Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΠΟΡΕΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΠΟΡΕΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ρίλκε, Μέσα στο αίμα μου θα σ' έχω πάλι...

Κάστρο Ντουίνο
Ο Ρενέ Καρλ Ουίλιαμ Τζων Γιόζεφ Μαρία Ρίλκε  (René Karl Wilhelm Johann Josef Maria Rilke) γεννήθηκε στην Πράγα. Η καταγωγή του γερμανική. Η εποχή που μεγαλώνει είναι ταραγμένη. Οι έντονες θρησκευτικές διαμάχες, η ηθική κατάπτωση και μια παγκόσμια αναστάτωση, δημιουργούν μια ταραγμένη εποχή και ακριβώς αυτές οι παιδικές του μνήμες είναι και το πρώτο υλικό για το κατοπινό έργο του.  Είναι ακόμη η αιτία που τον έσπρωξε να περιπλανηθεί σ' όλη σχεδόν την Ευρώπη, από την Ιταλία και Γαλλία έως τη Ρωσία.

Σβήσε τα μάτια μου· μπορώ να σε κοιτάζω,
τ’ αυτιά μου σφράγισέ τα, να σ’ ακούω μπορώ.
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να ’ρθω σ’ εσένα,
και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ.
Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω,
σαν να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά.
Σταμάτησέ μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ
με το κεφάλι.
Κι αν κάμεις το κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη, εγώ
μέσα στο αίμα μου θα σ’ έχω πάλι. -Ράινερ Μαρία Ριλκε -

μτφρ. Κωστής Παλαμάς

Κοντός, ασθενικός με μακρόστενο κεφάλι, μεγάλη μύτη και ζωγραφιστά χείλη που τονίζουν το ελαφρώς πεταχτό πιγούνι του με το βαθύ λακκάκι. Έχει όμορφα και τεράστια μάτια και σύμφωνα με την περιγραφή της πριγκίπισσας Τάξις είχε «μάτια γυναίκας με μια αναλαμπή σκανταλιάρικης παιδικότητας».
- «Τι τα θέλετε», είπε κάποτε ο φίλος του Κάσνερ προσπαθώντας να εξηγήσει στην πριγκίπισσα μια καινούρια εξαφάνιση του Ρίλκε. «Όλες αυτές οι γυναίκες στο τέλος τον κάνουν πάντα να πλήττει…».
 Οι γυναίκες που βρέθηκαν κοντά του συμφωνούσαν ότι η συντροφιά του ήταν πολύ ευχάριστη. Ο ίδιος έλεγε ότι μόνο με τις γυναίκες μπορούσε να μιλάει, ότι μόνο εκείνες καταλάβαινε και ότι μόνο με εκείνες ένιωθε άνετα. Όχι όμως για μεγάλα διαστήματα...

Ο Ρίλκε με τη ζωγράφο Μπαλαντίν Κλοσσόφσκα και τον γιο της
Έζησε με αναρίθμητες γυναίκες της αριστοκρατίας μέχρι να βρει την λυρική του έμπνευση. Γιατί του πήρε δέκα χρόνια μέχρι να γράψει τις ελεγείες του...
Διαβάζοντας τις επιστολές και τα ημερολόγιά του συμπεραίνουμε ότι ο Ρίλκε πέρασε όλη του τη ζωή εν αναμονή της λυρικής έμπνευσης και ακριβώς αυτή την αναμονή μοιραζόταν με διάφορες γυναίκες...  Οι περισσότερες αριστοκράτισσες που, πολύ πρόθυμα είναι αλήθεια, του έδιναν καταφύγιο στα κάστρα και τις ιδιοκτησίες τους, ώστε να «περιμένει» με μεγαλύτερη άνεση....
 
Τρέφει ερωτικά ή απλώς φιλικά αισθήματα για τη γοητευτική Λου Αντρέας – Σαλόμε, την απελπισμένη Ελεονόρα Ντούζε, την πριγκίπισσα Μαρί φον Τουρν και πολλές ακόμη που συνθέτουν μια ατελείωτη λίστα, η οποία μπορεί ίσως να φαντάζει υπερβολική, αλλά δεν είναι.
Με την κόμισσα Ντε Νοάιγ η σχέση του δεν ευτύχησε και τόσο... τον βρήκε άσχημο και η πρώτη ερώτηση που του απηύθυνε με πολύ σοβαρό τόνο, αμέσως μόλις συστήθηκαν, ήταν:
- «Κύριε Ρίλκε, τι πιστεύετε για τον έρωτα; Τι σκέφτεστε για τον θάνατο;».

Και με τη ντίβα Ντούζε, που ο Ρίλκε ένιωθε μεγάλο θαυμασμό, παρότι όταν τη γνώρισε ήταν ήδη ανήμπορη, ηλικιωμένη και ψυχικά διαταραγμένη, η στενή τους φιλία διακόπηκε απότομα εξαιτίας ενός παγονιού, όταν ενώ βρίσκονται σε ειδυλλιακό πικνίκ σε κάποιο από τα νησιά της Βενετίας και πίνουν το τσάι τους, το πτηνό πλησίασε από πίσω και με τη δυνατή, βραχνή φωνή έκραξε μέσα στο αυτί της ηθοποιού.... Η γυναίκα πετάγεται από τη θέση της σαν να τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα... και τρομοκρατημένη φεύγει τρέχοντας όχι μόνο από το πικνίκ, αλλά και από την ζωή του Ρίλκε…

Είναι πολύ νέος όταν επισκέπτεται τον ηλικιωμένο Τολστόι στο κτήμα του... στον περίπατό που κάνουν μαζί στην εξοχή, συντροφιά με την πανταχού παρούσα Λου Αντρέας – Σαλομέ, ο Τολστόι ρωτάει με ενδιαφέρον τον Ρίλκε:
- «Σε τι είστε αφιερωμένος αυτή την εποχή;»...
- «Στη λυρική ποίηση» απαντά ο ποιητής συνεσταλμένα.
Ο Ρίλκε ξαφνιάζεται από την προσβλητική αντίδραση του Τολστόι... Είναι ένας πραγματικός λίβελος εναντίον κάθε είδους λυρικής έκφρασης, στην οποία όπως λέει "...δεν πρέπει να αφιερώνεται κανείς και για κανένα λόγο".
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα λόγια του ηλικιωμένου Ρώσου συγγραφέα, μετά το πρώτο ξάφνιασμα του, μπήκαν από το ένα αυτί του νεαρού Ρίλκε και βγήκαν από το άλλο, καθώς στην ιστορία της λογοτεχνίας δεν πρέπει να υπάρχουν πολλοί ποιητές που να έχουν περισσότερο αφιερωθεί, με όλη τη σημασία της λέξης στη λυρική έκφραση !

Περνάει όλη του τη ζωή υποφέροντας από αρρώστιες τόσο σωματικές όσο και ψυχικές, ενόσω "περιμένει" τη λυρική έμπνευση. Οι κοντινοί του άνθρωποι τον βλέπουν πάντα να υποφέρει και να
βασανίζεται. Εκείνος δεν δίσταζε να αναφέρει στις άφθονες επιστολές και τα ημερολόγιά του ότι ήταν «οι αδιάκοπες κακοτυχίες» του τον εμπόδιζαν «να εργαστεί σοβαρά» όπου κι αν βρισκόταν.
Όταν φιλοξενείτο στον έξοχο πύργο Μπεργκ, στο καντόνι της Ζυρίχης, ο μακρινός ήχος ενός ηλεκτρικού πριονιστηρίου στην άλλη άκρη του πάρκου τον δυσκόλευε να συγκεντρωθεί και να συλλάβει τους στίχους του.
Η σύνθεση των «Ελεγειών του Ντουίνο» του πήρε δέκα χρόνια, εκ των οποίων τα περισσότερα ήταν απλώς χρόνια αναμονής.
Όταν είναι "τυχερός", ακούει φωνές! Όπως τότε που μέσα στην αντάρα μιας καταιγίδας, άκουσε μια φωνή να τον καλεί. Του ψιθύρισε στο αυτί: «Ποιος τάχα θα με άκουγε, αν φώναζα, από τις τάξεις των αγγέλων;
Μένει ακίνητος... ακούει τη φωνή του Θεού. Στη συνέχεια βγάζει το μικρό σημειωματάριο που έχει πάντα μαζί του, σημειώνει αυτούς τους στίχους και ύστερα μερικούς ακόμη που σχηματίστηκαν
σχεδόν άθελά του.... Ως το βράδυ η «Πρώτη Ελεγεία» έχει τελειώσει.

Ο Ρίλκε γεννήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου του 1875 και πέθανε από λευχαιμία με φριχτούς πόνους σε νοσοκομείο του Βαλμόν στην Ελβετία, στις 29 Δεκεμβρίου 1926, σε ηλικία 51 ετών.
Στην επιτάφιο πλάκα χάραξαν τους στίχους που είχε συνθέσει ο ίδιος:

"Ρόδο, ω καθαρή αντινομία, απόλαυση
Του κανενός ο ύπνος να ‘σαι κάτω από τόσα
Βλέφαρα...."
Ο πατέρας του, Γιόζεφ Ρίλκε (Josef Rilke, 1838-1906), έγινε ανώτερος υπάλληλος στους σιδηροδρόμους μετά από μια ανεπιτυχή στρατιωτική σταδιοδρομία. Η μητέρα του, Sophie ("Phia") Entz (1851-1931), καταγόταν από μια ευκατάστατη οικογένεια βιομηχάνων της Πράγας, τους Entz-Kinzelbergers, οι οποίοι κατοικούσαν σε ένα μέγαρο στην οδό Herrengasse (Panská) 8, όπου ο μικρός Ρενέ μεγάλωσε. Ο γάμος των γονέων του έγινε το 1884.
Η σχέση μεταξύ της Phia και του μοναδικού γιου της βαρυνόταν από το παρατεταμένο πένθος της για τη μεγαλύτερη κόρη της.
Φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή του Ζανκτ Πλέτεν (Sankt Ploeten) της Αυστρίας, μετά από πίεση των γονιών του να ακολουθήσει σταδιοδρομία στρατιωτική, για μια πενταετία (1886 - 1891) αλλά αναγκάζεται να εγκαταλείψει λόγω ασθένειας.
Το 1895 αρχίζει να φοιτά στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα. Εκεί σπουδάζει γερμανική λογοτεχνία, ιστορία της τέχνης και φιλοσοφία.  Από το 1892 αρχίζει να συμμετέχει σε φιλολογικούς κύκλους της Πράγας. Σ' αυτήν την εποχή χρονολογούνται και οι πρώτες ποιητικές συλλογές του.
  
Η φιλία του με τον Ροντέν, η ζωή του Παρισιού, ο γάμος του τον Απρίλιο του 1901 με τη νεαρή γλύπτρια Κλάρα Βέστχοφ από τη Βρέμη διαμόρφωσαν μια μυστικιστική διάθεση στη δεύτερη περίοδο της ποίησής του. Στα Νέα Ποιήματα (1907 - 1908) διαφαίνεται μια μεταφυσική ανησυχία μπροστά στο μυστήριο της δημιουργίας και του σύμπαντος.
Το 1910 ο Ρίλκε ταξίδεψε στη Δαλματία, στη Βόρεια Αφρική και στην Αίγυπτο. Κατά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο εγκαταστάθηκε στο Μόναχο. Τότε δημοσίευσε και τα αριστουργήματά του Ελεγείες του Ντουίνο (Duineser Elegien, 1911 - 1922), που άρχισε να γράφει κατά τη διάρκεια της παραμονής του στον Πύργο του Ντουίνο της Δαλματίας, κοντά στη Τεργέστη, και τα Σονέτα στον Ορφέα (Sonette an Orpheus, 1922).
Με τα δυο αυτά του έργα, με τον πλούσιο λυρισμό τους, το υμνητικό ύφος και την όρεξη για ζωή, ο Ρίλκε έφθασε στο αποκορύφωμα του ποιητικού του έργου.
Το μυθιστόρημα "Οι Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε" (Die Aufzeichnungen des Malte Laurids Brigge, 1910), που άρχισε να το γράφει στη Ρώμη το 1904, "μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρόδρομος της γραφής των Υπαρξιστών".
Το 1929 δημοσιεύθηκε το πολύ ενδιαφέρον έργο του, που διαβάστηκε κι αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τους νέους, Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή (Briefe an einem jungen Dichter). Η πλούσια αλληλογραφία του Ρίλκε περιέχει πολύτιμες πληροφορίες για το έργο του.

Οι επιρροές του Ρίλκε είναι διάφορες... Τον γοήτευσε τo ύφος του Δανού ποιητή Γενς Πέτερ Γιάκομπσεν (Jacobsen, 1847 - 1885) αλλά ενδιαφέρθηκε και διάβασε τον Βέλγο δραματουργό Μωρίς Μαίτερλινκ (Maeterlinck, 1862 - 1949), όπως και τον χριστιανικό υπαρξισμό του Σαίρεν Κίρκεγκωρ (Kierkegaard, 1813 - 1855), τον Ωγκύστ Ροντέν και την ψυχανάλυση του Σίγκμουντ Φρόυντ και μαζί με τον Αυστριακό ποιητή και δραματουργό Ούγκο φον Χόφμανσταλ και τον λυρικό Γερμανό ποιητή Στέφαν Γκεόργκε αποτελούν την τριάδα της νεωτεριστικής ποίησης στην Κεντρική Ευρώπη.
Με τη μελέτη όμως του έργου του διαπιστώνεται ότι ο Γαλλικός Ιμπρεσιονισμός στη ζωγραφική αλλά και ο συμβολισμός στην ποίηση διαμορφώνουν ιδαίτερα το στίχο του.
_____________________________________________________________
Ανθρώπινες Πορείες - Scholeio.com

 
[...] Ο Ρίλκε δεν βιαβάζει ποτέ κριτικές για τα βιβλία του. Οι επιστολές του συνιστούν προεκτάσεις της ποίησής του. Τα ημερολόγια του είναι καταθέσεις ψυχής, αναπτύγματα ενός κόσμου που διαπλατυνόταν και βάθαινε μέσα στη συνείδησή του σε τέτοιο σημείο ώστε να εμπνέει όχι μόνο τους αναγνώστες και τους ομοτέχνους του αλλά και ανθρώπους με διαφορετικά ενδιαφέροντα. Το dasein του Χάιντεγκερ, επί παραδείγματι, δεν είναι άστοχο αν το εκλάβει κάποιος ως φιλοσοφική προέκταση του κόσμου του Ρίλκε. Η φαινομενολογία του Χούσερλ έχει επηρεαστεί από το έργο του και η κατάδυση του Τόμας Μαν στον κόσμο της αρρώστιας, από όπου αναδύεται ένα πάθος ζωής που γίνεται τόσο πιο έντονο όσο πιο σοβαρή είναι η αρρώστια, οφείλει πολλά στον ποιητή αυτόν, ο οποίος πριν από ενενήντα χρόνια κατάφερε στο κάστρο του Ντουίνο, ατενίζοντας την υδάτινη πεδιάδα της Αδριατικής, να ακούσει τα φτεροκοπήματα των αγγέλων και να «δει» τα Χερουβείμ του χρόνου πάνω από την άβυσσο.

"Ζήστε όπως ο Ρίλκε", απόσπασμα από το άρθρο του Αναστάση Βιστωνίτη, στο Βήμα:


  Scholeio.com 



Βινκέλμαν, Ο Πρώτος Αρχαιολόγος



      Ο θεμελιωτής της Αρχαιολογίας 

 Απομάκρυνε την Αρχαιολογία από τον ερασιτεχνικό-αρχαιοδιφικό προσανατολισμό της και την τοποθέτησε στη σωστή της βάση, της έδωσε για πρώτη φορά επιστημονικό χαρακτήρα που της έπρεπε.  
Κάθε χρόνο, τις πρώτες εβδομάδες του Δεκεμβρίου, το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο στο Βερολίνο, στη Ρώμη και στην Αθήνα, όπως και πολλά πανεπιστήμια της Γερμανίας, γιορτάζουν την ενάτη Δεκεμβρίου του χίλια επτακόσια δέκα επτά 9.12.1717... Είναι η ημέρα που γεννιέται ο ιδρυτής της επιστήμης της Κλασικής Αρχαιολογίας, ο Ιωάννης-Ιωακείμ Βίνκελμαν.  

Η ανικανοποίητη δίψα του για μάθηση και η ακαταμάχητη επιθυμία να γνωρίσει και να προσεγγίσει όσο το δυνατόν πλησιέστερα την κλασική αρχαιότητα, τον οδηγούν να εγκαταλείψει τα περιορισμένης δυνατότητας σχολεία της ιδιαίτερης πατρίδας του στο Stendal του Magdeburg. Γράφεται σε γυμνάσιο του Βερολίνου. Γρήγορα όμως οικονομικές δυσκολίες τον αναγκάζουν (ο πατέρας του είναι τσαγκάρης) ­ να επιστρέψει στην πατρίδα του και να αποφοιτήσει από το γυμνάσιο του γειτονικού Salzwedel.
Οι οικονομικές δυσκολίες τον κυνηγούν και είναι η αιτία που τον κάνουν να σταματήσει και την ενασχόλησή του με την τόσο αγαπημένη του Ελληνορωμαϊκή Αρχαιότητα και να στραφεί σε θεολογικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Halle (1738). 

Τελικά, έχοντας παρακολουθήσει και κάποια μαθήματα ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Iena, ασκεί το επάγγελμα του παιδαγωγού και στη συνέχεια του δασκάλου, για να γίνει το 1748 βιβλιοθηκάριος στην περίφημη βιβλιοθήκη του κόμητα Bunau στο Nothnitz, κοντά στη Δρέσδη. 
Αυτός είναι ο Πρώτος σταθμός, από εδώ ξεκινάει ένα υπέροχο ταξίδι στον αγαπημένο του κόσμο, αυτόν της Κλασικής Αρχαιότητας. Μέσα από τα βιβλία αυτής της βιβλιοθήκης θα αντλήσει πλήθος νέων πληροφοριών σχετικών με  αυτόν,  ενώ συγχρόνως η αξιόλογη αρχαιολογική συλλογή της γειτονικής Δρέσδης τού δίνει τη δυνατότητα να αποκτήσει και άμεση αντίληψη Αρχαίων Έργων.

Επόμενος σταθμός είναι η μοιραία συνάντηση με τον καρδινάλιο Αρχίντο,
έναν διπλωμάτη της αυλής του Βατικανού. Ο διορατικός ισχυρός άνδρας εντυπωσιάζεται από τις γνώσεις του Βίνκελμαν. Συγκινείται βαθύτατα από το όνειρο του νεαρού Ιωάννη-Ιωακείμ να επισκεφθεί τη Ρώμη και προσφέρεται να τον βοηθήσει, με αντάλλαγμα να απαρνηθεί τον Λούθηρο και να γίνει καθολικός ! Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα και ο Winckelmann το 1754 ασπάζεται τον καθολικισμό. Με βασιλική υποτροφία και με λαμπρές συστατικές επιστολές φθάνει το 1755 στην αιώνια πόλη και αμέσως γίνεται δεκτός στον κύκλο των μορφωμένων και των ανώτερων κληρικών.
Λίγο πριν αναχωρήσει για τη Ρώμη εκδίδει και το πρώτο του βιβλίο «Σκέψεις για τη μίμηση των ελληνικών έργων στη ζωγραφική και στη γλυπτική». Σ’ αυτό ασχολείται βασικά με θέματα της σύγχρονης τέχνης, υποδεικνύοντας στους καλλιτέχνες να αναζητούν τα πρότυπά τους σε δημιουργίες της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας. 

Τώρα, στη Ρώμη, ο προστάτης του καρδινάλιος Αρχίντο, γραμματέας τον καιρό αυτό του παπικού κράτους, τον προσλαμβάνει ως βιβλιοθηκάριο στη μεγάλη Βιβλιοθήκη του Βατικανού.

Τώρα πλέον, έχει όλες τις δυνατότητες να στραφεί απερίσκεπτα στη μελέτη της αρχαίας τέχνης, την οποία τώρα γνωρίζει εκ του σύνεγγυς, εξαιτίας του πλήθους των αρχαιοτήτων που διαθέτει η Ρώμη. Θέλοντας να γνωρίσει όσο το δυνατόν περισσότερα αρχαία μνημεία, δεν αρκείται μόνο σε αυτά της Ρώμης αλλά επισκέπτεται και μελετά τις αρχαιότητες και άλλων πόλεων, όπως της Φλωρεντίας και της Νεάπολης. Στην πόλη των Μεδίκων αναλαμβάνει μάλιστα την επιστημονική καταγραφή μιας σπουδαίας συλλογής σφραγιδολίθων, αυτής του βαρόνου Stosch, την οποία και εξέδωσε σε βιβλίο το 1760.

Ο θάνατος του καρδιναλίου Αρχίντο έχει ως αποτέλεσμα να εγκαταλείψει την παπική Βιβλιοθήκη αλλά αμέσως προσλαμβάνεται (το 1758) ως έμπιστος σύμβουλος από τον καρδινάλιο Αλμπάνι, του οποίου η σημαντικότατη συλλογή, κυρίως αρχαίων γλυπτών, του δίνει τη δυνατότητα να εμβαθύνει και να εμπλουτίσει ακόμη περισσότερο τις γνώσεις του στην ελληνορωμαϊκή τέχνη. 

Ώριμος πλέον περατώνει το 1761 τη σπουδαία και πρωτοποριακή για την εποχή του εργασία με τον τίτλο «Ιστορία της Τέχνης της Αρχαιότητας», που είδε το φως της δημοσιότητας το 1764, ενώ δύο χρόνια αργότερα, το 1766, εκδίδει και ένα συμπληρωματικό φυλλάδιο «Σημειώσεις στην Ιστορία της Τέχνης της Αρχαιότητας». Πρόκειται για ένα έργο στο οποίο με σαφήνεια διαγράφονται οι διάφορες φάσεις εξέλιξης της αρχαίας ελληνικής τέχνης, την οποία, ας σημειωθεί, ο Winckelmann τη γνώριζε όχι από πρωτότυπα έργα αλλά μέσω ρωμαϊκών αντιγράφων. Αλλωστε δεν πρόλαβε να επισκεφθεί την υπόδουλη τότε Ελλάδα και να ικανοποιήσει τον διακαή πόθο του για μια αρχαιολογική εξερεύνηση της Αρχαίας Ολυμπίας.

Για να προσδιορίσει την εξελικτική πορεία της αρχαίας ελληνικής τέχνης εισάγει τον όρο Στυλ, που τον δανείστηκε από τη φιλολογία, ενώ για την καλύτερη κατανόησή της προστρέχει στην Ιστορία, κάνει κριτικές και αισθητικές παρατηρήσεις στα μνημεία και προτείνει ερμηνείες τους ως επί το πλείστον σωστές, αντλώντας κάθε σχετική πληροφορία που είχε από τα αρχαία γραπτά κείμενα. 

Αν και πολλές από τις απόψεις του παρουσιάζουν ατέλειες και σφάλματα, και το πεδίο έρευνας της Κλασικής Αρχαιολογίας στο έργο του παρουσιάζεται εξαιρετικά περιορισμένο, είναι η πρώτη φορά που η Αρχαία Ελληνική Τέχνη αντιμετωπίζεται με Επιστημονική Μέθοδο.

Ο Winckelmann γίνεται γνωστός σε όλους τους κύκλους της διανόησης και αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Τμήματος των Ρωμαϊκών Αρχαιοτήτων του Βατικανού ως ο επίσημος αρχαιολόγος του Πάπα. 

Πριν από το 1764 είχε εκδώσει τις εργασίες «Σημειώσεις για την αρχιτεκτονική των αρχαίων ναών του Ακράγαντα της Σικελίας» (1759) και 
«Σημειώσεις για την αρχιτεκτονική των αρχαίων» (1761) έχοντας μελετήσει αυτοπροσώπως τους πολύ καλά σωζόμενους αρχαίους ναούς της Ποσειδωνίας, στην Κάτω Ιταλία. 
Το 1762 και το 1764, έχοντας επισκεφθεί και πάλι τη Νεάπολη και την περιοχή του Βεζουβίου, εκδίδει δύο μελέτες με τις οποίες πληροφορεί το κοινό, με τρόπο υπεύθυνο, για τα συναρπαστικά ευρήματα που είχαν αποκαλυφθεί τότε στο Herculaneum και για τη σημασία τους. 
Η έξοχη εργασία του «Ανέκδοτα μνημεία», που εξεδόθη το 1768, έμελλε να είναι η τελευταία. Σε αυτήν πραγματεύεται κυρίως αρχαιότητες της συλλογής Albani και οι χαλκογραφίες που τη συνοδεύουν έγιναν από τον αδελφό του Καζανόβα (του πασίγνωστου καρδιοκατακτητή). Για τη σωστή ερμηνεία των μνημείων αυτών ο Winckelmann καταφεύγει και στη βοήθεια της ελληνικής μυθολογίας, ενώ ως τότε η αποκλειστική πηγή για σχετικές πληροφορίες ήταν η Ρωμαϊκή Μυθολογία.

Το 1768 νοσταλγώντας την πατρίδα του αποφασίζει να την επισκεφθεί. Φθάνοντας στη Βιέννη, γίνεται δεκτός με τιμές από τη βασίλισσα Μαρία-Θηρεσία. Ωστόσο για ανεξήγητους λόγους αποφασίζει να διακόψει το ταξίδι του προς τη Γερμανία και προγραμματίζει την επιστροφή του στη Ρώμη. Αυτή η αλλαγή του ταξιδιού του στάθηκε μοιραία.
Ο άκρατος
ενθουσιασμός του του κόστισε τελικά τη ζωή του. 
Καθώς επέστρεφε από τη Νάπολη, σε ένα πανδοχείο της Τεργέστης έπιασε κουβέντα με έναν ταξιδιώτη. Ο Βίνκελμαν του μιλάει για τα θαυμάσια ευρήματα των ανασκαφών... 
Του δείχνει και μερικά χρυσά νομίσματα που είχε αποκτήσει στη Βιέννη. 
Δεν ξέρει βέβαια ότι έχει μπροστά του έναν παράνομο που είχε στο ενεργητικό του αρκετές ληστείες και μόλις έχει βγει από τη φυλακή... 
Λίγο αργότερα εκείνη τη μέρα του 1768, ο ληστής, οπλισμένος με μαχαίρι και κρατώντας ένα σκοινί, αιφνιδίασε τον Βίνκελμαν που έγραφε στο δωμάτιό του. Προσπάθησε να τον πνίξει, αλλά ο αρχαιολόγος ήταν δυνατός και τον απώθησε. Τότε ο ληστής μαχαιρώνει τον Πρώτο Αρχαιολόγο στην ιστορία. Η είδηση του βίαιου και αιφνίδιου θανάτου του διαδίδεται γρήγορα σε ολόκληρη την Ευρώπη, συγκλονίζοντας τους φιλολογικούς, επιστημονικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους, καθώς εκείνη την εποχή ο Βίνκελμαν είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη στη Γηραιά Ήπειρο.

Κατά τον Winckelmann η τέχνη της Κλασικής Εποχής είναι a priori ιδανική, τέλεια. 

Μια τέτοια όμως αντιμετώπιση της τέχνης της εποχής του Περικλή προϋποθέτει και την ύπαρξη ενός ιδανικού και αψεγάδιαστου κόσμου. Και ένας τέτοιος κόσμος ποτέ δεν υπήρξε. Η τελειοθηρική αντιμετώπιση της τέχνης, όπως και τα δόγματα, δεν έχουν θέση σε οποιαδήποτε επιστημονική συζήτηση. Ακόμη η κατάχρηση κατά την έρευνα της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης αισθητικών αξιολογήσεων και αναλύσεων εγκυμονεί τον κίνδυνο να απομακρύνει την Κλασική Αρχαιολογία από αυτό που λέγεται επιστήμη. Ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο Winckelmann ήταν ο πρώτος που έκανε την Κλασική Αρχαιολογία επιστήμη και στο κάτω κάτω της γραφής θεοποίησε την τέχνη ενός πολιτισμού οι αξίες του οποίου, ακόμη και σήμερα, θεωρούνται, από ένα μεγάλο κομμάτι του πλανήτη μας, τα Ιδανικά του Ελεύθερου και Πολιτισμένου Ανθρώπου.
______________________________________________

* Γιόχαν Γιόαχιμ Βίνκελμαν, Ο πρώτος αρχαιολόγος, ο πατέρας της κλασικής αρχαιολογίας.
Ο πρώτος «αρχαιολόγος», με την έννοια που δίνουμε σήμερα στον επιστημονικό κλάδο της αρχαιολογίας, υπήρξε ο Γιόχαν Γιόαχιμ Βίνκελμαν (Johann Joachim Winkelmann), ο οποίος γεννήθηκε το 1717 στην Πρωσία. Από μικρό τον γοήτευαν οι παλαιοί σκελετοί των Ούννων του 4ου αι. μ.Χ., που είχαν κατακλύσει την Ευρώπη. Μεγαλώνοντας, απέκτησε έντονο ενδιαφέρον για την αρχαία τέχνη και επισκέφθηκε πολλά ιδιωτικά μουσεία και συλλογές των πλούσιων αστών.
Το σημαντικότερο από τα βιβλία που έγραψε είναι η "Ιστορία της Τέχνης της Αρχαιότητας" που τον έκανε ευρύτατα γνωστό. Ήταν ο πρώτος ερευνητής της αρχαιότητας που υποστήριξε πως η μελέτη της τέχνης και της μυθολογίας μπορεί να αποκαλύψει πολλά για έναν αρχαίο πολιτισμό. Ο Βίνκελμαν παρακολούθησε τις ανασκαφές στην Ηράκλεια (Herculaneum) και την Πομπηία.

________________

 
* Φωτό: Ο σχεδιασμός των ερειπίων ενός ναού της Ποσειδωνίας από τον ζωγράφο Ρομπέρ Υμπέρ 1760.
 

  Scholeio.com 

Μοντιλιάνι, Κάθε θρησκεία στην αρχή της είναι μία αίρεση...




Ένα μαρμάρινο τραπέζι κουζίνας, σε μαύρο χρώμα, είναι η επιφάνεια που δέχεται το βρέφος... Εκείνο, έμελλε να αναδειχθεί σ' έναν προικισμένο και ταλαντούχο ζωγράφο. Έχουν προηγηθεί ήδη τρία παιδιά στη οικογένεια Μοντιλιάνι. Η πρόσφατη γέννηση, είναι το τέταρτο και τελευταίο παιδί, τον Ιούλιο του 1884. Καλλιεργημένοι αστοί οι Μοντιλιάνι. 
Η εύπορη εβραϊκή οικογένεια του Λιβόρνου στην Τοσκάνη, συχνά ταλαιπωρείται από, όχι και πολύ ευχάριστα, οικονομικά σκαμπανεβάσματα. 
Ο κοινωνικός περίγυρος της εποχής χωρισμένη, οι μισοί τους έλεγαν περιφρονητικά, κρύβοντας τη ζήλια τους, τραπεζίτες του Πάπα, ή τους κατηγορούν, με καχυποψία, ότι είναι ανακατεμένοι σε πολιτικές ίντριγκες ανατροπής του Πάπα, οι άλλοι μισοί. 
Το μεγάλωμα των παιδιών το αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου, η κυρία Μοντιλιάνι, καθώς ο σύζυγος, ο Φλαμίνιο Μοντιλιάνι είναι επιχειρηματίας, πολυάσχολος και απών τον περισσότερο καιρό. Η οικογένεια έχει μια επιχείρηση ξυλείας και κάρβουνου, και κάποιος πρέπει να ασχοληθεί μ' αυτήν. 
Είναι η εποχή που η οικογένεια θα μπει πάλι στην εποχή των ισχνών αγελάδων και η Εουτζένια Μοντιλιάνι βλέπει τα περιουσιακά της στοιχεία, το ένα μετά το άλλο, να υποθηκεύονται. Κόρη αριστοκρατών από τη Μασσαλία, αρχίζει να εργάζεται τότε ως μεταφράστρια, κριτικός λογοτεχνίας και δασκάλα σε ιδιαίτερα μαθήματα.


Ο μικρός Ντέντο, είναι πια παιδί, ένα κακομαθημένο, ιδιότροπο αλλά όμορφο, σαν ηλιαχτίδα, σαν μια "παλλόμενη καρδιά" όπως καμαρώνει χαρούμενη η μητέρα του. Σε λίγο τα χαϊδευτικό του θα γίνει "φιλόσοφος", αποτέλεσμα της καθημερινής συναναστροφή του με τον διανοούμενο παππού του που σε κάθε τους βόλτα δεν ξεχνάει να του σπέρνει στο μυαλό τις πρώτες φιλοσοφικές ανησυχίες.
Τα πρώτα του σχέδια, ενώ είναι βαριά άρρωστος από πλευρίτιδα, είναι πεθαμένοι, μάγισσες και διάβολοι. Στο Λύκειο είναι φριχτός μαθητής με βαθμούς μόλις πάνω από την βάση, αλλά είναι πιστός εβραίος τηρώντας ευλαβικά τα τελετουργικά της θρησκείας του, όπως φρόντισε να το μάθει ο αγαπημένος του παππούς.
Ο θάνατος της αγαπημένης φίλης του Μεντέα, από μηνιγγίτιδα, θα τον τραυματίσει ανεπανόρθωτα το καλοκαίρι του 1898. Προσπαθεί να αποτυπώσει τα συναισθήματά του στον μουσαμά, όπως θα κάνει με όλα τα δράματα της υπόλοιπης ζωής του. Κάπου εδώ μέσα του γράφεται η πεποίθηση, ακόμα κι αν ακόμα ο ίδιος δεν το ξέρει, να ασχοληθεί με το πάθος του για την ζωγραφική το σχέδιο και την γλυπτική.

Πως μπορεί αυτή η μεγαλοφυΐα της ζωγραφικής να μην πιάνει ούτε τη βάση στις σχολικές εξετάσεις; Η Εουτζένια, σοφή, διορατική όπως σχεδόν κάθε μητέρα ενός μεγάλου καλλιτέχνη και δημιουργού, τον διακόπτει από το σχολείο και τον βάζει να κάνει μαθήματα ζωγραφικής με τον Γκιουλιέλμο Μικέλι, την ίδια ώρα που ο μικρός Ντέντο, άρρωστος ξανά, αυτή τη φορά από τυφοειδή πυρετό, παραληρεί: "Θέλω να ζωγραφίζω και να σχεδιάζω, Θέλω μονάχα αυτό!".

Πάει το σχολείο, πάει το άγχος των εξετάσεων, πάει η στείρα και καθοδηγούμενη γνώση, έρχεται όμως το πρώτο του ατελιέ και οι πρώτοι του θαυμαστές. Οι συνάδελφοί του υποδέχονται στο ατελιέ έναν μικροκαμωμένο φιλάσθενο νεαρό, χλωμό, με φουσκωτά κόκκινα χείλη και εγέννετο φως επί τη εμφανίσει του. Οι περισσότεροι τον θαυμάζουν αλλά δεν τον καταλαβαίνουν, καθότι κάθε θρησκεία στην αρχή της είναι μία αίρεση... 
Ο δάσκαλος του πάλι και τον θαυμάζει και τον καταλαβαίνει. Ο Ντέντο, σπάει τις φόρμες και χαράζει τον ολόδικό του τρόπο στην τεχνική του σχεδίου: 

Καίει κάποιο μέρος του χαρτιού και χρησιμοποιεί το μαύρισμα ως ενδιάμεσο τόνο. 

Κανείς φυσικά δεν είναι διατεθειμένος να σπάσει καμία φόρμα και να προδώσει τις υπάρχουσες ιδέες του πειραματιζόμενος με καμμένα χαρτιά. Μα τι θράσος είχε αυτός ο νεαρός ! Εκείνος όμως δεν νοιάζεται για τίποτα, αφήνεται σ' αυτό το ένστικτο που οδηγεί το χέρι του...
Πρώτα γράφεται στην Ελευθέρα Σχολή Μελέτης Γυμνού (Scuola libera di Nudo) της Φλωρεντίας. Ένα χρόνο αργότερα, σε ηλικία 18 ετών, συνεχίζει τα μαθήματα ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών της Βενετίας, όπου εμβάθυνε στην ιστορία της τέχνης. 
Εκεί αρχίζει και η σχέση του με τα ναρκωτικά (χασίς). Τρία χρόνια έζησε εκεί, σπουδάζοντας και βελτιώνοντας την τεχνική του στη ζωγραφική. Η ανάγνωση έργων του Νίτσε τον οδηγεί να πιστεύει ότι... 

Ο μόνος δρόμος για την αληθινή δημιουργικότητα είναι μέσω της ανυπακοής 
και της αταξίας.

Το κέντρο του Λιβόρνου είναι όμορφο τα καλοκαίρια, κι ακόμα πιο όμορφες οι Κυριακές που κάνει βόλτες με τους φίλους του, μιλάει συνεχώς για τις γυναίκες, κοκκινίζει εύκολα και φυσικά ζωγραφίζει αδιάκοπα έργα που λίγα χρόνια μετά θα τα καταστρέψει ολοσχερώς.  

Σιχαίνεται τις μαρκίζες, τις σχολές και τα ρεύματα. Δεν θέλει να είναι ούτε ιμπρεσιονιστής*, ούτε ντιβιζιονιστής*, όμως θέλει να είναι όλα... και τίποτα. Ο εξευγενισμένος τρόπος ζωγραφικής, που έτσι κι αλλιώς δεν ταιριάζει με τον πρώιμα ταραχώδη χαρακτήρα του, του προκαλεί αναγούλα. Δεν εμφανίστηκε στη ζωγραφική για να ανήκει σε κάποιο ρεύμα. Εμφανίστηκε για να γίνει μοναδικός. Ή αυτό ή τίποτα.

Τον έλκει ο δρόμος, ο υπόκοσμος, οι μυρωδιές των λαϊκών γειτονιών, οι άστεγοι, οι ζητιάνοι, όλοι οι καταπιεσμένοι, τον έλκει ένας κόσμος που τελικά τον εμπνέει για να ζωγραφίσει. Τα πρόσωπα αυτών των ανθρώπων, η δυστυχία που ήταν χαραγμένη επάνω τους, είναι η έμπνευση του για να συγκατοικήσει στο Σαν Μάρκο, μια λαϊκή συνοικία, παρέα με δύο συναδέλφους του. Η μοιραία σύμπτωση είναι, ότι ο ζωγράφος που είχε αυτό το μοιραίο ατελιέ πέθανε από φυματίωση, όπως και ο Ντέντο είκοσι χρόνια μετά.
Ο Μοντιλιάνι ίσως από ματαιοδοξία, όπως και όλοι οι καλλιτέχνες, δεν νοιάζεται για την πορεία της υγείας του. Αρρωσταίνει πάλι από πλευρίτιδα.... Ετοιμάζει τις βαλίτσες του και ξεκινάει για την Νάπολη για να γνωρίσει τους νέους ήρωες των μουσαμάδων του.

Τα Μουσεία, τ' αριστουργήματα της κλασικής τέχνης, οι καινούργιοι άνθρωποι, ο ήλιος η ζέστη είναι τα θαυματουργά "φάρμακα" για τον Ντέντο που αναρρώνει γρήγορα. Νάπολη, Πομπηία, Τόρε ντελ Γκρέκο, Κάπρι.

Στη Βενετία ζωγραφίζει πορτρέτα, συνήθως αγνώστων κυριών, κάνει βόλτες με τους φίλους του στα καφέ, επισκέπτεται μουσεία και μπουρδέλα που τα θεωρεί σπουδαιότερους χώρους μάθησης από κάθε ακαδημία και κάνει τους πρώτους σοβαρούς πειραματισμούς του στην γλυπτική.
Η πιο σοβαρή του αγωνία όμως είναι η ζωγραφική.
Η ανησυχία του στον μουσαμά θα είναι πάντα το δίλημμα γραμμή-όγκος, αλλά η πρόοδος του στην επιλογή των χρωμάτων (μονοχρωματισμός ελαφρύς και λαμπερός) είναι εμφανής στα έργα της εποχής του στη Βενετία. Ο ρατσισμός των Βιενέζων, που τον αντιμετωπίζουν σαν επαρχιώτη, του είναι τόσο επώδυνος ώστε την ώρα που οι συνάδελφοι του δημιουργούν, εκείνος σκέφτεται να πάει για πάντα, να "εξοριστεί, στο Παρίσι. Έπειτα από την καταστροφή των έργων του θέλει τώρα να καταστρέψει και ό,τι του πρόσφερε η Βενετία.

Βρίσκεται στο Παρίσι τον χειμώνα του 1906, μόνος, με την λαχτάρα να γνωρίσει από κοντά τον περίφημο παρισινό καλλιτεχνικό κόσμο και τους καλλιτέχνες που θ' αλλάξουν τον ρου στην ιστορία της Τέχνης. Είναι πια 21... Είναι καλλιτέχνης, είναι επαναστάτης, αλλά και... αστός. Το δείχνει με το κοτλέ κοστούμι του και το κόκκινο φουλάρι του... παρέα με τους ποιητές, τους μουσικούς και τους ζωγράφους, του προχωρημένου πολυπολιτισμικού Παρισιού που λάμπει και που του υπόσχεται μια καινούργια καλλιτεχνική ζωή... 
Αρχικά μένει σε ένα ξενοδοχείο στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα, ενώ σύντομα μετακομίζει στη Μονμάρτρη, τη συνοικία του Παρισιού που συγκέντρωνε τους περισσότερους καλλιτέχνες, και αποτελούσε το επίκεντρο της αβάν γκαρντ. 
Ο κύκλος του αποτελείται από τα μεγαλύτερα ονόματα της καλλιτεχνικής σκηνής, όπως ο Πικάσο και ο Ντιέγκο Ριβέρα. 
Με τον Πικάσο κάνουν για λίγο παρέα, αλλά σύντομα ο ανταγωνισμός και η φήμη θα μπουν εμπόδιο στην επικοινωνία τους. Υπάρχουν άσχημες φήμες, που λένε πως ο Πικάσο δεν μπορεί να επικοινωνήσει μαζί του και ενοχλείται με το πρόβλημα αλκοολισμού του. Άλλες πιο κακεντρεχείς φήμες ή πιο αξιοπρεπείς, αναφέρουν τη ζήλεια του Πικάσο για τις ατελείωτες ερωτικές επιτυχίες του Μοντιλιάνι.

Είναι αλήθεια ότι ο Ντέντο αρέσει τρελά στις γυναίκες, τι κι αν πίνει πολύ ! Αναζητάει να απεικονίσει το μη πραγματικό, το υποσυνείδητο των μοντέλων του και μ' αυτή την αγωνία του, προδίδει τον λόγο που η ανακατωμένη του ψυχή αναζητά να αναπαραστήσει, τις εξίσου ανακατωμένες ψυχές των μοντέλων αυτών.
Δεν υπήρξε ποτέ θρήσκος αλλά διαβάζοντας τα βιβλία του φίλου και κολλητού του, Μαξ Ζακόμπ, ομολογεί πως αντιλήφθηκε "...τους θρησκευτικούς μύθους που ενέπνεαν και ερέθιζαν την φαντασία..."
Συνεχίζει με φανατισμό να καλλιεργεί την οικογενειακή φήμη του πλούσιου αστού, ενδιαφέρεται για τα ρούχα του, να είναι κομψά, τρώει σε πολυτελή ρεστοράν, επισκέπτεται μουσεία, την όπερα και το θέατρο.

Οι πηγές, των χρημάτων που ξοδεύει, είναι δύο. Η πρώτη πηγή είναι η μητέρα Μοντιλιάνι που του στέλνει ότι μπορεί και η δεύτερη, η κληρονομιά ενός θείου του. Τα χρήματα σύντομα όμως εξαντλούνται. Το κοινόβιο στο Λε Μπατό Λαβουά (Le Bateau-Lavoir), για τους αδέκαρους καλλιτέχνες, ήταν ότι έπρεπε για τότε. Τρία χρόνια περνάνε ζωγραφίζοντας έντονα, αλλά και με καταχρήσεις και αλκοόλ. 
Ταξιδεύει στην Αγγλία, ψάχνει χρήματα... Ο Νόντε που μέχρι τότε, είχε γνωρίσει μόνο αγοραίο έρωτα, τώρα έχει τον πρώτο σοβαρό έρωτα της ζωής του. Γνωρίζει την πανέμορφη Μοντ Αμπραντέ και σχέση τους οδηγεί σε εγκυμοσύνη... Το παιδί του δεν θα το γνωρίσει ποτέ και αυτό που θα του μείνει είναι μονάχα ένα πορτραίτο, το δικό της. Η Αμπραντέ φεύγει για τη Αμερική και χάνονται τα ίχνη της. 
Ο Μοντιλιάνι δεν θέλει τα έργα του να ανήκουν σε κάποιο καλλιτεχνικό ρεύμα, θέλει να είναι μοναδικά... Με τον φίλο του, επίσης ζωγράφο, Μωρίς Ουτριγιό, του άρεσε να κουβεντιάζουν για τον κυβισμό* και τον φοβισμό*, μοιράζονται τις καλλιτεχνικές τους λαχτάρες, αλλά και την αγάπη τους για το ποτό... ο Πικάσο χαρακτηριστικά έλεγε ότι «αρκούσε να περάσεις δίπλα από τον Ουτριγιό για να μεθύσεις». Μαρτυρίες αναφέρουν ότι τους δύο ζωγράφους τους πέταγαν έξω από τα μπαρ τύφλα στο μεθύσι, ενώ ο Αμαντέο απήγγελλε Δάντη και ο Μωρίς πέταγε τα ρούχα του στο δρόμο. Στα πάρτι της καλλιτεχνικής τρελοπαρέας στα ατελιέ, ανάβουν φωτιές, πίνουν ακατάπαυστα και ο Μοντιλιάνι ωχρός και αδύνατος σαν φάντασμα, κάθεται πάντα στην είσοδο και προσφέρει στον κάθε καλεσμένο ένα χάπι χασίσι. 
Ένας άλλος φίλος του απορεί: "...ήταν αριστοκράτης, είχε καλούς τρόπους και ακριβά γούστα. Ενώ αγαπούσε το πλούτο, την χλιδή, τα ωραία ρούχα, έζησε μέσα στη φτώχεια. Τι σπρώχνει αυτό τον άνθρωπο να γίνει μάρτυρας και να βάλει τον εαυτό του σε τόσο μεγάλες δοκιμασίες ; Γιατί επιλέγει μια ζωή κόντρα στην ιδιοσυγκρασία του ;" 
Η άσχημη οικονομική του κατάσταση, τον ανάγκασε να επιστρέψει για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στην πατρίδα του, το Λιβόρνο.

Θα γυρίσει όμως πάλι στο Παρίσι για να εγκατασταθεί μόνιμα πλέον το 1909. Επιλέγει την συνοικία Μονπαρνάς, λόγω των χαμηλών ενοικίων των κατοικιών. 
Στην πρώτη του επίσημη εμφάνιση στο "Σαλόνι των Ανεξάρτητων" εκθέτοντας δέκα έργα του, ελαιογραφίες και σχέδια, επηρεασμένος από τις πρώτες ευνοϊκές κριτικές, γράφει ενθουσιασμένος στη μητέρα του: "Τους ταρακούνησα!"... 


Όμως το καλλιτεχνικό Παρίσι παραμένει επηρεασμένο από την "νέγρικη τέχνη", δείχνει ότι ακόμα δεν μπορεί να καταλάβει... 

Αν ταρακουνήθηκε όμως κάποιος, αυτός είναι ο ίδιος... που απογοητεύεται, δεν γουστάρει πια τον κυβισμό και την αθλιότητα των χρωμάτων του, δεν γουστάρει τα παιχνίδια διαπλοκής καλλιτεχνών, κριτικών και εμπόρων τέχνης, δεν γουστάρει καμία επιτυχία ως αποτέλεσμα συμβιβασμού με αξίες και ιδέες που δεν αναγνωρίζουν την μεγαλοφυΐα του. 


Η γνωριμία του με τον Ρουμάνο γλύπτη Κονσταντίν Μπρανκούζι, είναι καθοριστική, στο εργαστήριο του και με την καθοδήγησή του, ο Μοντιλιάνι αφοσιώνεται στη γλυπτική. 
Η τέχνη αυτή τον απορρόφησε τόσο που εγκαταλείπει σχεδόν ολοκληρωτικά την ζωγραφική για έξι ολόκληρα χρόνια ως το έτος 1915. "Νόμιζα πως ήμουν ζωγράφος, αλλά είμαι γλύπτης..." εκμυστηρεύεται.

Πέφτει με τα μούτρα στη γλυπτική λαξεύοντας επί ώρες πέτρες που τις μεταμορφώνει σε αριστουργήματα. Γυρίζει στις οικοδομές, φορτώνει το καροτσάκι του πέτρες, της κουβαλάει ολομόναχος στο ατελιέ του και ξεκινάει να σμιλεύει. 
Κεφάλια παράξενα, με πρόσωπα επιμηκυμένα, όπως στην ζωγραφική του, μύτες κοφτερές και χαρακτηριστικά τραβηγμένα σαν ανταγωνίζονται να εκφράσουν τα συναισθήματα τους δείχνοντας την διαφορετική όψη της πραγματικότητας του αληθινού κόσμου. Στη μανία του για δημιουργία, αδιαφορεί για την σκόνη και τα θραύσματα από τα μάρμαρα που επιδεινώνουν την κατάσταση των ήδη ταλαιπωρημένων του πνευμόνων.

Η γειτονία με τη Ρωσίδα ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα που μόλις έχει παντρευτεί, στα 21 της χρόνια και βρίσκεται στο Παρίσι σε μήνα του μέλιτος θα είναι μοιραία, καθώς μένουν σε διαμερίσματα του ίδιου κτιρίου. Της γράφει ερωτικά γράμματα και εκείνη του απαντάει "Διασκεδάζω όταν είσαι μεθυσμένος και από τις ιστορίες σου δεν βγαίνει νόημα".
Ο ανυποψίαστος σύζυγος δίνει διαλέξεις στην Σορβόννη την ίδια ώρα που η σύζυγος κάνει έρωτα με τον Ντέντο και που ποζάροντας του, υπογράφει συμβόλαιο με την αθανασία. Ο θυελλώδης έρωτάς τους διαρκεί ένα χρόνο περίπου, καθώς τα βίαια ξεσπάσματα του Μοντιλιάνι την οδηγούν να επιστρέψει στον σύζυγό της.


Εκείνος γίνεται όλο και πιο ιδιόρυθμος, πικρόχολος και επιθετικός με τους ανθρώπους, όμως δουλεύει ακατάπαυστα. 
Τρώει λίγο δεν κοιμάται καθόλου. Με τις πρώτες παραγγελίες γλυπτών που παίρνει, όπως είναι βυθισμένος στην καλλιτεχνική του απόγνωση, παίρνει και μια ανάσα... 
Δεν προλαβαίνει όμως να χαρεί και πέφτει στο κρεβάτι βαριά άρρωστος, από την αναιμία. Φεύγει για το Λιβόρνο και θα είναι η τελευταία φορά. Φτιάχνει καινούργια γλυπτά... κι όταν ρωτάει τους παλιούς του φίλους που θα μπορεί "να ακουμπήσει" όλα αυτά τα γλυπτά, οι αγαπημένοι φίλοι του του προτείνουν... "να τα πετάξει στο νερό στο κανάλι των Ολλανδών!". 

Τα έργα που σώζονται είναι ελάχιστα, τα περισσότερα τα κατάστρεψε ο ίδιος... 
Όσα όμως σώθηκαν όμως είναι θαυμάσια ! Επηρεάστηκε από την πρωτόγονη τέχνη της Αφρικής και της Καμπότζης. Αν και μια σειρά γλυπτών του εκτέθηκε στο Φθινωπορινό Σαλόνι του 1912, εγκατέλειψε ξαφνικά τη γλυπτική και στράφηκε πλήρως στη ζωγραφική. Ο Μοντιλιάνι δεν έγινε ευρέως γνωστός ως γλύπτης. 
Ξανά στο Παρίσι, απογοητευμένος. Για να εξασφαλίζει το αλκοόλ της ημέρας, έμπαινε σε ένα καφέ κρατώντας χαρτί και μολύβι, ζωγράφιζε επιτόπου τα σχέδια του και τα αντάλλασσε με μερικά ποτήρια κρασί. Κλεισμένος στο ατελιέ του συνεχίζει να ζωγραφίζει... και ερωτεύεται παράφορα την αγγλίδα ποιήτρια Μπίατρις Χέιστινγκς... και είναι αυτή που τον σπρώχνει ξανά στο ποτό και στα ναρκωτικά... και χαράζει το κρεβάτι της μια ακόμα φορά όπως συνήθιζε να κάνει όταν έριχνε έναν άντρα. 
Εκείνος την καταγγέλλει για ανθρωποφάγο: "Ήθελε μόνο να μου φάει τα αρ..... "


Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μοντιλιάνι προσπάθησε να καταταγεί στον στρατό αλλά δεν στρατεύεται τελικά λόγω της επιβαρυμένης υγείας του.
Όλο το σύμπαν πολεμάει στα χαρακώματα του αυτού του Πολέμου και κείνος, "απαλλαγμένος", για λόγους υγείας ;

Πίνει όλο και περισσότερο. Βουτηγμένος στις τύψεις  επειδή δεν μπορεί να υπερασπιστεί μια πατρίδα, που έτσι κι αλλιώς δεν είναι δική του, προσπαθεί να εξιλεωθεί ζωγραφίζοντας μανιωδώς.

Συμμετέχει σε μερικές συλλογικές εκθέσεις και μια νεαρή από το Κεμπέκ που θα βρεθεί στο κρεβάτι του ισχυρίζεται πως κουβαλάει μέσα της το παιδί του... Ο Μοντιλιάνι δεν θα το αναγνωρίσει ποτέ.

Τα επόμενα πέντε ίσως να είναι τα πιο παραγωγικά του χρόνια, από το 1915 έως το 1920, πάνω από τριακόσιοι πίνακες έχουν την υπογραφή του.

Τέσσερα χρόνια πριν πεθάνει θα δει για μια και μοναδική φορά τα έργα του να εκτίθενται στην γκαλερί Μπερτ Βέιλ, σε μια έκθεση που οργανώνει προς τιμήν του ο έμπορος τέχνης και θαυμαστής του Λέοπολντ Ζμπορόφσκι.

Στις 3 Δεκεμβρίου 1917, στην γκαλερί Berthe Weill έγιναν τα εγκαίνια της πρώτης — και τελικά μοναδικής όσο ζούσε — ατομικής έκθεσής του. 
Τις αίθουσες της γκαλερί κοσμούσαν γυμνά μεγάλου μεγέθους κι ένα από αυτά τοποθετήθηκε στη βιτρίνα. Η έκθεση έλαβε μεγάλη δημοσιότητα και προκλήθηκε κοσμοσυρροή. Τα γυμνά πορτρέτα του, αναστατώνουν την κοινωνία του Παρισιού... Η αστυνομία λόγω του σκανδάλου που προκύπτει αναγκάζεται να απαγορεύσει την έκθεση.

Η αστυνομία θα απαιτήσει την αποκαθήλωση των γυμνών πορτραίτων επειδή προσβάλλουν τη δημοσία αιδώ, αλλά το σημαντικό είναι η επιδείνωση της υγείας του.
Το 1918, τέταρτη χρονιά του πολέμου, η ζωή έγινε πολύ δύσκολη στο Παρίσι λόγω της έλλειψης τροφίμων και ηλεκτροδότησης και του φόβου των αεροπορικών βομβαρδισμών. 
Άφραγκος και απελπισμένος. Οι δεκάδες επιστολές του στον πλούσιο φίλο του Ζμπορόφσκι είναι σχεδόν ίδιες...
"Στείλτε μου γρήγορα τα χρήματα...", "Έχω μείνει αδέκαρος...", '"Είμαι εντελώς απένταρος, βρίσκομαι σε τέλμα, καταλαβαίνετε...;", "Έλαβα τα πεντακόσια φράγκα σας ευχαριστώ...", "Ευχαριστώ για τα χρήματα...", Ευχαριστώ για τα πεντακόσια φράγκα και κυρίως ευχαριστώ για την προθυμία...".

Ο 33χρονος Μοντιλιάνι αποφάσισε να φύγει μαζί με τη νέα του αγαπημένη, τη 19χρονη σπουδάστρια τέχνης Ζαν Εμπιτέρν (Jeanne Hébuterne). 
Στο λαμπερό φως της Κυανής Ακτής, όπου κατέφυγαν, ο Μοντιλιάνι ζωγράφισε τους πιο δημοφιλείς και ακριβοπληρωμένους πίνακές του. Τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του ο ζωγράφος έφτιαξε 25 πορτρέτα της ντροπαλής, μελαγχολικής και πανέμορφης Ζαν.

Η οικογένεια της Ζαν ήταν καθολική και πολύ συντηρητικοί άνθρωποι. Αντιμετώπιζαν τον Εβραίο και τυχοδιώκτη Μοντιλιάνι, ως έναν απένταρο μεθύστακα, που θα παρέσυρε την κόρη τους στην ακολασία της μποέμικης ζωής του Παρισιού. 

Η Ζαν δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να πάρει την απόφασή της. Έφυγε απ’ το σπίτι της, για να ζήσει τον απόλυτο έρωτα, όπως ένιωθε πως ήταν γι αυτήν... 

Στις 29 Νοεμβρίου 1918 η Ζαν γεννάει την κόρη τους, η οποία πήρε το όνομά της (1918-1984). Επιστρέφοντας στο Παρίσι δεσμεύεται γραπτώς -είναι 7 Ιουλίου 1919- ότι η κυρία Εμπιτέρν θα γίνει γυναίκα του.
Παρά τα αυστηρά ήθη της εποχής, το καλλιτεχνικό ζευγάρι δεν παντρεύεται ποτέ. Οι κακές γλώσσες ρωτάγανε πόσο να είχε πιει και ότι τέτοιες δεσμεύσεις δεν ίσχυαν από έναν τόσο ασταθή χαρακτήρα. Τίποτα από αυτά δεν είχε σημασία. Ο Μοντιλιάνι δεν πρόλαβε να παντρευτεί την αγαπημένη του Ζαν ούτε να αναγνωρίσει νόμιμα τον καρπό της σχέσης τους.

Η μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία των έργων του στο Λονδίνο έρχεται πάρα πολύ αργά.
Ο τελευταίος του πίνακας είναι η προσωπογραφία του Έλληνα μουσικού Μάριου Βάρβογλη και η τελευταία επιστολή που στέλνει έχει φυσικά παραλήπτη την μητέρα του.
"Αγαπητή μαμά, Σου στέλνω μια φωτογραφία. Λυπάμαι που δεν έχω φωτογραφία της κόρης μου. Σκέπτομαι ίσως για την άνοιξη, ένα ταξίδι στην Ιταλία"

Είναι άρρωστος και δουλεύει. Φιλάει τη γυναίκα του, ήρθε το τέλος. Το νιώθει, το λέει από μόνος του, δεν χρειάζεται να του πουν. Οι φίλοι του που έχουν μέρες να τον δουν έχουν ανησυχήσει...  Πηγαίνουν στο σπίτι του και τον βρίσκουν άρρωστο στο κρεβάτι, να παραληρεί απ’ τον υψηλό πυρετό....
Βράδυ Σαββάτου, ο Μοντιλιάνι τελειώνει την δύσκολη πορεία του, στο νοσοκομείο. Κατά την ώρα της μεταφοράς του μουρμουρίζει "Αγαπημένη Ιταλία..."

Ήταν 24 Ιανουαρίου του 1920, ο ζωγράφος που έλεγε «θα ήθελα η ζωή μου να ήταν σαν πλουσιοπάροχο ποτάμι που κυλάει χαρμόσυνα πάνω στη γη» πέθανε στο Παρίσι, σε ηλικία 36 ετών, από φυματιώδη μηνιγγίτιδα, στο νοσοκομείο Σαριτέ.
Κηδεύτηκε με την μεγαλοπρέπεια που του άξιζε, ως γνήσιος μεγαλοαστός. Στην κηδεία του στο Κοιμητήριο Περ Λασέζ (Père Lachaise) παρευρέθηκε ένα τεράστιο πλήθος κόσμου. Στον τάφο του, κάτω από τις ημερομηνίες γέννησης και θανάτου γράφει... "Ο θάνατος τον χτύπησε την στιγμή που κατακτούσε την δόξα".

Την επόμενη μέρα η σύντροφός του, Ζαν, αυτοκτόνησε πέφτοντας από το παράθυρο του του διαμερίσματός τους στον πέμπτο όροφο, μην αντέχοντας τον θάνατό του, ενώ είναι εννέα μηνών έγκυος στο δεύτερο παιδί τους. Έχει ζητήσει να την θάψουν δίπλα του, αλλά η τελευταία της επιθυμία δεν γίνεται πραγματικότητα, αφού η οικογένειά της θεωρούσε τον Μοντιλιάνι υπεύθυνο για τον θάνατο της κόρης τους, γι’ αυτό και η Ζαν ενταφιάστηκε σε διαφορετικό νεκροταφείο από τον Εβραίο σύντροφό της...

Ένας από τους πιο αγαπημένους φίλους του Μοντιλιάνι έγραψε πως σε μια από τις τελευταίες του νύχτες, πριν πεθάνει, ο ζωγράφος θέλησε να βγει μια βόλτα στο χειμερινό Παρίσι, διαισθανομένος ίσως πως θα είναι η τελευταία του. 
Στα Παρισινά σοκάκια, η παρέα ήπιε, μέθυσε και υπό την απειλή μιας φοβερής καταιγίδας που πλησίαζε, ο αγέρας είχε αρχίσει κιόλας να λυσσομανάει, αποφάσισαν να περάσουν το βράδυ τους στο σπίτι ενός από την παρέα για να συνεχίσουν το πιόμα και το γλέντι. Καθώς όμως έφτασαν στην είσοδο του σπιτιού, ο Μοντιλιάνι αρνήθηκε να ανεβεί. Κάθισε εκεί στο πεζοδρόμιο, στην παγωνιά, μέχρι τα μεσάνυχτα και ξάφνου άρχισε να παραληρεί και να βρίζει οργισμένος. Τα είχε βάλει με το κόσμο όλο, μα πιο πολύ με τους φίλους του που είχαν αρνηθεί να τον συντροφεύσουν σε εκείνο το παράξενο ξενύχτι του στο παγκάκι. Κι εκείνη τη νύχτα Μάταια τον παρακαλούσαν να πάει μαζί τους. Έμεινε εκεί ολομόναχος, στην παγωνιά, και ο φίλος αυτός, που διηγείται την ιστορία, έγραψε πως το μοναδικό πράγμα που έβγαινε από το στόμα του καθόλη την διάρκεια αυτού του μοναχικού του παραληρήματος ήταν η φράση "Όχι φίλους, δεν θέλω φίλους".

________________________________________________________________________
Διάβασε περισσότερα για Μοντιλιάνι


   ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

* Ιμπρεσιονισμός
Αναπτύχθηκε γύρω στα 1870, στη Γαλλία και προέρχεται από τη λέξη “Impressionism” που σημαίνει “εντύπωση”. Χαρακτηρίζει την καμπή στη ζωγραφική και την μετάβαση από το αντικειμενικό στο υποκειμενικό. Ο καλλιτέχνης αποτυπώνει υποκειμενικά το θέμα, σύμφωνα με την εντύπωση που του προκαλεί εκείνη τη στιγμή. Κύρια χαρακτηριστικά του ιμπρεσιονισμού είναι τα ζωντανά χρώματα, κυρίως με χρήση των βασικών χρωμάτων, έμφαση στην αναπαράσταση του φωτός, μικρές και συχνά εμφανείς πινελιές, σπάνια χρήση του μαύρου χρώματος και για πρώτη φορά η ζωγραφική σε ανοιχτούς χώρους (en plein air), γεγονός που ευνοήθηκε από την ανακάλυψη των προ-επεξεργασμένων χρωμάτων. Από τους κύριους εκφραστές είναι: Corot, Monet, Sisley, Renoir, Pissarro, Hokusai, Gustave Caillebotte, Toulouse-Lautrec


* Ντιβιζιονισμός ή Πουαντιγισμός
Καλλιτεχνικό ρεύμα που ξεκίνησε γύρω στα 1885, στη Γαλλία, από το ζωγράφο Seurat ο οποίος θέλησε να μελετήσει το χρώμα και εφαρμόσει επιστημονικά τον ιμπρεσιονισμό. Δημιούργησε ένα είδος ζωγραφικής με το οποίο μικρές κουκίδες καθαρού χρώματος αναμειγνύονται για να δώσουν ένα συγκεκριμένο χρώμα, π.χ. κουκίδες κίτρινου και μπλε δίνουν πράσινο χρώμα. Από τους κύριους εκφραστές είναι: Georges Seurat, Paul Signac

* Κυβισμός
Αναπτύχθηκε λίγο πριν το 1910 στο Παρίσι. Οι ζωγράφοι προσπαθούσαν να αποτυπώσουν απόψεις του θέματος από διαφορετικές γωνίες, με διαιρέσεις και επανασυνθέσεις αντικειμένων σε πιο αφηρημένες μορφές. Είναι από τα πιο δυσνόητα έργα και χρειάζεται εμπειρία και προσοχή για να αξιολογηθούν.
Από τους κύριους εκφραστές είναι: Georges Braque, Pablo Picasso

* Φωβισμός
Εμφανίστηκε γύρω στο 1905 στη Γαλλία και είχε πολύ μικρή διάρκεια ζωής. Η έννοια φωβισμός προέρχεται από τη γαλλική λέξη “fauve” που σημαίνει αγρίμι και δεν θα πρέπει να συγχέεται με την ελληνική λέξη “φόβος”. Η ονομασία δόθηκε σε μια ομάδα καλλιτεχνών της εποχής που ζωγράφιζαν με μια αγριότητα. Τα έργα χαρακτηρίζονται από την απλότητα στις μορφές και στα έντονα χρώματα που απλώνονται πλακάτα, με ελεύθερη πινελιά στον καμβά. Συνθέσεις συχνά με έντονα περιγράμματα και έλλειψη προοπτικής. 
Από τους κύριους εκφραστές είναι: Matisse, Derain
____________________________________________________________
Οι σημειώσεις για τα ρεύματα στη ζωγραφική είναι από www.krionas.com/



  Scholeio.com  

Τζένινγκς, Τα αγκυροβολημένα πλοία δυνάμωναν τη μουσική...





....να μη ακούγεται ο "συνωστισμός" της σφαγής στο λιμάνι

Σμύρνη... Σημαντικό λιμάνι της Μεσογείου, μια σύγχρονη "προχωρημένη", ανεκτική, μεγαλούπολη στις ακτές της Μικράς Ασίας. Ίσως η πιο μαρτυρική πόλη... Του ίσως πιο άδικου, στην ιστορία του ελληνισμού, δράματος. Καλοκαίρι το '22.



Σεπτέμβριος του 1922. 

Από τις προκυμαίες φεύγουν βάρκες γεμάτες με Έλληνες και Αρμένιους πρόσφυγες, κατευθύνονται προς τα ξένα πλοία που παρέμεναν να υπερασπιστούν, μόνο, τους συμπατριώτες τους... 
Οι διαταγές ήταν αυστηρές:
"Δεν δεχόσαστε κανένα παρά μόνο της δικής σας εθνικότητας".

Τις ίδιες διατάγες είχαν Αμερικάνοι, Γάλλοι, Άγγλοι...  αρνούμενοι να δεχτούν τους ντόπιους, φοβούμενοι ότι θα προσβάλουν του Τούρκους. 

Όσες βάρκες προσαράζουν στα βρετανικά πολεμικά πλοία και προσπαθούσαν να δέσουν, οι ναύτες εκτελώντας διαταγές κόβουν τα σκοινιά... Τα φορτωμένα μικρά πλεούμενα καταποντίζονταν, κάποιοι καταφέρνουν και γραπώνονται προσπαθώντας ν' ανεβούν... 
Ζεματίζονται όμως από τους Άγγλους συμμάχους με καυτό νερό, άλλοι που είχαν ξεμείνει και περίμεναν με προσμονή στη προκυμαία, σπρώχνονταν... στο νερό, άλλοι αυτοκτονούν, πνίγονται μόνοι τους.
Αυτοί που κατάφερναν να πλησιάσουν τα Ιταλικά πλοία ήταν οι τυχεροί, γιατί φαίνεται πως οι Ιταλοί ναύτες είχαν άλλες διαταγές και δέχονταν στα πλοία όσους κατάφερναν να πλησιάσουν.
Οι Γάλλοι πάλι έπρεπε να ακούσουν στη γλώσσα τους, έστω και δύσκολο ν' αναγνωριστεί από την κακή προφορά, να λένε... "Είμαι Γάλλος, όλα μου τα χαρτιά κάηκαν".


Μ' ένα μικρό ταξίδι στο χρόνο, βρεθήκαμε στη θάλασσα της Σμύρνης... 
την 13η Σεπτεμβρίου του 1922. 

Έχει προηγηθεί η αποχώρηση του Ελληνικού στρατού από την πόλη στις 8 Σεπτεμβρίου του '22 και η είσοδος των Τούρκων. 
Πογκρόμ, ληστείες, άγριοι βιασμοί, δολοφονίες... και από ντόπιους Μουσουλμάνους, ειρηνικούς γείτονες μέχρι χτες. 

Η βολική φωτιά που ξεκίνησε και που κατευθύνθηκε, "τυχαία" με εύφλεκτα υλικά, προς τις χριστιανικές συνοικίες... οδήγησε σ' αυτόν τον περίφημο "συνωστισμό στην προκυμαία της Σμύρνης", όπως επιβλήθηκε τα τελευταία χρόνια να είναι η επίσημη περιγραφή στα βιβλία της σχολικής ιστορίας. Οι Τούρκοι περικύκλωσαν την παραλία...

Προδομένοι όχι μόνο από τους ξένους (συμμάχους), αλλά και το χειρότερο από τους Έλληνες," τους δικούς τους",  όσοι τελικά σώθηκαν, το χρωστούν στην ανθρωπιστική παρέμβαση ενός Αμερικανού ανθρωπιστή. Ο Εϊζα Τζένινγκς "μεσολάβησε" και... 
Ύστερα από δύο μέρες χιλιάδες πρόσφυγες βρήκαν καταφύγιο στα "πλοία της Συμπόνοιας" για να καταλήξουν στην Ελλάδα. 


Πόσοι γνωρίζουν για τον Εϊζα Τζένινγκς; Λίγοι... Μπορεί και κανείς!
Στο λιμάνι τα αμερικάνικα αγκυροβολημένα πλοία στρέφουν τις μπάντες τους προς την προκυμαία... Δεν άντεχαν ν' ακούνε τον κόσμο να σφάζεται.

Όμως ο Νεοϋορκέζος Τζένιγκνς που μόλις λίγες μέρες πριν την καταστροφή βρέθηκε στην πόλη, να εργάζεται ως γραμματέας της YMCA* (Χριστιανική ένωση των νέων ανθρώπων)... δεν πιστεύει ότι "τίποτα δεν μπορεί να γίνει", ούτε ξεχώριζε τους ανθρώπους ανάλογα με το Θεό που πιστεύουν.

Όταν ο ελληνικός στρατός πήρε οδηγίες να οπισθοχωρήσει και εγκατέλειψε τη Σμύρνη, ο Τζένινγκς οργάνωσε επιτροπή Σωτηρίας και παρείχε ανθρωπιστική βοήθεια στον πληθυσμό. 
Καθοριστική ήταν η επίσκεψη του στο τουρκικό στρατόπεδο για να συναντήσει τον Κεμάλ. 
Όλα πήγαν καλά και κατάφερε να του υποσχεθεί προθεσμία 7 ημερών... Στη συνέχεια πήρε επιπλέον 4 μέρες που ήταν απαραίτητες για την τόσο μεγάλη επιχείρηση διάσωσης των προσφύγων. Άνδρες 17 έως 45 ετών κρατήθηκαν σε στρατόπεδα εργασίας προκειμένου να επανορθώσουν τις ζημιές που προκάλεσε η ελληνική εκστρατεία. 
Ύστερα θα ξεκινούσαν οι Τούρκοι και οι εκτοπίσεις στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας όσων προσφύγων δεν είχαν μπορέσει να φύγουν.

Χρησιμοποιώντας ότι μέσον μπορείτε να φανταστείτε, έσωσε 350 χιλιάδες ψυχές. Ένας αριθμός εντυπωσιακός.
Καταφέρνει τον πλοίαρχο ενός πλοίου να μεταφέρει όσους μπορούσε. Έναν άλλο, τον πλήρωσε με δικά του χρήματα. Μετά βρίσκεται στη Μυτιλήνη όπου εξεβίασε... (δεν είναι λάθος) την Ελληνική κυβέρνηση που δεσμεύονταν, προφανώς υπήρχαν εντολές, υποχρεώνοντάς την να σώσει κόσμο (Έλληνες) που παρέμεναν αποκλεισμένοι στην κατεστραμμένη Σμύρνη. Με την δική του παρέμβαση στέλνονται Ελληνικά πλοία στην χαμένη πόλη και μαζεύουν σταδιακά όλους τους πρόσφυγες.
Μάλιστα Ο θρύλος λέει πως το τελευταίο πλοίο με μικρασιάτες πρόσφυγες απέπλευσε από την Σμύρνη 6 ώρες πριν λήξει η προθεσμία που ο Έιζα είχε πάρει από τον Κεμάλ.




Απορίες γεννά η καταγραφή των γεγονότων από τον εγγονό του Ρότζερ Τζένινγκς:

     [...]  
   "Κατάφερε να του δοθεί από το πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ, μια βάρκα με πηδαλιούχο
     που θα τον βοηθούσε αν το συνεδίαζε με ένα άδειο αγκυροβολημένο γαλλικό πλοίο 
     που είχε άφθονο χώρο, να μεταφέρει κόσμο σε κοντινό ελληνικό νησί. 
     Ο Γάλλος καπετάνιος όμως δεν ήθελε να εμπλακεί και απέπλευσε κρατώντας πεισματικά 
     το πλοίο του άδειο. Λίγο μακρύτερα ένα ιταλικό πλοίο συμφωνεί να αναλάβει 2.000 
     άτομα με αμοιβή που έπρεπε να δοθεί προκαταβολικά ! Ο Έιζα θεωρεί το τίμημα 
     ρεαλιστικό και συμφωνεί... 
     Στη συνέχεια όμως το ποσό αυξάνεται γιατί όπως ισχυρίστηκε ο Ιταλός καπετάνιος 
     είχε πληροφορίες ότι οι Έλληνες δεν θ' άφηναν τους πρόσφυγες ν' αποβιβαστούν. 
     Ο Τζένινγκς επιβιβάστηκε στο πλοίο αναλαμβάνοντας την ευθύνη...
     Στη Μυτιλήνη δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα στην αποβίβαση, όμως το λιμάνι είχε
     αγκυροβολημένα πλοία και η πόλη ήταν γεμάτη στρατιώτες... 
     Ο πάστορας όπως ήταν φυσικό ζήτησε, από το έλληνα στρατηγό Φράγκου, πλοία για 
     την απομάκρυνση των προσφύγων από τη Σμύρνη. Τα επιχειρήματά του, η συμφωνία 
     με τον Κεμάλ για"ασφαλή διέλευση" και η διαβεβαίωση του ναυτικού των ΗΠΑ για την 
     προστασία των ελληνικών εμπορικών πλοίων, δεν ήταν αρκετά δυνατά φαίνεται, για 
     τον έλληνα στρατηγό, που αρνούμενος  επανειλημμένως, έκανε τον Τζένινγκς να απορεί
     για αυτόν τον Έλληνα που ήταν απρόθυμος να σώσει 300.00 από τους συμπατριώτες 
     του.  
     Ο Έιζα, αγνοώντας βέβαια ότι ο στρατηγός ήταν μέλος μιας ομάδας Ελλήνων
     αξιωματικών που σχεδίαζαν πραξικόπημα εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης επομένως 
     χρειάζονταν τα πλοία, είχε εξαγριωθεί με τον στρατηγό...  
     Οργισμένος βλέποντας το θωρηκτό Κιλκίς να μπαίνει στο λιμάνι εκείνο το πρωί, ζητάει
     από τον καπετάνιο του Θεοφανίδη, να τον βοηθήσει. Επικοινωνεί με τον Έλληνα 
     πρωθυπουργό με κωδικοποιημένα μηνύματα από τον ασύρματο του πλοίου για ασφάλεια 
     και πρόθυμα τα μεταφράζει ο Θεοφανίδης αδιαφορώντας αν ανώτερος αξιωματικός 
     είχε απορρίψει τον πάστορα και το αίτημά του.
     Με το "ο Πρωθυπουργός κοιμάται"... και την προσπάθεια να συγκεντρωθούν οι υπουργοί 
     για συμβούλιο, του ροκάνιζαν το πολύτιμο περιθώριο των επτά ημερών που είχε 
     εξασφαλίσει... Κάποια στιγμή ήρθε η πολυπόθητη απάντηση και ήταν αρνητική. 

     "Τα πλοία δεν θα μπορούσαν να πάνε στη Σμύρνη"

     Φοβόντουσαν ότι οι τούρκοι θα έπιαναν τα πλοία και στη συνέχεια θα εισέβαλαν στα 
     ελληνικά νησιά.
     Ο Έιζα είναι έξαλλος πια... 
     Με τελεσίγραφο ενημερώνει ότι τα επόμενα μήνυματά του δεν θα είναι σε κώδικα... 
     Θα είναι ανοικτά έτσι ώστε να μάθει όλος ο κόσμος ότι η ελληνική κυβέρνηση επέτρεψε
     στους τούρκους να σκοτώσουν 300.000 Έλληνες πολίτες... 
     Και ώ του θαύματος, όλα τα ελληνικά πλοία τίθενται υπό τον Έιζα καθιστώντας τον
     προσωπικά υπεύθυνο για κάθε πλοίο που θα χανόταν. 

      Η είδηση της επίταξης δεν άρεσε πολύ στους καπετάνιους των εμπορικών πλοίων, που
      προφασίζονταν βλάβες για να εξαιρεθούν. Ο Θεοφανίδης τους ανεβάζει στο θωρηκτό, 
      με πρωτοβουλία του, και χρησιμοποιεί οποιοδήποτε ακόμα και αθέμιτο μέσο, 
      προκειμένου να έχει αποτέλεσμα. Τους διαβεβαιώνει ότι τους μιλάει εκ μέρους των
      Ξένων Δυνάμεων αφού είναι αντιπρόσωπός τους (αυτό είναι ψέμα) και απειλεί με 
      στρατοδικείο όποιων τα πλοία δεν είναι έτοιμα να αποχωρίσουν τα μεσάνυχτα..."

Αυξάνοντας σε 11 τις μέρες που είχε στη διάθεσή του, από τους Τούρκους ο Τζένινγκς κατάφερε να σώσει 350.000 ανθρώπους. Πλοία προστέθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση, αυξάνοντας τελικά τα προς βοήθεια πλοία σε 55. 
Τα πλοία του αμερικάνικου και αγγλικού στόλου, τώρα αλλάζουν γνώμη και αρχίζουν να μεταφέρουν κι αυτά κόσμο... μέχρι τα τέλη του Οκτώβριου συνολικά άλλες 200.000 άνθρωποι εγκαταλείπουν την Τουρκία.

Ο πατριάρχης της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας αναφέρει ότι 1.250.000 άνθρωποι απομακρύνθηκαν με ασφάλεια, σ' αυτή την εξαιρετικα επιτυχημένη επιχείρηση διάσωσης. 
Η ελληνική κυβέρνηση αναγνωρίζοντας την δύναμη, την προσφορά και την αποδοχή που είχε κερδίσει από τους τον Κεμάλ και την Τούρκικη κυβέρνηση τον διορίζουν ως διπλωμάτη με ειδική αποστολή τον επαναπατρισμό αιχμαλώτων πολέμου στην συνθήκη της Λωζάννης.

Ο Asa K. Jennings στα 22 είχε περάσει μια ασθένεια που του είχε αφήσει μια άσχημη καμπούρα, τον είχε συρρικνώσει σε ύψος 1,60 και τον είχε καταστήσει φιλάσθενο. 
Δεν πτοήθηκε, προχώρησε. Αυτός ο ασθενικός, ο τόσο ευάλωτος για τους γύρω του και συγχρόνως τόσο δυνατός αγωνιστής, βγήκε νικητής, είχε κερδίσει τη μεγαλύτερη μάχη της ζωής του.  Ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα της μοίρας, και σήμερα εκατομμύρια άνθρωποι, οι απόγονοι όσων έσωσε, ζουν χάρη σε αυτόν.
_______________________________________



* Άσα Τζένινγκς, (Asa Kent Jennings, γεν. 1877 σε Upstate, Νέα Υόρκη, ΗΠΑ – απεβ. 1933).
Αμερικανός μεθοδιστής Πάστορας και μέλος της Χριστιανικής Αδελφότητας Νέων (Y.M.C.A. – Young Men’s Christian Association) Παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε από πολύ νέος, καθώς στα 28 του χρόνια προσβλήθηκε από μια σπανιότατη νόσο (φυματίωση στη σπονδυλική στήλη) υπήρξε δραστήριος άνθρωπος με πολλαπλή κοινωνική δράση.
Το αποκορύφωμα της προσφοράς του ήταν η διάσωση πέραν των 500.000 προσφύγων από τη Σμύρνη μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, όταν με αποκλειστικά δικές του πρωτοβουλίες πέτυχε να ηγηθεί μιας τεράστιας προσπάθειας διάσωσης αμάχων, γεγονός που του χάρισε τον άτυπο τίτλο του «ναυάρχου» του ελληνικού στόλου (55 πλοίων).
 Για το επίτευγμά του αυτό τιμήθηκε με τις κορυφαίες διακρίσεις του Ελληνικού Κράτους, το Σταυρός του Τάγματος του Σωτήρος και το Μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας που είναι το υψηλότερο στρατιωτικό παράσημο.
* YMCA, Young Men's Christian Association, Χριστιανική ένωση των νέων ανθρώπων. Μια οικουμενική οργάνωση για να προσφέρει στον άνθρωπο, βασισμένη στις Χριστιανικές αξίες και διδασκαλία.  Ιδρύθηκε στο Λονδίνο, 6 Ιουνίου 1844 από τον Sir George Williams (1821-1905) και μια ομάδα ομοϊδεατών Εβαγγελικών Χριστιανών.
Πολλά κολλέγια και πανεπιστήμια οφείλουν τη δημιουργία τους στο YMCA. 
. Κολλέγιο του Σπρίνγκφιλντ ιδρύθηκε το 1885 ως διεθνές σχολείο κατάρτισης για τους επαγγελματίες YMCA, ενώ το George Williams University- ένα από τα δύο σχολεία που έγιναν τελικά Πανεπιστήμιο.
. Πανεπιστήμιο της Βοστώνης άρχισε από ένα YMCA.
. Νυκτερινά σχολεία, Το YMCA καινοτόμησε στην παροχή εκπαιδευτικών ευκαιριών για τους ανθρώπους που είχαν περιορισμένο χρόνο λόγω πλήρους απασχόλησης. σιγά σιγά συμπεριλαμβάνουν στη δράση τους πολλά προγράμματα, όπως εναλλακτικό γυμνάσιο, ημερήσια φροντίδα, και θερινές κατασκηνώσεις.

  Scholeio.com