Ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας
Όλα ήταν παγωμένα.
Η coca light στη συσκευασία αλουμινίου, τα δάχτυλα των χεριών, τα γόνατα, η μύτη της, ο αέρας, το μαύρο του ουρανού που είχε από ώρες σταθεροποιήσει τη νύχτα, τα λόγια του ".... δεν υπήρξες στη ζωή μου, ούτε θέλω να υπάρξεις...".
Με έναν παράλογο και ειρωνικό τρόπο, όλα ήταν γεμάτα έλλειψη. Κίνησης και ήχου.
Το ανθρωπάκι στο φανάρι είχε κοκκινίσει για πάντα. Οι προσπεράσεις αυτοκινήτων δεν ακούγονταν.
Καμία διάθεση τα φύλλα να θροΐσουν, τα πόδια να γίνουν βήματα, τα χείλη της να αποφασίσουν, αν θα ζωγραφίσουν κάτι.
Σπίτι να γυρνούσε ή να γύριζε στους δρόμους ; Γυρνώ και γυρίζω δεν είναι το ίδιο πράγμα σκέφτηκε, μα και τα δύο έχουν κίνηση, ενώ τίποτα δικό της δεν μπορούσε να κινηθεί. Σωριάστηκε στο γρασίδι.
Διήγημα της Κωνσταντίνας Τασσοπούλου
Ένα μικρό καταπράσινο νησί στη μέση της πόλης και με λουλούδια γραμμένο το ΑΘΗΝΑ, Αθήνα έλεγε, όχι Αθηνά, μα τα κεφαλαία γράμματα την άφηναν να τονίσει όπως ήθελε, κι έτσι βρήκε οικειότητα, πλάι στο όνομά της και πλάι στο Δρομέα, τον ακίνητο και παγωμένο, όπως όλα σήμερα.