Κοσμογονία 1ο, Το κάλεσμα


      ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ    (πράξη 1η)

1.   Ξυπνώ.... Οσμίζομαι και γεύομαι, αγγίζω, ακούω, βλέπω....
      Πάλι και πάλι οι αίστησες από το γέρικο σκαρί μ' αρπάνε
      Με τραντάχνουνε ! Στο γράπωμα της καφτερής λαβίδας θα στενάξω.
      Θ' ανακορμίσει πάλι.  Να ! Ο σκιερός μου εαυτός, αφέντης, νομοδότης,
      Το αχθοφόρο μου σαρκί ζωντάνια θα το ντύσει, σαράντα ζώντες σ' ατσαλιού,
      Ως αφουγκράστηκε τους νιούς, τις νιές, τους ποταμίσιους δρόμους,
      Ως βρήκε τον η ανάσα τους στο γκριζωπό της γνώσης μεταύπνι,
      Είχ' αποκάμει ο αλύγιστος, ο συμμαζώχτης των καρπών, ταξιδευτής,
      Που ατλάζια νιάτα μάζωχνε, με τις σμαράγδινες λαλιές σιμά του.
      Φώτα του Νου ! Αδάμαστε, ανεμοσβουριχτές ανάσες των αλκίμων,
      Κείνης της ύστερης σποράς πούβγαζ' ακόμα τους ανθούς απ' τους κρατήρες...
12.  Κι εξύπνησα !  Κι είναι, θαρρώ, καιρός τις στάχτες ν' αναδέψω,
       Το βλέμμα μου, το φυσερό, 'πά σε καμένες θύμισες να καρφωθεί.
       Λεπίδι ατσάλινο, δαμασκηνό, του χρόνου τον κυκλοθυμό να κομματιάσει,
       Δούλος του, υποταχτικός στης βούλησης μου τη ροή για να γενεί εκείνος.
       Και ν' αρχινέψω το παλιό τρανό, να ξετυλίγω το ανάγλυφο κουβάρι,
       Κείνο που τυλιγότανε σαν σκάλιζαν τα θάματα της φύσης οι οδηγέτες.
       Μαζί μ' αυτούς ! Τους υφαντές του σήμερα, τις λαμπερές υφάντρες,
       Να μάθουνε.... Το πνέμα τους διαφεντευτής, κουμάντο, τιμονιέρης,
       Ανάμεσο στα ξέξασπρα, στον άνοα τον κόσμο μας που κείτονται κουφάρια...
       Ανόητοι και βλάστημοι...  Βλαστήμησαν του σύμπαντος το ατέρμονο μπουρίνι,
       Θαρρώντας πως της κοσμικής, της μήτρας είν' μοναχοπαίδια...
       Θερίζουν ζιζανοσπορές, μασούν ψωμιά μιας μουχλιασμένης γλώσσας...

24.  Ελάτ' εδώ, να σας ιδώ, να φωτιστούν τα πρόσωπα στις φλόγες
       Απίκο οι πέντε αίστησες κι οι άλλες ν' ακλουθάνε. Απίκο !
       Να διηγηθώ σας τον παλιό, τον σκουριασμένο θρύλο,
       Τραγούδι όξω από γραφές, στο μνημοσέντουκο του κόσμου φυλαγμένο,
       Μικρή, ακριβή κληρονομιά που γέροι, των λαών οι στυλοβάτες
       Τρεμουλιαστά τραγούδαγαν ρίχνοντας στ' άστρα προσευκές.
       Και τ' άστρα τους αιώριζαν... Κι ο νους τους χαρμόσυνης κούπα,
       Να πίνω εγώ το ρουφηχτό, της σκέψης μου ανάταση, χυμό...
       Για το νερό, τρεχούμενο στοιχειό, Φωτιά, τη ζωοδότρα μάνα...
       Για τη Γυναίκα την τρανή, που η σκέψη της πολύμορφη εικόνα...
       Λες και παλεύεις για να βρεις το έβγα χίλιων λαβυρίνθων
       Φωτιά ! Γυναίκα ! Και νερό ! Το τρίδωρο τ' ατίμητο του Άντρα πανωπροίκι.
       Σα βρέθηκ' ο αρσενικός, μοναχικός κοσμοφρουρός σ' εκείνο τον πλανήτη,
       Δώρα που κάποιοι στέρξανε να δώσουνε, να τάχει...
       Όταν, απόβλητος αυτός, καινούργια φύτρα έμπηξε σε 'κείνο τον πλανήτη...


"Από το βιβλίο "Η Λεζάντα της Ζωής"  μία έμμετρη καταγραφή της φαντασίας για την "Δημιουργία"  του Β. Ι. Βερνάρδου, το έργο δεν έχει εκδοθεί.  


  Scholeio.com 

Γκράς, Η ντροπή της Ευρώπης



«Η Ντροπή της Ευρώπης»

Γκύντερ Γκρας  

   Στο χάος κοντά, γιατί δεν συμμορφώθηκε στις αγορές·  
κι Εσύ μακριά από τη Χώρα, που Σου χάρισε το λίκνο.

   Όσα Εσύ με την ψυχή ζήτησες και νόμισες πως βρήκες,  

τώρα θα καταλυθούν, 
και θα εκτιμηθούν σαν σκουριασμένα παλιοσίδερα.

   Σαν οφειλέτης διαπομπευμένος και γυμνός, υποφέρει μια Χώρα·  
κι Εσύ, αντί για το ευχαριστώ που της οφείλεις, 
προσφέρεις λόγια κενά.   

   Καταδικασμένη σε φτώχεια η Χώρα αυτή, 

που ο πλούτος της κοσμεί Μουσεία: η λεία που Εσύ φυλάττεις.

   Αυτοί που με τη δύναμη των όπλων 

είχαν επιτεθεί στη Χώρα την ευλογημένη με νησιά,
στον στρατιωτικό τους σάκο κουβαλούσαν τον Χέλντερλιν.   
Ελάχιστα αποδεκτή Χώρα, 
όμως οι πραξικοπηματίες της, κάποτε,  από Εσένα, 
ως σύμμαχοι έγιναν αποδεκτοί.

   Χώρα χωρίς δικαιώματα, 

που η ισχυρογνώμονη εξουσία  
ολοένα και περισσότερο της σφίγγει το ζωνάρι.   
Σ' Εσένα αντιστέκεται φορώντας μαύρα η Αντιγόνη,  
και σ' όλη τη Χώρα πένθος ντύνεται ο λαός, 
που Εσένα φιλοξένησε.

   Όμως, έξω από τη Χώρα, 

του Κροίσου οι ακόλουθοι και οι όμοιοί του 
όλα όσα έχουν τη λάμψη του χρυσού 
στοιβάζουν στο δικό Σου θησαυροφυλάκιο.

   Πιες επιτέλους, πιες!  

κραυγάζουν οι εγκάθετοι των Επιτρόπων· 
όμως ο Σωκράτης, με οργή Σου επιστρέφει το κύπελλο 
γεμάτο ώς επάνω.

   Θα καταραστούν εν χορώ, 

ό,τι είναι δικό Σου οι θεοί, 
που τον Όλυμπό τους η δική Σου θέληση 
ζητάει ν' απαλλοτριώσει.

   Στερημένη από πνεύμα, 

Εσύ θα φθαρείς χωρίς τη Χώρα,  
που το πνεύμα της, 
Εσένα, Ευρώπη, εδημιούργησε.

 (Μετάφραση: Πατρίτσια Αδαμοπούλου)
________________________________

* Με ποίηµα που τιτλοφορεί «Η ντροπή της Ευρώπης» επέλεξε να παρέµβει ο Γερµανός νοµπελίστας συγγραφέας Γκύντερ Γκρας στη συζήτηση γύρω από την Ελλάδα και την στάση που τηρεί απέναντί της  η Ευρώπη.  
   Η Ευρώπη, γράφει ο Γκρας, βάζει την Ελλάδα, «την χώρα που της δάνεισε το λίκνο»,  στο χείλος του γκρεµού. 

Το ποίηµα δηµοσιεύτηκε στην Süddeutsche Zeitung.

Η Frankfurter Allgemeine Zeitung,  υποστήριξε ότι ο νομπελίστας δεν έγραψε ποτέ αυτό το ποίημα, και στην πραγματικότητα επρόκειτο για φάρσα του περιοδικού Titanic.

Ο Γκίντερ Γκρας διάβασε στο κρατικό ραδιόφωνο της Βρέμης, στίχους από το ποίημα δίνοντας ουσιαστικά την απάντησή του στην Frankfurter Allgemeine Zeitung.

"Εγώ είμαι ο συντάκτης αυτού του ποιήματος. Το κακόβουλο δημοσίευμα της Frankfurter Allgemeine Zeitung δείχνει το χαμηλό επίπεδο αυτής της εφημερίδας" 

είπε ο νομπελίστας".


Στο ποίημά του ο Γκίντερ Γκρας κατηγορεί την Ευρώπη για τη στάση της απέναντι στην Ελλάδα, που δοκιμάζεται σκληρά, λόγω της οικονομικής κρίσης.Χρησιμοποιώντας τη φόρμα αρχαιοελληνικής ωδής, ο νομπελίστας απευθύνεται στην Ευρώπη και την προειδοποιεί ότι κινδυνεύει με πνευματική πενία αν αποπέμψει από τις αγκάλες της τη χώρα που τη δημιούργησε.

Με αναφορές στην Ιφιγένεια εν Ταύροις του Γκαίτε, τον μύθο της Αντιγόνης και το έργο
του φιλέλληνα Γερμανού λυρικού ποιητή Χέλντερλιν ο Γκρας διατρέχει την ελληνική Ιστορία, από την αρχαιότητα ώς τη χούντα των συνταγματαρχών.

Καταλήγει δε με την απειλή ότι:


"Η  απληστία των τραπεζών, των επιτρόπων και των εγκαθέτων τους θα προκαλέσει

τη μήνη των ίδιων των θεών.  Δίχως την Ελλάδα η Ευρώπη θα είναι φτωχότερη, μία ήπειρος φθαρμένη και στερημένη από οποιαδήποτε πνευματικότητα.
________________________________________

*Ο Γκύντερ Γκρας είναι ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς  Γερμανούς  συγγραφείς ο οποίος βραβεύτηκε το 1999 με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Εκτός από τα μυθιστορήματα με τα οποία έγινε γνωστός σε ολόκληρο τον κόσμο,  έγραψε θεατρικά έργα και ασχολήθηκε με την ποίηση.  Συγχρόνως είχε έντονη ανάμειξη στην πολιτική ζωή της Γερμανίας.


Scholeio.com