Η παρερμηνεία της 'Αμεσης Δημοκρατίας



 Η ιστορία ως πρόβλημα, και όχι 
ως αντικείμενο συσσωρευμένων βεβαιοτήτων. 

Δημήτρης Κυρτάτας
Καθηγητής Ύστερης Αρχαιότητας 
συνέντευξη στον Γρηγόρη Μπέκο 

   "Η Ιστορία μπορεί να δώσει -και δίνει- διδάγματα επειδή η ανθρώπινη φύση παραμένει ίδια. Αυτό υποστήριζαν ο Διόδωρος ο Σικελιώτης και ο Θουκυδίδης, αλλά  και  σχεδόν όλοι οι αρχαίοι ιστορικοί...",   λέει ο Δημήτρης Κυρτάτας στον Γρ. Μπέκο σε συνέντευξή του στο Βήμα, με αφορμή το βιβλίο του, "Μαθήματα από την αθηναϊκή δημοκρατία" (εκδόσεις Εικοστού Πρώτου, 2014)

Τσαρούχης, περιγράφει ο Ελύτης






Γιάννης Τσαρούχης

Στην τέχνη, το πιο πρωτότυπο πράγμα είναι ο εαυτός μας, δυστυχώς, και το πιο δυσκολοπλησίαστο. Χρειάζεται λιγότερο θάρρος να παριστάνεις το θηρίο και να τρομάζεις τους γύρω σου παρά να κοιτάζεσαι ήρεμα στον καθρέφτη και ν' αρθρώνεις κείνα που αντιλαμβάνεσαι, κάτι περισσότερο: να τα παραδίδεις για πάντα στους άλλους.


Υπάρχει, μακριά πολύ, μες στα κατάβαθα της ψυχής μας, ένα ελάχιστο μέρος που θα μπορούσαμε να τ' ονομάσουμε "Άμοιαστο", και που αποτελεί το δακτυλικό μας αποτύπωμα στην έκφραση, μια ιδιωτική έκδοση της αλήθειας, που ο Χρόνος αναγνωρίζει μονάχα το πρώτο της αντίτυπο. 
Δεχόμενοι το δικαίωμα των ανταποκρίσεων που μας δίνει ο Baudelaire, θα έλεγα ότι αν, από μια άποψη, η ζωγραφική είχε μυρωδιά, η ζωγραφική του Τσαρούχη έχει τη μυρωδιά των ασβεστωμένων τοίχων που κουβαλά μέσα μας η μνήμη του Γένους.

Δεν είναι αστείο αυτό που λέω, είναι συγκινητικό. Κάθε φορά που μπαίνω σε μια από τις μισογκρεμισμένες και μισοζωγραφισμένες εκείνες μικρές εκκλησίες που απόμειναν ενσωματωμένες, ίδια βράχια, μέσα στο ελληνικό ύπαιθρο, και με χτυπήσει η μυρωδιά της υγρασίας των τοίχων, μου φαίνεται ότι έρχομαι σε άμεση, σε δερματική σχεδόν επαφή με το σόι μου, λες κι έχω αποδείξεις ότι αυτό κρατάει όλόισα από το Βυζάντιο.




Ο τοίχος του Τσαρούχη ανήκει σ' ένα από τα ψηλοτάβανα εκείνα δωμάτια των νεοκλασικών σπιτιών όπου, λίγο ως πολύ, μεγαλώσαμε όλοι μας. Τα παράθυρα μένουν ανοιχτά όλη μέρα και η πρώτη ύλη τ' ουρανού ανακατεμένη σαν το λουλάκι με το λευκό...

Όλη η προσπάθεια του  αληθινού καλλιτέχνη είναι να πλησιάσει το δοσμένο μέσα του, και κατά κάποιο μυστηριώδη τρόπο, Αρχέτυπο.
Ποτέ στην ελεημοσύνη των γεγονότων. Υλοποιεί κάτι που προϋπάρχει μέσα του και επιστρέφει στη ζωή όσα για μια στιγμή της δανείστηκε, μεταλλαγμένα κατά τις επιταγές του πνεύματος του. Πολλές φορές με ελάχιστα μέσα, μερικές λέξεις ή τρία-τέσσερα χρώματα, όσα είναι αρκετά, παρ' όλ' αυτά, να οδηγήσουν στα μεγάλα αποτελέσματα.

Όπως το γύρισμα των φακών στις διόπτρες, αφού μας περάσει από διαδοχικά στάδια, λιγότερο θολά, μας παρουσιάζει ξαφνικά το εικονιζόμενο είδωλο στην απόλυτη καθαρότητά του, έτσι σε μια ορισμένη στιγμή και η ζωγραφική του Τσαρούχη έστρεψε τα όργανα της όρασης μας από την πραγματικότητα των Φιλελλήνων, που μας είχε ως τότε επιβληθεί, στην πραγματικότητα των Ελλήνων που υπήρχε λανθάνουσα μέσα μας.


Ήταν κάτι γνώριμο και ταπεινό, που το 'χαμε πολύ λαχταρήσει. Σα ν' ακούστηκε πάλι στο πλάι μας ο γλυκός, ο αυθεντικός ήχος μιάς βρύσης που τρέχει καθαρό νερό. Και ο ήλιος, χωρίζοντας τα πράγματα με τη σαφήνεια της γραμμής που έχουν οι λόφοι στο βοριαδάκι του πρωινού, μίλησε τη γλώσσα της ώχρας και της οπτής γης.


Αναστήθηκε το ανθρώπινο σώμα σε μια χώρα που ο πολιτισμός της στάθηκε ανέκαθεν ανδροκεντρικός. Θεοί και Άγιοι, που είχανε καταντήσει αγνώριστοι από τη στέρηση του ήλιου και τη νωθρή σάρκα, είδαμε να επαναπατρίζονται: οι Ερμήδες και οι Νάρκισσοι, οι Άι -γιώργηδες και

οι Άι -Δημήτρηδες, που άρχισαν πάλι να κυκλοφορούν ανάμεσά μας, όμως και λίγο πιο ψηλά, στους δρόμους της κάθε εποχής, και του κάθε πολιτισμού.




Κοντά σ' αυτούς είδαμε να αποκαλύπτονται και τα άλλα στοιχεία, που σιγά-σιγά σχηματίζουν τη μικρή μυθολογία του; το παλιό Αθηναϊκό κτίσμα, που ήξερε τόσο καλά ν' αρμόζεται στον ουρανό μ' ελαφρά τ' ανθέμια προς τα πάνω, οι πλατείες του Πειραιά, οι ναύτες και οι στρατιώτες της Κυριακής,
τα καφενεία, οι σημαιούλες, τα χάρτινα λουλούδια, ο ποδηλάτης, ο ποδοσφαιριστής, η χωρική της Αταλάντης, τα λιμάνια.
Που βέβαια δεν είχαν σημασία εάν δεν τα είχε περιβρέξει ο γνήσιος συναισθηματισμός του ζωγράφου και, προ πάντων, δεν τα είχε καθηλώσει μιά για πάντα η οπτική του που, επειδή στάθηκε θαρραλέα, συναντήθηκε με την οπτική των συναδέλφων του της Δύσης, τη στιγμή ακριβώς που οι τελευταίοι επαναστατούσανε και απορρίπτανε τις ανεξέλεγκτα κληροδοτημένες αξίες της Ιταλικής Αναγέννησης.

Ήταν ο μόνος τρόπος να ξαναγίνομε, οι Έλληνες, Ευρωπαίοι. Με το να συνεισφέρουμε και όχι να δανειζόμαστε. Με το να επαναφέρουμε την τάξη και όχι να την ανακαλούμε στη μνήμη πληρώνοντας απλώς ένα φόρο στη νοσταλγία της. Με σεβασμό προς τις κατακτήσεις των άλλων αλλά και με τη συνείδηση του πλούτου που ένας κρυφός αγωγός αιώνων εκχύνει αδιάκοπα μέσα μας.


Είναι άκρα η προσοχή που δίνει ο Τσαρούχης ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα σήματα που εκπέμπει ο πλούτος αυτός. Στα σπίτια των συνοικισμών, στα χωριάτικα υφαντά, στις λαϊκές φυλλάδες, στον Καραγκιόζη, παραμέρισε τη φτήνια για ν' ανασύρει την ειλικρίνεια και να τη χτυπήσει χάμω σαν αργυρό νόμισμα, ώσπου να ευφρανθεί από τον ολοκάθαρο ήχο της. Συγκινητικές είναι οι εξομολογήσεις που μας έδωσε για την πρώτη γνωριμία του με τον Καραγκιοζοπαίκτη Σπαθάρη.


Μιλά θα έλεγες ένας αρχαίος Έλληνας που δεν έμαθε ακόμη να ξεχωρίζει την τεχνική από την τέχνη και την τέχνη από το ήθος. Με την ίδια ευλάβεια στ΄κεται απέναντι στον τρόπο που ετοίμαζε ο απλός εκείνος άνθρωπος την ψαρόκολλα για να φτιάξει τα χρώματα του και στον τρόπο που, μες απ' την άκρα φτώχεια του, κατάφερνε να διασώζει την ανθρωπειά του.

Ένα υψηλό μάθημα, που θα το θυμηθεί αργότερα. Για την ώρα βρίσκεται στη στιγμή ακριβώς που αρχίζει να διαγάφεται μέσα στην εφηβική ψυχή του εκείνο που θ' αποτελέσει, ύστερα από χρόνια, τον καταστατικό χάρτη της ζωγραφικής του, αν όχι και κάτι άλλο ακόμη: ένα σταθμό στην εξέλιξη ολόκληρης της νεοελληνικής τέχνης.

Ο νέος ελληνισμός για πρώτη φορά, ύστερα από συνεχή οδυνηρά πλήγματα, εξεναγκάζεται ν' απορρίψει ένα μεγάλο μέρος από το φορτίο της μεγαλομανίας του.

Δεν ακούγεται πια τόσο καθαρά ο υποβολέας των γερμανικών πανεπιστημίων και πίσω από τις Φραγκοπαναγιές, που κουβαλούνε στις αποσκευές τους οι φαντασμένοι ταξιδιώτες της Φλωρεντίας, προβάλλει το αυστηρό Βυζάντιο.
Ένα μέρος της Ανατολής που είχε δικαιώματα μέσα μας, αν είδαμε τότε να χάνεται σα χώρος, είδαμε να διεκδικεί τη θέση του σαν τρόπος μέσα στην έκφραση μας. Ο Φώτης Κόντογλου είναι εκεί για να μας το θυμίζει, με το πείσμα και τη φλόγα του θεόπνευστου.

Ο Τσαρούχης αφού μαθητέψει κοντά του και κοντά στα κείμενα, στους Ύμνους της Εκκλησίας, στον Ερωτόκριτο, στον Παπαδιαμάντη, δεν έχει πια να φοβηθεί τίποτε από το τραγούδι των Σειρήνων της εποχής του.

Θα τους δοθεί, για να μπορέσει να πάρει. Τι; ίσως τίποτε, εξόν κι αν είναι το μυστικό μιας νέας αλήθειας που η εποχή εγκυμονεί και που όλοι, με υψωμένη γροθιά, είναι έτοιμοι να το καταπολεμήσουν.

Ο Τσαρούχης δεν είχε μόνο να παλέψει με την τερατώδη ακαδημαϊκή νοοτροπία των γύρω του καλλιτεχνών αλλά και με την ακόμη τερατωδέστερη του αστικού του περιβάλλοντος.
Επέτυχε να ζήσει χωρίς να σκύψει το κεφάλι, μια Αρετή το ίδιο δύσκολη με την Αρετή της μεγάλης Τέχνης. Και επέτυχε να επιβάλει την προσωπική του άποψη για την Τέχνη, τον εαυτό του, τις αισθήσεις του, επάνω στα δόγματα και τις ηθικές επιταγές....

Βέβαια αυτό είναι μια δύναμη.  Και λοιπόν, θα ρωτούσε κανένας, πρέπει τώρα να θαυμάζουμε τη δύναμη ;   Όχι, καθόλου, αλλά τα άπειρα τρυφερά πράγματα που, μονάχα για να υπάρχει εκείνη και να τα αιχμαλωτίζει, ζουν και πάλλονται γύρω μας.

Το τραχύ γόνατο ενός ναύτη που είναι συνάμα το πιο γλυκό κεραμιδί χρώμα.... Η ρίγα μιας αθλητικής φανέλας που συνεχίζει κάπου αλλού τη γραμμή της νεότητας μας.... Εκείνο το μαλλί που προσέξαμε κάποτε μες στο καλοκαίρι και που κρατάει ακόμη κάτι από την πύρα του μεσημεριού στο αντιφέγγισμά του.

Έλληνας σημαίνει να αισθάνεσαι και να αντιδράς κατά έναν ορισμένο τρόπο, τίποτε άλλο. Είναι μια λειτουργία που έχει άμεση σχέση με το δράμα του Σκότους και του Φωτός που παίζουμε όλοι μας εδώ, σ' αυτή τη γωνιά της υδρογείου. Αν είναι κανείς μικρός ή μεγάλος, γεννημένος εδώ ή εκεί, με σημασία εθνική ή παναθρώπινη, αυτό είναι ένα άλλο εντελώς ζήτημα.




Τον Ήλιο δε γίνεται να τον παραστήσεις ποτέ αλλά μόνο να τον αποκαταστήσεις μέσα στη φύση των πραγμάτων.   Οι Εμπρεσιονιστές τον έπιασαν μια στιγμή στον αέρα, γρήγορα όμως οι έρευνες του Cezanne ήρθανε να μετατοπίσουν και τελικά ν' ανατρέψουν τη σημασία του κατορθώματος.
Με τον Κυβισμό το φως, από φευγαλέα εντύπωση έγινε στοιχείο δομής.
Και οι Φωβ, από αφορμή το έκαναν αποτέλεσμα.

Σ' αυτό το αποτέλεσμα έφτασε ο Τσαρούχης από άλλα μονοπάτια, πιο γνώριμα στο περπάτημα του Έλληνα και αφού πρώτα του χρειάστηκε να τα ξεχορταριάσει από τους σκοτεινούς αιώνες.

Δεν είναι τυχαίο λοτι όλοι οι αγώνες του αρχίζουν από την τρίτη διάσταση και το κιάρο-σκούρο. Ένας αγγειογράφος της καλής εποχής είναι το δαιμόνιο που του υπαγορεύει σιγά-σιγά ν' απλοποιεί τις μορφές και να τους δίνει μια γαιώδη υπόσταση.

Έτσι παραμορφώνει το σχέδιο, όπως λέει ο ίδιος, για να φτάσει στην ουσία του χρώματος. Και το χρώμα το εντείνει κατά τόπους, αποκλείοντας τις διαβαθμίσεις. Από τη προοπτική απαλλάσεται όσο του χρειάζεται, ενώ συνάμα φροντίζει να στερεώνει τοπία, μορφές, αντικείμενα, μέσα σ' ένα καθαρό περίγραμμα, έξω εντελώς από τη λεγόμενη ατμοσφαιρικότητα.

Τέλος, δε μορφάζει, όπως δεν εμόρφασαν ποτέ οι αρχαίοι του πρόγονοι. Με τα Πολυγνώτεια χρώματα στο χέρι ξεκινά για ν' αναπαράγάγει μια ορισμένη αίσθηση, και συναντά ένα ατελεύτητο φωτεινό καλοκαίρι, με σώματα γυμνά και ηλιοκαμένα από ακρογιάλι, μεγάλες καθαρές επιφάνειες και μικρά τιποτένια πράγματα -λουλούδια, κανάτια, χαρταετούς- που ακτινοβολούν στο φως αιώνια, θεία.



*  Γιάννης Τσαρούχης   (1910-1989)   Εκτός από ζωγράφος, υπήρξε σκηνοθέτης, σκηνογράφος, ενδυματολόγος, συγγραφέας και μεταφραστής αρχαίων τραγωδιών.

Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε το 1910 στον Πειραιά. Μαθήτευσε στο Φώτη Κόντογλου, όπου μυήθηκε στη βυζαντινή αγιογραφία (1930-1934), ενώ την ίδια περίοδο διαμόρφωσε μια ποικιλία ενδιαφερόντων.

Γνωρίστηκε με την Αγγελική Χατζημιχάλη και μελέτησε με πάθος τη λαϊκή φορεσιά, έμαθε από την Εύα Σικελιανού να υφαίνει στον αργαλειό και μελέτησε δείγματα κοπτικής υφαντικής, ίδρυσε μαζί με τον Κάρολο Κουν τη Λαϊκή Σκηνή και ξεκίνησε τη συγγραφή σουρεαλιστικών ποιημάτων.

Για το δάσκαλό του, Κωστή Παρθένη, ο Τσαρούχης αναφέρει: «Πολλά οφείλω στον Κωστή Παρθένη, που η αυστηρή -σαν σουηδική γυμναστική- διδασκαλία του μου επέτρεψε να πλησιάσω με άνεση τη λεγόμενη κλασική τέχνη.»





Καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, όμως, παράλληλα με τη ζωγραφική, εργάζεται στο θέατρο ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος και συνεργάζεται με τους σημαντικότερους ηθοποιούς και σκηνοθέτες της εποχής (Κάρολος Κουν, Αλέξης Μινωτής, Μαρίκα Κοτοπούλη, Αιμίλιος Βεάκης, Κατερίνα Ανδρεάδη, Κατίνα Παξινού, Μελίνα Μερκούρη, Έλλη Λαμπέτη, Μαρία Κάλλας κ.ά.).

Ο ίδιος γράφει για το έργο του: «Δύο είναι οι βασικές αναζητήσεις μου, παρ' όλες τις χίλιες διαφορές που παρουσιάζουν τα έργα μου μεταξύ τους. Η μία αναζήτηση είναι ούτως ειπείν νεοκλασική και προσπαθεί να αφομοιώσει το αρχαίο κλασικό ιδεώδες, όπως το εξέφρασαν για όλο τον κόσμο στα νεότερα χρόνια η Αναγέννηση και το Μπαρόκ.



Η άλλη μου τάση είναι να εκφράσω όλες τις αντιρρήσεις μου για το ίδιο το ιδανικό μου, βοηθούμενος από μεγάλους αντιρρησίες της εποχής μας, αλλά και από πρότυπα παλιά ελληνικά, που είναι συχνά μαρτυρίες και στηρίγματα των αντιρρήσεων.

Scholeio.com