Σόλων, Αποσπάσματα από ελεγείες και ποιήματα
Όταν έχεις υψώσει κάποιον πάνω από το μέτρο,
εύκολα δεν τον κατεβάζεις μετά.
Πλουτίζουν τιποτένιοι και στερούνται οι διαλεχτοί,
αλλά εμείς δεν την αλλάζουμε την αρετή με πλούτο.
αλλά εμείς δεν την αλλάζουμε την αρετή με πλούτο.
Η αρετή αιώνια ζει, τα πλούτη όμως ξεγλιστρούν
και αλλάζουν χέρια ολοένα. ___ Σόλων
Η πόλη η δική μας ποτέ δεν πρόκειται να χαθεί, όσο εξαρτάται από του Δία τις αποφάσεις και από τις διαθέσεις των μακάριων θεών. Γιατί ένας τέτοιος προστάτης-φύλακας, η Παλλάς Αθηνά, μεγαλόπνοη κόρη παντοδύναμου πατέρα, κρατά τα χέρια πάνωθέ της.
Είναι, αντίθετα, των αστών των ίδιων η βούληση που καταστρέφει μια μεγάλη πόλη, η έλλειψη σύνεσης και η υποδούλωσή τους στο χρήμα· το ίδιο χωρίς αρχές είναι και του δήμου οι ηγέτες, που από τη μεγάλη αλαζονεία τους πολλά μέλλει να τραβήξουν: γιατί είναι ανίκανοι να συγκρατήσουν την υπερβολή και να απολαύσουν ένα γιορταστικό συμπόσιο με την πρέπουσα τάξη και πνευματική ησυχία.
Μαζεύουν πλούτη ενδίδοντας στην αδικία και, μη φειδόμενοι των περιουσιών, ούτε των ιερών ούτε του δημοσίου, κλέβουν προκλητικά από παντού, και ούτε στης Δικαιοσύνης τα σεβάσμια θεμέλια δεν αποδίδουν τον προσήκοντα σεβασμό, της Δικαιοσύνης που κρατά σφιγμένο το στόμα της, έχει όμως πλήρη συνείδηση όσων γίνονται και όσων έγιναν, και κάποια στιγμή μέσα στον χρόνο καταφθάνει για να επιβάλει ποινές.
Η κατάσταση αυτή καταντά πληγή αναπόφευκτη για όλη την πόλη, η οποία γρήγορα οδηγείται στη χειρότερη δουλεία·αυτή ξεσηκώνει τη στάση και τον εμφύλιο σπαραγμό από τον ύπνο του, αυτόν που ευθύνεται για την απώλεια τόσων ψυχών στο άνθος της ηλικίας τους.
Σύντομα η αγαπημένη πόλη καταλύεται από τα χέρια των εχθρών και πνίγεται στις συνωμοσίες που χαροποιούν τους άδικους.
Αυτές οι συμφορές που βρίσκουν τον λαό αναγκάζουν πολλούς φτωχούς να ξενητευτούν,
κι άλλους, ατιμωτικά σιδηροδέσμιους, να πουληθούν δούλοι.
[...]
Έτσι η δημόσια συμφορά φτάνει ως του κάθε πολίτη την πόρτα· οι πύλες κι οι αυλόγυροι δεν θέλουν πια να την κρατήσουν έξω·τότε εκείνη, πηδώντας τον ψηλό φράχτη, καταδιώκει τον ένοχο και τον πετυχαίνει, κι ας σπεύδει να κρυφτεί στις μύχιες γωνιές του θαλάμου του.
Αυτό είναι το μάθημα που επιθυμώ να διδάξω στους Αθηναίους: ότι άπειρα είναι τα κακά που γεννά η Δυσνομία, ενώ η Ευνομία αποκαθιστά τη γενική τάξη και αρμονία, και τελικά περνάει τις αλυσίδες στον άδικο·ό,τι είναι τραχύ το λειαίνει, παύει τις υπερβολές, αποδυναμώνει την ύβρη, και μαραίνει πάνω στην ακμή τους της αμαρτίας τ᾽ άνθη·τις στρεβλές κρίσεις τις ευθύνει· την υπερηφάνεια την κατευνάζει· διαλύει κάθε μορφή διχοστασίας·θέτει τέρμα στον χόλο της οξύθυμης έριδας· χάρη σ᾽ αυτήν τα ανθρώπινα αποκτούν το δικό τους μέτρο και ξαναβρίσκουν τη σοφία τους.
___________________________________________
Μετ. Ι.Ν. Καζάζης
Είναι, αντίθετα, των αστών των ίδιων η βούληση που καταστρέφει μια μεγάλη πόλη, η έλλειψη σύνεσης και η υποδούλωσή τους στο χρήμα· το ίδιο χωρίς αρχές είναι και του δήμου οι ηγέτες, που από τη μεγάλη αλαζονεία τους πολλά μέλλει να τραβήξουν: γιατί είναι ανίκανοι να συγκρατήσουν την υπερβολή και να απολαύσουν ένα γιορταστικό συμπόσιο με την πρέπουσα τάξη και πνευματική ησυχία.
Μαζεύουν πλούτη ενδίδοντας στην αδικία και, μη φειδόμενοι των περιουσιών, ούτε των ιερών ούτε του δημοσίου, κλέβουν προκλητικά από παντού, και ούτε στης Δικαιοσύνης τα σεβάσμια θεμέλια δεν αποδίδουν τον προσήκοντα σεβασμό, της Δικαιοσύνης που κρατά σφιγμένο το στόμα της, έχει όμως πλήρη συνείδηση όσων γίνονται και όσων έγιναν, και κάποια στιγμή μέσα στον χρόνο καταφθάνει για να επιβάλει ποινές.
Η κατάσταση αυτή καταντά πληγή αναπόφευκτη για όλη την πόλη, η οποία γρήγορα οδηγείται στη χειρότερη δουλεία·αυτή ξεσηκώνει τη στάση και τον εμφύλιο σπαραγμό από τον ύπνο του, αυτόν που ευθύνεται για την απώλεια τόσων ψυχών στο άνθος της ηλικίας τους.
Σύντομα η αγαπημένη πόλη καταλύεται από τα χέρια των εχθρών και πνίγεται στις συνωμοσίες που χαροποιούν τους άδικους.
Αυτές οι συμφορές που βρίσκουν τον λαό αναγκάζουν πολλούς φτωχούς να ξενητευτούν,
κι άλλους, ατιμωτικά σιδηροδέσμιους, να πουληθούν δούλοι.
[...]
Έτσι η δημόσια συμφορά φτάνει ως του κάθε πολίτη την πόρτα· οι πύλες κι οι αυλόγυροι δεν θέλουν πια να την κρατήσουν έξω·τότε εκείνη, πηδώντας τον ψηλό φράχτη, καταδιώκει τον ένοχο και τον πετυχαίνει, κι ας σπεύδει να κρυφτεί στις μύχιες γωνιές του θαλάμου του.
Αυτό είναι το μάθημα που επιθυμώ να διδάξω στους Αθηναίους: ότι άπειρα είναι τα κακά που γεννά η Δυσνομία, ενώ η Ευνομία αποκαθιστά τη γενική τάξη και αρμονία, και τελικά περνάει τις αλυσίδες στον άδικο·ό,τι είναι τραχύ το λειαίνει, παύει τις υπερβολές, αποδυναμώνει την ύβρη, και μαραίνει πάνω στην ακμή τους της αμαρτίας τ᾽ άνθη·τις στρεβλές κρίσεις τις ευθύνει· την υπερηφάνεια την κατευνάζει· διαλύει κάθε μορφή διχοστασίας·θέτει τέρμα στον χόλο της οξύθυμης έριδας· χάρη σ᾽ αυτήν τα ανθρώπινα αποκτούν το δικό τους μέτρο και ξαναβρίσκουν τη σοφία τους.
___________________________________________
Μετ. Ι.Ν. Καζάζης
[...]
[...]
Το ξέρω, κι έχει θρονιαστεί στα σωθικά μου ο πόνος,
να βλέπω τη χιλιόχρονη τη γη της Ιωνίας
στο ρημαγμό.
[...]
Καταπραΰνετε κι εσείς τον πόθο τον αψύ σας,
εσείς που απ᾽ τα πολλά αγαθά παραχορτάσατε.
Φανείτε βολικότεροι, μας δε θ᾽ αλλάξ᾽ η γνώμη,
μα ουδέ θα βγούνε σε καλό κι όλα για λόγου σας.
[...]
Πλουτίζουν τιποτένιοι και στερούνται οι διαλεχτοί,
αλλά εμείς δεν την αλλάζουμε την αρετή με πλούτο.
Η αρετή αιώνια ζει, τα πλούτη όμως ξεγλιστρούν
[...]
Θνητός ευτυχισμένος δεν υπάρχει·
όλοι είναι δύστυχοι, όσους βλέπει ο ήλιος.
[...]
Της σύνεσης το μέτρο δύσκολα το πιάνει ο νους,
αυτή όμως όλα τα φτάνει στο τέλος.
Γηράζω πολλά ολοένα μαθαίνοντας.
[...]
Και στο λαό προνόμια έδωσα όσα πρέπει·
ούτε δίκαια του στέρησα ούτε χάρη του ᾽κανα.
Και όσοι αξιώματα είχαν και πλούτη άφθονα
θέσπισα να μη μπορούν άδικα να κερδίζουν
και στάθηκα ανάμεσα
σαν να ᾽μουνα ασπίδα τους.
Κανέναν τους δεν άφησα άδικα να νικάει.
[...]
Όσο χρειαζόταν του λαού ξεχώρισα μερίδιο,
χωρίς από το δίκιο του να βγάλω ή ν᾽ αβγατίσω·
κι εκείνοι που ᾽χαν δύναμη κι ακούονταν με το χρήμα,
τίποτε ανάρμοστο κι αυτοί κοίταξα να μην πάθουν.
Στη μέση στάθηκα, ισχυρή προβάλλοντας ασπίδα,
κι ούτ᾽ άφησα άδικα απ᾽ τους δυο κανένας να νικήσει.
Κι άλλοι πλακώσαν γι᾽ άρπαγμα με αμέτρητες ελπίδες
κι απάντεχε ο καθένας τους πλούτο μεγάλο νά ᾽βρει
κι ο γλυκομίλητος εγώ βουλή σκληρή να δείξω.
Του κάκου τότε λόγιασαν και σήμερα οργισμένοι
μαζί μου με στραβοκοιτάν όλοι σα να ᾽μαι οχτρός τους.
Μα ό,τι είπα εγώ το τέλεψα με τους θεούς βοηθούς μου,
μήτε ασυλλόγιστα έπραξα τ᾽ άλλα, ούτε με το ζόρι
θέλω να κάνω τίποτε, μήτε απ᾽ την πλούσια γη μας
το ίδιο μεράδι σε καλούς και σε ζαβούς να δώκω.
[...]
Εγώ για κείνα που ᾽κανα λαομάζωξη,
σαν ποιο τους πριν να το πετύχω ανάσανα;
Τούτα μπορεί στο δικαστήριο των καιρών
η μάνα των θεών του Ολύμπου η σεβαστή
να τα βεβαιώσει, η Γης η ολόμαυρη, που εγώ
πλήθος τής έβγαλα σημάδια εγώ μπηχτά·
σκλάβα ήταν πριν και τώρα λευτερώθηκε.
[...]
Της Μνημοσύνης και του Διός παιδιά χαριτωμένα,
Πιερίδες Μούσες, προσευχήν ακούστε σιγαλή.
Πλούτη από λόγου των θεών γιά δώστε μου κι εμένα
και από τον κόσμο υπόληψη χαρίστε μου καλή·
γλυκύς στους φίλους να ᾽μ᾽ εγώ, πικρός στους αντιπάλους, 5
σ᾽ εκείνους να ᾽μαι σεβαστός και σ᾽ τούτους τρομερός·
χρήματα να ᾽χω ορέγομαι, αμή ν᾽ αρπάζω απ᾽ άλλους
δεν θέλω· γιατί πληρωμής θά ᾽ρθ᾽ ύστερα καιρός.
Το βιος, που χάρισ᾽ ο θεός στον άνθρωπο, απομένει
πάντα σιδεροκέφαλο και βάση έχει γιερή· 10
μα κείνο, που ξεδιάντροπα το κυνηγούν, πηγαίνει
του κάκου, και σαν να τραβούν τα κρίματα, βαρεί
και δεν προκόβει· γρήγορα οργή τ᾽ ανακατώνει·
προβάλλει πρώτα σαν μικρή μια σπίθα, κατιτί,
π᾽ αρχίζει πρώτ᾽ ασήμαντη και θλιβερά τελειώνει, 15
γιατί τ᾽ αδικομάζωτο το κέρδος δεν κρατεί.
Όλων το τέλος ο θεός θωρεί το· και όπως παίρνει
άνεμος ξάφνου και σκορπά και σύννεφα πολλά
και το βυθό της θάλασσας σε κύμματ᾽ αναγέρνει
και απάνω στην γην εσοδειά πανέμορφη χαλά 20
και φθάνει και ως τον ουρανό, το θεϊκό παλάτι
κι άλλοτε πάλι αφήνει μας να δούμε ξαστεριά
και ξαναλάμπ᾽ ηλιοχαρά σ᾽ όλα της γης τα πλάτη
και δεν θωρείς πια καταχνιάν από καμιά μεριά,
παρόμοια ᾽ναι κι η πληρωμή του Διός, που δεν χολώνει 25
για κάθε μας κριμάτισμα, σαν άνθρωπος θνητός,
αμή για πάντα πονηρός κανείς δεν του γλιτώνει
και χωρίς άλλο φαίνεται στο τέλος τι ᾽ν᾽ αυτός·
άλλος πληρώνει γρήγορα και άλλος αργά· και αν πάλι
φύγουν αυτοί και των θεών δεν φθάσει οργή καμιά, 30
άφθαστα θά ᾽ρθει άλλη φορά· χωρίς αιτίαν άλλη
θενά πληρώσουν τα παιδιά ή πίσω όλη γενιά.
[...]
Η γενιά του Σόλωνος ήταν αρχοντική άλλα η οικογένειά του δεν ήταν πλούσια. Έτσι ο Σόλων αναγκάστηκε να ακολουθήσει τον πατέρα του στο επάγγελμα του εμπόρου.
Στα νεανικά του χρόνια ο Σόλων έγραφε ερωτικά ποιήματα, στα οποία εξυμνούσε τις χαρές της ζωής και την ακολασία στον έρωτα. Μετά όμως οι στίχοι του ξέφυγαν από το περιεχόμενό αυτό και υπηρέτησαν τις πολιτικές του επιδιώξεις. Κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο η ποιητική παραγωγή του Σόλωνος ανερχόταν σε 4.000 στίχους, εκ των οποίων έχουν διασωθεί γύρω στους 300.
Ο Σόλων υπήρξε και ελεγειακός ποιητής. Έγραψε ελεγεία με τίτλο «Σαλαμίς», στην οποία προτρέπει τους Αθηναίους να ανακτήσουν το αγαπημένο τους νησί. Άλλες ακόμα ελεγείες με πολιτικό περιεχόμενο και ηθικό υπόβαθρο και κάνοντας όπλο ακριβώς αυτή τη ποίηση, ο Σόλων, έκανε την πρώτη του «εκστρατεία» εναντίον της πολιτικής ηττοπάθειας των συμπατριωτών του. Μετά τις άκαρπες προσπάθειες να ανακτήσουν τη Σαλαμίνα από τους Μεγαρείς, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να ξεχάσουν το πρόβλημα και μάλιστα ψήφισαν νόμο με τον οποίον καταδικαζόταν σε θάνατο όποιος αναφερόταν στη Σαλαμίνα.
Μην αντέχοντας αυτόν τον παραλογισμό ο Σόλων πήγε μια ημέρα στην Αγορά και, υποκρινόμενος τον τρελό, άρχισε να απαγγέλλει ένα ποίημά του στο οποίο είχε δώσει τον τίτλο Σαλαμίς. Με τους στίχους του ο «τρελός» ποιητής υπενθύμιζε στους Αθηναίους ότι η Σαλαμίνα ήταν δική τους και ότι θα έπρεπε να την ξαναπάρουν από τους Μεγαρείς.
Οι Μεγαρείς, λαχταρώντας τη λεία, μπήκαν στα πλοία τους και αποβιβάστηκαν κοντά στο σημείο όπου πίστευαν ότι θα έβρισκαν μόνες τους τις Αθηναίες και έπεσαν στην παγίδα του Σόλωνος. Οι Αθηναίοι αποδεκάτισαν τους Μεγαρείς και κατόπιν, μαζί με τον Σόλωνα, απέπλευσαν για τη Σαλαμίνα και την κατέλαβαν. Αλλά η διελκυστίνδα Μεγαρέων και Αθηναίων για τη Σαλαμίνα συνεχίστηκε ώσπου, με τη διαιτησία της Σπάρτης, το νησί δόθηκε επιτέλους στην Αθήνα.
__________________
Από ένα σύννεφο πέφτει με ορμή και χαλάζι και χιόνι,
απ᾽ αστραψιά λαμπερή ξάφνω ξεσπά μια βροντή·
έτσι χαλιέται απ᾽ ανθρώπους τρανούς ένα κράτος, και πέφτει
απ᾽ αμυαλιά του ο λαός σ᾽ ενός μονάρχη σκλαβιά·
όταν πολύ θα υψωθεί, δεν είν᾽ εύκολο πια να τον ρίξεις·
πρέπει απ᾽ την πρώτη στιγμή να ᾽χουμε σε όλα το νου.
Από δική σας δειλία κι αμυαλιά σάς χτυπούν οι φουρτούνες·
όχι μομφές στους θεούς· δεν είναι φταίχτες· εσείς
οι ίδιοι αρματώσατε τούτους εδώ και τρανέψανε τόσο·
έτσι, απ᾽ αυτά, στην πικρή πέσατε τώρα σκλαβιά·
ίδια αλεπού πονηρά περπατάει ο καθένας σας χώρια,
μα όλοι σαν πάτε μαζί, τότε σας πιάνει αμυαλιά·
οι γαλιφιές σάς πλανεύουν και δίνετε πίστη στα λόγια,
όμως καμιά προσοχή στα έργα δε δίνετ᾽ εσείς.
απ᾽ αστραψιά λαμπερή ξάφνω ξεσπά μια βροντή·
έτσι χαλιέται απ᾽ ανθρώπους τρανούς ένα κράτος, και πέφτει
απ᾽ αμυαλιά του ο λαός σ᾽ ενός μονάρχη σκλαβιά·
όταν πολύ θα υψωθεί, δεν είν᾽ εύκολο πια να τον ρίξεις·
πρέπει απ᾽ την πρώτη στιγμή να ᾽χουμε σε όλα το νου.
Από δική σας δειλία κι αμυαλιά σάς χτυπούν οι φουρτούνες·
όχι μομφές στους θεούς· δεν είναι φταίχτες· εσείς
οι ίδιοι αρματώσατε τούτους εδώ και τρανέψανε τόσο·
έτσι, απ᾽ αυτά, στην πικρή πέσατε τώρα σκλαβιά·
ίδια αλεπού πονηρά περπατάει ο καθένας σας χώρια,
μα όλοι σαν πάτε μαζί, τότε σας πιάνει αμυαλιά·
οι γαλιφιές σάς πλανεύουν και δίνετε πίστη στα λόγια,
όμως καμιά προσοχή στα έργα δε δίνετ᾽ εσείς.
_______________________________
μτφ. Θρ. Σταύρου
μτφ. Θρ. Σταύρου
[...]
Το ξέρω, κι έχει θρονιαστεί στα σωθικά μου ο πόνος,
να βλέπω τη χιλιόχρονη τη γη της Ιωνίας
στο ρημαγμό.
[...]
Καταπραΰνετε κι εσείς τον πόθο τον αψύ σας,
εσείς που απ᾽ τα πολλά αγαθά παραχορτάσατε.
Φανείτε βολικότεροι, μας δε θ᾽ αλλάξ᾽ η γνώμη,
μα ουδέ θα βγούνε σε καλό κι όλα για λόγου σας.
[...]
Πλουτίζουν τιποτένιοι και στερούνται οι διαλεχτοί,
αλλά εμείς δεν την αλλάζουμε την αρετή με πλούτο.
Η αρετή αιώνια ζει, τα πλούτη όμως ξεγλιστρούν
και αλλάζουν χέρια ολοένα.
[...]
Θνητός ευτυχισμένος δεν υπάρχει·
όλοι είναι δύστυχοι, όσους βλέπει ο ήλιος.
[...]
Της σύνεσης το μέτρο δύσκολα το πιάνει ο νους,
αυτή όμως όλα τα φτάνει στο τέλος.
Γηράζω πολλά ολοένα μαθαίνοντας.
[...]
Και στο λαό προνόμια έδωσα όσα πρέπει·
ούτε δίκαια του στέρησα ούτε χάρη του ᾽κανα.
Και όσοι αξιώματα είχαν και πλούτη άφθονα
θέσπισα να μη μπορούν άδικα να κερδίζουν
και στάθηκα ανάμεσα
σαν να ᾽μουνα ασπίδα τους.
Κανέναν τους δεν άφησα άδικα να νικάει.
[...]
Και πίνουν και τρων ψωμί σουσαμόπηκτο
βουτηγμένο στο μέλι,
και οι άλλοι κριθάρι με λίγες φακές.
Απ᾽ τους πρώτους δεν λείπει μοσχομύριστο
τίποτα
και όσα η γη η καρπερή αναδύει όλα τα έχουν.
βουτηγμένο στο μέλι,
και οι άλλοι κριθάρι με λίγες φακές.
Απ᾽ τους πρώτους δεν λείπει μοσχομύριστο
τίποτα
και όσα η γη η καρπερή αναδύει όλα τα έχουν.
_______________________
Μετ. Κ. Τοπούζης
[...]
Όσο χρειαζόταν του λαού ξεχώρισα μερίδιο,
χωρίς από το δίκιο του να βγάλω ή ν᾽ αβγατίσω·
κι εκείνοι που ᾽χαν δύναμη κι ακούονταν με το χρήμα,
τίποτε ανάρμοστο κι αυτοί κοίταξα να μην πάθουν.
Στη μέση στάθηκα, ισχυρή προβάλλοντας ασπίδα,
κι ούτ᾽ άφησα άδικα απ᾽ τους δυο κανένας να νικήσει.
Κι άλλοι πλακώσαν γι᾽ άρπαγμα με αμέτρητες ελπίδες
κι απάντεχε ο καθένας τους πλούτο μεγάλο νά ᾽βρει
κι ο γλυκομίλητος εγώ βουλή σκληρή να δείξω.
Του κάκου τότε λόγιασαν και σήμερα οργισμένοι
μαζί μου με στραβοκοιτάν όλοι σα να ᾽μαι οχτρός τους.
Μα ό,τι είπα εγώ το τέλεψα με τους θεούς βοηθούς μου,
μήτε ασυλλόγιστα έπραξα τ᾽ άλλα, ούτε με το ζόρι
θέλω να κάνω τίποτε, μήτε απ᾽ την πλούσια γη μας
το ίδιο μεράδι σε καλούς και σε ζαβούς να δώκω.
[...]
Εγώ για κείνα που ᾽κανα λαομάζωξη,
σαν ποιο τους πριν να το πετύχω ανάσανα;
Τούτα μπορεί στο δικαστήριο των καιρών
η μάνα των θεών του Ολύμπου η σεβαστή
να τα βεβαιώσει, η Γης η ολόμαυρη, που εγώ
πλήθος τής έβγαλα σημάδια εγώ μπηχτά·
σκλάβα ήταν πριν και τώρα λευτερώθηκε.
Και στην Αθήνα πίσω, τη θεόχτιστη
πατρίδα, έφερα τόσους που ᾽χαν πουληθεί,
ποιος άδικα, ποιος δίκια, ή εξορίστηκαν
από σκληρήν ανάγκη και την αττική
την ξέχασαν τη γλώσσα οι πολυπλάνητοι·
κι όσους εδώ υπομέναν άτιμη σκλαβιά,
του αφεντικού τους τρέμοντας το φέρσιμο,
τους λύτρωσα. Και με τη δύναμη όλ᾽ αυτά
του νόμου τα ᾽πραξα, —ως το τέλος, όπως το έταξα—,
με δικαιοσύνη αντάμα κι εξαναγκασμό.
Και νόμους ίδιους γι᾽ αγαθούς και για κακούς,
κρίση σωστή για τον καθένα ορίζοντας,
σύνταξα. Αν άλλος είχε πάρει σαν εμέ
βουκέντρα, ένας κακότροπος κι αχόρταγος,
δε θα τον βάσταε το λαό· τι αν δεχόμουν
όσα ήταν τότε στους πολέμιους του αρεστά
ή κι όσα ακόμη οι αντίπαλοί τους λόγιαζαν,
θα θρήναε τούτ᾽ η πόλη άντρες πολλούς.
Γι᾽ αυτό δείχνοντας όλη την αξιάδα μου,
γυρνούσα ολούθε, λύκος μες στο σκυλολόι.
[...]
Ξέσκεπα αν πρέπει να μιλήσω του λαού,
τα όσα έχουν τώρα, με τα μάτια τους ποτέ
δεν τά ειδαν, ούτε και στον ύπνο.
Μα κι οι τρανοί, που τον περνούν στη δύναμη,
να με παινέσουν έπρεπε και φίλοι μου
να γίνουν.
(Διότι, αν είχε επιτύχει, λέγει, ένας άλλος αυτό το αξίωμα,)
Δε θα τον βάσταε το λαό ούτε θα σταμάταγε
πριν δέρνοντας το γάλα πάρει τον αφρό του.
Μα εγώ, καθώς ανάμεσα σε δυο στρατέματα,
στάθηκα στύλος.
πατρίδα, έφερα τόσους που ᾽χαν πουληθεί,
ποιος άδικα, ποιος δίκια, ή εξορίστηκαν
από σκληρήν ανάγκη και την αττική
την ξέχασαν τη γλώσσα οι πολυπλάνητοι·
κι όσους εδώ υπομέναν άτιμη σκλαβιά,
του αφεντικού τους τρέμοντας το φέρσιμο,
τους λύτρωσα. Και με τη δύναμη όλ᾽ αυτά
του νόμου τα ᾽πραξα, —ως το τέλος, όπως το έταξα—,
με δικαιοσύνη αντάμα κι εξαναγκασμό.
Και νόμους ίδιους γι᾽ αγαθούς και για κακούς,
κρίση σωστή για τον καθένα ορίζοντας,
σύνταξα. Αν άλλος είχε πάρει σαν εμέ
βουκέντρα, ένας κακότροπος κι αχόρταγος,
δε θα τον βάσταε το λαό· τι αν δεχόμουν
όσα ήταν τότε στους πολέμιους του αρεστά
ή κι όσα ακόμη οι αντίπαλοί τους λόγιαζαν,
θα θρήναε τούτ᾽ η πόλη άντρες πολλούς.
Γι᾽ αυτό δείχνοντας όλη την αξιάδα μου,
γυρνούσα ολούθε, λύκος μες στο σκυλολόι.
[...]
Ξέσκεπα αν πρέπει να μιλήσω του λαού,
τα όσα έχουν τώρα, με τα μάτια τους ποτέ
δεν τά ειδαν, ούτε και στον ύπνο.
Μα κι οι τρανοί, που τον περνούν στη δύναμη,
να με παινέσουν έπρεπε και φίλοι μου
να γίνουν.
(Διότι, αν είχε επιτύχει, λέγει, ένας άλλος αυτό το αξίωμα,)
Δε θα τον βάσταε το λαό ούτε θα σταμάταγε
πριν δέρνοντας το γάλα πάρει τον αφρό του.
Μα εγώ, καθώς ανάμεσα σε δυο στρατέματα,
στάθηκα στύλος.
Τότε ο λαός ακολουθάει πιστά τους αρχηγούς του,
μήτε αν του αφήνουν τα λουριά μήτε αν τα παρασφίξουν.
Αυθάδεια η χόρταση γεννά, πολλά σαν πέσουν πλούτη
σ᾽ ανθρώπους που δεν έχουνε το νου τους μετρημένο.
_____________________________________
Μετ. Γ. Κοτζιούλας
μήτε αν του αφήνουν τα λουριά μήτε αν τα παρασφίξουν.
Αυθάδεια η χόρταση γεννά, πολλά σαν πέσουν πλούτη
σ᾽ ανθρώπους που δεν έχουνε το νου τους μετρημένο.
_____________________________________
Μετ. Γ. Κοτζιούλας
[...]
Απ᾽ τη νεφέλη ξεπηδά δυνατό το χιόνι και το χαλάζι,
και η βροντή απ᾽ τη λαμπρή γίνεται αστραπή·
έτσι κι από τους μεγάλους άνδρες πηγάζει
έτσι κι από τους μεγάλους άνδρες πηγάζει
ο θάνατος της πόλης: με τη λειψή του γνώση,
πέφτει ο δήμος στη δουλοσύνη του δικτάτορα.
Όταν έχεις υψώσει κάποιον πάνω από το μέτρο,
Όταν έχεις υψώσει κάποιον πάνω από το μέτρο,
εύκολα δεν τον κατεβάζεις μετά.
Όσο είναι καιρός —τώρα!— πρέπει
να ακολουθήσετε τη σοφή αυτή συμβουλή.
[...]
[...]
Της Μνημοσύνης και του Διός παιδιά χαριτωμένα,
Πιερίδες Μούσες, προσευχήν ακούστε σιγαλή.
Πλούτη από λόγου των θεών γιά δώστε μου κι εμένα
και από τον κόσμο υπόληψη χαρίστε μου καλή·
γλυκύς στους φίλους να ᾽μ᾽ εγώ, πικρός στους αντιπάλους, 5
σ᾽ εκείνους να ᾽μαι σεβαστός και σ᾽ τούτους τρομερός·
χρήματα να ᾽χω ορέγομαι, αμή ν᾽ αρπάζω απ᾽ άλλους
δεν θέλω· γιατί πληρωμής θά ᾽ρθ᾽ ύστερα καιρός.
Το βιος, που χάρισ᾽ ο θεός στον άνθρωπο, απομένει
πάντα σιδεροκέφαλο και βάση έχει γιερή· 10
μα κείνο, που ξεδιάντροπα το κυνηγούν, πηγαίνει
του κάκου, και σαν να τραβούν τα κρίματα, βαρεί
και δεν προκόβει· γρήγορα οργή τ᾽ ανακατώνει·
προβάλλει πρώτα σαν μικρή μια σπίθα, κατιτί,
π᾽ αρχίζει πρώτ᾽ ασήμαντη και θλιβερά τελειώνει, 15
γιατί τ᾽ αδικομάζωτο το κέρδος δεν κρατεί.
Όλων το τέλος ο θεός θωρεί το· και όπως παίρνει
άνεμος ξάφνου και σκορπά και σύννεφα πολλά
και το βυθό της θάλασσας σε κύμματ᾽ αναγέρνει
και απάνω στην γην εσοδειά πανέμορφη χαλά 20
και φθάνει και ως τον ουρανό, το θεϊκό παλάτι
κι άλλοτε πάλι αφήνει μας να δούμε ξαστεριά
και ξαναλάμπ᾽ ηλιοχαρά σ᾽ όλα της γης τα πλάτη
και δεν θωρείς πια καταχνιάν από καμιά μεριά,
παρόμοια ᾽ναι κι η πληρωμή του Διός, που δεν χολώνει 25
για κάθε μας κριμάτισμα, σαν άνθρωπος θνητός,
αμή για πάντα πονηρός κανείς δεν του γλιτώνει
και χωρίς άλλο φαίνεται στο τέλος τι ᾽ν᾽ αυτός·
άλλος πληρώνει γρήγορα και άλλος αργά· και αν πάλι
φύγουν αυτοί και των θεών δεν φθάσει οργή καμιά, 30
άφθαστα θά ᾽ρθει άλλη φορά· χωρίς αιτίαν άλλη
θενά πληρώσουν τα παιδιά ή πίσω όλη γενιά.
Οι άνθρωποι, καλοί κακοί, τον ίδιο νου κρατούμε·
καθείς δένει για σίγουρον ό,τι έχει στα μυαλά,
πριν πάθομε· τότ᾽ έκαστος τα κλάματ᾽ αρχινούμε35
μόν᾽ ως τα τότε χάσκομε σ᾽ ονείρατα τρελά.
καθείς δένει για σίγουρον ό,τι έχει στα μυαλά,
πριν πάθομε· τότ᾽ έκαστος τα κλάματ᾽ αρχινούμε35
μόν᾽ ως τα τότε χάσκομε σ᾽ ονείρατα τρελά.
Όποιος, ας πούμε, βαρετές αρρώστιες έχει πάρει
όλο και συλλογίζεται πού υγειά θα ξαναβρεί
άλλος που ᾽ναι δειλόψυχος, πώς θά βγει παλικάρι
και όποιος γεννήθηκε άσχημος θα ᾽ναι κομψός θαρρεί 40
και άλλος αν είν᾽ απένταρος, και τον παιδεύει η φτώχια,
πώς θ᾽ αποκτήσει χρήματα δοκέται αυτός πολλά,
και τρέχει πια άλλος άλλοσε, κι αν πνέουν ανεμοβρόχια,
με τα καράβια, για να βρει για σπίτι του ψιλά,
και αν άνεμοι φυσομανούν, πελάγη ταξιδεύει 45
χωρίς να λυπηθεί ποσώς την δόλια του ψυχή.
όλο και συλλογίζεται πού υγειά θα ξαναβρεί
άλλος που ᾽ναι δειλόψυχος, πώς θά βγει παλικάρι
και όποιος γεννήθηκε άσχημος θα ᾽ναι κομψός θαρρεί 40
και άλλος αν είν᾽ απένταρος, και τον παιδεύει η φτώχια,
πώς θ᾽ αποκτήσει χρήματα δοκέται αυτός πολλά,
και τρέχει πια άλλος άλλοσε, κι αν πνέουν ανεμοβρόχια,
με τα καράβια, για να βρει για σπίτι του ψιλά,
και αν άνεμοι φυσομανούν, πελάγη ταξιδεύει 45
χωρίς να λυπηθεί ποσώς την δόλια του ψυχή.
Άλλος γη κόβει σύδενδρη και ολόχρονα δουλεύει
απ᾽ όσους με ζαβάλετρα παιδεύονται οι φτωχοί·
άλλος του Ηφαίστου το σφυρί, της Αθηνάς βελόνα
μαθαίνει τα, κι από χερός κερδίζει το ψωμί·
άλλον τον εδασκάλεψαν οι Μούσες του Ελικώνα,
κι έμαθε ωραία γράμματα κι έχει άμετρη τιμή·
σ᾽ άλλον ο Φοίβος έδωσε της μαντικής τα δώρα
και ξεύρει τούτος καθενός τι θά ᾽ρθει από μακρά
(άμα το θέλουν κι οι θεοί· γιατί την κακήν ώρα 55
ούτ᾽ οιωνοί μποδίζουν την, να πεις, ούτ᾽ ιερά)
και σύντεχνοι του Ασκληπιού άλλ᾽ είναι παινεμένοι
γιατροί· και ωστόσο θαύματα δεν κάνουν ουδ᾽ αυτοί·
από μικρό κάπου σπυρί μεγάλος πόνος βγαίνει
και δεν μπορεί με βότανα γλυκά να γιατρευτεί· 60
και πάλιν άλλον, που κακές αρρώστιες πολλές σέρνει,
μ᾽ ένα του ᾽γγίξιμο ο γιατρός καλά τον κάνει ευθύς.
Τί θες; η μοίρα το κακό και το καλό μάς φέρνει
και τα κανίσκια των θεών δεν έχει ν᾽ αρνηθείς.
Κάθ᾽ έργον έχει κίνδυνο· κανείς να ιδεί δεν φθάνει 65
πώς θα τελειώσει άμ᾽ αρχινά δουλειά ποτέ καμιά.
Ένας που όλα ζυγιάζει-τα καλά, κάτι ξεχάνει
και σε μεγάλην έπεσε και χαλεπή ζημιά·
και πάλι ο θεός μια συντυχιά τυχερή δίδει τούτου,
που ποτέ δεν καλομετρά, και σάζεται ο μωρός. 70
Το τέλος δεν είναι γνωστό στον άνθρωπο του πλούτου
κι όσοι τώρά ᾽χουν από μας το πιο μεγάλο βιος
αυτοί γυρεύουν τα διπλά· ποιος όλους θα χορτάσει;
αλήθεια κέρδη στους θνητούς ο Ύψιστος σκορπά
μόν᾽ απ᾽ αυτά αναφαίνεται οργή, που καθώς φθάσει 75
για να πληρώσει, πότ᾽
____________________________________
Μετ. Ι.Ν. Καζάζης
απ᾽ όσους με ζαβάλετρα παιδεύονται οι φτωχοί·
άλλος του Ηφαίστου το σφυρί, της Αθηνάς βελόνα
μαθαίνει τα, κι από χερός κερδίζει το ψωμί·
άλλον τον εδασκάλεψαν οι Μούσες του Ελικώνα,
κι έμαθε ωραία γράμματα κι έχει άμετρη τιμή·
σ᾽ άλλον ο Φοίβος έδωσε της μαντικής τα δώρα
και ξεύρει τούτος καθενός τι θά ᾽ρθει από μακρά
(άμα το θέλουν κι οι θεοί· γιατί την κακήν ώρα 55
ούτ᾽ οιωνοί μποδίζουν την, να πεις, ούτ᾽ ιερά)
και σύντεχνοι του Ασκληπιού άλλ᾽ είναι παινεμένοι
γιατροί· και ωστόσο θαύματα δεν κάνουν ουδ᾽ αυτοί·
από μικρό κάπου σπυρί μεγάλος πόνος βγαίνει
και δεν μπορεί με βότανα γλυκά να γιατρευτεί· 60
και πάλιν άλλον, που κακές αρρώστιες πολλές σέρνει,
μ᾽ ένα του ᾽γγίξιμο ο γιατρός καλά τον κάνει ευθύς.
Τί θες; η μοίρα το κακό και το καλό μάς φέρνει
και τα κανίσκια των θεών δεν έχει ν᾽ αρνηθείς.
Κάθ᾽ έργον έχει κίνδυνο· κανείς να ιδεί δεν φθάνει 65
πώς θα τελειώσει άμ᾽ αρχινά δουλειά ποτέ καμιά.
Ένας που όλα ζυγιάζει-τα καλά, κάτι ξεχάνει
και σε μεγάλην έπεσε και χαλεπή ζημιά·
και πάλι ο θεός μια συντυχιά τυχερή δίδει τούτου,
που ποτέ δεν καλομετρά, και σάζεται ο μωρός. 70
Το τέλος δεν είναι γνωστό στον άνθρωπο του πλούτου
κι όσοι τώρά ᾽χουν από μας το πιο μεγάλο βιος
αυτοί γυρεύουν τα διπλά· ποιος όλους θα χορτάσει;
αλήθεια κέρδη στους θνητούς ο Ύψιστος σκορπά
μόν᾽ απ᾽ αυτά αναφαίνεται οργή, που καθώς φθάσει 75
για να πληρώσει, πότ᾽
____________________________________
Μετ. Ι.Ν. Καζάζης
[...]
Τη γη την πατρική μου αν πόνεσα,
στην τυραννία, τη βία την άσπλαχνη, αν δεν άπλωσα
το χέρι — μόλυσμα και ντρόπιασμα στη δόξα μου,
δεν μετανιώνω· έτσι, το ελπίζω, θα επιπλεύσω
στους ανθρώπους.
[...]
Όταν κατηγορήθηκε μ' αυτά τα λόγια:
«Ο Σόλων άντρας τολμηρός, με νου δεν είναι·
του ᾽δωκε η τύχη τα καλά, τ᾽ απόδιωξε,
ψάρεψε λεία, δεν αποτράβηξε το δίχτυ,
θαμπώθηκε ο λιγόψυχος, λιγόμυαλος».
ο Σόλων απάντησε:
Τι θέλαν, Θεέ μου; Να εξουσιάσω, να σωρέψω πλούτη,
μια μέρα τύραννος ν᾽ ανέβω στην Αθήνα
κι ασκός μετά να συντριφτώ, η γενιά μου θρύψαλα;
____________________________________
Μτφ. Γ. Δάλλας
* Σόλων (639 – 559 π.Χ.) Σημαντικός Αθηναίος νομοθέτης, φιλόσοφος, ποιητής και ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας.
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Πατέρας του, ο Εξεκεστίδης ιδιαίτερα φρόντισε για την εκπαίδευση και ανατροφή του γιού του.
στην τυραννία, τη βία την άσπλαχνη, αν δεν άπλωσα
το χέρι — μόλυσμα και ντρόπιασμα στη δόξα μου,
δεν μετανιώνω· έτσι, το ελπίζω, θα επιπλεύσω
στους ανθρώπους.
[...]
Όταν κατηγορήθηκε μ' αυτά τα λόγια:
«Ο Σόλων άντρας τολμηρός, με νου δεν είναι·
του ᾽δωκε η τύχη τα καλά, τ᾽ απόδιωξε,
ψάρεψε λεία, δεν αποτράβηξε το δίχτυ,
θαμπώθηκε ο λιγόψυχος, λιγόμυαλος».
ο Σόλων απάντησε:
Τι θέλαν, Θεέ μου; Να εξουσιάσω, να σωρέψω πλούτη,
μια μέρα τύραννος ν᾽ ανέβω στην Αθήνα
κι ασκός μετά να συντριφτώ, η γενιά μου θρύψαλα;
____________________________________
Μτφ. Γ. Δάλλας
* Σόλων (639 – 559 π.Χ.) Σημαντικός Αθηναίος νομοθέτης, φιλόσοφος, ποιητής και ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας.
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Πατέρας του, ο Εξεκεστίδης ιδιαίτερα φρόντισε για την εκπαίδευση και ανατροφή του γιού του.
Η γενιά του Σόλωνος ήταν αρχοντική άλλα η οικογένειά του δεν ήταν πλούσια. Έτσι ο Σόλων αναγκάστηκε να ακολουθήσει τον πατέρα του στο επάγγελμα του εμπόρου.
Στα νεανικά του χρόνια ο Σόλων έγραφε ερωτικά ποιήματα, στα οποία εξυμνούσε τις χαρές της ζωής και την ακολασία στον έρωτα. Μετά όμως οι στίχοι του ξέφυγαν από το περιεχόμενό αυτό και υπηρέτησαν τις πολιτικές του επιδιώξεις. Κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο η ποιητική παραγωγή του Σόλωνος ανερχόταν σε 4.000 στίχους, εκ των οποίων έχουν διασωθεί γύρω στους 300.
Ο Σόλων υπήρξε και ελεγειακός ποιητής. Έγραψε ελεγεία με τίτλο «Σαλαμίς», στην οποία προτρέπει τους Αθηναίους να ανακτήσουν το αγαπημένο τους νησί. Άλλες ακόμα ελεγείες με πολιτικό περιεχόμενο και ηθικό υπόβαθρο και κάνοντας όπλο ακριβώς αυτή τη ποίηση, ο Σόλων, έκανε την πρώτη του «εκστρατεία» εναντίον της πολιτικής ηττοπάθειας των συμπατριωτών του. Μετά τις άκαρπες προσπάθειες να ανακτήσουν τη Σαλαμίνα από τους Μεγαρείς, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να ξεχάσουν το πρόβλημα και μάλιστα ψήφισαν νόμο με τον οποίον καταδικαζόταν σε θάνατο όποιος αναφερόταν στη Σαλαμίνα.
Μην αντέχοντας αυτόν τον παραλογισμό ο Σόλων πήγε μια ημέρα στην Αγορά και, υποκρινόμενος τον τρελό, άρχισε να απαγγέλλει ένα ποίημά του στο οποίο είχε δώσει τον τίτλο Σαλαμίς. Με τους στίχους του ο «τρελός» ποιητής υπενθύμιζε στους Αθηναίους ότι η Σαλαμίνα ήταν δική τους και ότι θα έπρεπε να την ξαναπάρουν από τους Μεγαρείς.
Ο Θρ. Σταύρου μας μεταφράζει από το αρχαίο κείμενο:
[...]
Απ᾽ τη μυριάκριβη εγώ Σαλαμίνα για κήρυκας ήρθα·
δε βγάζω λόγο· στρωτό τώρα τραγούδι θα πω.
Κάλλιο ν᾽ αλλάξω πατρίδα και, αντίς Αθηναίος, Σικινίτης
ή Φολεγάντριος εγώ τότε να γίνω· γιατί
γρήγορα ο λόγος αυτός θ᾽ απλωθεί και για μένα στον κόσμο:
«Είν᾽ Αθηναίος αρνητής της Σαλαμίνας κι αυτός.»
Στη Σαλαμίν᾽ ας τραβήξουμε, για το μυριάκριβο τούτο
ν᾽ αγωνιστούμε νησί, να ξεπλυθεί πια η ντροπή.
Απ᾽ τη μυριάκριβη εγώ Σαλαμίνα για κήρυκας ήρθα·
δε βγάζω λόγο· στρωτό τώρα τραγούδι θα πω.
Κάλλιο ν᾽ αλλάξω πατρίδα και, αντίς Αθηναίος, Σικινίτης
ή Φολεγάντριος εγώ τότε να γίνω· γιατί
γρήγορα ο λόγος αυτός θ᾽ απλωθεί και για μένα στον κόσμο:
«Είν᾽ Αθηναίος αρνητής της Σαλαμίνας κι αυτός.»
Στη Σαλαμίν᾽ ας τραβήξουμε, για το μυριάκριβο τούτο
ν᾽ αγωνιστούμε νησί, να ξεπλυθεί πια η ντροπή.
Στο ακρωτήριο της Κωλιάδος (τον σημερινό Αγιο Κοσμά) ο Σόλων συγκέντρωσε μια ομάδα πολεμιστών μεταμφιεσμένων σε γυναίκες που δήθεν έκαναν θυσία στο ιερό της Δήμητρας. Υστερα έστειλε έναν έμπιστό του στη Σαλαμίνα ο οποίος, προσποιούμενος ότι τον είχαν εξορίσει οι Αθηναίοι, πληροφόρησε τους κατακτητές Μεγαρείς ότι οι Αθηναίες είχαν πάει σύσσωμες στο ιερό της Δήμητρας όπου βρίσκονταν απροστάτευτες.
Οι Μεγαρείς, λαχταρώντας τη λεία, μπήκαν στα πλοία τους και αποβιβάστηκαν κοντά στο σημείο όπου πίστευαν ότι θα έβρισκαν μόνες τους τις Αθηναίες και έπεσαν στην παγίδα του Σόλωνος. Οι Αθηναίοι αποδεκάτισαν τους Μεγαρείς και κατόπιν, μαζί με τον Σόλωνα, απέπλευσαν για τη Σαλαμίνα και την κατέλαβαν. Αλλά η διελκυστίνδα Μεγαρέων και Αθηναίων για τη Σαλαμίνα συνεχίστηκε ώσπου, με τη διαιτησία της Σπάρτης, το νησί δόθηκε επιτέλους στην Αθήνα.
__________________
* Όλα τα σωζόμενα από τα τα αρχαία κείμενα του Σόλωνα είναι δημοσιευμένα στο http://www.greek-language.gr/
Scholeio.com