Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕ ΜΟΥΣΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕ ΜΟΥΣΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Βερανζέρος, "...κάτω από τον ουρανό σου Ελλάδα... ήρθα να πεθάνω"




         Το Φανταστικό Ταξίδι

 Χινοπωριάζει και ο βροχερός καιρός
μου φέρνει καινούργια οδύνη,
Πάντα πονώντας, πάντα δειλός,
βλέπεω το κέφι μου ν' αργοσβήνει.
Μακριά από τη Λουτέτσια* τη λασπερή,
γαλανόν ουρανό να βλέπω επάνω.
Την Ελλάδα ονειρευόμουν από παιδί,
εκεί, εκεί θα ήθελα να πεθάνω.



Ομήρου μετάφραση μου είν' περιττή,
ναι, Έλλην υπήρξα, φίλος του Πυθαγόρα.
Μάνα μου η Αθήνα τη χρυσή εποχή,
στου Σωκράτη τη φυλακή πήγα μπονόρα,
είδα του Φειδία το έργο το θαυμαστό,
τον Ιλισό στ' άνθη είδα κει χάμω
εξύπνησα τις μέλισσες στον Υμηττό,
εκεί, εκεί θα ήθελα να πεθάνω.

Θεοί! Μια μέρα να με θαμπώσει αρκεί
εκεί ο ήλιος και την καρδιά να φλογίσει !
Η Λευτεριά που χαιρετίζω πέρα εκεί
κράζει :  Τράχα, Θρασύβουλος έχει νικήσει.
Πάμε! πάμε! Στη βάρκα σήκωσαν τα πανιά.
Θάλασσα, βοήθα με καιρό να μη χάνω,
 άσε τη Μούσα μου ν' αράξει στον Πειραιά,
 εκεί, εκεί θ ήθελα να πεθάνω.

Στην Ιταλία ο ουρανός έχει ομορφιά,
μα η υποδούλωση τον σκοτεινιά ζει.
Βαρακάρη, τραβά κουπί για πιο μακριά,
πάε κει κάτω π' άλλη μέρα χαράζει.
Τι είν' αυτά τα νερά, η άγρια βραχοκορφή ;
το λαμπρός ήλιος στραφταλίζει στην άμμο ;
Η τυραννία ξεψυχά στην ακτή,
εκεί, εκεί θα ήθελα να πεθάνω.

Στέρξε έναν αλλόφυλλο να δει το γυαλό,
θεά Αθηνά, και δος μου δύναμη στη φωνή.
Για τη χώρα σου αφήνω ουρανό ελεεινό
όπου το πνεύμα από τους ρηγάδες πισωδρομεί.
Τη λύρα μου φύλαξε, έχει κατατρεχτεί,
κι αν με τα τραγούδια μου θα σε ευφράνω,
η τέφρα μου με αυτή του Τυρταίου ας ενωθεί,
κάτω από τον ουρανό σου ήρθα για να πεθάνω.



 


                Ψαρά

 Αλλάχ! Θριαμβεύουμε! Δόξασμα στον Προφήτη!
Σ' αυτό το βράχο στήνουμε την παντιέρα.
Οι φυλακές του κάνοντας την ήττα τους νίκη
τίναξαν τις ντάπιες του και πέσαν κει πέρα.
Θριαμβεύουμε και το τρομερό σπαθί
θα σιγυρίσει αυτούς που σταυρό προσκυνούν.
Θα ξολοθρέψουμε την τρανή τη φυλή:


Δεν μπόρεσες, Χιό, να σώσεις ένα λεβέντη
να 'ρθεί να ξιστορήσει τη συφορά σου;
Τα ψαρά έντρομα υπόκυψαν στον αφέντη.
Πού 'ναι οι γιοι, τ' αρχοντικά, τα χωριά σου;
Όταν στο ρέμπελο το νησί πανούκλα
έπεσε στους νεκρούς, ήταν για μας απειλή,
κι αυτοί που πέθαιναν λέγαν: Συ έλειπες, κούκλα.
Η χριστιανοί Μοναρχία δεν θα μας γδικηθεί.

Όμως στη Χιό ξαναρχίζει το ραβαΐσι,
τα Ψαρά πέφτουν και να ποιος τα βοηθάει!
Στο σεράι πόσα κεφάλια θε να μετρήσει
όποιος χριστιανός αποσταλμένος θα πάει;
Στο πλιάτσικο! χρυσάφι! γυναίκες! κρασί!
Παρθένες, προσμετρά στα κάλλη η προσβολή,
θα σας ξαγνίσει την ψυχή μετά το σπαθί:
Η χριστιανή Μοναρχία δε θα γδικηθεί.

Η σκλάβα Ευρώπη είπε συλλογισμένη:
Ας λευτερωθεί ένας λαός! Και ξαφνικά...
Ειρήνη! κραύγασαν με φωνή οργισμένη
οι αρχηγοί π' ο θεός τούς περιφρονά.
Ο Μπάιρον ήταν εν' απευκταίο κακό,
τους είδαν να γελάν όταν στον τάφο 'χε μπει.
Του Χριστού πάμε να βρομίσουμε το ναό,
η χριστιανή Μοναρχία δε θα μας γδικηθεί.

Στην οργή μας τίποτα δεν θα μας σταματάει:
Παν' τα Ψαρά, τα 'χει ο θεός αφανίσει.
Στα ερείπια ο νικητής ακουμπάει,
το αίμα σκέφτεται π' απομένει να χύσει.

Κι η Πόλη μιαν μέρα να δει με χαρά
να κρέμονται από τα κατάρτια όλοι οι Γραικοί!
Να θάψουμε την Ελλάδα αυτή τη φορά:
Η χριστιανή Μοναρχία δε θα μας γδικηθεί.

Έτσι τραγουδούσε αυτή η άγρια ορδή.
Οι Ρωμιοί! ένας βάρβαρος εβρουχήθηλε.
Η αρμάδα τους κατέφθασε στην ακτή,
και το αίμα των Ψαρών εκδικήθηκε.
Ρωμιοί, ενωθείτε! γιατί προδότες μπορεί
την πορεία του θριάμβου σας ν' ανακόψουν.
Ίσως τότε για σας να κλάψουνε οι λαοί
κι οι χριστιανοί ρηγάδες μη σας δικιώσουν.
________________________________________________
Pierre - Jean de Beranger, μετ. Ηλίας Χρόνης 
"Η Ευρωπαική Μούσα στον 19ον Αιώνα" - εκδ. Μαυρίδης



           Σημειώσεις:

* Λουτέτσια, Ρωμαϊκή ονομασία του Παρισιού


* Μπονόρα, Νωρίς, πολύ νωρίς το πρωί - από την ιταλ. φρ. a buonora = το πρωί - πρωί


* Pierre - Jean de Beranger (Βερανζέρος Πέτρος Ιωάννης, Ντιβάλ 1780 – Παρίσι 1857). Γάλλος φιλέλληνας ποιητής. Φιλελεύθερος κατά την περίοδο της Παλινόρθωσης των Βουρβόνων, ύμνησε με συγκίνηση και νοσταλγία τους στρατιώτες του Ναπολέοντα. Φυλακίστηκε μάλιστα δύο φορές για τις βοναπαρτικές του αντιλήψεις. Με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης εκδηλώθηκε ο φιλελληνισμός του Β. σε ποιήματα όπως Το φανταστικό ταξίδι, Τα Ψαρά κ.ά. Πολλά από τα ποιήματά του, τα οποία είχε προσαρμόσει σε δημοφιλείς γαλλικές μελωδίες, μεταφράστηκαν στα ελληνικά. Ο δήμος Αθηναίων τίμησε τη μνήμη του δίνοντας το όνομά του σε μια κεντρική οδό της πόλης.




* φωτό:  Ναός του Απόλλωνα

              "Μετά την καταστροφή των Ψαρών" (133Χ188 εκ.), Νικόλαος Γύζης, 1896, 
                Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη



Διαβάστε: Αν οι αντρειωμένες ψυχές ομονοήσουν
                  Εκεί που κατέβαινε ο Ζευς κ' έσπερνε γυιούς και κόρες
                  Η πόλη που στέκει στου Αιγαίου την ακρογιαλιά
                  Σ' ονείρατα η ζωή μου παραδέρνει
                  "Στη σκλαβιά θα μείνεις Ελλάδα... ή "Ελευθερία ή θάνατος παιδιά μου", θα πεις ?"


  Scholeio.com 

Βασίλι Καπνίστ, "Στη σκλαβιά θα μείνεις Ελλάδα... ή "Ελευθερία ή θάνατος παιδιά μου", θα πεις ?"



    Έκκληση για βοήθεια στην Έλλάδα

Τι να 'ναι τάχα τούτες οι βροντές;
Στο Νότο ακούγονται, μαζί με κραυγές.
Οι τούφες του καπνού από που βγαίνουν
Και μέχρι τα σύννεφα ανεβαίνουν;
Αυτής της φοβερής μάχης οι οιμωγές,
Των φονιάδων οι άγριες φωνές
Και των θυμάτων, του θανάτου ο ρόγχος,
Τη γη ολόκληρη ταρακουνάει.
Μεγάλες άναψαν του πολέμου οι φωτιές,
Ο ουρανός κοκκίνησε απ' τις πυρκαγιές.

Είναι η Ελλάδα που άλλο δεν αντέχει
Τον ασήκωτο ζυγό που τη βαραίνει,
Δεν ανέχεται πια τη σκληρή φυλακή,
Τις μεγάλες συμφορές της Πατρίδας,
Τον ανέντιμο τύραννο κι αρνητή της ελπίδας.
Έφτασε ως τα άκρα η αγανάκτηση
Το σπαθί ξεγύμνωσε η επανάσταση.
Ο σταυρός την ευλογεί, την προστατεύει.
Το δρόμο των ενδόξων προγόνων πιστά
Ακολουθεί, και βαδίζει μπροστά.

Κι ο εχθρός που τρεις αιώνες ρουφάει
Των δύστυχων θυμάτων του το αίμα,
Εκδίκηση για τον ξεσηκωμό ζητάει,
Δολοφονικό χέρι πάνω τους απλώνει.

Τους ιερούς ναούς βεβηλώνει,
Τα νεογέννητα ελληνόπουλα σφάζει.
Τις κόρες και τις κυρές ατιμάζει.
Γκρεμίζει τις πόλεις, καίει τα χωριά,
Τα πτώματα των ανθρώπων στοιβάζει
Το ένα πάνω στ' άλλο θεόρατα βουνά.

Αλίμονο! Το αίμα ποτάμια,
Μα ο τρομερός εχθρός δεν ξεδιψάει.
Τη χώρα ολόκληρη ποδοπατάει.
Να τη σπείρει θέλει με κεφάλια.
Η αλαζονεία του όριο δεν έχει,
Πολιτείες ολόκληρες καταστρέφει.
Με άγριο κι ανελέητο μίσος απαιτεί
Να σκορπίσει το θάνατο, να θάψει τη ζωή.
Η τρελλή του λύσσα σκοπό έχει βάλει,
Την Ελλάδα όλη μια φωτιά να κάνει.

Όπως ο Βεζούβιος μες στο θυμό του
Τα φλογισμένα χείλη του ανοίγει
Και πυρακτωμένα ποτάμια ξερνάει,
Τα χωριά και τα σπαρτά παρασύροντας,
Κι ότι άλλο στο διάβα του συναντάει,
Τη φρίκη στις πόλεις σκορπίζοντας,
Τον πληθυσμό τους καταβροχθίζοντας
Μαζί με την πρωτεύουσα την πολύβουη,
Θλιβερό πέτρινο θόλο ανεβάζει,
Την ομαδική σαρκοφάγο σκεπάζει.

Σε τέτοιες συμφορές καταδικασμένη,
Ω χώρα, κακότυχη κι εσύ!
Από βαθιές πληγές εξουθενωμένη
Με το αίμα των παιδιών σου βαμμένη,
Με τέτοια μοίρα τι μπορείς να κάνεις;
Στη βαριά σκλαβιά θα μείνεις υποταγμένη,
Ή θα μαζέψεις όλες σου τις δυνάμεις
Τις αλυσίδες από πάνω σου να πετάξεις
Κι ανάμεσα σε άλλους τάφους εχθρικούς
Έναν κι εσύ ακόμα τάφο να σκάψεις;

Αυτή τη μεγάλη απόφαση πήρες:
Το ζυγό τινάζω ή πέφτω είπες.
Και τα γενναία τέκνα σου εκάλεσες.
"Ελευθερία ή θάνατος, παιδιά μου"!
Κι αυτά με θάρρος τα σπαθιά ζωστήκαν.
Οι στρατιές φυτρώσανε από τη γη.
Νέους και γέρους το ίδιο νεύμα οδηγεί
Και οι γυναίκες στη μάχη ριχτήκαν,
Τα χέρια τους άπλωσαν κατά κει
Και τα χτυπήματα πίσω γυρίσαν.

Στα μέρη όπου οι δοξασμένοι πρόγονοί τους
Δάφνες χρυσές φυτέψανε στη γη τους,
Στις στάχτες έχουν ρίξει το σπαθί
Και το σκήπτρο του Ξέρξη,
Τις Θερμοπύλες αθάνατο έκαναν μνημείο
Μια χούφτα Έλληνες με μια ψυχή,
Τις περσικές δυνάμεις τρέψαν σε φυγή,
Εκεί που για της πατρίδας τη σωτηρία
Χωρίς να υποχωρήσουν ούτ' ένα βήμα
Περήφανα στήθηκε ο βωμός των ανδρείων.

Εκεί η γενναία καινούργια στρατιά
Στο πεδίο της ένδοξης μάχης ξαναγυρνά,
Κατά του θηριώδη άρχοντα και πάλι
Της Σπάρτης η φυλή σηκώνει το κεφάλι.
Τις αλυσίδες λιώνουν, τις κάνουν σπαθιά
Έτοιμοι για τη μάχη όπως παλιά.
Πανοπλίες, περικεφαλαίες κι ασπίδες δεν έχουν,
Με το δίκιο του αγώνα το κεφάλι στέφουν,
Τα μπράτσα και το στήθος το φαρδύ- πανοπλία,
Κι ασπίδα έχουν του Κυρίου την προστασία.

Εμπρός με τόλμη της ανδρείας παιδιά
Συσπειρωμένοι στην ορθοδοξη στρατιά,
Οι δυνάμεις του Άδη στο σταυρό μπροστά
Πως θα μπορέσουν ν' αντισταθούν τώρα πια!
Οι θάλασσες τη σημαία σας ξέρουν καλά,
Εκεί που οι γενναίοι πρόγονοί σας έπνιξαν
Αμέτρητα καράβια περσικά.
Στα μέρη αυτά τα ίδια που οι εχθροί σας
Έπεσαν, το σπαθί σας πάντα θα λαμπυρίζει.
Κι ο αέρας τα δικά σας ιερά λάβαρα θ' ανεμίζει.

Πώς εσείς, λοιπόν, φυλές παντοδύναμες
Που όρκο δώσατε στο σταύρο,
Να στερηθείτε τη δόξα σας
Στον αγώνα τον ιερό;
Να μείνετε άπραγοι και υπομονετικά
Να θωρείτε την ομόθρησκη δική σας χώρα
Ο εχθρός μ' αλαζονεία να καταπατά;
Πως μπορεί του ψευτοπροφήτη το χέρι
Στις στάχτες το Σταυρό της Ανατολής να ρίχνει
Και να λατρεύει τη θεά του σκότους τη Σελήνη!

Εμπρός λοιπόν! Ριχτείτε στον αγώνα,
Η δύναμη της πίστης σας ενώνει
Και η μοιραία του Μωάμεθ η ώρα
Με τη δική σας λαμπρή νίκη σιμώνει.
Έχουν ανοίξει για σας της δόξας οι δρόμοι,
Δείτε πώς τρέμει του Σαρακήνα η ψυχή
Από το φόβο και την προαίσθηση την κακή.
Εμπρός! Το τέρας της ασυδοσίας χτυπήστε
Με της εκδίκησης τους κεραυνούς.
Του ιερού σταυρού τους εχθρούς.
Από προσώπου γης ν' αφανίστε.

Και συ έτοιμος με τη δύναμη σου τη Θεία*
Να καταστρέψεις αυτήν την αλαζονεία
Τιμωρός όπως πάντα της φρικτής τυραννίας,
Των λαών ξέρεις να σπάζεις τα ξένα δεσμά.
Βιάσου! από το άρμα σου το τρομερό
με το δυνατό χτύπημα της γερής παλάμης
Τσάκισε του δυνάστη το σηκωμένο κεφάλι.
Γκρέμισε των κακούργων τη φωλιά
Και των Αχαιών τα βαριά δεσμά
Σαν το εύθραυστο γυαλί σπάσε πάλι.

Αυτή η μοίρα σε σένα έχει γραφτεί!
Να πολεμήσεις και να βγεις νικητής.
Με το στιβαρό χέρι που κρατάς το θρόνο,
Να φέρεις τη γαλήνη στην Ανατολή,
Ο ίδιος ο Θεός θα σου δείξει το δρόμο.
Γιατί γνωρίζει πως δεν είναι η δόξα η γλυκιά
Μήτε η πολεμική λεία που σου δίνουν χαρά.
Στην ειρήνη του κόσμου βρίσκεις ευτυχία
και σ' όλων των λαών την ευημερία.
Θρίαμβος δικός σου. η νίκη του Σταυρού!

                           1821

* Ο ποιητής απευθύνεται στον τσάρο της Ρωσίας καλώντας τον να βοηθήσει την Ελλάδα στον αγώνα της. (Σημ. του Μεταφραστή). 
_______________________





      Στον Επαναστατημένο Ελληνικό Λαό

Προς τα πού άραγε κατευθύνονται
Τάγματα στις μάχες δοκιμασμένα,
Για ποιούς οι φωτιές προορίζονται
Και τα σπαθιά που κρατάνε στα χέρια;

Μήπως και πάλι την Ευρώπη σκέπτεται*                                 * Ο Ναπολέοντας
Ο αιχμάλωτος που στους αμμόλοφους στέκεται,
Μήπως η αχτίδα των ελεύθερων ημερών
Σβήνει και πάλι μετά τη λάμψη των Σπαρτιατών;

Αν έτσι είναι. Ω! ευλογημένες
Σκιές του λεωνίδα και του Μιλτιάδη,
Χαρείτε! Η ώρα τώρα σημαίνει
Στις στάχτες να χαθεί της Πόλης ο δυνάστης!

Μπροστά σ' ενός τέτοιου λαού τις ελπίδες
Πώς θα μπορέσει ο τύραννος ν' αντισταθεί,
Ποιος μπορεί να δέσει μ' αλυσίδες
Αυτόν που τη σκλαβιά και το θάνατο κάνει ζωή;

Ω φίλοι! το σπαθί σας το αιχμηρό
με το αίμα των τυράννων κοκκινίστε.
'Οσοι για την ελευθερία πολεμούν τον εχθρό
Ευτυχισμένοι ακόμα και στο χώμα αν μπείτε.

                                    1821 
__________________________________________________
Μετ.: Ρούλα Κακλαμανάκη,
"Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 στον καθρέφτη της Ελληνικής Ποίησης"
Επιλογή, εισαγωγή, επιμέλεια Σόνα Ιλίνσκαγια 




* Vassily Kapnist, 1757 – 1823. Ρώσος συγγραφέας, ελληνικής καταγωγής, απόγονος της βυζαντινής οικογένειας Καπνίση. Αρχικά υπηρέτησε ως αξιωματικός, αλλά στη συνέχεια παραιτήθηκε από το στράτευμα για να επιδοθεί στη λογοτεχνία. Διετέλεσε διευθυντής του αυτοκρατορικού θεάτρου της Ρωσίας και το 1820 εξελέγη ακαδημαϊκός. Από τα θεατρικά του έργα τα πιο αξιόλογα είναι Η στρεψοδικία και η Αντιγόνη.



Διαβάστε: Αν οι αντρειωμένες ψυχές ομονοήσουν
                  Εκεί που κατέβαινε ο Ζευς κ' έσπερνε γυιούς και κόρες
                  Η πόλη που στέκει στου Αιγαίου την ακρογιαλιά
                  Σ' ονείρατα η ζωή μου παραδέρνει
                  "...κάτω από τον ουρανό σου Ελλάδα... ήρθα να πεθάνω" 



  Scholeio.com 

Τ. Μίλτον, Η πόλη που στέκει στου Αιγαίου την ακρογιαλιά,



John Milton


            Αθήνα

Κοίτα ακόμα μια φορά, προτού αφήσομε το θαυμαστό αυτό βουνό
Στα δυτικά, που απ' τα νότια το πλησιάζεις. 

Κοίτα εκεί,
Μια πόλη στέκει στου Αιγαίου την ακρογιαλιά,
Με αρχοντιά χτισμένη, καθάριος ο αέρας κι η γη 'λαφριά.


Το μάτι της Ελλάδας, η Αθήνα, μητέρα των Τεχνών,
της Ευγλωττίας, γενέτειρα πνευμάτων δοξασμένων'
Φιλόξενη, στην πιο κρυφή της τη γωνιά
Σε πόλη ή και προάστεια ή επαρχία, περίπατοι σπουδής και ίσκιοι.

Κοίτα εκεί τον ελαιώνα της Ακαδημίας,
Το καταφύγιο του Πλάτωνα, εκεί που τ' αττικό πουλί
Με τρίλλιες πλούσιες, όλο το καλοκαίρι, τις πυκνές νότες του σκορπάει


Εκεί, ολάνθιστος ο λόφος του Υμηττού σε ρεμβασμό σπουδαστικό καλεί,
Κι εργατικές οι μέλισσες στ' αυτιά σού ζουζουνίζουν.


Κοίτα, ο Ιλισσός κυλάει τα ψιθυριστά του τα νερά. Κοίτα μέσα στα τείχη
Των αρχαίων σοφών Σχολές εκεί ανατράφηκε ο μέγα-Αλέξανδρος
Τον κόσμο να υποτάξει εκεί το Λύκειο κι έπειτα, η ζωγραφισμένη η στοά:


Εκεί θ' ακούσεις και θα μάθεις τη δύναμη τη μυστική
της αρμονίας, σε τόνους κι αριθμούς δοσμένη
Από χέρια και φωνές και άλλους στίχους μετρικούς,
Θέλγητρα Αιολικά, και Δωρικές μελωδικές Ωδές.


Κι είναι δικός της όποιος εφύσηξε πνοή σ' αυτά,
Απ' τον τυφλό Μηλησιγέννη, Όμηρο ονομασμένο από τότε,
Κι ό,τι οι μεγαλόπνοοι Τραγικοί διδάξανε,
Σε χορό ή Ιαμβικό μέτρο, άριστοι δάσκαλοι
Της ηθικής φρόνησης, που με χαρά όλοι δεχτήκανε,
Σε σύντομα αποφθεγματικά διδάγματα ηθικής, ενώ
Γα πεπρωμένο, τύχη κι αλλαγή 

στην ανθρώπινη ζωή πραγματευόντουσαν,

Μεγάλες πράξεις και μεγάλα πάθη σ' άριστη περιγραφή.
Κι έπειτα, για τους μεγάλους ρήτορες ξεκίνα,
Τους παλιούς ρήτορες που θεληματικά ετάχθηκε σ' αυτούς η βίαιη Δημοκρατία,


Τράνταξε τ' οπλοστάσιο και πάνω απ' την Ελλάδα κεραυνοβόλησε
Του Μακεδόνα και του Αρταξέρξη το θρόνο.
Κι απ' τη σοφή Φιλοσοφία το αυτί σου τέντωσε
Από τους ουρανούς κατεβαίνοντας στο σπίτι του Σωκράτη,
τη φτωχή κατοικία του με το χαμηλό ταβάνι


Πρόσεξε αυτόν που εμπνευσμένος ο Χρησμός τον αποκάλεσε
Τον πιο σοφό απ' τους ανθρώπους' αυτόν που απ' το στόμα του
μελίρρητα ποτάμια κύλησαν που τις Σχολές έχουν ποτίσει όλες
Παλιών και νέων Ακαδημαϊκών, με κείνα τα ψευδώνυμα
«Περιπατητικοί» και το δογματικό
«Επικούριος» και την αυστηρή του «Στωϊκού» προσωνυμία.




           Allegro

Έλα συ όμορφη και λεύτερη θεά
Στους ουρανούς με τ' όνομα Ευφροσύνη
Και στους ανθρώπους, που την καρδιά τους λαφρώνεις, Ευθυμία.

Τρέξε Νύφη και φέρε μαζί σου το ελαφρό, τ' αστείο και το κέφι
Τα ευφυολογήματα, τις φαντασίες και τις λάγνες ματιές,
Τρέλες, γνεψίματα, πονηρά τεχνάσματα,
Σαν αυτά που στόλιζαν τα μάγουλα της Ήβης
Και την αγάπη να ζήσει στα λαμπερά λακάκια.

Άγκάλιασέ με μέ απαλούς Λυδικούς σκοπούς
Που τον αθάνατο παντρεύτηκαν στίχο,

Τέτοιους που την ψυχή να διαπεράσουν
Με νότες σ' ένα στροβιλιστικό μεθύσι
Και λύσε όλες τις αλυσσίδες που δένουν
Την κρυμμένη ψυχή της αρμονίας,

Έτσι που να μπορεί ο Ορφέας να σηκώσει
Το κεφάλι του απ' τον χρυσό ύπνο σ' ένα κρεβάτι
Που σωριάζονται ηλύσσια λουλούδια και ν' ακούσει

Τέτοιες μελωδίες που τ' αυτί να κερδίσουν
Του Πλούτωνα, για να λευτερώσει ολότελα
Τη μισοξανακερδισμένη Ευρυδίκη.
Αυτές τις χαρές, αν μπορείς να μου δώσεις,
Ευθυμία, με σένα σκοπεύω να ζήσω.
_________________________________________
Μετάφραση: Μερόπη Οικονόμου"Ανθολογία Άγγλων Ποιητών Εμπνευσμένων από την Ελλάδα"
Έκδόσεις: Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων


* Ο Τζον Μίλτον ή Ιωάννης Μίλτων (John Milton, (9/12/1608 - 8/11/1974) ήταν, Άγγλος λογοτέχνης, γνωστός περισσότερο για το επικό ποίημα Χαμένος Παράδεισος (Paradise Lost) και τα Αρεοπαγιτικά.



Διαβάστε: Σε ονείρατα η ζωή μου παραδέρνει
                  Αν οι αντρειωμένες ψυχές ομονοήσουν
                  Εκεί που κατέβαινε ο Ζεύς κ' έσπερνε γυιούς και κόρες
                  Στη σκλαβιά θα μείνεις Ελλάδα... ή "Ελευθερία ή θάνατος παιδιά μου", θα πεις ?
                  "...κάτω από τον ουρανό σου Ελλάδα... ήρθα να πεθάνω" 


  Scholeio.com 

Φ Χαίλντερλιν, Εκεί που κατέβαινε ο Ζεύς κ' έσπερνε γυιούς και κόρες !



Γιόχαν Κρίστιαν Φρήντριχ Χαίλντερλιν


"Μα δεν ήθελα να εγκαταλείψω τη χώρα μου
Είναι απλώς, για να σας προσκαλέσω, που ήρθα εδώ.
Ναι ω Χάριτες της Ελλάδας, Θυγατέρες του Ουρανού, 
για να σας εκλιπαρήσω ήρθα εδώ! 
Ας έλθετε, κοντά μας, μεγαλόθυμες, 
αν το ταξίδι δεν είναι μακρινό!"
_______________________________________________
από το βιβλίο του Βασίλη Ι. Λαζανά "Friedrich Hoelderlin" - Aθήναι, 1984)

        
         Στους νέους ποιητές

Φίλοι καλοί, μπορεί κ' η τέχνη μας
να ωριμάζει για καιρό όπως κ' η νιότη
πριν υψωθεί στην ηρεμία της ομορφιάς.
Μόνο να είστε ευσεβείς, όπως οι Έλληνες.

Να αγαπάτε λέω τους θεούς

Και με συμπόνια τους θνητούς να συλλογιέστε.

Το θόρυβο αποφύγετε, όπως την παγωνιά.
Περιγραφές,
διδάγματα ηθικά, μην κάνετε.
Κι αν σας φοβίζει ο δάσκαλος, ζητήστε
απ' τη Μεγάλη Φύση συμβουλή.


        Άρτος και Οίνος

Μακάρια Ελλάδα. Σπίτι εσύ των Ουρανίων. Είν' αλήθεια
αυτό που ακούσαμε λοιπόν σ' άλλους καιρούς, στα πρώτα νιάτα μας;
Δώμα γιορτής: Πάτωμα ή θάλασσα. τραπέζια τα βουνά,
αληθινά χτισμένο για μια χρήση μόνο πριν από το χρόνο.

Μά που 'ναι οι θρόνοι; Οι ναοί; Που 'ναι οι κούπες με το νέκταρ;
Πού το τραγούδι για την τέρψη των θεών; Που λάμπουν πια
τα λόγια του θεού, όταν κοιμούνται οι Δελφοί; και που ηχεί
το μέγα πεπρωμένο; Που λοιπόν;

Το αστραπιαίο πεπρωμένο που ξεσπά
γεμάτο πανταχού παρούσα τύχη
μέσα απ' τον ευφρόσυνον αγέρα, μπρος στα μάτια
βροντώντας: 

"Ω Πατέρα
Αιθέρα" κράζαν κ' η κραυγή 
από τη μια γλώσσα στην άλλη εκυμάτιζε
πολλαπλασιασμένη. Και κανείς
δεν άντεχε μονάχος τη ζωή. Τέτοιο αγαθό
ευφραίνει μόνο με τους άλλους μοιρασμένο,
τότε μονάχα γίνεται γιορτή. 

                                 ***

Μα φίλε μου αργήσαμε πολύ. Να οι θεοί,
ζουν, όμως πάνω από μας, σ' άλλονε κόσμο.
Ατελείωτα ενεργούν εκεί και μοιάζουν πως
ελάχιστα προσέχουν τις υπάρξεις μας.

Κι αυτό το κάνουν από ευσπλάχνιση για μας
να τους χωρέσουν τόσο αδύνατα δοχεία
όπως οι άνθρωποι. Ελάχιστες φορές
μπορεί ν' αντέξει ο άνθρωπος τη θεία αφθονία.

Ναι...
Βροντώντας θα επιστρέψουν...
Μα ως τότε,
καμμιά φορά μου φαίνεται πως είναι
πιο λογικό να κοιμηθώ, παρά να είμαι,
έτσι δίχως συντρόφους, περιμένοντας.

Κι ως τότε τι να κάνω ή τι να πω;

Και άλλωστε προς τι
να είμαι ποιητής σε τόσο μίζερο καιρό;
____________________________
Μετάφραση: Γιάννης Υφαντής
"Ο κήπος της Ποίησης"   Εκδόσεις: Πατάκη


       Η αποδημία

Εκεί πέρα στις όχθες, κάτω απ' τα δέντρα
της Ιωνίας, στις πεδιάδες του Καΰστρου,
όπου γερανοί αγάλλονται εις τον αιθέρα
Και περικλείονται από βουνά που θαμποφέγγουν μακριά.

Για τα νησιά, που είναι στεφανωμένα με αμπέλια,
Και αντηχούν ολόκληρα απ' το τραγούδι και άλλοι κατοικούσαν
Στον Ταΰγετο, στον δοξασμένο Υμηττό,
Που ανθίσαν τελευταίοι. ωστόσο από
Την πηγή του Παρνασσού μέχρι του Τμώλου
Τα ρυάκια τα χρυσοστεφανωμένα αντήχησε
Αιώνιο τραγούδι. έτσι εθρόισαν
Τότε τα δάση κι όλες μαζί
Οι μουσικές των εγχόρδων
Γιατί τις άγγιζε η ουρανία γλυκύτης.

Ω χώρα του Ομήρου!
Κάτω από την πορφυρένια κερασιά ή όταν
Σταλμένα από σένα στο αμπέλι προς χάριν μου
Τα νεαρά ροδάκινα ωριμάζουν,
Και το χελιδόνι φτάνει από μακρυά και πλειστά όσα αφηγείται
Χτίζοντας το σπίτι του στους τοίχους μου, 
Τις μέρες του Μαΐου, και κάτω από τ' άστρα
Εσένα ενθυμούμαι  Ω, Ιωνία!  όμως για τους ανθρώπους
Είναι παρόν ευχάριστο. Γι' αυτό ήρθα
Να σας δω, εσάς νησιά, κι εσάς
Ω, εκβολές των ποταμών, Ω,  δώματα της Θέτιδος,
κι ακόμη εσάς Ω, δάση, κι  Ω, σύννεφα της Ίδης!

Κι όμως δεν σκέφτομαι να μείνω.
Άφιλη κι ακατάδεχτη
Είναι η κλειστή μητέρα που της ξέφυγα.
Από τους γιούς της ένας, ο Ρήνος,
θέλησε με βία να ορμήσει στην καρδιά της κι εξαφανίστηκε
Μακριά, κανείς δεν ξέρει που, ριγμένος.
Όμως εγώ δεν θα 'θελα να φύγω από κοντά της,
Και μόνο για να σας προσκαλέσω
Ήρθα σ' εσάς, Χάριτες της Ελλάδος,
Σ' εσάς, Ω, κόρες τ' ουρανού,
Για να 'ρθετε, αν το ταξίδι δεν είναι τόσο μακρινό,
Σ' εμάς,  Ω, αγαπημένες!


       Το Αρχιπέλαγος    (αποσπάσματα)

Γυρίζουν άραγε οι γερανοί πάλι σ' εσένα, κι αναζητούν
Πάλι το δρόμο για τις όχθες σου τα πλοία; άραγε περιβάλλουν περιπόθητοι
Άνεμοι για σε με την πνοή τους την ήσυχη παλίρροια, και λιάζει το δελφίνι,

Από τα βάθη ξεπηδώντας, τη ράχη του στο νέο φως;
Ανθίζει μήπως η Ιωνία; μήπως ήρθε η ώρα; γιατί πάντα την άνοιξη,
Όταν των ζωντανών ανανεώνεται η καρδιά κι η πρώτη
Αγάπη τον άνθρωπο αφυπνίζει κι η μνήμη εποχών χρυσών,
Τότε έρχομαι σε σένα και χαιρετώ σε μέσα στη σιωπή σου, ω γέρων !

Πάντα κραταιός! εσύ ακόμη υπάρχεις και αναπαύεσαι στον ίσκιο
Των βουνών σου, όπως και άλλοτε.  
                                                 με μπράτσα νεανικά ακόμη αγκαλιάζεις
Τη θελκτική σου χώρα, κι από τις θυγατέρες σου, ω πατέρα!
Τις νήσους σου, τις ανθισμένες, καμία ακόμη δεν εχάθη.
Η Κρήτη στέκεται κι η Σαλαμίς χλοάζει, μέσα στη θαμπή λάμψη της δάφνης,

Και περιβεβλημένη ακτινοβόλο στέφανο, υψώνει την ώρα της ανατολής
Η Δήλος την ενθουσιώδη κεφαλή, και η Τήνος και η Χίος
Από τους πορφυρούς καρπούς διαθέτουν αρκετούς, από τους μεθυσμένους λόφους

Αναβλύζει το κύπριο ποτό κι από την Καλαβρία χύνονται 
Όπως και τότε, ρυάκια αργυρά, στα αρχαία ύδατα του πατέρα.
Όλες ακόμα ζουν, οι των ηρώων μητέρες, οι νήσοι,
Ανθίζοντας από χρόνο σε χρόνο, κι όταν κάποιες στιγμές, από την άβυσσο.

[........]

Πες, που είναι η Αθήνα; μήπως πάνω απ' τις τεφροδόχους των δασκάλων
Η πόλη σου, η αγαπημένη, εδώ στις ιερές σου όχθες,
Ω περίλυπε θεέ! βούλιαξε ολόκληρη μέσα στις στάχτες,
Ή μήπως υπάρχει ακόμη κάποιο σημάδι απ' αυτήν, έτσι που ο ναύτης
Από κει περαστικός τη μνημονεύει και την ενθυμείται;
Άραγε δεν ορθώνονταν εκεί στα ύψη οι στήλες, δεν άστραφταν
Άλλοτε εκεί ψηλά από τη στέγη της ακρόπολης των ουρανίων οι μορφές;

[.....]

Διότι του Δαιμονίου ο εχθρός, ο Πέρσης, που πολλά εξουσιάζει,
Επί έτη πολλά ήδη μετρούσε των όπλων του το πλήθος και των στρατιωτών,

Περιγελώντας την ελληνίδα χώρα με τα λίγοστά νησιά της,
Και στον εξουσιαστή φαινόταν σαν παιχνίδι, κι ακόμη έμοιαζε σαν όνειρο
Γι αυτόν ο αλληλέγγυος λαός, ο οπλισμένος από των θεών το πνεύμα.

[....]

Και μελέτησα τους μύθους σας, για να 'ναι η ψυχή μου πάντα λυπημένη
Και να γλιστρήσει πριν την ώρα της κάτω εκεί, όπου υπάρχουν οι σκιές σας;
Όμως πλησιέστερα σε σας, εκεί που τα ιερά σας άλση ακόμη πρασινίζουν,

[....]

Θέλω εγώ, με άσμα ευσεβές να σας πραΰνω, ω ιερές σκιές!
Μέχρι να συνηθίσει ολότελα ολότελα η ψυχή μου μ' εσάς μαζί να συνυπάρχει.
Και τότε ο πλέον μυημένος πολλά θα σας ρωτήσει, ώ νεκροί εσείς!
Κι εσάς, ω ζωντανοί, εσάς, των ουρανών ω υψηλές δυνάμεις,
Όταν εσείς πάνω απ' τα επείπια με τα χρόνια θα διαβαίνετε,
Εσείς σε δρόμο ασφαλή! γιατί συχνά μια παραζάλη το στήθος μου Κάτω απ' τ' αστέρια κυριεύει, σαν άνεμος μακάβριος,
Έτσι που να γυρεύω συμβουλή, κι είναι πολύς καιρός που 
της Δωδώνης τα άλση τα προφητικά πλέον δεν ομιλούν σε όσους αναζητούν παρηγοριά,

Σώπασε ο δελφικός θεός, έρημα και μοναχικά κείνται
Από καιρό τα μονοπάτια....
______________________________________
Frierich Holderlin
Μετάφραση: Στέλλα Νικολούδη
"Ελεγείες, Ύμνοι κι άλλα ποιήματα" εκδόσεις Άγρα


        Ελλάδα
Ας  σε είχα στη σκιά των πλατάνων
Εκεί που μεσ’ τα φιόρα ανέβρυζε ο Ιλισός,
Εκεί που οι μαθητές λαχταρούσαν δόξα
Εκεί που τις καρδιές κέρδιζε ο Σωκράτης,
Εκεί που η Ασπασία μεσ’ από μυρτιές προσκύναγε,
Εκεί που το αναφωνητό αδελφικής χαρμονής
Από τη θορυβώδη αγορά ηχολογούσε,
Εκεί που ο Πλάτων πλαστουργούσε παραδείσους.

Εκεί που οι μελωδίες νοστίμευαν την άνοιξη,
Εκεί που οι χείμαρροι του οίστρου
Από της Αθηνάς τον ιερό βράχο μ’ ορμή χιμούσαν –
της σεβάσμιας προστάτιδας –
εκεί που σε χιλιάδες ηδύτητας ώρες ποιητικές
σαν θείο όνειρο ολιγόστεψε η ηλικία.
Ας σε είχα βρει εδώ, Αγαπημένη!
Όπως σε βρήκε πριν χρόνια η καρδιά ετούτη.

-Αχ πόσο διαφορετικά θα σ’ είχα σφιχταγκαλιάσει!
Θα μου υμνολογούσες τους ήρωες του Μαραθώνα,
Και η μέθη των ενθουσιασμών
Με μάτι βακχικό θα σου γελούσε,
Στον κόρφο σου θα ξανάνιωνε αίσθημα νίκης
Και το κεφάλι σου δαφνοστεφανωμένο,
Δε θα ένιωθε της ζωής το πνιγηρό αγκομαχητό
Που τόσο φειδωλά δροσίζει της χαράς την ανάσα.

Πού σου κρύφτηκε τ’ αστέρι της αγάπης;
Και το χαρίεν της νιότης ροδόφως;
Αχ! Στροβιλισμούς από τις χρυσές της Ελλάδας ώρες
Δεν θα ένιωθες πως έφυγαν τα χρόνια!
Αιώνια, όπως έλαμπε η φλόγα της Εστίας
Αναθάρρηση και αγάπη εκεί σε κάθε αγκάλη.
Όπως ανθούσαν τα χρυσά των Εσπερίδων μήλα
Αιώνια εκεί η γλυκιά χαρά της νιότης.

Αχ! Μήπως ας είχε σε κείνες τις καλύτερες μέρες
Όχι μάταια τόσο αδελφικά και πολύ
για έναν λαό χτυπήσει η αγαπημένη σου καρδιά,
Γι’ αυτόν ευχάριστα έρεε δάκρυ ευγνωμοσύνης!-
Ανάμενε τώρα! Έρχεται σίγουρα η ώρα
Που το θείο τη σκόνη αποδιώχνει!
Πέθανε! Ψάχνεις στη γη ετούτη,
Πνεύμα ευγενικό! Μάταια τη μερίδα σου!

Η Αττική, η ηρωίδα έπεσε∙
Εκεί που κοιμούνται οι θείοι των αρχαίων γιοί,
Ερείπια γκρεμισμένα μαρμαρένια ενδιαιτήματα
Επωάζει τώρα αιώνια του θανάτου ακινησία∙
Χαμογελώντας η γλυκιά άνοιξη προβάλλει,
Όμως τα αδέρφια της ποτέ δεν ανταμώνει
Στην ιερή του Ιλισού κοιλάδα,
Κάτω από χαλάσματα κι αγκάθια γλυκοκοιμούνται.

Αναζητώ πέρα να πάω στην καλύτερη τη χώρα,
Στον Αλκαίο και τον Ανακρέοντα,
Να κοιμηθώ καλύτερα σε σπίτι μικρό
κοντά στους ήρωες του Μαραθώνα!
Αχ! Ας είναι το τελευταίο δάκρυ μου
Που έτρεξε για την Ελλάδα την ιερή.
Αφήσατε, Μοίρες, να ακουστεί η άμαξά μου!
Γιατί η καρδιά μου ανήκει στους νεκρούς. 

______________________________
Μετάφραση: Νικολίτσα Γεωργοπούλου-Λιαντίνη
                                               
          Ύμνοι, ελεγεία και αποσπάσματα

 «Ζεις πάντα, Ισχυρέ, 
και στον ίσκιο γαληνεύεις των βουνών σου
Όπως παλιά μ’ αγκάλιασμα εφηβικό 

κλείνεις στην αγκαλιά σου την αγαπημένη γη 
κι απ’ τις κόρες σου, ω Πατέρα! 

Τα νησιά σου τ’ ανθισμένα 
δεν χάθηκε κανένα. 
Στέκει ακόμα η Κρήτη 
κι η Σαλαμίνα πρασινίζει 
και δάφνες Τη σκιάζουν πολλές 
κι απ’ αχτίδες ανθίζει φως ολόγυρα 
την ώρα που χαράζει 
κι ένθεη σηκώνει την κεφαλή της 
η Δήλος και η Τήνος 

Και η Χίος πορφυρούς 
έχουν καρπούς αρκετούς 
Κι από λόφους μεθυσμένους 
το ποτό της Κύπρου κυλά

Και στην Καλαβρία από ψηλά 
χύνονται ρυάκια ασημένια, 
Όπως παλιά, 
στα αρχαία νερά του Πατέρα.

Όλα ζουν ακόμα, 
οι μητέρες των ηρώων, 
τα νησιά, ανθίζοντας χρόνο Το χρόνο [...]

Πες, η Αθήνα που πήγε; 
Μήπως πάνω απ’ τις τεφροδόχες 
αυτών Που σε δόξασαν, 
η πόλη σου, η πιότερο αγαπημένη, 
στις ιερές αμμουδιές, Λυπημένε θεέ!»
__________________________
«Ύμνοι, ελεγεία και αποσπάσματα».
Μετάφραση - σχόλια: Θανάσης Λάμπρου.


        Ο μοναδικός (απόσπασμα)

Τι είναι αυτό που
Στις αρχαίες μακάριες ακτές
Με δένει έτσι που πιότερο
Τις αγαπώ κι' απ' την πατρίδα μου ;
Γιατί σαν σε ουράνια
Δουλεία πουλημένος
Βρίσκομαι εκεί όπου βάδιζε ο Απόλλων
Με μορφή βασιλέως,
Και σε αγνά παλληκάρια
Κατέβαινε ο Ζεύς κ' έσπερνε
Γυιούς με άγιο τρόπο και κόρες
Ο Υψηλός ανάμεσα στους ανθρώπους.

Υψηλές σκέψεις
Πολλές
Ξεπήδησαν απ' του Πατέρα το κεφάλι
Και μεγάλες ψυχές
Ήρθαν απ' αυτόν στους ανθρώπους.
Άκουσα
Για την Ήλιδα και την Ολυμπία, στάθηκα
Ψηλά στον Παρνασσό
Και διάβηκα βουνά του Ισθμού
Και πήγα πέρα
Κοντά στη Σμύρνη
Και κάτω στην Έφεσο
.
___________________________
Μετάφραση: Δημήτριος Καπετανάκης

* Γιόχαν Κρίστιαν Φρήντριχ Χαίλντερλιν (Johann Christian Friedrich Hölderlin, 20 Μαρτίου 1770 - 7 Ιουνίου 1843) ήταν Γερμανός λυρικός ποιητής.
Το έργο του γεφυρώνει την κλασική σχολή στη λογοτεχνία με τη ρομαντική. Αγάπησε την ποίηση της ελληνικότητας σε όλες τις δυνατές εκφάνσεις της. Τα περιώνυμα ποιήματά του, όπως είναι το «Αρχιπέλαγος», το «Άρτος και Οίνος», ο «Ρήνος» και η «Πάτμος», μεταφέρονται πρώτη φορά στη γλώσσα μας.


Διαβάστε: Σε ονείρατα η ζωή μου παραδέρνει
                  Αν οι αντρειωμένες ψυχές ομονοήσουν
                  Η πόλη που στέκει στου Αιγαίου την ακρογιαλιά
                  Στη σκλαβιά θα μείνεις Ελλάδα... ή "Ελευθερία ή θάνατος παιδιά μου", θα πεις ?
                  "...κάτω από τον ουρανό σου Ελλάδα... ήρθα να πεθάνω" 

   

  Scholeio.com 

Φ. Γκλίνκα, Αν οι οι αντρειωμένες ψυχές ομονοήσουν

Αθήνα: Το Μνημείο του Λυσικράτους, βρίσκεται επί της αρχαίας οδού των Τριπόδων που άρχιζε πάνω από το θέατρο του Διονύσου.  Άγγλου ζωγράφου [άγνωστος].

Φιοντόρ Γκλίνκα*



Το πολεμικό θούριο των Ελλήνων

Ως πότε σκλάβοι στα δεσμά
Των Αγαρηνών θα ζούμε;
Τους τυράννους της γλυκιάς μας Ελλάδας
Ήρθε η ώρα να εκδικηθούμε!
Της πατρίδας ακούστε τη φωνή
Που με λυγμούς σας καλεί:

"Ελάτε κοντά μου, παιδιά μου,
Παλέψτε για μένα νιοι και γέροι!
Ριχτείτε στη μάχη χέρι με χέρι,
Ξεσηκωθείτε για τη Λεφτεριά την τιμημένη
Βροντοφωνάξτε με ασυγκράτη χαρά:
Λεφτεριά στην Ελλάδα, λεφτεριά!"

Πού 'ναι τα δοξασμένα μας μνημεία,
Πού 'ναι τ' αγάλματα και οι ναοί,
Πού 'ναι τα φώτα των επιστημών μας;
Όλα απ' τους Αγαρηνούς έχουν καταστραφεί!

Σκλάβοι στην αμάθεια βουτηγμένοι
Στο φρικτό μαρτύριο ζούμε της ντροπής!
Ψωμί και νερό για μας οι προσβολές,
Παντού φοβέρα, μάχες και θανατικό,
Μακριά από τη γλυκιά πατρίδα ζούμε.
Έλληνες, Έλληνες! Ως πότε πια;
Βροντοφωνάξτε με μια φωνή:

"Γύρνα πίσω, τιμημένη Λεφτεριά!
Λεφτεριά, στην Ελλάδα λεφτεριά!"

Της πανέμορφης Ελλάδας τέκνα πού είστε;
Πού είναι ο ένδοξος ελληνικός λαός;

Σ' Ανατολή και Δύση κάποτε ήταν ξακουστός
Και τώρα περιφρονημένος κι απ' όλους ξεχασμένος.
Η μακρόχρονη οθωμανική σκλαβιά
Την Ελλάδα από το χάρτη έχει σβήσει.

Φίλοι, αδέλφια, ήρθε ή ώρα η ποθητή 
Τα βάσανα μας εκδίκηση να πάρουν.
Από χαρά οι Έλληνες πετώντας
Βροντοφωνούν: "Έφτασε ή ώρα η λαμπερή!"
Ήρθε η ώρα ο λαός μας να σωθεί!
Λεφτεριά στην Ελλάδα, λεφτεριά!

Θάνατος στους αλαζονικούς τυράννους!
Από όλα τα μέρη του κόσμου
Αδέλφια και σύντροφοι τρέχουν,
Στην Ελλάδα με βιάση όλοι πάνε
Στο μεγάλο πανηγύρι, στη λαμπρή γιορτή
Λες και σε γάμο πηγαίνουν!

Όλοι τους ήρωες ακολουθούν 
Γέροι και νέοι τρέχουν στην πατρίδα!
"Ντροπή να μείνετε πίσω εσείς"
Φωνάζουν οι γονείς στα παιδιά
Κι ευλογώντας τα στον αγώνα τα στέλνουν
Με μια μόνο συμβουλή: 
                         "Ελευθερία ή Θάνατος!

Σκλάβος στο σπίτι να μη γυρίσει κανείς!"
Ο λαός δε θέλει πια σκλαβιά,
Λεφτεριά στην Ελλάδα, λεφτεριά!

Χέρια και καρδιές ενωμένα
Προσεύχονται στον ουρανό.
Τα σπαθιά σταυρωτά ακονίζουν,
Σπίδες πέφτουν σαν καυτή βροχή.
Το ατσάλι συναντάει το ατσάλι,
Όπως χαιρετά αδελφός τον αδελφό,
Ορκίζονται στη θήκη να μη βάλουν το σπαθί
Όσο ζουν της λευτεριάς οι εχθροί.

Για το δίκιο του λαού ας χτυπηθούμε,
Των προγόνων μας ένδοξοι φίλοι,
Με σπαθί και με θάρρος στην καρδιά
Την αρχαία δόξα θα κερδίσουμε ξανά!
Ο λαός δεήσεις αναπέμπει:
Κάτω η σκλαβιά! Ζήτω η λεφτεριά!

Ακόμα πάνω από τη Σαλαμίνα καίει
Της νίκης και της δόξας η φλόγα!
Ακόμα λάμπουν τα λάφυρα του Μαραθώνα
Ο χρόνος δε θα τα σβήσει ποτέ.
Ο νους μας πηγαίνει στα παλιά,
Γι' αυτά συνεχώς με θαυμασμό μιλούμε
Στις συζητήσεις που κάνουμε κρυφά,
Τους ενδόξους προγόνους ιστορούμε.

Μίνωας, Λυκούργος, Σόλων,
Μιλτιάδης, Θεμιστοκλής, Αριστείδης.

Όλοι από τον τάφο τους φωνάζουν:
Ο λαός δε θέλει πια σκλαβιά,
Λεφτεριά στην Ελλάδα, λεφτεριά!"

Ανδρείας παραδείγματα έχουμε περισσά,
Θα τα σπάσουμε εμείς τα δεσμά,
Θα  δώσουμε το αίμα μας όλο για τη λεφτεριά,
Θα πέσουμε όλοι υπέρ της Πατρίδος!

Ο δρόμος μακρύς, οι μάχες σκληρές.
Του πολέμου τα βάσανα πολλά.
Μα οι Έλληνες τα βρίσκουν γλυκά.
Οι μόχθοι κι οι μάχες δεν τους λυγίζουν
Αρκεί τη δόξα ξανά ν' αποκτήσουν.

Αν οι οι αντρειωμένες ψυχές ομονοήσουν.
Αν γίνουμε όλοι μια γροθιά,
Φόβος κανένας δε μας σκιάζει
Και κανένας δε θα μας αντισταθεί.
Όλοι μαζί με μια φωνή
Όρκο να δώσουμε κι η νίκη θα 'ρθεί:
"Λεφτεριά στην Ελλάδα, λεφτεριά!"

                                                1821

Μετάφραση: Χριστόφορος Λιοντάκης


Στους Έλληνες Ικέτες

Τώρα που την ειρήνη τη δική της η Ευρώπη πανηγυρίζει
Και ξαναβρίσκει τη χαρά της ζωής με πραότητα,
Κυνηγημένος τη γλυκιά του πατρίδα εγκαταλείπει
Ο Έλληνας, μέσα στη μοναξιά και την αθλιότητα.

Της Ιωνίας τις πόλεις, τ' ακρογιάλια τ' αγαπημένα πίσω αφήνει.
Εκεί που μάχη ζωής και θανάτου, της Ελλάδας ο ξεσηκωμός έχει γίνει!

Εκεί τα φονικά γιαταγάνια του μαινόμενου εχθρού αστράφτουν
Κι οι λέξεις "Σωτηρία και ελέος" πια δεν υπάρχουν.
Εκει το σπίτι γκρεμίζεται και η γυναίκα αιχμαλωτίζεται,
Εκεί ακόμα και τα βράφη αλύπητα σφαγιάζονται.

Στην ξενητειά καταφεύγουν γυμνοί και πεινασμένοι
Της Αθήνας και της Σπάρτης ικέτες οι ξεσπιτωμένοι
(Ώσπου η θεία δίκη να τους ξαναδώσει το βιός τους
Φτάνουν τόσο πολύ μακριά οι δυστυχισμένοι).
Ένα κουρέλι να ντυθούν κι ένα ξερό ψωμί να τραφούν
Από τ' αδέλφια τους, τους χριστιανούς ζητούν.

                                                             1826
__________________________________________________________
Μετάφραση: Ρούλα Κακλαμανάκη  
"Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 στον καθρέφτη της Ρώσικης Ποίησης"
Επιλογή, εισαγωγή επιμέλεια Σόνια Ιλίνσκαγια,  Βιβλιοπωλείο της Εστίας

* Φιοντόρ Γκλίνκα (1786-1880).


Διαβάστε: Σε ονείρατα η ζωή μου παραδέρνει
                  Εκεί που κάτεβαινε ο Ζευς κ' έσπερνε γυιούς και κόρες
                  Η πόλη που στέκει στου Αιγαίου την ακρογιαλιά
                  Στη σκλαβιά θα μείνεις Ελλάδα... ή "Ελευθερία ή θάνατος παιδιά μου", θα πεις ?
                  "...κάτω από τον ουρανό σου Ελλάδα... ήρθα να πεθάνω" 

   
 
  Scholeio.com