Τζωρτζ Όργουελ ή Eric Arthur Blair
Ο Έρικ δεν γεννήθηκε κάτω από το γκρίζο βρετανικό ουρανό αλλά στο Μοτιάρι της Ινδίας, Βρετανοκρατούμενης βέβαια, το 1903.
Ο πατέρας του, Ρίτσαρντ Γουόλμσλεϊ Μπλαιρ, εργάζεται σαν κατώτερος διοικητικός υπάλληλος στην Ινδική Δημόσια Υπηρεσία, στο Τμήμα Οπίου.
Η μητέρα του, Άιντα Μέιμπλ Μπλαιρ, μεγάλωσε στο Μουλμέϊν της Βιρμανίας, όπου ο Γάλλος πατέρας της είχε αναμιχθεί σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες.
Ο πατέρας του, Ρίτσαρντ Γουόλμσλεϊ Μπλαιρ, εργάζεται σαν κατώτερος διοικητικός υπάλληλος στην Ινδική Δημόσια Υπηρεσία, στο Τμήμα Οπίου.
Η μητέρα του, Άιντα Μέιμπλ Μπλαιρ, μεγάλωσε στο Μουλμέϊν της Βιρμανίας, όπου ο Γάλλος πατέρας της είχε αναμιχθεί σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες.
Η οικογένεια Μπλαιρ συμπληρώθηκε με δύο ακόμα κορίτσια, την Μάρτζορι, 5 ετών μεγαλύτερή του και την Αβρίλ, 5 ετών μικρότερή του.
Την πρώτη φορά που είδε την Αγγλία ο Έρικ ήταν ενός έτους, όταν ταξίδεψε με τη μητέρα του και τη μεγαλύτερη αδερφή του. Το 1911 έξη χρόνια μετά επιστρέφει και η υπόλοιπη οικογένειά στην πατρίδα.
Την πρώτη φορά που είδε την Αγγλία ο Έρικ ήταν ενός έτους, όταν ταξίδεψε με τη μητέρα του και τη μεγαλύτερη αδερφή του. Το 1911 έξη χρόνια μετά επιστρέφει και η υπόλοιπη οικογένειά στην πατρίδα.
Ο προπάππους του, Τσαρλς Μπλαιρ, ήταν ένας εύπορος κύριος από το Ντορσέτ, που νυμφεύθηκε τη Λαίδη Μαίρη Φέην, θυγατέρα του Τόμας Φέην, 8ου Κόμη του Γουέσμορλαντ και ήταν εισοδηματίας, καθότι γαιοκτήμονας φυτειών στην Τζαμάικα.
Ο παππούς του, Τόμας Ρίτσαρντ Άρθουρ Μπλαιρ, ήταν κληρικός. Αν και οι τίτλοι ευγενείας κληροδοτήθηκαν στις επόμενες γενεές, δε συνέβη το ίδιο και με την οικονομική ευμάρεια. Ο ίδιος ο Έρικ Μπλαιρ, περιέγραφε την οικογένειά του, ως «κατώτερο μέρος της ανώτερης και μεσαίας τάξης».
Το 1904 η Άιντα Μπλαιρ εγκαταθίσταται με τα παιδιά της στο Χένλεϊ-ον-Τεμζ στο Όξφορντσαϊρ. Ο Έρικ μεγάλωσε στη συντροφιά της μητέρας του και των αδερφών του και πέρα από μία σύντομη επίσκεψη το καλοκαίρι του 1907, δεν ξαναείδε τον πατέρα του Ρίτσαρντ Μπλαιρ μέχρι το 1912. Το ημερολόγιο που διατηρούσε η μητέρα του από το 1905, διηγείται μία ανατροφή με έντονη κοινωνική δραστηριότητα και καλλιτεχνικές ανησυχίες.
Ο Έρικ πιάνει φιλίες με την κόρη των Μπάντικομ, την Υακίνθη, όταν η οικογένεια μετακομίζει στο Σίπλεϊκ πριν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν πρωτοσυναντήθηκαν, Έρικ στεκόταν ανάποδα με το κεφάλι του σε ένα χωράφι. Εκείνη απορεί και τον ρωτάει γιατί... «σε προσέχουν πιο εύκολα αν στέκεσαι κατακόρυφα στο κεφάλι σου, παρά κανονικά».
Διάβαζαν και έγραφαν ποίηση η Υακίνθη και ο Έρικ και ονειρεύονται να γίνουν διάσημοι συγγραφείς. Είπε ότι μπορεί να έγραφε ένα βιβλίο στο ύφος της Σύγχρονης Ουτοπίας του Χ.Τζ.Γουέλς. Σε αυτή τη χρονική περίοδο, διασκέδαζε ψαρεύοντας, κυνηγώντας και παρατηρώντας πουλιά με τα αδέρφια της Υακίνθης.
Στην ηλικία των πέντε, ο Έρικ στέλνεται μαθητής στο σχολείο της γυναικείας μονής του Χένλι-ον-Τεμζ, όπου φοιτούσε και η αδερφή του Μάρτζορι. Μία Ρωμαιοκαθολική μονή που λειτουργούν Γαλλίδες Ουρσουλίνες μοναχές, που είχαν εξοριστεί από τη Γαλλία, αφότου είχε απαγορευτεί η θρησκευτική εκπαίδευση το 1903.
Η μητέρα του ήθελε να λάβει μόρφωση σε ιδιωτικό σχολείο, αλλά δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα δίδακτρα και χρειαζόταν να κερδίσει υποτροφία. Ο αδερφός της Άιντα Μπλαιρ, Κάρολος Λιμουζίν, που ήταν επαγγελματίας παίκτης του γκολφ, γνώριζε τόσο το σχολείο του Αγίου Κυπριανού όσο και το διευθυντή του, μέσω της Βασιλικής Λέσχης Γκολφ του Ήστμπορν και συστήνει το σχολείο, στο Ήστμπορν, στο Ανατολικό Σάσσεξ. Μάλιστα εκεί είχε κερδίσει αρκετές διοργανώσεις, το 1903 και το 1904.
O διευθυντής ανάλαβε να βοηθήσει τον Μπλαιρ να κερδίσει την υποτροφία και σύναψε μία ιδιωτική οικονομική συμφωνία με τους γονείς του για να πληρώσουν μόνο τα μισά δίδακτρα. Το Σεπτέμβριο του 1911 ο Έρικ εγγράφηκε στο σχολείο του Αγίου Κυπριανού, όπου παρακολουθούσε μαθήματα για τα επόμενα πέντε χρόνια, επιστρέφοντας στο σπίτι μόνο κατά τις διακοπές. Δε του ανέφεραν ποτέ για τα μειωμένα δίδακτρα. Εκείνος βέβαια έχει αντιληφθεί από καιρό ότι η οικογένειά του είναι μάλλον μια φτωχή οικογένεια.
Ο Μπλαιρ μισούσε το σχολείο και πολλά χρόνια αργότερα έγραψε το δοκίμιο "Such, Such Were the Joys", που εκδόθηκε μετά θάνατον, με θέμα τα χρόνια του εκεί.
Εκεί γνώρισε και τον Κύριλο Κόννολλυ, που αργότερα έγινε αξιοσημείωτος συγγραφέας και ως εκδότης του Ορίζοντα, δημοσίευσε πολλά από τα δοκίμια του Όργουελ.
Έρχεται δεύτερος πίσω από τον Κόννολλυ στη διεκδίκηση του Βραβείου Ιστορίας Χάρροου,
με δύο ποιήματα που γράφει και δημοσιεύονται στην εφημερίδα Χένλεϊ εντ Σάουθ Όξφορντσαϊρ Στάνταρ, ως μέρος σχολικών εργασιών. Δέχθηκε εύφημο μνεία για την εργασία του από τον εξωτερικό σχολικό αξιολογητή και τελικά κέρδισε υποτροφίες για τα κολλέγια του Ουέλλινγκτον και του Ήτον.
Τον Ιανουάριο του 1917 στο Ουέλλινγκτον, τον περιμένει μία θέση για το εαρινό εξάμηνο. Το Μάιο του 1917 διατέθηκε ακαδημαϊκή θέση για υπότροφους στο Ήτον που σπουδάζει ως το Δεκέμβριο του 1921, οπότε και φεύγει σε ηλικία 18,5 ετών.
Στην παιδική του φίλη, Υακίνθη Μπάντικομ, ο Μπλαίρ ομολογεί ότι το Ουέλλινγτον ήταν «άθλιο», αλλά ότι στο Ήτον ένιωθε «ευτυχισμένος και σε πνευματική εγρήγορση».
Ο Α.Σ.Φ. Γκόου, ακαδημαϊκός επισκέπτης από το Κολλέγιο Αγ. Τριάδος (Τρίνιτυ), του Κέμπριτζ, είναι βασικός καθηγητής του και του δίνει και επαγγελματικές συμβουλές. Γαλλικά ο Έρικ διδάσκεται από τον Άλντους Χάξλεϊ.
Ο Στήβεν Ράνσιμαν, που ήταν μαζί με τον Μπλαιρ στο Ήτον, μας λέιε ότι ο Όργουελ και οι σύγχρονοί του εκτίμησαν ιδιαίτερα το λογοτεχνικό ταλέντο του Χάξλεϊ.
Ο Κόννολλυ ακολούθησε τον Μπλαιρ στο Ήτον, αλλά επειδή σπούδαζαν σε διαφορετικά έτη, δεν είχαν μεγάλη επαφή.
Οι ακαδημαϊκές επιδόσεις του Μπλαιρ υποδηλώνουν ότι αμελούσε τις σπουδές του. Οι γονείς του δεν είχαν τους οικονομικούς πόρους να τον στείλουν στο πανεπιστήμιο, χωρίς άλλη υποτροφία, συμπεραίνοντας από τις φτωχές του επιδόσεις, ότι δε θα μπορούσε να κερδίσει μία ακόμη. Ο Ράνσιμαν επεσήμανε τη ρομαντική αντίληψη που έτρεφε για την Ανατολή και η οικογένειά του αποφάσισε ότι ο Μπλαιρ θα έπρεπε να καταταγεί στην Αυτοκρατορική Αστυνομία, πρόδρομο της Ινδικής Αστυνομίας. Για αυτό έπρεπε να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις. Εκείνη την περίοδο ο πατέρας του είχε αποσυρθεί στο Σάουθγουολντ του Σάφολκ. Ο Μπλαιρ γράφτηκε σε προπαρασκευαστικό σχολείο στο Κρέγκχερστ και «ξεσκόνισε» τους κλασσικούς, τα Αγγλικά και την Ιστορία. Ο Μπλαιρ πέρασε στις εξετάσεις, ερχόμενος 7ος ανάμεσα σε 29 επιτυχόντες.
Το 1922, επιβαίνοντας στο S.S. Herefordshire, έπλευσε μέσω της Διώρυγας του Σουέζ και της Κεϋλάνης προς την Μπούρμα για να ενταχθεί στην Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία.
Η γιαγιά του Μπλαιρ, από τη μεριά της μητέρας του ζούσε στο Μοτ Μαλέμ, οπότε ο ίδιος επέλεξε να τοποθετηθεί στη Μπούρμα. Διορίζεται αξιωματούχος στην αστυνομία της Βιρμανίας, απ' όπου παραιτείται έξι χρόνια μετά, αμφισβητώντας το ρόλο του στην αποικιακή διοίκηση, την οποία οι ντόπιοι δεν αποδέχτηκαν ποτέ. '
Ενα μήνα αργότερα, έφτασε στο Ραγκούν και ταξίδεψε στην Αστυνομική σχολή στο Μάνταλεϊ. Μετά από μία σύντομη θητεία στο Μαίμιο, έναν βασικό σταθμό στους λόφους της Βιρμανίας, τοποθετήθηκε στο μεθοριακό φυλάκιο της Myaungmya στο δέλτα του ποταμού Irrawaddy στις αρχές του 1924.
Δουλεύοντας ως αυτοκρατορικός αστυνομικός έγινε ιδιαίτερα υπεύθυνος, ενώ οι περισσότεροι από τους συνομήλικούς του ήταν ακόμα στο πανεπιστήμιο στην Αγγλία. Όταν τοποθετήθηκε ανατολικότερα στο Δέλτα του Τουάντε ως υπο-περιφερειακός αξιωματικός, ήταν υπεύθυνος για την ασφάλεια περίπου 200.000 ανθρώπων.
Στο τέλος του 1924, παίρνει προαγωγή ως βοηθός επιθεωρητή περιφέρειας και τοποθετείται στο Syriam κοντά στο Ρανγκούν. Στο Syriam βρισκόταν το διυλιστήριο της εταιρίας Πετρελαίου της Μπούρμα. Όμως η πόλη ήταν κοντά στο Ρανγκούν, ένα κοσμοπολίτικο λιμάνι και ο Μπλαιρ πήγαινε στην πόλη όσο πιο συχνά μπορούσε, "για να ξεφυλλίσει βιβλία στο βιβλιοπωλείο, να φάει καλομαγειρεμένο φαγητό και να ξεφύγει απο την βαρετή ρουτίνα της αστυνομικής ζώης".
Τον Σεπτέμβριο του 1925 πήγε στο Insein, την έδρα της φυλακής του Insein και τη δεύτερη μεγαλύτερη φυλακή της Βιρμανίας. Εκεί, έκανε μεγάλες συζητήσεις για κάθε πιθανό θέμα με την Elisa Maria Langford-Rae (που αργότερα παντρεύτηκε τον Kazi Lhendup Dorjee).
Η Elisa Maria, λοιπόν, εντοπίζει στον Μπλαιρ, αυτή την "αίσθηση της απόλυτης εντιμότητας στις παραμικρές λεπτομέρειες".
Τον Απρίλιο του 1926 μετακομίζει στο Μουλμέιν, όπου ζούσε η γιαγιά του (από την πλευρά της μητέρας του). Στο τέλος του ίδιου έτους, τοποθετήθηκε στην Κάθα, στην Άνω Βιρμανία, όπου προσβλήθηκε από δάγκειο πυρετό το 1927. Του επιτρέπεται να λάβει αναρρωτική άδεια στην Αγγλία εκείνη την χρονιά, όπου και έμεινε τον Ιούλιο λόγω της ασθένειάς του. Σε αυτό το διάστημα τον Σεπτέμβριο του 1927 ενώ έκανε διακοπές μαζί με την οικογένεια του στην Κορνουάλη, επανεκτιμά τη ζωή του.
Έχει πάρει μια απόφαση και είναι πολύ σίγουρος για αυτήν. Αποφασίζει να μην επιστρέψει στη Βιρμανία, να παραιτηθεί από την Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία και να γίνει συγγραφέας. Άντλησε από τις εμπειρίες του ως αστυνομικός στη Βιρμανία για το μυθιστόρημα Μέρες της Μπούρμα (1934) και για τα δοκίμια "Η Κρεμάλα" (1931) και "Πυροβολώντας έναν ελέφαντα" (1936).
Στην Μπούρμα, ο Μπλαιρ απέκτησε τη φήμη του παρία. Περνούσε πολύ χρόνο μονάχος του, διαβάζοντας ή αναζητώντας δραστηριότητες, όπως εκκλησίασμα στην εθνοτική κοινότητα των Κάρεν. Ένας συνάδελφός του, ο Ρότζερ Μπήντον, θυμόταν (σε εκπομπή του BBC το 1969), ότι «ο Μπλαιρ μάθαινε γρήγορα την τοπική γλώσσα και πριν φύγει από τη Βιρμανία, μπορούσε να μιλήσει με Βιρμανούς ιερείς σε άπταιστα Βιρμανικά».
Έκτοτε έζησε για καιρό φτωχική ζωή στο Παρίσι και το Λονδίνο, αλλάζοντας περιστασιακά επαγγέλματα συναναστρεφόμενος με περιθωριακούς. Επρόκειτο για μια συνειδητή από μέρους του απόρριψη του αστικού τρόπου ζωής, που συνοδεύτηκε από την πολιτική του ωρίμανση.
Ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του αναρχικό.
Στην Αγγλία εγκαταστάθηκε στο σπίτι της οικογένειας στο Σάουθγουολντ. Εκεί συνάντησε και τους παλιούς τους φίλους. Επίσης επισκέφτηκε τον παλιό του δάσκαλο, Gow, στο Κέμπριτζ, ώστε να του ζητήσει συμβουλές για το πώς να γίνει συγγραφέας.
Αρχές φθινοπώρου, του 1927, μετακομίζει στο Λονδίνο. Ένας οικογενειακός φίλος, ο Ρουθ Πίτερ θα τον βοηθήσει να τακτοποιηθεί. Μέχρι το τέλος του 1927 εγκαταστάθηκε στην οδό Πορτομπέλλο.
Σε αυτό το μέρος σήμερα βρίσκεται μια πινακίδα όπου τιμά την παρουσία του εκεί. Η συμμετοχή του Πίτερ στο κίνημα θα τον βοηθούσε να ανέβει στην εκτίμηση της κυρίας Μπλαιρ. Ο Πίτερ συμπαθούσε το γράψιμο του Μπλαιρ, εντόπιζε αδυναμίες στην ποίησή του και τον συμβούλευε να γράψει για όσα ήξερε.
Τα βιβλία του Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου (1933), Μέρες της Μπούρμα (1934),
Η κόρη του παπά (1935) και Ο δρόμος προς την αποβάθρα του Γουίγκαν (1937), δίνουν το χρονικό της περιόδου αυτής και καταγράφουν την εξέλιξη των ιδεών του.
Από τις κορυφαίες στιγμές της ζωής του ήταν η συμμετοχή του στον ισπανικό Εμφύλιο. Στρατευμένος αρχικά στη δημοκρατική πολιτοφυλακή, πολέμησε και τραυματίστηκε, για να συγκρουστεί αργότερα και με τους κομμουνιστές. Στο βιβλίο του Πεθαίνοντας στην Καταλωνία (1938) αποτύπωσε μοναδικά τις εμπειρίες και τη δράση του.
Με την έκρηξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου τοποθετήθηκε διευθυντής της Ινδικής Υπηρεσίας του BBC, απ' όπου αποχώρησε το 1943. Ως λογοτεχνικός συντάκτης, εν συνεχεία, στην εφημερίδα Tribune, διαμόρφωσε πολιτικές θέσεις με σοσιαλιστική κατεύθυνση, διαφοροποιημένος ωστόσο από την επίσημη γραμμή των Εργατικών. Στην περίοδο αυτή ανήκουν μερικά από τα καλύτερα δοκίμιά του.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έγραψε τα δύο βιβλία που του χάρισαν τη μεγάλη του φήμη.
Το 1944 ολοκλήρωσε τη Φάρμα των Ζώων, πολιτική αλληγορία εμπνευσμένη από τη Ρωσική Επανάσταση και τη σταλινική περίοδο της ΕΣΣΔ. Το βιβλίο τον έκανε πλούσιο και διάσημο.
Το 1949 κυκλοφόρησε το τελευταίο του έργο, το περίφημο 1984, κορυφαία ίσως στιγμή του συγγραφέα και πολιτικού στοχαστή. Με τη δράση τοποθετημένη στο μελλοντικό τότε έτος 1984, σκιαγραφεί αριστουργηματικά όσο και εφιαλτικά το ολοκληρωτικό αστυνομικό κράτος, όπου τα πάντα εξελίσσονται υπό την παρακολούθηση του Μεγάλου Αδελφού.
Ο αντικομμουνισμός του το φτάνει σε τέτοιο σημείο ώστε το 1949 παραδίδει 38 ονόματα συμπαθούντων την Αριστερά στην Βρετανική κυβέρνηση, ανάμεσα ο Τσάρλι Τσάπλιν και πολλοί άλλοι.
Δεν ήθελε κανείς να γράψει για τη ζωή του.To 1950, λίγο πριν τον θάνατό του, μακριά από το αγαπημένο του νησί Τζούρα, ο Βρετανός λογοτέχνης απαγόρευσε ρητά τη συγγραφή της βιογραφίας του, κάτι που τελικά δεν τηρήθηκε από τους πολυάριθμους βιογράφους του.
Ο Τζωρτζ Όργουελ πέθανε τον Ιανουάριο του 1950 σε νοσοκομείο του Λονδίνου, σε ηλικία των 47 ετών.
Το έργο του χαρακτηρίζεται από ξεκάθαρο πεζό λόγο, συνειδητότητα των κοινωνικών ανισοτήτων, αντίθεση στα ολοκληρωτικά καθεστώτα και αφοσίωση στο δημοκρατικό σοσιαλισμό.
___________________________
* O Έρικ Άρθουρ Μπλαιρ (Eric Arthur Blair, 25 Ιουνίου 1903 – 21 Ιανουαρίου 1950), γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Τζωρτζ Όργουελ, ήταν Βρετανός συγγραφέας και δημοσιογράφος.
Συχνά ταξινομείται ως ένας από Άγγλους συγγραφείς του 20ου αιώνα με τη μεγαλύτερη επιρροή και ως ένας από τους πιο σημαντικούς χρονικογράφους της Αγγλικής κουλτούρας της γενιάς του. Έγραψε κριτικές λογοτεχνίας, ποίηση, μυθιστορήματα και πολεμικές ανταποκρίσεις,
πολυάριθμα δοκίμιά πάνω σε θέματα πολιτικής, λογοτεχνίας, γλώσσας και πολιτιστικά.
Το 2008, οι Times, τον κατατάσσουν σε μία λίστα με τους "50 κορυφαίους Βρετανούς συγγραφείς από το 1945", δεύτερο.
Το έργο του Όργουελ συνεχίζει να επηρεάζει τη μαζική και πολιτική κουλτούρα και ο όρος Οργουελικός, περιγραφικός ολοκληρωτικών και απολυταρχικών πρακτικών, εντάχθηκε στο λεξιλόγιο μαζί με αρκετούς από τους νεολογισμούς του, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων: ψυχρός πόλεμος, Μεγάλος Αδελφός, Αστυνομία Σκέψης, Δωμάτιο 101, διπλή σκέψη και έγκλημα σκέψης.
Scholeio.com