Κ. Ματράκου, Με σένα άνεμε μου...


Κάθυ Ματαράγκα


           Μακριά να φύγω από 'κει

 π  άρε με μακριά, να φύγω από 'κει...
Εκεί, που ρημαχτήκαν οι στιγμές,
Εκεί, που σφίχτηκαν γροθιές,
Εκεί, που πνιγήκαν οι ευχές,
Εκεί, που σβήσανε οι φωτιές...!

Παραμύθι η ζωή μου
εμπόδια χίλια να διαβαίνω
πέτρινη, επώδυνη η ροή μου
μα πηγαίνω...
και μαθαίνω.

Πάρε με μακριά, να φύγω από 'κει...
Εκεί που δεν ακούγαν τις κραυγές.
εκεί που κράταγαν μαχαίρι οι καρδιές.
εκεί που αιμοραγούσαν οι πληγές.

Πάρε με σου λέω...
                      [να φύγω από 'κει...
Εκεί που άδικα σκορπίστηκαν ζωές...

Θέ μου... μονοπάτι δείξε μου να πάω,
καθαρή τη ψυχή μου να κρατήσω,
τις πληγές μου να ξεχνάω,
δυό ζωές νάχα να ζήσω.

Στ΄αχνάρι σου να πορευτώ
τη συγγνώμη μου να δώσω
σ' εχθρούς,
             [σαν φίλους να τους αγαπήσω.

Την άνοιξη να περιμένω,
κι αυτή μου η αναμονή,
πιο γλυκό να κάνει το χειμώνα,

στ' αμείλικτο σκοτάδι
υπόσχεση με πείσμα δίνω,
αφιερωμένη στη προσμονή,
πως στη νέα μέρα που χαράζει,

θα συνεχίσω να παλεύω,
ακούραστα, πίσω να πάρω,
ότι αλύπητα μου κλέψανε...

όχι, τα χρόνια που δεν έζησα
για πάντα χαμένα θάναι αυτά...

Μα, όσα δάκρυα 'μποδίστηκαν
πίσω τώρα θα τα πάρω,
απ' τα μάτια να κυλίσουν,
όλα, τώρα θα τ' αφήσω....

Ποτάμι ορμητικό να γίνουν,
τη ψυχή να καθαρίσουν.

Θέ μου... χάρη στο ζητώ...
________________________________

* Γράφτηκε σε μια εποχή προδοσίας και μεγάλου πόνου και του σπαραγμού σαν μια μικρή ευχή-προσευχή, όταν φοβόμουν μη χάσω τον εαυτό μου, μη δηλητηριάσω το συναίσθημά μου, όταν ήθελα το ακατόρθωτο, να μην αντιγυρίσω το κακό που έλαβα, όταν “είχα ανάγκη” να κρατήσω χωρίς κακία τη καρδιά μου.

         ____________________________
        Κάθυ Ρ. Ματαράγκα, 
        Καλοκαίρι στην Ευελπίδων
        




         Φτύσε στις προσδοκίες σου

 δ  εν φταις εσύ,
μην κατηγορείς τον εαυτό σου,
φταίνε αυτοί που σε κορόιδεψαν...
κι εσύ τους πίστεψες.

Θυμάσαι...;
αυτοί που σούπαν ότι θα ζούσες
ότι θα σου επέτρεπαν
να ζήσεις !

Κι εσύ τους πίστεψες.

Θυμάσαι...;
αυτοί που σε πείσανε
ότι ήταν δικό σου
το δικό τους παραμύθι...

Όταν το είδες ήταν αργά...
ήσουν πολύ απασχολημένη
πια με τις ζωές των άλλων...

Τώρα μη κλαις...
φτύσε στις προσδοκίες σου,
κοίτα μέσα σου,
σκάψε μέσα σου,
κάπου εκεί σε περιμένει,
το δικό σου κοίτασμα.

Σύρσου μέχρι τη φωλιά σου,
Σκεπάσου με τα όνειρά σου,
με αγάπη γιάνε τα φτερά σου,
τι κι αν τώρα είναι σπασμένα...

Τώρα...
κάπου εκεί θα βρεις κι εσένα,
Τώρα...
δεν κινδυνεύεις... 
είσαι μόνη σου!



        Προσευχή

 σ  το δέντρο, που λυγάει
στον άνεμο, όταν φυσάει,
να μοιάσει προσπαθώ
η καρδιά μου, να μην σπάει.

Στεγνά μάτια να κρατάει,
το ραγισμένο να κολλάει,
το κακό να προσπερνάει,
τον διπλανό του να βοηθάει.

Χριστέ μου, 
μια προσευχή σε σε θα πω...
όχι, όχι τίποτα δεν σου ζητώ... 

Άγγελέ μου...
πόνο, μόνο, να εκμυστηρευθώ,
να μαλακώσει

Άνεμέ μου...
την αύρα σου να δανειστώ  
ανάσα να την κάνω 

Χριστέ μου...
Όπως κοιτάς από ψηλά
ρίξε συμπόνια για σπορά...
με τρυφερότητα κάθε φορά,
τον άνθρωπο μάθε ν' αγαπά.

Να ξεχωρίζει την αλήθεια
με τη δική σου τη βοήθεια
όπως το καλό, στα παραμύθια,
που πάντα στο τέλος θα νικά.

Θεέ μου,
η μεγαλοσύνη σου πηγή, 
οι ανθρώπινες ψυχές... να πιουν,
τον "Ανθρωπο" ν' ονειρευτούν...
απ' την αρχή να τον δημιουργήσουν. 

Κύριέ μου...
η αγάπη σου βελούδινη υφή...

με χρωστήρα τη καρδιά
και νέα χρώματα, πιο καθαρά,
μαζί... να διώξουμε τη συννεφιά,
το γκρίζο του ουράνιου θόλου,
αλλιώς να βλέπει η ματιά...
εικόνα, Νέου Κόσμου...

Αρχή, για Νέα Κοινωνία 
χωρίς Αίμα και Θυσία.

Αρχή για Νέα Κοινωνία
με Αλήθεια και Ουσία.


         Μη μιλάς 

 φ  υλακίσαμε τις ψυχές,
στο 'πριν ' και στο 'μετά',
χωρίς καμιά στοργή γι αυτές,
χάνοντας το 'τώρα'.

Μη μιλάς... αφέσου
στην άγνοια του τίποτα.

Δεν κουράστηκες
να ζεις για το εγώ σου ;

Δεν βαρυστομάχιασες
μόνο να παίρνεις
τσιγγούνα ψυχή ?

Μη μιλάς, δοκίμασε
τη σιωπή του νοητού,
κι όχι της γλώσσας
την επιπόλαιη βιασύνη,
να διαφεντεύει.

Μη μιλάς, άφησε
ήσυχη τη σιωπή,
που με υπομονή
περιμένει να μιλήσει,
ν' ακουστεί πέρα απ' το ήχο...

Ζήσε χωρίς φασαρία,
δεν γυρίζουν όλα γύρω σου
θα υπάρχουν και μετά από σένα
με συνέπεια στην αέναη ροή τους.

Φτάνει... σου λέω, μη μιλάς...

Ακολούθησε ένα στίχο,
τη στιγμή που θα γεννηθεί,
να σου σιγοψιθυρίσει
στου χρόνου την αναμονή,

Γεύσου το εφήμερο,
την ελευθερία του μοιραίου
να σε τυλίξει άφησε,
στην αφέλεια του άγνωστου!

Φτάνει... σου λέω, μη μιλάς,
θα υπάρχεις, μη φοβάσαι !



          του χρόνου νέα σελίδα

 κ  αινούργιο το φεγγάρι,
μια ασημένια φλύδα
στο άπειρο μαβί του σούρουπου,
του χρόνου η νέα σελίδα.

Μπλε, πορτοκαλί και κόκκινο...
τα χρώματα που έβαλε...
ο τεχνίτης τ' ουρανού.

Νάναι άραγε ουράνια η σχισμή,
ή μήπως θυμωμένη η ασημένια μαχαιριά,
θέλει στίγμα της ν' αφήσει μιαν ρωγμή,
στου βελούδου την ομορφιά ;



          Ε... Κόσμε...

 δ  εν ήθελα να βλέπω...
όμως τόκανα... φώναζα
έγκλημα πως είναι,
μα κανείς δεν άκουγε,
λείπαμε απ' τον κόσμο σου.

Κι ήσουνα παιδί
ζεστή καρδιά, μάτια υγρά
μια φούχτα άνθρωπος
αθώος, μόνος, τρυφερός,
μα όχι ίσος, δυστυχώς
θα τιμωρηθείς... βαριά !

Ε... Κόσμεεεε...
τη καρδιά σου φανάρι άναψε
να διώξεις το σκοτάδι...
των υπάνθρωπων η 'πεθυμιά
είναι να στραβωθούμε...

Ε... Κόσμεεεε...
τ' αυτιά σου κλείσε, μόνο της ψυχής
άκου τη μουσική να παιανίζει
οι προσταγές απ' τα κανόνια,
είναι να κουφαθούμε..

Ε... Κόσμεεεε...
Ζήσε ότι σου δόθηκε στον χρόνο,
δίπλα σου, σιωπηλές στέκουν,
και να τις επιλέξεις περιμένουν,
η συμπόνια κι η ελπίδα...
της οθόνης η πληροφορία
θέλει να σφαχτούμε....

Ε... Κόσμεεεε... είναι στο χέρι σου,
μη σβήνεις τ' αστέρια
               [απ' των παιδιών το παραμύθι,
άκουσε το κάλεσμά τους
                                  [και προσδέσου
να απολαύσεις το ταξίδι
                                       [αφέσου...



         Έλα φεγγάρι μου

 ή  λιος ίδιος έμοιαζε
εκείνο το φεγγαροφάναρο,
του Αυγούστου,
                    [η ολόγιομη σελήνη.

Χαμαιλέων σωστός
ή ένα ουράνιο σώμα απλώς,
που σε κανόνες υπακούει... ; !

Μα οι δικές μου ορμηνίες
αλλού με πάνε,
μοιραίο, και μυσταγωγικό
το θέλω εγώ... έρωτα να γεννά
ακαταμάχητο, κι ονειρικό.

Έτσι που συχνά αλλάζει τη θωριά,
να νοσταλγείς... σε ξεσηκώνει,
να ξαναζήσεις έρωτες τα καλοκαίρια,
να ερωτευτείς πάλι... 
                          [σαν την πρώτη τη φορά

Έλα φεγγάρι μου...
ασημένιο το δρόμο ντύσε μου,
έχω ομορφιές να θυμηθω,
γέλα... μαζί μου γέλα,
νανούρισε με για να κοιμηθώ.

Έλα φως μου ασημόχρυσο,
μοναδικό,
γλυκειά να ζήσω μνήμες,
στ' όνειρο να βυθιστώ,
να μείνω εκεί ...
πίσω να μην γυρίσω !

Να περπατήσω... να περιπλανηθώ,
σε δρόμους, σοκάκια κι αυλές,

να ξεχυθούν ρυάκια οι μυρωδιές,
της μαντζουράνας,
του δυόσμου και του γασεμιού,
να μπερδεύτουν με της ροδιάς
της λεμονιάς και της μανταρινιάς,

ήχους, τραγούδια, μουσικές,
να ξανακούσω, αλλοτινές
απ' το νου σβησμένες,

χέρια... μπλεγμένα πίσω,
κι αμήχανες οι άγουρες ματιές,
λες και θέλουν να κρυφτούν,
στ' ονείρου τις αγκαλιές...


       Τραγούδι του έρωτα

 έ  χουν πολλά γραφτεί,
μα εκείνος θάναι πάντα νέος,
έρωτας... μοιραίος
στο πρώτο φιλί.

Υγρό το στόμα
αργά ανοίγει... 
κι αιώνια λες θα αναπνέει,
τις ζεστές οι ανάσες,
χρώμα να δείνουν, 
τολμηρό και φρέσκο στη ζωή,
φωτιά να κάψει τη ψυχή...

Παντού... έρωτα θυμίζει.

Ορμητική μια άνοιξη απλώνει,
φρέσκο και τρυφερό,
της λεμονιάς το νέο φύλλο...

Τη πεταλούδα αναστατώνει
καθώς το σώμα του τεντώνει...

Και στις γλάστρες... 

                             [όλα τ'ανθισμένα,
στον ήλιο να στρέφονται,
από την έλξη μεθυσμένα.

Κι εσύ...
τη κιθάρα σου πιάνεις και μου λες,

''Το τραγούδι να γραφτεί...
καρδιές δυνατά θέλει να χτυπάνε
ματιές να κελαϊδάνε,
και σφιχτή μια αγκαλιά,
με δύναμη να καίει...





          Η απόπειρα

 τ  ις πληγές μου πήρα να γιατρεύω,
 μα, για δες, με κοροϊδεύω...
ακόμα αιμοραγούν.

Μα λόγο να κρυφτώ, δεν έχω πια.

Και δες... δεν δείλιασα
στης σκηνής το φως εκτέθηκα,
αλλά η μνήμη δε θα μου χαριστεί
νέο καρφί κάθε φορά
μια μυρωδιά, μια μουσική
και πάλι τον εφιάλτη μου γεννά...

κι εγώ πιάνω να μετρώ
πότε θάρθει η στιγμή,
η θύμηση να μην πονά.

Ξέχασα πια που πήγαινα..
μα μέσα μου, τώρα, ξεκαθάρισα...

σ' ένα βήμα πριν το κενό,
που με παράπονο έμεινε
μετέωρο, αφού ποτέ δεν έγινε,

εκεί... στης άκρης την άκρη,
που τώρα έχω σταθεί,
σ' αυτή τη θάλασσα εχθρό,
μ' ευγνωμοσύνη απλώνω τη ματιά μου.

Από τον ύπνο τον κακό έχω ξυπνήσει,
και σαν χαστούκι,
                    [η φωνή... βραχνό:

''Δεν τελειώνει εδώ η παράσταση''
την ακούω να μου λέει με σαδισμό.

Τη θάλασσα πάλι κοιτώ,
πιο φιλική νάναι τώρα τη θαρρώ...
σαν να μου χαμογελά...

Πισωπατώ...
Τη πλάτη μου γυρνάω στο γκρεμό,
το μονοπάτι παίρνω κάτω,
λεπτό δεν περισσεύει να καθυστερώ,
στη αλμυρή της υγρασία...
γρήγορα να φτάσω ανυπομονώ...

Γαληνεμένη τη βρίσκω
να με περιμένει...
τα πόδια μου λευτερώνω,
την υγρή ν' αγγίξουν άμμο.
κι αυτά διψασμένα  συρθήκαν
ηδονικά στη δροσιά της
βυθιστήκαν...

Δυο βότσαλα πιάνω από χάμω...
Η σκέψη συνέρχεται όπως τα ζυγιάζω,
διάλογο φτιάνει κι ορμηνεύει
τον άνεμο...
σαν παιδί τον αγγαρεύει...

"Σε παρακαλώ πάρε
της φωνής μου τη βραχνάδα
στις βόλτες σου, ταξίδεψέ τη,
της ψυχής μου την ανάσα,
στα σύννεφα ξεκούρασέ τη...
μάθε στο κύμα, απαλά να με χαϊδεύει,

το βράχο να με προστατεύει''.

Ζω !

 


                                      Η Δύναμη

 τ  όσες συνειδήσεις που χαθήκαν ;
ας τις φέρει κάποιος πίσω,
κάπου θα ξεχαστήκαν...

σκοπό ζωής το βάνω,
να τους αναζητήσω,
καθήκον βαρύ το νιώθω,
μυστικό έχω να τους πω,
μόνη μου δεν το σηκώνω...

Μεγαλειώδη “Δύναμη” κι αστείρευτη
της γης τα γεννήματα κατέχουν,
απ' τον δημιουργό ορμηνεμένα,
στου καλού την αιώνια μάχη
θεριά δίχως τέλος να παλεύουν,

μα αν για εαυτόν κρατήσουν,
τη δύναμη... της ζωής οι μονομάχοι
αν γενναιόψυχα δεν την μοιράσουν
ειρηνικά.... χωρίς διαμάχη,
εκείνη, πονηρά θα ξεγλυστρήσει,
τον μέχρι τα τώρα ιδιοκτήτη,
κουφάρι αδύναμο θα αφήσει,

μα αν γύρω σου τη “δώσεις”, σε δυναμίτη
αλλάζει και ισχυροποιείται,

μόνο μ' απλοχεριά αν προσφερθεί,
κρατάει λάμψη και αξία,
αλλιώς μιά ύπαρξη αδειανή,
χωρίς προορισμό κι αφετηρία,
σε μια στείρα διαδρομή,
ποτέ να μη τερματιστεί...



       Νέα αρχή

 φ  όρεσες πέπλο βαρετό
τα όνειρά σου έκρυψες
                                [πίσω από κουρτίνα,
για ν' αντιμετωπίσεις το οδυνηρό,
βουτάς σε μια βολική ρουτίνα.

Πριν λίγο πέρασα από κεί και
την εμπειρία μου θα μοιραστώ...

Σκέψου,
       [τί είναι απ' τη ζωή πιο δυνατό,
που γενναιόδωρα σου έχει χαριστεί ;

Τ' όνειρο φόρτωσε...
                              [στο χαρταετό,
ο πόνος σου ν' αφοπλιστεί.

Με ελπίδα στη ψυχή σου
                                   [για οδηγό,
κάθε ανατολή
κάθε καινούργια μέρα,
κάνε την ξεχωριστή...

Στον εαυτό σου με αλήθεια
μίλα και λευτέρωσέ τον,
φύγε απ' τη συνήθεια
οι μάσκες σου τελειώσανε.

Κακοτράχαλο κι ανώμαλο,
                  [αν φαίνεται το μονοπάτι,
αν οι δυσκολίες σε ρυτιδώσανε,
μη σ' οδηγεί οφθαλμαπάτη,
αλλά οι ουρανοί που ξαστερώσανε.

Αχαλίνωτη παιδιού χαρά,
κάθε καινούργια ανατολή,
όπως του κάστρου η κλειδαριά
ανοίγει,
      [εκείνη τη μοναδική,
του ''γυρισμού'' κάθε φορά
του 'λιάτωρα, του βασιλιά στιγμή...

Κι εσύ μαζί του να πανηγυρίζεις
κάθε πρωί, να είσαι εκεί...
σε νέους δρόμους να βαδίζεις.

Να είσαι εκεί...
η ματιά σου ανεμπόδιστη μακριά να φτάνει,

Να είσαι εκεί...
τη κρίση σου σ' ελευθερία να βαπτίζεις

Να είσαι εκεί...
απ'τη σκέψη σου ν' αδειάσεις ότι τη βαραίνει,

Να είσαι εκεί...
τα στερεότυπά σου να γκρεμίζεις...





       Αστέρι... φίλε μου

 σ  τ' αστέρια...
ανάμεσά τους, να χαθώ
θέλω,
με εμπιστοσύνη ν' αφεθώ...

Στον γαλαξία να με σεργιανίσουν
θα του πω,
μαζί τους να ξεχαστώ,
να μην νιώθω άλλο πως πονώ,
κανέναν να θέλω να πληγώσω.

''Αστέρι, φίλε...'' θα του πω,
κράτα με απ' το χέρι
κι άσε με να μαντέψω,
ν' ονειρευτώ,
ότι του καιρού δώσεις να μου φέρει,
εκείνε τα ιδιαίτερα,
πούχει φυλαμένα
η ζωή, μόνο για μένα.

Αστέρι, φίλε, πάρε με
μακριά απ' τις μιζέριες
στο σύμπαν σου κρύψε με
το άπειρο,
στις πτήσεις σου τις εναέριες.

Αστέρι, φίλε, πίσω την συμπόνια,
την ξεχασμένη φέρε μας
τη συγχώρεση και την ελπίδα...
στην πλάτη σου βάλε με, σαν αχτίδα,
άσε με να φτιάξω μιαν αρχή,
πάλι...



        Βγαίνω πάλι στη ζωή

 ρ  ίχνω στη λίμνη μια ευχή.
Βγαίνω πάλι στη ζωή.
Στέλνω ψηλά τη προσευχή.

Να φύγω μόνη, θέλεις...
                                 [να σωθώ
"Όλα θα πάνε καλά,
καινούργια θα κάνεις αρχή",
θάρρος μου δίνεις τρυφερά...
"Φύγε τώρα... Προσοχή"

          α φύγω δε θέλω απ' το όνειρο,  
           δίπλα σου θα μείνω...
           στο καλό και στο κακό,
           Στην αγκαλιά σου, 
           βάλε με... να μη ξυπνήσω
           απ' το ύπνο τον βαθύ,          
           μαζί σου θα γνωρίσω,
           τη καινούργια εποχή".

Όλα γύρω μας αλλάζουν,
όλα θα πάρουν νέα τροπή...

Δεν σ' ακούω που φωνάζεις,
"Φύγε τώρα... Προσοχή"

Στα μάτια σε καρφώνω,
της γλώσσας μου την άκρη
κοροϊδευτικά αφήνω να φανεί...
κι εσύ χαμογελάς...
αστέρια στα μάτια σου, 
                                  [που με κοιτάς.

Φοράω τα καλά μου
Δικιά μας είναι η γιορτή
Χαρά, έλα κι εσύ κοντά μου !
Βγαίνω πάλι στη ζωή !



           Το κρυφτό

 π  αίζουμε κρυφτό
και τα φυλάω,
ένα, δύο, τρία,
αρχίζω να μετράω,
πέντε, έξη, μάτι ανοίγω,
να σε κρυφοκοιτάω...

το πόστο μου αφήνω...
και γύρω σου χοροπηδάω,
νέκταρ να πιω
στην ανάσα σου ζητάω,
με το θείο να ενωθώ.

Νότα κελαρυστή βιολιού
τ' όνειρο,
           [μούσφιξες το χέρι...

Τέλος μην έρθει του παραμυθιού,
ακούραστα θα φύλαες καρτέρι,
μούλεγες, “να σε προσέχω,
μη λερωθείς στο βουρκονέρι”,

κι εγώ... πλοκάμι
γύρω σου να με τυλίξεις
ανυπόμονη σφαίρα στη θαλάμη
που περιμένει να πυροβολήσεις,
πυροτέχνημα,
                [έτοιμη να εκραγώ,
"Πρόσεχε", σου λέω,
           ["μη με πυροδοτήσεις,
στάχτη στο διάστημα... 
                            [και σκορπιστώ".



          Το τελευταίο βλέμμα

 ν  α ξεριζώσω ήθελα
το τελευταίο σου το βλέμμα
να μη βουλιάζω... αργά
να μην πνίγομαι στο τέλμα.

Ψάχνω... αφήγημα,

νέα στοιχεία νάβρω,
ν' αλλάξω στη μνήμη θέμα,
να μην κυλά στη κάθε μου τη φλέβα
το τελευταίο σου το βλέμμα...

Που με παγώνει... και 
με ζεσταίνει
με αρρωσταίνει... και με γιατρεύει.

Ζεστή, γλυκιά, η βραδιά...
και το κουρασμένο μου μυαλό,
έχει πάλι συντροφιά,
τον πόνο, 
           [ένα φίλο μου παλιό...

Μαζί του πιάνω πάλι να μιλώ.
Σαδιστικά,
           συνήθισα να τον προκαλώ.

"Να αφεθείς στο τίποτα, μου λέει,
μη φοβάσαι τη πληγή...
κάθε φορά και λιγότερο,
παρέα θα σου κάνει
κι ας αιμορραγεί".



          Το Κάλεσμα

 ε  λάτε... άστρα,
μείνετε για λίγη συντροφιά,
στενό δρομάκι να φωτίσω,
απόψε,

και 'σεις κάστρα...
μέσα να σφαλιστώ,
οι καιροί να μη με πιάνουν πια,
τις πύλες σας ανοίξτε,

θα μιλήσω και στα όνειρα,
στο μύθο να με βάλουν,
σ' ένα Πήγασο πάνω,
να καλπάσω,
με τα φτερά του να πετάξω,
μακρινό ταξίδι με τη φαντασία,

Ελάτε... σύννεφα,
σκεπάστε με...
η καταιγίδα να μη με φτάσει,
κι απ' τα φεγγάρια τα ολόγιομα
την ασημένια τους κλωστή,
ψηλαφιστά, να βρώ την άκρη,
να δεθώ σφιχτά με τη ζωή,
μη χαθούμε στου δρόμου τη στροφή,

Ελάτε... σειρήνες,
μελωδικά να με μεθύσετε,
με υποσχέσεις ψεύτικες,
να με παραπλανήσετε,
βυθίστε με.. τ' άσκημά μου να ξεχάσω,

το λίκνισμα των κοράλλιων
απ' της θάλασσας το χάδι,
να κάνετε νανούρισμα γλυκό,
τα μάτια μου να κλείσω,
χρόνο να μη μετρώ...



        Οι φορείς της σάρκας

 μ  ε θράσος...
     σκάρωνες κανόνια
     κι εμείς, υπάκουα,
     σου φέρναμε τα βόλια,

     μετά τράβηξες το σπαθί
     ακόνισες και το μαχαίρι,
     βίαια και άπληστα
     εργάστηκε το χέρι,

           ''Έτσι γράφεται το έπος'',
           ...είπες,
          ''τι νόμισες... ; με προδοσία,
          με έγκλημα και συνομωσία,
          θρίαμβο, θάνατο και δόξα
          έχει κάθε νίκη...

          Αίμα χρειάστηκε άφθονο,
         αμαρτωλών κι αθώων,
         για να γραφτεί η Ιστορία''.

Ήσουν και 'σύ εκεί,
δεν έλειψα ούτε 'γώ... κι άλλοι πολλοί...
όλοι, όσοι, πιστέψαμε στην αυταπάτη,
του ''αλλιώτικου κόσμου'',
διψασμένα... σαν τυφλοί,
και με αφέλεια αφεθήκαμε,
στην απάτη και στη πλάνη

Θα παλεύαμε... λέει,
με νύχια και με δόντια,
όλοι μαζί,
Θα κραυγάζαμε... λέει,
όπλα να γίνουν οι κραυγές,
όλοι μαζί...

Να εμποδίζαμε τους Δυνατούς..
το πολεμικό τους νέφος,
περήφανο κι αυτό, σαν τον πολιτισμό τους,
να μην απλώσουν...


Θα σταματούσαμε... λέει,

την ανθρώπινη θυσία,
όλοι μαζί,
με αλληλεγγύη και αυτοθυσία,
στη φωτιά θα πέφταμε,
όλοι μαζί
να σώσουμε το βρέφος...

Ήσουν και 'σύ εκεί,
δεν έλειψα ούτε 'γώ... κι άλλοι πολλοί...
όταν αλλάξαμε πορεία,
όταν διαλέξαμε από δειλία,
το ρόλο του άπραγου και του αδύναμου,
αφήνοντας τους επόμενους,
να συνεχίσουνε τη μάχη,

Ήσουν και 'σύ εκεί...

Δυνατέ κατακτητή
πόσο όπλα να παραχθούν
χρειάζεται η οικονομία σου,
πριν σου τελειώσουν οι λαοί
που θα τα δοκιμάσεις ;

πόσο πλούτο ''απολίτιστων'' χωρών
θα χρειαστεί ακόμα να κλέψεις ;

πόσο αίμα ακόμα θα χυθεί
ένδοξε κοσμοκράτορα
για να υπερισχύσεις ;

Ήσουν και 'σύ εκεί,
δεν έλειψα ούτε 'γώ... κι άλλοι πολλοί
φορείς της σάρκας, μα τι κρίμα,
νάναι άδειοι περιεχομένου.

Τα εγκεφαλικά σου κύτταρα 
αχρηστευμένα πια καλώδια
για κρίση και αντίδραση
της σάρκας άπληστε φορέα...



        Μ' Ελπίδα

 σ  την αφετηρία περιμένει,
έτοιμη να ξεκινήσει,
μια παραιτημένη κοινωνία,
διψάει...  πάλι ν' αρχίσει
να πάλλει την αρτηρία.

Μ' ελπίδα... περιμένει,
ο αδύναμος 
κάπου να φυλαχτεί,
απ' του “Καλού” την απουσία.

Μ' ελπίδα προσμένει,
κι ο αθώος,
να μην το αφανίσει,
του "δίκιου" η προδοσία.

Μ' ελπίδα... αναμένει,
κι ο ζωντανός, 
αν για τα παιδιά του φτάσει
η βρώση, κάθε μέρα μ' αγωνία.

     Μα, λες να υπάρχει ελπίδα,
     για τ' αθρώπου τη ψυχή...
     πως δεν θ΄αποτιμηθεί,
     φτηνά ή ακριβά,
     σαν προϊόν στην αγορά
     να πουληθεί,

     Ναι ελπίδα...
     πως η ανθρώπινη ψυχή,
     σαν τρυφερή μπαλάντα,
     άδολη κι αρμονική,
     θα ξαναγεννιέται πάντα,
     για μια νέα διαδρομή.





       Στο βάλτο

 δ  εν είσαι μόνος...
Μπορεί να το πιστεύεις,
αλλά ''δεν είσαι μόνος'',
κι αν στραφείς στον διπλανό,
θα τον δεις κι αυτόν εκεί...
στο βάλτο... παρέα.

Οι θάνατοί μας οι ζωές σας,
στη λάσπη... βουτηγμένες
και 'γώ,
           [χρειάζομαι αέρα...

Καθάρια, σου δείχνει νάναι λίμνη
στα νερά της να λουστείς,
μα βούρκος είναι,
                         [που σε κορόϊδεψε,
και 'συ... παλεύεις,
στις λάσπες του κολλάς,
νομίζεις θα ξεφύγεις,
για λίγο ξεγλιστράς...

Μα πρόχειρο,
τον διπλανό σου βρίσκεις,
πάνω του πατάς,
τον δικό του αγώνα αγνοείς
αρκεί πιο πάνω εσύ να πας...

Ο θάνατός μου η ζωή σου,
σκαλί να γίνω μου ζητάς,
στα λασπόνερα του βάλτου...




                                      Το Μυστικό

 κ   άθε φορά,
τη κραυγή του διπλανού
κάνεις πως δεν ακούς
και τ' αυτιά σου κλείνεις
στο κλάμα ενός παιδιού

κάθε φορά που κρυφτό
με τη συνείδηση σου παίζεις,
ήσυχος μην είσαι,
δεν της κρύβεσαι
κι ας το νομίζεις,

κάθε φορά
που ψάχνεις το νόημα
να σε πληροφορήσω πρέπει,
πως ποτέ δεν θα το βρεις

κάθε φορά
πιο πολύ θα ξεμακραίνει
περιπαιχτικά κρυφτό,
σαν παιδί θα παίζει

κάθε φορά που νομίζεις,
πως όλα τα ελέγχεις,
η σιγουριά σου με πονηριά,
μάτι θα κλείνει
στη καινούργια αναποδιά...

τρύπιο πως ήταν θα δεις
της σιγουριάς σου το τσουβάλι
και άσκοπη, θα παραδεχτείς,
της ενέργειάς σου η σπατάλη...

κάθε φορά που θα λες,
τι χειρότερο απ' αυτό?”
αναρωτιέσαι εσύ τι φταίς
χαιρετίζοντας τον πανικό

μόνο τότε έτοιμος θα είσαι
να σου δοθεί το μυστικό...
δεν ελέγχεις το παιχνίδι” !





     Κράτο είναι αυτό ?

 α   ναρχη πόλη, χωρίς υποδομές,
κακοφτιαγμένη κι αποκρουστική...

Μα γιατί... ποιοί φταίνε... “Κάποτε
επιτέλους”
        [κραυγάζουν οι αποφασιστικοί,
να αποδοθούν ευθύνες σε οποιονδήποτε...”

Μόνο η κοινή γνώμη να εντυπωσιαστεί,
σκέφτεσαι κι αναρωτιέσαι...
μα μήπως δε φταίμε όλοι μαζί ; 

Όχι, εγώ σε τίποτα δεν φταίω”,

Επιμένει να σε πείσει,
                          [μη ξεγελιέσαι...
πάντα άλλοι θάχουν την ευθύνη.

Που είναι το κράτος ;”
επιπλήτει με αντροσύνη,
όλους γύρω του, ο σκαφάτος,
όταν το W.C του στη θάλασσα αδειάζει...

Που είναι το κράτος ;”
από το δάσος στιβαρά φωνάζει,
με απορία ο πρωτοκλασάτος,
όταν η φωτιά τη βίλα αγκαλιάζει.

Που είναι το κράτος ;”
αυθαίρετου ιδιοκτήτης ανταριάζει
με την καταστροφή, οργή γεμάτος,
όταν το άσυλό του παραβιάζει,
θρασύτατα το εμποδισμένο ρέμα...

.... και βέβαια εσύ δεν φταίς,
αφού υποκρισία μόνο και ψέμα,
σ' ένα κράτος ανήμπορο κι αδρανές,
αντιπάλευες,
             [όταν τό 'κτιζες με αγωνία
κάθε βράδυ χωρίς σχέδιο,στα κρυφά,
για το περιβάλλον μια παραφωνία...
κανείς δεν σε σταμάτησε
                           [και τέλειωσε με τα πολλά.

Κι όταν μικρό σου βγαίνει
                                [το καταπατημένο
κλέβοντας λίγα εκατοστά,
μίζερο θ' αφήσεις πεζοδρόμιο.

Μια δύστυχη μικρή λουρίδα,
για το ''διάβα του ενός'',
άχρηστη για τους πεζούς...

κι αφού δεν τους χωρά,
η στενάχωρη μονοβασιά,
σύριζα με τα αυτοκίνητα,
στο δρόμο περπατάνε πια.

Οι κανόνες είναι
για να τους παραβαίνεις
άσε που τόκανε κι ο διπλανός,
κι εγώ θα ήμουν ο μ....., ο χαζός,
κράτος είναι αυτό ; !”

λες δεξιά κι αριστερά
και παρκάρεις καμαρωτά,
των ΑΜΕΑ εμποδίζοντας
αναπηρικό καρότσι που περνά...


_____________________
Κάθυ Ρ. Ματαράγκα

* Επιλογές από το ''Τα μονοπάτια μου'' 
Το Κάθυ Ματράκου είναι ψευδώνυμο
που χρησιμοποιήθηκε σε δημοσιεύσεις 
της Κάθυ Ρ. Ματαράγκα,


Scholeio.com