τον ύπνο ξεχνούσε κι είχε πολλά να ξεχάσει.  Ίσως όλα... Όλα εκτός από ένα. Εμένα !

Στάθηκα στο παράθυρο. Έκλεισα τα μάτια μου για να αποφύγω το σκοτάδι της φρυγικής νύχτας και κάτω από τα βλέφαρα μου, που ήταν βαριά από την αϋπνία, ξαναείδα τον αττικό ουρανό. Μου έλειπε ο αλατισμένος νοτιάς της Αττικής. Μου έλειπε το φως. Μου έλειπε το μπλε. Μου έλειπαν ακόμα και τα σχόλια και οι κακιούλες που είχαν, σχεδόν οι ίδιοι άνθρωποι, στην άκρη της γλώσσας τους.
Μέθυσα, χάθηκα στις αναμνήσεις. Μήπως η πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια πρόφαση για να δούμε κάτι άλλο.

Θυμήθηκα τον  Μίδα τον δάσκαλό μου. Με δίδασκε μουσική. χορό, ρητορική, μαθηματικά και φιλοσοφία. Η ρητορική δεν μ' ενδιέφερε ιδιαίτερα, αφού ποτέ μου δεν κατάλαβα τι νόημα έχει το να πείθεις άλλους για πράγματα που δεν πιστεύεις, κι ακόμα λιγότερο για πράγματα που πιστεύεις. 

Ο Γοργίας ήταν το μεγάλο πρότυπο, από τη Σικελία. Μπορούσε να κάνει το άσπρο μαύρο και το μαύρο άσπρο. Ο Μίδας διαμαρτυρόταν. Το μόνο που υποστήριζε ο Γοργίας ήταν ότι τίποτα δεν υπάρχει κι αν υπήρχε κάτι, δεν θα το ξέραμε κι αν το ξέραμε, δεν θα μπορούσαμε να το μεταφέρουμε στους άλλους. 
Ομολογώ ότι εγώ δεν ήξερα να απαντώ... Ο Αλκιβιάδης είχε απαντήσεις πάντα... Ξαφνικά σηκώνει τη γροθιά του και την κατεβάζει στον Μίδα. Μετά από τα δευτερόλεπτα του ξαφνιάσματος, τον ρωτάει αν τρελάθηκε.

- Όχι, απλώς εφαρμόζω τη θεωρία του Γοργία. Ούτε το πρόσωπο σου υπάρχει, ούτε η μπουνιά μου. Κι αν υπήρχαν δεν θα το ξέραμε. Κι αν το ξέραμε, δεν θα μπορούσαμε να το πούμε ο ένας στον άλλον,  του απαντά ψύχραιμα ο Αλκιβιάδης.  

Βέβαια ούτε ο Μίδας πίστευε στη θεωρία του Γοργία.  Ο Μίδας ήταν αμετανόητα πυθαγόρειος.  Όταν τον παρακάλεσα μια μέρα να μου εξηγήσει τι σήμαινε αυτό, μου είπε ότι είναι νωρίς ακόμα... ότι έπρεπε να μάθω λίγα μαθηματικά ακόμα. 
Μου άρεσαν τα μαθηματικά. Οι αριθμοί. Προσπαθούσα να βρω ποιος να ήταν ο μεγαλύτερος αριθμός του κόσμου... Ο Μίδας όμως μου το χάλαγε, γιατί μου έλεγε πως κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Πως για κάθε αριθμό υπάρχει ένας άλλος μεγαλύτερος.  
Με νευρίασε...

- Τότε αφού τίποτα δεν μπορεί να τους ξεπεράσει είναι...θεοί ! 
- Ακριβώς αυτό ισχυρίζεται και ο Πυθαγόρας, με διαβεβαίωσε. 
   
Πώς έγινε και τα όνειρα και οι εφιάλτες ενός ολόκληρου κόσμου και μιας ολάκερης εποχής συγκεντρώθηκαν σε αυτό το λεπτό, ευκίνητο κορμί που ξάπλωνε στο κρεβάτι μου τόσο ήρεμα ;  Αυτός ο ψυχρός ανατολικός άνεμος που φυσούσε  είχε καθαρίσει  τον ουρανό... Άρχισα να ψάχνω τον μπλέ βελουδένιο ουρανό.  Μετά από λίγο την αναγνώρισα. Να, εκεί ήταν η Μεγάλη Άρκτος, και μαζί της ήρθε και η φωνή του Μίδα να με συντροφέψει σ' αυτήν την "ουράνια βόλτα" μου.  
"Η Καλλιστώ ήταν νύμφη στην ακολουθία της παρθένας θεάς Άρτεμης. Όμως είχε σπάσει τον όρκο της να παραμείνει ανέραστη.  Η Άρτεμις φρύαξε και τη μεταμόρφωσε σε αρκούδα.   Η αρκούδα περιπλανιόταν μόνη της στα αφιλόξενα δάση της Αρκαδίας προκαλώντας φόβο και τρόμο σε όλους. Πολλοί προσπάθησαν να τη σκοτώσουν χωρίς να τα καταφέρουν. 
Έτσι πέρασαν δεκαπέντε χρόνια.  Και μία μέρα ένας καινούργιος, πολύ νεαρός και πολύ επιδέξιος, κυνηγός έκανε την εμφάνισή του. Ήταν ο γιος της μεταμορφωμένης Καλλιστώς, ο καρπός της μοναδικής ερωτικής νύχτας της ζωής της.
Ο κυνηγός συνάντησε την αρκούδα αργά ένα απόγευμα, όταν ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει.  Τη στιγμή ακριβώς που ετοιμαζόταν να ρίξει το κοφτερό ακόντιό του, έπεσε ο ήλιος κι η αρκούδα πέταξε ψηλά στον αέρα, όλο και πιο ψηλά μέχρι που έφτασε στη σκεπή του ουρανού και μεταμορφώθηκε σε λαμπερά αστέρια".

"Ο έρωτας μάς μεταμορφώνει, αυτό είναι όλο !" είχε πει ο Μίδας, που δεν πίστευε σε τέτοιους μύθους ενώ ταυτόχρονα τους λάτρευε.   "Κάνουν τον κόσμο πιο οικείο, αν όχι πιο κατανοητό" έλεγε.

Στον έρωτα στάθηκα τυχερή... κατά κάποιο τρόπο. Ήμουν ελεύθερη ν' αγαπώ όποιον ήθελα... ήμουν ελεύθερη να ζήσω διαφορετικά... Ήμουν ελεύθερη.

Όταν ο Αλκιβιάδης νυμφεύθηκε την Ιππαρέτη, δεν απογοητεύθηκα ούτε του έκλεισα την πόρτα μου. Το αντίθετο. Τις περισσότερες νύχτες τις περνούσε μαζί μου και στο διθύραμβο του έρωτα προστέθηκε και η γλύκα της υπεροχής απέναντι στη σύζυγο, κάτι που ήταν ανόητο κι αχρείαστο, όπως πολύ σύντομα μου υπέδειξε κι εκείνος.

"Στο τέλος θα αγαπάς περισσότερο την εκδίκησή σου παρά εμένα" μου είπε μια φορά ανοίγοντας μου τα μάτια και κατάλαβα ότι έπρεπε να απελευθερώσω τον εαυτό μου από την πίκρα της ερωμένης. 
Τότε το αποφάσισα. Τότε ήταν που σταμάτησα να προφυλάγομαι. Έκοψα τα βοτάνια και τις κωλοτούμπες που ήταν τα πιο δοκιμασμένα προφυλακτικά μέτρα. 

Πολλές φορές αναρωτήθηκα ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον έρωτα και στην αγάπη, αν βέβαια υπάρχει κάποια διαφορά. Πολλοί λένε πως δεν υπάρχει διαφορά, άλλοι πάλι πως η αγάπη είναι η ευτυχής εξέλιξη του έρωτα, αλλά ο πατέρας της κόρης μου είχε τη δική του θεωρία.

Κοίταξα κλεφτά από το παράθυρο. Δεν είχαμε ούτε ένα δούλο μαζί μας. Οι δυό μας,  στη Φρυγία.  Είμαστε εντελώς μόνοι.  Σ' αυτό το απομονωμένο  σπιτάκι λίγο έξω από το χωριό.  
Ο Αλκιβιάδης ήθελε... 
Τελικά συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα τι ήθελε. Ίσως ποτέ να μην ήξερα. Γιατί διάλεξε τούτο το απομονωμένο σπίτι στην ερημιά ;  Πάλι κρυβόταν ;  Ποιοι τον κυνηγούσαν αυτή τη φορά ;   Από ποιους έπρεπε να γλυτώσει ;  Από όλους ;


          Σας τα είπα όσο πιο πιστά μπορούσα, όπως τα έμαθα κι εγώ... Τις πρώτες μέρες δεν είχαμε όρεξη να μιλήσουμε... να σκεφτούμε το μέλλον, μα, έλα που το μέλλον ήταν εκεί απ' έξω και μας περίμενε.  Οι διηγήσεις του αγαπημένου μου κράτησαν 2-3 μερόνυχτα... Είχε προβλέψει την καταστροφή και προσπάθησε να την προλάβει, αλλά οι Αθηναίοι τον είχαν παραμερίσει για μια ακόμα φορά. Κι ε
γώ τον συντρόφευα στη Μέλισα, στην εξορία και που να ξέρω και στο θάνατο...

-  "Ίσως, το νέο μου σχέδιο,  να πλησιάσω τον Αρταξέρξη και να εξασφαλίσω τη βοήθειά του, κατά της Σπάρτης, βοηθάει περισσότερο εμένα να κρατήσω σε φόρμα το μυαλό μου... παρά να ορθοποδήσει ξανά η Αθήνα"....  είναι τα τελευταία του λόγια πριν κλείσουν τα μάτια του, που εγκαταλείπουν πια τον αγώνα, με την κούραση.  

Τον άκουγα με προσοχή... αλλά δεν μ' ένοιαζαν και πολύ όλα αυτά τώρα. Ποιο ήταν το τώρα ; Τώρα που είχα πάλι την αγκαλιά του για μένα και μόνο. Εκείνος όμως έχει ανάγκη να μιλήσει, να τα πει... να μου τα πει... Το συνήθιζε άλλωστε, να μοιράζεται μαζί μου τις σκέψεις του, τις υποθέσεις του...
Μετά το τραγικό τέλος του στόλου της Αθήνας, διασχίζει τον Ελλήσποντο και βρίσκει καταφύγιο στη  Φρυγία... Αφού βεβαιώνεται ότι το μέρος είναι ασφαλές, το μόνο που επιθυμεί είναι να πάω κοντά του. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά με την βοήθεια του νεαρού κωπηλάτη, φτάσαμε και οι δυο ασφαλείς στη Φρυγία.  Τα υπόλοιπα τα ξέρετε.

Τα μάτια μου γύρισαν πάλι στο κοιμισμένο κορμί... Το παράξενο είναι ότι δεν ήξερα τον λόγο που του κρατούσα μυστικό κάτι τόσο μεγάλο.  Μην με ρωτήσετε γιατί δεν του είπα ποτέ ότι έχει μία κόρη.  Δεν ξέρω.  Ακριβώς σαν την μητέρα μου κι εγώ.  Άραγε εκείνη να ήξερε τον λόγο ; Πόσες φορές δεν σκέφτηκα το λόγο των Δελφών, "γνώθι σαυτόν", που αγαπούσε ο Σωκράτης. 

Μα δεν γίνεται να γνωρίσεις τον εαυτό σου. Ο άνθρωπος είναι σαν ένα ποτάμι που παρασέρνει ό,τι βρεθεί μπροστά του.  Άλλα θα γίνουν λάσπη κι άλλα θα γίνουν διαμάντια.  Μερικοί άνθρωποι είναι μεγάλα ποτάμια με καθαρά νερά που έχουν πρασινάδα και δροσιά στις όχθες τους και άλλα είναι ορμητικοί χείμαρροι... ξεροί όμως το καλοκαίρι, τότε ακριβώς που τους χρειάζεσαι.

Ναι, του είχα αποκρύψει κάτι που ίσως δεν είχα το δικαίωμα. Ότι είχε μια κόρη. Μόλις ξυπνούσε θα του το έλεγα. Ήδη διασκέδαζα με την έκπληξη που θα του προκαλούσα.
Είναι φανερό, φαντάζομαι, ότι δεν τον αγαπούσα χωρίς έλεγχο, γιατί τότε θα μου είχε καταστρέψει τη ζωή. Έναν άντρα σαν αυτόν είσαι υποχρεωμένη να τον αγαπάς με κάποια λογική...
  
"Την αγάπη πρέπει να την πίνουμε από την παλάμη μας, όχι από το πιθάρι..."  θυμήθηκα τα λόγια της μητέρας μου.   Ο μόνο τρόπος να τον κρατήσω ήταν να τον αγαπώ με φρόνηση.  Η Ιππαρέτη δεν τα κατάφερε, γι αυτό τον έχασε.  Ο Αλκιβιάδης ήταν πάντα ερωτευμένος. Αγάπησε όμως ποτέ του ;

Υποστήριζε ότι ο έρωτας ως προς την αγάπη είναι όπως ο καρπός ως προς το δέντρο.  
Η αγάπη είναι αυτό που έχουμε μέσα μας, ο έρωτας είναι αυτό που θέλουμε και μπορούμε να δώσουμε.

"Όλα τα άλλα είναι ηθικές και κοινωνικές συμβάσεις και δεσμά" έλεγε. 

Ο Σωκράτης του έλεγε πως δεν έπρεπε να μιλάει για ότι δεν ξέρει.  Ο πόλεμος του έρωτα είναι ο μόνος πόλεμος όπου επιτρέπονται τα πάντα. Το τι σοφιζόμαστε για να κατακτήσουμε ή για να κρατήσουμε αυτόν που αγαπούμε, κάνει τον δούρειο ίππο να μοιάζει με παιδικές φαντασίες.   Κατακτιέται η αγάπη ; Κι αν κατακτιέται, πως την κρατάς για πάντα ;

Το ερώτημα αυτό απασχολούσε τα καλύτερα μυαλά της Αθήνας. Φιλόσοφοι, ποιητές, ρήτορες συζητούσαν... Ψιλοκοσκίνιζαν ακόμα και τον Όμηρο, προσπαθώντας να βρουν τι είναι τέλος πάντων αυτός ο έρωτας.  
Θυμάμαι σε ένα συμπόσιο, που ο Αλκιβιάδης μόνο και μόνο για να τους εκνευρίσει, με πήρε μαζί του σχεδόν με το ζόρι...  με επέβαλε θα έλεγα, στη γνωστή παρέα. 

Τον Αριστοφάνη που δεν έχανε ευκαιρία να τον διακωμωδεί, την ομιλία του και το περπάτημά του... για να μην καταλάβει ο κόσμος πόσο ερωτευμένος ήταν...  
Τον Παυσανία που  δεν μίλαγε πολύ παρά μόνο για να πείσει κάποιον νεαρό να το συντροφέψει στην κλίνη του.  
Τον Σωκράτη, τον μόνο που επαινούσε την ομορφιά μου. Τον έκανε να αισθάνεται νέος, έλεγε.  
Εκείνο τον διάσημο, αδύνατο σαν άγριο κατσίκι, γιατρό,  που συνιστούσε μακρινούς περιπάτους κι ήταν φανερό ότι ζούσε όπως δίδασκε. 

Εκείνο το βράδυ πείσθηκα ότι οι άντρες δεν ξέρουν τίποτα για την αγάπη.
Βέβαια όλοι τους είχαν σπουδαίες θεωρίες κι επιχειρήματα κι ήταν καλοί ρήτορες...
Ο ένας έλεγε πως ο Έρωτας είναι ο πιο νέος και ο πιο ωραίος θεός. Ο άλλος πως αντίθετα ήταν ο πιο γηραιός. Ορισμένοι υποστήριζαν ότι ερωτευόμαστε τα ωραία σώματα και άλλοι την ωραία ψυχή. Προσπαθούσαν να ταξινομήσουν τον έρωτα σε ένα σύστημα, να τον τοπογραφήσουν. 

Όταν ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, δεν μίλησα. Τότε κατάλαβα ότι για να μιλήσεις για τον έρωτα πρέπει να πιστεύεις ότι είναι άλλο απ' αυτό που είναι !  
Σκεφτόμουν τον Μίδα, τον παιδαγωγό μου από την Λυδία. Εκείνος θα με καταλάβαινε γιατί εκείνος ήξερε ότι η σιωπή δεν είναι πάντα άγνοια. 

Ίσως να μίλαγα, αν είχα τη δυνατότητα να ρωτήσω πρώτα τον Μίδα... Γιατί συνέχιζα να αγαπώ τον Αλκιβιάδη ;  Μ' ένα έρωτα που μεγάλωνε κάθε μέρα. Έγινε κατά κάποιο τρόπο η μοίρα μου. Όσο πιο πολύ δενόμουν μαζί του τόσο πιο ελεύθερη αισθανόμουν με όλους τους άλλους... και με τον εαυτό μου !  Σ' αυτήν την άνευ όρων παράδοση υπήρχε μια ελευθερία και το να πάψω να τον αγαπώ έγινε συνώνυμο με το να πάψω να αγαπώ εμένα την ίδια. 
Ήμουν μπροστά σε έναν μεγάλο ποταμό... ή θα τον άφηνα να γίνει ένα αξεπέραστο εμπόδιο ή θα τον έκανα μέρος της ζωής μου.  Αποφάσισα το δεύτερο γιατί μου ασκούσε μια έλξη το ποτάμι και η απέναντι όχθη ακόμα πιο πολύ. Με λίγα λόγια συνέχιζα να αγαπώ τον Αλκιβιάδη γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς... 
Ίσως να μίλαγα... Κι αν μίλαγα αυτό θα ήθελα να πω... αλλά είμαι σίγουρη ότι δεν θα με καταλάβαιναν.

Είχε αρχίσει να βρέχει... πάει η αστροφεγγιά. Κρύφτηκε κι η Καλλιστώ.  Άκουγα την ήρεμη βροχή στη σκεπή.  Πόσο μου έλειπε η θάλασσα εκεί που ήμουν κλεισμένη. 


                   Ξύπνησε... Ήταν ιδρωμένος. Με νόημα μου ζήτησε να του δώσω το κύπελλο με το κρασί. Ήπιε με μεγάλες γουλιές. Έπεσε πάλι, πίσω... Άπλωσε τα χέρια του... Ξεχαστήκαμε. Οι άλλοι όμως δεν μας ξέχασαν. Μέρες τώρα ξέραμε ότι μας παρακολουθούσαν. Είχαμε καταλάβει και το σχέδιο τους, εκείνος δηλαδή και μου τόπε. 
Είχαν αρχίσει και μάζευαν ξύλα γύρω από την καλύβα και την κατάλληλη στιγμή θα μας έκαιγαν ζωντανούς. 
- Και τι σκέπτεσαι ; Πως να το χειριστούμε ; Δεν υπάρχει κάτι να κάνουμε ; τον ρώτησα χαζά.
- Βεβαίως. Πάντα υπάρχει κάτι. Θα διαπραγματευτούμε... μου απάντησε γρήγορα με σιγουριά. 

         Δεν ξέρω αν έκανα καλά που έφυγα. Με μπέρδεψε... Δεν είχε ξημερώσει ακόμα... Είχαμε παραδοθεί στην ερωτική ζάλη... Δεν  κατάλαβα πως έγινε. Με είχε αγκαλιά.   Μιλούσαμε  ανάμεσα σε φιλιά...  όταν άνοιξε τη πόρτα... και με πέταξε !
Με άφησε κάτω, με  έσπρωξε έξω από κείνο το απλό, εξοχικό σπίτι στη Φρυγία.
Μιλούσε με κάποιον από αυτούς που είχαμε να μας "συντροφεύουν" τα τελευταία Φρύγικα βράδια μας.  Μίλαγε πότε μ' αυτόν με σκληρή ειρωνική φωνή...  πότε με γλυκό βελουδένιο τρυφερό βλέμμα όταν στρεφόταν σε μένα για καθοδήγηση και ερμηνεία των λεχθέντων και κάποια στιγμή με σπρώχνει μαλακά αλλά και επιτακτικά μαζί.  Σαν υπνωτισμένη τον ακούω να μου λέει:
- Μη φέρεις αντίσταση ό,τι και να σου κάνουν !  Η φωνή του έσπασε. Τα βήματα που έκαναν τα πόδια μου με έβγαλαν έξω. Ήθελα να γυρίσω, να τον σπρώξω εγώ τώρα... προς το εσωτερικό της καλύβας.  Δεν το έκανα. Συνέχισα μπροστά, προς το δάσος... Εκεί που ήταν οι ξένοι...
Πλησιάζοντας τους είδα να τεντώνουν τα τόξα τους. Αναμμένα βέλη άρχισαν να ταξιδεύουν πάνω στην καλαμένια σκεπή του σπιτιού. 
- Παρέβεις τον λόγο σου ! φώναξα με στριγκιά φωνή. Η σκεπή που άρπαξε αμέσως επεκτάθηκε και στο υπόλοιπο σπίτι. Έβλεπα τον καπνό που έβγαινε από το παράθυρο. Σκέφτηκα ότι θα αναγκαζόταν να βγεί...   Να γινότανε να εξαφανιστώ, να μην δω. 

Δεν κουνήθηκα.  Δεν έκανα τίποτα. Τον είδα να βγαίνει. Φορούσε μόνο το χιτώνα του. Χωρίς σπαθί... χωρίς ασπίδα, παρά μόνο το μικρό του ξίφος.  
Δεν τον πλησίαζε κανείς... παρά τις φωνές του.  Τους προκαλούσε... τους έβριζε χυδαία...   Καθώς δεν κουνιόταν, τον πετύχαιναν τα περισσότερα από τα βέλη που πέταγαν. 
Έπεσε μέσα στις φλόγες, μέσα στη φωτιά. 
  
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
                 Δέκα χρόνια έχουν περάσει από εκείνη την τελευταία νύχτα μας. Η κόρη μας δεν ζει πια. Δέκα χρόνια άφησα να περάσουν σιωπηρά. από εκείνη τη νύχτα. Την τελευταία φορά που με 'καψε η ζέστη του κορμιού του.  Λίγο πριν το τέλος. Δέκα χρόνια περιμένω, να μαλακώσουν οι φουρτούνες του μυαλού μου. Δέκα χρόνια από εκείνες τις άγριες νύχτες στο μικρό σπίτι στη Φρυγία. 

Η Λαΐδα πέθανε χωρίς να τη δω. Είχε ένα σκληρό και αργό θάνατο στην Λάρισα, όπου είχε πάει σαν δεκαεννιάχρονη εταίρα, κι όπως μου είπαν εκθαμβωτικά ωραία. Ο φθόνος πάλι. Κάποιες ανταγωνίστριες, εταίρες κι αυτές, δεν άντεχαν τον τόσο σκληρό ανταγωνισμό που τις "εξαφάνιζε" από την κοινωνική ζωή και της έκαναν διάφορα καψόνια. Μια μέρα την πήραν στο κυνήγι με πέτρες... να την κάνουν να τρέξει, να ταπεινωθεί... Εκείνη, όρθια, αγέρωχη, τις κοίταζε. 

- Είμαι η κόρη της Τιμάνδρας. Δεν το βάζω στα πόδια ! φώναξε με καθαρή φωνή. 

Μια μεγάλη πέτρα τη βρήκε στο κεφάλι και την έριξε κάτω νεκρή.  Μόνο τότε συνήλθαν, οι έξαλλες φθονερές γυναίκες και άρχισαν να μοιρολογούν από πάνω της. 
_____________________________________________________


* Οι ήρωες της ιστορίας  υπήρξαν. Είναι ιστορικά πρόσωπα που έζησαν σε μια πολύ 
ταραγμένη εποχή ενός πολύ δύσκολου πολέμου. Του Πελοποννησιακού.   
Η  μυθοπλασία, ακολουθεί τα πραγματικά γεγονότα της Αθήνας και των ηρώων της, 
από το 450 π.Χ. μέχρι και το τέλος του 5ου αιώνα. 
________________________________________________________________



* Αθηναϊκή Συμμαχία, πρώην Δηλιακή Συμμαχία. Πολιτική και στρατιωτική ένωση περίπου 150 αρχαίων ελληνικών κρατών-πόλεων κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., υπό την κηδεμονία της πόλης των Αθηνών. 
Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι, τα κίνητρα που ώθησαν τους Ίωνες να στραφούν στην Αθήνα, για να αναλάβει εκείνη επικεφαλής των επιχειρήσεων (και όχι η Σπάρτη), ήταν από τη μία η συγγένεια αφού η Αθήνα εθεωρείτο μητρόπολη της Ιωνίας και από την άλλη ο φόβος για τη βιαιότητα που χαρακτήριζε την συμπεριφορά του βασιλιά της Σπάρτης, Παυσανία, καθώς οι Έλληνες της Ιωνίας δεν ήθελαν να τους φέρονται σαν να ήταν δούλοι . 
Στόχος της ήταν η περαιτέρω αντιμετώπιση της περσικής απειλής μετά τη νίκη των Ελλήνων στη Μάχη των Πλαταιών προς το τέλος των Μηδικών Πολέμων. Ιδρυμένη το 478 π.Χ., ονομάστηκε έτσι από την αρχική της έδρα, τη νήσο της Δήλου, όπου συναντήσεις διεξάγονταν σε έναν ναό κι όπου τηρούταν το κοινό ταμείο των συμμαχικών πόλεων. Το τελευταίο μεταφέρθηκε στην Αθήνα από τον Περικλή το 454 π.Χ.
_____________________________________________


* Αιγός Ποταμοί,  Πολλοί ιστορικοί έχουν προσπαθήσει να πιστοποιήσουν ποια ακριβώς ήταν 
η θέση των Αιγός ποταμών ως παραλιακής περιοχής, αλλά και κυριολεκτικά ως ποταμών. 

Πιστεύουν ότι υπήρχαν πράγματι ποταμοί -τουλάχιστον δύο- που οι ροές τους σχημάτιζαν κοντά στις εκβολές τους το σχήμα κεράτων.

Οι περισσότεροι δέχονται σήμερα ότι ο αθηναϊκός στόλος είχε κινηθεί αρκετά βορειότερα της Σηστού μέσα στον Ελλήσποντο (δηλαδή στα Στενά των Δαρδανελλίων) και ότι είχε ναυλοχήσει απέναντι από την αρχαία Λάμψακο (σημερικό Lapseki στα τουρκικά). Θεωρούν συγκεκριμένα ότι οι Αιγός Ποταμοί βρίσκονταν εκεί  που είναι σήμερα οι εκβολές των ποταμών Büyük Dere και Kozlu Dere, λίγο πιο βόρεια από το χωριό Sütlüce που αποτελεί τη δεύτερη πιθανότερη επιλογή.

Ένα επιπλέον επιχείρημα των ιστορικών για αυτή τη θέση είναι ότι βρισκόταν απέναντι από το στόλο των Λακεδαιμονίων στη Λάμψακο 
και έτσι αν ο αθηναϊκός στόλος κινείτο επιθετικά, δεν θα είχε εναντίον του το ρεύμα του Ελλησπόντου που "κατεβαίνει" τα Στενά.

Το φάρδος των στενών εκεί δεν είναι 2,5 χιλιόμετρα όπως το περιγράφει ο Ξενοφώντας
 που αναφέρει 15 στάδια, αλλά έτσι κι αλλιώς κανένα άλλο σημείο εκεί κοντά δεν έχει τέτοιο φάρδος σήμερα -η ακτογραμμή έχει αλλάξει πολύ μέσα σε 2.400 χρόνια.

Όπως αναφέρει ο ίδιος, οι Αθηναίοι αιφνιδιάστηκαν από το στόλο των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους. Ελάχιστοι πρόλαβαν να διαφύγουν. Όσοι δεν σκοτώθηκαν επάνω στα καράβια, καταδιώχτηκαν και εκτελέστηκαν στην ακτή της Χερσοννήσου της Καλλίπολης.


______________________________________________________________
. Βιβλιογραφία και sites που βοήθησαν στην άντληση ιστορικών πληροφοριών:
1) Bengtson, H. von, Griechichte Geschichte von den Anfangen bis in die Römische Kaiserzeit, vierte, durchgesehene und ergänzte Auflage, [ελλην. έκδοση: Χέρμαν Μπένγκτσον, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος (από τις απαρχές μέχρι τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία), εκδ. οίκος «Μέλισσα», Αθήνα 1991].
2) Brownson, C. L., Xenophon’s Hellenica Selections, New York, Cincinnati, Chicago.
3) Bury, J. B., Ancient Greek Historians, London 1909 [ελλην. μτφρ. Φ.Κ.Βώρος, Οι αρχαίοι Έλληνες Ιστορικοί, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1988].
4) Μαρκαντωνάτος, Γ., Ξενοφώντος Ελληνικά. Κριτική και ερμηνευτική έκδοση, εκδ. Gutenberg, 1996.
5) Romilly, J., de, Précis de Littérature Grecque, P.U.F., Paris [ελλην. Μτφρ. Θ.Χριστοπούλου-Μικρογιαννάκη, Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1988].
6) Easterling, P.E.,-Knox, B.M.W., The Cambridge history of Classical Literature, I. Cambridge 1985 [ελλην. μτφρ. Ν Κονομή κ.ά., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα 1990].
7) Edwards, G.M., Xenophon. The Hellenica, Cambridge 1958.
8) Krenz, P., Xenophon. Hellenica II. 3.11-IV. 2.8, Aris & Phillips LTD, Warminster, England.
9) Mannat, I.J., Xenophon Hellenica, Published by Ginn & Company, Boston 1889.
10) Marchant, E.C.-Underhill, G.E., Xenophon. Hellenica, Text by E.C. Hampshire 03079.
Άγγελου Βλάχου, "Ο κύριος μου ο Αλκιβιάδης" - εκδόσεις Εστία
Θ. Καλλιφατίδη, "Τιμάνδρα" εκδόσεις Γαβριηλίδη
______________________________

  Scholeio.com