Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΤΙΧΟΛΟΓΙΟ 2ο Λ-Ω. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΤΙΧΟΛΟΓΙΟ 2ο Λ-Ω. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η Ελλάδα μέσα από τα μάτια Άγγλων Ποιητών


                                                                                       R.S.Thomas

     Το Χωριό

   Μόλις μια στράτα, σπίτια ελάχιστα
   νά τού ταιριάζει ο τίτλος. Ένα πέρασμα ίσα-ίσα μεταξύ
   τές μιας ταβέρνας καί τού μόνου μαγαζιού,
   πού πουθενά δέν οδηγεί, καί στηνκορφή
   τού χαμηλού αστοχεί τού λόφου, φαγωμένο
   απ' τη διάβρωση τής πράσινης πλημμύρας
   τής χλόης, πού έρπει ολοένα πιό κοντά
   στην τελευταίαν αυτή προφυλακή των περασμένων.


   Ελάχιστα συμβαίνουν: είναι Ιστορία
   ο μαύρος σκύλος που στο κάμμα του ήλιου
   ψειριάζεται. Ωστόσο η κοπέλα που απ' τη μια
   περνά στην άλλη πόρτα, μπαίνει σε μια κλίμακα
   πιο πέρα απ' της γαλήνιας μέρας τη διπλή διάσταση.

   Μείνε λοιπόν χωριό, γιατί τριγύρω σου
   σ' αργό ένα άξονα γυρνά ένας κόσμος
   τόσο βαθύς κι απέραντος όσο απ' του μεγάλου
   Πλάτωνα βγήκε το μοναδικό μυαλό.
   _______________________
   Μετ:. Γιώργος Ζ. Χριστοδουλίδης
   Ρόναλντ Στιούαρτ Τόμας  29 March 1913 – 25 September 2000



Ο ελαιώνας της Ακαδημίας του Πλάτωνα,
πίνακας, του Joshua Cristall, 1768-1847
John Milton                 

     Αθήνα

Κοίτα ακόμα μια φορά, προτού αφήσομε το θαυμαστό αυτό βουνό
Στα δυτικά, που απ' τα νότια το πλησιάζεις. Κοίτα εκεί,
Μια πόλη στέκει στου Αιγαίου την ακρογιαλιά,
Με αρχοντιά χτισμένη, καθάριος ο αέρας κι η γη 'λαφριά.
Το μάτι της Ελλάδας, η Αθήνα, μητέρα των Τεχνών,
της Ευγλωττίας, γενέτειρα πνευμάτων δοξασμένων'
Φιλόξενη, στην πιο κρυφή της τη γωνιά
Σε πόλη ή και προάστεια ή επαρχία, περίπατοι σπουδής και ίσκιοι.

Μπόρχες, Κατακόκκινη Σημαία ο Ήλιος στα Νερά της Κυματίζει


 Luis Jorge Borges  [Λούις Χόρχε Μπόρχες]



      ______ Ποιητική τέχνη

     «να σκύβεις πάνω στο ποτάμι, που είναι από χρόνο και νερό.
     Και να λες πως ο χρόνος είναι κι αυτός με τη σειρά του ένα ποτάμι,
     Αφού χανόμαστε σαν το ποτάμι που χάνεται
     Και περνά ένα πρόσωπο σαν περαστικό νερό.»
     «Να δοκιμάζεις την αγρύπνια σαν έναν άλλο ύπνο
     Που ονειρεύεται χωρίς όνειρα και πως ο θάνατος
     Που φοβάται το σώμα είναι αυτός ο ίδιος ο θάνατος
     Της μιας και της άλλης νύχτας που ονομάζουμε ύπνο.»
     «Να βρίσκεις μέσα στη μέρα ή τη χρονιά ένα σύμβολο
     Κάθε μέρας, κάθε μήνα του ανθρώπου ή κι όλων του των χρόνων
     Και ωστόσο να πλάθεις από την προσβολή των χρόνων
     Μια μουσική, μια βουή, ένα σύμβολο»
     «Μέσα στο θάνατο να βλέπεις τον ύπνο· μέσα στο ηλιοβασίλεμα
     Να βλέπεις ένα πένθιμο χρυσάφι: τέτοια και η ποίηση,
     Που είναι αθάνατη και φτωχή. Η ποίηση
     Που ξανάρχεται σαν την αυγή και σαν τη δύση…»
     μτφ. Πέτρος Παπαδόπουλος

Στεργιόπουλος, ...σε Πολυθρόνα Περίοπτη Ανακάθισα...




  κι Αληθής Ορκίστηκα.



Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος

_______  ψευδορκία

ανακάθισα αναπαυτικά σε πολυθρόνα περίοπτη.
Στα καλά μου ντύθηκα.
εναπόθεσα δύο λάθη δεξιά,
δύο πάθη αριστερά
κι αληθής ορκίστηκα.

Κάθε φορά που ομολογώ
μπρος στο κατήγορο παρελθόν μου,
υπόδικος της εκάστοτε παρωχημένης ανάσας,
κάθε φορά πίσω να κοιτάξω δε φοβάμαι.

Για το παρελθόν μου το κάνω να με δει
όμορφο κι αειθαλή.
Να το εξαπατήσω, να πιστέψει
πώς κάθε μέρα κάνει τη σωστή επιλογή.


Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος
από τη συλλογή Η Διάβολος, 2011


Κ. Ματράκου, Η καθαίρεση


Κάθυ Ματράκου

             απαραίτητη καθαίρεση

       ή  ταν που έκλαιγε ο ουρανός
        για τις δικές σου τις φωτιές
        άνθρωπε...

        Ήταν που έπεσε παγετός
        κι άδειασαν των δέντρων οι φωλιές
        άνθρωπε...

Χειμώνα έφερες βαρύ...
κι ο ήλιος, θυμωμένος,
                     [έφυγε απ' τις γειτονιές,
αμείλικτα τα σύννεφα... 
                       [τον κρύβουν,
άδικα στις αυλές τον ψάχνουν οι ευωδιές,
ανόρεχτος εκείνος,
                      [αφήνει να τον σβήνουν.

Στάσου λίγο μια λέξη μόνο να σου πω
δες με... αφοπλίζομαι 
το "δίκιο" σου, είναι του άλλου "άδικο".
                                  
Ευθέως, κατήγορος αυστηρός,
μ' ανάθεμα τώρα σε βαρύνει, 
του σύμπαντος ο δημιουργός:

       "Τη οδηγία σου την ξέχασες,
       σκούπισε τα χέρια απ' το αίμα,
       τον λόγο της ύπαρξής σον έχασες..."

       Αυτός που κάποτε κοίταζε ψηλά,
       εσύ, που εαυτόν νόμισες σπουδαίο...
       'Αξιος πια κανείς δεν είναι 
                         [τ' “όνομα” να φέρει.
       Δικό σου φταίξιμο, 
                 [που με καρδιά δεν άρχεις,   
       χωρίς το "δίκιο", να ξέρεις, αφαιρείται,
       η άδεια που πήρες να υπάρχεις... 

       κι απ' τον ανθρώπινο τον τίτλο,
       χάνονται πια τα δικαιώματα...
       Αφού αυτό λερώθηκε, 
                  [ν' αποσυρθεί τού πρέπει, 
       κι αλλιώς ο ένας τον άλλον να προσφωνείτε..."
          Άλλο όνομα πιο περισπούδαστο να βρείτε, 
       να συνεχίσετε με υποκρισία 
                       [για πολιτισμό να ομιλείτε !
          "πρώην-άνθρωποι", θα υπογράφετε, 
       "που ακόμα δεν βρήκαν τ' όνομα τους"... 
________________________________________
Κάθυ Ρ. Ματαράγκα

* Επιλογές από το ''Τα μονοπάτια μου'' 
Το Κάθυ Ματράκου είναι ψευδώνυμο
που χρησιμοποιήθηκε σε δημοσιεύσεις 
της Κάθυ Ρ. Ματαράγκα,



Scholeio.com

Μ. Μεσσήνης, Μαλακό υλικό η ψυχή του ανθρώπου

   

Μανώλης Μεσσήνης



Τις υποσχέσεις να προσέχεις
κι αυτές ακόμα που εσύ δίνεις
είναι σαν το ιστό της αράχνης
Τον υφαίνουμε για να παγιδεύσουμε τα όνειρα
μα εκείνα πάντα ξεφεύγουν
και μένει στο τέλος ο ιστός...


              Τα φτερά της ψυχής

       πρόσεξε της ψυχής σου τα φτερά
             Μ' αυτά πεσμένα
             ούτε να κινηθείς
             Πρέπει τρόπο να βρεις
             να τ' απλώσεις
             Κι όσο πιο πλατιά
             τόσο πιο ψηλά θα σηκωθείς
             τον ουρανό να σημαδέψεις

Γ. Παπαμιχαήλ, Είναι ευαίσθητες στο κρύο οι αναμνήσεις




Γεωργία Παπαμιχαήλ


            Ίωση

δεν έχω λόγια όμορφα να πω.
Σαν ίωση
τη γλώσσα έχει μουδιάσει
μια παγωνιά.
Όχι, δεν περιμένω να περάσει 
μ' ευαισθησίας αναφιλητά.

Όμως για λέγε τα δικά σου.
Με συμπασχόντων συμβουλές
εξομαλύνονται οι ζυμώσεις
κι ας μη στοιχειώνουν την ενδοχώρα
ενός άσαρκου κρανίου.

Ασπρόμαυρες ταινίες
και κολλημένες προβολές
ιδανικών συναισθημάτων
οργώνουν πλαδαρές εικόνες
κρατώντας αύξοντα αριθμό ταφής.

Έζρα Πάουντ, Κένταυρος είναι το Μυρμήγκι για τους δικούς του Δράκοντες


Έζρα Πάουντ

            Η Εντολή

Πηγαίνετε τραγούδια μου 
στους μοναχικούς και τους ανικανοποίητους

Πηγαίνετε σε αυτούς με τα σπασμένα νεύρα, 
στους δούλους της συμβατικότητας
Χαρίστε τους την περιφρόνησή μου για τους δυνάστες τους.
Πηγαίνετε σαν μεγάλο κύμα από κρύο νερό
Κουβαλώντας την περιφρόνησή μου για τους δυνάστες.

Μιλήστε κατά της ασυνείδητης καταπίεσης


Μιλήστε κατά της τυραννίας των πεζών ανθρώπων
Μιλήστε ενάντια στους δεσμούς.


Πηγαίνετε στην αστή που πεθαίνει από πλήξη
Πηγαίνετε στις γυναίκες των προαστίων
Πηγαίνετε στους κακοπαντρεμένους

Πηγαίνετε σε αυτούς που η αποτυχία τους μένει κρυμμένη
Πηγαίνετε σε αυτούς που ζευγάρωσαν κακότυχα
Πηγαίνετε στην αγορασμένη σύζυγο
Πηγαίνετε στην γυναίκα με την προίκα

Πηγαίνετε σε αυτούς που έχουν λεπτούς τρόπους
Πηγαίνετε σε αυτούς που 
οι λεπτές επιθυμίες τους δεν πραγματοποιούνται

Πηγαίνετε σαν σαράκι στην απραξία του κόσμου
Βαδίστε με την κόψη εναντίον της και δυναμώστε τις λεπτές χορδές
Γεμίζοντας εμπιστοσύνη τα φύκια και τις κεραίες της ψυχής.

Πηγαίνετε με φιλικό τρόπο
Πηγαίνετε με ανοιχτό λόγο
Ερευνήστε για καινά δαιμόνια και για καινά αγαθά
Σταθείτε αντίθετα σε κάθε μορφή καταπίεσης
Πηγαίνετε στους μεσήλικες που χόντρυναν
Και σε όσους έχασαν το ενδιαφέρον τους

Πηγαίνετε στους έφηβους που ασφυκτιούν μέσα στην οικογένεια
Ω πόσο απαίσιο είναι
Να βλέπεις τρεις γενιές κάτω από την ίδια στέγη
Είναι σαν δένδρο με νέα βλαστούς
Και με κλαδιά που πέφτουν σαπισμένα.

Πηγαίνετε να ταρακουνήσετε την κοινή γνώμη
Σταθείτε αντίθετα στη δουλεία του αίματος
Σταθείτε αντίθετα σε κάθε είδους χειραφέτηση.

Πηγαίνετε τραγούδια μου, αναζητήστε τον έπαινό σας από τους νέους
Και από τους αδιάλλακτους
Βαδίστε μόνο ανάμεσα στους εραστές της τελειότητας.
Επιδιώξτε ακόμα να στέκεστε κάτω από το σκληρό Σοφόκλειο φως
Και αποδεχθείτε με ευχαρίστηση τα τραύματά σας από αυτό.

_________________________________________________



Η Μπαλλάντα  Του 
Όμορφου  Συντρόφου 


Γιὰ τὸ σταυρὸ καὶ τοὺς ραβίνους
δὲ χάσαμε τὸν ὀμορφότερό μας σύντροφο;
Ἐκεῖνον ποὺ ἀγάπησε τοὺς μαχητές,
τὰ γερὰ σκαριὰ καὶ τὶς ἀνοιχτὲς θάλασσες.

Σὰν ἤρθανε τὰ πλήθη
νὰ αἰχμαλωτίσουνε τὸν Ἄνθρωπό μας
νὰ τὸν ἔβλεπες μονάχα πῶς χαμογελοῦσε.
«Πρῶτα ν’ ἀφήσετε νὰ φύγουν οἱ ὑπόλοιποι»
ἔτσι τοὺς εἶπε ὁ ὄμορφός μας σύντροφος
«ἀλλιῶς θὰ εἴσαστε καταραμένοι…»

Ἔτσι μᾶς ἔδιωξε ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς λόγχες τους,
ἔτσι γελοιοποίησε τὴ συμμορία
«γιατί δὲ μὲ συλλάβατε» τοὺς εἶπε
«τότε ποὺ μόνος μὲς στὴν πόλη περπατοῦσα;»

Τὴν τελευταία φορὰ ποὺ μᾶς συντρόφευσε
ἤπιαμε στὴν ὑγειά του φίνο κόκκινο κρασὶ
γιατὶ ἦταν ὁ πιὸ ἄνθρωπος ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους,
γιατὶ δὲν ἤτανε παχὺς παπὰς κι εὐνοῦχος.

Τὸν εἶδα μὲ μιὰ τριχιὰ στὸ χέρι
νὰ κυνηγάει καμιὰ ἑκατοστὴ ἐμπόρους, γιατὶ
-μὴ σᾶς ξαφνιάζει- τὸ τίμιο κι ἁγιασμένο σπίτι του
τὸ καταντήσανε παζάρι καὶ χρηματιστήριο.

Δὲ θὰ τὴ βρεῖτε, δὲ χωράει στὰ βιβλία ἡ ζωή του,
ὅσο περίτεχνα κι ἂν γράφονται.
Δὲν εἶναι ποντικὸς στὰ κιονόκρανα
ὁ ὄμορφός μας σύντροφος
ποὺ ἀγαποῦσε τὶς ἀνοιχτὲς θάλασσες.

Γελιοῦνται παράφορα ὅσοι νομίζουν
πὼς παγιδέψανε τὸν ὄμορφό μας σύντροφο·
«πηγαίνω στὴ γιορτή» μᾶς εἶπε
«παρ’ ὅλο ποὺ πηγαίνω στὴν ἀγχόνη.
Εἴδατε πῶς θεράπευσα κουτσοὺς κι ἀόμματους,
πῶς ἀνάστησα νεκρούς» μᾶς εἶπε
«τώρα θὰ δεῖτε κάτι ἀνώτερο:
πῶς πεθαίνει στὸ σταυρὸ ἕνας γενναῖος».

Ὁ γιὸς τοῦ θεοῦ, ὁ ὄμορφός μας σύντροφος,
μᾶς κάλεσε νὰ γίνουμε ἀδέρφια του.
Τὸν εἶδα νὰ τρομάζει χίλιους ἄντρες.
Τὸν εἶδα σταυρωμένο.

Δὲν ἔβγαζε μιλιὰ ὅταν τοῦ κάρφωναν τὰ χέρια,
ὅταν ἀνάβλυζε τὸ αἷμα του ζεστό.
Ὅταν ἀλυχτοῦσαν τὰ βρωμόσκυλα
τοῦ κόκκινου οὐρανοῦ
ὁ ὄμορφός μας σύντροφος δὲν ἔβγαζε μιλιά.

Τὸν εἶδα στὰ ὑψώματα τῆς Γαλιλαίας
νὰ τρομάζει χίλιους ἄντρες·
περνοῦσε ἤρεμος ἀνάμεσά τους
κι ἐκεῖνοι κλαψουρίζανε
κι ἦταν τὰ μάτια του ὡραία
σὰν τὴ γαλάζια θάλασσα.
Σὰν θάλασσα φουρτουνιασμένη
ποὺ δὲν ἀνέχεται ταξίδια.
Σὰν τῆς Γεννησαρὲτ τὴ θάλασσα
ποὺ τὴν ὑπόταξε μὲ δυό του λέξεις.

Τὸν Κύριο, τὸν ὄμορφό μας σύντροφο,
τῆς θάλασσας τ’ ἀδέρφι καὶ τ’ ἀνέμου,
γελιοῦνται αἰωνίως, φίλε μου,
ὅσοι νομίζουν πὼς τὸν ἔχουν θανατώσει.

Τὸν εἶδα νὰ τρώει γλυκιὰ κερήθρα
κι ἃς τὸν εἴχανε πρὶν μέρες σταυρωμένο.

_________________________________
ελεύθερη απόδοση Θοδωρής Βοριάς


             Με την Τοκογλυφία 

Με την τοκογλυφία κανείς δεν έχει σπίτι πέτρινο
με κάθε πέτρα να σμιλεύεται σωστά και τέλεια να δένει
έτσι ώστε ένα σχέδιο να είναι δυνατό να περαστεί πάνω στην πρόσοψή του,

με την τοκογλυφία
κανείς δεν έχει έναν παράδεισο ζωγραφιστό
στους τοίχους του ναού του
άρπες και φλάουτα
ή την παρθένο εκεί που δέχεται το μήνυμα κι
η άλως να προβάλλεται απ΄ τη χαραγματιά,

με την τοκογλυφία
κανείς δεν βλέπει τον Γκοντσάγκα
με τους διαδόχους και τις παλλακίδες του
καμιά ζωγραφική δεν γίνεται να διαρκέσει ή να ζήσει,
γίνεται μόνο για να πουληθεί,
και μάλιστα στο άψε-σβήσε,

με την τοκογλυφία, αμάρτημα κατά της φύσης,
είν΄ το ψωμί σου ακόμα πιο μπαγιάτικο
ειν' το ψωμί ξερό σαν να ΄ταν χάρτινο,
χωρίς πληθώρα από σιτάρι, χωρίς αλεύρι δυνατό

με την τοκογλυφία γίνεται η γραμμή τραχιά
με την τοκογλυφία δεν υπάρχει σύνορο καθάριο
κανείς δεν βρίσκει μέρος για να κατοικήσει.
Ο λιθοξόος κρατιέται μακριά απ΄ την πέτρα του
κι ο υφαντής μακριά από τον αργαλειό του.

ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΚΟΓΛΥΦΙΑ
δεν έρχεται μαλλί στην αγορά
τα πρόβατα δεν φέρνουν κέρδος.
Είναι πανούκλα η τοκογλυφία,
αμβλύνει τη βελόνα στης κοπελιάς το χέρι
βάζει φραγμό στού υφαντή την τέχνη.
Ένας Πιέτρο Λομπάρδο δεν μας προέκυψε ποτέ από τοκογλυφία
και ένας Ντούτσιο δεν έγινε ποτέ από τοκογλυφία
ούτε Πιέρο ντέλλα Φραντσέσκα,
ούτε Μπελλίνι γίνανε ποτέ απ΄ την τοκογλυφία
ούτε και ζωγραφίστηκε ποτέ "Η Συκοφαντία".
Ένας Αντζέλικο δεν μας προέκυψε από τοκογλυφία,
ουτ' ο Αμπρότζιο ντε Πρέντις.
Ουτ΄ εκκλησιά με λαξευμένο λίθο
με χαραγμένο το "Αδάμ εποίει".
Ούτε ο Σαιντ Τροφίμ από τοκογλυφία.
Ούτε ο Σαιντ Ιλαίρ από τοκογλυφία.
Διάβρωσε την σμίλη η τοκογλυφία.
Διάβρωσε και τέχνη και τεχνίτη.
Ροκάνισε το νήμα τ΄αργαλειού
Καμιά δεν έμαθε να πλέκει το χρυσόνημα
με το πατρόν της
Το γαλανό πιάνει μελίγκρα απ΄ την τοκογλυφία,
και η πορφύρα μένει ακέντητη.
Και το σμαράγδι δεν συναντά κανέναν Μέμλινκ
Σκοτώνει το παιδί στη μήτρα η τοκογλυφία
Του νέου το φλερτάρισμα το σταματά
Έφερε την παραλυσία στο κρεβάτι, ξαπλώνει
ανάμεσα στη νεαρή τη νύφη και τον άντρα της
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΦΥΣΗ
Φέρανε πόρνες για την Ελευσίνα
Πτώματα στήθηκαν στο δείπνο
κατ΄ εντολήν της τοκογλυφίας.
_________________________
μτφρ: Χρίστου Γούδη

*Σημείωση του ποιητή : Usura (Τοκογλυφία) = επιβάρυνση για την χρήση αγοραστικής ισχύος, επιβαλλόμενη αδιαφορώντας για την παραγωγή, συχνά αδιαφορώντας για τις δυνατότητες παραγωγής. (εξού η αποτυχία της Τράπεζας των Μεδίκων).



                    Ώ λαμπρέ Απόλλωνα 
          τιν' άνδρα, τιν' ήρωα, τίνα θεόν,


Σε ποιον θεό, ήρωα ή άνδρα
τσίγκινο ένα στεφάνι να φορέσω;»
« Είναι παλιά σας συνήθεια να ξεκάνετε τους καλούς συγγραφείς
εσείς ή τους τρελλαίνετε  
ή κλείνετε τα μάτια σαν αυτοκτονούν
ή πάλι βρίσκετε δικαιολογίες για τα ναρκωτικά τους
και μιλάτε για παραφροσύνη και μεγαλοφυία

Όμως εγώ δεν θα τρελλαθώ για να σας ευχαριστήσω
δεν θα σας κολακέψω με έναν πρόωρο θάνατο
Ώ όχι, εγώ θα αντέξω ως το τέλος
θα νιώσω τα μίση σας να γλιστρούν στα πόδια μου
σαν ευχάριστο γαργάλημα
να τα κοιτάζουν κοροϊδευτικά
ενώ πολλοί κινούνται ύποπτα
και φοβούνται να πουν πως σας μισούν
η γεύση της αρβύλας μου;
Ορίστε η γεύση της αρβύλας μου
χαϊδέψτε την
βγάλτε και το βερνίκι με την γλώσσα σας»
_________________________________

μτφρ: Χρίστου Γούδη


               Ελπήνωρ   

       
Αλλά ήλθε πρώτος ο Ελπήνωρ, ο φίλος μας Ελπήνωρ,
Άθαφτος, απορριγμένος πάνω στη μεγάλη γης,
Κουφάρι που τ' αφήσαμε στο σπίτι της Κίρκης,
Άκλαυτο κι ασαβάνωτο, τα βάσανα μας κέντριζαν γι' αλλού.
Αξιολύπητο πνεύμα. Και φώναξα μιλώντας βιαστικά:
"Ελπήνωρ, πώς έφτασες στο σκοτεινό τούτο ακρογιάλι;
Πεζοδρόμος ήρθες ξεπερνώντας τους θαλασσινούς;"
Και αυτός βαριά μιλώντας:
"Τύχη κακιά και το πολύ κρασί. 
Γλίστρησα στο μέγαρο της Κίρκης.
Κατεβαίνοντας την αψηλή σκάλα αφύλαχτος
Έπεσα πάνω στον τοίχο,
Τσάκισα το κόκαλο του αυχένα, κ' η ψυχή γύρεψε τον Άδη.
Μα εσύ, Βασιλιά, παρακαλώ θυμήσου με,
άκλαυτον, άθαφτο,
Σώριασε τ' άρματά μου,
φτιάξε μου τάφο στην ακρογιαλιά, και γράψε:

"Ένας άμοιρος άνθρωπος και μ' όνομα μελλούμενο.
Και στήσε το κουπί μου που έλαμνα μαζί με τους συντρόφους".
__________________________________________________
μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης από "Αντιγραφές"



           Ανάλυση του Σεφέρη για τα "Κάντος" 



"Ο αναγνώστης γυρίζοντας τις σελίδες, ζαλίζεται παρατηρώντας ένα σωρό παρεμβολές ξένων κειμένων, περιστατικών ή στιχομυθιών - πολλές φορές σε ξένες γλώσσες - προσώπων γνωστών από την ιστορία ή ολότελα άγνωστων, που δεν μπορεί να εξηγήσει την απροσδόκητη παρουσία τους, τοπίων που μεταφέρουν την κλασσική εποχή στην Αναγέννηση, στους καιρούς μας ή το αντίθετο.

   Δυσκολεύεται να κάνει την ανάλυση του κειμένου που έχει μπροστά του και που είναι, νομίζω, άσκοπο να την επιχειρήσει προτού εξοικειωθεί με το κλίμα της ποίησης αυτής. Ίσως είναι καλύτερο να έχει υπόψη του, στην αρχή, ότι ο Pound μεταχειρίζεται την ποιητική μεταφορά, με την κυριολεκτική της σημασία, σαν μια μεταφορά που μεταφέρει στ' αλήθεια μέσα στο έργο του όλα όσα μπόρεσαν να μαζέψουν οι αντένες ενός πνεύματος αδηφάγου, που έχει προσεταιριστεί ένα μεγάλο πλήθος από τα στοιχεία που διαμόρφωσαν την τωρινή ζωή μας, είτε είναι κείμενα των Ελλήνων και των Ρωμαίων, είτε ο μεσαίωνας, είτε η Αναγέννηση, είτε η προδαντική ποίηση των προβηγκιανών.

   Και τα μεταφέρει με οδηγό, σχεδόν αποκλειστικά, το αίσθημα της ρηματικής λειτουργίας ανήσυχο, ατίθασο, δεσποτικό, που δεν παραδέχεται κανένα σχεδόν προδιαγραμμένο διάκοσμο, καμιά διάταξη και καμιά άλλη ιεραρχία, εκτός από την ιεραρχία, αν μπορεί να ειπωθεί έτσι, ενός ρυθμικού παλμού".
____________________________________________________
Πηγή: [Γεωργίου Σεφέρη, Νέα Γράμματα, Απρίλιος-Ιούνιος 1939].



            Surgit Fama 

Ανακωχή έχουνε κάνει οι Θεοί
Η Κόρη επρόβαλε στο Βορρά,
περιφέρεται στην γκριζογάλανη θάλασσα
με χρυσό και μαυροκόκκινο μανδύα.

Το στάρι βρήκε πάλι τη μάνα του, 
κι αυτή, 
η Λευκονόη,
που ποτέ δεν παραμέλησε τις γυναίκες,
ούτε τη γη παραμελεί τώρα. Ο κατεργάρης Ερμής βρίσκεται εδώ.
Μ΄ ακολουθεί
έτοιμος ν' αρπάξει τα λόγια μου,
έτοιμος να τα διαδώσει.

Να τους προσθέσει τις παραλλαγές του,
πανούργες κι έξυπνες..
να τ' αλλάξει όπως εκείνος θέλει.
Όμως εσύ πες την αλήθεια, ακόμη και κατά γράμμα:

«Ακόμη μια φορά στην Δήλο, 
ακόμη μια φορά ταράσσεται ο βωμός
ακόμη μια φορά ακούγεται ο ψαλμός,
ακόμη μια φορά οι κήποι που δεν εγκαταλείφθηκαν ποτέ,
είναι γεμάτοι ψιθυρίσματα και παλιές ιστορίες».
______________________________________


           Coda 


Ω τραγούδιά μου,
Γιατί ψάχνετε τόσο αχόρταγα 
και τόσο περίεργα 
τα πρόσωπα των ανθρώπων,
μήπως και βρείτε ανάμεσά τους 
τον χαμένο σας νεκρό;
___________________



          Η σοφίτα 

Έλα, ας λυπηθούμε 
αυτούς που έχουν περισσότερα από εμάς
Φίλε, έλα και θυμήσου
Ότι οι πλούσιοι έχουνε υπηρέτες και όχι φίλους
Ενώ εμείς έχουμε φίλους και όχι υπηρέτες.
Η αυγή κάνει την είσοδό της με μικρά βήματα
Σαν επιχρυσωμένη Παύλοβα
Κι εγώ είμαι κοντά στην επιθυμία μου
Και τίποτα καλύτερο δεν μετράει στη ζωή
Από αυτή την ώρα της καθαρής δροσιάς
Την ώρα που μαζί ξυπνάμε..
_____________________
    

           Ο τάφος στο Ακρ Κάαρ



Είμαι η ψυχή σου, Νίκοπτις. Σε κοιτάζω
πέντε χιλιετίες τώρα και τα νεκρά σου μάτια
Δεν σάλεψαν, 
μήτε ποτέ ανταποκρίθηκαν στην επιθυμία μου
Και τα ελαφρά σου μέλη από όπου ξεπήδησα φλεγόμενη
Δεν καίνε πια με μένα ούτε με λάδι από κρόκο.
Δες, η φωτεινή χλόη έχει φυτρώσει στο προσκέφαλό σου
Και σε ασπάζεται με μύριες χορταρένιες γλώσσες

Όχι όμως και συ εμένα.
Μελέτησα πάνω στον τοίχο το χρυσάφι
Και σκέφτηκα πολύ πάνω στα σύμβολα
Τίποτα νέο δεν υπάρχει σε ολόκληρο το μέρος.
Ήμουν διακριτική. Δες, 
Έχω αφήσει τα πιθάρια σφραγισμένα
Μήπως ξυπνήσεις κάποτε κι επιθυμήσεις το κρασί σου
Και ανέγγιχτες τις φορεσιές πάνω σου διατήρησα
Ω ξεχασιάρα εσύ! 
Τάχα πώς θα μπορούσα να ξεχάσω!
Και το ποτάμι ακόμα, πριν αρκετό καιρό

Το ποτάμι; Τότε ήσουν μικρή,


Και τρεις ψυχές ήρθαν να σε πάρουν
Ήρθα κι εγώ
Και χύθηκα πάνω σου, τις έδιωξα
Και δέθηκα μαζί σου, γνώρισα τις συνήθειες σου.

Δεν άγγισα τις παλάμες σου και τα ακροδάκτυλά σου;


Δεν κύλησα μέσα σου και μέσα από σένα ως την άκρη των ποδιών σου;
Πώς μπήκα μέσα; 
Δεν ήμουν εσύ μέσα σε σένα;
Τώρα σε αυτό το μέρος δεν έρχεται κανένας ήλιος να με αναπαύσει
Και σχίζομαι στο οδοντωτό σκοτάδι.


Κανένα φως δεν πέφτει πάνω μου κι εσύ
Στέκεις αμίλητη, καθώς περνούν οι μέρες.
Ω, αν ήταν δυνατόν να βγω έξω , παρόλα τα σημάδια
Κι όλη την επιμελημένη τέχνη τους πάνω στην θύρα,


Έξω στα πράσινα λιβάδια...
Μα είναι ήσυχα εδώ.
Δεν φεύγω.
________



           Εικόνα χορού



Μαυρομάτα
Ω γυναίκα των ονείρων μου


Με τα σανδάλια σου από φίλντισι
Καμιά δεν είναι σαν και σε ανάμεσα στους χορευτές
Καμιά με πόδια τόσο γρήγορα
Δεν σε βρήκα στις σκηνές
Στο ραγισμένο σκοτάδιΟύτε στο φιλιατρό του πηγαδιού
Ανάμεσα στις γυναίκες με τις στάμνες.
Τα χέρια σου όπως το νεαρό δένδρο κάτω από τον φλοιό,
Το πρόσωπό σου ' καθώς ποτάμι στο φως

Λευκοί όπως το αμύγδαλο οι ώμοι σου
Όπως φρέσκα αμύγδαλα χωρίς το κάλυμμα
Δεν σε φυλάνε με ευνούχους
Ούτε με κάγκελα χαλκού
Ασήμι και χρυσωμένη ταρταρούγα εκεί, όπου αναπαύεσαι
Και γύρω σου φόρεμα καστανό


Πλεγμένο με κλωστές χρυσού έχεις τυλίξει
Ω Νάθατ-Ικαναίη ' πλάι-στο-ποτάμι-δένδρο'
Τα χέρια σου είναι πάνω μου σαν το ρυάκι ανάμεσα στα βρύα
Τα δάκτυλά σου ρεύμα παγωμένοΟι υπηρέτριες λευκές όπως τα βότσαλα,
Ή μουσική τους γύρω σου!Καμιά δεν είναι σαν και σε ανάμεσα στους χορευτές
Καμιά με πόδια τόσο γρήγορα.
________________________




Η πίκρα της σκάλας με τα πετράδια



Τα σκαλοπάτια με τα πετράδια 
είναι ήδη άσπρα από τη δροσιά,
Είναι τόσο αργά 
που οι αραχνοΰφαντες κάλτσες μου νοτίζουν από τη δροσιά,
Σύρω την κρυστάλλινη κουρτίνα μου
Και βλέπω τη σελήνη 
μέσα στο διάφανο φθινόπωρο.
________________________





             Η γυναίκα του έμπορα του ποταμού: Γράμμα



Τότε που είχα ακόμα τα μαλλιά μου ίσια κομμένα στο μέτωπό μου
Έπαιζα κοντά στην μπροστινή πύλη μαδώντας λουλούδια.


Περνούσες πάνω σε ξυλοπόδαρα μπαμπού κάνοντας το άλογο
Ερχόσουν πλάι μου παίζοντας με γαλάζια δαμάσκηνα.
Και έτσι περνούσε ο καιρός μας στο χωριό Τσοκάν:

Δυο μικρά παιδιά χωρίς καμιά υποψία, ή αντιπάθεια.Στα δεκατέσσερα παντρεύτηκα εσέ, τον κύριό μου
Ποτέ δεν γέλαγα, ήμουνα ντροπαλή


Σκύβοντας το κεφάλι μου κοίταζα προς τον τοίχο
Κι αν με καλούσαν χίλιες φορές, 
ποτέ δεν έστρεφα πίσω τη ματιά μου.
Στα δεκαπέντε μου έπαψα να χαμηλώνω τη ματιά μου,
Επιθυμούσα η στάχτη μου να αναμειχθεί με την δική σου


Για πάντα και παντοτινά για πάντα.

Γιατί να σκαρφαλώνω να κοιτάζω έξω;
Στα δεκαέξι μου έφυγες μακριά,
Πήγες στο μακρινό Κου-το-γιεν κοντά στον ποταμό με τις ρουφήχτρες


Και τώρα λείπεις πέντε μήνες.
Λυπητερά φωνάζουν από πάνω οι μαϊμούδες.
Καθώς αναχωρούσες έσερνες τα πόδια σου.
Τώρα τα μούσκλα έχουν μεγαλώσει στην εξώπορτα, τα διάφορα αγριόχορτα

Πολύ βαθιά να τα ξεχορταριάσεις!


Τα φύλλα πέφτουνε με τον αέρα νωρίς το φετινό φθινόπωρο
Και οι πεταλούδες που έχουν ζευγαρώσει κίτρινες ήδη με τον Αύγουστο
Πάνω από τη χλόη του Δυτικού κήπου,
Μου κάνουνε κακό. 

Γερνάω.

Αν θα κατέβεις από τα στενά του ποταμού Κιανγκ


Στείλε μου κάποιο μήνυμα σε παρακαλώ,
Κι εγώ θα βγω ως το Τσο-φου -τσα
Να σε προϋπαντήσω.
________________


          Ένα ποίημα αναχώρησης



Ψιλή βροχή στην ψιλή σκόνη,
Με τις ιτιές μες στην αυλή


Να γίνονται όλο και πιο πράσινες.
Όμως σεις κύριε πριν φύγετε
Καλύτερα να πάρετε κρασί μαζί σας
Γιατί δεν θα έχετε εκεί κάτω φίλους
Σαν φθάσετε στις πύλες του Γκο.
__________________________



             Ε.Π.  Ωδή 

                           Ι
Τρία χρόνια ασυντόνιστος με την εποχή του
Αγωνίστηκε να ξαναφέρει στη ζωή τη νεκρή τέχνη
Της ποίησης. 
Να διατηρήσει 'το υψηλό'
Mε την παλιά του έννοια Λάθος απ' την αρχή-


Όχι οπωσδήποτε, 
μα βλέποντας πως είχε γεννηθεί
Παράκαιρα σε μια μισοάγρια χώρα.
Αποφασισμένος να βγάλει κρίνα από το βελανίδι.
Καπανέας. πέστροφα για δόλωμα απατηλό"Ίδμεν γαρ τοι πάνθ' ός ενί Τροίη"

Ακουσμένο από το άφραχτο αυτί.


Παραπλέοντας των βράχων το απάγγειο
Οι ταραγμένες θάλασσες τον κράτησαν, 
επομένως εκείνη τη χρονιά.
Η αληθινή του Πηνελόπη ήταν ο Φλωμπέρ
Ψάρεψε σε πεισματικά νησιά


Πρόσεξε τη χάρη των μαλλιών της Κίρκης
Μάλλον παρά τα γνωμικά στα ηλιακά ωρολόγια.
Ανεπηρέαστος από την 'ροή των γεγονότων'
Πέρασε από τη μνήμη των ανθρώπων 


en l' an trentiesmeDe son eage. 


Η περίπτωση δεν παρουσιάζει
Καμιά προσθήκη στο διάδημα των Μουσών.



                 ΙΙ

Η εποχή απαιτούσε μιαν εικόνα
Του επιταχυνόμενου μορφασμού της,


Κάτι για τη σύγχρονη σκηνή
Όχι, πάντως μιαν Αττική χάρη,
Όχι, όχι ασφαλώς, τους σκοτεινούς ρεμβασμούς
Της εσωστρέφειας


Καλύτερα ψευδολογίες
Παρά τους κλασικούς σε παράφραση!
Η 'εποχή απαιτούσε' κυρίως ένα γύψινο εκμαγείο
Φτιαγμένο χωρίς καμιάν απώλεια χρόνου,
Μια πρόζα κινηματογραφική, όχι, όχι ασφαλώς, αλάβαστρο
Ή την 'πλαστική»' της ρίμας.



                   V

Πέθαναν μυριάδες
Κι ανάμεσά τους οι καλύτεροι


Για μια ξεδοντιασμένη γριά σκύλα
Για έναν πρόχειρα μπαλωμένο πολιτισμό,
Γοητεία, χαμόγελο στο ωραίο στόμα
Γρήγορα μάτια που πήγαν κάτω από το βλέφαρο της γης,


Για δύο γκρόσες αγάλματα σπασμένα
Για μερικές χιλιάδες κατεστραμμένα βιβλία.


           Κάντο  ΧΙΙ



Κι εμείς καθόμαστε εδώ κάτω από το τείχος,
Ρωμαϊκή αρένα του Διοκλητιανού, τα σκαλοπάτια
Σαράντα τρεις σειρές από ασβεστόλιθο.
Ο Μπάλντυ Μπέικον
Aγόρασε όλες τις χάλκινες πενταροδεκάρες της Κούβας
Ένα σέντσι, δύο σέντσια,
Eίπε στους κολλήγους του 'φέρτε τις μέσα'.

'Να τις φέρετε στη μεγάλη παράγκα', είπε ο Μπάλντυ
Kαι οι κολλήγοι τις φέρανε
'Tις φέρανε στη μεγάλη παράγκα',
Όπως θα έλεγε και ο Χένρυ.

Ο Νικόλας Καστάνιο στην Αβάνα
Πήρε κι αυτός κάποια σέντσια, αλλά οι άλλοι
Έπρεπε να πληρώσουν ποσοστά.
Ποσοστά όταν ήθελαν σέντσια, δημόσια σέντσια.

Ο Μπάλντυ μόνο στα χρηματιστηριακά εύρισκε ενδιαφέρον.

'Καμιά άλλη επένδυση δε με ενδιαφέρει' 'έλεγε ο Μπάλντυ.

Κοιμόταν και είχε δυο ερυθρόδερμους πλάι του αλυσοδεμένους
Bασιλική φρουρά, 
δεμένους με αλυσίδα από τη μέση του

Για να μη μπορούν να το σκάσουν τη νύχτα.


Οι κουβανοί πλέον δεν τον πήγαιναν.
Από τον πυρετό είχε μείνει 49 κιλά.
Ξαναγύρισε στο Μανχάτταν, 
στο Μανχάτταν. τελικά
Οδός 47, αριθμός 24 , όταν τον γνώρισα,

Δούλευε στην τυπογραφία, 
δηλαδή παραγγελιοδόχος, πήγαινε σε γνωστούς του,

Tο γραφείο του στην οδό Νασσάου, 
έδινε δουλειά στους τυπογράφους
Διπλότυπα αποδείξεων και αργότερα, 
ασφάλειες
Eυθύνη εργοδοτών κ.λ.π., 
περίεργες ασφάλειες
Πυρός σε οίκους ανοχής., 

προμήθειες   Από 15 δολλάρια την εβδομάδα,
Πολλών δ' ανθρώπων ίδε,

Έμαθε ποιες ναυτιλιακές εταιρίες ήσαν οι πιο ανοργάνωτες,
Πού ήταν πιθανότερο να χάσει κανείς το πόδι του
Από χαλασμένο βαρούλκο,
Και για φωτιές, όπως τότε που έπιασε ένα πορνείο
Έφτασε, θαυματουργέ Ερμή, κατά τύχη,
Σε δυο λεπτά - αφού προηγουμένως ο άγγελος του ιδιοκτήτη
Τον ειδοποίησε.

Έβγαλαν οι δικοί του 11000 σε τέσσερις μήνες


Με εκείνη την κομπίνα της Κούβας
Αλλά αυτοί χρεοκόπησαν
Κάποτε έβγαλε στο μερδικό του σε 40000,
Τότε που ήθελε να φάει όλη τη Wall street
Μα άλλαξε γνώμη μετά από τρεις βδομάδες.
___________________________________




           Κάντο  LΧXXΙ,   Λιμπρέττο


Ωστόσο
πριν πεθάνει από το κρύο η εποχή
που κουβάλησε ένας ζέφυρος στους ώμους
στον χρυσαφένιο υψώθηκα ουρανό
ο Λωζ κι ο Τζένκις τον ύπνο σου φυλάνε
ο Ντόλμετς στο πλάι σου πάντα να 'ναι,

Αυτός λείανε το ξύλο
της βιόλας για να δυναμώσει την χαμηλή και την ψηλή;


Αυτός στρογγύλεψε την σκάφη του λαγούτου;
ο Λωζ κι ο Τζένκις τον ύπνο σου φυλάνε
ο Ντόλμετς στο πλάι σου πάντα να 'ναι,
Επλασες κόσμο ευάερο να φέρεις
το φύλλο από την ρίζα;
Σύγνεφο βρήκες διάφανο, που ομίχλη
και ίσκιος δεν του έμοιασαν ποτέ;
Ε, τότε λύτρωσέ με, πες μου -αλήθεια-
αν τραγούδησε ο Ουώλερ κι αν έπαιξε ο Ντάουλαντ.

Τα δυο σου μάτια θα γενούν μαχαίρια να με σφάξουν
αφού πλέον δεν δύναμαι ν' αντέξω την μπωτέ τους
Κι επί 180 χρόνια τίποτε σχεδόν.
Εντ ασκολντάντο ιλεγκιέρ μορμόριo
μπήκε στην σκηνή μου μια καινούργια λεπτή ισορροπία ματιών, 
κι αν ήταν πνεύμα, 
υπόσταση κι αν ήταν- δεμένα μάτια τίποτε,
κρυμμένα μάτια, 
μάτια σε καρναβάλι πάντως
θυμό δεν είχανε ζευγάρι
κι εγώ δεν είδα παρά μάτια, κι ανάμεσα στα μάτια χρώμα
διάστημα,
αμέριμνο ή ανύποπτο πάντως δεν είχε
όλο τον χώρο της σκηνής
μήτε ήταν τόπος για πλήρη Ειδώς
διείσδυση, διάτρηση
μονάχα μια σκιά πέρα 
στα πέρα φώτα
γαλάζιο τ' ουρανού
θάλασσα μες στην νύχτα
πράσινη λίμνη απάνω στα βουνά
λάμψη από μάτια ακάλυπτα στην επικράτεια μιας μάσκας τόσης δα.

Ο,τι πολύ αγάπησες σου μένει,
τα υπόλοιπα σαβούρα

Ο,τι πολύ αγάπησες δεν θα το στερηθείς
Ο,τι πολύ αγάπησες το αληθινό σου μέρισμα
κληρονομιά ενός κόσμου, δικού μου και δικού τους
ή μήπως κανενός;

Πρώτα ήρθαν τα ορατά, κι ακολούθησαν τ' απτά
Ηλύσια, έστω και στις αίθουσες του Αδη,
Ο,τι πολύ αγάπησες το αληθινό σου μέρισμα
Ο,τι πολύ αγάπησες δεν θα το στερηθείς
κένταυρος είναι το μυρμήγκι για τους δικούς του δράκοντές του.

Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία, δεν έπλασε ο άνθρωπος
την τόλμη και την δύναμη, δεν έπλασε την τάξη ο άνθρωπος την χάρη,

Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία, τέλειωνε λέω.
Μάθε απ' το πράσινο του κόσμου την θέση σου στην κλίμακα
της δημιουργίας ή της γνήσιας καλλιτεχνίας,

Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία,
τέλειωνε Πακίν!
Ο πράσινος ο σκούφος ξέκανε την κομψότητά σου.
κυβέρνησε τον εαυτό σου κι οι άλλοι θα σε αντέξουν

Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία
ένα σκυλί δαρμένο είσαι και πέφτει το χαλάζι,
μια κουρούνα που κορδώνεται και πάνω πότε βγαίνει πότε κρύβεται ο ήλιος,
Ασπρόμαυρη, μισή μισή,
δεν ξεχωρίζεις καν την φτερούγα απ' την ουρά σου

Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία
Βρώμα φρικτή το μίσος σου
και τρέφεται με ψέμα,

Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία,
Αμε, ταχιά και τέλειωνε, τσιγκούνης στην αγάπη, ναι
μα τέλειωνε μ' αυτήν την ματαιοδοξία,
τέλειωνε λέω.

Να πράξεις, άπρακτος μην μείνεις
αυτό δεν είναι δα ματαιοδοξία
Να χτυπήσεις μ' ευγένεια την πόρτα
που θ' ανοίξει ένας Μπλαντ να μυρίσεις στον αέρα
μια ζωντανή παράδοση ν' αδράξεις
σε μια ματιά σοφή γριά ματιά την φλόγα την αιώνια
όχι αυτό δεν είναι δα και ματαιοδοξία.
Το λάθος βρίσκεται σ' εκείνο,
που δεν πραγματοποίησες, 
το λάθος όλο σε μιαν απόφαση που δεν την πήρες
και τρέκλισε η απόφαση...
_____________________

μτφρ.: Γιώργος Μπλάνας



           Το δένδρο 

Στάθηκα ακίνητος και ήμουν μέσα στο δάσος ένα δένδρο
Ξέροντας την αλήθεια για όσα ήσαν άλλοτε αθώρητα.
Μιλώ για τη Δάφνη και για το τόξο από δάφνη
Και το ζευγάρι των γερόντων που φιλοξένησε θεούς

Κι έγινε δρυς-φλαμουριά ανάμεσα στον κόσμο
Και τούτο αφού πιο πριν οι θεοί είχαν δεχθεί από αυτούς

Ευγενική φιλοξενία και είχαν προσκληθεί να εισέλθουν
Στην εστία της καρδιάς που ήταν το σπίτι τους,
Τότε μπορέσανε να κάνουν αυτό το θαυμάσιο πράγμα.
Όμως εγώ ήμουν ένα δένδρο μέσα στο δάσος
Και κατανόησα πολλά καινούργια πράγματα
Που στο μυαλό μου πριν ήσαν παράλογα.
_________________________________




          Ο κήπος

Σαν κουβάρι από χαλαρό μετάξι 

που έσπρωξε ο άνεμος σε τοίχο
περνά πλάι στα κάγκελα ενός μονοπατιού
στους Κήπους του Κέσινγκτον,
και αργοπεθαίνει λίγο-λίγο
από κάποια αναιμία συναισθηματική.

Και γύρω της είναι το τσούρμο
με τα βρομερά, καλοθρεμμένα, ανεξολόθρευτα μωρά
όλων των φτωχών.
Αυτά θα κληρονομήσουν τη γη.

Μέσα της παύει η γονιμότητα.
Η ανία της είναι βαριά και υπέρμετρη.
Θα ‘θελε κάποιος να της μιλήσει,
και σχεδόν φοβάται ότι εγώ
θα τη διαπράξω ετούτη την απρέπεια.
______________________________

Ezra Pound


"O Έζρα Πάουντ, ο καλύτερος ποιητής του 20ου αιώνα, κατά τον
Χέμινγουεϊ (οι υπόλοιποι απλά φοβούνται να το πούνε ανοιχτά)
τάραξε τα νερά αλλάζοντας την ποίηση μια για πάντα.
Πολλά είναι τα επίθετα που του έχουν δοθεί, "γίγαντας της διανόησης",
"ψυχοπαθής ναζί", "παγκόσμιος άνθρωπος", "πεφωτισμένος φασίστας",
"προδότης", "ήρωας", "τρελός", "¨τιτάνας" κτλ." -"Χέμινγουεϊ"
Χαρακτηριστική η ετυμηγορία του Γέιτς: «Δεν υπάρχει νεότερη γενιά
ποιητών.  Ο Έζρα Πάουντ είναι ένα μοναχικό ηφαίστειο». -"Γέιτς"

*  Ο 'Έζρα Πάουντ  30/10/1885 - 1/11/1972.  Γεννήθηκε στο Χάλεϊ του Αϊντάχο των ΗΠΑ. Υπήρξε παιδί παλιάς αποικιακής οικογένειας: οι πρόγονοί του από την μεριά του πατέρα του και της μητέρας του έφταναν εκεί προερχόμενοι από την Αγγλία του 17ου αιώνα.  Ταξιδεύει στην Ευρώπη και αρχικά μένει στην Βενετία. Από 1909 μέχρι 1920 ζει με διακοπές στο Λονδίνο, όπου και συγχρωτίζεται με τους σημαντικότερους ανθρώπους των Αγγλικών γραμμάτων της εποχής, μεταξύ των οποίων οι Τζαίμς Τζόυς, Φορντ Μάντοξ Φορντ και Ουίνταμ Λιούις.

Το 1920, ο Πάουντ μετακομίζει στο Παρίσι όπου κινήθηκε μεταξύ ενός κύκλου καλλιτεχνών, μουσικών και συγγραφέων που ξεσήκωσαν ολόκληρο τον κόσμο της μοντέρνας τέχνης. 
Το 1924 μετακομίζει στο Ραπάλλο  στην Ιταλία.  Είναι ένας δημιουργικός καταλύτης. Γρήγορα μαθαίνει να δουλεύει την πέτρα.  Εκεί θα συνεχίσει να γράφει τα Κάντος του, ενώ μετέφρασε αρχαία κινέζικη ποίηση και την τραγωδία του Σοφοκλή Τραχίνιαι.

Θαυμαστής της αρχαιότητας και βαθύς γνώστης της αρχαίας ελληνικής, ρωμαϊκής, αιγυπτιακής, αρχαίας κινεζικής και μεσαιωνικής των τροβαδούρων, της ποίησης που απέπνεε «ιερότητα», υπήρξε σφοδρός πολέμιος της μάστιγας της διεθνούς τοκογλυφίας και αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του στην οξύτατη καταγγελία της. Υπήρξε πολέμιος των επικυρίαρχων οικονομικών θεωριών του Δυτικού Κόσμου, επισημαίνοντας ότι οι άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών είναι πάντα πρωτοπόροι σε κάθε επανάσταση ή κοινωνική αλλαγή.


*  Ρήσεις και περισσότερα για τη ζωή του Έζρα Πάουντ στο blog, στα: 


  Scholeio.com  

Κ. Ματράκου, Πίσω νάρθουν τα όνειρα




Κάθυ Ματράκου


           Πίσω νάρθουν τα όνειρα
    α  νασαίνω
φιλόξενη, η άγραφη επιφάνεια,
καλοδεχούμενα τα νέα σχήματα.
άτακτα χαράζουν της σκέψης τα ζιζάνια,
εφήμερα ή όχι, στο χάρτινο κορμί...

Βυθίζω...
του μυαλού μου τα νοήματα
στην αμόλυντη παρθένα "γη"...
γράφω... σκίζω... ξαναγράφω.

Νομίζω...
με το γραπτό μου θα ξορκίσω,
της μνήμης τα φαντάσματα,
το πόνο να σταματήσω.

Δρασκελίζω...
τον κόσμο με σπουδή,
λαγκάδια δύσβατα περνάω και βουνά,
ψάχνω για συμπόνια κι ανθρωπιά,
να φτιάσω μιαν ωδή
όλοι να την τραγουδήσουμε μαζί.

Βάνω ψυχή στο στίχο
και όμορφες κλέβω νότες... φτερά να γίνουν
λεύτερα τ' όνειρά μου σαν τον ήχο
απ' τα όρια πέρα να ταξιδεύουν...

               Φοράω τα φτερά μου...
κι έτοιμη, έξω απ' τη σκέπη
είμαι να ταξιδέψω...
άρμα μου η σκέψη.

Ψυχή μου... εδώ δεν θάχεις όριο,
παρέα με το δάκρυ
[που πάντα θα σ' ακούει,
προσδοκία σου...
[νάβρεις στίχο να σε υπακούει.

Η ζωή δεν σου δόθηκε
για να τη σπαταλάς.
Για βοήθεια μην παρακαλάς,
μόνη σου θα πολεμάς,



      Κι' όλο θέλω

 'ο  λο θέλω να γράψω,
γι' αυτό... και 'κείνο...
μα ποιος θα νοιαστεί ;
κι όλο τ' αφήνω.

Μέσα μου κάτι με ενοχλεί
κάτι με τρώει...
Ν' αφήσω μια μικρή καταγραφή,
να τα θυμούνται... ένοχοι κι αθώοι.

Των φθόγγων η αρμονία
άτακτα ας κυλήσει,
για το στίχο μου αδιαφορία
αν ρίμα σωστή δεν βρίσκει.

Της ποίησης κανόνες,
συγχωρέστε με αν προδώσω...
Με κραυγές και με κορώνες,
το συναίσθημα άτεχνα αν δώσω,
ενοχικής αδιαφορίας θαμώνες.
Συγχωρέστε με...

Κι όλο ψάχνω...
λέξεις ακριβές χρειάζομαι,
για να σε συγκινήσω... αφού σ' οθόνες
έμαθες, 
      τρόπο άλλον να βρώ,
για να σε συγκλονίσω χωρίς εικόνες,
πρέπει θαρρώ...

Πού να βρω λόγια... 
τον αθλητή του μπάσκετ, τον λεβέντη,
κανείς να μη ξεχάσει,
εκείνον... που στις μαγικές του "ρόδες",
τ' ομορφότερο ζεϊμπέκικο μας χάρισε,
εκείνον... 
που καλάθι να μη μπει δεν άφησε.

Ή μήπως, χαμένη μη πάει η γραφή
να περιμένω πρέπει,
του χρόνου τη κατάλληλη στιγμή
όταν οι άνθρωποι καλύτερα θ' ακούνε ;

Εκείνη της μάνας τη κραυγή,
ίσως πιο δυνατά ν' ακούσουν
που αφήνει τελευταία επιθυμία,
όταν για το παιδί της γίνεται θυσία,
και τα χρέη της πληρώνει με "ζωή"!

"Απ' το "σπίτι", κανείς μη βγάλει το παιδί,
κατάρα αφήνω και ευχή...”

Όταν καλύτερα οι άνθρωποι θ' ακούνε,
τη συμπονετική της πολιτείας δικαιολογία
 που ως άλλος Πιλάτος θ' αποφανθεί:

Η κατάσχεση αναβάλλεται, παραμένει στην οικία
το παιδί, μέχρι νεωτέρας”,

Νίπτουσα χείρας... με υποκρισία.




      Έφυγες

 έ  πεφτε ο δίσκος στη φωτιά...
όπως τελειώνει η μέρα
κι εσύ μια φλύαρη, βουβή παρέα,
στην αχνή ακόμα
του φεγγαριού τη ρότα.

Έσβησε ο ήλιος τη φωτιά
κι εσύ, να με κοιτάς...
ήρθαν κι αστέρια τώρα, για συντροφιά,
στο βλέμμα σου να κάνουν βόλτα.

Ζεστή, γλυκιά, η βραδιά
κι εσύ να μη μιλάς
τα χέρια κάνεις μια 'γκαλιά
σηκώνεις τα μάτια και κοιτάς
τη πόλη π' άναψε τα φώτα.

Να καθρεφτίζομαι
στην υγρή ματιά... άσε με
Να βαφτίζομαι
σε κάθε βλεφάρισμά... άσε με

Να γεύομαι
τη θλίψη στο φιλί... άσε με

Δεν μ' ακούς πια... ψελλίζεις...
Φεύγω...  Καλημέρα.




                                Από την αρχή
             τ  α μάτια κλείνω
κύτταρο αδιαμόρφωτο,
και παίρνω ν' αρμενίζω...
Σκορπίστηκα

πάλεψα την άσχημη αλήθεια
να δεχτώ... μα δεν τη μπόρεσα
αδίστακτα να με καρφώνει,
Αναμετρήθηκα

ψεύτικα φτερά τ' ονείρου φόρεσα,
πως θα πετάξω μαζί του να νομίζω,
μάθημα στην οδύνη χώρεσα
Περιπλανήθηκα,

το βήμα κάλυψε τη γη,
φρέσκο το 'λιόφωτο θαμπώνει,
λύτρωση το δάκρυ μιαν αυγή
Αναγεννήθηκα

                   φορτωμένο όλα μου τα “γιατί”
ράγες χαράζει σαν βαγόνι
βροχή στο δέρμα μου καυτή,
Ευλογήθηκα

                   πίστη, σεβασμό κι ελπίδα
                   δίνω να ταϊσω τη ζωή,
                   κι εκείνη ακούραστη ανάσα

λέει, “... άντε πάλι απ' την αρχή”




         Οι θεατές (όνειρο άτρωτο και υπαρκτό)

 Ό  πως άρχιζε η νύχτα,
όπως γλύστραε το φωτεινό
στο βλέμμα, και σκίασ' η ματιά
τρυφερά, με καλεί η γωνιά,
να με κρύψει, να με λυτρώσει...
στην αγκαλιά της, κι εγώ σκοτάδι
γίνομαι, και κρύβομαι,
να περιμένω ένα του χάδι !

Γεμίζει συνέχεια η πλατεία με ψυχές,
μέχρι και στα θεωρεία
μυρμήγκια οι θεατές.

Η ώρα περνάει,
κι η νύχτα που τελειώνει, σου λέει
βιάσου... έχεις δουλειά να κάνεις...
μη νιώθεις αμηχανία,
τα δάκρυα σου δεν θα δουν,

κι ο πόνος σου κρυφός θα μείνει,
αναφιλητά δεν θ' ακουστούν...
όλοι απόντες είναι...
δεν ξέρουν απ' τη ζωή πως λείπουν.

Φωτιά τα δάχτυλα πιάνουν
πάνω κάτω... παράξενες
φόρμες φτιάνουν...
λες μ' άλλου εντολή κινούνται

Γραμμές αδρές σχεδιάζω,
άλλο να κάνω δεν μπορώ
μόνο νέους δρόμους,
με μάθαν να χαράζω,

στην άκρη τον γραφίτη βάζω,
γραμμές γειτονικές ζητούν
μεταξύ τους να ενωθούν
τα λάδια μου ετοιμάζω...

καθαρό απλώνω χρώμα
διστάζω... σταματώ,
μιξάρω με αλήθεια την εικόνα
να δώ καλύτερα... πισωπατώ,
τους αιώνιους “κυνηγούς του τίποτα”.

Τις ματαιόδοξες αναμονές
μιας κούφιας επιβεβαίωσης,
περιπλανώμενες αλαζονικές,
χωρίς προορισμό σκιές !
Τα χέρια τρέμουν
τα σφίγγω με πείσμα, μοιάζουν
άλλο να μην αντέχουν...
τα χρώματα... τελειώνουν.
τελειώνει κι η ανάσα.

Μήπως να τ' αναβάλω ;
Μήπως μια άλλη φορά ;
Ανάλαφρος, χορευτικός,
της άμμου ο στροβιλισμός
στη κλεψύδρα όπως κατεβαίνει,
ο χρόνος σκέφτομαι τελειώνει.
''Μην τολμήσεις... !'' ακούω
φωνή απόκοσμη βαθιά,
ίδιο θεριό που ξύπνησε,
λές μόλις από λήθαργο.

''Φρόντισε, στο τοπίο, το λερό,
την ασκήμια να μην ντύσεις,
μικρό, χωμάτινο πλάσμα,
και τον πίνακα να προχωρήσεις.

Όσοι ακόμα δεν γίναν ζόμπι.
αλύπητα, να τους “χτυπήσεις”,
και την θλιβερή τους την εικόνα,
μη διστάσεις να τους δείξεις.

Δεν έχω τίποτα “νέο” να σου πω,
μεγαλύτερη νάχει αξία.
μόνο “ένα” όσο η γη παλιό,
η ζωή του καθένα είναι “μία”.

Όπως γλύστραε το σκοτεινό,
προσπάθεια κίνησε η μέρα,
το βλέμμα να φωτίσει.

Στ' όνειρο αγγιστρώθηκε,
επίμονα μια προσδοκία:  

        “Άτρωτο και υπαρκτό          να γίνεις... θα περιμένω”,
         του λέει με ελπίδα. 

 

           Γυναίκες

 μ  ας μαθαίνουν να γινόμαστε ωραίες
διαλέγοντας για κάθε μία
                                 [κι ένα προσωπείο.

Κι εμείς μόνες μας οπλίζουμε
να μας σκοτώσουμε,
                                   [κι ας νομίζουμε
πως τελικά τον πόλεμο... θα νικήσουμε !

Μας μαθαίνουν να γινόμαστε μοιραίες:
''μόνο όποια τα καταφέρει...
                                     [θα πάρει το βραβείο''.

Όμως το τέλος του παραμυθιού
δεν είναι πάντα ωραίο,
κι ο πρίγκιπας, μετά από λίγο, ψάχνει αλλού
δεν ξυπνάει την ωραία κοιμωμένη του,
σύντομα, αγάπης φιλί, λαθραίο,
θα δίνει στη “νέα” αγαπημένη του.

Στ' αζήτητα, νιώθει... πεταμένη,
δεν είναι πια “ωραία” 
                            [η ''παλιά πριγκίπισσα'',
και τα ρίχνει στον εαυτό της...
μόνη τώρα και δυστυχισμένη,
να “φτύσει” θέλει τη υπόστασή της,
αφού της είπαν πως πάντα φταίει
εκείνη για το ριζικό της...

Μια υποψία μόνο να καταγραφεί 
                     [κι ήσυχη σ' αφήνω να σκεφτείς.
Μήπως λειψές μας θέλουν στη ζωή...
μόνο σαν άριστο εργαλείο αναπαραγωγής...
κι αν στο ρόλο σου δεν ανταποκριθείς,
χα, χα, μια κόλαση σε περιμένει, της ντροπής.




   
  Είμαι εδώ ή εκεί ;       * Επετειακό όλων των ''ειρηνευτικών επεμβάσεων'',
                                                      στη Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Λιβύη... στη Συρία... στο... ;

 κ  άθε μέρα κι άλλο ''καραβάνι''...
στη κορνίζα του γυάλινου κόσμου.
Κάθε μέρα...
Σιγά σιγά συνηθίζεις και αυτό,
όλα τα συνηθίζεις...
Φαντάσου να χυθούν έξω από το γυαλί...

Πνίγεσαι...
Σαν να σου σφίγγουν το λαιμό,
απ' τη γυάλινη σφαίρα μαγνητισμένη...
πνίγεσαι... μπροστά της καθισμένη.

Τώρα σ' έχει απορροφήσει
Τώρα σ' έχει κατακτήσει...
Συνέρχεσαι... Ταράζεσαι...

''Δεν είναι ταινία'' λές μέσα σου με τρόμο,
''Δ ε ν εί ν αι τ αι ν ί α...''
επαναλαμβάνεις ξανά και ξανά
Αρχίζεις να κρυώνεις... ιδρωμένη,
κι αναρωτιέσαι...

''Είμαι εδώ ή εκεί ;''
Αν είμαι εδώ, δεν ''μετέχω'',
είμαι θεατής, ένας ακόμα,
ποιός ξέρει... Πόσοι να βλέπουν, ότι κι εγώ ;

Κι αν όμως κάνω λάθος ;
αν είμαι εκεί... ; αν είναι παραίσθηση
που ο φόβος μου δημιουργεί,
για να νιώσω ασφαλής,
ανάμεσα τους...;
ανάμεσα στα χαλάσματα...
ανάμεσα στο τρόμο, στο θάνατο...
στα παιδιά... τα πληγωμένα...
τα διαμελισμένα...
τα νεκρά δίπλα σε κείνα...
που δεν είναι ακόμα !
Κάθε μέρα άλλο...  
Είναι, της ένδοξης υπερατλαντικής ντροπής 
                                                       [το καραβάνι.       


           Το δικό της βασίλειο

 έ  λα καρδιά μου...
την ιστορία μας να πούμε,
πιάστο χέρι μου...  μαζί
πάμ' ένα γύρο στο χαρτί 
να θυμηθώ, γράψε μου,
μυρωδιές παλιές, 
αγαπημένες...

Μνήμη, δώρο κι ευλογία
με τη μάνα στη κουζίνα...

Όπως κοιτάς, η πόρτα στα δεξιά,
στου τοίχου την άκρη, κι αριστερά, 
ανοίγεται φιλόξενα η γωνιά.
Κράτα στο μυαλό σου τώρα, τη σειρά...
ψυγείο, πλυντήριο, εστία,
το ένα με τάξη δίπλα στ' άλλο,
κι όπως σε γάμα γυρνά ο τοίχος,
μαρμάρινη κι αρχοντική η γούρνα,
κάτασπρη, άσπιλη καθάρια,
πιο δυνατή απ' τον ήλιο λες...
τ' άσπρο της να σε θαμπώνει...

Στη μέση, η μασίφ ροτόντα, η παλιά
ιταλικό κομμάτι, από το νησί φερμένη,
της οικογένειας, από ποιόν άραγε σωζμένη.

"Να μην υπάρχουν κεφαλές", 
έλεγε...
καρέκλες όσοι και οι μόνιμοι θαμώνες,
τρεις και μία,
η δική της.

Ένα βασίλειο...
Το δικό της βασίλειο
ένα τετράγωνο βασίλειο 
καθαρό και μυρωδάτο 
κι ένα μαξιλάρι αφράτο 
για τη καρέκλα, 
τη δική της,

Εδώ... το διάλειμμα στις ευθύνες
εδώ...  για μια ανάσα στη κούραση 
εδώ...  η βαρετή αναμονή
μη καεί και το φαΐ...

Δεν φεύγει στιγμή...
μη τελειώσει το νερό,
του βρασμού ακούει τη μουσική, 
έχει σ' αυτό, τόσο εξοικειωθεί,
στο τι μπορεί να χρειαστεί
της μέρας το μενού.

Αν φύγει...
μπορεί να ξεχαστεί,
και μπορεί να της "ξεφύγει" 
του νου η προσοχή...

Τόχε πάθει...  
μιά -δυο φορές...
Αυτοσχεδίασε με την οικογένεια...
Κανείς δεν κατάλαβε ότι έλειπε
το κρέας από το μενού,
τη Κυριακή εκείνη.

Όλοι θεωρήσανε 
ότι πάλι πειραματιζότανε
ότι πάλι δοκίμαζε νέες γεύσεις, 
ότι μάγευε τα υλικά...
και τάκανε, πάντα,  θεϊκά !

Όλοι εκτός από μένα...
που την είδα να κλαίει.

Δεν καταλάβαινα...
γιατί ήταν τόσο σοβαρό 
να κάψει κανείς ένα φαΐ...
_____________________
Κάθυ Ρ. Ματαράγκα

* Επιλογές από το ''Τα μονοπάτια μου'' 
Το Κάθυ Ματράκου είναι ψευδώνυμο
που χρησιμοποιήθηκε σε δημοσιεύσεις 
της Κάθυ Ρ. Ματαράγκα,


Scholeio.com