Ένα νέο έδαφος για τους γλωσσολόγους της Ελληνικής γλώσσας
Μαρτυρία
Σ' ένα από τα ταξίδια μου Ιράν, συνάντησα κάποιον που ακούγοντας ότι ήμουν Έλληνας, άρχισε να μου διηγείται την ακόλουθη συναρπαστική ιστορία:
Στο Ιράν, στα βουνά κοντά στη Περσέπολη, υπάρχει ένα χωριό αποκαλούμενο Σάροο (Σάρον), όπου οι άνθρωποι μιλούν Ελληνικά μέχρι σήμερα.
Ό ίδιος, όπως μου εκμυστηρεύτηκε, είχε επισκεφτεί το χωριό.... Ο ίδιος άκουσε τους ανθρώπους εκεί να μιλάνε την Ελληνική γλώσσα.
Η ιστορική εξήγηση, όπως μου είπε, που δίνει για το πρώτο πληθυσμό του χωριού, είναι ότι δημιουργήθηκε από ανθρώπους του Αλέξανδρου.
Ο Έλληνας στρατηλάτης, αφού επέστρεψε από τις Ινδίες, και αφού έκαψε την Περσέπολη, μερικοί από τους στρατιώτες του παρέμειναν πίσω και δημιούργησαν εκεί μιά αποικία ονόματι Σάρον. Αυτή η αποικία είναι σήμερα το χωριό Σάροο.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η λέξη σάρον είναι αρχαία Ελληνική λέξη που σημαίνει σκούπα. Η λέξη σαρκά είναι παράγωγο της λέξης σάρον και χρησιμοποιείται στην Κύπρο μέχρι σημέρα και σημαίνει σκούπα. Το δε ρήμα ‘‘σαρώ’’ στη Κυπριακή διάλεκτο σημαίνει ‘‘σκουπίζω’’. Δεν είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ το χωριό ο ίδιος, αλλά εάν αυτά που λέει ο φίλος μου στο Ιράν είναι αλήθεια, τότε αυτό θα ήταν ένα νέο έδαφος για τους γλωσσολόγους της Ελληνικής γλώσσας που ανακαλύπτεται, και ένας καινούριος τόπος για μακρινούς χαμένους Έλληνες να βρεθούν.
___________________________________
Ocena
Μέσα σε έναν παράδεισο, γεμάτο με πεύκα, έλατα και διάφορα είδη δέντρων, που χαρίζουν μια ανέκφραστη ομορφιά.
Εκεί κοντά στις κορυφές των βουνών, με τ' αναρίθμητα πηγάδια και λιβάδια, που βγάζουν ολοκάθαρα, κρυστάλλινα νερά.
Στην Οτσενα, κοντά στην Τραπεζούντα, ένας πανάρχαιος πολιτισμός ψυχορραγεί και μια γλώσσα αργοσβήνει. Η Οτσενα είναι ένα χωριό που βρίσκεται στον σημερινό Πόντο, στα σύνορα και στα ορεινά της Τραπεζούντας. Μέσα σε πεύκα, έλατα και διάφορα είδη δέντρων, σε μια απαράμιλλη ομορφιά... που λες δεν υπάρχει άλλη.
Στις κορυφές των βουνών, που μαζεύουν τα ολοκάθαρα κρυστάλλινα νερά τους σε πηγάδια και ποτίζουν ακόμα και λιβάδια μ' αυτά. Οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού μάλλον ήταν φυγάδες, οι οποίοι έφυγαν από την καταπίεση των Οθωμανών και αφέθηκαν στην αγκαλιά του πυκνού δάσους.
Είναι άγνωστο πόσον καιρό πήρε στους Οτσενίτες να χτίσουν τα πρώτα τους κανονικά σπίτια για να μπουν μέσα και να ζήσουν σαν άνθρωποι.
Φαίνεται όμως πως μόλις τα χτίσανε, οι Οθωμανοί τούς ανακάλυψαν κα τους κατέγραψαν. Σύμφωνα με τα στοιχεία των Οθωμανών (Tahrir defterleri, 1583), όλοι κ' όλοι πέντε οικογένειες ήτανε. Αυτές αποτελούσαν τους πρώτους κάτοικους του χωριού. Εκείνη τη χρονιά αφαιρέθηκε η ελεύθερή τους υπηκοότητα των βουνών, και έτσι περάσανε στη λίστα των χαρατσιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στα επόμενα χρόνια ήρθαν και εγκαταστάθηκαν και άλλοι στο χωριό. Έτσι, οι πρώτοι Οτσενίτες απόκτησαν γείτονες. Η μοναξιά τους εκεί επάνω στα βουνά είχε τελειώσει. Μέσα σε τριάντα χρόνια, από το 1583 έως το 1613, οι κάτοικοι του χωριού αυξήθηκαν στις πενήντα τέσσερις οικογένειες, από τους οποίους οι τέσσερις δήλωσαν πως ήταν μουσουλμάνοι.
Όπως μας πληροφορεί ο Γ. Κανδηλάπτης στο βιβλίο του «Τα Φιτίανα», όλοι οι κάτοικοι της περιοχής του Οφη, όπου ανήκει και η Οτσενα, εξισλαμίστηκαν με απόφαση του Δεσπότη της περιοχής. Κανένας δεν ξέρει εάν τους κάλεσαν για να μαζευτούν σε μια περιοχή ή αν πήγαν κάποιοι σπίτι σπίτι και τους ανακοίνωσαν την πικρή απόφαση. Όλοι αυτοί που φτάσανε στη Οτσενα από διάφορες περιοχές, φέρανε και τα δικά τους ιδιώματα.
Μερικοί χρησιμοποιούσαν τα ουσιαστικά με την κατάληξη (ν), όπως «παιδίν», «σκαμνίν», «ράχην», «πόρταν» «δέντρον», «απίδιν», «καλάθιν» κ.λπ. και μερικοί τις χρησιμοποιούσανε κανονικά, όπως «παιδί», «σκαμνί», «ράχη», «πόρτα» «δέντρο», «απίδι», «καλάθι» κ.λπ.
Αλλοι λένε τα εξοχικά βουνά «σταλίαν» που διαμορφώθηκε από τη λέξη «στάβλοι» και άλλοι «παρχάρε» η οποία λέξη διαμορφώθηκε από τις λέξεις «παρά+χωριό».
Κάποιοι τα χόρτα τα ονομάζουν «χολχόνε», από τις λέξεις χλόος+χλόη και κάποιοι «χορτάρε», από το χορτάρια. «Νίκαγε» ο ένας «έτρεπε» ο άλλος. Και το «εχτές» υπήρξε σαν λέξη και το «οψέ» σαν αντίστοιχο.
Ποικιλία και πλούτος της γλώσσας, μέσα σε ένα χωριό το οποίο δεν είχε και πολλή επαφή με τα παραλιακά αστικά κέντρα. Από έναν πληθυσμό, συγγενή με όλους τους Πόντιους. Γι' αυτό και η Οτσενα αποτελεί ένα παράδειγμα μικρού Πόντου, ένα παράδειγμα της Ανατολής.
Οι διαφορές αυτές ποτέ δεν έχουν συνειδητοποιηθεί μέσα στο χωριό. Ποτέ δεν αισθάνθηκε κανείς ξένος. Όλοι ήρθαν από έξω και όλοι είχαν την ίδια μοίρα. Το σημαντικότερο ήταν ότι όλοι μιλούσαν την ίδια γλώσσα, τα ρωμαιϊκά, δηλαδή Ποντιακά.
Το χωριό αδειάζει.
Σήμερα λοιπόν αυτό το χωριό αδειάζει. Σβήνει τούτο το αστέρι. Φεύγουν οι άνθρωποι από την Οτσενα. Ζήτημα να έχει μείνει εκεί το ένα τέταρτο του πληθυσμού. Ειδικά στην Κάτω Οτσενα, από τα περίπου 630 σπίτια, μόνο τα 200 δίνουν σημάδι ζωής, ανάβει το φως και καπνίζει το τζάκι τους. Και αυτοί έτοιμοι να φύγουν, από ένα μικρό χωριό που κουβαλάει στην πλάτη του τα ερείπια ενός πολιτισμού χιλιάδων χρόνων, μιας ολόκληρης ιστορίας. Φεύγοντας ο καθένας, παίρνει και μαζί του ό,τι παραπάνω και διαφορετικό έχει, μαζεύοντας από πίσω του όλα του τα ίχνη, εξαφανίζοντας τα πανάρχαια πολιτισμικά του ερείπια.
Με τον κάθε θυμωμένο φυγά, με τον κάθε απελπισμένο μετανάστη που φεύγει από τον τόπο, μια φλέβα ακόμη νεκρώνεται και αργοπεθαίνει τόσο φρικτά ένας πολιτισμός, αφήνοντας πίσω την άγνοια, αμορφωσιά και την απανθρωπιά. Ακόμη και ο θάνατος ενός ανθρώπου αδυνατίζει μια πανάρχαια γλώσσα, καθώς μαζί του πεθαίνουν όλες οι παραπάνω λέξεις, που μπόρεσαν να σωθούν στη μνήμη του, από τη λεηλασία του καπιταλισμού, από το ανελέητο χτύπημα των μέσων μαζικής ενημέρωσης, από την αδιαφορία, την ξενολατρία και την προδοσία.
Κρυφοκλαίει, στεγνοδακρύζει η Οτσενα, κραυγάζει τόσο ώστε η αύδη (φωνή) της ξεπερνάει τα σύνορα της ακοής μας.
Ίσως και γι' αυτό δεν ακούει κανείς. Εξαφανίζεται ένα πανάρχαιο ιδίωμα της ελληνικής γλώσσας, μπροστά στα μάτια ενός κόσμου που λέει ότι είναι πολιτισμένος. Διότι στις μεγάλες πόλεις, κανείς δεν θα μπορέσει να μιλήσει τη μητρική του γλώσσα, όσο και να τρελαίνεται να την ακούσει. Όσο και να κάθεται μόνος, μοιρολογώντας από τη νοσταλγία του να την ψιθυρίσει.
Ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι στην Τουρκία.
Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα φαινόμενα στη σύγχρονη Τουρκία, αποτελεί αυτό της ύπαρξης μουσουλμανικών ελληνόφωνων ομάδων. Η παραδοσιακή ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, η αυταρχική εσωτερική δομή της Τουρκίας, η εξέγερση των Κούρδων, μαζί με την επιβίωση των στερεοτύπων για τη διαμόρφωση των νεότερων εθνών στην περιοχή μας, εμπόδισε τη μελέτη του φαινομένου αυτού.
Η μετάβαση ελληνόφωνων ομάδων από το χριστιανικό θρησκευτικό σύστημα στο ισλαμικό κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης, αποτελεί μέχρι σήμερα ένα θέμα άγνωστο για τη νεοελληνική επιστήμη.
Σήμερα υπάρχουν τέσσερις ελληνόφωνες ομάδες στην Τουρκία: κρητική, ποντιακή, μακεδονική και κυπριακή. Κάθε μια απ’ αυτές έχει εξαιρετικό ιστορικό ενδιαφέρον. Η έκφραση των ομάδων αυτών είναι γεγονός ιδιαίτερης σημασίας, εφόσον αναδεικύει μια άγνωστη πλευρά της σύγχρονης τουρκικής κοινωνίας που ολοένα γίνεται και περισσότερο σημαντική.
Η δημόσια εμφάνιση των ομάδων αυτών δεν αφορά μόνο την τουρκική κοινωνία, η οποία συνειδητοποιεί αργά τον πολυεθνοτικό της χαρακτήρα, καθώς και τους εθνογενετικούς της μύθους. Αφορά παράλληλα και την ελληνική, γιατί της αποκαλύπτει τον τρόπο συγκρότησης των σύγχρονων εθνικών κρατών στην περιοχή μας και το αδιέξοδο των ενδιάμεσων ομάδων -γέννημα της ιστορίας- οι οποίες υποχρεώθηκαν να ενταχθούν στο κράτος που είχε ιδεολογικό υπόβαθρο, το δικό τους θρησκευτικό δόγμα.
_________________________________
Βλασης Αγτζιδης, ιστορικός
Scholeio.com