Παρμενίδης, Αδιάφορο από πού θα ξεκινήσω· γιατί στο ίδιο σημείο θα φθάσω πάλι

   

 Σκεπτόμενος τη σκέψη του 
ανακαλύπτει όλο τον κόσμο


Κατά το 500 π. Χ. γράφονται τρία βιβλία τα οποία θεωρούνται Βίβλοι των θρησκειών: 

η Ζεν Αβέστα του Ζωροάστρη στα Ιρανικά πεδία, 


η Παλαιά Διαθήκη στο Β΄ ναό της Ιερουσαλήμ, και το 

Περί Φύσεως του Παρμενίδη στην Ελέα (κάτω Ιταλία) που μπορούμε να πούμε πως αποτελεί μια διασωθείσα Ελληνική Βίβλο. 

   Ουσιώδης διαφορά της Βίβλου αυτής σε σχέση με τις άλλες, εντοπίζεται στο πως ενώνει φιλοσοφία, θρησκεία και επιστήμη σε ένα, θέτοντας το φως ως αρχή του κόσμου.  

   Για αυτό το λόγο ο Παρμενίδης έχει καλεστεί όταν ήταν εν ζωή, «Φώλαρχος, Ουλιάδης και Φυσικός».

   Ένα από τα τρία δυσκολότερα κείμενα της παγκόσμιας φιλοσοφίας (τα άλλα δυο είναι ο Παρμενίδης του Πλάτωνα και η φαινομενολογία του πνεύματος του Χέγκελ ο οποίος έχει επηρεαστεί από τον Παρμενίδη). 
   Όπου, δηλ. στο στοχασμό το πιο δύσκολο, πίσω του βρίσκεται ο Παρμενίδης. 
   Πολλά από αυτά που γράφονται στο κείμενο θα δημιουργήσουν εκπλήξη, καθώς έχουν ενσωματωθεί στο Σύμβολο της Πίστη μας.  Για να μη νομιστεί πως υπερβάλει ο μεταφραστής, ακολουθεί τη μετάφραση το αρχαίο κείμενο. 

   Κλειδί για την κατανόηση του Παρμενίδη είναι ότι σκέφτεται τη σκέψη του,
   χρησιμοποιώντας ως όχημα διείσδυσης τη γλώσσα. 

   Μέσω αυτής εισδύει στα όντα του λόγου και της σκέψης (δηλ. σε ότι μιλάμε ή σκεφτόμαστε), και καθώς στο γκρίζο αχανές διάστημα του νου δημιουργείται το φωτεινό αντικείμενο του λόγου και της σκέψης (πχ. υπάρχει ένας ελέφαντας ή μη σκέφτεσαι ελέφαντα ή δεν υπάρχει πήγασος, το θέμα είναι ότι τον έχεις δημιουργήσει), βγάζει μια κοινή συνισταμένη που την ορίζει στη σκέψη ως ένα φως, το οποίο και θέτει ως βάση της πνευματικής θρησκείας.


   Μέσα από τη σκέψη του, δηλαδή, ο Παρμενίδης σκεπτόμενος τη σκέψη του, ανακαλύπτει τον κόσμο όλο.


"ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ"    ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ του Ελεάτη  
Μετάφραση: Σ. Γλυκοφρύδη 

   Οι θηλυκοί μου ίπποι με μετέφεραν ως τα πέρατα της επιθυμίας, όταν οδηγώντας με οι κατανέμουσες θεές μ’ έβαλαν στην περίφημη οδό, που φέρνει τα φώτα που θεωρούν  οι συγκεντρώσεις των ανθρώπων.
   Σε αυτή βρισκόμουν. Τα πολύ έφρονα άλογα που έφεραν
   5. το άρμα κάλπαζαν, ορίζοντας το διάβα του οι ηγεμόνισσες του δρόμου κόρες.
   Ο δε άξων μέσα στον αχό ανάγει ήχο όμοιο του σουραυλιού
καθώς κατακαιγόταν (υποφέροντας από τους ξέφρενους στροβιλισμούς  περί τα δυο του άκρα), όταν έσπευσαν για τη μεταφορά μου  οι κόρες του Ήλιου, οι οποίες αφού έφυγαν από τα δώματα της Νύχτας
   10. σε φως, είχαν στα χέρια τις καλύπτρες της μορφής τους.
Εκεί βρίσκονται οι δυο πύλες της ζωής, της Νύχτας και της Ημέρας, που έχουν κοινό υπέρθυρο και το ίδιο μαρμάρινο κατώφλι· και οι αυτές πέτρες οι αιθέριες περιβάλλουν τις μεγάλες θύρες· αυτών η Δίκη η πολύποινος έχει τα ανάλογα διπλά κλειδιά.
   15.  Προς αυτήν αποτάθηκαν με σεβασμό οι κόρες, μιλώντας ήπια - γλυκά. Την έπεισαν με συγκεκριμένες λέξεις επακριβείς, να βγάλει άμεσα και πλήρως το βαλανωτό-φιδίσιο κλείστρο των θυρών. Τα δε θυρόφυλλα τεράστιο χάσμα έκαναν, καθώς μετακινήθηκαντα πολύχαλκα
αξόνια και με αμοιβαίο συριγμό οι περόνες των αρθρώσεων
   20.  έστρεψαν στα δαχτυλίδια· και μέσω του ανοίγματος αυτού οι κόρες γοργά στον αμαξωτό δρόμο πέρασαν άλογα και άρμα. Και η θεά με υποδέχτηκε αγνά, παίρνονταςδε τρυφερά στο χέρι της το δεξί μου χέρι, κι αυτά τα λόγια τα λαμπρά είπε προσαγορεύοντάς με.  Ω νεαρέ σύντροφε των αθανάτων που κρατούντης ζωής τα γκέμια,
   25.  εσύ που ήλθες ως εδώ από τα ικανά άλογα φερμένος,
χαίρε, επειδή δεν σε ώθησε μοίρα κακή να εισέλθεις
σε αυτό το δρόμο (που για τα ανθρώπινα όντα τελειωμό δεν έχει), αλλά η θεία τάξη και το δίκιο. Πρέπει δε να σε πείσω για όλα, τόσο για της σφαιρικής Αλήθειας μου την άτρεμη καρδιά
   30.  όσο και για τις γνώμες των θνητών, όπου δεν υπάρχει βεβαιότητα. Αλλά θα καταλάβεις και αυτά θα μάθεις, ότι οι υπάρχουσες θεωρήσεις πρέπει να εξετάζονται καλά, περνώντας πάντοτε από κόσκινο τα πάντα.   __________1

Έλα, λοιπόν, εγώ θα σου εξηγώ, εσύ στα λόγια μου αναλογίσου, αφού ακούσεις ποιες είναι οι μόνες δισυπόστατες οδοί της νόησης. Η μεν μία ότι αυτό που είναι «είναι» και δεν υπάρχει το δεν είναι, είναι της Πειθούς το πλαίσιο (διότι εκεί πατάει γερά η αλήθεια),
   5. η δε άλλη ότι «δεν είναι» και ανάγκη είναι το είναι να μην υπάρχει, την οδό αυτή στη φράζω εντελώς, λέγοντάς σου ότι είναι αδιάβατη· διότι ούτε θα μπορούσες να γνωρίσεις το μη υπάρχον ον (δεν είναι κατορθωτό) ούτε να το εκφράσεις.  

       __________________________  2


Διότι σκέψη και ύπαρξη είναι το ίδιο πράγμα.    
  ____________________________  3


Πρόσεξε, όμως, και τα απόμακρα του νου είναι με σιγουριά παρόντα· διότι (ο νους) δε θα διασπάσει το ον απότη συνεκτική δομή του διασπείροντάς το εδώ κι εκεί ολοκληρωτικάκατά την κοσμική τάξη κι επανασυνθέτοντάς το.                                               
_________________________________  4


Για μένα είναι αδιάφορο,
από πού θα ξεκινήσω· γιατί στο ίδιο σημείο θα φθάσω πάλι.  


 ___________________  5



   Πρέπει το ον να είναι ο λόγος και η νόηση·διότι εκεί υπάρχει «είναι», ενώ στο μηδέν δεν υπάρχει· εγώ αυτά στα αποκαλώ υπέρ-νοητά.  Σε απομακρύνω όμως έτσι απ’ αυτήν εδώ την πρώτη οδό της έρευνας, ύστερα δε και από εκείνη, στην οποία οι θνητοί, μη γνωρίζοντας κάτι
   5. διαμορφώνονται, δίγνωμοι· διότι η αμηχανία που υπάρχει στα στήθη τους ευθύνεται για το μπερδεμένο τους μυαλό·αυτοαυτοπροσδιορίζονται κουφοί μαζί και τυφλοί, κατασαστισμένοι, σύνολα χωρίς κριτική σκέψη, στα οποία  αυτό που υπάρχει και δεν είναι,το νομίζουν άλλοτε το ένα και άλλοτε το άλλο, στα πάντα δε παλινδρομεί το πλαίσιο της ζωής τους. 

 _______________________________  6



   Διότι ποτέ ο τρόπος αυτός δε θα μπορέσει να καθορίσει τα ανύπαρκτα· αλλά εσύ από αυτή τη δισυπόστατη διαδρομή απομάκρυνε το νου σου, ούτε επίσης η συνήθεια να σε αναγκάζει σε αυτόν εδώ το δρόμο της οριακής προσπάθειας να περιφέρεις άσκοπο το βλέμμα και την καλή ακοή σου και τη γλώσσα, να κάνεις όμως με τη λογική σου μια ευρύτερη εκτίμηση 

___________  7



στα ειπωμένα από εμένα· γιατί μόνο με τα λόγια δεν μπορείς να φτάσεις σε αυτό που όντως είναι· στην πορεία πάντως της διαδρομής υπάρχουν πάρα πολλές ενδείξεις, ότι το ενυπάρχον ον είναι αγέννητο και άφθαρτο, καθόσον είναι ολοκληρωμένο κι εντελώς ακίνητο και χωρίς να έχει τέλος,

   5. ποτέ δεν υπήρξε ή θα υπάρξει, καθόσον τώρα (σκεπτόμενοι  και μιλώντας) είναι με τα πάντα, ένα, συνεχώς· επομένως ποια γέννα θα του αναζητήσεις; 
   Πώς, πότε κι από πού αυξήθηκε; Ούτε εκ του μη υπάρχοντος  θα σου επιτρέψω να πεις ούτε καν να το φανταστείς· διότι δεν μπορεί να λεχθεί ούτε να εννοηθεί πως δεν υπάρχει. Ποια ανάγκη λοιπόν το ώθησε
   10. λίγο πριν ή μετά, εκκινώντας από το μηδέν, να βγει ολοκληρωμένο; 

   Επομένως ή υπάρχει απόλυτος ανάγκη να υπάρχει (το εν-ον), είτε όχι. Ουδέποτε εκ του μη υπάρχοντος όντος θα επιτρέψει η δύναμη της πίστης να δημιουργηθεί κάτι παρ’ αυτού· ως εκ τούτου ούτε η γέννηση αλλά ούτε ο θάνατος σε αυτό συνάγουν. 
   Η θεά της ορθής κρίσης χαλαρώνοντας τα δεσμά, 
   15. (σημαίνει ότι) τα έχει· η δε κριτική επί των ανωτέρω συνοψίζεται στο εξής· είναι αυτό που είναι ή δεν είναι· ελέγχοντάς το, κατ’ ανάγκη, προκύπτει από τη μια ότι είναι ένα ακατανόητο και απροσδιόριστο γεγονός (μη αληθής
δρόμος) και από την άλλη ότι υφίσταται και οδεύει στον προσδιορισμό του.
   Πώς λοιπόν μετά από αυτά θα χαθεί το ον;  Πώς αφού υπάρχει, έγινε;
   20. Διότι εάν γεννήθηκε, δεν είναι, ούτε μπορεί ποτέ στο μέλλον να υπάρξει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η δημιουργία χάνεται όπως και η άδηλος καταστροφή. Ούτε διαιρετό είναι, επειδή κάθε μέρος του είναι όμοιο· ούτε είναι κάπου περισσότερο, θα εμπόδιζε τη συνοχή του,
ούτε λιγότερο, ολόκληρο πληρούται από τον εαυτό του.
   25. Ως εκ τούτου στο διηνεκές είναι τα πάντα· το ον συνάγει με τα όντα. Αυτό καθώς μένει σταθερό από την ισχυρή συνδεσιμότητά του είναι άνευ αρχής και τέλους, επειδή η γέννηση και η καταστροφή μακριά απ’ εδώ πλάστηκαν, τις απώθησε δε η αληθής πίστη. Το ίδιο καθώς μένει στον εαυτό του στον εαυτό του βρίσκεται,
   30. και τοιουτοτρόπως διατηρείται σταθερό· διότι η κρατερή Ανάγκη το δεσμεύει μέσα σε πλαίσια όπου απόπαντού το περιβάλλουν, οπότε κατά τη θεία τάξη και το δίκαιο το ον δεν είναι αχανές· υπάρχει δε χωρίς στερήσεις· διαφορετικά θα ήθελε τα πάντα. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της νόησης κι εξ αυτού υπάρχει η σκέψη.
   35.  Διότι χωρίς το ον, το οποίο στα πάντα είναι πλήρες, δεν μπορείς να εξάγεις νόημα· διότι δεν υπήρξε ή θα υπάρξει ποτέ τίποτε άλλοπαρ’ εκτός αυτού του όντος, επειδή οι θεές της κατανομής το δέσμευσαν
από παντού, με συνέπεια να μένει ακίνητο καθ’ ολοκληρία· το όνομα έχει των πάντων, όσων οι θνητοί κατέθεσαν πεπεισμένοι ότι είναι αληθή,
40.  αυτό που γίνεται και χάνεται, αυτό που είναι και δεν είναι
και η αλλαγή του τόπου, μέσω της χροιάς της φωτο-ανταποδοτικότητας. Αλλά επειδή υπάρχει τοπο-χρονικό πλαίσιο, είναι περιορισμένο από παντού, έχοντας όγκο όμοιο με ολοστρόγγυλη σφαίρα, ενδιαμέσως ισοδύναμο στα πάντα· σε αυτό ούτε κάτι περισσότερο
   45.  ούτε κάτι λιγότερο αρμόζει να είναι σε κάποιο του σημείο. Διότι ούτε το μη ον υπάρχει, πράγμα που θα το εμπόδιζε να φθάσει στο ομοούσιο, ούτε υπάρχει διαμορφωμένο κατά κάποιο τρόπο εκ του περιβάλλοντος, επειδή είναι σύμπαν απαραβίαστο· και καθώς είναι το ίδιο παντού, ομοίως κυριαρχεί στα όριά του.

   50.  Σε αυτό το σημείο σταματώ τον ειλικρινή μου λόγο για το νόημα της αμφοτερόπλευρης αλήθειας· ακούγοντας δε τις επεξηγήσεις μου μάθε από δω και πέρα ότι οι γνώμες των θνητών είναι λαθεμένες. Για να κατηγοριοποιήσουν τα μορφώματα στηρίχτηκαν σε δυο θέσεις· (θεωρώντας) ότι δεν έπρεπε να είναι μία, πράγμα στο οποίο έσφαλαν·
   55. τα αντίθετα έκριναν από την κάθε κατασκευή και έβαλαν διακριτικά μη ταυτόσημα μεταξύ τους, το μεν ένα όρισαν το αιθέριο πυρ της φλόγας, που είναι ήπιο ον, πολύ αραιό κι ελαφρύ, παντού το ίδιο με τον εαυτό του, το δε άλλο κάτι που δεν είναι ίδιο με τον εαυτό του· αλλά κι αυτό κατά τον
ίδιο τρόπο τον αντίθετο (το έθεσαν), την αγνωστική νύχτα, που έχει πυκνό
   60. σώμα και βάρος. Όλα αυτά στα αποκαλώ φαινομενικό διάκοσμο, για να μη σε παρασύρει ποτέ κάποια τέτοια γνώμη των θνητών. 

 ________________  8



Αλλά, εφόσον τα πάντα έχουν χαρακτηριστεί από φως και νύχτα και σύμφωνα με τις ίδιες δυνάμεις τους μετέχουν το ένα στο άλλο, το παν ως σύνολο (θα) αποτελείται μαζί από φως και άφαντη νύχτα με ίση των δυο αναλογία, επομένως θα ήταν ουδέτερο, άρα μηδέν.  
 ______________  9





Θα γνωρίσεις και την αιθέρια φύση και τα πάντα εντός του αιθέρα τα ενδεικτικά σημεία και τα φανερά έργα της άσπιλης ηλιακής παν-φωτοδότριας πηγής και από πού δημιουργήθηκαν, θα πληροφορηθείς και για την περιφερική τροχιά της κυκλοτερούς σελήνης
   5. και τη φύση της, θα μάθεις και για τον ουρανό που περικλείει τα πάντα από πού δημιουργήθηκε και πώς οδηγώντας τον του επέβαλλε η Ανάγκη να διατηρεί τα όρια των άστρων. 

 ______________  10


   (Το) πώς η γη και ο ήλιος και η σελήνη
και ο απλός αέρας (και) ο ουράνιος γαλαξίας και το τελευταίο βουνό καθώς και η θερμή πηγή των άστρων όρμησαν
στη δημιουργία. 
 _____________  11


   Οι δε στενότερες στεφάνες είναι γεμάτες από αγνό πυρ αμόλυντο, οι δε επ’ αυτών (είναι) της νύχτας, με τη δε φλόγα αναδύεται η ειμαρμένη· και στο μέσον αυτών η κατανέμουσα θεά που τα πάντα κυβερνά· διότι στα πάντα άρχει και στο στυγερό τοκετό και στην ερωτική σμίξη στέλνοντας το θηλυκό ν’ αναμιχθεί με το αρσενικό και το αντίθετο πάλι,
το αρσενικό με το θηλυκό. 
 _____________  12




πρώτον από όλους τους θεούς, τον έρωτα  ανέδειξε 
  _____________  13



φως ξένο που περιφέρεται στη γη και φαίνεται τη νύχτα (για τη σελήνη)  
 ____________  14


που πάντα στρέφει το πρόσωπο στο φως του ήλιου (για τη σελήνη).  



____________  15


   Διότι όπως ο καθένας είναι το κράμα των πολύ διαφορετικών μελών του, κατά τον ίδιο τρόπο ο νους παρίσταται στους ανθρώπους· διότι το ίδιο είναι εκείνο το οποίο η φύση φρονεί για τα μέλη των ανθρώπων και για τους πάντες και το καθετί· το δε περισσότερο έχει σημασία.  

_____________  16



από δεξιά μεν τ’ αρσενικά, από αριστερά δε τα θηλυκά 

 _______________  17



   Όταν η γυναίκα και ο άντρας αναμειγνύουν τα σπέρματα του έρωτα, η δύναμη που ρέει στα αγγεία τους από το διαφορετικό αίμα, αν έχει την κατάλληλη αναλογία, σώματα καλά παράγει. Όταν οι δυνάμεις αντιμάχονται καθώς τα σπέρματα αναμειγνύονται και δε σχηματίζουν ενότητα στο σώμα, το γεννημένο από διπλό σπέρμα φύλο θα βασανίζεται από δεινές και συχνές ταλαιπωρίες.  

______________  18



   Έτσι λοιπόν κατ’ αυτήν τη δοξασία έγιναν αυτά που κυριαρχούν και στη συνέχεια από εδώ θα τελευτήσουν έχοντας τραφεί· στο όνομα δε αυτών οι άνθρωποι έθεσαν επισημάνσεις για το καθετί.  

______________ 19




ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ Ελεάτη - Περί Φύσηος

Αρχαίο κείμενο


1


ἵπποι ταί μεφέρουσιν, ὅσον τ’ ἐπὶ θυμὸς ἱκάνοι,
πέμπον, ἐπείμ’ ἐς ὁδὸν βῆσαν πολύφημον ἄγουσαι
δαίμονες, ἣκατὰ πάντ’ ἄστη φέρει εἰδότα φῶτα·
τῇ φερόμην·τῇ γάρ με πολύφραστοι φέρον ἵπποι
   5.  ἅρματιταίνουσαι, κοῦραι δ’ ὁδὸν ἡγεμόνευον.
ἄξων δ’ ἐνχνοίηισιν ἵει σύριγγος ἀυτήν
αἰθόμενος(δοιοῖς γὰρ ἐπείγετο δινωτοῖσιν
κύκλοιςἀμφοτέρωθεν), ὅτε σπερχοίατο πέμπειν
Ἡλιάδεςκοῦραι, προλιποῦσαι δώματα Νυκτός,
   10.  εἰς φάος,ὠσάμεναι κράτων ἄπο χερσὶ καλύπτρας.
ἔνθα πύλαιΝυκτός τε καὶ Ἢματός εἰσι κελεύθων,
καί σφαςὑπέρθυρον ἀμφὶς ἔχει καὶ λάινος οὐδός·
αὐταὶ δ’αἰθέριαι πλῆνται μεγάλοισι θυρέτροις·
τῶν δὲ Δίκηπολύποινος ἔχει κληῖδας ἀμοιβούς.
   15.  τὴν δὴπαρφάμεναι κοῦραι μαλακοῖσι λόγοισιν.
πεῖσανἐπιφραδέως, ὥς σφιν βαλανωτὸν ὀχῆα
ἀπτερέωςὤσειε πυλέων ἄπο· ταὶ δὲ θυρέτρων
χάσμ’ ἀχανὲςποίησαν ἀναπτάμεναι πολυχάλκους
ἄξονας ἐνσύριγξιν ἀμοιβαδὸν εἰλίξασαι
   20.  γόμφοις καὶπερόνηισιν ἀρηρότε· τῇ ῥα δι’ αὐτέων
ἰθὺς ἔχονκοῦραι κατ’ ἀμαξιτὸν ἅρμα καὶ ἵππους.
καί με θεὰπρόφρων ὑπεδέξατο, χεῖρα δὲ χειρί
δεξιτερὴνἕλεν, ὧδε δ’ ἔπος φάτο καί με προσηύδα·
ὦ κοῦρ’ἀθανάτοισι συνάορος ἡνιόχοισιν,
   25.  ἵπποις ταί σεφέρουσιν ἱκάνων ἡμέτερον δῶ,
χαῖρ’, ἐπεὶοὔτι σε μοῖρα κακὴ προὔπεμπε νέεσθαι
τήνδ’ ὁδόν (ἦγὰρ ἀπ’ ἀνθρώπων ἐκτὸς πάτου ἐστίν),
ἀλλὰ θέμις τεδίκη τε. χρεὼ δέ σε πάντα πυθέσθαι
ἠμὲν Ἀληθείηςεὐκυκλέος ἀτρεμὲς ἠτορ
   30.  ἠδὲ βροτῶνδόξας, ταῖς οὐκ ἔνι πίστις ἀληθής.
ἀλλ’ ἔμπηςκαὶ ταῦτα μαθήσεαι, ὡς τὰ δοκοῦντα
χρῆν δοκίμωςεἶναι διὰ παντὸς πάντα περῶντα.


2


εἰ δ’ ἄγ’ἐγὼν ἐρέω, κόμισαι δὲ σὺ μῦθον ἀκούσας,
αἵπερ ὁδοὶμοῦναι διζήσιός εἰσι νοῆσαι·
ἡ μὲν ὅπωςἔστιν τε καὶ ὡς οὐκ ἔστι μὴ εἶναι,
Πειθοῦς ἐστικέλευθος (Ἀληθείηι γὰρ ὀπηδεῖ),
   5.  ἡ δ’ ὡς οὐκἔστιν τε καὶ ὡς χρεών ἐστι μὴ εἶναι,
τὴν δή τοιφράζω παναπευθέα ἔμμεν ἀταρπόν·
οὔτε γὰρ ἂνγνοίης τό γε μὴ ἐὸν (οὐ γὰρ ἀνυστόν)
οὔτε φράσαις.


3

τὸ γὰρ αὐτὸ νοεῖν ἔστιν τε καὶ εἶναι.


4

λεῦσσε δ’ ὅμως ἀπεόντα νόῳ παρεόνταβεβαίως·
οὐ γὰρ ἀποτμήξει τὸ ἐὸν τοῦ ἐόντος ἔχεσθαι
οὔτε σκιδνάμενον πάντῃ πάντως κατὰ κόσμον
οὔτε συνιστάμενον.


5
ξυνὸν δὲ μοί ἐστιν,
ὁππόθεν ἄρξωμαι· τόθι γὰρ πάλιν ἵξομαιαὖθις.


6


χρὴ τὸ λέγειν τε νοεῖν τ’ ἐὸν ἔμμεναι·ἔστι γὰρ εἶναι,
μηδὲν δ’ οὐκ ἔστιν· τά σ’ ἐγὼ φράζεσθαιἄνωγα.
πρώτης γάρ σ’ ἀφ’ ὁδοῦ ταύτης διζήσιος<εἴργω>,
αὐτὰρ ἔπειτ’ ἀπὸ τῆς, ἣν δὴ βροτοὶ εἰδότεςοὐδὲν
   5.  πλάττονται, δίκρανοι· ἀμηχανίη γὰρ ἐν αὐτῶν
στήθεσιν ἰθύνει πλαγκτὸν νόον· οἱ δὲφοροῦνται
κωφοὶ ὁμῶς τυφλοί τε, τεθηπότες, ἄκριταφῦλα,
οἷς τὸ πέλειν τε καὶ οὐκ εἶναι ταὐτὸννενόμισται
κοὐ ταὐτόν, πάντων δὲ παλίντροπός ἐστικέλευθος.


7


οὐ γὰρ μήποτε τοῦτο δαμῇ εἶναι μὴ ἐόντα·
ἀλλὰ σὺ τῆσδ’ ἀφ’ ὁδοῦ διζήσιος εἶργενόημα,
μηδὲ σ’ ἔθος πολύπειρον ὁδὸν κατὰ τήνδεβιάσθω,
νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα καὶ ἠχήεσσαν ἀκουήν
   5.  καὶ γλῶσσαν, κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηρινἔλεγχον


8
ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα· μόνος δ’ ἔτι μῦθοςὁδοῖο
λείπεται ὡς ἔστιν· ταύτηι δ’ ἐπὶ σήματ’ἔασι
πολλὰ μάλ’, ὡς ἀγένητον ἐὸν καὶ ἀνώλεθρόνἐστιν,
ἐστι γὰρ οὐλομελές τε καὶ ἀτρεμὲς ἠδ’ἀτέλεστον·
   5.  οὐδέ ποτ’ ἦν οὐδ’ ἔσται, ἐπεὶ νῦν ἔστιν ὁμοῦπᾶν,
ἕν, συνεχές· τίνα γὰρ γένναν διζήσεαιαὐτοῦ;
πῇ πόθεν αὐξηθέν; οὐδ’ ἐκ μὴ ἐόντος ἐάσσω
φάσθαι σ’ οὐδὲ νοεῖν· οὐ γὰρ φατὸν οὐδὲνοητόν
ἔστιν ὅπως οὐκ ἔστι. τί δ’ ἄν μιν καὶχρέος ὦρσεν
   10.  ὕστερον ἢ πρόσθεν, τοῦ μηδενὸς ἀρξάμενον, φῦν;
οὔτως ἢ πάμπαν πελέναι χρεών ἐστιν ἢ οὐχί.
οὐδέ ποτ’ ἐκ μὴ ἐόντος ἐφήσει πίστιοςἰσχύς
γίγνεσθαί τι παρ’ αὐτό· τοῦ εἵνεκεν οὔτεγενέσθαι
οὔτ’ ὄλλυσθαι ἀνῆκε. Δίκη χαλάσασαπέδηισιν,
   15.  ἀλλ’ ἔχει· ἡ δὲ κρίσις περὶ τούτων ἐν τῷδ’ἔστιν·
ἔστιν ἢ οὐκ ἔστιν· κέκριται δ’ οὖν, ὥσπερἀνάγκη,
τὴν μὲν ἐᾶν ἀνόητον ἀνώνυμον (οὐ γὰρἀληθής
ἔστιν ὁδός), τὴν δ’ ὥστε πέλειν καὶἐτήτυμον εἶναι.
πῶς δ’ ἂν ἔπειτ’ ἀπόλοιτο ἐόν; πῶς δ’ ἄνκε γένοιτο;
   20.  εἰ γὰρ ἔγεντ’, οὐκ ἔστ(ι), οὐδ’ εἴ ποτε μέλλειἔσεσθαι.
τὼς γένεσις μὲν ἀπέσβεσται καὶ ἄπυστοςὄλεθρος.
οὐδὲ διαιρετόν ἐστιν, ἐπεὶ πᾶν ἐστινὁμοῖον·
οὐδέ τι τῇ μᾶλλον, τό κεν εἴργοι μινσυνέχεσθαι,
οὐδέ τι χειρότερον, πᾶν δ’ ἔμπλεόν ἐστινἐόντος.
   25.  τῷ ξυνεχὲς πᾶν ἐστιν· ἐὸν γὰρ ἐόντι πελάζει.
αὐτὰρ ἀκίνητον μεγάλων ἐν πείρασι δεσμῶν
ἔστιν ἄναρχον ἄπαυστον, ἐπεὶ γένεσις καὶὄλεθρος
τῆλε μάλ’ ἐπλάχθησαν, ἀπῶσε δὲ πίστιςἀληθής.
ταὐτόν τ’ ἐν ταὐτῷ τε μένον καθ’ ἑαυτό τεκεῖται
   30.  χοὔτως ἔμπεδον αὖθι μένει· κρατερὴ γὰρ Ἀνάγκη
πείρατος ἐν δεσμοῖσιν ἔχει, τό μιν ἀμφὶςἐέργει,
οὕνεκεν οὐκ ἀτελεύτητον τὸ ἐὸν θέμιςεἶναι·
ἔστι γὰρ οὐκ ἐπιδευές· μὴ ἐὸν δ’ ἂν παντὸςἐδεῖτο.
ταὐτὸν δ’ ἐστὶ νοεῖν τε καὶ οὕνεκεν ἔστινόημα.
   35.  οὐ γὰρ ἄνευ τοῦ ἐόντος, ἐν ὧι πεφατισμένονἔστιν,
εὑρήσεις τὸ νοεῖν· οὐδέν γὰρ <ἢ>ἔστιν ἢ ἔσται
ἄλλο πάρεξ τοῦ ἐόντος, ἐπεὶ τό γε Μοῖρ’ἐπέδησεν
οὖλον ἀκίνητόν τ’ ἔμεναι· τῷ πάντ’ ὄνομ(α)ἔσται,
ὅσσα βροτοὶ κατέθεντο πεποιθότες εἶναιἀληθῆ,
   40.  γίγνεσθαί τε καὶ ὄλλυσθαι, εἶναί τε καὶ οὐχί,
καὶ τόπον ἀλλάσσειν διά τε χρόα φανὸνἀμείβειν.
αὐτὰρ ἐπεὶ πεῖρας πύματον, τετελεσμένονἐστί
πάντοθεν, εὐκύκλου σφαίρης ἐναλίγκιονὄγκῳ,
μεσσόθεν ἰσοπαλὲς πάντηι· τὸ γὰρ οὔτε τιμεῖζον
   45.  οὔτε τι βαιότερον πελέναι χρεών ἐστι τῇ ἢ τῇ.
οὔτε γὰρ οὐκ ἐὸν ἔστι, τό κεν παύοι μινἱκνεῖσθαι
εἰς ὁμόν, οὔτ’ ἐὸν ἔστιν ὅπως εἴη κενἐόντος
τῇ μᾶλλον τῇ δ’ ἧσσον, ἐπεὶ πᾶν ἐστινἄσυλον·
οἷ γὰρ πάντοθεν ἶσον, ὁμῶς ἐν πείρασικύρει.
   50.  ἐν τῷ σοι παύω πιστὸν λόγον ἡδὲ νόημα
ἀμφίςἀληθείης· δόξας δ’ ἀπὸ τοῦδε βροτείας
μάνθανε κόσμον ἐμῶν ἐπέων ἀπατηλὸν ἀκούων.
μορφὰς γὰρ κατέθεντο δύο γνώμας ὀνομάζειν·
τῶν μίαν οὐ χρεών ἐστιν ἐν ὧι πεπλανημένοι εἰσίν
   55.  τἀντία δ’ ἐκρίναντο δέμας καὶ σήματ’ ἔθεντο
χωρὶς ἀπ’ ἀλλήλων, τῇ μὲν φλογὸς αἰθέριονπῦρ,
ἤπιον ὄν, μέγ’ ἀραιὸν ἐλαφρόν, ἑωυτῷπάντοσε τωὐτόν,
τῷ δ’ ἑτέρῳ μὴ τωὐτόν· ἀτὰρ κἀκεῖνο κατ’αὐτό
τἀντία νύκτ’ ἀδαῆ, πυκινὸν δέμας ἐμβριθέςτε.
60 τόν σοι ἐγὼ διάκοσμον ἐοικότα πάντα φατίζω,
ὡς οὐ μή ποτέ τίς σε βροτῶν γνώμηπαρελάσσηι.


9

αὐτὰρ ἐπειδὴ πάντα φάος καὶ νὺξ ὀνόμασται
καὶ τὰ κατὰ σφετέρας δυνάμεις ἐπὶ τοῖσί τεκαὶ τοῖς,
πᾶν πλέον ἐστὶν ὁμοῦ φάεος καὶ νυκτὸςἀφάντου
ἴσων ἀμφοτέρων, ἐπεὶ οὐδετέρῳ μέτα μηδέν.


10


εἴσηι δ’ αἰθερίαν τε φύσιν τά τ’ ἐν αἰθέριπάντα
σήματα καὶ καθαρᾶς εὐαγέος ἠελίοιο
λαμπάδος ἔργ’ ἀίδηλα καὶ ὁππόθενἐξεγένοντο,
ἔργα τε κύκλωπος πεύσηι περίφοιτα σελήνης
   5.  καὶ φύσιν, εἰδήσεις δὲ καὶ οὐρανὸν ἀμφὶςἔχοντα
ἔνθεν μὲν γὰρ ἔφυ τε καὶ ὥς μιν ἄγουσ(α)ἐπέδησεν
Ἀνάγκη
πείρατ’ ἔχειν ἄστρων.


11

πῶς γαῖα καὶ ἥλιος ἠδὲ σελήνη
αἰθήρ τε ξυνὸς γάλα τ’ οὐράνιον καὶὄλυμπος
ἔσχατος ἠδ’ ἄστρων θερμὸν μένος ὡρμήθησαν
γίγνεσθαι.

12

αἱ γὰρ στεινότεραι πλῆντο πυρὸς ἀκρήτοιο, 
αἱ δ’ ἐπὶ ταῖς νυκτός, μετὰ δὲ φλογὸς ἵεται αἶσα·
ἐν δὲ μέσῳ τούτων δαίμων ἣ πάντα κυβερνᾷ·
πάντα γὰρ <ἣ> στυγεροῖο τόκου καὶμίξιος ἄρχει
πέμπουσ’ ἄρσενι θῆλυ μιγῆν τό τ’ ἐναντίοναὖτις
ἄρσεν θηλυτέρῳ.


13

πρώτιστον μὲν Ἔρωτα θεῶν μητίσατο πάντων


14

νυκτιφαὲς περὶ γαῖαν ἀλώμενον ἀλλότριονφῶς


15

αἰεὶ παπταίνουσα πρὸς αὐγὰς ἠελίοιο.


16

ὡς γὰρ ἕκαστος ἔχει κρᾶσιν μελέων πολυπλάγκτων,
τὼς νόος ἀνθρώποισι παρίσταται· τὸ γὰραὐτό
ἔστιν ὅπερ φρονέει μελέων φύσιςἀνθρώποισιν
καὶ πᾶσιν καὶ παντί· τὸ γᾶρ πλέον ἐστὶνόημα.


17

δεξιτεροῖσιν μὲν κούρους, λαιοῖσι δὲκούρας

18

femina virque simul Veneris cum germina miscent,
venis informans diverso ex sanguine virtus
temperiem servans bene condita corpora fingit.
nam si virtutes permixto semine pugnent
nec faciant unam permixto in corpore, dirae
nascentemgemino vexabunt semine sexum.


19

οὕτω τοι κατὰ δόξαν ἔφυ τάδε καί νυν ἔασι
καὶ μετέπειτ’ ἀπὸ τοῦδε τελευτή σου σιτραφέντα·
τοῖς δ’ ὄνομ’ ἄνθρωποι κατέθεντ’ ἐπίσημον ἑκάστῳ.
______________________________________________________


Κεφάλαια στα οποία μπορεί να αναλυθεί (Σπουδή)

Α. Προς Αλήθεια: 

1.α. Το ταξίδι (1.1-1.10), β. Ηκλειδοκράτωρ Δίκη (1.11-1.21), γ. Η υποδοχή (1.22-1.32). 
2. Οι οδοί της νόησης. 
3. Το ταυτόσημο νόησης και είναι. 
4. Η δυσκολία κατανόησης του υπερβατικού (η αρχή του ευρύτερου περικλείοντος). 
5. Ηολότητα των επεξηγήσεων. 
6. Η ευρύτερη Αλήθεια. 
7. Ανάγκη για ανεξάρτητη σκέψη. 
8.α. Η αδυναμία και τα σήματα της γλώσσας (8.1-8.3), β. Οι ιδιότητες του όντος(8.3-8.49).  


Β. Περί γνώμης: Το προπατορικό αμάρτημα 
(8.50-8.62).

9. Ηκατάρριψη του δυισμού. 
10. Εισαγωγή στην κοσμογονία. 
11. Η ορμή της γένεσης.
12. Οι στεφάνες της δημιουργίας. 
13. Πρώτος γήινος θεός ο Έρωτας. 
14 & 15.  Για τη Σελήνη. 
16. Ο επιμερισμός της γνώσης. 
17. Περί του φύλου. 
18. Γενετική ευγονία. 
19.  Προφητεία επί της σημειολογίας.

   Το Παρμενιδικό «εόν»: Το κείμενο επικεντρώνεται σε μια ιδιαίτερη λέξη, την «εόν». 

   Πολλοί την ερμηνεύουν απλά ως «ον». 
   Για να της προσδώσουμε μια βαθύτερη εννοιολογική χροιά, σύμφωνα με τη γλωσσική σημειολογία, σημαίνει: 

εγώ το όλον αποδέχομαι ή 


εγώ το ον ή 


ο ενυπάρχον σε όλους ον.


   Τα Φώτα: Ως πηγή της δημιουργίας νοείται ένα Φως, πριν ακόμα γίνει φως, χρόνος, βούληση και λόγος. 

   Το Φως αυτό διχάζεται στην κβαντική πύλη (βήσα οδός) και παίρνει την εμπράγματη (πνευματικο-υλική) μορφή του.
    Κατόπιν, όπως το ουράνιο τόξο, χωρίζεται σε χρώματα και αποχρώσεις φτιάχνοντας τον κόσμο και τους ανθρώπους, ο καθείς των οποίων είναι φως και κατέχει ένα μέρος του φωτός.

   Η συνέχεια: Ο Λεύκιππος, μαθητής του Παρμενίδη και δάσκαλος του Δημόκριτου, παίρνει τη μια ιδιότητα του Παρμενιδικού όντος, το άτμητο, και το ορίζει ως αρχή της ύλης (μη λαμβάνοντας υπόψη του την πνευματική διάσταση - εξού και μένος εναντίων του, του Πλάτωνα). 

   Ο Μέλισσος, ένας άλλος μαθητής του Παρμενίδη που θεωρεί πως το άτμητο έχει κίνηση, ανοίγει στη Σάμο φυσικο-φιλοσοφική σχολή από την οποία ξεπηδά μετά από λίγες γενεές ο Αρίσταρχος των φωτονίων (από το κείμενο προκύπτει ότι ο Παρμενίδης δεχόταν πρώτος την ηλιοκεντρική θεωρία). 

   Ο Ζήνων, ψυχοπαίδι και διάδοχος του Παρμενίδη, αναλώνεται να κάνει κατανοητό το ακίνητο της πρωτογενούς πηγής, διαχωρίζοντας το χώρο από το χρόνο.

   Ο Σωκράτης, που νεαρός παρακολούθησε μαθήματα του Ζήνωνα όταν είχαν έλθει στην Αθήνα με τον Παρμενίδη, πέφτει με τα μούτρα στο παρμενιδικό εφαλτήριο, την εννοιολογία. 

   Οι Παρμενιδικοί, Αναξαγόρας και Πρωταγόρας, παρότι κρατούν επιφυλακτική θέση στα «μεταφυσικά», καταδικάζονται από τον τρομονόμο του Διοπείθη (για τα καινά δαιμόνια, από τον οποίο δεν γλύτωσε ούτε ο Σωκράτης). 

   Ο Πλάτων, εκ του Παρμενίδη ορμώμενος και πονηρά ποιώντας, μη μιλώντας για θεούς, δημιουργεί την εικόνα του σπηλαίου και του όντος των τέλειων ιδεών, παίρνοντας με τρόπο τους θεούς από τη γη, πηγαίνοντάς τους όλους ως έναν, στο «επέκεινα». 

   Ο Αριστοτέλης, στηρίζει το μηχανισμό της λογικής του πάνω στον Παρμενίδη, ασχέτως αν διαφωνεί με το τελικό αποτέλεσμα όταν δεν συνάγει με τη πρακτικότητα. 

   Μετά όμως από λίγα χρόνια, οι νέο-πλατωνικοί, οι περισσότεροι των οποίων είναι Ιουδαίοι, παίρνουν το θεϊκό ον του Πλάτωνα και βάζουν τον Γιαχβέ στη φωτεινή του θέση. 


   Οι νέο-αριστοτελικοί, με την σειρά τους, θα δράσουν σε δεύτερη φάση, ωφελιμιστικά, πότε αποδεχόμενοι τον επί γης θεό και πότε τον προσωπικό τους.


   Η σημερινή εορτή των Φώτων: Αρχή στη σύγχρονη βάση μας έχει τον Παρμενίδη. 

   Είτε ως κόσμος που υπάρχει πραγματικά, είτε ως κίβδηλος, είτε ως ιδέα (που είναι το φως που ανάβει η φαντασία όταν η επιθυμία βρίσκεται σε σκοτεινό λαγούμι) είτε ως πρακτική χρήση (το φως υπό προσδιορισμούς). 

Πέραν αυτού, και ασχέτως τι πιστεύουμε, στην εορτή των Φώτων πρέπει να αποδώσουμε τα του Παρμενίδη στον Παρμενίδη. 
Είναι ο σύγχρονος εισηγητής.
____________________________________

τη μετάφραση έκανε ο Σωτήρης Γλυκοφρύδης


Αυτές είναι μερικές βασικές πληροφορίες πολύ συμπυκνωμένες, 
για περισσότερα, όσοι επιθυμούν, μπορούν να ανατρέξουν στα 
ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ  (λάιτ έκδοση) και 
ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ  (για περισσότερο«ψαγμένους»).


Scholeio.com

Οι Περιπέτειες της Ανθρώπινης Σκέψης στην Αρχή της


V. Koskiniotou, Πίνακας "Σκέψεις για Σένα"



Η Αρχή της Σκέψης


Η Αρχή της Φύσης.  Η ουσιαστική έννοια για την αρχή της φύσης παρέκλινε από αυτή που έθεσαν οι πρώτοι μεγάλοι στοχαστές και κατέληξε παραποιημένη.  

Ένα γνωστό παιχνίδι, το «χαλασμένο τηλέφωνο» σύμφωνα με το οποίο κάποιος λέει μια φράση και μεταφερόμενη από τον ένα στον άλλο καταλήγει παραποιημένη, είναι πολύ βολικό παράδειγμα παρομοίωσης. 

Κάπως έτσι έγινε και με τη φιλοσοφία.  Αν προσπαθήσουμε να βρούμε την αρχή...   Θα αρχίσουμε από τον Θαλή. 



Ο Θαλής είπε ότι αρχή της φύσης είναι το «νερό», με την έννοια του υγρού στοιχείου της γήινης ζωής.    Ο Αναξίμανδρος που επακολούθησε είναι ο πρώτος «μεταφυσικός» φιλόσοφος υπό την έννοια της αναγωγής της αρχής αυτής σε μια συμπαντική πηγή εκπόρευσης, την οποία όρισε ως πνεύμα, θέτοντας αρχική ουσία το «άπειρο».  
   Το άπειρο του Αναξίμανδρου δεν έχει σχέση με το χώρο, αλλά με το βίωμα που προκύπτει από την πυρά της εμπειρίας, πράγμα που προσανατολίζει τη λέξη αυτή στην έννοια του απροσδιόριστου και όχι του απεριόριστου, όπως, παραπέμποντας σε χαλασμένο τηλέφωνο, αυτή συχνά μεταφράζεται. 
   Ο πάντα επίσημα ενδεδυμένος Αναξίμανδρος θεωρεί ότι η φύση μέσω της ζωής και της μεταστοιχείωσης κομίζει απο τον εαυτό της στον εαυτό της την εμπειρία, άσχετα απο το όποιο δίκαιο ή άδικο θεωρούμε ότι υφίσταται υποκειμενικά κατά τη διαδρομή του χρόνου. 

   Ως σημαντικότερο όλων θεωρεί τη γέννηση, από την οποία τα πάντα μετακυλίονται κατά το πρέπον και το δοκούν, κομίζοντας στην εκπέμπουσα και απορροφώσα πηγή τη γνώση. 

   Ο Αναξίμανδρος είναι ο πρώτος μεγάλος στοχαστής που μπορεί να χαρακτηριστεί τιτάνας. 
   Παίρνει το υγρό στοιχείο του Θαλή και το κάνει θερμική ενέργεια - συμπαντική πηγή, ορίζοντας με τον αποχρώντα λόγο του ότι στο νερό βρίσκεται η κατάληξή του, η αρχή της εδώ φύσης. 
   Εάν ο Θαλής θεωρείται η έναρξη της φιλοσοφίας και της επιστήμης (κατά ποσοστό 50-50), ο Αναξίμανδρος είναι ο πρώτος καθαρός (100%) φιλόσοφος, επεκτείνοντας στην ουσία την ερμηνεία του νερού του Θαλή....          
Ο Αναξιμένης, ο εκλαϊκευτής του Αναξίμανδρου,  ορίζει ως αρχή του απείρου μια αιθέρια οντολογική ουσία, με υφή ενός λεπτότατου είδους «αέρα».

          Ο Πυθαγόρας που ακολουθεί, καταλαβαίνει τη δυσκολία της ερμηνείας μέσω των λέξεων και απεγκλωβίζεται από την αρχή της λεκτικής, ορίζοντας το δρόμο της επεξήγησης μέσω των αριθμών. 

   Κάνει σπονδές όταν βρίσκει το λόγο των πλευρών και της διαγώνιου του τριγώνου, αλλά σύντομα θα επέλθει η καταστροφή με τον άρρητο αριθμό που θα προκύψει ως σπέρμα φρίκης από το γνωστό θεώρημά του. 
   Τα μαθηματικά για επεξήγηση της φύσης αυτοκαταστράφηκαν εν τη γενέσει τους. 
   Ο Πυθαγόρας ήταν ο πρώτος που και τα εφάρμοσε αλλά και ο πρώτος που κατάλαβε ότι με τον άρρητο αριθμό που ανέκυψε και άλλους που θα επακολουθούσαν, ποτέ η τετράγωνη λογική δεν θα μπορούσε να περικλύσει τη σφαιρική γνώση.

          Ο Ξενοφάνης και ο Ηράκλειτος διαμαρτύρονται για την τροπή που πήρε από τον Πυθαγόρα η φιλοσοφία, από την προσπάθειά του να προσεγγίσει τη θεϊκή ψυχή με ψυχρά αριθμητικά δεδομένα. 
   Ο Ξενοφάνης, ο μεγάλος αυτός άγνωστος και παρεξηγημένος εν πολλοίς φιλόσοφος, ορίζει ως αρχή της φύσης το πρώτο παγκόσμιο Ον και ο Ηράκλειτος που ακολουθεί, θεωρώντας παιδιαρίσματα τις αντιλήψεις των ανθρώπων, γυρίζει τη φιλοσοφία εκεί όπου ξεκίνησε, στην Αναξιμάνδρεια αρχή της. 
   Πιστεύει ως αρχή του άπειρου αιθερικού στοιχείου ένα «ευγενές πυρ» (θερμική ενέργεια) που μετακυλίεται και καταπίπτοντας στη δομή του προς το αγενές υδάτινο στοιχείο, κομίζει στον εαυτό του την εμπειρία. 
   Τα περί ψυχής, σύμφωνα με τις ανθρώπινες δοξασίες είναι προσδοκίες. 
   Η ζωτική θερμική ενέργεια όταν εξατμιστεί αποκλείεται να επιστρέψει μετά από το συμπαντικό καμίνι που θα καταλήξει, η ίδια, όπως τα μόρια μιας σταγόνας νερού αποκλείεται μετά από τη εξάτμιση να επιστρέψουν τα ίδια, ενωμένα.
   Ξενοφάνης και Ηράκλειτος επιτίθενται στον Πυθαγόρα ο οποίος μη καταλαβαίνοντας το λόγο της απροσδιοριστίας μιας φύσης που δεν ακολουθεί νόμους αλλά «είναι» ο νόμος, κομίζει στον ελληνικό νου ξενόφερτες ιδέες, μετρώντας τα πάντα σαν να είναι τέκτων ανθρωπίνων ο Θεός μέσα από τρίγωνα, τετράγωνα, ζιγκουράτ και πυραμίδες.
          Kατά τους δυο φλογερούς Ίωνες, o Πυθαγόρας, είναι ο πρώτος που δεν κατάλαβε τη φιλοσοφία μεταποιώντας τα λεκτικά σήματα σε αριθμούς, συνθέτοντάς τα με διαβήτη 

και κανόνες, οδηγώντας την ουσία της φύσης στο ανθρωποκεντρικό    πλαίσιο, είναι  ο Πυθαγόρας. 
         Ο Θεός ως γεωμέτρης…χα, θα έλεγε αν ζούσε ο αυτοφλεγόμενος  Ηράκλειτος, ο οποίος θεωρεί ότι πέραν από το φαινόμενο υπάρχει μια άλλη κρυμμένη αρμονία, όπου το πάνω και το κάτω, το καλό και το κακό στη φύση δεν υφίστανται, είναι το ίδιο πράγμα.

   Σε μια φύση που αλλάζει διαρκώς από ένα πρώτο ον, το οποίο βασιλεύει παίζοντας με τα ζάρια σαν παιδί, κοινώς χωρίς να ξέρει να τα ρίχνει. 

   Θεωρεί ότι στη φύση η δικαιοσύνη είναι συμπαντική, η κρίση υποκειμενική και η ανθρωπότητα ακολουθεί την κατά περίπτωση «συμφέρουσα» ιδεοληψία. 
   Το παν, κατ’ αυτόν είναι το φάος (φως φωτιάς) όπου η έρις των ανόμοιων δημιουργεί ενώ η ειρήνη των όμοιων θανατώνει, σε σημείο που πατήρ πάντων ο πόλεμος και βασιλιάς των πάντων. 
   Ο για δυνατά στομάχια Ηράκλειτος, δίκαια ορίζεται ως ο δεύτερος τιτάνας στοχαστής, που γυρίζει τη φιλοσοφία εκεί όπου ξεκίνησε, στη προσέγγιση της απροσδιοριστίας του χάους, την οποία ο Πυθαγόρας κάνοντάς την αρμονική και βολική, πήγε να την εκτρέψει.

          Ο Παρμενίδης είναι ο τρίτος τιτάνας στοχαστής. Ξεκαθαρίζει με ένα ποίημα του οποίου έχει διασωθεί ένα μεγάλο μέρος, ότι άλλο το «φαίνεσθαι» και άλλο το «είναι». 


   Σαν στοχαστής στη σκέψη του είναι Αναξιμάνδρειος και Ηρακλείτειος, παρά Πυθαγόρειος. 

   Σε γενικές γραμμές λέει, ότι, ζούμε με τη σκέψη μας μέσα σε μια σκέψη άλλη, που η αρχή της είναι ενέργεια πριν γίνει φως, το οποίο μέσα από τη «βήσα» οδό κατανέμεται σε χρώματα και αποχρώσεις, δημιουργώντας τον πλανήτη γαία ως οργανικό σύνολο.
Η φύση που ζούμε είναι ένα φαινόμενο, το φαινόμενο υφίσταται κίνηση, μεταβολή, η ερμηνεία του εξαρτάται από τον παρατηρητή και τη μεταβολή του χρόνου, ενώ η ουσία του παραμένει συμπαγής και σταθερή για να βιώσει το ρου της μεταλλαγής της ιστορίας. Μιας ιστορίας που έφτασε να είναι εξελικτικά ανθρώπινη, παρότι στην ουσία ουδέν συμβαίνει. Ο Παρμενίδης θέτει μέσα στο άπειρο του Αναξίμανδρου την πηγή του φάους του Ηράκλειτου που το ορίζει ως φως προερχόμενο από μια μη ορατή φωτεινή αρχή, πριν ακόμα αυτή γίνει φως, εκπέμποντας φωτόνια, χρόνο, βούληση και λόγο.


   Ο Παρμενίδης ως σπουδαιότερο όλων ανάγει την επιθυμία. Από αυτήν παράγεται ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση όπως θα έπρεπε να πουν, αν τον είχαν καταλάβει, πολύ αργότερα οι Χούσερλ, Καντ, Χέγκελ, Σοπενχάουερ, με τον φιλοσοφημένο αλλά όχι φιλοσοφικό στοχασμό τους.

   Όταν ο Νίτσε θα το καταλάβει αυτό, ότι η φιλοσοφία παρεκτράπηκε από τους θεωρούμενους συνεχιστές της, θα είναι πια αργά. 

   Απορρίπτοντας το Βαγκνερικό στοιχείο του και σπάζοντας το σκληρό περίβλημα του «ανώτερου» εαυτού του, θα καταρρεύσει ως γνωστό πέφτοντας και αγκαλιάζοντας ένα άλογο που ξεψύχαγε στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο του Τορίνο, ενώ το χτύπαγε ο αμαξηλάτης. 
   Το άλογο αυτό ήταν και τα δυο του Πλάτωνα, του οποίου η ιδεολογία το έκανε να σέρνει ένα κάρο και το συμφέρον της αριστοτέλειας λογικής του αμαξά το χτύπαγε για να σηκωθεί να συνεχίσει.

   Ας δούμε όμως τι είχε στο μεταξύ συμβεί. Μετά τον Παρμενίδη περνάμε στη μέση εποχή, του Σωκράτη. Αυτή, ορίζεται κυρίως από τους Λεύκιππο - Δημόκριτο, Αναξαγόρα - Πρωταγόρα, Περικλή - Σωκράτη. 

   Ίσως να προκαλεί έκπληξη που τέθηκε στους φιλόσοφους ο Περικλής, αλλά αυτό συνέβη διότι υπήρξε μαθητής του Παρμενίδη, ένας φιλοσοφημένος άνθρωπος και αναμορφωτής της πόλης των Αθηνών, όπως και ο Σωκράτης. 

         Το χαλασμένο τηλέφωνο της φιλοσοφίας αρχίζει να ακούγεται έντονα από τα χρόνια αυτά, αρχής γενομένης από τον Λεύκιππο, τον μαθητή του Παρμενίδη. 

   Ο Λεύκιππος παίρνει τη μια ιδιότητα του άτμητου όντος του δασκάλου του και το κάνει αρχή της φύσης, το οποίο με τη σειρά του ο μαθητής του Δημόκριτος το θέτει στον κενό χώρο, ορίζοντάς το ως υλιστικό στοιχείο, το «άτομο», ενώ ήταν αρχικά πνευματικό.

   Ο Παρμενιδικός Αναξαγόρας που θεωρεί και αυτός ότι αυτό που υπάρχει είναι νους, ο οποίος δημιουργεί με τις εκφάνσεις του τα «σπέρματα» της δημιουργίας, δεν μπορεί να εκφραστεί στους άνοους Αθηναίους. 

   Το ίδιο και ο Πρωταγόρας, ο πιο ακριβοπληρωμένος δάσκαλος, μαθητής του Δημόκριτου, παρέκλινε κι άλλο το μήνυμα που έλαβε, ανάγοντας τον αισθητό κόσμο ως το μόνο ουσιώδη, θέτοντας ως μέτρο των πραγμάτων τον άνθρωπο, μετακυλώντας τη φιλοσοφική σκέψη από την άδολη φυσικο-κεντρική σε δόλια ανθρωπο-κεντρική.

   Παρά ταύτα, Αναξαγόρας και Πρωταγόρας δεν απέφυγαν την καταδίκη τους από τη δαμόκλειο σπάθη της συντήρησης που λεγόταν «νόμος του Διοπείθη», βάσει του οποίου καταδικάστηκε μετά από λίγα χρόνια και ο «αγνωστικιστής» Σωκράτης. Τι θα έλεγες αν μιλούσες για τη φιλοσοφική υποδομή της πόλης σου, μέγιστε ειρωνικέ, απόκρυφα σοφέ, γίγαντα Σωκράτη;

          Ακολούθησε ένα κακέκτυπο της Ιωνικής φιλοσοφίας μέσω της Αθηναϊκής σχολής, και κατόπιν σαν χαλασμένο τηλέφωνο αναπαράχθηκε ένα μεγαλύτερο κακέκτυπο, η λεχθείσα πολύ αργότερα Ευρωπαϊκή κουλτούρα. 


   Αυτή, από τους Πλάτωνα και Αριστοτέλη μέχρι τη Γερμανική και την Αγγλική κατεύθυνση που τους ακολούθησαν αντίστοιχα, άλλο τι δεν πέτυχαν εκτός από το να πάρουν τα άλογα του νου και της καρδιάς και να τα ζέψουνε ακόμα πιο σκληρά σε κάρο, χτυπώντας τα μέχρι να ξεψυχήσουν, θεωρώντας τα ότι ήτανε πολλά, ενώ αυτά τα δύστυχα ήταν μόνο ένα: Ο ίδιος ο άνθρωπος.

   Ο Νίτσε κατέρρευσε διότι κατάλαβε πως από το χαλασμένο τηλέφωνο της φιλοσοφίας που εξέτρεψε τις έννοιες των προσωκρατικών προδόθηκε η λογική και η καρδιά, και μαζί με αυτές, η ίδια η φιλοσοφία.
____________________________

*  Η Ανάλυση είναι του Σωτήρη Γλυκοφρύδη, 
Ερευνητή, συγγραφέα και αρθρογράφου blogs. 


Scholeio.com