Μαρία Κάλλας, Όταν οι άνθρωποι με βλέπουν σαν θεά, υποχρεώνομαι, να είμαι Θεά !''



Το κορίτσι που λάτρεψε το κόκκινο χρώμα, 
τις γαρδένιες και τον Αριστοτέλη Ωνάση

 Άραγε, τι σημασία έχει για τον Μύθο της Μαρίας Κάλλας αν η μητέρα της στα αλήθεια την ανάγκαζε να τρώει διακόσια πενήντα γραμμάρια τυρί κάθε μέρα στο πρωινό της για να διατηρεί τις φωνητικές της χορδές σε αρίστη κατάσταση;

   Φαίνεται πως οι βιογράφοι της δεν μπορούν να συμφωνήσουν ούτε σε αυτά που μπορούν εύκολα να αποδείξουν οι φωτογραφίες, όπως για παράδειγμα το πάχος των νεανικών της χρόνων. Θέλεις που η μυθολογία κερδίζει πάντα τις μάχες με τις αλήθειες (καθ' ότι οι αλήθειες είναι πάντα πληκτικές), θέλεις που με σοφία η ίδια δημιούργησε σύγχυση σε όλους όσους καταπιάστηκαν με την ζωή και το έργο της, το κορίτσι που λάτρεψε το κόκκινο χρώμα, τις γαρδένιες και τον Αριστοτέλη Ωνάση σμίλευε αργά και μεθοδικά τον μύθο της και μπήκε, από πολύ νωρίς κιόλας, στο πάνθεον των Ιερών τεράτων. 
   Ένα κορίτσι μπερδεμένο, λένε, και ας ξέρουμε πως το μόνο σίγουρο είναι πως γεννήθηκε σε μια μπερδεμένη εποχή.
   Μεσοπόλεμος. Ακόμη και με τα ονόματα της το περίπλοκο μοιάζει να έχει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το ξεκάθαρο. Βαφτίστηκε Μαρία Καλογεροπούλου. Τα χρόνια που έζησε στην Αμερική την φωνάζουν Μαίρη. 
Στην Ελλάδα την φωνάζουν Μαριάννα. Στης επιστολές της στους φίλους της υπογράφει πάλι Μαίρη. Μύθος όμως θα γίνει ως Μαρία Κάλλας. 
   Τα επίσημα και ανεπίσημα ονόματα της φαίνεται πως αποτελούν το προσωπικό της καταφύγιο κάθε φορά που θα σπαράζεται στις προσωπικές ή στις δημόσιες σχέσεις της.
   Η μητέρα της είναι γόνος οικογένειας στρατιωτικών, τιμημένων δεόντως για τις προσφορές τους στην πατρίδα και ο πατέρας της είναι τέκνο αγροτών.
   Εξ αρχής, δύο κόσμοι, σχεδόν αντίπαλοι, αποτελούν τον ορίζοντα της ενηλικίωσης της. Και τίποτα δεν θα ήταν ''μοιραίο'' σε εκείνο τον καρτερικό γάμο αν στο σπίτι της Μαρίας, όπως και στα σπίτια σχεδόν όλων των μεγάλων δημιουργών, δεν κυβερνούσε μια γυναίκα, η μητέρα της, που πίσω της θα ωχριά η φιγούρα ενός απροσδόκητα υπομονετικού πατέρα. Οι συνθήκες ζωής στον Μελιγαλά της Πελοποννήσου λίγο πριν τον μεγάλο πόλεμο, τα όνειρα της αυστηρής μητέρας να καταξιωθεί κοινωνικά, αλλά κυρίως ο θάνατος του μικρού Βασίλη, του αδελφού της Μαρίας, αναγκάζουν την οικογένεια Καλογεροπούλου να φύγει για την Αμερική. Σύντομα γίνονται αναπόσπαστο κομμάτι του κοσμαγάπητου αμερικάνικου ονείρου.
   
   Τέσσερις μήνες μετά την άφιξη τους στην Αμερική γεννιέται η Μαρία. Η μητέρα Λίτσα θα ξεκινήσει με άγχος, πείσμα και καρτερικότητα να γυμνάζει την έτσι και αλλιώς ταλαντούχα κόρη της ώστε να γίνει το παιδί θαύμα του αιώνα της. Έχει συνειδητοποιήσει τις φωνητικές δυνατότητες της μικρής και δεν θέλει να χάσει καθόλου χρόνο. Βέβαια είναι πολύ νωρίς ακόμα για να καταλάβει η μικρή Μαρία πως στην πραγματικότητα προετοιμάζεται για να πραγματώσει τα κοινωνικά όνειρα της μητέρας της.
Έτσι ακριβώς όπως ποντάρουν στα άλογα κούρσας όσοι πιστεύουν πως έχουν την τύχη με το μέρος τους. Και από κείνα τα χρόνια, τα χρόνια μιας υπέρμετρα φιλόδοξης μητέρας, ενός τουλάχιστον σιωπηλού πατέρα και μιας Αμερικής που κεντάει όνειρα, ξεχωρίζει μόνο η μικρή Μαρία, δέκα χρόνων κιόλας, που δεν θέλει να νοιάζεται ούτε για το τραγούδι, ούτε για τις παρτιτούρες, ούτε για καμία από τις εξετάσεις, ούτε φυσικά για της τύχης τα γραμμένα, αλλά μονάχα για μια κούκλα, μια κούκλα που της την στερούν σαν να επρόκειτο για κακό σημάδι. Τα παιδιά θαύματα δεν έχουν δικαίωμα να έχουν παιδική ηλικία, ίσως να μην έχουν και δικαίωμα να έχουν καν ηλικία.
   Η μητέρα Λίτσα επιμελώς εποπτεύει το αυστηρό πρόγραμμα της Μαρίας. 
   Η μητέρα Λίτσα αποκαλεί ''βλάχο'' και ''ζώο'' τον σύζυγο της. Η μητέρα Λίτσα σπάει τους δίσκους του άντρα της με ελληνική παραδοσιακή μουσική και τους αντικαθιστά με όπερες.
   Η μητέρα Λίτσα, λοιπόν, θέλει να ξεχάσει οτιδήποτε δεν την φέρνει κοντά στην κοινωνική καταξίωση. Ο ακήρυχτος αυτός πόλεμος δεν γίνεται μεταξύ Λίτσας και Γιώργου, δεν γίνεται καν μεταξύ όπερας και ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Αυτός ο πόλεμος χαρακωμάτων, πόλεμος νεύρων, γίνεται για χάρη της Μαρίας, γύρω από την Μαρία, ανάμεσα σε αυτό που η μητέρα Λίτσα ''ήταν'' με αυτό που ''θέλει να γίνει''. Ο Γιώργος ήθελε την ησυχία του στο μικρό του φαρμακείο στην Αστόρια, τι σχέση είχε εκείνος με τις παρτιτούρες και με τα κλειδιά του σολ. Η μητέρα Λίστα όμως ονειρευόταν από καιρό τα σαλόνια της υψηλής κοινωνίας και οι πέντε γραμμές στα μουσικά τετράδια της Μαρίας της έδειχναν κιόλας τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει για να χτυπήσει τις σωστές πόρτες. Ο χρόνος λοιπόν περνούσε και το πάσο της για τις μεγάλες πόρτες ήταν, χωρίς δεύτερη κουβέντα, το πεντάγραμμο και η Μαρία. 
- «Πάντοτε αγωνίστηκα για να ζήσω σαν μια κανονική ανθρώπινη ύπαρξη αλλά είχα την ατυχία να περιτριγυρίζομαι από ανθρώπους που έκαναν τα πάντα για να με εμποδίσουν»

   Άραγε το αγαπούσε το τραγούδι η Μαρία ή μήπως της το επέβαλαν; Ίσως να μην έχει και σημασία αν κρίνουμε από την πορεία της. Η πατρότητα μιας ιδέας ανήκει σε αυτόν που θα την εφαρμόσει καλύτερα  και η Μαρία ήταν η Δημιουργός. Ακόμα και αν έχουν μια δόση αλήθειας αυτά που γράφουν οι βιογράφοι της, πως δηλαδή αν δεν υπήρχε η μητέρα Λίτσα για να ''κατασκευάσει'' αυτό το παιδί-θαύμα η Τέχνη θα είχε στερηθεί ένα από τα πιο λαμπρά και ταλαντούχα πλάσματα της, η Μαρία ήταν αυτή που ενσάρκωσε τις ηρωίδες, η Μαρία ήταν αυτή που ερμήνευσε, η Μαρία ήταν που μαρτύρησε, η Μαρία τελικά έγινε η Ντίβα.
   Η μικρή θα μείνει στην Αστόρια δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια, θα αλλάξει δέκα σπίτια και σαν πολεμικός ανταποκριτής θα γίνει μάρτυρας του άκαρδου οικογενειακού πολέμου. Είπαμε, η μαμά θέλει τα φώτα, ο μπαμπάς την ησυχία του. Το άλλοθι που λέγεται Μαρία είναι αδύναμο μπροστά στους τόσο διαφορετικούς κόσμους που εκπροσωπεί ο καθένας τους (και που αποτελούν το casus belli) και έτσι το ζεύγος Καλογεροπούλου θα χωρίσει την στιγμή ακριβώς που η μητέρα Λίτσα θα αντικατασταθεί στο κρεβάτι από την Αλεξάνδρα Παπαγιάννη. Οι συμβιβασμοί δεν άντεχαν για πιο κάτω και η μητέρα Λίτσα βρήκε επιτέλους το πάτημα που περίμενε πολλά χρόνια τώρα.
   Ο Γιώργος, ανακουφισμένος, εγκαταλείπει μια ζωή γεμάτη από τα άγχη και τις λαχτάρες του ''πρέπει να γίνουμε πρωταγωνιστές''. Ευχαριστεί τον θεό που τον λυπήθηκε και η μητέρα Λίτσα ετοιμάζει τους προϋπολογισμούς της για τα έξοδα σπουδών της Μαρίας στην Αθήνα. Η μικρή, στην εφηβεία της, ορφανή στην πραγματικότητα, επιστρέφει με την μητέρα της και την αδελφή της στην Ελλάδα έχοντας την βαλίτσα της γεμάτη βραβεία από τους διαγωνισμούς για τα νέα ταλέντα, αλλά εντελώς άδεια από παιδικές αναμνήσεις.  
   Τι είναι αυτό που φανερώνει τελικά την στόφα της Μαρίας να γίνει σταρ; 
Με γλαφυρότητα γράφονται περιγραφές για τις στιγμές εκείνες που λένε πως αναζητούσε απεγνωσμένα το δικαίωμα στην παιδικότητα, ζητώντας μια κούκλα ή ένα παγωτό. Ακούγεται τρομακτικός ο εγκλωβισμός της ανάμεσα σε δύο γονείς που πάσχιζαν να φέρουν ο ένας τον άλλον στα μέτρα του. Προκαλούσε ζήλια και έκπληξη ίσως, αυτή, η παχουλή και άσχημη πιτσιρίκα, που την είχαν όλοι ξοφλημένη, να κερδίζει όλα τα στοιχήματα, και αυτό με τη σειρά του να την πεισμώνει περισσότερο. Όταν έλεγε ''ήμουν πάντα και υπερβολικά ώριμη για την ηλικία μου και όχι πολύ ευτυχισμένη'', ήξερε κατά βάθος πως χρόνια μετά ο κόσμος θα προσκυνάει εκείνη και όχι την πανέμορφη αδελφή της. Ναι η μητέρα Λίτσα ήταν τύραννος, αλλά είχε ποντάρει στο σωστό άλογο.



''Μείναμε κατάπληκτοι από 
την εκπληκτική φωνή...''

   Οι μύθοι, έλεγε ο Καίσλερ, δημιουργούνται σαν τους κρυστάλλους και ακολουθούν τον δικό τους παλινδρομικό τύπο. Φτάνοντας στην Ελλάδα η Μαρία έχει συνειδητοποιήσει πια απόλυτα πως είναι ταγμένη στη μουσική. Αργότερα, με μια διάθεση να εξιλεώσει τις εμμονές της μητέρας της θα πει τη φράση 
''Η μητέρα μου ήθελε να γίνω τραγουδίστρια και ήμουν πολύ ευτυχισμένη να την υποστηρίξω αλλά υπό έναν όρο: ότι θα ήμουν ικανή να γίνω μια μέρα μια μεγάλη τραγουδίστρια. Δηλαδή ή όλα ή τίποτα''
   Γράφεται στο Εθνικό Ωδείο και οι πιο πολλοί γελούν. Τι μπορεί να καταφέρει ένα δεκατετράχρονο κορίτσι που απλώς μοιάζει και συμπεριφέρεται σαν δεκατετράχρονο; Μονάχα η Μαρία Τριβέλλα, η δασκάλα της, που παίζει πιάνο δίπλα της, βλέπει με ευθυκρισία το μέλλον. ''Μείναμε κατάπληκτοι από την εκπληκτική φωνή και ο Καλομοίρης πήρε αμέσως την Μαρία δωρεάν στο Ωδείο''
   Στο Ωδείο οι συμμαθητές της την αντιπαθούν επειδή θέλει συνεχώς να αυτοπροβάλλεται. Το όνομά της, αρχίζει να κυκλοφορεί συνοδευόμενο τις περισσότερες φορές από κακεντρεχή σχόλια. Την θάβουνε για να παρηγορηθούν για την ατυχία τους. Εκείνοι διδάσκονται αυτό που η Μαρία είχε χάρισμα: την εγγενή μουσική σοφία.
   Αν λοιπόν είναι αλήθεια πως ο κόσμος χρωστάει στους σταρ όσα ακριβώς χρειάζονται, τότε η Μαρία δεν διψάει τίποτα περισσότερο από την αναγνώριση. Και αν η φράση ''εγώ θα φτάσω ψηλά, θα μιλήσει ο κόσμος για μένα και αν χρειαστεί θα πατήσω επί πτωμάτων'', που ξεφώνισε θυμωμένη στην αδελφή της, μοιάζει να βγήκε από το στόμα μιας αριβίστριας ''σκύλας'', ίσως να μην είναι κάτι χειρότερο από τα όνειρα του κάθε ατάλαντου πτώματος που θέλει να κάνει καριέρα πατώντας επί πτωμάτων.
Η μητέρα Λίτσα φροντίζει ιδιαίτερα την εμφάνιση της αδελφής της Μαρίας και την προωθεί σε πλούσιους και ωραίους γαμπρούς, ενώ δείχνει να αδιαφορεί για το ταλαντούχο κορίτσι, που θα το έλεγες άσχημο, κακοβαλμένο, μέχρι και αποκρουστικό. Ναι η Μαρία δεν είναι όμορφη αλλά δεν κάνει και τίποτα να βελτιώσει την εικόνα της. Είναι άσχημη και κακοντυμένη γιατί έτσι πρέπει... Κανείς και τίποτα δεν έχει το δικαίωμα να την τραβήξει μακριά από τον μοναδικό της έρωτα, την μουσική, θα σκέφτεται η μαμά. Η απόφαση είχε παρθεί και ήταν οριστική και αμετάκλητη: προς το παρόν η Μαρία δεν είχε δικαίωμα να είναι γυναίκα, αλλά μόνο φιλόδοξη. στο κάτω κάτω είχε την φωνή της, τι να την κάνει την ομορφιά; Έτσι, για μια ακόμη μια φορά η ιστορία θα επιβεβαίωνε πως η μοίρα για κάθε υπερτροφικά φιλόδοξο είναι η ατροφική του καθημερινότητα.

   Στην πρώτη ημιεπίσημη εμφάνιση της στις επιδείξεις του Ωδείου η Μαρία παίζει Tosca και αποθεώνεται. Είτε το επιδιώκει είτε όχι συνεχίζει να ''χτίζει'' την εικόνα της σταρ τώρα και εκτός σκηνής. Είναι λιγομίλητη, σεμνή, απόμακρη, βγαίνει έξω σπάνια και μοιάζει να αρρωσταίνει όταν στις εμφανίσεις της στην σκηνή κάποιος από τους συμπρωταγωνιστές της τυχαίνει να εισπράττει περισσότερα χειροκροτήματα.
   Αν τα παιδικά χρόνια είναι αυτά που σημαδεύουν ανεξίτηλα την ζωή του ανθρώπου, τότε η Μαρία έχει κάθε λόγο να θεωρεί τον εαυτό της ''σημαδεμένο'', αν όχι ''καταραμένο''.
- «Ήμουν σαν ένα σφουγγάρι. Κι ακόμη είμαι. Αλλά εμείς τα σφουγγάρια έχουμε το μειονέκτημα να απορροφούμε τα πάντα, και τα καλά και τα κακά, κι αυτά τα τελευταία είναι δύσκολο να τα αποβάλεις στη συνέχεια. Κυρίως αν είναι ελαττώματα που ρίζωσαν βαθιά όταν ήταν κανείς νέος»
   Τα χρόνια περνούν, η οικογένεια της θα βρεθεί αντιμέτωπη με μια σοβαρή οικονομική κρίση, εκείνη θα τραγουδήσει σε δεκάδες διαγωνισμούς και σε ερασιτεχνικά ρεσιτάλ και θα περνάει τον καιρό της μελετώντας εξαντλητικά, πάντα κάτω από τις αφόρητες πιέσεις της μητέρας της, με την ελπίδα... κάποτε να θεσπιστούν νόμοι για την προστασία των ταλαντούχων παιδιών από τις καταπιεστικές μητέρες τους !
   Η Ισπανίδα δασκάλα της De Hidalgo θα ασκήσει μεγάλη επιρροή επάνω της. Μαζί της θα δουλέψει σκληρά για να βελτιώσει την φωνή της, αλλά όλοι συμφωνούν πως το μπαλάρισμα όσο και το πέρασμα από την μια φωνή στην άλλη, τα κατείχε η Μαρία πολύ πριν την αναλάβει η δασκάλα από την Ισπανία. 
   Την ώρα που οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Ελλάδα υπογράφει το πρώτο της επαγγελματικό συμβόλαιο με την Λυρική Σκηνή. Το στρουμπουλό κορίτσι με τα μπιμπίκια, που είναι ακόμα αλλοδαπό και που θα πάρει την ελληνική ιθαγένεια μόλις το 1966, από μια ειρωνεία της τύχης, γνωρίζει την επιτυχία την ώρα που η Ελλάδα γονατίζει στους Γερμανούς. Ο μισθός της Λυρικής πληρώνει όλα τα έξοδα συντήρησης της οικογένειας, καθώς και τα όνειρα της μητέρας και της αδελφής της.
   Όσα φτηνά κουτσομπολιά και να έχουν γραφτεί για το πως την αποκαλούσαν οι φίλοι της, τα χρόνια εκείνα, κανένα δεν είναι πιο τρυφερό και πιο όμορφο από το ''χοντρο-Μαρία''. Αλήθειες, μύθοι ή υπερβολές, ''άγαρμπη'', ''ντουλάπα'' ή ''αλόγα'', όλα μοιάζουν να ειπώθηκαν σε μια άλλη ζωή ή για κάποιον άλλο, μοιάζουν να ειπώθηκαν επειδή ακριβώς προετοίμαζαν την εντυπωσιακή της μεταμόρφωση σε Ντίβα, σαν να χώριζαν τις δυο ζωές, σαν να έδιναν την έμφαση που είχε ανάγκη, το ερώτημα που γεννιέται στο ''μετά'': πως έγινε Θεά η χοντρομπαλού;
Την ώρα λοιπόν που οι Γερμανοί βομβαρδίζουν την Αθήνα και αφού την Τέχνη, ευτυχώς, δεν την αφανίζει καμία βόμβα, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, εκείνη απαντάει με Tosca και Norma, ηρωίδες που θα γίνουν πασίγνωστες μονάχα δίπλα στο όνομά της.
   Φλερτάρει με έναν Άγγλο αξιωματικό και μετά την απελευθέρωση, στις 27 Δεκεμβρίου 1944, θα είναι παρούσα με τους υπόλοιπους Αθηναίους στην πλατεία Συντάγματος για να δει τον Τσόρτσιλ να χαιρετάει τα πλήθη χωρίς να φαντάζεται, πως θα μπορούσε άλλωστε να φανταστεί πως μερικά χρόνια αργότερα θα έπινε σαμπάνια μαζί του στο κότερο του Αριστοτέλη Ωνάση.


Η Κάλλας, δίπλα στον Ωνάση, υποβάλει 
τα σέβη της στον Τσόρτσιλ. Όρθιος ο Μενεγκίνι. 
Στην ένθετη φωτο (επάνω δεξιά), ο Σερ Ουίνστον 
στο τζιπάκι, που τον μετέφερε στις χερσαίες 
διαδρομές.

Το 1959 η "Χριστίνα" παρέπλεε τα ελληνικά νησιά, με φιλοξενούμενους του Ωνάση τον Ουίνστον Τσόρτσιλ και τη Μαρία Κάλλας, ο Σμυρνιός παρακίνησε την πριμαντόνα να σιγοτραγουδήσει την Κάστα Ντίβα. .  
Κι όταν ο γέρο Γουίνι στην πολυθρόνα του έβαλε την παλάμη στ' αυτί για ν' ακούσει καλύτερα, η Μαρία δυνάμωσε τη φωνή και οι κορώνες της χάιδεψαν, θάλεγες όλο το Αιγαίο.  
Μετά την άρια, η ανταμοιβή της ήτανε ν' αφήνει ο Πατέρας της Νίκης το ποτήρι με το ουίσκι και να της χαϊδεύει τα μαλλιά...  
Πολλές φορές, με το ηλιοβασίλεμα, συγκεντρωμένοι οι φιλοξενούμενοι στην πλώρη, ακούγανε από τον Τσόρτσιλ ιστορίες των Μπόερς και πειρατικά ανδραγαθήματα.  
Μα γρήγορα κουραζότανε ο γέρος κι άφηνε τους κουρσάρους του, για να πάρει το λόγο ο Ωνάσης.  
Ο Σμυρνιός είχε μανία με τις ιστορίες της Μικρασιατικής καταστροφής, ναυτικές ανταρσίες και κοντραμπατζήδες, αλλά κυρίως έπαιζε στα δάχτυλα του τις νικηφόρες ναυμαχίες των Ελλήνων από αρχαιοτάτων χρόνων ως τους Βαλκανικούς πολέμους.
του Δημήτρη Λυμπερόπουλου




Από την Λυρική Σκηνή στην Αμερική

   Εγκαταλείπει την χώρα. Δεν είναι η πρώτη και φυσικά δεν θα είναι η τελευταία μεγάλη Ελληνίδα που θα εγκαταλείψει την χώρα της για να ζήσει το μεγάλο όνειρο.
   Η Ελλάδα ρημάζεται τώρα από τον εμφύλιο και η εφημερίδα ''Βραδυνή'' πληροφορεί τους αναγνώστες της πως: ναχωρεί προσεχώς δι' Αμερικήν η υψίφωνος της Λυρικής Σκηνής Μαρία Καλογεροπούλου'

Η γραφειοκρατία της Λυρικής την έχει ήδη υποβιβάσει στην ιεραρχία, καθώς η χώρα αυτή έδειχνε ανέκαθεν ιδιαίτερο ζήλο στην προσήλωση στους τύπους. Όταν η ''χοντρό-Μαρία'' εγκαταλείπει την Ελλάδα, σύσσωμη η Λυρική Σκηνή την βρίζει για την προδοσία. 

* Αποκαλεί τους Έλληνες  ''ανθό κι΄αγκάθια της Γης'', σε μιά εξομολόγησή της. Ακόμα μιλάει για τη πείνα της στη κατοχή, για τη βουλιμία της μετά στο φαγητό, το χάσιμο 40 κιλών για να ανταποκριθεί στους ρόλους της.

Προδοσία όμως στην Τέχνη δεν είναι το ξεπούλημα, αλλά η φυγή του ανθρώπου προς τα μπροστά. Τα παιδιά θαύματα δεν υπηρέτησαν ποτέ κοινούς σκοπούς. Τα παιδιά θαύματα ανήκουν στον κόσμο ολόκληρο. 
Στην Αμερική είναι δύσκολα. Για δύο ολόκληρα χρόνια ψάχνει δουλειά. Δανείζεται λεφτά για να πάει στην Βερόνα και να δώσει κάποιες παραστάσεις. Όλα μοιάζουν πολύ δύσκολα, ακατόρθωτα στο δρόμο της, σαν να μπαίνουν σκοπίμως ανυπέρβλητα εμπόδια, για να προσδώσουν έτσι την απαραίτητη αίγλη στους άθλους της.
- «Για μένα η μουσική είναι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο• κι όταν κατορθώνεις να υπερβείς ορισμένες δυσκολίες με ένα τόσο εύθραυστο όργανο, όπως η φωνή, νιώθεις μια ικανοποίηση τόσο πηγαία που μοιάζει να αναδύεται μέσα από την ίδια την ψυχή σου»

Για πρώτη φορά βρισκόταν μακριά από την σκιά της μητέρας της

   Στην Βερόνα γνωρίζει τον πενηντατριάχρονο Μενεγκίνι ο οποίος είναι πλούσιος και λατρεύει την όπερα, αλλά είναι επίσης φαλακρός, κοντόχοντρος και τριάντα χρόνια μεγαλύτερος της. Ίσως την στιγμή που πρωτομίλησαν η Μαρία να μην σκέφτηκε τίποτα άλλο από την σοβαρή πιθανότητα να είχε τα φόντα, εκείνος ο τόσο λίγος άντρας, να γίνει για χάρη της μέντορας, προστάτης, καθοδηγητής και πάνω απ' όλα θαυμαστής της. Το πιο σημαντικό ίσως: για πρώτη φορά βρισκόταν κοντά σε έναν άντρα χωρίς την παρουσία ή την σκιά της μητέρας της.
   Θέλει να πείσει τους πάντες πως ερωτεύθηκε και πως δεν είναι μονάχα καλλιτέχνης, αλλά και άνθρωπος επίσης. Και αυτή η προσπάθεια μπορεί να είναι η πιο μεγάλη απόδειξη πως δεν της καίγεται καρφί για έναν άντρα που την πληρώνει για να τραγουδάει και που ακόμα και στις πιο προσωπικές του επιστολές την αντιμετωπίζει σαν την Ντίβα Μαρία Κάλλας. Ο Μενεγκίνι ήθελε περισσότερο από όλους, το σουξέ της, όχι την ίδια. Αυτό που αργότερα, κακώς, το χρέωσαν και στον Ωνάση.  
   Η Μαρία δεν έχει ακόμα την ευχέρεια να επιλέγει και όταν θα την έχει δεν θα υπάρχει επιλογή.
   Παντρεύεται τον Μενεγκίνι που αφοσιώνεται ολοκληρωτικά μονάχα στην καριέρα της δημιουργώντας γύρω της έναν απίστευτα ασφυκτικό κλοιό, από αυτούς που δημιουργούμε γύρω από ανθρώπους από τους οποίους κάτι κερδίζουμε από την λάμψη τους. Δεν πρόκειται να κλέψει κανείς την λάμψη της Μαρίας, μονάχα εκείνος. Είναι η εποχή που, τελειώνοντας τις παραστάσεις, είναι αναγκασμένη από το κοινό να κάνει δεκαέξι αυλαίες. Ο Μενεγκίνι διαχειρίζεται τα οικονομικά της, την αλληλογραφία της και βέβαια την αθανασία του. Έτσι, η ιστορία, πάνσοφη διαχειρίστρια αθάνατων και εφήμερων φιλοδοξιών, τον έχει καταγράψει μονάχα ως τον άντρα εκείνον που υπήρξε κάποτε ο σύζυγος της Μαρίας Κάλλας.



* Το 1954 η ζυγαριά της Κάλλας δείχνει μείον 30 κιλά. 

Το παχουλό κορίτσι μεταμορφώνεται σε μία εκθαμβωτική γυναίκα.


Είναι η απόλυτη ντίβα. 

Ντύνεται στα ατελιέ μεγάλων οίκων μόδας και η καριέρα της απογειώνεται. Τα βαρίδια του παρελθόντος φεύγουν ένα προς ένα. 

Η Σκάλα του Μιλάνου της κλείνει 7ετές αποκλειστικό συμβόλαιο.




Ο Έρωτας


Η καριέρα της προχωράει θριαμβευτικά, όμως εκείνη νιώθει την προσωπική της ζωή, συνεχώς να καταρρέει. ''Είναι τόσο κουραστικό να βρίσκομαι με ανθρώπους. Με βλέπουν όλοι σαν θεά και αυτό με υποχρεώνει να είμαι Θεά''. Αληθινό παράπονο ή μια χαριτωμένη προσπάθεια να διασκεδάσει τις εντυπώσεις των διαδόσεων; 


Η Κάλλας είναι στο Ηρώδειο. Τραγουδά το ''Χορό των Μεταμφιεσμένων''. Το 1957 η Μαρία θα γνωρίσει τον άνθρωπο που θα καθορίσει το υπόλοιπο της ζωής της. Το 1957 η Κάλλας γνωρίζει τον Αριστοτέλη Ωνάση στο πάρτι που δίνεται προς τιμήν της η Έλσα Μάξγουελ στη Βενετία. Αν η ιστορία επαναλαμβάνεται, τότε η πρώτη φορά είναι πάντα φάρσα και η δεύτερη πάντα τραγωδία.
- «Ήμουν τόσο καιρό κλεισμένη στο κλουβί ώστε, τη μέρα που συνάντησα τον Ωνάση και τους φίλους του, γεμάτους χάρη και ζωή, ένιωσα διαφορετική γυναίκα. Ζώντας με έναν άντρα πολύ πιο ηλικιωμένο από μένα, είχα πάθει κατάθλιψη κι είχα γεράσει πριν από την ώρα μου. Σήμερα είμαι επιτέλους φυσιολογική γυναίκα, ευτυχισμένη»
   Την ώρα που λέει στον σύζυγό της ''Είσαι ερωτευμένος με την Κάλλας. Ξεχνάς την ψυχή μου'', είναι σαν να αναζητάει επειγόντως κάποιον που θα αγαπήσει την Μαρία, όχι την λάμψη της. Η εικόνα της όμως, όπως σε κάθε τέτοια περίπτωση, είχε κερδίσει και η δυστυχία της Μαρίας ήταν να μείνει αιχμάλωτη για πάντα μέσα σε αυτή.
   Σε μια κρουαζιέρα στην Μεσόγειο, παρόντος του Μενεγκίνι που παραφυλάει την γυναίκα του σαν αρπαχτικό, η Μαρία κάνει έρωτα με τον Ωνάση και νιώθει να ανακαλύπτει επάνω του τον αληθινό άντρα που ποθούσε πάντα. Είναι τότε στο απόγειο της λάμψης της και ίσως να πέρασε από το μυαλό της πως ο Ωνάσης, που δεν είχε ανάγκη καμιάς λάμψης καθώς ήταν ήδη ο νούμερο ένα επιχειρηματίας στον κόσμο, θα μπορούσε να αγαπήσει την Μαρία και όχι την δόξα της.  

   Ο έρωτας τους είναι μεγάλος, σε ένα λαϊκό περιοδικό, θα περιγραφόταν ''μια μεγάλη καψούρα'', από εκείνες που έχουν και τις ζήλιες και τις υποσχέσεις και τις ανασφάλειες και τα ''θα σ' αγαπώ για πάντα''. 
Σίγουρα, προσβάλλουν την μυθολογία, όσοι προσπάθησαν να πουν κάτι διαφορετικό, όσοι έγραψαν  πως και ο Αριστοτέλης την πλησίασε επειδή επιδίωκε κυνικά την δημοσιότητα και την αποδοχή του από τον κόσμο της τέχνης ο οποίος τον σνόμπαρε και ίσως επειδή από πείσμα ήθελε να ρίξει στο κρεβάτι του μια διάσημη γυναίκα, απρόσιτη εκ πρώτης όψεως.
   Λίγο πριν τον επίσημο χωρισμό του με την Μαρία ο Μενεγκίνι καταριέται τον Ωνάση να μην βρει ποτέ γαλήνη. Ο Ιταλός απατημένος σύζυγος δεν κατάφερε να κρύψει εκείνο τον τρόμο που σε κυριεύει όταν χάνεις από την ζωή σου τον άνθρωπο από τον οποίο παίρνεις λάμψη. Έχανε την λάμψη από την μια, του ετερόφωτου αστεριού φυσικά, εξασφάλιζε την αθανασία του από την άλλη. Και ήταν τέτοιος ο έρωτάς του για την Μαρία που όταν εκείνη του ζήτησε τα κοσμήματά της και το σπίτι τους στο Μιλάνο, εκείνος έσπευσε να της πει ''Αυτά είναι θέματα που πρέπει να συζητηθούν''. Με λίγα λόγια, ήμουν μαζί σου γιατί με συνέφερες.



''Την κυριαρχία έχει το αρσενικό 
από καταβολής κόσμου''

Την Μαρία την δένει με τον Αριστοτέλη η μεσοαστική ελληνικότητά τους και φυσικά η αυτονόητη σεξουαλική έλξη, συμφωνούν σωστά ο Πετσάλης Διομήδης και Γκατζογιάννης στις βιογραφίες που έγραψαν για την Ντίβα. 
Η σχέση τους γίνεται το μεγαλύτερο κουτσομπολιό της Ευρώπης. Το κορίτσι είναι τρελά ευτυχισμένο. Τον αποκαλεί ''πασά μου'' και αυτό από μόνο του τα λέει όλα. Πιο πολλά ακόμα αποκαλύπτει η επιθυμία της να εγκαταλείψει το τραγούδι, ακριβώς επειδή δεν της το ζήτησε ποτέ εκείνος. Ο Ωνάσης δηλώνει με νόημα στους φίλους του πως ''οι γυναίκες αντί να παραμένουν βασίλισσες του σπιτιού και της οικογένειας, προσπαθούν να διεισδύσουν σε περιοχές όπου από καταβολής κόσμου την κυριαρχία έχει το αρσενικό''. 
   Την ώρα των πιο ωραίων στιγμών της Μαρία με τον Αριστοτέλη, η μητέρα Λίτσα προσπαθεί να εκμεταλλευτεί με κάθε τρόπο την δημοσιότητα μιλώντας για τις κακές σχέσεις που είχε πάντα με την κόρη της και ο Μενεγκίνι αναζητά τους πιο κερδοφόρους προς αυτόν όρους για το επίμαχο διαζύγιο. Τα θηρία έχουν δείξει τα δόντια τους για να αστράψουν τα φλας για λίγο και επάνω τους. 
   Η ερωτική ιστορία της Μαρίας και του Αρίστου, όπως τον αποκαλεί πια, έχει όλα τα βασικά συστατικά ενός μεγάλου ερωτικού πάθους. 
   Εκείνη μένει έγκυος. Οι φήμες της εποχής την θέλουν να περιμένει το παιδί του Ωνάση. Εκείνος της ζητάει να κάνει έκτρωση. Δεν σκοπεύει να την παντρευτεί ποτέ, επομένως δεν υπάρχει λόγος να μπει ανάμεσά τους ένα παιδί. Το 1960 δεν κάνει καμία δημόσια έξοδο. Τελικά είναι αλήθεια. Η Κάλλας στις 30 Μαρτίου γεννά ένα αγόρι που πεθαίνει αμέσως. Το πιστοποιητικό του γράφει όνομα Όμηρος και επίθετο μη αναγνώσιμο.
Αφοσιωμένη ολοκληρωτικά σε αυτόν και μόνο αρχίζει να ''χάνει'' την φωνή της. Η σπουδαία αυτή στρατιώτης παρατάει τα φωνητικά γυμνάσια  και ζει για πρώτη φορά στην ζωή της την ευτυχία. Όταν θα τα χάσει όλα για να μην έχει τίποτα άλλο παρά μονάχα τον Αρίστο, εκείνος βρίσκεται ένα βήμα πριν την κρεβατοκάμαρα της Τζάκι Κέννεντι.
   Καταβεβλημένη υπομένει τα χτυπήματα που δέχεται απανωτά: μετά τον παγκόσμιο σάλο για την σχέση του Ωνάση με την Τζάκι, μια σχέση που μόνο η Μαρία δεν θέλει να πιστέψει, ο πατέρας της ξαναπαντρεύεται. Στην Νόρμα του Τζεφιρέλλι η φωνή της ''σπάει'' για μια ακόμα φορά και στην ''Τόσκα'' ναι μεν τα πάει καλύτερα αλλά με την βοήθεια βιταμινών και ηρεμιστικών. Οι καβγάδες με τον Αρίστο κλιμακώνονται. Προσπαθεί, μάταια, να πείσει τον εαυτό της πως η χήρα Κέννεντι δεν είναι παρά ακόμα μια μικρή ερωτική περιπέτεια του κοσμοπολίτη Ωνάση. Εκείνος τρώει prive με την Τζάκι στο Μανχάταν και η Μαρία γράφει στην φίλη της Ελβίρα ντε Ιντάλγκο...  ''Προσπαθώ να ξαναβρώ την φωνή μου... Βασικά έχω τον Αρίστο, τι περισσότερο θα μπορούσα να επιθυμήσω;''  
   Η Ντίβα ζει ακόμη στο παραμύθι της. Κανείς δεν σκέφτηκε πως είναι κρίμα να χαλάς τα παραμύθια των ανθρώπων, ακόμα και να μπορούν να χτίζουν επιπόλαιες ευτυχίες. 
Όταν, χωρίς να έχουν χωρίσει μαθαίνει πως ο Ωνάσης παντρεύεται την Τζάκι στο Σκορπιό.
Καταρρέει. Τίτλοι τέλους πέφτουν στο όνειρό της. Δεν το χωρά ο νους της. Δεν μπορεί να συνέλθει.



Άραγε ήθελε και η ίδια... να γίνει 
αυτό που έγινε ; 

   Ο Αρίστος ''είναι ανεύθυνος και την αηδιάζει'', αλλά τρέχει αμέσως στην πρόσκλησή του για τις καθιερωμένες τους διακοπές στον Σκορπιό. 
Είναι ακόμα ερωτευμένη. Και τον περιμένει ακόμα. 
Κοιμάται με χάπια γιατί υποφέρει ακόμα από φριχτές αϋπνίες. Στην σκηνή θα την ξαναφέρει, μετά από ασφυκτικές πιέσεις, ο φίλος της Λάρι Κέλι, συνιδρυτής της Λυρικής Σκηνής του Σικάγου και της Δημοτικής Όπερας του Ντάλλας. Όπως πάντα, ψάχνει κάποιον να ''κρεμαστεί'' επάνω του και τώρα είναι οι φίλοι. Εκεί που καταλήγουν όλοι, όταν τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Τα φώτα είναι ξανά επάνω της, αλλά είναι όσο ποτέ μόνη και μπερδεμένη. Η μουσική και η δόξα παλεύουν μέσα της με τον έρωτα και την ησυχία μιας ζωής μακριά από τα φλας. Φτασμένη Ντίβα και ακόμα δεν ξέρει αν αυτό που έγινε το ήθελε η ίδια... Νιώθει ότι υπάρχει μια ομίχλη, που δεν την αφήνει να δει καθαρά μέσα της, αν ο εαυτός της ήταν το αποτέλεσμα της θέλησης της μητέρα της ή αν το' χε η μοίρα της. 

   Από τις κοσμικές στήλες των εφημερίδων είναι που θα μάθει πως ο Αρίστος συνοδεύει την χήρα Κέννεντι παντού. Ακόμη πιο μεγάλη τραγωδία από έναν χωρισμό, είναι να μαθαίνεις από τους καλοθελητές για τον δικό σου χωρισμό, πόσο περισσότερο να το μαθαίνεις από τους δημοσιογράφους.
   Η παρηγοριά της είναι η αλληλογραφία της με την Ιντάλγκο. ''Απελευθερώθηκα από έναν εφιάλτη που λέγεται έρωτας, καταστροφικό από κάθε άποψη'', της γράφει. 

Το τελειωτικό χτύπημα θα έρθει όταν θα διαβάσει στις εφημερίδες τον γάμο του Αρίστου της με την Τζάκι. Οι New York Times της ζητούν να σχολιάσει και κείνη φυσικά αρνείται. 
   Ο δημοσιογράφος προφανώς δεν γνώριζε πως ερωτευμένος είναι αυτός που περιμένει και πως όταν ένας από τους δύο φύγει τότε ερωτευμένος είναι αυτός που ξέρει να αποσύρεται διακριτικά. 
   Τους επόμενους μήνες η Μαρία Κάλλας, πεισμωμένη, δεν προλαβαίνει να δηλώνει παντού στο περιβάλλον της πως αισθάνεται περίφημα. Αισθάνεται φριχτά, το ξέρουμε ή το καταλαβαίνουμε από την λυσσαλέα της προσπάθεια να κρατήσει το τζάμι της αράγιστο μπρος στους λιθοβολισμούς της δημοσιότητας.
   Συναντιέται ξανά με τον Αρίστο σε κάποιες κοσμικές εκδηλώσεις παριστάνοντας την άνετη. 


Maria Callas in Pasolini's "Medea" (1969
   Γυρίζει την Μήδεια του Παζολίνι χωρίς να χρειαστεί, η γίγαντας, να φιλμάρει μια σκηνή πάνω από δύο φορές. Εξακολουθεί να παίρνει υπνωτικά χάπια. Ο Αρίστος της τηλεφωνεί σχεδόν κάθε μέρα και στην ανάγκη της για συνεχείς επιβεβαιώσεις συμβιβάζεται ίσως με την ιδέα πως θα μπορούσε να μείνει μια καλή, ερωτευμένη ωστόσο, φίλη του. 
Καταρρέει και οι επιβεβαιώσεις του Αρίστου δεν της φθάνουν. Με χαρά της τις προσφέρουν ο Παζολίνι και ο Λάρι Κέλι. Πάντα χρειαζόταν μια επιβεβαίωση, έτσι την είχε μάθει η μητέρα Λίτσα και το αιμοβόρο κοινό. Από την άλλη, ίσως ο Αρίστος άρχισε να διακρίνει την διαφορά της από την αχόρταγη Τζάκι που του ζητούσε να της χαρίσει το φεγγάρι. 
   Πουθενά, όσο στον έρωτα, δεν είναι νικητές οι ρόλοι. Σε μια νέα κρίση η Μαρία δηλώνει πως δεν θέλει να τον ξαναδεί. Όταν όμως στον γάμο του με την Τζάκι θα αρχίσει ο πόλεμος, η Ντίβα θα είναι εκείνη που θα τον χαλαρώνει, που θα κουβεντιάζει τα βράδια μαζί του και που θα τον φιλάει γλυκά όπως κάποτε.
   Η Μαρία Κάλλας παρακολουθεί την πτώση προσπαθώντας να συμμαζέψει τα συντρίμμια: πεθαίνει ο πατέρας της, οι ηχογραφήσεις των δίσκων της δεν πηγαίνουν καλά, οι κριτικοί κατακεραυνώνουν τις παραστάσεις της. Την βλέπουν αδύναμη και την χτυπούν αλύπητα, ιδίωμα των θρασύδειλων της ιστορίας.

Πίσω από τις κουρτίνες

   Μάταια θα προσπαθήσει να βρει λίγο ησυχία στην αγκαλιά του τενόρου Τζουζέπε ντι Στέφανο. Η σύγκριση με τον μεγάλο της έρωτα, το Αρίστο, επισπεύδει την δυστυχία της. Όταν ο Ωνάσης χάνει τον γιο του, είναι η τραγωδία που θα τους ξαναφέρει κοντά, όχι η ευτυχία. Στις τηλεφωνικές τους συνομιλίες, ο ένας παρηγορεί τον άλλο. Μοιάζουν σαν άρρωστοι που ανακουφίζουν ο ένας το άλλο με τις ελπίδες και όχι σαν πρώην ζευγάρι.
Μάρτιος, 1975. Το τηλέφωνο στο διαμέρισμα του Παρισιού χτυπά. ''Ο Αριστοτέλης είναι νεκρός''. Λέγεται πως ο Ωνάσης όταν κατάλαβε πως θα πέθαινε ζήτησε να μεταφερθεί σε νοσοκομείο του Παρισιού για να είναι κοντά στη Μαρία του.
   Θα δει τον Ωνάση ξανά στο νοσοκομείο όταν εκείνος θα είναι ετοιμοθάνατος. Σφίγγοντας της το χέρι θα της πει πως την αγαπάει. Ο θάνατος του θα είναι το τελειωτικό χτύπημα. Κλείνεται στο διαμέρισμά της στο Παρίσι και κοιτάζει πια τον κόσμο πίσω από τις κουρτίνες του δωματίου της. Είναι μόνη και δυστυχισμένη. Χωρίζει με τον Ντι Στέφανο, σταματάει οριστικά το τραγούδι, παίρνει πιο πολλά χάπια, βλέπει γουέστερν στην τηλεόραση, ακυρώνει σχέδια παραστάσεις, συμβόλαια. Δεν θέλει πια να είναι η Μαρία Κάλλας, θέλει να είναι η Μαρία, η Μαίρη ή η Μαριάννα. Το δικαιούται.
   Θα προσπαθήσεις να κάνει μερικές ήσυχες διακοπές στην Ελλάδα. Οι φωτογράφοι, που καίγονται να την φωτογραφίσουν τσακισμένη, την κυνηγούν ασταμάτητα. Ανήμπορη να ησυχάσει επιστρέφει στο Παρίσι κουρελιασμένη. Αφού αποφάσισε να μην είναι η Μαρία Κάλλας πολύ σύντομα οι επισκέψεις όσων δήλωναν φίλοι της μειώνονται κατακόρυφα.
   Η Κάλλας δεν είναι τίποτα χωρίς τη φωνή της. Η Κάλλας δεν είναι τίποτα χωρίς των Ωνάση. 
   Ο ψυχικός πόνος τη σβήνει μέρα τη μέρα. Βιώνει την απόλυτη μοναξιά. Χωρίς εκείνον μετρά τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα. Η επίσημη ιατρική έκθεση γράφει ανακοπή καρδιάς. Η καρδιά της σταμάτησε από τον πόνο.
   Στις 16 Σεπτεμβρίου σηκώθηκε από το κρεβάτι της, κοίταξε έξω από το παράθυρο, έφαγε πρωινό και κατέρρευσε. Έσβησε αθόρυβα και έζησε εκκωφαντικά μόνη.
   Πέθανε ολομόναχη στο διαμέρισμα της. Και ό,τι απέμεινε είναι αυτό το υπέροχο ταξίδι της φωνής της, η μοναδική της ικανότητα να περνάει από την μια φωνή στην άλλη σαν να πρόκειται για δύο διαφορετικά πρόσωπα, απέμεινε η ''Tosca'' και η ''Norma'' και η ''Μήδεια'' και όλα αυτά τα συναισθήματα που πλημμυρίζουν τους χώρους όταν η φωνή αυτή, η μέγιστη, ακυρώνει κάθε άλλο φυσικό ή τεχνητό ήχο. 
   Λατρέψαμε την Μαρία γιατί αυτή ήταν από την αρχή η looser. Αυτή ήταν η άσχημη και η παχουλή. Αυτή ήταν το παιδί θαύμα. Γιατί αυτή ήταν που έχασε μέσα σε ενάμιση χρόνο τριάντα κιλά για να παίξει στο ''Ντον Κάρλος''. Γιατί αυτή ήταν που στερήθηκε τις κούκλες για χατίρι της μαμάς και του ταλέντου της. Γιατί η Μαρία Κάλλας ήταν αυτή που έσυρε στα πόδια της όλους αυτούς που την είχαν ξεγράψει. Γιατί η Μαρία που ερωτεύθηκε δυνατά και παθιασμένα έναν άντρα που της έκανε ''αληθινό έρωτα'' και που κατάφερε να ανακαλούμε μονάχα αυτή στο νου μας κάθε φορά που λέμε ή γράφουμε την λέξη ''Ντίβα''. Η χοντρο-Μαρία.
   Σκέφτομαι τελικά πως, ναι, ο Ωνάσης υπήρξε πάρα πολύ πλούσιος. Αξιώθηκε τον έρωτά της.
______________________________________________________
* Το αφιέρωμα για να ολοκληρωθεί άντλησε πληροφορίες και αποσπάσματα 
από το βιβλίο του Γιώργου Σιδέρη ''Άλαλα τα χείλη των ευσεβών'', εκδόσεις biblio.  


* Seatlle,1960. 
Η συνάντηση είχε σκοπό να διαλέξουνε τα δημιουργήματα που θ' αντιπροσωπεύανε περισσότερο το ανθρώπινο γένος, εκεί... στη μεγαλύτερη πόλη της πολιτείας Ουάσινγκτον και το σημαντικότερο αστικό και οικονομικό κέντρο στα βορειοδυτικά της χώρας. 
Κασέτες με εικόνα ή ήχο, θα βάζανε σε δορυφόρο, ένα είδος "βόγιατζερ", που θα κατευθυνότανε στο διαστρικό χώρο, σε περίπτωση που θα κινδύνευε να καταστραφεί η Γη από φυσικά ή τεχνικά αίτια...
Μετά από πολλές προτάσεις και διαφορετικές φωνές, που ακούστηκαν σε κείνο το διεθνές συμπόσιο κορυφαίων του πνεύματος, ένας σοφός Γιαπωνέζος, ανέβηκε στο βήμα, κρατώντας ένα από τα μαγικά έργα της τεχνολογίας της πατρίδας του... 
Παρακάλεσε το ακροατήριο ν' ακουμπήσει το κεφάλι στις αναπαυτικές καρέκλες, να κλείσει τα μάτια και, τότε πάτησε το κουμπί... Ξαφνικά αντήχησε η φωνή της Μαρίας Κάλλας από την άρια "Κάστα Ντίβα"... Όσο διαρκούσε η φωνητική μυσταγωγία κανένας δεν έβγαλε κιχ, αλλά μόλις τέλειωσε όλοι χειροκροτήσανε και συμφωνήσανε ότι... ναι, αυτή η θεϊκιά φωνή άξιζε ν' αντιπροσωπεύσει τον άνθρωπο στον αχανή διαστρικό χώρο του σύμπαντος... 

Αυτή ήτανε η μεγάλη Ελληνίδα τραγουδίστρια, που αν κι η στάχτη της σκορπίστηκε στο Αιγαίο, η φωνή της θ' αντηχεί και μετά τη συντέλεια της Γης, συντροφιά με τα γραφτά του Πλάτωνα, τη μουσική του Μπετόβεν κι άλλα υπέρλαμπρα δημιουργήματα του ανθρώπου, που θα ταξιδεύουνε σε κάποιο δορυφόρο στο διαστρικό αχανές, ώσπου να τα συλλέξουνε άλλα εξωγήινα όντα προηγμένα τεχνολογικά.. από το βιβλίο "Ελληνες, υπέροχοι, απίθανοι και τρελοί" Δημήτρης Λιμπερόπουλος- εκδόσεις Γιάννης Β. Βασδέκης - 1988

Paris, Casta Diva (Maria Callas)





«Όποτε ερμηνεύω τη Νόρμα είμαι ευτυχισμένη. Είναι ο αγαπημένος μου ρόλος. 
Νομίζω ότι της μοιάζω. Είναι πολύ υπερήφανη για να δείξει τα πραγματικά της αισθήματα, αλλά στο τέλος υποκύπτει. Μια γυναίκα που δεν αισθάνεται κακία ούτε νιώθει αδικημένη από δυσμενείς καταστάσεις τις οποίες, εν τέλει, έχει προκαλέσει η ίδια».





Maria Callas 'London Farewell Concert' at the Royal Festival Hall 

with Giuseppe di Stefano, 1973







- «Δεν είμαι άγγελος ούτε υποκρίνομαι ότι είμαι. Αυτός δεν είναι ένας από τους ρόλους μου. Δεν είμαι όμως ούτε διάβολος. Είμαι μια γυναίκα. Είμαι μια επαγγελματίας»


  Scholeio.com  


Έσσε, Καλλιτέχνης και Γλώσσα στη χώρα της Ψυχής



Μια έλλειψη από την οποία ο ποιητής υποφέρει πιο βαριά απ' όσο οτιδήποτε άλλο είναι της γλώσσας. Κατά καιρούς φτάνει στο σημείο να τη μισεί κυριολεκτικά, να μαίνεται εναντίον της και να την καταριέται -ή πολύ περισσότερο να αναθεματίζει τον εαυτό του για το ότι γεννήθηκε για τη δουλειά του με ένα τέτοιο ελεεινό εργαλείο. 

Με φθόνο σκέφτεται το ζωγράφο που η γλώσσα του -τα χρώματα- μιλάει το ίδιο κατανοητά σε όλους τους ανθρώπους από το Βόρειο Πόλο μέχρι την Αφρική ή σκέφτεται με φθόνο το μουσικό που οι τόνοι του μιλάνε κάθε ανθρώπινη γλώσσα και που πρέπει να τον υπακούνε τόσες γλώσσες, μεμονωμένες και διαφορετικές, από τη μονόφωνη μελωδία μέχρι την εκατοντάφωνη ορχήστρα, από το κόρνο μέχρι το κλαρινέτο, από το βιολί μέχρι την άρπα. 

Για ένα πράγμα όμως ζηλεύει ο ποιητής τον μουσικό ιδιαίτερα βαθιά και κάθε ημέρα: για τo ότι ο μουσικός έχει τη γλώσσα του μόνο για τον εαυτό του, μόνο για τη μουσική! Ενώ ο συγγραφέας πρέπει να χρησιμοποιεί για την καλλιτεχνική δημιουργία του την ίδια γλώσσα με την οποία διεκπεραιώνει κανείς δουλειές ή διδάσκει σε σχολείο ή τηλεγραφεί ή κάνει δίκες. 
Πόσο φτωχός είναι ο ποιητής! 
Δεν έχει κανένα δικό του όργανο για την τέχνη του, δεν έχει δικό του σπίτι, δεν έχει δικό του κήπο, δεν έχει δικό του παράθυρο για να βλέπει από εκεί το φεγγάρι. Τα πάντα πρέπει να τα μοιράζεται με την καθημερινότητα! 
Όταν λέει τη λέξη «καρδιά» και εννοεί μ' αυτό ό,τι πιο ζωντανό και πιο παλλόμενο υπάρχει στον άνθρωπο, η λέξη σημαίνει ταυτόχρονα κι έναν από τους μυς του σώματος. 
Όταν λέει τη λέξη «δύναμη», πρέπει να κάνει αγώνα με μηχανικούς και ηλεκτρολόγους για την έννοια της λέξης, που εκείνοι την αντιλαμβάνονται αλλιώς. 
Όταν μιλάει για «μακαριότητα», διεισδύει στην έκφραση του αυτή κάτι από θεολογία. Δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει ούτε μία και μόνη λέξη που να μην αλληθωρίζει προς μια άλλη πλευρά, που να μη θυμίζει το ίδιο κιόλας λεπτό ξένες, ενοχλητικές, εχθρικές παραστάσεις, που να μην περιέχει συντμήσεις, που να μη θρυμματίζεται επάνω στον ίδιο τον εαυτό της σαν σε στενούς τοίχους, απ’ όπου έρχεται σαν πνιγμένος αντίλαλος μια φωνή που στην ουσία δεν αντήχησε.  
Αν, λοιπόν, κατεργάρης είναι όποιος προσφέρει περισσότερα απ' όσα έχει, ένας ποιητής δεν μπορεί πότε να είναι κατεργάρης. Δεν υπάρχει ούτε ένα δέκατο ούτε ένα εκατοστό απ’ όσα θα ήθελε να δώσει και είναι ευχαριστημένος αν ο ακροατής τον καταλαβαίνει έτσι από μακριά, έτσι παρεμπιπτόντως, έτσι γενικά ή τουλάχιστον δεν τον παρανοεί με αγροίκο τρόπο στα πιο σημαντικά που εκφράζει. Περισσότερα απ’ αυτό σπάνια πετυχαίνει ο ποιητής. 


Και παντού όπου ένας ποιητής αποκομίζει έπαινο ή κατάκριση, παντού όπου έχει επίδραση στους άλλους ή όπου λοιδορείται από τους άλλους, παντού όπου τον αγαπούν ή τον απορρίπτουν, παντού, δε μιλάνε για τις σκέψεις του και για τα όνειρά του καθαυτά παρά μόνο για το ένα εκατοστό απ’ αυτά που μπόρεσε να περάσει από το στενό; κανάλι της γλώσσας και της περιορισμένης κατανόησης από τον αναγνώστη. 
Γι' αυτό αμύνονται οι άνθρωποι τόσο τρομερά, σε αγώνα ζωής και θανάτου, όταν ένας καλλιτέχνης ή μια ολόκληρη νεολαία από καλλιτέχνες δοκιμάζουν καινούριες εκφράσεις και καινούριες γλώσσες και απειλούν έτσι τα οδυνηρά δεσμά των άλλων. 
Για το συμπολίτη η γλώσσα είναι (κάθε γλώσσα που με μόχθο έχει μάθει, όχι μοναχά η γλώσσα των λέξεων) κάτι το ιερό και απαραβίαστο. Για το συμπολίτη είναι ιερό και απαραβίαστο καθετί που είναι κοινό και ομαδικό, καθετί που μοιράζεται με πολλούς ή και με όλους, καθετί που δεν του θυμίζει ποτέ μοναξιά, γέννηση και θάνατο, το πιο εσώτερο Εγώ του. Οι συμπολίτες έχουν κι αυτοί, όπως ο ποιητής, το ιδανικό μιας παγκόσμιας γλώσσας. 

Όμως η παγκόσμια γλώσσα των αστών δεν είναι σαν εκείνη που ονειρεύεται ο ποιητής. Δεν είναι ένα παρθένο δάσος γεμάτο πλούτο, δεν είναι μια απέραντη ορχήστρα παρά μια απλοποιημένη γλώσσα με τηλεγραφικά σύμβολα σαν το αλφάβητο Μορς που η χρησιμοποίηση της απαλλάσσει από μόχθο, από λέξεις και από χαρτί και δεν εμποδίζει με χάσιμο χρόνου το να κερδίζει κανείς λεφτά. Αχ, με ποίηση, με μουσική και με τέτοια πράγματα εμποδίζεται πάντοτε το κέρδος σε χρήμα! 
Όταν, λοιπόν, ο συμπολίτης έχει μάθει μια γλώσσα που τη θεωρεί σαν γλώσσα της Τέχνης, είναι ευχαριστημένος. Νομίζει ότι καταλαβαίνει και κατέχει την Τέχνη και γίνεται έξω φρενών όταν πληροφορείται ότι αυτή η γλώσσα που με τόσο μόχθο έμαθε ισχύει μοναχά για μια πάρα πολύ μικρή επαρχία της Τέχνης. 

Στον καιρό των παππούδων μας υπήρχαν μορφωμένοι άνθρωποι που πάσχιζαν να κάνουν ν’ αναγνωριστεί στη μουσική και ο Μπετόβεν δίπλα στον Μότσαρτ και στον Χάιντν. Μέχρι εκεί «συμπορεύονταν». Όταν όμως παρουσιάστηκαν ο Σοπέν και ο Λιστ και ο Βάγκνερ και απαιτήθηκε να μάθουν οι αστοί μια καινούρια γλώσσα, να προχωρήσουν νεανικά και επαναστατικά, ελαστικά και χαρούμενα, σε κάτι το καινούριο, έδειξαν βαθιά αγανάχτηση και το θεώρησαν αυτό σαν ξεπεσμό της Τέχνης και σαν εκφυλισμό της εποχής στην οποία ήταν καταδικασμένοι να ζήσουν. 

Όπως έγινε τότε μ' αυτούς τους καημένους ανθρώπους γίνεται σήμερα πάλι με πολλές χιλιάδες άλλους. Η Τέχνη δείχνει καινούριους ήχους και σχήματα, έχει απηυδήσει από το να εξακολουθεί να μιλάει τη γλώσσα του χτες και του προχτές, θέλει κάποτε να χορέψει, να υπερβεί τα εσκαμμένα, να φορέσει στραβά το καπέλο της και να προχωρήσει με ζιγκ-ζαγκ. Και οι συμπολίτες γίνονται έξω φρενών γι' αυτό, νιώθουν ότι τους έχουν χλευάσει και έχουν αμφισβητήσει ριζικά την αξία τους, ρίχνονται στους νεωτεριστές με υβριστικά λόγια και τραβάνε μέχρι επάνω απ' τ' αφτιά τους το κάλυμμα της παιδείας τους. 
Ο ίδιος αστός που τρέχει στα δικαστήρια όταν θιγεί και προσβληθεί έστω και στο ελάχιστο η προσωπική του αξιοπρέπεια γίνεται τώρα εφευρετικός σε τρομερές προσβολές των άλλων. Όμως αυτή η μανιασμένη οργή και η άκαρπη διέγερση δεν ελευθερώνει τον αστό, δεν αποφορτίζει και δεν εκκαθαρίζει τον εσωτερικό του κόσμο, δεν εξαφανίζει με κανένα τρόπο την εσωτερική αναταραχή και δυσθυμία του. 
Αντίθετα, ο καλλιτέχνης, που δεν έχει να καταμαρτυρήσει στον αστό λιγότερα απ’ όσα αυτός σ' εκείνον, ο καλλιτέχνης μπαίνει στον κόπο να ψάξει και επινοεί και μαθαίνει για την έκφραση της οργής του, της περιφρόνησης του και της πικρίας του μια καινούρια γλώσσα. 
Νιώθει ότι η εξύβριση δεν ωφελεί σε τίποτα και βλέπει ότι αυτός που βρίζει βρίσκεται εν αδίκω. 

Και επειδή στην εποχή μας δεν έχει άλλο ιδανικό παρά το ιδανικό του εαυτού του και μόνο, επειδή δε θέλει και δεν επιθυμεί τίποτα άλλο απ’ το να μείνει ο εαυτός του και να εκφράσει και να κάνει ό,τι η Φύση έχει βάλει μέσα του, δημιουργεί από την εχθρότητά του προς τον αστό το όσο το δυνατόν πιο προσωπικό, το όσο το δυνατόν πιο ωραίο, το όσο το δυνατόν πιο εύγλωττο. 
Εκφράζει την οργή του όχι με φαρμακερή γλώσσα παρά με μια έκφραση που ζυμώνει και διαμορφώνει μέσα του και που είναι είτε μια καινούρια ειρωνεία είτε μια καινούρια καρικατούρα, ανοίγει έναν καινούριο δρόμο για να μεταμορφώσει το δυσάρεστο και τη δυσφορία του σε κάτι το ευχάριστο και το ωραίο. 
Πόσες απέραντα πολλές γλώσσες έχει η φύση και πόσα απέραντα πολλές δημιούργησαν οι άνθρωποι! Οι μερικές χιλιάδες στοιχειώδεις γραμματικές που δημιούργησαν οι λαοί ανάμεσα στα σανσκριτικά και στα βόλαπικ (Παγκόσμια βοηθητική γλώσσα που δημιουργήθηκε το 1879 από τον J.M. Schleyer. Αντικαταστάθηκε από την εσπεράντο.) είναι φτωχικά επιτεύγματα. Είναι φτωχικά γιατί σε όλες τις περιπτώσεις αρκέστηκαν μόνο στα απολύτως απαραίτητα, και αυτά που οι πολίτες θεωρούν μεταξύ τους σαν απολύτως απαραίτητα είναι πάντοτε το να κερδίζουν λεφτά, να φτιάχνουν ψωμί και τα παρόμοια. 
Με αυτές τις απασχολήσεις δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν γλώσσες. Ποτέ δεν μπόρεσε μια ανθρώπινη γλώσσα (εννοώ μια γραμματική) να φτάσει έστω και κατά το ήμισυ τη λαμπρότητα και το πνεύμα που σπαταλάει μια γάτα στους ελιγμούς της ουράς της ή ένα παραδείσιο πουλί για το ασημοστόλισμα των νυφικών του ρούχων. 
Κι όμως, μόλις ο άνθρωπος έγινε ο εαυτός του και όχι μιμητής των μελισσών και των μυρμηγκιών, ξεπέρασε το παραδείσιο πουλί και τη γάτα και όλα τα ζώα ή τα φυτά. Επινόησε γλώσσες που εκφράζουν πολύ καλύτερα απ' όσο τα γερμανικά, τα ελληνικά ή τα ιταλικά. 

Με μαγικό τρόπο δημιούργησε θρησκείες, αρχιτεκτονικές, ζωγραφικές, φιλοσοφίες, μουσική, που το εκφραστικό παιχνίδι τους και ο χρωματικός πλούτος τους ξεπερνούν κατά πολύ όλα τα παραδείσια πουλιά και όλες τις πεταλούδες. 
Όταν σκέφτομαι «ιταλική ζωγραφική», πώς ακούγεται αυτό πλούσιο και χιλιόπλευρο! Χορωδίες γεμάτες ευλάβεια και γλυκύτητα, όργανα κάθε λογής με ήχους γεμάτους μακαριότητα, ευωδιά από γεμάτη ευσέβεια δροσεράδα μέσα σε μαρμαρένιες εκκλησίες, καλόγεροι που γονατίζουν κατανυκτικά και ωραίες γυναίκες που κυριαρχούν βασιλικά σε θερμά τοπία. 
Ή όταν σκεφτώ «Σοπέν»: ήχοι πέφτουν απαλά και μελαγχολικά μέσα στη νύχτα σαν μαργαριτάρια, μοναχική ακούγεται η παραπονιάρικη νοσταλγία από την ξενιτιά με τον ήχο των χορδών, οι πιο προσωπικοί πόνοι εκφράζονται με αρμονίες και δυσαρμονίες απέραντα πιο σωστά και πιο λεπτά απ’ όσο μπορεί να εκφραστεί η κατάσταση κάποιου άλλου που υποφέρει δοσμένη μ' όλες τις επιστημονικές λέξεις, αριθμούς και τύπους. 

Ποιος πιστεύει ότι ο Βέρθερος και ο Βίλελμ Μάιστερ έχουν γραφτεί στην ίδια γλώσσα; Ότι ο Ζαν Πολ μίλησε την ίδια γλώσσα με εκείνη των δασκάλων μας στα σχολεία; Κι αυτοί είναι ποιητές! Έπρεπε να δουλέψουν με μια γλώσσα φτωχή και στεγνή, έπρεπε να δουλέψουν μ' ένα εργαλείο που ήταν φτιαγμένο για κάτι εντελώς διαφορετικό. Πρόφερε τη λέξη «Αίγυπτος» και θ' ακούσεις μια γλώσσα που εξυμνεί το Θεό με επιβλητικές, χαλκόηχες συγχορδίες, γεμάτη από την αίσθηση του Αιώνιου και γεμάτη φόβο για το πεπερασμένο: βασιλιάδες κοιτάζουν με πέτρινα μάτια αδυσώπητα πάνω από εκατομμύρια σκλάβους και πάνω από όλα και πέρα από όλα δε βλέπουν παρά πάντοτε το θάνατο με το σκοτεινό μάτι. Ιερά ζώα κοιτάζουν με ακίνητη ματιά σοβαρά και γήινα. Λουλούδια λωτού ευωδιάζουν γλυκά στα χέρια χορευτριών. 
Ένας κόσμος, ένας αστροφώτιστος ουρανός γεμάτος κόσμους, είναι αυτό το «Αίγυπτος», μπορείς να ξαπλωθείς ανάσκελα και επί ένα μήνα να μη βλέπεις με τη φαντασία σου παρά αυτό και μόνο. Αλλά ξαφνικά σου έρχεται κάτι άλλο στο νου. Ακούς το όνομα «Ρενουάρ» και χαμογελάς και βλέπεις ολόκληρο τον κόσμο ν' αναλύεται με στρογγυλές κινήσεις του χρωστήρα ρόδινος, φωτεινός, χαρωπός. 
Και λες «Σοπενχάουερ» και βλέπεις αυτόν τον ίδιο κόσμο να απεικονίζεται με χαρακτηριστικά ανθρώπων βασανισμένων που σε νύχτες αγρύπνιας έχουν κάνει την οδύνη θεότητά τους και που με σοβαρά πρόσωπα πορεύονται σαν προσκυνητές σ' ένα μακρύ σκληρό δρόμο που οδηγεί σ' έναν ατέλειωτα σιωπηλό, ατέλειωτα πενιχρό, θλιβερό παράδεισο. 
Ή σου έρχεται στο νου ο ήχος «Βαλτ και Βουλτ» και ολόκληρος ο κόσμος Ζαν-πολικά —ευλύγιστος μαζεύεται γύρω από μια γερμανική φωλιά στενοκέφαλων όπου η ψυχή της ανθρωπότητας, χωρισμένη σε δυο αδέρφια— τον Βαλτ και τον Βουλτ —βαδίζει ανέμελα μέσα από το όνειρο φόβου μίας παράξενης διαθήκης και τις ίντριγκες ενός πλήθους σχολαστικών. 
Ευχαρίστως συγκρίνει ο αστός τους ονειροπόλους με τους τρελούς. Ο αστός διαισθάνεται σωστά ότι ο ίδιος θα έπρεπε να τρελαθεί αμέσως αν άφηνε τον εαυτό του να κοιτάξει — όπως κάνει ο καλλιτέχνης, ο φιλόσοφος, ο θρησκευόμενος— μέσα στο βάραθρο του εσωτερικού εαυτού του. Μπορεί αυτό το βάραθρο να το ονομάζουμε ψυχή ή Ασυνείδητο ή ό,τι άλλο, απ' αυτό όμως ξεκινάει κάθε κίνηση της ζωής μας. Ο αστός έχει τοποθετήσει ανάμεσα στον εαυτό του και στην ψυχή του ένα φρουρό, το Συνειδητό, μια Ηθική, μια Υπηρεσία Ασφαλείας, και δεν αναγνωρίζει τίποτα από όσα έρχονται απ' αυτό το βάραθρο της ψυχής χωρίς να έχει πρώτα σφραγιστεί απ' αυτή την Υπηρεσία Ασφαλείας. 

Ο καλλιτέχνης όμως κατευθύνει τη μόνιμη δυσπιστία του όχι εναντίον της χώρας της ψυχής αλλά ακριβώς εναντίον κάθε συνοριακής Υπηρεσίας και μπαινοβγαίνει κρυφά ανάμεσα στο Εδώ και στο Εκεί, ανάμεσα στο Συνειδητό και στο Ασυνείδητο, νιώθοντας και στα δυο σαν στο σπίτι του. 
Αν μείνει από την εδώ πλευρά, από τη γνωστή ορατή πλευρά όπου κατοικεί και ο αστός, τότε τον καταπιέζει ανείπωτα η φτώχεια όλων των γλωσσών και το να είναι ποιητής τού φαίνεται μια ζωή γεμάτη αγκάθια. 
Αν όμως μείνει από την άλλη πλευρά, στη χώρα της ψυχής, τότε του νεύουν μαγικά λέξη με τη λέξη όλοι οι ζωογόνοι άνεμοι, τα αστέρια του τραγουδούν και τα βουνά του χαμογελούν και ο κόσμος είναι τέλειος κι εκεί είναι η γλώσσα του Θεού. Εκεί δε λείπει καμιά λέξη και κανένα ψηφίο, εκεί μπορούν να ειπωθούν τα πάντα, εκεί όλα αντηχούν υπέροχα, εκεί όλα είναι λυτρωμένα.
________________________________________________________________
Έρμαν Έσσε


  Scholeio.com