Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΜΜΕΤΡΟΣ ΛΟΓΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΜΜΕΤΡΟΣ ΛΟΓΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κοσμογονία 4ο, Το νερό


  ΤΟ ΝΕΡΟ   (πράξη 4η)
        Φύση αφέντρα ! Μήτρα εσύ και πλαστουργέ των άχραντων στοιχείων !
        Μεγαλουργέ παράδεισε !   Αδήλωτων ρυθμών, των θαυμαστών γεννήτρα !
        Κονίστρα γλυκοπότιστη,  απ' των αρχέγονων κορμιών καφτό δρωτάρι !
        Να δώστε τώρα προσοχή, πώς κύλησε της Φύσης πρωτοδάκρυο,
270. Σαν τ' ουρανού η θολωτή ασπίδα, η αυταπάτη, αρχίνισε να χύνει το νερό...
        Σ' εκείνο τον απόμακρο, της εξορίας πλανήτη:

        Μεσουρανίς αιωρούντανε, ο πυρωτός δισκοφονιάς,  ο ζωοδότης,
        Οι φλογερές του σαϊτιές, καρφώναν τους λιθίτες κι όλα τους λαρωμένα
        Στο έξω της βραχοσπηλιάς, ο Άντρας κουρνιστός την κεφαλή κρατούσε,
        Σε μιας παλάμης αγκαλιά...  Μάχονταν να τρυγήσει ψίχουλα...
        Από το νου συλλογισμούς,  σκέψεις και μνήμες θολωμένες...
        Ηλιόπικρες, ηλιόρωγες, λιομαζωχτές...  Ξερολιθιά του νου το πατητήρι...
        Στην ακοή του σήμαντρα ρημοναού σιγούσαν...  βωμοί απλανείς...
        Κουφάρια σκωληκόμβρωτα,  της έμπνευσης οι ποθητές εξάρσεις...
280. Εξόριστος στις σάρκας του τις τρεις θνητές διαστάσεις...
        Η τέταρτη θεοφωλιά ! Ταμπού της γνώσης νοηφόρο !
        Τ' ασήκωτο και τ' άπιαστο βαρύ φορτίο !  Ψυχοπηγή και ψυχομήτρα !
        Οι Κύριοι, της τέταρτης, της ψυχομάνας διάστασης τη γνώση,  εστερήσαν...
        Στων φοβερών Κυρίων τη βουλή, εράγισε του η μνήμη...
        Ρακοσυλλέκτης υπερτόνων...  Της σάρκας υπηρέτης ταπεινός...  Ο Άνθρωπος...
        Κι ως κάθουνταν, ανήμπορος του πνεύματος να ξεδιαλύνει το βουρκάρι,
        Των κυττάρων το λήθαργο, με σπίθα φλογερή να πυρπολήσει...
        Άξαφνα !   Στο κλείσε - άνοιξε, των δυο ματιών του των φτερουγιστών,
        Οι όψεις του οι δίδυμες θολώνουν !   Βουρκών' η μαύρη του ερημιά !
290. Στην ακριβή κασέλα του που κρύβονταν της όρασης οι θησαυροί,
        Στριμώχνεται και χειμμαροβροντά καφτό μαργαριτάρι δάκρυο...
        Στην ύστατή του, υπέροχη αιώρηση, αγωνία...
        Φαντάζει μεγαλόπρεπο, της αθρωπιάς το σκήπτρο,
        Πέφτει,  σωριάζεται στη γης,  θραύεται και σκορπίζει...
        Το δάκρυ τούτο,  άφθογγη κραυγή απόγνωσής του...
        Η ώρα  'κείνη σφράγισε,  τον πρωτανασεμό του χρόνου.
        Όπως με τη βουκέντρα του,  ο άγριος ταυραφέντης
        Το εβένινο γυαλιστερό,  κεντρίζει το πετσί, το χαρακώνει,
        Και στ' άνοιγμα της χαρακιάς αιμάτινο ρυάκι αναβλύζει,
300. Μουγκρίζει ο ταύρος, και το υνί μπήγει στης γης τη μήτρα...
        Αίμα...  Το χώμα γένεται παχύ κι ο θερισμός θα φέρει χαμογέλιο...
        Στάρι πρωτογεννήτικο,  άρτο ζωής,  πικρόχαρο σπαρμένο ανηφόρι...
        Έτσι το δάκρυ σπάζοντας,  της ξέρικης της μάνας κοίλο στέρνο,
        Χαράκωσε...   Το ξέσκισε βαθιά...  Σφηνώθηκε μες στην κοιλιά...
        Φιδοσουρίζει η πλαγιά !  Παίρνει το κατηφόρι !
        Θεριό θαρρείς, που αγκομαχά, να σκόσει τις μεμβράνες !
        Να τιναχτεί, να πεταχτεί, τη γης να κατακλύσει !
        Η χαρακιά ξεμάκρυνε, σε κεραυνού πορεία τρελαμένη !
        Κι   Άνθρωπος εθάμαζε,  αμίλητος επάνω απ' τη σπηλιά...
310. Κάτω, αντίκρυ σαν έφτασε,  στης αχνιστής πεδιάδας την αγκάλη,
        Ζωγράφισε το ασύλληπτο,  το κυκλογύρισμά του...
        Σπείρα ζωής, για θάνατου,  οι μαγικοί της οι κύκλοι...
       "Τώρα" !    Η λέξη μπήχτηκε στ' ανθρώπου τα μηλίγγια
        Κι ως έσφιγγε των κρόταφων τις αλγοφόρες άκρες
        Κι ως μια κραυγή ανημποριάς, το φράγμα των δοντιών να θραύσει,
        Το σπείραμ' ανυψώθηκε...   Αργής μεγαλωσύνης πιρουέττα...
        Χορευτικά  λικνίζοντας,  το μουσκεμένο το κορμί,  το δακρυγεννημένο,
        Υψώθηκε !  Ενώθηκε με τ' ουρανού την πλαστουργή  αγκάλη !
        Ένωση  θεία !    Εκείν' η ώρα ήτανε, των υπερμάχων Κύριων ο μυστικός
        ο δείπνος...
320. Εφτάφωτος ! Εφτάχρωμος !   Εφτά πορείες στ' άπειρο !  Εφτά υπερβασίες !
        Εφτά φορές βροντήσανε οι απόκοσμος φωνές !    Στην έβδομη εφάνη...
        Το υγρό, πρωτοφανέρωτο στη γης,  μαργαριτάρι !
        Η πρώτη,  βλόγησε του Άντρα το κεφάλι !
        Κατρακυλά η δεύτερη μες στων ματιών τα σπήλια !
        Η τρίτη εφυτεύθηκε στου θώρακα το εύρος...
        Κι ήρθανε κι άλλες...    Οι σταλαματιές, πρωτόδωρο  Κυρίων...
        Κι ορθάνοιξε η μάνα γης τον διψασμένο κόλπο,  ασήκωσε τα στήθια της
        Και ρούφηξε το υγρό στοιχειό, στου έρωτα το απύθμενο γιορτάσι...
        Νερό !  Σκέψεις υγρές ν' αργοκυλούν, δρωτάρι, του μυαλού το κόπι...
330. Όπως το σούρουπο γερνά, με μουλιασμένα μούσκουλα ξωμάχος,
        Απ' το αντιπάλεμα του νου,  με τα στεγνά λιθάρια τ' άγριου κάμπου,
        Κι αποζητάει της κυράς,  φαΐ και βλέμμα και κορμί,  λίγο να ξαποστάσει...
        Έτσι κι ο Άντρας - κυνηγός,  το υγρό καλούδι δέχεται όξ' απ' το μαύρο σπήλιο...
        Πήρε τ' απομεσήμερο,  εμάτωσε της δύσης το ατλάζινο σεντόνι τ' απαλό,
        Κι ολόθρο τον αγκάλιασε, με ανοιχτά, σε προσευκή τα χέρια....
        Στο φρύδι πάνω του βουνού,  τα πόδια σιδεροσφυριά, σφιχτά και γαντζωμένα,
        Να γεύεται αχόρταγα, ο ξαναγεννημένος...
        Κι η πεδιάδ' αντίκρυ του νεροπλημμύρα...  Ουσία !...

       Τον είχανε γι Αφέντη τους κι ήταν της γης ο Ρήγας ο μοναχογιός...
340. 'Πο δίπλα θηρία πιο πίσω τα ζούδια, και μπρος του η άδηλη μοίρα,
        Περήφανο βλέμμα, περήφανο βήμα, νερό να γυαλίζει στη φούχτα,
        Νερό μες στ' αυλάκια,  νερό στους χειμάρρους,  ποτάμια και λίμνες νερό,
        Νερό απ' ολούθε,  της δίψα το φίλτρο,  ο χτύπος καρδιάς οδηγήτρας,
        Νερό βλογημένο,  μιας κάθαρσης θείας το πρώτο και ύστερο πιόμα.
        Νερό να κυλάει μαζί με το αίμα,  λευκές απαλάμες, αγνές...
        Τα κύτταρα τη γης,  τα νεκρωμένα,  ρουφήξανε τη θεϊκιά τροφή,
        Χωρίστηκαν πυρήνες ζωοδότες κι αναδιπλώθηκαν οι μυστικές ζωές,
        Ξυπνήσανε οι μνήμες ζωηφόρες,  εκείνων των αρχέγονων παλμών...
        Στων ύπερων το κάλεσμα,  το λάγνο,  απόκριση οι στήμονες εδώσαν...
350. Ορθάνοιξαν οι μύριες πύλες της μητέρας...   Ποια έξαρση !   Τι ρίγος !
        Και βλάστησεν ο αχόρταστος,  ο τόπος εξορίας...
        Και ήταν εκείνος  Άρχοντας...  Ο Αφέντης...
        Σκυμμένος σε μιας λίμνης τον κρυστάλλινο, τον άσπαστο, κατρέφτη,
        Το αντρίκιο βλέμμα, τη ματιά του την αντρίκια, χαιρετίζει...
        Στης όψης τον κυματισμό,  φευγάτες μνήμες κυματίζουν...
        Λες και χορεύουν  'κει,  ομπρός,  κάποια νερά δροσάτα....
        Που μουρμουρίζανε στροφές,  τραγούδαγαν τραγούδια...
        Και  'κείνος να ευφραίνεται,  ν' ακούει,  να σκιρτάει...
        Πότ' ήτανε ;  Πότ'  έγινε ;  Γιατί σκοτάδ'  η μνήμη ;

        Στοχάει πέρα, μακριά... Τα γκρίζα μάτια του τη λίμνη αγκαλιάζουν.
        Αδόκητα κι αθέλητα,  ο φραγμός, στα δόντια μισανοίγει,
        Ως μισανοίγει ο νεοσσός,  για να γευτεί τ' αγέρα τ' αργοχάδι...
        Να κρώξει βούληση ζωής,  ν' απλώσει έφηβα φτερά τ' αψήλου...
        Κελαρυστά κάποια φωνή, την προσταγή του φθέγγει....
        Και όσοι αφουγκράζονται τη σκέψη του Αφέντη
        Που από τα χείλια του γλυστρά, πρωτάρης καταρράχτης:
        "Εχω νερό !....


"Από το βιβλίο "Η Λεζάντα της Ζωής"  μία έμμετρη καταγραφή της φαντασίας για την "Δημιουργία"  του Β. Ι. Βερνάρδου, το έργο δεν έχει εκδοθεί.  



  Scholeio.com 

Κοσμογονία 3ο, Μόνος



        ΜΟΝΟΣ  (πράξη 3η)

        Κρυμμένος στην ολόγυμνη σπηλιά από γρανίτη,
        Ολόγυρα του κόκκαλα λευκά, της πείνας ευωχίες να θυμίζουν,
        Αγρίμι - άρχοντας, ο πιο γερός ανάμεσο στ' αγρίμια,
        Τη μήτρα - σκέψη ακόνιζε, του Νου δυνάμωνε την ικανότη...
        Και χτίζει το συλλογισμό, τι θέλει, τι του αρμόζει,
        Κουράστηκε στο χόρτασμα της δίψας του με το αίμα...
        Νιώθει το χάδι παγωνιάς..  Τι να προσφέρει τ' αγριμιού, το ξερικό τομάρι...
        Τον ύπνο του ετράνταζαν, γυμνές, αλλόκοτες μορφές, ονειρογεννημένες...
        Πλάσματα με κορμί λευκό, μαλλιά μαυρομετάξινα, ριγμένα ως τα λαγόνια...

Κοσμογονία 2ο, Πριν




       ΠΡΙΝ ...   (πράξη 2η)

       Ζυμάρι άπλαστο, βαρύ, κι η ζύμη του ανύπαρχτη, αβάσταχτη κενότη...
40.  Χάος το λέγαν οι παλιοί, άβησσο κάποιοι άλλοι, για να του δώσουν ορμηνειά.
       Το εχρειάζουνταν μαθές οι μυαλωμένοι τότε, να λεν να τους πιστεύουνε
       Η απλοϊκή πλεμπάγια, νάχουνε να θαρρεύουνε μόνοι δεν ήταν τάχα...
       Μα...  πως από το τίποτα βουλήθηκε μια ιδέα,  που "νοητόνιο"  τη λεν
       Βουλήθηκε ξεκίνημα να δώσει στη μαυρίλα, να φτιάνει τόσα θαυμαστά...
       ...  Είναι άλλη ιστορία...  Και όρκο παίρνω να την πω σαν το θελήσ' ο χρόνος...
       Προς τώρα έχω να ειπώ, για όταν γαλαξίες σκορπίσανε αμέτρητοι,
       Γιόμισε το καλάθι... Κι ατέρμονες των αστεριών οι κύκλοι εχόρευαν
       Κι η αρμονία μαεστρικά κράταγε τη μπαγκέτα... Θεία κι ουράνια μουσική !
       Τ' αστέρια να τρυγάνε, να βράζει ο μούστος της ζωής, κάθ' άστρο και βαρέλι...

Κοσμογονία 1ο, Το κάλεσμα


      ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ    (πράξη 1η)

1.   Ξυπνώ.... Οσμίζομαι και γεύομαι, αγγίζω, ακούω, βλέπω....
      Πάλι και πάλι οι αίστησες από το γέρικο σκαρί μ' αρπάνε
      Με τραντάχνουνε ! Στο γράπωμα της καφτερής λαβίδας θα στενάξω.
      Θ' ανακορμίσει πάλι.  Να ! Ο σκιερός μου εαυτός, αφέντης, νομοδότης,
      Το αχθοφόρο μου σαρκί ζωντάνια θα το ντύσει, σαράντα ζώντες σ' ατσαλιού,
      Ως αφουγκράστηκε τους νιούς, τις νιές, τους ποταμίσιους δρόμους,
      Ως βρήκε τον η ανάσα τους στο γκριζωπό της γνώσης μεταύπνι,
      Είχ' αποκάμει ο αλύγιστος, ο συμμαζώχτης των καρπών, ταξιδευτής,
      Που ατλάζια νιάτα μάζωχνε, με τις σμαράγδινες λαλιές σιμά του.
      Φώτα του Νου ! Αδάμαστε, ανεμοσβουριχτές ανάσες των αλκίμων,
      Κείνης της ύστερης σποράς πούβγαζ' ακόμα τους ανθούς απ' τους κρατήρες...
12.  Κι εξύπνησα !  Κι είναι, θαρρώ, καιρός τις στάχτες ν' αναδέψω,
       Το βλέμμα μου, το φυσερό, 'πά σε καμένες θύμισες να καρφωθεί.
       Λεπίδι ατσάλινο, δαμασκηνό, του χρόνου τον κυκλοθυμό να κομματιάσει,
       Δούλος του, υποταχτικός στης βούλησης μου τη ροή για να γενεί εκείνος.
       Και ν' αρχινέψω το παλιό τρανό, να ξετυλίγω το ανάγλυφο κουβάρι,
       Κείνο που τυλιγότανε σαν σκάλιζαν τα θάματα της φύσης οι οδηγέτες.
       Μαζί μ' αυτούς ! Τους υφαντές του σήμερα, τις λαμπερές υφάντρες,
       Να μάθουνε.... Το πνέμα τους διαφεντευτής, κουμάντο, τιμονιέρης,
       Ανάμεσο στα ξέξασπρα, στον άνοα τον κόσμο μας που κείτονται κουφάρια...
       Ανόητοι και βλάστημοι...  Βλαστήμησαν του σύμπαντος το ατέρμονο μπουρίνι,
       Θαρρώντας πως της κοσμικής, της μήτρας είν' μοναχοπαίδια...
       Θερίζουν ζιζανοσπορές, μασούν ψωμιά μιας μουχλιασμένης γλώσσας...

24.  Ελάτ' εδώ, να σας ιδώ, να φωτιστούν τα πρόσωπα στις φλόγες
       Απίκο οι πέντε αίστησες κι οι άλλες ν' ακλουθάνε. Απίκο !
       Να διηγηθώ σας τον παλιό, τον σκουριασμένο θρύλο,
       Τραγούδι όξω από γραφές, στο μνημοσέντουκο του κόσμου φυλαγμένο,
       Μικρή, ακριβή κληρονομιά που γέροι, των λαών οι στυλοβάτες
       Τρεμουλιαστά τραγούδαγαν ρίχνοντας στ' άστρα προσευκές.
       Και τ' άστρα τους αιώριζαν... Κι ο νους τους χαρμόσυνης κούπα,
       Να πίνω εγώ το ρουφηχτό, της σκέψης μου ανάταση, χυμό...
       Για το νερό, τρεχούμενο στοιχειό, Φωτιά, τη ζωοδότρα μάνα...
       Για τη Γυναίκα την τρανή, που η σκέψη της πολύμορφη εικόνα...
       Λες και παλεύεις για να βρεις το έβγα χίλιων λαβυρίνθων
       Φωτιά ! Γυναίκα ! Και νερό ! Το τρίδωρο τ' ατίμητο του Άντρα πανωπροίκι.
       Σα βρέθηκ' ο αρσενικός, μοναχικός κοσμοφρουρός σ' εκείνο τον πλανήτη,
       Δώρα που κάποιοι στέρξανε να δώσουνε, να τάχει...
       Όταν, απόβλητος αυτός, καινούργια φύτρα έμπηξε σε 'κείνο τον πλανήτη...


"Από το βιβλίο "Η Λεζάντα της Ζωής"  μία έμμετρη καταγραφή της φαντασίας για την "Δημιουργία"  του Β. Ι. Βερνάρδου, το έργο δεν έχει εκδοθεί.  


  Scholeio.com