Pablo Nerouda
Παρθενογένεση
αυτοί όλοι που μου 'δίναν συμβουλές
κάθε μέρα γίνονται και πιο τρελλοί.
Ευτυχώς που δεν τους υπολόγισα
και φύγανε γι' άλλη πολιτεία,
όπου ζούνε όλοι μαζί
ανταλλάσοντας χαιρετούρες.
Υποκείμενα αξιότιμα ήταν
κι από πολιτική πλευρά είχαν βάθος
κι όποιο λάθος έκανα εγώ
τους φαινόταν τόσο πολύ μεγάλο
που ασπρίσαν τα μαλλιά τους,
ζάρωσαν, σταμάτησαν να τρώνε κάστανα
και μια φθινοπωριάτικη μελαγχολία
τους έριξε τελικά σε παραμιλητό.
Και δεν ξέρω τι να είμαι,
γεμάτος σεβασμό ή επιλήσμων,
να συνεχίσω να δέχομαι συμβουλές
ή να ψέξω τα παραμιλητά τους.
Δεν κάνω για ανεξάρτητος,
χάνομαι μέσα σε τόση λόχμη
και δεν ξέρω τι να κάνω:
να μπω, να βγω
να περπατήσω ή να σταθώ,
ν' αγοράσω γάτους ή ντομάτες.
Θα προσπαθήσω να καταλάβω να κάνω,
αυτό που δεν πρέπει να κάνω.
Μόνο έτσι θα μπορέσω να δικαιολογήσω
τους δρόμους που μου χάνονται,
γιατί αν ο ίδιος δε λαθεύω
ποιός θα πιστέψει τα λάθη μου;
Κι αν συνεχίζω νάμαι σοφός
κανένας δε θα με λογαριάζει.
Θα προσπαθήσω όμως ν' αλλάξω:
να χαιρετώ πρόθυμα,
να κρατάω τα προσχήματα
επίμονα και μ' ενθουσιασμό
μέχρι που να γίνω αυτό
που θάθελαν να είμαι
και που δεν είμαι,
μέχρι που να είμαι οι άλλοι.
Λοιπόν, τότε αν μ' αφήσουν ήσυχο,
θ' αλλάξω το πρόσωπό μου,
θ' αποχτήσω άλλο πετσί
κι όταν τελικά θάχω άλλο στόμα,
άλλα μάτια κι άλλα παπούτσια,
όταν τελικά θάμαι διαφορετικός,
που κανένας δε θα μπορεί να μ' αναγνωρίσει,
θα συνεχίσω να κάνω το ίδιο
γιατί δεν ξέρω να κάνω τίποτ' άλλο.
Αναμνήσεις και Βδομάδες
τόσο στρογγυλός που είν' ο κόσμος
οι νύχτες γέρνουν
και πέφτουν ίσα κάτω.
Κι όλες σωριάζονται,
σκέτες καταχνιές
κάτω, κάτω, κάτω.
Θέλησα να μάθω τι γίνονται οι μέρες,
που πάνε, που πεθαίνουν
κι ακολούθησα μια απ' αυτές.
Χάθηκε στη θάλασσα, στα νησιά
και στους χέρσους κάμπους.
Κι εγώ ακολουθούσα
κρυμμένος πίσω απ' ένα δέντρο
ή βράχο.
Γαλαζια έγινε και πορτοκαλιά
σα ρόδα κύλησε
σα σημαία πλοίου
και πιο πέρα,
στα σύνορα της σιωπής και του πάγου,
τυλίχτηκε τρίζοντας
σαν πύρινη κλωστή
και σβήστηκε καθώς σκεπάστηκε
από κρύα ασπρίλα.
Οι βδομάδες περνάνε,
γίνονται σύννεφα και χάνονται,
κρύβονται στον ουρανό,
σοδιασμένες εκεί
σαν ξεβαμμένο φως.
Πέντρο, ο καιρός είναι μακρύς.
Ρόζα, ο καιρός είναι σύντομος,
κι οι βδομάδες, σωστές
στο ρόλο τους φθαρμένες,
μαζεύονται σαν κόκκοι
κι ο σφυγμός τους σταματά.
Μέχρι που κάποια μέρα ο άνεμος
κλαψιάρης κι αμαθής,
τις ανοίγει, τις τεντώνει, τις κοπανάει
και τώρα
ανεβαίνουν σα νικημένα λάβαρα
που γυρνάνε στη χαμένη πατρίδα.
Κάπως έτσι είναι οι αναμνήσεις.
Bestiario*
θα ήθελα να μιλάω με τα πουλιά,
με τα όστρακα και με τις σαλαμάντρες,
με τις αλεπούδες της Σέλβα Οσκούρα
τους υποδειγματικούς πιγκουίνους,
θά 'θελα τ' αρνάκια να με καταλάβαιναν,
κι οι πυκνότατοι σκύλοι,
και τ' άλογα που βάζουν σα κάρα,
αν με τους γάτους κουβέντιαζα!
Αν μ' άκουγαν οι κότες!
Δε σκέφτηκα ποτέ να μιλήσω
μαζί με ζώα πολύ κομψά:
Δεν μ' ενδιαφέρει τι σκέφτονται οι σφήκες,
τα καθαρόαιμα της κούρσας,
ας τα βολέψουνε πετ'ωντας
και τρέχοντας ας κερδίζουν ρούχα!
Θέλω με μύγες να μιλήσω
και με τη σκύλα που μόλις γέννησε,
να κουβεντιάσω με τα ερπετά.
Μόλις μπόρεσα να περπατήσω
μέσα σε τρία μεσάνυχτα που φύγαν πια,
του βραδυνούς σκύλους ακολούθησα
εκείνους του βρώμικους κι αδύνατους αλήτες,
που ταξιδεύουν με τα πόδια,
σιωπηλά και βιαστικά
αλλά ποτέ για πουθενά,
πολλές ώρες τους ακολούθησα,
μα δεν απόχτησα την εμπιστοσύνη τους
κι έτσι έχασαν την την ευκαιρία,
οι άμυαλοι φτωχοί μου σκύλοι,
να μου πουν την ιστορία τους,
να τρέξουνε με λύπη και με ουρά
μέσα απ' τους δρόμους των φαντασμάτων.
Πάντα ήμουν περίεργος
για το ερωτικό κουνέλι:
Ποιός το προτρέπει;
Ποιος ψιθυρίζει μέσ' τα γεννητικά του αυτιά;
Κι αυτό αδιάκοπα γεννάει,
ξεχνάει τον Άγιο Φραγκίσκο
και δεν ακούει τις κουταμάρες.
Κι όλο ανεβοκατεβαίνει
ο ανεξάντλητος οργανισμός του.
Με το κουνέλι θάθελα να φλυαρήσω,
Μ' αρέσουν τα τρελλά του τα συνήθεια.
Έχουν ξεπέσει οι αράχνες
μέσα σ' ανόητες φυλλάδες
κάποιων άμυαλων απλοϊκών
που τις κοιτάζουν με μάτι μύγας,
τις περιγράφουν αδηφάγες,
σαρκομανείς, άπιστες, ασελγείς
και σεξουαλικές.
Εγώ νομίζω ότι η φήμη αυτή
απεικονίζει του φημολογούντες.
Για μένα η αράχνη είναι ένας μηχανικός,
ένας θαϊκός ρολογάς.
Για λίγες μύγες πάνω κάτω
ας συχαίνονται οι βλάκες,
μαζί της θέλω να κουβεντιάσω,
και να μου υφάνει ένα αστέρι.
Μ' ενδιαφέρουν τόσο οι ψύλλοι
που ώρες πολλές τους αφήνω
και με τσιμπάνε.
Είναι αρχαίοι, τέλειοι
είναι μηχανές, αναπόφευκτες.
Δεν μας τσιμπάνε να μας φάνε,
τσιμπάνε μόνο για να πηδήξουν,
είναι οι άλτες του διαστήματος,
οι ντελικάτες, οι ακροβάτες
του πιο σοφού κι ωραίου τσίρκου.
Θέλω στο δέρμα μου να καλπάζουν
τις συγκινήσεις τους να μου μεταδόσουν
να διασκεδάζουν με το αίμα του,
αλλά κάποιος πρέπει να μου τους παρουσιάσει:
Θέλω από κοντά να τους γνωρίσω,
θέλω να ξέρω τι στάση να κρατήσω.
Ποτέ δεν μπόρεσα με μηρυκαστικά
βαθύτερα να γίνω φίλος,
κι όμως κι εγώ είμαι μηρυκαστικό
και δεν καταλαβαίνω γιατί δε με νοιώθουν.
Αυτό το θέμα πρέπει να εξετάσω
βόσκοντας μ' αγελάδες και δαμάλια,
κάνοντας σχέδια με τους ταύρους.
Κάποιο τρόπο θα βρω όμως για να μάθω
πράγματα μυστικά σα σπλάγχνα,
που βρίσκονται βαθιά κρυμμένα,
σαν τα παράνομα τα πάθη.
Άραγε τι σκέφτεται το γουρούνι για την αυγή;
Δεν την τραγουδάνε, αλλά τη στηρίζουν
με τα μεγάλα ρόδινά τους σώματα
και τα μικρούτσικα γερά τους ποδαράκια.
Την αυγή τη στηρίζουν τα γουρούνια.
Τη νύχτα την τρώνε τα πουλιά.
Και το πρωί είν' έρημος ο κόσμος.
Οι αράχνες, οι σκύλοι, οι άνθρωποι
κι ο άνεμος κοιμούνται,
τα γουρούνια γρυλλίζουνε
κι έρχεται καινούργια μέρα.
Θέλω να μιλήσω με τα γουρούνια.
Βραχνά βατράχια, γλυκά μα βουερά,
πάντα θέλησα για μια μόνο μέρα να γίνω βάτραχος,
πάντα αγάπησα το βάλτο και τα φύλλα
που είναι λεπτά σα νηματάκια,
του κάρδαμου τον πρασινόκοσμο
και τους αφέντες τ' ουρανού, τους βάτραχους.
Η σερενάτα των βατράχων
ανεβαίνει στον ύπνο μου, και τον δυναμώνει,
ψηλά πάει σαν την περικοκλάδα
μέχρι τα μπαλκόνια των παιδικών μου χρόνων,
μέχρι τις ρόγες της ξαδέλφης μου,
μέχρι τα αστρονομικά τα γιασεμιά
της σκοτεινής νυχτιάς του Νότου
και τώρα που ο καιρός έχει περάσει
μη με ρωτάτε για τον ουρανό:
σκέφτομαι πως δεν έχω μάθει ακόμα
τη βραχνή γλώσσα των βατράχων.
Κι αν είν' έτσι, πως είμαι ποιητής;
Τι ξέρω απ' την πολλαπλασιαζόμενη
γεωγραφία της νύχτας;
Σ' αυτό τον κόσμο που τρέχει και σωπαίνει,
θέλω πιο πολλές γνωριμίες,
θέλω άλλες γλώσσες, άλλα σήματα,
θέλω να γνωρίσω αυτό τον κόσμο.
ζάρωσαν, σταμάτησαν να τρώνε κάστανα
και μια φθινοπωριάτικη μελαγχολία
τους έριξε τελικά σε παραμιλητό.
Και δεν ξέρω τι να είμαι,
γεμάτος σεβασμό ή επιλήσμων,
να συνεχίσω να δέχομαι συμβουλές
ή να ψέξω τα παραμιλητά τους.
Δεν κάνω για ανεξάρτητος,
χάνομαι μέσα σε τόση λόχμη
και δεν ξέρω τι να κάνω:
να μπω, να βγω
να περπατήσω ή να σταθώ,
ν' αγοράσω γάτους ή ντομάτες.
Θα προσπαθήσω να καταλάβω να κάνω,
αυτό που δεν πρέπει να κάνω.
Μόνο έτσι θα μπορέσω να δικαιολογήσω
τους δρόμους που μου χάνονται,
γιατί αν ο ίδιος δε λαθεύω
ποιός θα πιστέψει τα λάθη μου;
Κι αν συνεχίζω νάμαι σοφός
κανένας δε θα με λογαριάζει.
Θα προσπαθήσω όμως ν' αλλάξω:
να χαιρετώ πρόθυμα,
να κρατάω τα προσχήματα
επίμονα και μ' ενθουσιασμό
μέχρι που να γίνω αυτό
που θάθελαν να είμαι
και που δεν είμαι,
μέχρι που να είμαι οι άλλοι.
Λοιπόν, τότε αν μ' αφήσουν ήσυχο,
θ' αλλάξω το πρόσωπό μου,
θ' αποχτήσω άλλο πετσί
κι όταν τελικά θάχω άλλο στόμα,
άλλα μάτια κι άλλα παπούτσια,
όταν τελικά θάμαι διαφορετικός,
που κανένας δε θα μπορεί να μ' αναγνωρίσει,
θα συνεχίσω να κάνω το ίδιο
γιατί δεν ξέρω να κάνω τίποτ' άλλο.
Αναμνήσεις και Βδομάδες
τόσο στρογγυλός που είν' ο κόσμος
οι νύχτες γέρνουν
και πέφτουν ίσα κάτω.
Κι όλες σωριάζονται,
σκέτες καταχνιές
κάτω, κάτω, κάτω.
Θέλησα να μάθω τι γίνονται οι μέρες,
που πάνε, που πεθαίνουν
κι ακολούθησα μια απ' αυτές.
Χάθηκε στη θάλασσα, στα νησιά
και στους χέρσους κάμπους.
Κι εγώ ακολουθούσα
κρυμμένος πίσω απ' ένα δέντρο
ή βράχο.
Γαλαζια έγινε και πορτοκαλιά
σα ρόδα κύλησε
σα σημαία πλοίου
και πιο πέρα,
στα σύνορα της σιωπής και του πάγου,
τυλίχτηκε τρίζοντας
σαν πύρινη κλωστή
και σβήστηκε καθώς σκεπάστηκε
από κρύα ασπρίλα.
Οι βδομάδες περνάνε,
γίνονται σύννεφα και χάνονται,
κρύβονται στον ουρανό,
σοδιασμένες εκεί
σαν ξεβαμμένο φως.
Πέντρο, ο καιρός είναι μακρύς.
Ρόζα, ο καιρός είναι σύντομος,
κι οι βδομάδες, σωστές
στο ρόλο τους φθαρμένες,
μαζεύονται σαν κόκκοι
κι ο σφυγμός τους σταματά.
Μέχρι που κάποια μέρα ο άνεμος
κλαψιάρης κι αμαθής,
τις ανοίγει, τις τεντώνει, τις κοπανάει
και τώρα
ανεβαίνουν σα νικημένα λάβαρα
που γυρνάνε στη χαμένη πατρίδα.
Κάπως έτσι είναι οι αναμνήσεις.
Bestiario*
θα ήθελα να μιλάω με τα πουλιά,
με τα όστρακα και με τις σαλαμάντρες,
με τις αλεπούδες της Σέλβα Οσκούρα
τους υποδειγματικούς πιγκουίνους,
θά 'θελα τ' αρνάκια να με καταλάβαιναν,
κι οι πυκνότατοι σκύλοι,
και τ' άλογα που βάζουν σα κάρα,
αν με τους γάτους κουβέντιαζα!
Αν μ' άκουγαν οι κότες!
Δε σκέφτηκα ποτέ να μιλήσω
μαζί με ζώα πολύ κομψά:
Δεν μ' ενδιαφέρει τι σκέφτονται οι σφήκες,
τα καθαρόαιμα της κούρσας,
ας τα βολέψουνε πετ'ωντας
και τρέχοντας ας κερδίζουν ρούχα!
Θέλω με μύγες να μιλήσω
και με τη σκύλα που μόλις γέννησε,
να κουβεντιάσω με τα ερπετά.
Μόλις μπόρεσα να περπατήσω
μέσα σε τρία μεσάνυχτα που φύγαν πια,
του βραδυνούς σκύλους ακολούθησα
εκείνους του βρώμικους κι αδύνατους αλήτες,
που ταξιδεύουν με τα πόδια,
σιωπηλά και βιαστικά
αλλά ποτέ για πουθενά,
πολλές ώρες τους ακολούθησα,
μα δεν απόχτησα την εμπιστοσύνη τους
κι έτσι έχασαν την την ευκαιρία,
οι άμυαλοι φτωχοί μου σκύλοι,
να μου πουν την ιστορία τους,
να τρέξουνε με λύπη και με ουρά
μέσα απ' τους δρόμους των φαντασμάτων.
Πάντα ήμουν περίεργος
για το ερωτικό κουνέλι:
Ποιός το προτρέπει;
Ποιος ψιθυρίζει μέσ' τα γεννητικά του αυτιά;
Κι αυτό αδιάκοπα γεννάει,
ξεχνάει τον Άγιο Φραγκίσκο
και δεν ακούει τις κουταμάρες.
Κι όλο ανεβοκατεβαίνει
ο ανεξάντλητος οργανισμός του.
Με το κουνέλι θάθελα να φλυαρήσω,
Μ' αρέσουν τα τρελλά του τα συνήθεια.
Έχουν ξεπέσει οι αράχνες
μέσα σ' ανόητες φυλλάδες
κάποιων άμυαλων απλοϊκών
που τις κοιτάζουν με μάτι μύγας,
τις περιγράφουν αδηφάγες,
σαρκομανείς, άπιστες, ασελγείς
και σεξουαλικές.
Εγώ νομίζω ότι η φήμη αυτή
απεικονίζει του φημολογούντες.
Για μένα η αράχνη είναι ένας μηχανικός,
ένας θαϊκός ρολογάς.
Για λίγες μύγες πάνω κάτω
ας συχαίνονται οι βλάκες,
μαζί της θέλω να κουβεντιάσω,
και να μου υφάνει ένα αστέρι.
Μ' ενδιαφέρουν τόσο οι ψύλλοι
που ώρες πολλές τους αφήνω
και με τσιμπάνε.
Είναι αρχαίοι, τέλειοι
είναι μηχανές, αναπόφευκτες.
Δεν μας τσιμπάνε να μας φάνε,
τσιμπάνε μόνο για να πηδήξουν,
είναι οι άλτες του διαστήματος,
οι ντελικάτες, οι ακροβάτες
του πιο σοφού κι ωραίου τσίρκου.
Θέλω στο δέρμα μου να καλπάζουν
τις συγκινήσεις τους να μου μεταδόσουν
να διασκεδάζουν με το αίμα του,
αλλά κάποιος πρέπει να μου τους παρουσιάσει:
Θέλω από κοντά να τους γνωρίσω,
θέλω να ξέρω τι στάση να κρατήσω.
Ποτέ δεν μπόρεσα με μηρυκαστικά
βαθύτερα να γίνω φίλος,
κι όμως κι εγώ είμαι μηρυκαστικό
και δεν καταλαβαίνω γιατί δε με νοιώθουν.
Αυτό το θέμα πρέπει να εξετάσω
βόσκοντας μ' αγελάδες και δαμάλια,
κάνοντας σχέδια με τους ταύρους.
Κάποιο τρόπο θα βρω όμως για να μάθω
πράγματα μυστικά σα σπλάγχνα,
που βρίσκονται βαθιά κρυμμένα,
σαν τα παράνομα τα πάθη.
Άραγε τι σκέφτεται το γουρούνι για την αυγή;
Δεν την τραγουδάνε, αλλά τη στηρίζουν
με τα μεγάλα ρόδινά τους σώματα
και τα μικρούτσικα γερά τους ποδαράκια.
Την αυγή τη στηρίζουν τα γουρούνια.
Τη νύχτα την τρώνε τα πουλιά.
Και το πρωί είν' έρημος ο κόσμος.
Οι αράχνες, οι σκύλοι, οι άνθρωποι
κι ο άνεμος κοιμούνται,
τα γουρούνια γρυλλίζουνε
κι έρχεται καινούργια μέρα.
Θέλω να μιλήσω με τα γουρούνια.
Βραχνά βατράχια, γλυκά μα βουερά,
πάντα θέλησα για μια μόνο μέρα να γίνω βάτραχος,
πάντα αγάπησα το βάλτο και τα φύλλα
που είναι λεπτά σα νηματάκια,
του κάρδαμου τον πρασινόκοσμο
και τους αφέντες τ' ουρανού, τους βάτραχους.
Η σερενάτα των βατράχων
ανεβαίνει στον ύπνο μου, και τον δυναμώνει,
ψηλά πάει σαν την περικοκλάδα
μέχρι τα μπαλκόνια των παιδικών μου χρόνων,
μέχρι τις ρόγες της ξαδέλφης μου,
μέχρι τα αστρονομικά τα γιασεμιά
της σκοτεινής νυχτιάς του Νότου
και τώρα που ο καιρός έχει περάσει
μη με ρωτάτε για τον ουρανό:
σκέφτομαι πως δεν έχω μάθει ακόμα
τη βραχνή γλώσσα των βατράχων.
Κι αν είν' έτσι, πως είμαι ποιητής;
Τι ξέρω απ' την πολλαπλασιαζόμενη
γεωγραφία της νύχτας;
Σ' αυτό τον κόσμο που τρέχει και σωπαίνει,
θέλω πιο πολλές γνωριμίες,
θέλω άλλες γλώσσες, άλλα σήματα,
θέλω να γνωρίσω αυτό τον κόσμο.
Όλοι έμειναν ευχαριστημένοι
με τις άσχημες εμφανίσεις
βίαιων κεφαλαιοκρατών
και συστηματικών γυναίων.
Θέλω με πολλά πράγματα να κουβεντιάσω
και δε θα φύγω απ' αυτό τον κόσμο
δίχως να μάθω γιατί ήρθα,
δίχως να καταλάβω αυτό το θέμα,
και δε με φτάνουν πια τα πρόσωπα,
ακόμα μακρύτερα πρέπει να πάω,
ακόμα πιο κοντά πρέπει νά 'ρθω.
Γι' αυτό άνθρωποι,
πρέπει να κουβεντιάσω μ' ένα άλογο,
κι ο ποιητής μη με παραξηγήσει,
κι ο καθηγητής ας με συγχωρέσει,
όλη η βδομάδα μου είναι γεμάτη,
έχω ν' ασχοληθώ με πολλά πράγματα.
Αλήθεια, πως λεγότανε εκείνος ο γάτος;
*Λατινική λέξη που σημαίνει "θηριομάχος".
Στο μεσαίωνα σήμαινε 'συλλογή μύθων για ζώα".
Στο μεσαίωνα σήμαινε 'συλλογή μύθων για ζώα".
κι ήταν σ' αυτήν την ηλικία
όταν ήρθε να με βρει η ποίηση,
δεν ξέρω, δεν ξέρω από πού
ξεπρόβαλε,
απ' τον χειμώνα ή από το ποτάμι.
Δεν γνωρίζω ούτε πως, μήτε πότε,
όχι, δεν ήσαν φωνές, δεν ήσαν λέξεις,
ούτε η σιώπη:
Μα με καλούσε από κάποιο δρόμο,
απ' τα κλαδιά της νύχτας,
ξάφνου ανάμεσα στους άλλους
ανάμεσα σε βίαιες φωτιές,
ή επιστρέφοντας μονάχος,
στέκονταν εκεί δίχως πρόσωπο,
με άγγιζε.
Δεν ήξερα τι να πω, δεν ήξερε
το στόμα μου
να ονομάσει,
τυφλοί ήσαν οι οφθαλμοί μου,
και κάτι τι μπήγονταν στην ψυχή μου,
πυρετός ή χαμένες πτερούγες,
και σχηματίστηκα μοναχός,
αποκρυπτογραφώντας
αυτήν την πληγή,
κι έγραψα την πρώτη συγκεχυμένη γραμμή,
αόριστη, ασώματη, καθαρή
ανοησία,
γνώση
εκείνου που τίποτα δεν ξέρει,
κι είδα ξάφνου
τον ουρανό
εκκοκισμένο
κι ανοιχτό,
πλανήτες,
παλλόμενες φυτείες,
διάτρητη σκιά,
κοσκινισμένη
από βέλη, από φωτιά και λουλούδια,
η νύχτα που κυλάει και συντρίβει, το σύμπαν.
Και 'γω, η έσχατη ύπαρξη,
μεθυσμένος απ΄το απέραντο
έναστρο κενό
κατ' εικόνα κι ομοίωση
του μυστηρίου,
ένιωσα καθάριο κομμάτι
της αβύσσου,
κυλούσα μαζί με τ' άστρα,
διαλύθηκε η καρδιά μου μέσα στον άνεμο.
P. Neruda
Scholeio.com