Σόλωνος Λόγος, Σε νεοελληνική απόδοση


Σόλων,  Αποσπάσματα από ελεγείες και ποιήματα


Όταν έχεις υψώσει κάποιον πάνω από το μέτρο, 
εύκολα δεν τον κατεβάζεις μετά. 

Πλουτίζουν τιποτένιοι και στερούνται οι διαλεχτοί,
αλλά εμείς δεν την αλλάζουμε την αρετή με πλούτο.

Η αρετή αιώνια ζει,   τα πλούτη όμως ξεγλιστρούν 
και αλλάζουν χέρια ολοένα.  ___ Σόλων



Η πόλη η δική μας ποτέ δεν πρόκειται να χαθεί, όσο εξαρτάται από του Δία τις αποφάσεις και από τις διαθέσεις των μακάριων θεών. Γιατί ένας τέτοιος προστάτης-φύλακας, η Παλλάς Αθηνά, μεγαλόπνοη κόρη παντοδύναμου πατέρα, κρατά τα χέρια πάνωθέ της.

Είναι, αντίθετα, των αστών των ίδιων η βούληση που καταστρέφει μια μεγάλη πόλη, η έλλειψη σύνεσης και η υποδούλωσή τους στο χρήμα· το ίδιο χωρίς αρχές είναι και του δήμου οι ηγέτες, που από τη μεγάλη αλαζονεία τους πολλά μέλλει να τραβήξουν: γιατί είναι ανίκανοι να συγκρατήσουν την υπερβολή και να απολαύσουν ένα γιορταστικό συμπόσιο με την πρέπουσα τάξη και πνευματική ησυχία.

Μαζεύουν πλούτη ενδίδοντας στην αδικία και, μη φειδόμενοι των περιουσιών, ούτε των ιερών ούτε του δημοσίου, κλέβουν προκλητικά από παντού, και ούτε στης Δικαιοσύνης τα σεβάσμια θεμέλια δεν αποδίδουν τον προσήκοντα σεβασμό, της Δικαιοσύνης που κρατά σφιγμένο το στόμα της, έχει όμως πλήρη συνείδηση όσων γίνονται και όσων έγιναν, και κάποια στιγμή μέσα στον χρόνο καταφθάνει για να επιβάλει ποινές.

Η κατάσταση αυτή καταντά πληγή αναπόφευκτη για όλη την πόλη, η οποία γρήγορα οδηγείται στη χειρότερη δουλεία·αυτή ξεσηκώνει τη στάση και τον εμφύλιο σπαραγμό από τον ύπνο του, αυτόν που ευθύνεται για την απώλεια τόσων ψυχών στο άνθος της ηλικίας τους.
Σύντομα η αγαπημένη πόλη καταλύεται από τα χέρια των εχθρών και πνίγεται στις συνωμοσίες που χαροποιούν τους άδικους.

Αυτές οι συμφορές που βρίσκουν τον λαό αναγκάζουν πολλούς φτωχούς να ξενητευτούν,
κι άλλους, ατιμωτικά σιδηροδέσμιους, να πουληθούν δούλοι.

[...]
Έτσι η δημόσια συμφορά φτάνει ως του κάθε πολίτη την πόρτα· οι πύλες κι οι αυλόγυροι δεν θέλουν πια να την κρατήσουν έξω·τότε εκείνη, πηδώντας τον ψηλό φράχτη, καταδιώκει τον ένοχο και τον πετυχαίνει, κι ας σπεύδει να κρυφτεί στις μύχιες γωνιές του θαλάμου του.

Αυτό είναι το μάθημα που επιθυμώ να διδάξω στους Αθηναίους: ότι άπειρα είναι τα κακά που γεννά η Δυσνομία, ενώ η Ευνομία αποκαθιστά τη γενική τάξη και αρμονία, και τελικά περνάει τις αλυσίδες στον άδικο·ό,τι είναι τραχύ το λειαίνει, παύει τις υπερβολές, αποδυναμώνει την ύβρη, και μαραίνει πάνω στην ακμή τους της αμαρτίας τ᾽ άνθη·τις στρεβλές κρίσεις τις ευθύνει· την υπερηφάνεια την κατευνάζει· διαλύει κάθε μορφή διχοστασίας·θέτει τέρμα στον χόλο της οξύθυμης έριδας· χάρη σ᾽ αυτήν τα ανθρώπινα αποκτούν το δικό τους μέτρο και ξαναβρίσκουν τη σοφία τους.
___________________________________________
Μετ. Ι.Ν. Καζάζης

[...]

Από ένα σύννεφο πέφτει με ορμή και χαλάζι και χιόνι,
απ᾽ αστραψιά λαμπερή ξάφνω ξεσπά μια βροντή·
έτσι χαλιέται απ᾽ ανθρώπους τρανούς ένα κράτος, και πέφτει
απ᾽ αμυαλιά του ο λαός σ᾽ ενός μονάρχη σκλαβιά·
όταν πολύ θα υψωθεί, δεν είν᾽ εύκολο πια να τον ρίξεις·
πρέπει απ᾽ την πρώτη στιγμή να ᾽χουμε σε όλα το νου.

Από δική σας δειλία κι αμυαλιά σάς χτυπούν οι φουρτούνες·
όχι μομφές στους θεούς· δεν είναι φταίχτες· εσείς
οι ίδιοι αρματώσατε τούτους εδώ και τρανέψανε τόσο·
έτσι, απ᾽ αυτά, στην πικρή πέσατε τώρα σκλαβιά·
ίδια αλεπού πονηρά περπατάει ο καθένας σας χώρια,
μα όλοι σαν πάτε μαζί, τότε σας πιάνει αμυαλιά·
οι γαλιφιές σάς πλανεύουν και δίνετε πίστη στα λόγια,
όμως καμιά προσοχή στα έργα δε δίνετ᾽ εσείς.
_______________________________
μτφ. Θρ. Σταύρου


[...]

Το ξέρω, κι έχει θρονιαστεί στα σωθικά μου ο πόνος,
να βλέπω τη χιλιόχρονη τη γη της Ιωνίας
στο ρημαγμό.

[...]

Καταπραΰνετε κι εσείς τον πόθο τον αψύ σας,
εσείς που απ᾽ τα πολλά αγαθά παραχορτάσατε.
Φανείτε βολικότεροι, μας δε θ᾽ αλλάξ᾽ η γνώμη,
μα ουδέ θα βγούνε σε καλό κι όλα για λόγου σας.

[...]

Πλουτίζουν τιποτένιοι και στερούνται οι διαλεχτοί,
αλλά εμείς δεν την αλλάζουμε την αρετή με πλούτο.
Η αρετή αιώνια ζει,   τα πλούτη όμως ξεγλιστρούν 
και αλλάζουν χέρια ολοένα.

[...]

Θνητός ευτυχισμένος δεν υπάρχει·
όλοι είναι δύστυχοι, όσους βλέπει ο ήλιος.

[...]

Της σύνεσης το μέτρο δύσκολα το πιάνει ο νους,
αυτή όμως όλα τα φτάνει στο τέλος.
Γηράζω πολλά ολοένα μαθαίνοντας.

[...]

Και στο λαό προνόμια έδωσα όσα πρέπει·
ούτε δίκαια του στέρησα ούτε χάρη του ᾽κανα.
Και όσοι αξιώματα είχαν και πλούτη άφθονα
θέσπισα να μη μπορούν άδικα να κερδίζουν
και στάθηκα ανάμεσα
σαν να ᾽μουνα ασπίδα τους.
Κανέναν τους δεν άφησα άδικα να νικάει.

[...]

Και πίνουν και τρων ψωμί σουσαμόπηκτο
βουτηγμένο στο μέλι,
και οι άλλοι κριθάρι με λίγες φακές.
Απ᾽ τους πρώτους δεν λείπει μοσχομύριστο
τίποτα
και όσα η γη η καρπερή αναδύει όλα τα έχουν.
_______________________
Μετ. Κ. Τοπούζης


[...]

Όσο χρειαζόταν του λαού ξεχώρισα μερίδιο,
χωρίς από το δίκιο του να βγάλω ή ν᾽ αβγατίσω·
κι εκείνοι που ᾽χαν δύναμη κι ακούονταν με το χρήμα,
τίποτε ανάρμοστο κι αυτοί κοίταξα να μην πάθουν.
Στη μέση στάθηκα, ισχυρή προβάλλοντας ασπίδα,
κι ούτ᾽ άφησα άδικα απ᾽ τους δυο κανένας να νικήσει.

Κι άλλοι πλακώσαν γι᾽ άρπαγμα με αμέτρητες ελπίδες
κι απάντεχε ο καθένας τους πλούτο μεγάλο νά ᾽βρει
κι ο γλυκομίλητος εγώ βουλή σκληρή να δείξω.
Του κάκου τότε λόγιασαν και σήμερα οργισμένοι
μαζί μου με στραβοκοιτάν όλοι σα να ᾽μαι οχτρός τους.
Μα ό,τι είπα εγώ το τέλεψα με τους θεούς βοηθούς μου,
μήτε ασυλλόγιστα έπραξα τ᾽ άλλα, ούτε με το ζόρι
θέλω να κάνω τίποτε, μήτε απ᾽ την πλούσια γη μας
το ίδιο μεράδι σε καλούς και σε ζαβούς να δώκω.

[...]

Εγώ για κείνα που ᾽κανα λαομάζωξη,
σαν ποιο τους πριν να το πετύχω ανάσανα;
Τούτα μπορεί στο δικαστήριο των καιρών
η μάνα των θεών του Ολύμπου η σεβαστή
να τα βεβαιώσει, η Γης η ολόμαυρη, που εγώ
πλήθος τής έβγαλα σημάδια εγώ μπηχτά·
σκλάβα ήταν πριν και τώρα λευτερώθηκε.
Και στην Αθήνα πίσω, τη θεόχτιστη
πατρίδα, έφερα τόσους που ᾽χαν πουληθεί,
ποιος άδικα, ποιος δίκια, ή εξορίστηκαν
από σκληρήν ανάγκη και την αττική
την ξέχασαν τη γλώσσα οι πολυπλάνητοι·
κι όσους εδώ υπομέναν άτιμη σκλαβιά,
του αφεντικού τους τρέμοντας το φέρσιμο,
τους λύτρωσα. Και με τη δύναμη όλ᾽ αυτά
του νόμου τα ᾽πραξα, —ως το τέλος, όπως το έταξα—,
με δικαιοσύνη αντάμα κι εξαναγκασμό.

Και νόμους ίδιους γι᾽ αγαθούς και για κακούς,
κρίση σωστή για τον καθένα ορίζοντας,
σύνταξα. Αν άλλος είχε πάρει σαν εμέ
βουκέντρα, ένας κακότροπος κι αχόρταγος,
δε θα τον βάσταε το λαό· τι αν δεχόμουν
όσα ήταν τότε στους πολέμιους του αρεστά
ή κι όσα ακόμη οι αντίπαλοί τους λόγιαζαν,
θα θρήναε τούτ᾽ η πόλη άντρες πολλούς.

Γι᾽ αυτό δείχνοντας όλη την αξιάδα μου,
γυρνούσα ολούθε, λύκος μες στο σκυλολόι.

[...]

Ξέσκεπα αν πρέπει να μιλήσω του λαού,
τα όσα έχουν τώρα, με τα μάτια τους ποτέ
δεν τά ειδαν, ούτε και στον ύπνο.
Μα κι οι τρανοί, που τον περνούν στη δύναμη,
να με παινέσουν έπρεπε και φίλοι μου
να γίνουν.

(Διότι, αν είχε επιτύχει, λέγει, ένας άλλος αυτό το αξίωμα,)
Δε θα τον βάσταε το λαό ούτε θα σταμάταγε
πριν δέρνοντας το γάλα πάρει τον αφρό του.
Μα εγώ, καθώς ανάμεσα σε δυο στρατέματα,
στάθηκα στύλος. 

Τότε ο λαός ακολουθάει πιστά τους αρχηγούς του,
μήτε αν του αφήνουν τα λουριά μήτε αν τα παρασφίξουν.
Αυθάδεια η χόρταση γεννά, πολλά σαν πέσουν πλούτη
σ᾽ ανθρώπους που δεν έχουνε το νου τους μετρημένο.
_____________________________________
Μετ. Γ. Κοτζιούλας


[...]

Απ᾽ τη νεφέλη ξεπηδά δυνατό το χιόνι και το χαλάζι, 
και η βροντή απ᾽ τη λαμπρή γίνεται αστραπή·

έτσι κι από τους μεγάλους άνδρες πηγάζει 
ο θάνατος της πόλης: με τη λειψή του γνώση, 
πέφτει ο δήμος στη δουλοσύνη του δικτάτορα.

Όταν έχεις υψώσει κάποιον πάνω από το μέτρο, 
εύκολα δεν τον κατεβάζεις μετά. 
Όσο είναι καιρός —τώρα!— πρέπει 
να ακολουθήσετε τη σοφή αυτή συμβουλή.

[...]

Της Μνημοσύνης και του Διός παιδιά χαριτωμένα,
Πιερίδες Μούσες, προσευχήν ακούστε σιγαλή.
Πλούτη από λόγου των θεών γιά δώστε μου κι εμένα
και από τον κόσμο υπόληψη χαρίστε μου καλή·
γλυκύς στους φίλους να ᾽μ᾽ εγώ, πικρός στους αντιπάλους, 5
σ᾽ εκείνους να ᾽μαι σεβαστός και σ᾽ τούτους τρομερός·
χρήματα να ᾽χω ορέγομαι, αμή ν᾽ αρπάζω απ᾽ άλλους
δεν θέλω· γιατί πληρωμής θά ᾽ρθ᾽ ύστερα καιρός.

Το βιος, που χάρισ᾽ ο θεός στον άνθρωπο, απομένει
πάντα σιδεροκέφαλο και βάση έχει γιερή· 10
μα κείνο, που ξεδιάντροπα το κυνηγούν, πηγαίνει
του κάκου, και σαν να τραβούν τα κρίματα, βαρεί
και δεν προκόβει· γρήγορα οργή τ᾽ ανακατώνει·
προβάλλει πρώτα σαν μικρή μια σπίθα, κατιτί,
π᾽ αρχίζει πρώτ᾽ ασήμαντη και θλιβερά τελειώνει, 15
γιατί τ᾽ αδικομάζωτο το κέρδος δεν κρατεί.

Όλων το τέλος ο θεός θωρεί το· και όπως παίρνει
άνεμος ξάφνου και σκορπά και σύννεφα πολλά
και το βυθό της θάλασσας σε κύμματ᾽ αναγέρνει
και απάνω στην γην εσοδειά πανέμορφη χαλά 20
και φθάνει και ως τον ουρανό, το θεϊκό παλάτι
κι άλλοτε πάλι αφήνει μας να δούμε ξαστεριά
και ξαναλάμπ᾽ ηλιοχαρά σ᾽ όλα της γης τα πλάτη
και δεν θωρείς πια καταχνιάν από καμιά μεριά,
παρόμοια ᾽ναι κι η πληρωμή του Διός, που δεν χολώνει 25
για κάθε μας κριμάτισμα, σαν άνθρωπος θνητός,
αμή για πάντα πονηρός κανείς δεν του γλιτώνει
και χωρίς άλλο φαίνεται στο τέλος τι ᾽ν᾽ αυτός·
άλλος πληρώνει γρήγορα και άλλος αργά· και αν πάλι
φύγουν αυτοί και των θεών δεν φθάσει οργή καμιά, 30
άφθαστα θά ᾽ρθει άλλη φορά· χωρίς αιτίαν άλλη
θενά πληρώσουν τα παιδιά ή πίσω όλη γενιά.
Οι άνθρωποι, καλοί κακοί, τον ίδιο νου κρατούμε·
καθείς δένει για σίγουρον ό,τι έχει στα μυαλά,
πριν πάθομε· τότ᾽ έκαστος τα κλάματ᾽ αρχινούμε35
μόν᾽ ως τα τότε χάσκομε σ᾽ ονείρατα τρελά.
Όποιος, ας πούμε, βαρετές αρρώστιες έχει πάρει
όλο και συλλογίζεται πού υγειά θα ξαναβρεί
άλλος που ᾽ναι δειλόψυχος, πώς θά βγει παλικάρι
και όποιος γεννήθηκε άσχημος θα ᾽ναι κομψός θαρρεί 40
και άλλος αν είν᾽ απένταρος, και τον παιδεύει η φτώχια,
πώς θ᾽ αποκτήσει χρήματα δοκέται αυτός πολλά,
και τρέχει πια άλλος άλλοσε, κι αν πνέουν ανεμοβρόχια,
με τα καράβια, για να βρει για σπίτι του ψιλά,
και αν άνεμοι φυσομανούν, πελάγη ταξιδεύει 45
χωρίς να λυπηθεί ποσώς την δόλια του ψυχή.
Άλλος γη κόβει σύδενδρη και ολόχρονα δουλεύει
απ᾽ όσους με ζαβάλετρα παιδεύονται οι φτωχοί·
άλλος του Ηφαίστου το σφυρί, της Αθηνάς βελόνα
μαθαίνει τα, κι από χερός κερδίζει το ψωμί·
άλλον τον εδασκάλεψαν οι Μούσες του Ελικώνα,
κι έμαθε ωραία γράμματα κι έχει άμετρη τιμή·
σ᾽ άλλον ο Φοίβος έδωσε της μαντικής τα δώρα
και ξεύρει τούτος καθενός τι θά ᾽ρθει από μακρά
(άμα το θέλουν κι οι θεοί· γιατί την κακήν ώρα 55
ούτ᾽ οιωνοί μποδίζουν την, να πεις, ούτ᾽ ιερά)
και σύντεχνοι του Ασκληπιού άλλ᾽ είναι παινεμένοι
γιατροί· και ωστόσο θαύματα δεν κάνουν ουδ᾽ αυτοί·
από μικρό κάπου σπυρί μεγάλος πόνος βγαίνει
και δεν μπορεί με βότανα γλυκά να γιατρευτεί· 60
και πάλιν άλλον, που κακές αρρώστιες πολλές σέρνει,
μ᾽ ένα του ᾽γγίξιμο ο γιατρός καλά τον κάνει ευθύς.

Τί θες; η μοίρα το κακό και το καλό μάς φέρνει
και τα κανίσκια των θεών δεν έχει ν᾽ αρνηθείς.
Κάθ᾽ έργον έχει κίνδυνο· κανείς να ιδεί δεν φθάνει 65
πώς θα τελειώσει άμ᾽ αρχινά δουλειά ποτέ καμιά.
Ένας που όλα ζυγιάζει-τα καλά, κάτι ξεχάνει
και σε μεγάλην έπεσε και χαλεπή ζημιά·
και πάλι ο θεός μια συντυχιά τυχερή δίδει τούτου,
που ποτέ δεν καλομετρά, και σάζεται ο μωρός. 70

Το τέλος δεν είναι γνωστό στον άνθρωπο του πλούτου
κι όσοι τώρά ᾽χουν από μας το πιο μεγάλο βιος
αυτοί γυρεύουν τα διπλά· ποιος όλους θα χορτάσει;
αλήθεια κέρδη στους θνητούς ο Ύψιστος σκορπά
μόν᾽ απ᾽ αυτά αναφαίνεται οργή, που καθώς φθάσει 75
για να πληρώσει, πότ᾽
____________________________________
Μετ. Ι.Ν. Καζάζης


[...]


Τη γη την πατρική μου αν πόνεσα,
στην τυραννία, τη βία την άσπλαχνη, αν δεν άπλωσα
το χέρι — μόλυσμα και ντρόπιασμα στη δόξα μου,
δεν μετανιώνω· έτσι, το ελπίζω, θα επιπλεύσω
στους ανθρώπους.

[...]

Όταν κατηγορήθηκε μ' αυτά τα λόγια:
«Ο Σόλων άντρας τολμηρός, με νου δεν είναι·
του ᾽δωκε η τύχη τα καλά, τ᾽ απόδιωξε,
ψάρεψε λεία, δεν αποτράβηξε το δίχτυ,
θαμπώθηκε ο λιγόψυχος, λιγόμυαλος».

ο Σόλων απάντησε:
Τι θέλαν, Θεέ μου; Να εξουσιάσω, να σωρέψω πλούτη,
μια μέρα τύραννος ν᾽ ανέβω στην Αθήνα
κι ασκός μετά να συντριφτώ, η γενιά μου θρύψαλα;
____________________________________
Μτφ. Γ. Δάλλας




* Σόλων (639 – 559 π.Χ.) Σημαντικός Αθηναίος νομοθέτης, φιλόσοφος, ποιητής και ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας. 
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Πατέρας του, ο Εξεκεστίδης ιδιαίτερα φρόντισε για την εκπαίδευση και ανατροφή του γιού του.

Η γενιά του Σόλωνος ήταν αρχοντική άλλα η οικογένειά του δεν ήταν πλούσια. Έτσι ο Σόλων αναγκάστηκε να ακολουθήσει τον πατέρα του στο επάγγελμα του εμπόρου.


Στα νεανικά του χρόνια ο Σόλων έγραφε ερωτικά ποιήματα, στα οποία εξυμνούσε τις χαρές της ζωής και την ακολασία στον έρωτα. Μετά όμως οι στίχοι του ξέφυγαν από το περιεχόμενό αυτό και υπηρέτησαν τις πολιτικές του επιδιώξεις. Κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο η ποιητική παραγωγή του Σόλωνος ανερχόταν σε 4.000 στίχους, εκ των οποίων έχουν διασωθεί γύρω στους 300.

Ο Σόλων υπήρξε και ελεγειακός ποιητής. Έγραψε ελεγεία με τίτλο «Σαλαμίς», στην οποία προτρέπει τους Αθηναίους να ανακτήσουν το αγαπημένο τους νησί.  Άλλες ακόμα ελεγείες με πολιτικό περιεχόμενο και ηθικό υπόβαθρο και κάνοντας
 όπλο ακριβώς αυτή τη ποίηση, ο Σόλων, έκανε την πρώτη του «εκστρατεία» εναντίον της πολιτικής ηττοπάθειας των συμπατριωτών του. Μετά τις άκαρπες προσπάθειες να ανακτήσουν τη Σαλαμίνα από τους Μεγαρείς, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να ξεχάσουν το πρόβλημα και μάλιστα ψήφισαν νόμο με τον οποίον καταδικαζόταν σε θάνατο όποιος αναφερόταν στη Σαλαμίνα.

Μην αντέχοντας αυτόν τον παραλογισμό ο Σόλων πήγε μια ημέρα στην Αγορά και, υποκρινόμενος τον τρελό, άρχισε να απαγγέλλει ένα ποίημά του στο οποίο είχε δώσει τον τίτλο Σαλαμίς. Με τους στίχους του ο «τρελός» ποιητής υπενθύμιζε στους Αθηναίους ότι η Σαλαμίνα ήταν δική τους και ότι θα έπρεπε να την ξαναπάρουν από τους Μεγαρείς. 
Ο Θρ. Σταύρου μας μεταφράζει από το αρχαίο κείμενο:

[...]

Απ᾽ τη μυριάκριβη εγώ Σαλαμίνα για κήρυκας ήρθα·
δε βγάζω λόγο· στρωτό τώρα τραγούδι θα πω.

Κάλλιο ν᾽ αλλάξω πατρίδα και, αντίς Αθηναίος, Σικινίτης
ή Φολεγάντριος εγώ τότε να γίνω· γιατί
γρήγορα ο λόγος αυτός θ᾽ απλωθεί και για μένα στον κόσμο:
«Είν᾽ Αθηναίος αρνητής της Σαλαμίνας κι αυτός.»

Στη Σαλαμίν᾽ ας τραβήξουμε, για το μυριάκριβο τούτο
ν᾽ αγωνιστούμε νησί, να ξεπλυθεί πια η ντροπή.


Στο ακρωτήριο της Κωλιάδος (τον σημερινό Αγιο Κοσμά) ο Σόλων συγκέντρωσε μια ομάδα πολεμιστών μεταμφιεσμένων σε γυναίκες που δήθεν έκαναν θυσία στο ιερό της Δήμητρας. Υστερα έστειλε έναν έμπιστό του στη Σαλαμίνα ο οποίος, προσποιούμενος ότι τον είχαν εξορίσει οι Αθηναίοι, πληροφόρησε τους κατακτητές Μεγαρείς ότι οι Αθηναίες είχαν πάει σύσσωμες στο ιερό της Δήμητρας όπου βρίσκονταν απροστάτευτες. 

Οι Μεγαρείς, λαχταρώντας τη λεία, μπήκαν στα πλοία τους και αποβιβάστηκαν κοντά στο σημείο όπου πίστευαν ότι θα έβρισκαν μόνες τους τις Αθηναίες και έπεσαν στην παγίδα του Σόλωνος. Οι Αθηναίοι αποδεκάτισαν τους Μεγαρείς και κατόπιν, μαζί με τον Σόλωνα, απέπλευσαν για τη Σαλαμίνα και την κατέλαβαν. Αλλά η διελκυστίνδα Μεγαρέων και Αθηναίων για τη Σαλαμίνα συνεχίστηκε ώσπου, με τη διαιτησία της Σπάρτης, το νησί δόθηκε επιτέλους στην Αθήνα.
__________________

* Όλα τα σωζόμενα από τα τα αρχαία κείμενα του Σόλωνα είναι δημοσιευμένα στο http://www.greek-language.gr/





  Scholeio.com  

Ο θρύλος του Μονμάουθ μιλάει για το ελληνικό γένος της Σκωτίας




''... τώρα ίσως ήρθε η ώρα να μάθετε πώς οι μεγάλοι γίγαντες πρωτοήρθαν στο νησί
αυτό, τον αριθμό τους και τη ρίζα τους. Ήταν οι πρώτοι που πήραν την Αγγλία, που τότε ήταν γνωστή ως Αλβιών'',
γράφει ο διάσημος Τζέφρι του Μόνμαουθ*, στην ιστορία των βασιλέων της Βρετανίας και συνεχίζει... ''Ακουσε με προσοχή την ιστορία ολόκληρη των γιγάντων, ακριβώς όπως την άκουσα από έναν σοφό άνθρωπο, 
που ήταν καλά ενημερωμένος στις γραφές για τις περιπέτειες των παλιών καιρών εκείνων.

''Τρεις χιλιάδες εννιακόσιους και εβδομήντα χρόνους μετά την χτίση του κόσμου ζούσε ένας
ισχυρός βασιλέας στην Ελλάδα, που ήταν τόσο γενναίος, ευγενής και περήφανος που ξεπέρασε όλους τους άλλους βασιλιάδες. Είχε μια όμορφη καλοαναθρεμμένη βασίλισσα με την οποία ανέστησε τριάντα θυγατέρες. Όλοι τις είχαν για πανέμορφες και όλες μεγαλώνανε μαζί. 
Ο πατέρας και η μητέρα ήταν ψηλοί και τα παιδιά τους αναπτύχθηκαν όπως και εκείνοι. Δεν
μπορώ να σας πω τα ονόματα τους εκτός από εκείνο της μεγαλύτερης, μιας πανύψηλης και
πανέμορφης κόρης που την έλεγαν Αλβίνα. Μόλις φτάσανε στη ηλικία της παντρειάς ο βασιλιάς και η βασίλισσα τις πάντρεψαν με βασιλιάδες σπουδαίους και τρανούς...
Αλλά αν και καθεμιά τους πήρε έναν βασιλιά και ήταν βασίλισσα με κάθε δικαίωμα, από υπερηφάνεια αλλά και χαρακτήρα κατέστρωσαν ένα μεγάλο έγκλημα. Δεν πίστευαν ότι κάτι ήταν δυνατό να φανερωθεί από τους σχεδιασμούς τους, έτσι μαζεύτηκαν όλες μαζί και έκαναν μυστικό συμβούλιο. Και συμφωνήσαν μεταξύ τους ότι καμιά από αυτές δεν θα υπαγόταν στην εξουσία άλλου, ακόμα και αν αυτός ήταν ο κύριος τους ή γείτονας ή συγγενής ή κάθε άλλος αφέντης: "Αλλά να που οι άντρες μας ολημερίς μας κρατάνε σε υποταγή και μας κυβερνούν όπως τους ευχαριστεί".

Γιατί ήταν θυγατέρες ενός μεγάλου βασιλιά και δεν είχαν ποτέ υποταχτεί σε κάποιον, ούτε και επιθυμούσαν, ούτε και ήθελαν να έχουν κάποιον για αφέντη και δεν ήθελαν σε τίποτα κανείς να τις υποχρεώνει. Και μάλλον προτιμούσαν να κυβερνούν αυτές τους άντρες τους και ό,τι εκείνοι κατείχαν.
Η ιδέα ότι κανείς ποτέ δεν θα μπορούσε πια να τις διατάξει έφερε χαρά σε όλες και καθώς
δεν ήθελαν να κάνουν καθώς τις ορμηνεύανε οι άντρες τους και να τους υπακούνε και να τους εκτελούν όλα τους τα βίτσια, έκαναν συμφωνία και ορκίστηκαν σε όρκο τρομερό, η καθεμιά της να δολοφονήσει τον Ίδιο της τον άντρα, την ίδια μέρα που αυτός θα ερχότανε σε αυτήν με ιδιωτικές προθέσεις και την αγκάλιαζε και αναζητούσε το ιδιαίτερο δωμάτιο... 

Βάλανε μια ημερομηνία για να κάνουν αυτό που σκέφτηκαν και όλες συμφώνησαν, εκτός από την νεότερη· αυτή δεν ήθελε να κάνει κακό στον κύριο της αφού τον αγαπούσε βαθιά από καρδιάς. Και μόλις το συμβούλιο ολοκληρώθηκε, όλες γυρίσανε στις διάφορες χώρες τους. Η συνωμοσία όμως δεν ευχαριστούσε τη νεότερη από όλες γιατί αγάπησε τον κύριο της...»
Κι έτσι από την αδυναμία της νεαρότερης κόρης εξαρθρώθηκε αυτή η φεμινιστική
συνωμοσία και οι πρωτόγονες εκείνες σουφραζέτες συνελήφθησαν από τους άντρες τους και οδηγήθηκαν σιδηροδέσμιες στον εξαγριωμένο πατέρα τους. Βρέθηκαν έτσι αντιμέτωπες με τους δικαστές τους, κλεισμένες σε μία φυλακή:
«Αλλά οι δικαστές ήσαν σοφοί. Επειδή οι κατηγορούμενες έρχονταν από ευγενική γέννα και
οι δικαστές δεν επιθύμησαν να δυσφημίσουν και να ντροπιάσουν τις οικογένειες της μητέρας τους και του πατέρα τους, ο οποίος βασίλευε σε ένα τόσο μεγάλο βασίλειο, ούτε κι ήθελαν να ντροπιάσουν τις οικογένειες των κυρίων των πλούσιων γαιών που εκείνες είχαν παντρευτεί.

Έτσι δεν τις καταδικάζουν σε θάνατο αλλά διατάζουν αντί γι' αυτό, ότι θα έπρεπε να εξοριστούν από τη χώρα της γέννησης του δια παντός χωρίς καμία ελπίδα επιστροφής».

Τις οδήγησαν έτσι στο λιμάνι και τις κλείδωσαν μέσα σε ένα καράβι χωρίς προσωπικό και τρόφιμα. Οι αδελφές έκλαιγαν πικρά και ικέτευαν για έλεος, αλλά κανείς δεν ένιωσε γι αυτές, αφού θεωρήθηκαν τρομερές γυναίκες που θα έφταναν να κάνουν τέτοιο ανόσιο έγκλημα. Έτσι, παρασυρμένες στην τύχη από τον άνεμο και τις θύελλες που σηκώθηκαν, και πεινώντας τρομερά, αφού δεν είχαν τίποτα να φάνε, από κάποια παράξενη εύνοια της μοίρας, μια παλίρροια τις έβγαλε σε μια γη γεμάτη φρούτα και χόρτα.


Πρώτη αποβιβάστηκε η Αλβίνα, γι' αυτό και η γη εκείνη ονομάστηκε Αλβιών. Έφαγαν τα
χορταρικά και τα φρούτα που βρήκαν σε αφθονία -καρύδια, κάστανα, σόρβα, αχλάδια, μήλα- κι ύστερα θυμήθηκαν τις παλιές τους τέχνες και επειδή δεν είχαν όπλα, έστησαν παγίδες και έπιασαν ζώα και έφαγαν. 

Στη γη αυτή δεν κατοικούσε κανείς άνθρωπος, όμως σ' αυτές τις γυναίκες ξύπνησε μια ξέφρενη σεξουαλική επιθυμία και αυτή την επιθυμία εκμεταλλεύθηκαν οι Ινκούμπι, κάποιες δαιμονικές οντότητες που πήραν τη μορφή του άνδρα, κοιμήθηκαν μαζί τους και μετά χάθηκαν. Οι γυναίκες γέννησαν γιους από αυτά τα αιθερικά όντα και επειδή δεν υπήρχαν άλλες γυναίκες στο νησί, κοιμήθηκαν με τα ίδια τους τα παιδιά και γέννησαν κορίτσια και αγόρια. Έτσι, από αυτές τις ανίερες ενώσεις, γεννήθηκε το γένος των γιγάντων.
Και αυτοί οι πανύψηλοι άνθρωποι παρέμειναν στην Αλβιώνα και κυρίως επάνω στα βουνά.
«Αυτή η ράτσα κράτησε τη γη μέχρις ότου ήρθαν οι Βρετανοί, και αυτό έγινε 1.136 χρόνια
πριν ο Κύριος μας γεννηθεί, είμαι σίγουρος γι' αυτό».

Έτσι λέει ο Μονμάουθ, ο οποίος ισχυρίζεται ότι οι Βρετανοί πήραν το όνομα τους από τον
αρχηγό τους τον Βρούτο και οι οποίοι ήσαν Τρώες που έφυγαν από την κατεστραμμένη
Τροία και ήρθαν στο νησί 260 χρόνια μετά την Αλβίνα. Ο Βρούτος έσφαξε όλους τους
γίγαντες εκτός από τον αρχηγό τους, τον Γωγμαγώγ, ο οποίος και διηγήθηκε την ιστορία με
λεπτομέρειες και ο Βρούτος την κατέγραψε.

Σύμφωνα λοιπόν με τις κελτοβρετανικές παραδόσεις, ενώ στην Ιρλανδία και στη Σκωτία
εγκαθίστανται Έλληνες που είναι πρόγονοι των Ιρλανδών και των Σκώτων, στη Βρετανία
εγκαθίστανται Τρώες, οι οποίοι αποδιώχνουν τους απόγονους των Ελληνίδων που ζούσαν
εκεί. Έτσι λοιπόν, φαίνεται ότι οι Τρώες μετά την καταστροφή της Τροίας, αποίκισαν την
Έγεστα είναι οι πρόγονοι των Ελύμων) στη Σικελία, τη Ρώμη με τον Αινεία και τη Βρετανία
με τον Βρούτο.

Όσο για τους Έλληνες, ο Γαίθηλος, η Αιγύπτια γυναίκα του, Σκώτα και ο γιος τους, Βηρ,
ζουν ακόμα στα ονόματα των Κελτών των βρετανικών νησιών. Από τον Γαίθηλο, κρατάει το
όνομα Γκάελ-Γαελικός που έχουν όλοι οι Κέλτες της Βρετανίας (ακόμα και η γλώσσα τους
λέγεται γαελικά). Από τη Σκώτα κρατάει το όνομα της Σκωτίας και από τον Ίβηρα κρατάει το
άλλο όνομα της Ιρλανδίας, Υβέρνια...

_____________________________
Γιώργος Αλεξάνδρου, Τρίτο μάτι 2003



* Ο Τζέφρεϊ (Γοδεφρείδος) του Μονμάουθ  Geoffrey of Monmouth, Ουαλός επίσκοπος -1090-1155. Λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του. Φαίνεται πως γεννήθηκε κοντά στην πόλη Μονμάουθ και σύμφωνα με μαρτυρίες καταγραμμένες στο ίδιο του το έργο γνώριζε καλά τη ΝΑ Ουαλία και πρέπει να είχε επισκεφθεί τη Βρετάνη. Αυγουστινιανός στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης ορίστηκε επίσκοπος του Αγ. Ασάφ, θέση την οποία πιθανώς ποτέ δεν ανέλαβε. 
Συγγραφέας του λατινικού Historia Regum Britanniae (Ιστορία των Βασιλέων της Βρετανίας 1136), στο οποίο μετέφερε τους μύθους του αρθουριανού κύκλου καθώς και αρκετές ουαλόφωνες αφηγήσεις. 


Η φαντασία του συγγραφέα κατέστησε το Historia Regum Britanniae ένα αξιόλογο μείγμα ιστορικών γεγονότων, μύθων και επινοήσεων, καθιερώνοντας τον Τζέφρεϊ ως τον πρώτο Άγγλο αφηγηματογράφο. Ο Τζέφρεϊ αφηγείται την υποτιθέμενη βρετανική ιστορία από τον πρώτο Βασιλιά της Βρετανίας τον Βρούτο ο οποίος ήτανε απόγονος του Τρώα ήρωα Αινεία, την σύλληψη του Ιησού, τις εισβολές του Ιούλιου Καίσαρα αλλά και την βασιλεία του Αρθούρου. 

Παρόλο που αντλεί τις πηγές του από εγνωσμένες πηγές όπως ο Βέδας (αρχές του 8ου αι.) και το Historia Brittonum (9ος αι.) και άλλες Ουαλικές, ο Τζέφρεϊ ισχυρίστηκε πως ένα μεγάλο τμήμα του έργου του βασίστηκε σε ένα αρχαιότερο βιβλίο που του δόθηκε από τον Γουόλτερ Καλένιους (Walter Calenius), ο οποίος ωστόσο δεν αναφέρεται σε κανέναν άλλο σύγχρονό του χρονικογράφο. 
Το Historia παρουσιάζει τον Αρθούρο ως ρομαντικό ήρωα, παρά την έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους του Τζέφρεϊ για το ζήτημα της αυλικής αγάπης. Στα κείμενά του πλην του Αρθρούρου ο Μέρλιν μεταπλάθεται ως δραματικός χαρακτήρας. Πολλά χρόνια αργότερα ιστορικοί τον κατέγραψαν σαν ψευδοιστορικό. 

* φωτο, Το ονομαστό κάστρο Eilean Donan της Σκωτίας: ένα από τα πιο όμορφα σημεία του σκωτικού τοπίου. Το κάστρο είναι χτισμένο στην όχθη της λίμνης Αλς, λέξη που στα
ελληνικά σημαίνει θάλασσα και διατηρήθηκε αυτούσια σε αυτή την περίπτωση.



  Scholeio.com