Μ. Κυρτζάκη, Δεν Yπάρχουνε Nεράϊδες


Μαρίας Κυρτζάκη

          Το τσίρκο

Σε βλέπω μέσα από καθρέφτες παραμορφωτικούς
Σε βλέπω στο τεντωμένο σκοινί
Κι από πάνω σου οι δράκοντες με τα φλογισμένα εντόσθια
Κι από πάνω τα νύχια της κακιάς μάγισσας
Τα σύρματα γύρω σου να σφίγγουν.
Να μπήγονται στη σάρκα σου
Και να πέφτει το αίμα
Ν’ απολαμβάνουν το θέαμα οι θεατές.
Με το εισιτήριο στο χέρι
Με την ικανοποίηση.
Κι εσύ δεν πιστεύεις πια στα παραμύθια
Και καλά κάνεις.
Μια και τώρα δεν υπάρχουνε νεράιδες
Που αφανίζουνε τις μάγισσες
Που αλλάζουνε το αίμα σε ρουμπίνια
Που μεταμορφώνουν τα υπόγεια σε κήπους
Μια και τώρα δεν ωφελεί η εγκαρτέρηση
Και σένα δεν σου έπρεπαν οι μασκαράτες.
Σε γέλασαν
Άσκημα σε ξεγέλασαν
Τα σύρματα που σε σφίγγουν 

να σου τα πούνε δίχτυα σωτηρίας


          Ας μιλήσουμε

Οι καιροί που φτάσαμε
Οι καιροί που δεν προλάβαμε την αντοχή τους
Όλα αυτά μαζί κι ο φόβος
Μαζί κι ο θάνατος
Και το χέρι που δεν άγγιξε το άλλο χέρι
Και τα μάτια του νεκρού που έμειναν μέχρι τέλους
Όρθια
Όσο να πεις όλα αυτά
Και τα άλλα
Στις συνοικίες και τα χωριά
Στις λέξεις και τα σχολεία
Στον εγκέφαλο και τα νοσοκομεία
Όπου προλαβαίνουμε τον αυτοκτονούντα
Με μία πλύση στομάχου
Και χάνονται οι αισθήσεις
Και στις μικρές αγγελίες πλεονάζουν τα «ζητούνε»
Όσο να πεις
Ό,τι να πεις
Ας μιλήσουμε λοιπόν.
Ας δούμε μαζί την αισιόδοξη πλευρά
Του πράγματος. Των πραγμάτων την τιμή
Και το αίμα.
Παντού


          Ο καιρός

Σαν φθινόπωρο ο καιρός
Ο καιρός σαν φθινόπωρο
Ο αέρας
Που πέφτουν τα φύλλα
Που πέφτουν οι βροχές
Σαν φθινόπωρο
Ο καιρός
Που πέφτουν τα στόρια στα παράθυρα
Που πέφτουν οι άνθρωποι από τα παράθυρα
Που πέφτουν τα ανδραγαθήματα
Ο καιρός μας
Με τα μάτια στην πλάτη
Με τα καφενεία στις γωνίες
Με το τηλεσκόπιο στα καφενεία
Σαν φθινόπωρο ο καιρός
Που κρύβεις το πρόσωπο
Που αλλάζεις τον δρόμο σου
Που υποπτεύεσαι και σε υποπτεύονται
Με την ταχυπαλμία στο πρώτο κουδούνισμα
Με την ανακούφιση στο τρίτο
Με την αγωνία στα μάτια σου
Με την απόφαση στα μάτια σου
Με τον ερμαφροδιτισμό σου
Σαν μπάσταρδο
Ο καιρός
Ο δικός μου
Ο δικός σου
Ο δικός μας καιρός
Σαν μπάσταρδο.
Με το κουμπωμένο σακάκι
Με τη ντροπή


          Ας μιλήσουμε

Οι καιροί που φτάσαμε
Οι καιροί που δεν προλάβαμε την αντοχή τους
Όλα αυτά μαζί κι ο φόβος
Μαζί κι ο θάνατος
Και το χέρι που δεν άγγιξε το άλλο χέρι
Και τα μάτια του νεκρού που έμειναν μέχρι τέλους
Όρθια
Όσο να πεις όλα αυτά
Και τα άλλα
Στις συνοικίες και τα χωριά
Στις λέξεις και τα σχολεία
Στον εγκέφαλο και τα νοσοκομεία
Όπου προλαβαίνουμε τον αυτοκτονούντα
Με μία πλύση στομάχου
Και χάνονται οι αισθήσεις
Και στις μικρές αγγελίες πλεονάζουν τα «ζητούνε»
Όσο να πεις
Ό,τι να πεις
Ας μιλήσουμε λοιπόν.
Ας δούμε μαζί την αισιόδοξη πλευρά
Του πράγματος. Των πραγμάτων την τιμή
Και το αίμα.
Παντού

_________________________________



* Μαρίας Κυρτζάκη
Γεννήθηκε στην Kαβάλα. Στo Aριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης έκανε σπουδές Mεσαιωνικής και Nεοελληνικής Φιλολογίας. Eργάζεται στο Tρίτο Πρόγραμμα της Eλληνικής Pαδιοφωνίας. Ασχολείται επαγγελματικά στον χώρο του βιβλίου με την γλωσσική επεξεργασία και την τυπογραφική επιμέλεια κειμένων.
Η πρώτη της ποιητική συλλογή, "Σιωπηλές κραυγές", εκδόθηκε το 1966. 'Εκτοτε ακολούθησαν άλλα δέκα ποιητικά βιβλία, με τελευταίο τον συγκεντρωτικό τόμο "Στη μέση της ασφάλτου: ποιήματα 1973-2002" (Καστανιώτης, 2005). 

Μετέφρασε το θεατρικό έργο του Στίβεν Μπέρκοφ "Σαν Ελληνας", που ανέβηκε από τις "Mορφές" στο Θέατρο "Eμπρός", στη Δραματική Σχολή του οποίου διδάσκει γλώσσα με την αντίληψη ότι η πρώτη σκηνοθεσία είναι αυτή που η γλώσσα πραγματοποιεί στην ανθρώπινη ομιλία.

Scholeio.com

Θ. Βοριάς, Στίχους ψάξε σπασμένους



Θοδωρή Βοριά 


           Όταν σκοτώσουν τις ιδέες

Όταν σκοτώσουν τις ιδέες
θα μείνουμε γυμνοί μπροστά στον εμποράκο,
θα κρατάμε λευκή σημαία της υποταγής,
θα κοιτάμε στα κορμιά μας
τις σφραγίδες πιστοποίησης.

Όταν σκοτώσουν τις ιδέες
θα μας πουλήσουν στην αγορά
για ψηφοφόρους,
με τις συνειδήσεις μας θα στρώνουν
το μέλλον τους,
και θα γελάνε με τις βραχνές φωνές μας.




          Τώρα που έμαθα

Τώρα που έμαθα να κρύβω λόγια

κάτω από σωρούς ξεραμένων φύλλων,
συνήθισα το σκοτάδι
και τα βήματα των μεθυσμένων
στους ξερούς ήχους των στιγμών μου.

Τώρα που έμαθα,
αγγίζω τη νύχτα κι αυτή πονάει,
αναπνέω μα δεν ζω με τ’ οξυγόνο
των γκρίζων δρόμων,
μήτε του σπασμένου λιθαριού
που ήταν κάποτε καρδιά.

Τώρα που έμαθα,
μπορώ ν’ ανοίγω την καρδιά μου,
τη θάλασσα που τη φοβόμουν,
να μαζεύω σκουριασμένες άγκυρες
τυλιγμένες γύρω από ευσυνείδητους καπετάνιους.

Τώρα που έμαθα
το μυστικό των λευκών χαρτιών
-που δεν ειν’ άλλο
από τη μαύρη μολυβιά που ταξιδεύει-
τρέμω τους άσπρους τοίχους
που δεν έχουν πάνω τους σημάδια
κι όλο νομίζω βλέποντάς τους
πως ξεμαθαίνω πια να γράφω.




          Υλικά Μικρόκοσμων

Κρύβεις στὸν κόρφο σου σελίδες μὲ ποιήματα –
δελτία ταυτότητας δίχως φωτογραφία,
σφραγίδες κι ὑπογραφές.
Ἐπιμένεις νὰ συχνάζεις σὲ γραφεῖα ἀπολεσθέντων
ποὺ κάποτε τὰ λέγαμε βιβλιοθῆκες.


Ἔξω τσακίζουνε λαοὺς
-ἀνθρωπομάζες τσουβαλιάζονται
μὲ παρελθὸν ἀκρωτηριασμένο-
κι ἐσὺ μαζεύεις ὑλικὰ μικρόκοσμων,
ἀνακυκλωμένες προσωπικότητες,
τυποποιημένους χαρακτῆρες στὸ σωρό,
σὲ χώρους ἐναπόθεσης ἀπορριμάτων
ποὺ καπνίζουν μὲς στὸ σούρουπο,
πίσω ἀπὸ τὸ ποτήρι τοῦ φραπέ,
πλάι στὸ κινητὸ τηλέφωνο.

Μακάριοι οἱ ρακοσυλλέκτες,
αὐτοὶ θὰ μείνουν γιὰ πάντα ποιητὲς.




           Ίσως γίνεις ποιητής

Μια μέρα ίσως πάρεις την απόφαση
να ξαναγίνεις εργάτης,
στίχους να ψάξεις σπασμένους
κάτω από τα συντρίμμια της πόλης.

Ίσως χρειαστεί να τραβήξεις
το απέραντο νάιλον,
τον καταποντισμένο ουρανό
και ν’ απελευθερώσεις
θεούς και θυμητάρια,
λέξεις-ανοιχτές πληγές,
λέξεις ακρωτηριασμένες.

Ίσως, μια μέρα,
με τα χέρια ματωμένα,
να γίνεις ποιητής
κι απ’ τη ντροπή να μην αντέξει,
να τον ξεκάνεις τον πατέρα σου.
Κι ύστερα,
να κλαις για τα στενά
που έρημα ξεμένουνε συχνά
από διαβάτες.


            Έρωτες και θάνατοι

Έρωτες και θάνατοι
είναι στην ομίχλη, στο σκοτάδι
οι παλλόμενοι σηματοδότες,
είναι το φεγγάρι που τριγυρνάει
στα κεραμίδια του σπιτιού σου όλη νύχτα,
είναι το νυχτοπούλι
που ψάχνει να κρυφτεί
μέσα στ’ αστέρια.

Έρωτες και θάνατοι
είναι το φεγγάρι που κρύβεται,
το νυχτοπούλι και το άστρο
που πέφτουν πίσω από το δέντρο.

Έρωτες και θάνατοι ταιριάζουν,
θέλουν να τους βρεις,
να τους διαλέξεις,
θέλουν να μιλήσουν στην ψυχή σου.
Θέλουν να πεις τον έρωτα θάνατο
και τον θάνατο έρωτα
για να τους νιώσεις.



            Νυχτερινός επόπτης

Άφησε τον αγέρα να κατεβαίνει
μανιασμένος απ’ το Σκρά.
Να περνάει απ’ τις λόγχες των φρουρών
και να ξεσκίζεται,
να λερώνει με σκόνη τις στολές τους
και να θαμπώνει το φεγγάρι.

Κοίταξέ τους·
στρατιώτες που δεν καπνίζουνε νωχελικά
τα φθηνά τους τσιγάρα·
στρατιώτες που δε μιλούν για τρυφερά κορμιά.

Κοίταξέ τους·
στέκουν ακίνητοι
κι αφουγκράζονται τον άνεμο
που ψιθυρίζει ονόματα
νεκρών συντρόφων τους
στον Πολικό αστέρα.


             Το ρεπερτόριο του θανάτου

Η μελωδία της χορδής και του βέλους,
η συμφωνική των κανονιών,
το κονσέρτο των πολυβόλων,
ο αρμαγεδώνας της ατομικής βόμβας…

κάθε εποχή ο θάνατος
έχει το δικό του ρεπερτόριο.

Είναι κι οι φιλόμουσοι,
που ξεχωρίζουν
τη μουσική της κάθε σφαίρας.
Που ξεχωρίζουν το μοναδικό εμβατήριο
του δικού τους θανάτου
μέσα από τις χιλιάδες
πιστές στο στόχο τους βολίδες.

Είναι κι οι άλλοι που αναστενάζουν,
ανασφαλείς για τη ζωή τους,
εξαρτημένοι απ’ τις δειλές,
τις άστοχες σφαίρες,
εκείνες που προτίμησαν
να εξοστρακιστούν
πάνω στο άψυχο μπετόν,
εκείνες τις παράφωνες
σφαίρες του οίκτου.


          Αδικαιολογήτως παρών

Να ‘ρθεις για λίγο
να μ’ αντικαταστήσεις
κι αντάλλαγμά σου
το μπαλκόνι μου,
ο ήσυχος μικρός μου κόσμος
-το σμήνος των περιστεριών,
ο δρόμος των περαστικών ζητιάνων,
οι ανέκφραστοι υπήκοοι
στη στάση των αστικών…

Να καθίσεις ήσυχα στη θέση μου,
να μου δώσεις τα πόδια σου
να σηκωθώ, να φύγω.
Να μου δώσεις ένα ρυθμό βαδίσματος,
ένα δρόμο αγαπημένο
και μια μάχη να μ’ ανάψει.

Για δυο τρεις ώρες
αδικαιολογήτως παρών
στον κόσμο.




Ο Μεγάλος Έρωτας για τη Θεσσαλονίκη


          Όταν οι αναμνήσεις 

       γίνονται πρώιμη ιστορία
Ν’ ανοίξεις το βιβλίο,
να δεις τι γράφει
για την παλιά Θεσσαλονίκη,
να δεις και τη δικιά μας τη ζωή
γραμμένη με μολύβι,
βιαστικά, στα περιθώρια,
ανάμεσα στις παραγράφους
και πίσω απ’ τα εξώφυλλα.

Οι σελίδες κολλάνε μεταξύ τους,
τις αγκυλώνει το συρματόπλεγμα
που είχανε βάλει στη γειτονιά,
στο μέρος που το κάστρο ήταν πεσμένο,
κι ο ξεχασμένος σελιδοδείκτης
μυρίζει αλάνα κι ασβεστωμένα σκαλοπάτια.

Ν’ ανοίξεις το βιβλίο·
εμείς ξυπνήσαμε μια μέρα
κι είδαμε τα όνειρά μας
τυπωμένα με γράμματα ψιλά.
Διαβάσαμε στις οδηγίες χρήσης
για τα τριάντα πέντε χρόνια μας
που ‘χουν παλιώσει,
για τις αναμνήσεις μας
που δεν πρόλαβαν ν’ ανθίσουν
κι έχουνε γίνει πρώιμη ιστορία.

Το χέρι που έγραφε βιαζόταν
κι από το γράφε γράφε
χάλασε το καρφί
που κρατούσε κρεμασμένη
τη λαμαρινένια σκάφη,
σάπισε την ξύλινη σκάλα της αυλή μας,
κι έκανε τη σκουριά της καπνοδόχου,
στο τοίχο, έργο τέχνης,
ύστερα έβαλε και τίτλο «άλλη εποχή».

Ψάξε να βρεις εκείνο το μολύβι
που έγραψε τα παιδικά μας χρόνια,
-ήτανε ξυμένο με κοφτερό σουγιά-
να το ‘χω, να το δείχνω.



           Δρόμοι που περπάτησες

Εχθροί και φίλοι οι δρόμοι που περπάτησες,
τους μετράς
με το δάχτυλό σου να δείχνει την καρδιά σου.

Μητροπόλεως, Βενιζέλου , Εγνατία
ανοίγουν κάθε νύχτα τις μαύρες ραφές τους,
καταπίνουν κάθε παράταιρη μορφή
που δε χώρεσε σε καμιά πόλη,
που δε βολεύτηκε σε κανένα κορμί
και δεν έγινε αίμα να κυλήσει στις φλέβες μας.

Κανένας τοίχος δε φωνάζει ονόματα
-μέσα από ψιλές ματωμένες τρύπες
που αχνίζουν-
καμιά σελίδα με ποιήματα δε φτερουγίζει,
κανένα ποίημα πια δε γράφεται με αίμα.

Κάθε νύχτα σ’ αυτούς τους δρόμους
φέρνω κρυφά κι από ένα στίχο μου
και του δείχνω τα σημάδια.
Απλώνω στο οδόστρωμα
κι ένα νήμα της σιωπής μου
να το βάψω με σκοτάδι,
πένθος στο μπράτσο να το ράψω
για τους πολέμους που δεν τέλειωσαν ακόμη.


          Τοίχοι της Θεσσαλονίκης

Λόγια καρφωμένα από παλιά στους τοίχους
συζητάνε χαμηλόφωνα για ιδέες.
Συνθήματα που ήταν κάποτε γραμμένα
φουντώνουν τη συζήτηση.
ανάσες αγωνίας, φανατισμού,
ανάσες ενθουσιασμού, πόνου.

Κάποιοι τοίχοι στη Θεσσαλονίκη ζωντανεύουν,
μαντρότοιχος του λιμανιού,
υδραγωγείο της Καλλιθέας,
μάντρα των μνημάτων της Αγια Παρασκευής.

Λόγια, συνθήματα, ανάσες στοιχειώνουν,
τρομάζουν τους ανυποψίαστους,
φωνάζουν το χθες στους πρωταγωνιστές.


Θοδωρής Βοριάς  

έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές:
"Τὸ τρύπιο ταβάνι" (2005) ISBN 13 978-960-6601-88-0 ἐκδόσεις Ἐρωδιός.
"Νυχτερινὲς ἐπιπλοκές" (2008) ISBN 978-960-454-075-4 ἐκδόσεις Έρωδιὸς.
"Πυγολαμπίδες" (2011) ISSN 1106-6032  2011 ἐκδόσεις Μπιλιέτο.
"Χαμένες ψηφίδες" (2012) ISBN 978-960-93-3894-3 ἰδιωτικὴ ἒκδοση.


Scholeio.com