Μπουκάι, Όπως σκάει ο μικρός σπόρος το πράσινο φυλλαράκι του





Οι περισσότεροι γονείς πίστευαν μέχρι πριν μερικά χρόνια ότι το να φροντίσουν για την πνευματική και νοητική πρόοδο τον παιδιών τους αποτελούσε κύριο μέλημα στον σκοπό τους να δημιουργήσουν αυτάρκεις και ικανούς ανθρώπους. 
Ωστόσο, με τη θεωρία της συναισθηματικής νοημοσύνης (EQ) του δρ. Daniel Goleman, ψυχολόγο στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαντ, μας αποκαλύπτεται πόσο σπουδαίο είναι η οικογένεια, δική μας συμβολή, στην ολοκλήρωση μιας υγιούς προσωπικότητας. Ίσως να και παίζει τον πιο καθοριστικό ρόλο. Παρατηρήσεις και μελέτες του Πανεπιστημίου, έμπρακτα αποδεικνύουν πως η πραγματική ευφυΐα -αυτή που πραγματικά μας «πάει μπροστά»- δεν είναι μόνο διανοητική (ΙQ).


Η φροντίδα, η σωστή καθοδήγηση, η δικαιοσύνη στην οικογένεια και το ζωντανό, με τις πράξεις μας, παράδειγμα έρχονται πρώτα στην κατάταξη των κανόνων του ''μεγαλώνω παιδί''. 
Τα πιο χαρούμενα, πιο επιτυχημένα παιδιά είναι αυτά που οι γονείς τους δεν κάνουν όσα τα ίδια είναι σε θέση να κάνουν – και οι γονείς τους δεν κάνουν πράγματα για εκείνα για να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες, αλλά ενδιαφέρονται για τις ανάγκες του παιδιού.
Ο Μπουκάι  έχει κάτι να μας πει για έναν ''βατήρα'', όπως αποκαλεί την οικογένεια. 

''Το σπίτι όπου έζησε το παιδάκι που ήμουν κάποτε, και τα πρόσωπα με τα οποία μοιράστηκα την οικογενειακή μου ζωή υπήρξαν ο βατήρας πάνω στον οποίο πάτησα για να εκτελέσω το άλμα προς την ενήλικη ζωή μου.
Η οικογένεια αποτελεί πάντοτε τον βατήρα, και κάποια στιγμή πρέπει να σταθούμε στην άκρη του και να πραγματοποιήσουμε το άλμα προς τον κόσμο και τη μετέπειτα ζωή.
Αν, καθώς πάω να πηδήξω από τον βατήρα, πιαστώ από κάπου και κρεμαστώ, θα μείνω εκεί να κρέμομαι και δεν θα πραγματοποιήσω το ταξίδι μου ποτέ.
Τι καλά που θα ήταν αν βρίσκαμε το θάρρος να πηδήξουμε από τον βατήρα μ’ έναν θεαματικό τρόπο! Αυτό μπορεί να γίνει αν ο βατήρας είναι υγιής. Αν η οικογενειακή σχέση είναι υγιής. Αν το ζευγάρι των γονιών είναι υποστηρικτικό.
Ο βατήρας αυτός πατάει πάνω σε τέσσερα βασικά στηρίγματα, τόσο σημαντικά, που αν δεν είναι στέρεα κανένα παιδάκι δεν μπορεί να περπατήσει πάνω του χωρίς να πέσει.

Το πρώτο στήριγμα είναι η αγάπη
Ένα παιδί που δεν ένιωσε ότι το αγάπησαν οι γονείς του, έχει μια θλιβερή ιστορία: θα του είναι πολύ δύσκολο να αγαπήσει τον εαυτό του. Η αγάπη για τον εαυτό μας μαθαίνεται μέσα από την αγάπη που δεχόμαστε από τους γονείς μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να διδαχτούμε και αλλιώς, λέω απλώς ότι αυτός είναι ο καλύτερος τόπος και τρόπος για να το μάθουμε. Και βέβαια, ένα παιδί που δεν αγαπήθηκε δεν μπορεί ούτε το ίδιο να αγαπήσει, κι αν έτσι έχει συμβεί στη ζωή του, τι μπορεί να κάνει αργότερα στις σχέσεις του με τους άλλους;Ο βατήρας που δεν έχει αυτό το στήριγμα είναι επικίνδυνος. Είναι δύσκολο να βαδίσει κανείς πάνω του. Είναι ένας βατήρας χωρίς ισορροπία.

Το δεύτερο στήριγμα είναι η εκτίμηση
Αν η οικογένεια δεν έχει ένα καλό απόθεμα αυτοεκτίμησης, αν οι γονείς θεωρούν ότι οι ίδιοι είναι ένα τίποτα, τότε και το παιδί θα αισθάνεται ένα τίποτα. Αν προέρχεται κανείς από ένα σπίτι όπου δεν τον εκτιμούν και δεν θεωρούν ότι αξίζει, δυσκολεύεται να πιστέψει ο ίδιος για τον εαυτό του ότι αξίζει. Τα σπίτια με ένα καλό επίπεδο αυτοεκτίμησης διαθέτουν κατάλληλους βατήρες.
Η Βιρτζίνια Σατίρ λέει: «Στις καλές οικογένειες, η χύτρα της αυτοεκτίμησης του σπιτιού είναι γεμάτη». Που σημαίνει: οι γονείς πιστεύουν ότι είναι αξιόλογοι άνθρωποι, πιστεύουν ότι τα παιδιά τους αξίζουν, ο μπαμπάς πιστεύει ότι η μαμά αξίζει, η μαμά πιστεύει ότι ο μπαμπάς αξίζει, ο μπαμπάς και η μαμά πιστεύουν ότι έχουν μια οικογένεια που αξίζει, και είναι κι οι δύο υπερήφανοι για την ομάδα που έχουν φτιάξει.
Όταν έρχεται σπίτι το παιδί και λέει: «Τι ωραία που είναι αυτή η οικογένεια!» τότε ξέρουμε πως ο βατήρας είναι γερός.
Όταν έρχεται το παιδί σπίτι και λέει: «Μπορώ να πάω να μείνω στο σπίτι της θείας Μαργαρίτας;»… τότε έχουμε πρόβλημα.
Όταν λέει ο πατέρας στο παιδί: «Γιατί τότε δεν πας να μείνεις με τη θεία σου τη Μαργαρίτα;» πάλι κάτι συμβαίνει.

Το τρίτο στήριγμα είναι οι κανόνες
Στην οικογένεια πρέπει να υπάρχουν κανόνες, με τη μόνη προϋπόθεση ότι δεν θα είναι αυστηροί. Οι κανόνες πρέπει να είναι ευέλικτοι, ελαστικοί, αμφισβητήσιμοι, συζητήσιμοι και διαπραγματεύσιμοι. Πάντως, πρέπει να υπάρχουν. Ακριβώς όπως πιστεύω ότι οι κανόνες στην οικογένεια υπάρχουν για να μπορεί κανείς να τους παραβεί και είναι δική μας υποχρέωση να βάζουμε καινούργιους, πιστεύω και ότι η διαδικασία αυτή πρέπει να βασίζεται σε μια χρονική στιγμή που τα παιδιά έχουν μάθει να μεγαλώνουν και να ωριμάζουν σ’ ένα περιβάλλον με ασφάλεια και προστασία.
Αυτό είναι το περιβάλλον της οικογένειας. Οι κανόνες αποτελούν το πλαίσιο ασφάλειας και πρόβλεψης που είναι αναγκαίο για την ανάπτυξη μου. Ένα σπίτι χωρίς κανόνες δημιουργεί έναν βατήρα πάνω στον οποίο το παιδί δεν μπορεί να σταθεί για να κάνει το άλμα του στον κόσμο…


Το τελευταίο στήριγμα είναι η επικοινωνία
Για να μπορέσει να πραγματοποιηθεί το άλμα, είναι αναγκαίο να υπάρχει διαρκής και έντιμη επικοινωνία. Με κανένα άλλο θέμα δεν έχουν ασχοληθεί τόσο πολύ τα εγχειρίδια ψυχολογίας, όσο με αυτό της επικοινωνίας. Να διαβάζετε μαζί σαν ζευγάρι, να κουβεντιάζετε με τα παιδιά σας, να συζητάτε όλοι μεταξύ σας με την τηλεόραση κλειστή… Αυτός είναι ένας τρόπος για να ενισχυθεί η επικοινωνία, όχι όμως ο πιο σημαντικός.
Ουσιαστικό είναι αυτό που ξεκινάει με ερωτήσεις που κάνει κανείς με αληθινό ενδιαφέρον, μέσα από την καρδιά του: Πώς είσαι; Πώς τα πέρασες σήμερα; Θέλεις να κουβεντιάσουμε;
Και σ’ αυτό το στήριγμα —αποκλειστικά σ’ αυτό το στήριγμα—, στηρίζεται η δυνατότητα επανόρθωσης των υπολοίπων.
Αγάπη, εκτίμηση, κανόνες και επικοινωνία: πάνω σ’ αυτόν τον βατήρα στέκεται το παιδί νια να κάνει το άλμα του στη ζωή. Για να βαδίσει, καταρχάς, τον δρόμο της αυτοεξάρτησης και, στη συνέχεια, τον δρόμο της συνάντησης με τους άλλους.  περισσότερα για Μπουκάι εδώ
_______________________________________

''Η οικογένεια ως βατήρας''
 από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι «Ο Δρόμος της Συνάντησης» Εκδόσεις OPERA





  Scholeio.com  

Βρεττάκος, Νὰ συλλαβίζει ὁ ἥλιος τ' όνομά μου, σὲ μιὰ πλάκα χάραξα



Ποιήματα γιὰ τὸ ἴδιο βουνό


                       Ι


Ὄχι ἀκόμη, δὲν ἦρθα νὰ σὲ ἀπο-
χαιρετήσω ἀδελφέ, ποὺ σὲ ἀνέβηκα
πρώτη φορὰ ὅταν ἤμουν φῶς
σ᾿ ἕνα μίσχο. Οἱ περσότεροι
στίχοι μου εἶναι κτίσματα
πάνω σου. Κι ἂν ὁ λόγος μου
γίνονταν Λόγος, θὰ μέναμε ὄρθιοι
τότε κ᾿ οἱ δυὸ σὰν πέτρες
παράλληλες. Ὅμως μέσα
στὸ ἀνάστατο δάσος τοῦ κόσμου
σήμερα ὁ Λόγος δύσκολα
ἀκούγεται. Ἀλλὰ τὰ παιδιὰ
τὸ ξέρω πὼς μέσ᾿ ἀπὸ τὰ
βιβλία μου αὔριο θὰ μαζεύουν
λουλούδια καὶ πὼς θὰ μιλοῦν
γιὰ τὸ θαῦμα - ζωή, κοιτώντας
τὸν κόσμο μέσ᾿ ἀπ᾿ τοὺς στίχους μου.


                       ΙΙ


Σὲ ἀνέβαινα, σὲ κατέβαινα, οὐρανὸ
φορτωμένος γιὰ τὶς ἀνάγκες μου.
Οἱ λέξεις μου, κάλυκες, ἔπρεπε
νὰ γιομίζουν μὲ φῶς. Οἱ στίχοι μου
γλάστρες στοῦ Θεοῦ τὸ παράθυρο.


                      ΙΙΙ


Ὅταν ἦρθα στὸν κόσμο κ᾿ εἶδα
τὸν ἥλιο, εἶπα: Θὰ πρέπει κάτι
ν᾿ ἀφήσω πίσω μου φεύγοντας.
Καὶ τὸ βρῆκα ἀρκετό. Ν᾿ ἀνεβῶ
στὴν κορφή σου, νὰ πετάξω
στὴ γῆς ἕνα λουλοῦδι.


                       IV


Εἶδα τὸν κεραυνό, τὸ φιδίσιο του
τίναγμα. Ταλαντεύονταν λάμποντας
ἀπὸ κάτω ὡς ἀπάνω τὴν κορφή σου,
μετέωρος. Κ᾿ ἡ σκέψη μου ἔπαιξε
μὲς τὸ κρανίο μου σὰν ἀστραπή:
Πηδώντας στὸ πρῶτο του, ν᾿ ἀνεβῶ
ἕνα - ἕνα, ἀπὸ κάτω ὡς ἀπάνω
τὰ λοξὰ σκαλοπάτια του.


                  V


Ἡ οὐράνια δαντέλα,
ἡ σχεδὸν κυματίζουσα,
τῶν γραμμῶν σου, θαρρεῖς
ὅταν δύει ὁ ἥλιος
καὶ γιομίζει ἀγγέλους.

Προχωροῦν, ἀνεβαίνουν
ἀπ᾿ τὶς δυὸ παρυφὲς
στὴ μεγάλη κορφή σου.

Συγκεντρώνονται πάνω της
σὰν μιὰ χορωδία.

Ὅσο ποὺ τέλος,
κάποιος ἀπ᾿ ὅλους
ἁπλώνει τὸ χέρι
κι ἀνάβει τὸν ἕσπερο.


                    VI


Ἐδῶ πάνω εἶναι ὁ θάνατος ἄγνωστος
ἔλεγα κ᾿ ἔγραφα κάποτε. Κ᾿ ἦταν
ἀλήθεια. Γινόταν συχνά.
Τὰ περάσματα ἔκλειναν.
Ὁ κρύος ἀέρας κ᾿ οἱ σκιὲς
τῆς νυχτὸς δὲν ἔβρισκαν
δίοδο.

………Συναντιόνταν
τὸ ἔξω καὶ τὸ μέσα μου φῶς
κι ἁπλωνόταν δίχως ὅρια γύρω μου.


                    VII


Ἤμουν δέκα χρονῶν ὅταν χάραξα
μ᾿ ἕνα σουγιᾶ σὲ μιὰ πλάκα σου
τ᾿ ὄνομά μου, μόλις βγαίνει νὰ τὸ
συλλαβίζει ὁ ἥλιος. Ἦταν τότε
ποὺ ἀκόμη εἶχα «ἐγώ» μὰ ποὺ
ἀργότερα τό ῾σβησα, καθὼς
ἡ βροχὴ ἀπ᾿ τὴν πλάκα σου
τ᾿ ὄνομά μου.
………………Τ᾿ ὄνομά μου
ἡ φωνὴ ἑνὸς ἀηδονιοῦ
ποὺ βγαίνει ἀπ᾿ τὸ δάσος
χωρὶς τ᾿ ὄνομά μου.
Μοῦ ἀρκεῖ νὰ γνωρίζω ὅτι
στάζει Θεὸ στὶς ψυχὲς
τῶν παιδιῶν ἡ λάμψη τῶν λέξεων.


                        VIII


Ὑποσχόμουν στὸ ἕνα ποὺ ἦταν ὅλα.
Χαμογελοῦσα στὸ ἕνα ποὺ ἦταν ὅλα.
Δὲν ἤσουν τὸ ἕνα, καλό μου βουνό.
Σὲ ἔκαμα πρόσωπο, σὲ εἶδα λαὸ
καὶ σὲ εἶδα πλανήτη. Κ᾿ ἔκαμα
ἕνα ὄμορφο ὄνειρο: Νὰ μεταβάλω
μ᾿ αὐτὸ τὸ χαμόγελο πάνω σου
σὲ κρόσια ἥλιου ὅλα τὰ σύννεφα,
σὲ φώσφορο εἰρήνης μιὰ καταιγίδα.


                           IX


Εἶχα ἀνάγκη νὰ ὑπάρχεις. Νὰ βρῶ
ν᾿ ἀκουμπήσω κάπου τὴ λύπη μου.
Σὲ καιροὺς ὅπου ὅλα, πρόσωπα,
αἰσθήματα, ἰδέες, ἦταν ρευστά,
χρειαζόμουν μιὰ πέτρα στερεὴ
ν᾿ ἀκουμπῶ τὸ χαρτί μου.
Μὴν ἀποσύρεις τὴν πέτρα σου,
Κύριε, καὶ μείνουν τὰ χέρια μου
στὸ κενό. Ἔχω ἀκόμη νὰ γράψω.


                            X


Παλεύοντας διάσχισα ἀνέμους
πολλούς, ποὺ βρίσκαν τὸ στῆθος μου
ἀνοιχτὸ καὶ μὲ πάγωναν. Ὑδρορροὲς
κεραυνῶν τὸ μέτωπό μου, φαγώθηκε,
ἔτσι ποὺ τώρα νὰ στεκόμαστε
ὁ ἕνας μας ἀντίκρυ στὸν ἄλλο,
σὰν δυὸ ἀδελφὰ γκρίζα
πετρώματα.
……………..Ἡ γαλήνη σου
ὅμως καὶ ἡ γαλήνη μου πάντοτε.
Καθισμένος στὰ πόδια σου,
γιομάτος πληγές, μακαρίζω
τὴν ὕπαρξη.
…………….Ἡ μοῖρα
μοῦ ἐπέτρεψε ἀπ᾿ ὅλον τὸν μέγα
πλοῦτο ποὺ ὑμνῶ, νὰ ἔχω
κ᾿ ἐγὼ στὸ σύμπαν μιὰ πέτρα.


                          XI


Πολὺ τὸ προσπάθησαν οἱ ἄσχημοι
τοῦτοι καιροί, ἀλλὰ τέλος
δὲν μοῦ ρήμαξαν τὴν ψυχὴ
γιὰ νὰ μείνει ἐδῶ, νὰ στέκεται
δίπλα σου, νὰ σὲ ντύνει,
σὲ ὧρες χαρμόσυνων ἡμερῶν,
ἀγγελμάτων.
………………Θά ῾ναι τὸ γιορ-
τινό σου πουκάμισο.


                       XII


Θέλω νὰ ὑφάνω, ν᾿ ἀποδώσω μὲ λέξεις
τὸ ρυθμὸ τοῦ νεροῦ, ποὺ χτυπάει
στὰ χαλίκια κάτω ἀπ᾿ τὶς φτέρες σου.
Ν᾿ ἀκούγεται ὅμοια κ᾿ ἡ ψυχή μου
κυλώντας, λέξη τὴ λέξη, μέσα
στοὺς στίχους μου, νὰ ρέει
συνεχῶς, καθαρά, τρυφερά,
(ἀπὸ δῶ οὐρανὸς κι ἀπὸ κεῖ οὐρανός)
μουσικὴ δωματίου μέσα στὸ χρόνο.


                       XIII


Μὲ τὶς λέξεις σου μίλησα τῶν τσοπάνηδων
ποὺ τὶς φύλαξα στὸ αἷμα μου. Ἦταν
γυμνὲς καὶ τοὺς φόρεσε ἔνδυμα
νὰ ταιριάζουν στὴν ὁμιλία μου
μὲ τὸν κόσμο - μὲ τὰ ζῶντα καὶ μή,
ποὺ ὅλα μαζὶ σχηματίζουνε ἕναν
ποταμὸ ὀμορφιᾶς, ποὺ ἐδῶ ἀκριβῶς,
στοὺς δυό μας ἀνάμεσα καὶ γύρω ἀπὸ μᾶς,
στὸ χῶρο τῆς γῆς, τέμνει τὴν ἄβυσσο.


                          XIV


Τὸ ξέρω ὅτι ἤσουν καὶ πρὶν
γεννηθῶ. Τὸ ὕψος σου
πάντως βγῆκε ἀπὸ μέσα μου.
____________________


Νικηφόρος Βρεττάκος






* Κάποτε αφελής, κάποτε ανόητος, 
κάποτε κ' ευφής,
πότε σε λόγια στηριγμένος 
πότε σε όνειρα....                         η συνέχεια εδώ


  Scholeio.com  

Η Μνήμη και η Δύναμή της, το ΑρχαίοΕλληνικό Σύστημα


Ξεφυλλίζοντας τις σύγχρονες ανατυπώσεις κειμένων των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, τα λιγοστά και αποσπασματικά "απομεινάρια" ενός ολόκληρου κόσμου και ενός σώματος γνώσης -που μας πληγώνει να σκεφτόμαστε ότι κάποτε ήταν ενιαίο- δεν είναι λίγες οι φορές που νιώθουμε τη σκέψη μας να "μουδιάζει".

Αν αποτολμούσαμε να εξετάσουμε συνολικά τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, η κυρίαρχη διαπίστωση στην οποία θα καταλήγαμε, θα ήταν ότι πρόκειται για ένα δημιούργημα πνευματικά ανώτερο, την αντανάκλαση της συλλογικής σκέψης πολλών ξεχωριστών διανοιών, οι οποίες για κάποιο "άγνωστο" λόγο, συνυπήρξαν στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.

Τότε, όμως, θα οδηγούμασταν σε ένα άλλο, εξίσου αφοπλιστικό ερώτημα, ποιοι δηλαδή ήταν οι ιδιαίτεροι εκείνοι παράγοντες, οι οποίοι συνέτειναν στη σχεδόν ταυτόχρονη, ενσάρκωση, όλων αυτών των ανώτερων διανοιών στον ελληνικό χώρο; Κάποιοι εικάζουν ότι ήταν η γλώσσα. (Ή και το καθεστώς δημοκρατίας που επικρατούσε). Ίσως πάλι όχι. Ή τουλάχιστον όχι μόνο.

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ, 
Οι Υπεράνθρωπες Εγκεφαλικές Ικανότητες και
το Σύστημα των Αρχαίων Ελλήνων

«Οι ασκήσεις της Μνήμης αποτελούν ενδυνάμωση της Ψυχής»
                                                                                  Πλωτίνος «Περί Αισθήσεως και Μνήμης

Ο συσχετισμός της άσκησης της μνήμης με τη λειτουργία των δομών του εγκεφάλου και την ενεργοποίηση πολλαπλών κέντρων του. 
Ποια η σχέση της μνημονικής τέχνης με την αστρονομία, τα ομηρικά έπη, τον νου, την ψυχή και το "διαλογίζεσθαι";
Υπάρχουν πραγματικά πολλές ενδείξεις ότι οι εκπληκτικές -σχεδόν υπεράνθρωπες- αυτές εγκεφαλικές ικανότητες των δημιουργών του ελληνικού πολιτισμού, καλλιεργούνταν κατά τη μακρινή αρχαιότητα, και μάλιστα σύμφωνα με μία πολύ συγκεκριμένη μέθοδο, η οποία μεταγενέστερα επικράτησε να αναφέρεται ως Μνημονική Τέχνη.

Δεν αποκλείεται, επίσης, και η ίδια η μαθηματικά δομημένη, "μνημονική" ελληνική γλώσσα, να αποτελεί, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, απλή προέκταση των ανώτερων διανοητικών ικανοτήτων που καλλιεργούνταν μέσω της μακροχρόνιας και επίμονης εξάσκησης του νου, στο προαιώνιο αυτό σύστημα γνώσης.

Την Τέχνη της Μνήμης, της οποίας τα ίχνη χάνονται στις "σκοτεινές" εποχές πολύ πριν από τα ομηρικά χρόνια, τη συναντάμε σε συχνές αναφορές σε ολόκληρη την κλασική και ελληνιστική αρχαιότητα, ενώ αργότερα την παρακολουθούμε να διαδίδεται και στο λατινικό χώρο, όπου και προσωρινά ατονεί ιδίως μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού και τη γενικότερη πνευματική "παρακμή" της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, για να αναβιώσει αρκετούς αιώνες αργότερα, την εποχή του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης.

Η παρατήρηση ότι όλες οι αναφορές της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στην Τέχνη της Μνήμης είναι σχετικά σύντομες, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εξάσκηση της στα αρχαία χρόνια ήταν σε τέτοιο βαθμό διαδεδομένη, ώστε να θεωρείται "περιττή" μια πιο λεπτομερειακή αναφορά σε αυτήν (σε αντίθεση π.χ. με τα μαθηματικά).
Το γεγονός δε ότι η εξάσκηση της δεν ανακόπηκε μετά τη διάδοση της γραφής (ούτε καν μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας, κατά τα πρωί μα χρόνια της Αναγέννησης), μας κάνει να "υποψιαζόμαστε" ότι πρόκειται για πολλά παραπάνω από ό,τι η ονομασία "Μνημονική Τέχνη" αφήνει να εννοηθεί.

Πρόκειται για μια μέθοδο "εσωτερικής γραφής" -"αποτύπωσης", όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αριστοτέλης "των εννοιών με τη μορφή εικόνων στις κέρινες πλάκες της ψυχής"(!)- η οποία επιτρέπει στον ασκούμενο την ανάκληση κάθε είδους πληροφορίας, σαν να ξεφυλλίζει τις σελίδες ενός βιβλίου.
Αυτή η σχολαστική οργάνωση και ταξινόμηση των ιδεών, των εννοιών και των πληροφοριών στον ανθρώπινο νου με την, μη δεσμευτική για τη σκέψη, μορφή των εικόνων, επιτρέπει την αλληλεπίδραση και το συσχετισμό τους σε ένα επίπεδο κατά πολύ βαθύτερο από αυτό της συνηθισμένης σκέψης.


Με αυτόν τον τρόπο, διευκολύνεται η παραγωγή πρωτότυπων ιδεών, οι οποίες φαίνονται να προέρχονται από "έμπνευση", καθώς το λογικό μέρος του νου (που λειτουργεί με το λόγο), δεν παρεμβάλλεται στη νοητική διαδικασία, επιτρέποντας ενδεχομένως στην ανθρώπινη διάνοια να συντονιστεί σε κάποιες συχνότητες, κατά τις οποίες γίνεται εφικτή η αλληλεπίδραση της με κάποιο είδος "μορφογενετικού πεδίου" συμπαντικής γνώσης!


Η ξεχασμένη τέχνη της Ελληνικής αρχαιότητας

Άρρηκτα δεμένη με κάθε ρητορική μάθηση αλλά και με την (προφορική) διάδοση της Μυθολογίας και της Ιστορίας (πολλές φορές έμμετρα!), μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η καλλιέργεια της μνημοτεχνικής γνώρισε ευρύτατη διάδοση σε ολόκληρο τον ελλαδικό (καθώς και τον αιγυπτιακό) χώρο, πολλούς αιώνες πριν την ανακάλυψη οποιουδήποτε είδους γραφής!

Μνήμες από τις μακρινές εκείνες εποχές της αρχαιότητας μας μεταφέρει ο Πλάτωνας στο διάλογο "Φαίδρος", όπου με έκπληξη παρατηρούμε τον θρυλικό για τη σοφία του βασιλέα των αιγυπτιακών Θηβών, Θαμού - Άμμωνα, να επιπλήττει τον Θευθ για την ανακάλυψη της γραφής, λέγοντας του: 

«Ανόητε! Με το δώρο σου οι άνθρωποι θα χάσουν το θείο δώρο της Μνήμης και θα εξαρτηθούν από εξωτερικά σύμβολα. Πρόσφερες έτσι στους μαθητές σου την επίφαση της σοφίας, όχι την ίδια τη σοφία. 
Τώρα πια όλοι οι πολυδιαβασμένοι καθηγητές θα περνάνε για σοφοί και δεν θα ξέρουν ότι είναι απλά δοκησίσοφοι.. ότι με το διάβασμα απλά έχουν έχουν εκφυλίσει μέσα τους την ικανότητα της θείας σοφίας...
Τους αποδίδεις μια ικανότητα αντίθετη από εκείνη την οποία πραγματικά κατέχουν.  Γιατί αυτή η εφεύρεση (η γραφή) θα προκαλέσει τη λήθη στα μυαλά όσων μάθουν να την εξασκούν, επειδή δεν θα καλλιεργούν πλέον τη μνήμη τους! 
Η εμπιστοσύνη τους στη γραφή -η οποία θα προέρχεται πλέον από εξωτερικούς χαρακτήρες, που δεν αποτελούν μέρος των εαυτών τους (δεν θα αποτελεί δηλαδή μέρος της ψυχής τους, κατά τον Πλάτωνα)- θα αποθαρρύνει τη χρήση της ίδιας της μνήμης τους μέσα τους.  Ανακάλυψες το φάρμακο όχι της μνήμης, αλλά της υπενθύμισης».

Στην Τέχνη της Μνήμης, γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ μνήμης, υπενθύμισης και ανάμνησης, με την ανάκληση των πληροφοριών να αποτελεί τη συνειδητή προσπάθεια κάποιου να "βρει το δρόμο του ανάμεσα στα περιεχόμενα της μνήμης του". 
Αυτό καθίσταται δυνατό με τη βοήθεια δύο βασικών -συμπληρωματικών μεταξύ τους- νοητικών αρχών, του συνειρμού (χτίζουμε τις νέες γνώσεις πάνω στις παλιές) και της ακολουθίας (της αλληλένδετης δηλαδή σειράς κατά την οποία αποτυπώνονται οι εικόνες στη νόηση).

Γενικά, θα λέγαμε ότι οι απόψεις του Αριστοτέλη για τις διαδικασίες μνήμης και ανάμνησης είναι σύμφωνες με τις αρχές μάθησης, όπως τις εκφράζει στο "περί Ψυχής". Η προερχόμενη από τις αισθήσεις αντίληψη, μετατρέπεται από τη φαντασία σε εικόνες, οι οποίες "τροφοδοτούν" τις νοητικές λειτουργίες:

. «Η φαντασία παίζει δηλαδή το ρόλο "διαμεσολαβητή" ανάμεσα στην αντίληψη και τη σκέψη» και
. «Είναι αδύνατο για την ψυχή να σκεφτεί χωρίς την ύπαρξη κάποιας νοητής εικόνας», φαίνεται να είναι απόλυτα σύμφωνη και να αιτιολογεί την επιλογή (μνημονικών) εικόνων και τόπων κατά την εξάσκηση της μνημονικής τέχνης της αρχαιότητας. 


«Μπορούμε να σκεφτούμε όποτε επιλέξουμε», παρατηρεί ο σοφός δάσκαλος της αρχαιότητας, «επειδή είναι δυνατό να επαναφέρουμε τα πράγματα στο μυαλό μας, ακριβώς όπως εκείνοι που ασκούν τη μνημοτεχνική, κατασκευάζουν εικόνες»...


Η πλατωνική "ανάμνηση της ψυχής"


Αν η μνήμη αποτελεί για τον Αριστοτέλη φυσική νοητική διαδικασία, για τον Πλάτωνα δεν είναι παρά ανάμνηση της ψυχής από τον Κόσμο των Ιδεών. Ξεπερνώντας, ωστόσο, την "επιφανειακή" αυτή διαφορά, μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε ότι οι απόψεις του Πλάτωνα συμπληρώνουν αυτές του Αριστοτέλη, επιτρέποντας μας να ανασυνθέσουμε μια σχετικά ολοκληρωμένη εικόνα για τη μνημονική τέχνη στην ελληνική αρχαιότητα, της οποίας και οι δύο ήταν μέτοχοι.

Στο διάλογο Θεαίτητο βρίσκουμε το Σωκράτη να χρησιμοποιεί για την ψυχή την ίδια παρομοίωση, ότι δηλαδή αυτή αποτελείται από ένα υλικό σαν κερί, στο οποίο οι ιδέες αποτυπώνονται με τη μορφή εικόνων και αποτελεί το δώρο της Μνημοσύνης, της μητέρας των Μουσών, στους ανθρώπους.

Στο διάλογο Φαίδων αναπτύσσεται η θεωρία ότι, καθώς είναι αδύνατο να αντιληφθούμε κάτι το οποίο δεν έχει καμία σχέση με εμάς, αναγκαστικά κάθε μάθηση/γνώση είναι έμφυτη στην ψυχή μας. Αντιλαμβανόμαστε π.χ. το δίκαιο ή το άδικο, επειδή η ψυχή μας είναι εξοικειωμένη με την έννοια της δικαιοσύνης από την προηγούμενη ύπαρξη της στον Κόσμο των Ιδεών, πριν ενσαρκωθεί στο σώμα μας.

Στον "Φαίδρο", όπου ο Πλάτων εκθέτει την άποψη ότι η ρητορική τέχνη πρέπει να υπηρετεί μόνο την αλήθεια, επικρίνοντας τους σοφιστές, γίνεται φανερό ότι θεωρεί "βλάσφημη" τη χρήση της μνημοτεχνικής (ως μέρος της διδασκαλίας της ρητορικής τέχνης), για την εξυπηρέτηση των ψευδών συμπερασμάτων των σοφιστών.

Μπορεί στο έργο του Πλάτωνα να μη βρίσκουμε κάποια συγκεκριμένη περιγραφή των αρχών της μνημονικής τέχνης, οι ιδέες του όμως φαίνονται να είναι διαποτισμένες με αυτήν, εκφράζοντας όλη την αισιοδοξία και τη βεβαιότητα ότι η σοφία βρίσκεται ήδη μέσα μας και το μόνο που έχουμε να κάνουμε, είναι να την αφουγκραστούμε προσεκτικά.

Ας μην ξεχνάμε επίσης, ότι στον Πλάτωνα χρωστάμε και την πολύτιμη διάσωση της ανάμνησης ότι η Τέχνη της Μνήμης, η "εσωτερική" δηλαδή γραφή των πληροφοριών, προϋπήρξε της κανονικής γραφής. 
Άλλωστε, οι πλατωνικές Ιδέες ήταν που (όπως θα δούμε και στη συνέχεια) ενέπνευσαν την "αναβίωση" της Τέχνης της Μνήμης στις περιόδους του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης.




Μία ανεκτίμητη πηγή από τη λατινική γραμματεία: τα "χαμένα" κομμάτια του παζλ

Την περίοδο 86-82 π.Χ., κάποιος άγνωστος καθηγητής της ρητορικής τέχνης στη Ρώμη, ολοκλήρωνε για τους μαθητές του μια πραγματεία, η οποία έμελλε να μείνει στην Ιστορία με το όνομα του προσώπου στο οποίο αφιερωνόταν, κάποιον (επίσης άγνωστο) Ερέννιο (Ad Herennium).

Η αξία του συγκεκριμένου έργου, είναι για τους σύγχρονους ερευνητές της Τέχνης της Μνήμης πραγματικά ανεκτίμητη, καθώς πρόκειται ουσιαστικά για τη μοναδική σχετικά ολοκληρωμένη πηγή, αναφορικά με το προαιώνιο αυτό σύστημα γνώσης, η οποία ευτυχήσαμε να φτάσει ακέραιη ως τις μέρες μας από τον αρχαίο κόσμο.

«Υπάρχουν δύο είδη μνήμης», αναφέρει ο ανώνυμος συγγραφέας σε αυστηρά ακαδημαϊκό ύφος και ύστερα από εκτενή ανάλυση των μερών της ρητορικής τέχνης, «η φυσική και η τεχνητή. * Η φυσική μνήμη, είναι εκείνη η οποία χαράσσεται στο νου μας ταυτόχρονα με τη σκέψη. * Η τεχνητή μνήμη ενδυναμώνεται και στερεοποιείται με την εκπαίδευση».

Στη συνέχεια, ο ανώνυμος συγγραφέας παραθέτει πλήθος παντελώς άγνωστων στην εποχή μας ελληνικών πηγών για τη διδασκαλία της μνημοτεχνικής, προτού επανέλθει στην περιγραφή της τεχνητής μνήμης, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Η τεχνητή μνήμη απαρτίζεται από τόπους και εικόνες. Ως (μνημονικός) τόπος (locus), θεωρείται ένα μέρος (όπως π.χ. ένα κτίριο), το οποίο μπορεί εύκολα να αποτυπωθεί στη μνήμη, ενώ οι (μνημονικές) εικόνες (imagines) απαρτίζονται από μορφές, σύμβολα ή αγάλματα των εννοιών που θέλουμε να απομνημονεύσουμε»! 

Παρατηρούμε ότι σήμερα θα μπορούσαμε να αντιστοιχίσουμε αυτούς τους τόπους με τους «virtual τόπους» ή τις τοποθεσίες/φακέλους ενός κυβερνοχώρου.

Η Τέχνη της Μνήμης παρουσιάζεται και εδώ ως μια μέθοδος εσωτερικής γραφής, της οποίας οι ασκητές "καταγράφουν" νοητικά ό,τι τους υπαγορεύεται και είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να το "διαβάσουν" από τη μνήμη τους. 


«Γιατί οι "τόποι" είναι σαν τις κέρινες πλάκες ή τους παπύρους, οι εικόνες είναι σαν τα γράμματα, η οργάνωση και η διάταξη των εικόνων είναι σαν το κείμενο και η παράδοση (του κειμένου) είναι σαν την ανάγνωση»!

Οι μαθητευόμενοι στην Τέχνη της Μνήμης καλούνται να δείξουν ιδιαίτερη προσοχή στην επιλογή των "τόπων". Πρέπει να εφοδιάσουν τη μνήμη τους με μεγάλο αριθμό τέτοιων τόπων, έτσι ώστε να μπορούν να συγκρατούν μεγάλο όγκο πληροφοριών.

Οι τόποι αυτοί (οι οποίοι μπορούν να είναι και φανταστικοί, δηλαδή, να μην είναι αναπαραστάσεις υπαρκτών χώρων) πρέπει να αποτυπωθούν στη σκέψη των ασκούμενων με κάθε λεπτομέρεια, να είναι επαρκώς φωτισμένοι (ώστε όλες οι εικόνες να είναι "ευανάγνωστες"), να είναι ευρύχωροι αλλά σαφώς οριοθετημένοι (ώστε να μπορούν να τοποθετηθούν σε αυτούς πλήθος μνημονικών αντικειμένων) και φυσικά να είναι συνδεδεμένοι μεταξύ τους, αποτελώντας ένα ενιαίο σύνολο (ώστε οι μαθητευόμενοι της μνημονικής τέχνης να μπορούν να μετακινηθούν άνετα σε αυτούς προς όποια κατεύθυνση επιθυμούν).

Μερικές σκέψεις για τη χρονολόγηση της μεθόδου

Το "πολύτιμο" κείμενο Ad Herennium φαίνεται να βάζει τα πράγματα σε μια σειρά, όσον αφορά την αναζήτηση των αρχών της "χαμένης" Τέχνης της Μνήμης. Όμως οι "εκπλήξεις" από το "Ad Herennium" δεν σταματούν στα όσα ήδη αναφέραμε. Στη συνοπτική του αναφορά στη "μνήμη των λέξεων", ο ανώνυμος ρητοροδιδάσκαλος, προβαίνει στο ακόλουθο σχόλιο:


«Γνωρίζω ότι οι περισσότεροι από τους Έλληνες, οι οποίοι έχουν γράψει αναφορικά με τη Μνήμη, ακολούθησαν την οδό της παράθεσης εικόνων που ανταποκρίνονται σε πολλές λέξεις (έννοιες-verba), έτσι ώστε όσοι θα επιθυμούσαν να απομνημονεύσουν αυτές τις εικόνες, θα τις είχαν έτοιμες χωρίς να κοπιάζουν στην αναζήτηση τους».  Ad Herennium

Ακριβώς έτσι, δεν ήταν και οι πρώτες μορφές γραφής; 
Συγκεκριμένες εικονομορφικές συμβολικές αναπαραστάσεις (π.χ. ιερογλυφικά), οι οποίες χρησιμοποιούνταν για να αποδώσουν πολλαπλά παρεμφερή νοήματα; Μήπως το συγκεκριμένο απόσπασμα επιβεβαιώνει τον "μύθο" του Πλάτωνα για την προΰπαρξη μιας "εσωτερικής", μνημονικής γραφής στην ψυχή των ανθρώπων, την οποία διαδέχτηκε η γραφή που όλοι γνωρίζουμε;

Οι εικόνες στις οποίες αναφέρεται εδώ ο συγγραφέας φαίνονται να είναι οι ίδιες αναπαραστάσεις που βρίσκουμε διάσπαρτες στον αρχαίο κόσμο (π.χ. στον αινιγματικό "δίσκο της Φαιστού" ή στις "ιερογλυφικές γραφές της Αιγύπτου, κ.α.), εξέλιξη των οποίων αποτέλεσαν και τα πρώτα είδη γραφής.

Είναι πολύ πιθανό στο συγκεκριμένο απόσπασμα να βρίσκεται η ατράνταχτη απόδειξη ότι η γραφή προήλθε από παραφθορά των συμβόλων που χρησιμοποιούνταν κατά την εξάσκηση της Τέχνης της Μνήμης, για την οποία, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι διδασκόταν συστηματικά επί χιλιετίες πριν την ύπαρξη γραφής!

Στο τεύχος 130 (Φεβρουάριος 2005) το ΤΜ δημοσίευσε άρθρο, βασισμένο στις έρευνες των Φλόρενς και Κένεθ Γουντ, το οποίο αποδείκνυε ότι ο Όμηρος περιγράφοντας τα γεγονότα του Τρωικού πολέμου, ουσιαστικά περιέγραφε τις κινήσεις των αστερισμών του ουρανού όπως φαίνεται από την Ελλάδα.

Αυτό που έδειξαν οι έρευνες των Γουντ ήταν ότι οι αστρονομικές πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο ομηρικό έπος αρχίζουν από το 8900 π.Χ., αν όχι πολύ παλαιότερα. Ήταν η εποχή κατά την οποία η εξαιρετικά αργή περιστροφική κίνηση του άξονα της Γης (wobbling), η οποία ευθύνεται για την εναλλαγή των "ζωδιακών εποχών", επανέφερε το άστρο του Σείριου στον ελληνικό ουρανό, μετά από απουσία 7.000 περίπου ετών.

Αν έχουν δίκιο οι Γουντ, αν δηλαδή η επιστροφή του Σείριου αποδίδεται συμβολικά στο έπος με την επιστροφή του "λαμπρότερου άστρου" -δηλαδή του Αχιλλέα- στη μάχη, τότε μια "μετριοπαθής" χρονολόγηση για την Τέχνη της Μνήμης (καθώς και για το ίδιο το ομηρικό έπος, το οποίο άλλωστε διασώθηκε μέσω αυτής), θα μας έδινε ως αφετηρία των ιστορικών πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο έπος, περίπου το έτος 8900 π.Χ.!

Όμως, η Ιλιάδα δεν αρχίζει με την επιστροφή του Αχιλλέα στη μάχη αλλά με τη "μήνιν" αυτού και την "αποχώρηση" του, η οποία, αν ακολουθήσουμε τη λογική, τις αποδείξεις και τα συμπεράσματα των Γουντ, πρέπει να συνέβη περίπου 7.000 χρόνια νωρίτερα, όταν το άστρο του Σείριου "αποχώρησε" και χάθηκε από το ελληνικό στερέωμα.



Είναι, λοιπόν, δυνατό η πρώτη αναφορά στην Τέχνη της Μνήμης, να ανάγεται στο 15900 περίπου π.Χ.; 

Αυτό δεν θα σήμαινε ότι η εσωτερική γραφή προϋπήρξε της εξωτερικής κατά τουλάχιστον 10.000 έτη; 
Και η συγκεκριμένη εκτίμηση, γίνεται σύμφωνα με τη χρονολόγηση της πινακίδας του Δισπηλιού της Καστοριάς (με τη μέθοδο του άνθρακα C14, η οποία ανήγαγε την έναρξη της γραφής στον ελληνικό χώρο στα 5260 π.Χ.), διαφορετικά, στον αριθμό αυτό θα χρειαστεί να προσθέσουμε και μερικές ακόμα χιλιάδες χρόνια.

Γιατί όχι; Εξάλλου, όπως φαίνεται και από το παραπάνω απόσπασμα, η "εσωτερική γραφή" αποτελεί επίσης μορφή γραφής, και μάλιστα πολύ πιο εξελιγμένης, καθώς η καλλιέργεια της απαιτεί από τον ασκούμενο την ανάπτυξη απίστευτων εγκεφαλικών ικανοτήτων διαλογισμού, οραματισμού, και φυσικά, μνήμης. Επίσης, δεν λείπει ούτε η βιβλιογραφία, ούτε οι αποδείξεις για την ύπαρξη της εν λόγω τέχνης.


. Αναλογιστείτε τις ατέλειωτες ώρες διαλογισμού και συστηματοποιημένης μνημοτεχνικής εξάσκησης που θα απαιτούνταν για να σχηματίσει κάποιος τους μνημονικούς τόπους και τις νοητές εκείνες εικόνες, ώστε να είναι σε θέση να απαγγείλει και τις 24 ραψωδίες της Ιλιάδας...Αναλογιστείτε το σύνολο της ελληνικής μυθολογίας, το οποίο διαμορφώθηκε πριν από την ύπαρξη γραφής καθώς και τον πλούτο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, η οποία αναγκαστικά, επίσης προϋπήρξε της γραπτής της αναπαράστασης μέσω συμβόλων...

Αναμφίβολα, οι διάνοιες οι οποίες ανέπτυξαν και διατήρησαν τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας, Μυθολογίας και Ιστορίας επί χιλιετίες χωρίς την ύπαρξη γραφής, όφειλαν να είναι εξασκημένες σε ένα μνημονικό σύστημα, αν όχι το ίδιο, τότε πολύ πιο εξελιγμένο, σύνθετο και απαιτητικό (όσον αφορά τη χρήση των διανοητικών τους ικανοτήτων) από αυτά της κλασικής και ρωμαϊκής περιόδου, που παρουσιάσαμε. Μήπως ένα σύστημα, το οποίο θα προϋπέθετε τη χρήση των 45.000 περίπου ορατών από τη Γη άστρων, ως μνημονικούς "τόπους";

Αξίζει να παραθέσουμε μια μικρή λεπτομέρεια, την οποία ελάχιστοι φαίνεται ότι γνωρίζουν: 
Τα 45 (μνημο-τεχνικά;) σύμβολα που "διακοσμούν" το δίσκο της Φαιστού (περίπου 1600 π.Χ.) δεν είναι εγχάρακτα, αλλά έχουν "αποτυπωθεί" σε πηλό με λίθινες σφραγίδες! Η ίδια αυτή τεχνική σήμερα, δεν αποκαλείται (όχι απλά γραφή, αλλά) "τυπογραφία";


Γίνεται πλέον ξεκάθαρο, ότι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο οι μακρινοί μας πρόγονοι δεν ανέπτυξαν νωρίτερα "εξωτερική" γραφή, είναι ότι, απλούστατα, δεν την είχαν ανάγκη... 
Δεν αποκλείεται μάλιστα, αν ποτέ καταφέρουμε να αποκρυπτογραφήσουμε τον δίσκο της Φαιστού, να αποκαλυφθεί ότι το "μυστηριώδες" περιεχόμενό του, το οποίο τόσο πολύ έχει προβληματίσει τους επιστήμονες, δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα απλό παιδικό τραγουδάκι ή ποίημα, για τους νεαρούς μαθητευόμενους της μνημονικής, "εσωτερικής" γραφής.

Άλλωστε, οι Έλληνες (και συγκεκριμένα οι Αθηναίοι) δεν ήταν που νίκησαν τους υπερανεπτυγμένους τεχνολογικά, αλλά διεφθαρμένους και αλαζόνες Άτλαντες, σύμφωνα με τον πλατωνικό "μύθο" στον "Κριτία";

Προσπαθήστε τώρα να θυμηθείτε την -αποδεκτή ως μόνη "ορθή" από την παγκόσμια ακαδημαϊκή κοινότητα- θεωρία περί ινδοευρωπαϊκής φυλής και γλώσσας, που διδαχθήκαμε όλοι στα σχολεία και τα πανεπιστήμια (και η οποία εξακολουθεί να διδάσκεται, σχεδόν αυθαίρετα), και αποφασίστε ποια σας φαίνεται πιο πειστική...

Ο άγνωστος εκείνος δάσκαλος της ρητορικής και της μνήμης προτείνει επίσης να εφοδιάσουμε νοητά κάθε πέμπτο τόπο με ένα χαρακτηριστικό αντικείμενο (π.χ. ένα χρυσό χέρι) και κάθε δέκατο (decimus) με τη μορφή ενός οικείου μας προσώπου, προκειμένου να μην κάνουμε λάθος στη σειρά σύνδεσης τους. Οι τόποι αυτοί δεν πρέπει να μοιάζουν μεταξύ τους, καθώς ενδέχεται να τους μπερδέψουμε στη σκέψη μας.

Όσον αφορά τις εικόνες, ο συγγραφέας του "Ad Herennium", τις διακρίνει σε δύο κατηγορίες, μία για τα πράγματα (res) και μία άλλη για τις λέξεις-έννοιες (verba). Η απομνημόνευση των πραγμάτων (memoria rerum) είναι σχετικά απλή και ο ασκούμενος μπορεί να την τελειοποιήσει σύντομα και χωρίς μεγάλη δυσκολία.

Αντίθετα, η απομνημόνευση των λέξεων-εννοιών (memoria verborum), η ικανότητα δηλαδή να ανακαλούμε στη μνήμη μας (όπως οι ποιητές της αρχαιότητας) ολόκληρα κείμενα, είναι πολύ πιο σύνθετη και απαιτεί μακροχρόνια εξάσκηση, καθώς και έναν τεράστιο αριθμό μνημονικών τόπων.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σταθούμε, καθώς η τελευταία παρατήρηση πιθανότατα εξηγεί γιατί ο Όμηρος (όπως βέβαια και οι γενιές των προκατόχων του), επέλεξε να "τοποθετήσει" μνημοτεχνικά ολόκληρο το έπος της Ιλιάδας στον τεράστιο αριθμό των αστεριών, των πλανητών και των αστερισμών του στερεώματος... (βλ. ΤΜ, τεύχ. 130)

Ολοκληρώνοντας την αναφορά μας στην ενότητα της μνήμης του "Ad Herennium", o συγγραφέας προτείνει, σε ό,τι αφορά στις εικόνες, να επιλέγονται μορφές υπερφυσικές, αστείες ή γκροτέσκες, καθώς το μυαλό μας έχει την τάση να ξεχνά οτιδήποτε το συνηθισμένο. Μερικές ακόμα αναφορές (Κικέρων, Πλούταρχος, Στράβων, Κιντιλιανός).


De Oratore Cicero
Η "αστρική" Μνήμη του 
Μητρόδωρου του Σκέψιου

Ένα άλλο, προερχόμενο επίσης από τη λατινική γραμματεία, έργο με αναφορές στη μνημονική τέχνη, είναι και το "De Oratore" του Κικέρωνα, στην εισαγωγή του οποίου βρίσκουμε τη γνωστή ιστορία με την οποία περιγράφεται η ανακάλυψη της Τέχνης της Μνήμης από τον Σιμωνίδη τον Κείο

Η μικρή αναφορά που γίνεται στο έργο αυτό στις αρχές της μνημονικής τέχνης, φαίνεται να επαληθεύει πλήρως το "Ad Herennium" και γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο Κικέρωνας απευθύνεται (όπως και οι κλασικοί Έλληνες συγγραφείς) σε αναγνώστες, οι οποίοι είναι ήδη αρκετά εξοικειωμένοι με αυτές. 


Μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι ο ίδιος έχει γνωρίσει δύο Έλληνες με "θεϊκές ικανότητες Μνήμης" και αναφέρει δύο ονόματα: τον Χαρμάδα από την Αθήνα και τον Μητρόδωρο τον Σκέψιο, τον οποίο συνάντησε στη Μ. Ασία και εικάζει ότι τη στιγμή που γράφει το "De Oratore", βρίσκεται ακόμα εν ζωή.
. Ειδικά για τον Μητρόδωρο, γνωρίζουμε από αναφορά του Πλουτάρχου, ότι είχε πρωτοστατήσει σε μια αυτονομιστική κίνηση των ελληνικών πόλεων της Μ. Ασίας από τη ρωμαϊκή κυριαρχία, ενώ ο Στράβων (στα Γεωγραφικά του, 13ος τόμος), αναφέρει ότι ακολούθησε μια πορεία από τη Φιλοσοφία στην Πολιτική για να καταλήξει στη διδασκαλία της ρητορικής τέχνης. 


Ο μεγάλος γεωγράφος αναφέρει επίσης ότι ο Μητρόδωρος είχε συγγράψει και σχετική πραγματεία (ή πραγματείες), η οποία όμως δυστυχώς δεν σώζεται σήμερα, και μας δίνει την πληροφορία ότι η ρητορική του δεινότητα ήταν τέτοια, ώστε άφηνε πάντα το ακροατήριο του άναυδο...  
Η πιο "αινιγματική" ωστόσο πληροφορία για αυτόν τον αρχαίο Έλληνα ασκητή της μνημονικής τέχνης, έρχεται από έναν άλλο Λατίνο δάσκαλο της ρητορικής, τον Κιντιλιανό (Quintilianus), ο οποίος πιθανότατα γνώριζε (όπως και ο Κικέρωνας) το έργο του Μητρόδωρου.  Αναφέρει λοιπόν, ότι ο Μητρόδωρος στη μνημονική του τέχνη χρησιμοποιούσε «360 μνημονικούς τόπους στα δώδεκα ζώδια, μέσα από τα οποία διέρχεται ο Ήλιος». Αναμφίβολα, πρόκειται για μία αρχαία μαρτυρία η οποία επιβεβαιώνει ότι η Τέχνη της Μνήμης στην αρχαιότητα συνδεόταν με τη μελέτη των άστρων και τη χρήση τους ως μνημονικούς τόπους.

Μήπως λοιπόν το μνημονικό σύστημα στο οποίο είχε εξασκηθεί ο Μητρόδωρος ήταν το ίδιο (ή έστω παρεμφερές) με αυτό του Ομήρου; 

Εκτός αυτού, στην αναφορά αυτή ίσως να κρύβεται και η ε
ξήγηση στο ερώτημα γιατί οι περισσότεροι από τους μεταγενέστερους στοχαστές του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης επέλεξαν επίσης να χρησιμοποιήσουν τις 360 μοίρες του ζωδιακού κύκλου, σε μια προσπάθεια αναδημιουργίας των αρχαίων ελληνικών μνημονικών συστημάτων...

Πάνω: Μαρμάρινη εγχάρακτη επιγραφή
5ου αι. π.Χ από την Πάρο. Η παλαιότερη σωζόμενη
καταγραφή της Ελληνικής ιστορίας αναφέρει ως
ευρετή της Μνημονικής Τέχνης τον ποιητή
Σιμωνίδη τον Κείο. Η εικονογράφηση είναι από
μεσαιωνικό αντίγραφο του 
Κικέρωνα, De Oretore .

Η Τέχνη της Μνήμης στο Μεσαίωνα και την Αναγέννηση: Αναζητώντας την Αρχαία Γνώση


Τα "σκοτεινά" χρόνια που ακολούθησαν την πτώση της Ρώμης, η γενικότερη πνευματική παρακμή παρέσυρε κάθε γνώση στη λήθη. 

Στα πλαίσια αυτά, και η διδασκαλία της μνημοτεχνικής φαίνεται να ατονεί σταδιακά (με ελάχιστες εξαιρέσεις) και να χάνεται, εντασσόμενη στο θολό ημίφως της μαγικής, "δαιμονικής" γνώσης, προερχόμενης από την "αναίσχυντη, ειδωλολατρική αρχαιότητα".

Οι μνήμες της ύπαρξης αυτής της τέχνης, ωστόσο, υπήρχαν ακόμα ολοζώντανες, όπως και οι περισσότερες από τις (λατινικές κυρίως) πηγές, οι οποίες στα χέρια των λίγων "εκλεκτών" της γνώσης, αποτέλεσαν τον οδηγό τους στις μεμονωμένες προσπάθειες αναπαραγωγής του εντυπωσιακού αυτού συστήματος γνώσης.

Η αναζήτηση λοιπόν ενός μνημονικού συστήματος ικανού να ανακτήσει ολόκληρο το σώμα της χαμένης αρχαίας σοφίας, τοποθετήθηκε από τα πρώιμα κιόλας μεσαιωνικά χρόνια στην κορυφή των επιδιώξεων της νέας κάστας φιλοσόφων-μάγων που δημιουργήθηκε.

Βασιζόμενοι στην αριστοτελική πεποίθηση ότι είναι αδύνατο να υπάρξει καινούρια γνώση, έστρεψαν από την αρχή τις έρευνες τους στο παρελθόν. 

Στην αναζήτηση αυτή, καταλυτικό ρόλο έπαιξε και η μελέτη των θεωριών του Πλάτωνα, ότι κάθε γνώση είναι ανάμνηση της ψυχής από τον Κόσμο των Ιδεών, με τη μνήμη να αποτελεί έμφυτη ιδιότητα που ανήκει στις δυνατότητες του ανθρώπινου νου.

Δεν θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε ότι οι ερευνητές του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης αισθάνονταν σαν το παιδί εκείνο που, μεγαλώνοντας, έχασε το θείο δώρο της ψυχικής ανάμνησης. 

Η "Ars Magna" (Μεγάλη Τέχνη), όπως ονομάστηκε η προσπάθεια αυτή αποκατάστασης της επαφής της ανθρώπινης ψυχής με τη συμπαντική γνώση, αποτέλεσε από νωρίς το "Άγιο Δισκοπότηρο" της φιλοσοφικής έρευνας, στην αναζήτηση του οποίου αναλώθηκαν πολλά από τα φωτεινότερα πνεύματα της εποχής (π.χ. Julio Camillo, Θωμάς ο Ακινάτης, Albertus Magnus, Raymond Lull κ.α.).

Σε όλα σχεδόν τα μνημονικά συστήματα της εποχής που κατά καιρούς δημιουργούνταν, η Τέχνη της Μνήμης, εμφανιζόταν να είναι ενδεδυμένη το περίβλημα του μάγου. Απομονώνοντας, ωστόσο, τις επικλήσεις και τις μαγικοθρησκευτικές δοξασίες, μπορούμε με ασφάλεια να διαπιστώσουμε ότι οι μνημονικές αρχές των μεσαιωνικών και αναγεννησιακών συστημάτων ήταν ουσιαστικά οι ίδιες με αυτές των αρχαίων χρόνων.



Μερικά μνημονικά συστήματα του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης


Οι αναφορές από τα διάφορα μνημοτεχνικά συστήματα που κατά καιρούς προτάθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν στη μεσαιωνική και αναγεννησιακή περίοδο, είναι πολλές και εντυπωσιακές.

Ενδεικτικά μόνο, αξίζει να αναφέρουμε ότι τέτοιου είδους μνημονικούς τόπους αποτέλεσαν και οι αίθουσες της Κολάσεως του Δάντη(Ι), ενώ πολλοί είναι εκείνοι που υποστήριξαν (εδώ και πολλούς μάλιστα αιώνες) ότι το συγκεκριμένο έργο δεν αποτελεί παρά μια ακόμα μνημοτεχνική-μεταφυσική διατριβή με χριστιανικές αναφορές.

Ωστόσο, ξεχωρίζοντας και αξιολογώντας τις κατά καιρούς μνημονικές μελέτες των "σκοτεινών" αυτών εποχών, μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε εκείνες, οι οποίες, εκτός του ότι άσκησαν τεράστια επίδραση στη διαμόρφωση του φιλοσοφικού στοχασμού των εν λόγω περιόδων, αποτέλεσαν και την αφετηρία των αναζητήσεων του αναμφισβήτητα μεγαλύτερου ασκητή της Τέχνης της Μνήμης της μεταχριστιανικής περιόδου: του μεγάλου Giordano Bruno, αλλά και άλλων σπουδαίων στοχαστών εκείνης της καθοριστικής περιόδου.


Η "Ars Brevis" (Τέχνη των Γενναίων) του Ramon Lull


Γεννημένος στη Μαγιόρκα, το 1235 -δέκα περίπου χρόνια μετά τον Θωμά τον Ακινάτη- ο Ramon Lull, ήταν ο πρώτος που επιχείρησε να αφομοιώσει το σύνολο της διαθέσιμης κατά την εποχή του γνώσης σε ένα ομοιογενές σύστημα μνημοτεχνικά δομημένο.

Η "Are Brevis" (Τέχνη των Γενναίων ή γενναία τέχνη), όπως επικράτησε να αποκαλούν το σύστημα του τόσο ο ίδιος όσο και οι πολυάριθμοι συνεχιστές του έργου του, έδινε στον ασκούμενο τη δυνατότητα να συνδυάζει παρεμφερείς μεταξύ τους έννοιες κατά τρόπο τέτοιο, ώστε να προκύπτουν "πρωτότυποι" στοχασμοί.

Το σύστημα "αναζήτησης της αλήθειας" του Lull (του οποίου την επινόηση απέδιδε ο ίδιος σε "θεϊκή φώτιση", αποτέλεσμα μιας υπερβατικής εμπειρίας κατά την επίσκεψη του στο όρος Randa, σε ένα νησί της Μαγιόρκα), αφομοίωνε και αστρολογικές δοξασίες και αντιλήψεις. 

Μετά από πολλές αναθεωρήσεις και διαδοχικές "βελτιώσεις", ο Lull προχώρησε κατά την περίοδο 1305-8 στην τελευταία εκδοχή της μεθόδου του, την επινόηση της οποίας ο ίδιος φρόντισε να συνοδεύσει με μεγαλεπήβολες διακηρύξεις και σχόλια, από δίδοντας της την "υπεροπτική" ονομασία "Ars Magna" (Μεγάλη Τέχνη).

Στην "Ars Magna", για πρώτη φορά βλέπουμε να χρησιμοποιούνται παρεμφερείς μεταξύ τους έννοιες τοποθετημένες σε κυκλική διάταξη, έτσι ώστε να διευκολύνεται ο συσχετισμός τους με την κεντρική, υπό διερεύνηση ιδέα, η οποία βρίσκεται στο κέντρο της σχηματικής απεικόνισης. Ramon Lull
Ο Νεοπλατωνιστής αυτός ως προς τις φιλοσοφικές του αντιλήψεις, άσκησε τεράστια επιρροή στο φιλοσοφικό στοχασμό της εποχής του (σε βαθμό ώστε οι σύγχρονοι μελετητές να κάνουν λόγο για "ρεύμα σκέψης Λαλλιαμού" - Lullism), και με τις επιδράσεις του έργου του να είναι ευδιάκριτες ακόμα και στην Αναγέννηση.

Το φιλοσοφικό μνημοτεχνικό σύστημα του Lull υιοθετήθηκε αργότερα από τους εκπροσώπους των Φραγκισκανών, αντλώντας από τις ιδέες του το ιδεολογικό υπόβαθρο του κινήματος τους. (Και αφού μιλάμε για μέθοδο μνήμης, θυμηθείτε τις επιδράσεις του ελληνικού Νεοπλατωνισμού σε όλα τα μεταγενέστερα δυτικά εσωτερικά συστήματα...)





Το "Θέατρο της Μνήμης" του Julio Camillo


Πιο πιστός στις αρχαίες αρχές της Τέχνης της Μνήμης, όπως τη βρίσκουμε να διατυπώνεται μέσα από τα αρχαία κείμενα, ο Julio Camillo Delminio έδωσε στους μνημονικούς τόπους του συστήματος που εισηγήθηκε, τη μορφή αρχαίου ελληνικού αμφιθεάτρου. 

Ο γεννημένος το 1480 Ιταλός στοχαστής και ερευνητής της Τέχνης της Μνήμης, από νωρίς διαπίστωσε ότι η αρχιτεκτονική διαρρύθμιση ενός αμφιθεάτρου θα παρουσίαζε τεράστια πλεονεκτήματα στην εξάσκηση της μνημονικής τέχνης.

Σύμφωνο προς τις προϋποθέσεις των (μνημονικών) τόπων του "Ad Herennium" και του Αριστοτέλη, το ελληνικό αμφιθέατρο διαθέτει ένα κεντρικό. σημείο αφετηρίας (σκηνή), το οποίο προσφέρει τεράστια ελευθερία κινήσεων, καθώς μέσω των διαδρόμων επικοινωνεί με όλα τα, ευδιάκριτα χωρισμένα σε επτά διαδοχικά επίπεδα, διαστήματα των κερκίδων.

Όσον αφορά τις (μνημονικές) εικόνες που επέλεξε να χρησιμοποιήσει ως φορείς των εννοιών, ο Camillo προσπάθησε στο θέατρο του να αναπαραστήσει ολόκληρο το σύμπαν όπως προβάλλεται μέσα από την ελληνική μυθολογία, την αστρολογία και την καβαλιστική παράδοση. Οι κερκίδες χωρίζονταν από 6 διαδρόμους σε 7 τμήματα, τα οποία ο ίδιος ονόμαζε "στήλες του Οίκον της Σοφίας τον Σολόμωντος". Καθένα από αυτά τα τμήματα χρησιμοποιούταν για να αποδώσει και έναν διαφορετικό πλανήτη με τις αστρολογικές του ιδιότητες, έφερε το όνομα ενός θεού της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, ενώ τα επίπεδα "αφιερώνονταν" σε χαρακτήρες και τόπους της ελληνικής μυθολογίας.

Τα "εντυπωσιακά σχέδια ενός νοητικού μνημοτεχνικού θεάτρου στο οποίο θα απεικονιζόταν ολόκληρη η συμπαντική γνώση" του μυστηριώδη σοφού, δεν άργησαν να διαδοθούν σε ολόκληρη την Ιταλία. 
Το 1530, ο Camillo βρέθηκε στο Παρίσι, προσκεκλημένος του Γάλλου βασιλιά, ο οποίος ανέλαβε και τη χρηματοδότηση της υλικής κατασκευής του. Μαρτυρίες της εποχής αναφέρουν ότι λίγο καιρό αργότερα, ένα μικρό ξύλινο αμφιθέατρο με πολύ παράξενη διακόσμηση είχε ανεγερθεί στη βασιλική αυλή της Γαλλίας. 
Όμως φαίνεται ότι το αποτέλεσμα δεν ικανοποίησε τον Camillo, καθώς το 1532 επιστρέφει στην Ιταλία, όπου αρχίζει νέες προσπάθειες για την υλοποίηση της κατασκευής του μνημονικού του θεάτρου, αυτή τη φορά στη Βενετία. Ο Julio Camillo τελικά πέθανε το 1544 και το όνειρο της κατασκευής του "θεάτρου της Μνήμης", στο οποίο είχε αφιερώσει και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ποτέ δεν υλοποιήθηκε όπως θα ήθελε.



Το "μνημονικό παλάτι" του Matteo Ricci. 

Η διδασκαλία της Τέχνης της Μνήμης στην Κίνα

Ο Matteo Ricci ήταν ένας Ιησουίτης ιερέας στον οποίο το 1577 ανατέθηκε να μεταβεί στη μακρινή Κίνα για να κηρύξει τη χριστιανική πίστη και τη δυτική σκέψη στους υπηκόους της δυναστείας των Μινγκ. 

Μετά από μακροχρόνια όμως παραμονή και χωρίς να έχει καταφέρει να κεντρίσει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον των Κινέζων, το 1596 ανέφερε σε μια τυχαία συνομιλία του με έναν πρίγκιπα της δυναστείας για ένα σύστημα μνήμης, το οποίο επιτρέπει στον ασκούμενο την απoμνημόνευση με τη μορφή εικόνων τεράστιου όγκου πληροφοριών σύμφωνα με μια μέθοδο, την οποία στη μακρινή δύση αποκαλούσαν "εσωτερική γραφή".

Η μέθοδος αυτή είχε ανακαλυφθεί πριν πολλά χρόνια σε μια μακρινή χώρα της Δύσης, την Ελλάδα, από έναν ποιητή ευγενούς καταγωγής, ονόματι Xi-mo-ni-de (Σιμωνίδης)!

Η είδηση για την ύπαρξη μιας τόσο εκπληκτικής τέχνης, ενθουσίασε τους ευγενείς της πόλης Nanchang στην επαρχία Jianxi, όπου διέμενε και τον προσκάλεσαν να τους την διδάξει. 

Ο Ricci, ο οποίος γνώριζε τις γενικές αρχές της μνημοτεχνικής (καθώς στα πλαίσια των νομικών σπουδών που είχε παρακολουθήσει στη Ρώμη το 1572, είχε διδαχθεί το έργο του Κικέρωνα), οργάνωσε για το πρωτότυπο αυτό "ποίμνιο" που κατάφερε επιτέλους να συγκεντρώσει μια σειρά μνημονικών τόπων, οι οποίοι συγκροτούσαν ένα παλάτι. 

Οι αίθουσες του "μνημονικού παλατιού" του Ricci διακοσμούνται από κινεζικά ιδεογράμματα, τα οποία όμως πρέσβευαν διαφορετικές παραστάσεις της Βίβλου, προσαρμοσμένες στις κινεζικές παραδόσεις. Βλέποντας τη μαζική ανταπόκριση των Κινέζων ευγενών στη διδασκαλία της τέχνης της Μνήμης, πολύ σύντομα συνέγραψε και μελέτη στα κινεζικά και άρχισε να περιοδεύει, κηρύττοντας μέσα από τη μνημονική τέχνη το λόγο του θεού.


Το ενδιαφέρον των Κινέζων για τον πολιτισμό που ανέπτυξε ένα τόσο εξελιγμένο σύστημα -τον ελληνικό- οδήγησε το 1607 τον Ricci, όταν πλέον είχε εγκατασταθεί στο Πεκίνο, να μεταφράσει στα κινεζικά και να εκδώσει και τα πρώτα έξι βιβλία των "στοιχείων της Γεωμετρίας" του Ευκλείδη.

Τελικά, μετά από μεγάλη προσπάθεια, οι κόποι του δείχνουν να ευοδώνονται όταν, στις 8 Σεπτεμβρίου 1609, παίρνει άδεια από τον αυτοκράτορα της δυναστείας να ιδρύσει στο Πεκίνο την "Αδελφότητα της Μαρίας". 
Ο Matteo Ricci πέθανε στο Πεκίνο στις 11 Μαΐου 1610. Το βιβλίο του για τη μνημονική τέχνη, φυλάχτηκε με ευλάβεια από τους ευγενείς της δυναστείας των Μινγκ και κληροδοτούμενο από γενιά σε γενιά, σώζεται ως τις μέρες μας.





Το "μαγικό" σύστημα μνήμης του Giordano Bruno

Η αναδημιουργία ενός μνημοτεχνικού συστήματος ικανού να επιτύχει την πλατωνική ανάμνηση, ήταν ένα ζήτημα, το οποίο από νωρίς απασχόλησε την κορυφαία πνευματική μορφή της Αναγέννησης, από την εποχή που ήταν ακόμα δομινικανός μοναχός.

Δεν θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε όχι η "μαγική", όπως την αποκαλούσε, μνήμη αποτελούσε τον "κορμό" του μεγάλου δέντρου των αναζητήσεων του, με τις φιλοσοφικές, θεολογικές και κοσμολογικές του απόψεις να είναι απλά οι καρποί.

Άλλωστε, εκτός από τα αμιγώς "μνημονικά" έργα του, αναφορές στην μνημονική τεχνική που χρησιμοποιούσε βρίσκουμε στο σύνολο σχεδόν των μελετών του, ενώ ολόκληρος ο φιλοσοφικός του στοχασμός φαίνεται να αποτελεί το αποτέλεσμα και την επιβεβαίωση της αποτελεσματικότητας των τεχνικών μνήμης που χρησιμοποιούσε.

Η ύπαρξη στην ελληνική αρχαιότητα συλλογιστικών συστημάτων ικανών να παράγουν σχεδόν αλάνθαστα αποτελέσματα, ήταν για τον Μπρούνο αυταπόδεικτη. 

Αφετηρία του μνημονικού συστήματος που εισηγήθηκε, στάθηκε η ανάλυση της συλλογιστικής διαδικασίας παραγωγής ιδεών και εξαγωγής συμπερασμάτων, όπως τη συναντάμε στο έργο του Πλάτωνα.

Παρατήρησε ότι η "εκμαίευση" των αληθειών από τον Σωκράτη επιτυγχανόταν ξεκινώντας από απλούς ορισμούς των εννοιών και διερευνώντας όλες τις γύρω τους. Στο κλείσιμο της αλληγορίας αυτής, βρίσκουμε ακόμα μία περιγραφή του μνημονικού συστήματος του Μπρούνο.

Οι ύμνοι τους οποίους χρησιμοποιεί στο έργο αυτό, παρουσιάζουν εξαιρετική ομοιότητα με τους Ορφικούς ύμνους και αποσκοπούν, σύμφωνα με την κορυφαία ερμηνεύτρια του έργου του, Frances A.Yates, στην ψυχική προετοιμασία και τόνωση των μελετητών της μνημονικής τέχνης και στη διέγερση της φαντασίας τους, ώστε να φτάσουν σε εγκεφαλική και ψυχική κατάσταση ετοιμότητας να "δεχθούν" τη γνώση από το Σύμπαν, με την εξάσκηση της μνημονικής τέχνης. Βλέπουμε λοιπόν ότι η «ανάμνηση» δεν είναι μία απλή μηχανιστική διαδικασία, αλλά απαιτεί κατάλληλο ψυχικό υπόβαθρο...


Σύντομα, ο Μπρούνο εκδίδει και τρίτο "μνημονικό" έργο, την "Τέχνη της Μνήμης" (Are Memoriae). Φαίνεται ότι οι έρευνες του για την απεικόνιση της συμπαντικής και ανθρώπινης διάνοιας τον οδήγησαν στην υιοθέτηση μιας πιο αφαιρετικής φόρμας, με εντονότερο το στοιχείο του συμβολισμού, καθώς τόσο οι ομόκεντροι κύκλοι, όσο και οι πίνακες αναφοράς έχουν λιγοστέψει. Έχει πλέον εμβαθύνει στη "χαοτική" σκέψη και τα σύμβολα του παραπέμπουν σε αστερισμούς και σε επεισόδια παρμένα από την ελληνική μυθολογία, θεωρώντας ότι αποτελούν γνησιότερους συμβολισμούς μεγαλύτερης δύναμης και μεστότητας νοημάτων και ότι βρίσκονται πιο κοντά στη συμπαντική σκέψη.

To Ars Memoriae έχει χαρακτηριστεί από τους μελετητές του έργου του Μπρούνο ως "μαγικό". Αποτελεί, ωστόσο, την ευθεία προέκταση της πορείας που ακολουθεί η σκέψη του από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο, από το υλικό στο πνευματικό και από το ανθρώπινο στο Συμπαντικό.
Αρκετά χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γερμανία, ο Μπρούνο θα επανέλθει στην προσπάθεια του να δημιουργήσει ένα σύστημα μνήμης εκφρασμένο αυτή τη φορά μέσα από εικόνες και σύμβολα, ικανών να φέρουν την ανθρώπινη ψυχή σε επαφή με την "αληθινή πραγματικότητα", με την έκδοση των «30 αγαλμάτων» (Lampas Triginte Statuarum).

Στο έργο αυτό, το οποίο έχει κυρίως θρησκευτικό χαρακτήρα, οι αστρολογικές παραστάσεις στις οποίες στηριζόταν η διαδικασία της "ανάμνησης", έχουν πλέον αντικατασταθεί από μορφές αγαλμάτων, τις οποίες ο Μπρούνο χαρακτηρίζει ως "εσωτερικές εικόνες".

Θεωρεί τη φαντασία ως τον ισχυρότερο και αμεσότερο τρόπο να επιτύχει κάποιος την επαφή με τον πνευματικό κόσμο και χρησιμοποιεί τις μορφές αυτές ως πιο αποτελεσματικούς ψυχικούς συνδέσμους της φαντασίας (της ανθρώπινης διάνοιας) με το Θείο.


Πρώτη μορφή στις απεικονίσεις του είναι αυτή του Απόλλωνα που συμβολίζει το Εν και το Φως και ακολουθεί ο Κρόνος που αντιπροσωπεύει την Αρχή. Ανάμεσα στα υπόλοιπα αγάλματα βρίσκουμε τις μορφές του Προμηθέα, του Ηφαίστου, της Θέτιδος, του Γανυμήδη ή Τοξότη, του Ουρανού, της Αφροδίτης, του Έρωτα, της Αρτέμιδος και φυσικά της Αθηνάς, η οποία εκπροσωπώντας τη Σοφία, αποτελεί την ιερότερη, σύμφωνα με τον Μπρούνο, από τις Θηλυκές Θεότητες.

Εξαιρετικό, επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει στο έργο αυτό και ο πρωταρχικός διαχωρισμός του Θεϊκού στοιχείου, για το οποίο αναφέρει ότι είναι αδύνατο να αποδοθεί με κάποια μορφή άλλη από τη φυσική του, που είναι το Φως και έχει τριαδική υπόσταση.

Το Θεϊκό αυτό στοιχείο, δύναται να γίνει αντιληπτό από την ανθρώπινη διάνοια με τις έννοιες: του "Πατρός ή Νου ή της Ουσίας των Ουσιών", του "Υιού ή της πρωταρχικής διάνοιας, της ομορφιάς και της αγάπης της δημιουργίας", και του "Φωτός", το οποίο αποτελεί την ψυχή του Κόσμου και όλων των πραγμάτων (anima mundi) και τη Ζωοποιό Ενέργεια του Σύμπαντος.

Η πορεία των αναζητήσεων του Μπρούνο στην αναδημιουργία των μνημοτεχνικών μεθόδων της αρχαιότητας, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς έχοντας ως αφετηρία τις ερμητικές και πλατωνικές θεωρίες και ιδέες, καταλήγει να επαληθεύει πρακτικές αιώνων. Το μνημονικό σύστημα του Μπρούνο φαίνεται να επιβεβαιώνει ότι οι αφηρημένες έννοιες και οι συμβολικές εικόνες διευρύνουν την αντίληψη, αμβλύνουν τη λογική-γραμμική σκέψη και προκαλούν την κατάλληλη διανοητική κατάσταση, επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο στην ανθρώπινη ψυχή να επικοινωνήσει με το θείο κατά τον αμεσότερο δυνατό τρόπο.

«Αν δεν εξομοιώσεις τον εαυτό σου με τον Θεό, είναι αδύνατο να κατανοήσεις τον Θεό, καθώς μόνο ο όμοιος μπορεί να κατανοήσει τον όμοιο. - Κάνε τον εαυτό σου να υψωθεί σε ένα μεγαλείο μη μετρήσιμο, απελευθερώσου από τους δεσμούς του σώματος, ανυψώσου πέρα από τον χρόνο και γίνε η αιωνιότητα! Τότε θα κατανοήσεις τον Θεό. - Πίστευε ότι τίποτα δεν είναι αδύνατο για σένα, θεώρησε τον εαυτό σου αθάνατο και ικανό να κατανοήσει τα πάντα, όλες τις τέχνες, όλες τις επιστήμες, τη φύση κάθε ζωντανού πλάσματος.- Ανυψώσου πάνω από τα ψηλότερα ύψη, καταδύσου κάτω από τα χαμηλότερα βάθη. - Προσέλκυσε προς τον εαυτό σου όλες τις αισθήσεις οποιασδήποτε ουσίας, της φωτιάς και τον νερού, του ξηρού και τον υγρού στοιχείου. - Να φαντάζεσαι ότι βρίσκεσαι παντού, στη γη, στη θάλασσα, στον ουρανό, ότι δεν έχεις ακόμα γεννηθεί, ότι βρίσκεσαι ακόμα στη μήτρα, ότι είσαι νέος, γέρος, νεκρός, πέρα από τον θάνατο. Αν εναγκαλιστείς στη σκέψη σου όλα τα πράγματα την ίδια στιγμή, τον χρόνο, τον χώρο, τις ουσίες, τις ποιότητες, τις ποσότητες, τότε μόνο, ίσως καταλάβεις τον Θεό...»!    ____  Giordano Bruno, Cantus Circae



Μερικές "τολμηρές" υποθέσεις...

Ας "ξεχάσουμε" για λίγο όλα όσα γνωρίζουμε για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και ας επιχειρήσουμε να τον ξανααντικρίσουμε με την αποκαλυπτική απλότητα της πρώτης ματιάς. Παρατηρούμε λοιπόν, ότι τα ονόματα και οι ιδιότητες των αρχαίων Θεών συμπίπτουν με τα αντίστοιχα των πλανητών, ενώ η δράση τους αποτυπώνεται σε επεισόδια της Μυθολογίας, με συμμετοχή και κατώτερων θεοτήτων, τα ονόματα των οποίων πάλι, κατά "σύμπτωση", συμπίπτουν με τα ονόματα και τις ιδιότητες των αστερισμών!

Σε κάποια φάση της εξέλιξης του πολιτισμού αυτού, δημιουργείται από πρωτογενείς αποτυπώσεις των εννοιών σε εικόνες, μια αρχική μορφή κωδικοποιημένης επικοινωνίας, η οποία φθείρεται με την πάροδο των αιώνων και απλοποιείται, για να δώσει τη θέση της στους χαρακτήρες που γνωρίζουμε σήμερα ως γραφή!

Η συγκεκριμένη γραφή που αναπτύσσεται, ακριβώς όπως και οι μνημονικές εικόνες, διαβάζεται κανονικά από τα αριστερά προς τα δεξιά, αλλά και αντίστροφα. 

Την ίδια περίπου εποχή, οι πιο οξυδερκείς παρατηρητές των άστρων διατυπώνουν τις αρχές της Γεωμετρίας (όπως π.χ. ο Θαλής), της Φιλοσοφίας (Ησίοδος), της Ποίησης (Όμηρος) ή των θρησκευτικών αντιλήψεων (Ορφικοί), ενώ άλλοι, οι οποίοι πιθανότητα "μαγεύτηκαν" από την αναλλοίωτη και αιώνια λάμψη των άστρων, μπορούν και "αντιλαμβάνονται" τις δονήσεις τους (Πυθαγόρας) και προσπαθούν να τις αναπαράγουν.


Δημιουργείται έτσι η Μουσική (η πλησιέστερη σύμφωνα με τον Πλάτωνα τέχνη στο θεϊκό στοιχείο, καθώς είναι άυλη), από τη μελέτη των αρχών της οποίας προκύπτουν τα Μαθηματικά. 

Η επισταμένη έρευνα καθώς και η πρακτική εφαρμογή των αρχών των μαθηματικών οδηγεί στην ανάπτυξη όλων των υπολοίπων τεχνών και επιστημών (π.χ. Γλυπτική, Αρχιτεκτονική), με αποτέλεσμα μια γενικότερη περίοδο ευημερίας και άνθισης, κατά την οποία χτίζονται πόλεις (πάλι σε αντανάκλαση των αστερισμών. 
Βλέπε: Νίκ. Λίτσας, "Μυστικές Διαδρομές στην Άγνωστη, Ελλάδα και η Αναζήτηση, τον Πραγματικού Ομήρου").


Όλοι αυτοί οι τομείς γνώσης (π.χ. η Αστρονομία, τα Μαθηματικά, η Φιλοσοφία, η Μουσική, η θρησκεία, οι εικαστικές τέχνες, η Ναυσιπλοΐα, η Αρχιτεκτονική, κ.α.) είναι φυσικά αλληλένδετοι μεταξύ τους, αλληλεπιδρούν και εξελίσσονται ταυτόχρονα και για την αποτύπωση τους χρησιμοποιούν την παραφθαρμένη μορφή των αρχικών "μνημονικών" εικόνων (γραφή). 
Σημειώστε ότι τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου χρησιμοποιούνται για να αποδώσουν όχι μόνο τον γραπτό λόγο, αλλά και τους αριθμούς, καθώς και τους μουσικούς τόνους (νότες).

Δηλαδή, ακριβώς όπως και οι μνημονικές εικόνες, τα γράμματα αποτελούν στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό "φορείς" πολλαπλών νοημάτων, αναλόγως του συστήματος σκέψης με το οποίο τα ερμηνεύουμε.


Επίσης, όλες αυτές οι γνώσεις εμφανίζονται να έχουν "θεϊκή" προέλευση. 
Μήπως τελικά η "συνωνυμία" άστρων, πλανητών, αστερισμών, Θεών και μυθικών χαρακτήρων ήταν ουσιαστικά "μνημοτεχνική" ταυτοσημία;

Απομακρυνόμενοι πλέον από τον ελληνικό χώρο, όλες αυτές οι τέχνες, οι επιστήμες και οι γνώσεις μεταναστεύουν στο λατινικό κόσμο, όπου, αποκομμένες από τις ρίζες τους, ατροφούν σε μια "σκοτεινή" περίοδο πνευματικής παρακμής και εξαθλίωσης, για να αναβιώσουν μερικούς αιώνες αργότερα, σε μια προσπάθεια αναδημιουργίας του αρχαίου κόσμου (Αναγέννηση).

Την περίοδο εκείνη μάλιστα, η φωτεινότερη πνευματική μορφή (Giordano Bruno) οδηγείται μέσα από τη μελέτη των αρχαίων πηγών στην επαλήθευση και την επιβεβαίωση όλων των αρχών της ελληνικής σκέψης, με ιδιαίτερη έμφαση (όπως και οι Έλληνες) στην παρατήρηση και την μελέτη των άστρων.




Ολοκληρώνοντας τον μακροσκελή (και αναγκαστικά γενικευτικό) αυτό συλλογισμό, θα αποτολμήσουμε τη διατύπωση ορισμένων "τολμηρών" ερωτημάτων, θεωρώντας ότι το να θέτει κανείς ερωτήματα αποτελεί πολύ πιο ειλικρινή στάση από την "αφοριστική" κατάθεση απαντήσεων:

* Μήπως ολόκληρο το σώμα της αρχαίας και σύγχρονης γνώσης στηρίχθηκε στις αρχές της Τέχνης της Μνήμης, σύμφωνα με τις οποίες η μάθηση οικοδομείται με την ορθή τοποθέτηση κάθε πληροφορίας πάνω στην παλαιά γνώση;

* Μήπως είχε δίκιο ο Πλάτωνας και η γνώση που προέρχεται από το διάβασμα γραπτών πηγών δεν ασκεί καμία απολύτως επίδραση στη διαμόρφωση της ψυχής μας, αλλά λειτουργεί ανασταλτικά στην απόκτηση της σοφίας;

* Μήπως, αντίθετα με τις απόψεις των ιστορικών και των ανθρωπολόγων, η ανάπτυξη της γραφής σήμανε την έναρξη μιας εκτεταμένης περιόδου πνευματικής παρακμής του ελληνισμού, καθώς άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπεται η μνημονική Τέχνη;

* Μήπως το πραγματικό απόγειο του ελληνικού πολιτισμού θα πρέπει να το αναζητήσουμε όχι στην κλασική εποχή, αλλά στην εκτενή προ-ομηρική περίοδο, κατά την οποία διαμορφώνονταν οι μυθικές αντιλήψεις και η γλώσσα;

* Μήπως η ταύτιση της σκέψης με μη συγκεκριμένες μορφές και εικόνες εννοιών (όπως αυτές της ελληνικής Μυθολογίας), αποδεσμεύει την ανθρώπινη διάνοια από τις από τις "αλυσίδες" της ασφυκτικά λογικής, γραμμικής πραγματικότητας και επιτρέπει την επικοινωνία με τη συμπαντική διάνοια, καθιστώντας δυνατή την πλατωνική ανάμνηση της ψυχής;

* Μήπως θα πρέπει να επιχειρήσουμε να "ξαναδιαβάσουμε" ολόκληρη την ελληνική Μυθολογία, προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσουμε τις "μνημονικές" της εικόνες;

* Μήπως το ίδιο θα πρέπει να κάνουμε και με την αρχαία ελληνική τέχνη στο σύνολο της, προσέχοντας τόσο την ακριβή θέση της κάθε ανάγλυφης μορφής π.χ. στα αετώματα ή στις εισόδους των αρχαίων ναών όσο και τις επιμέρους της λεπτομέρειες;

* Μήπως, κάτω από το φως των νέων αυτών αποκαλύψεων, η αρχαία ελληνική μυθολογία θα έπρεπε να εισαχθεί στην εκπαίδευση και να διδάσκεται σχολαστικά, προκειμένου να αυξηθούν οι μαθησιακές, αντιληπτικές και συλλογιστικές ικανότητες των μαθητών;

* Μήπως το ίδιο ακριβώς θα πρέπει να γίνει και με τις αρχές της μνημονικής τέχνης;

* Μήπως όλες αυτές οι αλήθειες κρατήθηκαν επίτηδες κρυφές από το ευρύ κοινό, σε μια προσπάθεια γενικότερης πνευματικής υποβάθμισης του συνόλου από ομάδες μυημένων, ώστε να καθίσταται ευκολότερη η χειραγώγηση του; (Είναι γνωστό ότι ειδικά στην περίπτωση του Μπρούνο, οι διδασκαλίες του ποτέ δεν έγιναν ευρύτερα γνωστές, ωστόσο αποτέλεσαν το πνευματικό υπόβαθρο της οργάνωσης των Ροδόσταυρων.)

* Μήπως η επιστροφή στην εξάσκηση της Τέχνης της Μνήμης θα οδηγούσε όχι μόνο τον ελληνισμό, αλλά και ολόκληρη την ανθρωπότητα σε μια νέα πνευματική ανάταση;
___________________
γράφει ο Χρήστος Βαγενάς   Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Τρίτο Μάτι”


ο Ορφέας, άδων εν μέσσω Θρακών!

Ο ορφικός ύμνος της Μνημοσύνης, ο οποίος απαγγελλόταν πρώτος στην τέχνη της μνημονικής προκειμένου να ασκηθεί η μνήμη και να ενεργοποιηθεί μια ολόκληρη διαδικασία ανύψωσης του νου και της ψυχής προς τα ουράνια πεδία:


ΟΡΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΗΣ
ѳυμίαμα λίβανον

Μνημοσύνην καλέω, Ζηνὸς σύλλεκτρον, ἄνασσαν,
ἣ Μούσας τέκνωσ' ἱεράς, ὁσίας, λιγυφώνους,
ἐκτὸς ἐχοῦσα κακῆς λήѳης βλαѱίφρονος αἰεί,
πάντα νόον συνέχουσα βροτῶν ѱυχαῖσι σύνοικον,
εὐδύνατον κρατερὸν ѳνητῶν αὔξουσα λογισμόν,
ἡδυτάτη, φιλάγρυπνος ὑπομνήσκουσά τε πάντα,
ὧν ἂν ἕκαστος ἀεὶ στέρνοις γνώμην κατάѳηται,
οὔτι παρεκβαίνουσ', ἐπεγείρουσα φρένα πᾶσιν.
ἀλλά, μάκαιρα ѳεά, μύσταις μνήμην ἐπέγειρε
εὐιέρου τελετῆς, λήѳην δ' ἀπὸ τῶνδ' ἀπόπεμπε.


Νεοελληνική απόδοση:

Την Μνημοσύνην προσκαλώ, την συζυγον του Διός, την βασίλισσαν.
ή οποία εγέννησε τας ιεράς Μούσας, τας οσίας, τάς λιγυροφώνους (με την λιγυρή φωνή)
πού έχει πάντοτε την μνήμην της έξω από την κακίαν ή οποία (κακία) βλάπτει τάς φρενας
καί συγκρατεί κάθε νουν των βροτών σύνοικον με τας ψυχάς
και αυξάνει τον δυνατόν και ισχυρόν λογισμόν των ανθρώπων
είναι γλυκύτατη, αγαπά την αγρυπνίαν υπενθυμίζει τα πάντα
περί των οποίων ο καθένας σχηματίζει πάντοτε γνώμην (αποκτά μνήμην)
ούτε παρεκτρέπεται καί διεγείρει εις όλους την σκέψιν.
Αλλά μακαρία θεά, ξεσήκωσε (δυνάμωσε) την μνήμην εις τους μύστας
της ιεράς ταύτης τελετουργίας, και απόδιωξε από αυτούς την λησμοσύνη.
___________________________________________________

πηγές
http://www.anixneuseis.gr/?p=130299
http://ellinikoskoinotismos.blogspot.gr/2015/11/blog-post_98.html
πηγή: arxaia-ellinika



  Scholeio.com