Ένα μαρμάρινο τραπέζι κουζίνας, σε μαύρο χρώμα, είναι η επιφάνεια που δέχεται το βρέφος... Εκείνο, έμελλε να αναδειχθεί σ' έναν προικισμένο και ταλαντούχο ζωγράφο. Έχουν προηγηθεί ήδη τρία παιδιά στη οικογένεια Μοντιλιάνι. Η πρόσφατη γέννηση, είναι το τέταρτο και τελευταίο παιδί, τον Ιούλιο του 1884. Καλλιεργημένοι αστοί οι Μοντιλιάνι.
Η εύπορη εβραϊκή οικογένεια του Λιβόρνου στην Τοσκάνη, συχνά ταλαιπωρείται από, όχι και πολύ ευχάριστα, οικονομικά σκαμπανεβάσματα.
Ο κοινωνικός περίγυρος της εποχής χωρισμένη, οι μισοί τους έλεγαν περιφρονητικά, κρύβοντας τη ζήλια τους, τραπεζίτες του Πάπα, ή τους κατηγορούν, με καχυποψία, ότι είναι ανακατεμένοι σε πολιτικές ίντριγκες ανατροπής του Πάπα, οι άλλοι μισοί.
Το μεγάλωμα των παιδιών το αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου, η κυρία Μοντιλιάνι, καθώς ο σύζυγος, ο Φλαμίνιο Μοντιλιάνι είναι επιχειρηματίας, πολυάσχολος και απών τον περισσότερο καιρό. Η οικογένεια έχει μια επιχείρηση ξυλείας και κάρβουνου, και κάποιος πρέπει να ασχοληθεί μ' αυτήν.
Είναι η εποχή που η οικογένεια θα μπει πάλι στην εποχή των ισχνών αγελάδων και η Εουτζένια Μοντιλιάνι βλέπει τα περιουσιακά της στοιχεία, το ένα μετά το άλλο, να υποθηκεύονται. Κόρη αριστοκρατών από τη Μασσαλία, αρχίζει να εργάζεται τότε ως μεταφράστρια, κριτικός λογοτεχνίας και δασκάλα σε ιδιαίτερα μαθήματα.
Ο μικρός Ντέντο, είναι πια παιδί, ένα κακομαθημένο, ιδιότροπο αλλά όμορφο, σαν ηλιαχτίδα, σαν μια "παλλόμενη καρδιά" όπως καμαρώνει χαρούμενη η μητέρα του. Σε λίγο τα χαϊδευτικό του θα γίνει "φιλόσοφος", αποτέλεσμα της καθημερινής συναναστροφή του με τον διανοούμενο παππού του που σε κάθε τους βόλτα δεν ξεχνάει να του σπέρνει στο μυαλό τις πρώτες φιλοσοφικές ανησυχίες.
Τα πρώτα του σχέδια, ενώ είναι βαριά άρρωστος από πλευρίτιδα, είναι πεθαμένοι, μάγισσες και διάβολοι. Στο Λύκειο είναι φριχτός μαθητής με βαθμούς μόλις πάνω από την βάση, αλλά είναι πιστός εβραίος τηρώντας ευλαβικά τα τελετουργικά της θρησκείας του, όπως φρόντισε να το μάθει ο αγαπημένος του παππούς.
Ο θάνατος της αγαπημένης φίλης του Μεντέα, από μηνιγγίτιδα, θα τον τραυματίσει ανεπανόρθωτα το καλοκαίρι του 1898. Προσπαθεί να αποτυπώσει τα συναισθήματά του στον μουσαμά, όπως θα κάνει με όλα τα δράματα της υπόλοιπης ζωής του. Κάπου εδώ μέσα του γράφεται η πεποίθηση, ακόμα κι αν ακόμα ο ίδιος δεν το ξέρει, να ασχοληθεί με το πάθος του για την ζωγραφική το σχέδιο και την γλυπτική.
Πως μπορεί αυτή η μεγαλοφυΐα της ζωγραφικής να μην πιάνει ούτε τη βάση στις σχολικές εξετάσεις; Η Εουτζένια, σοφή, διορατική όπως σχεδόν κάθε μητέρα ενός μεγάλου καλλιτέχνη και δημιουργού, τον διακόπτει από το σχολείο και τον βάζει να κάνει μαθήματα ζωγραφικής με τον Γκιουλιέλμο Μικέλι, την ίδια ώρα που ο μικρός Ντέντο, άρρωστος ξανά, αυτή τη φορά από τυφοειδή πυρετό, παραληρεί: "Θέλω να ζωγραφίζω και να σχεδιάζω, Θέλω μονάχα αυτό!".
Πάει το σχολείο, πάει το άγχος των εξετάσεων, πάει η στείρα και καθοδηγούμενη γνώση, έρχεται όμως το πρώτο του ατελιέ και οι πρώτοι του θαυμαστές. Οι συνάδελφοί του υποδέχονται στο ατελιέ έναν μικροκαμωμένο φιλάσθενο νεαρό, χλωμό, με φουσκωτά κόκκινα χείλη και εγέννετο φως επί τη εμφανίσει του. Οι περισσότεροι τον θαυμάζουν αλλά δεν τον καταλαβαίνουν, καθότι κάθε θρησκεία στην αρχή της είναι μία αίρεση...
Ο δάσκαλος του πάλι και τον θαυμάζει και τον καταλαβαίνει. Ο Ντέντο, σπάει τις φόρμες και χαράζει τον ολόδικό του τρόπο στην τεχνική του σχεδίου:
Καίει κάποιο μέρος του χαρτιού και χρησιμοποιεί το μαύρισμα ως ενδιάμεσο τόνο.
Κανείς φυσικά δεν είναι διατεθειμένος να σπάσει καμία φόρμα και να προδώσει τις υπάρχουσες ιδέες του πειραματιζόμενος με καμμένα χαρτιά. Μα τι θράσος είχε αυτός ο νεαρός ! Εκείνος όμως δεν νοιάζεται για τίποτα, αφήνεται σ' αυτό το ένστικτο που οδηγεί το χέρι του...
Πρώτα γράφεται στην Ελευθέρα Σχολή Μελέτης Γυμνού (Scuola libera di Nudo) της Φλωρεντίας. Ένα χρόνο αργότερα, σε ηλικία 18 ετών, συνεχίζει τα μαθήματα ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών της Βενετίας, όπου εμβάθυνε στην ιστορία της τέχνης.
Εκεί αρχίζει και η σχέση του με τα ναρκωτικά (χασίς). Τρία χρόνια έζησε εκεί, σπουδάζοντας και βελτιώνοντας την τεχνική του στη ζωγραφική. Η ανάγνωση έργων του Νίτσε τον οδηγεί να πιστεύει ότι...
Ο μόνος δρόμος για την αληθινή δημιουργικότητα είναι μέσω της ανυπακοής
και της αταξίας.
Το κέντρο του Λιβόρνου είναι όμορφο τα καλοκαίρια, κι ακόμα πιο όμορφες οι Κυριακές που κάνει βόλτες με τους φίλους του, μιλάει συνεχώς για τις γυναίκες, κοκκινίζει εύκολα και φυσικά ζωγραφίζει αδιάκοπα έργα που λίγα χρόνια μετά θα τα καταστρέψει ολοσχερώς.
Σιχαίνεται τις μαρκίζες, τις σχολές και τα ρεύματα. Δεν θέλει να είναι ούτε ιμπρεσιονιστής*, ούτε ντιβιζιονιστής*, όμως θέλει να είναι όλα... και τίποτα. Ο εξευγενισμένος τρόπος ζωγραφικής, που έτσι κι αλλιώς δεν ταιριάζει με τον πρώιμα ταραχώδη χαρακτήρα του, του προκαλεί αναγούλα. Δεν εμφανίστηκε στη ζωγραφική για να ανήκει σε κάποιο ρεύμα. Εμφανίστηκε για να γίνει μοναδικός. Ή αυτό ή τίποτα.
Τον έλκει ο δρόμος, ο υπόκοσμος, οι μυρωδιές των λαϊκών γειτονιών, οι άστεγοι, οι ζητιάνοι, όλοι οι καταπιεσμένοι, τον έλκει ένας κόσμος που τελικά τον εμπνέει για να ζωγραφίσει. Τα πρόσωπα αυτών των ανθρώπων, η δυστυχία που ήταν χαραγμένη επάνω τους, είναι η έμπνευση του για να συγκατοικήσει στο Σαν Μάρκο, μια λαϊκή συνοικία, παρέα με δύο συναδέλφους του. Η μοιραία σύμπτωση είναι, ότι ο ζωγράφος που είχε αυτό το μοιραίο ατελιέ πέθανε από φυματίωση, όπως και ο Ντέντο είκοσι χρόνια μετά.
Ο Μοντιλιάνι ίσως από ματαιοδοξία, όπως και όλοι οι καλλιτέχνες, δεν νοιάζεται για την πορεία της υγείας του. Αρρωσταίνει πάλι από πλευρίτιδα.... Ετοιμάζει τις βαλίτσες του και ξεκινάει για την Νάπολη για να γνωρίσει τους νέους ήρωες των μουσαμάδων του.
Τα Μουσεία, τ' αριστουργήματα της κλασικής τέχνης, οι καινούργιοι άνθρωποι, ο ήλιος η ζέστη είναι τα θαυματουργά "φάρμακα" για τον Ντέντο που αναρρώνει γρήγορα. Νάπολη, Πομπηία, Τόρε ντελ Γκρέκο, Κάπρι.
Στη Βενετία ζωγραφίζει πορτρέτα, συνήθως αγνώστων κυριών, κάνει βόλτες με τους φίλους του στα καφέ, επισκέπτεται μουσεία και μπουρδέλα που τα θεωρεί σπουδαιότερους χώρους μάθησης από κάθε ακαδημία και κάνει τους πρώτους σοβαρούς πειραματισμούς του στην γλυπτική.
Η πιο σοβαρή του αγωνία όμως είναι η ζωγραφική.
Η ανησυχία του στον μουσαμά θα είναι πάντα το δίλημμα γραμμή-όγκος, αλλά η πρόοδος του στην επιλογή των χρωμάτων (μονοχρωματισμός ελαφρύς και λαμπερός) είναι εμφανής στα έργα της εποχής του στη Βενετία. Ο ρατσισμός των Βιενέζων, που τον αντιμετωπίζουν σαν επαρχιώτη, του είναι τόσο επώδυνος ώστε την ώρα που οι συνάδελφοι του δημιουργούν, εκείνος σκέφτεται να πάει για πάντα, να "εξοριστεί, στο Παρίσι. Έπειτα από την καταστροφή των έργων του θέλει τώρα να καταστρέψει και ό,τι του πρόσφερε η Βενετία.
Βρίσκεται στο Παρίσι τον χειμώνα του 1906, μόνος, με την λαχτάρα να γνωρίσει από κοντά τον περίφημο παρισινό καλλιτεχνικό κόσμο και τους καλλιτέχνες που θ' αλλάξουν τον ρου στην ιστορία της Τέχνης. Είναι πια 21... Είναι καλλιτέχνης, είναι επαναστάτης, αλλά και... αστός. Το δείχνει με το κοτλέ κοστούμι του και το κόκκινο φουλάρι του... παρέα με τους ποιητές, τους μουσικούς και τους ζωγράφους, του προχωρημένου πολυπολιτισμικού Παρισιού που λάμπει και που του υπόσχεται μια καινούργια καλλιτεχνική ζωή...
Αρχικά μένει σε ένα ξενοδοχείο στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα, ενώ σύντομα μετακομίζει στη Μονμάρτρη, τη συνοικία του Παρισιού που συγκέντρωνε τους περισσότερους καλλιτέχνες, και αποτελούσε το επίκεντρο της αβάν γκαρντ.
Ο κύκλος του αποτελείται από τα μεγαλύτερα ονόματα της καλλιτεχνικής σκηνής, όπως ο Πικάσο και ο Ντιέγκο Ριβέρα.
Με τον Πικάσο κάνουν για λίγο παρέα, αλλά σύντομα ο ανταγωνισμός και η φήμη θα μπουν εμπόδιο στην επικοινωνία τους. Υπάρχουν άσχημες φήμες, που λένε πως ο Πικάσο δεν μπορεί να επικοινωνήσει μαζί του και ενοχλείται με το πρόβλημα αλκοολισμού του. Άλλες πιο κακεντρεχείς φήμες ή πιο αξιοπρεπείς, αναφέρουν τη ζήλεια του Πικάσο για τις ατελείωτες ερωτικές επιτυχίες του Μοντιλιάνι.
Είναι αλήθεια ότι ο Ντέντο αρέσει τρελά στις γυναίκες, τι κι αν πίνει πολύ ! Αναζητάει να απεικονίσει το μη πραγματικό, το υποσυνείδητο των μοντέλων του και μ' αυτή την αγωνία του, προδίδει τον λόγο που η ανακατωμένη του ψυχή αναζητά να αναπαραστήσει, τις εξίσου ανακατωμένες ψυχές των μοντέλων αυτών.
Δεν υπήρξε ποτέ θρήσκος αλλά διαβάζοντας τα βιβλία του φίλου και κολλητού του, Μαξ Ζακόμπ, ομολογεί πως αντιλήφθηκε "...τους θρησκευτικούς μύθους που ενέπνεαν και ερέθιζαν την φαντασία..."
Συνεχίζει με φανατισμό να καλλιεργεί την οικογενειακή φήμη του πλούσιου αστού, ενδιαφέρεται για τα ρούχα του, να είναι κομψά, τρώει σε πολυτελή ρεστοράν, επισκέπτεται μουσεία, την όπερα και το θέατρο.
Οι πηγές, των χρημάτων που ξοδεύει, είναι δύο. Η πρώτη πηγή είναι η μητέρα Μοντιλιάνι που του στέλνει ότι μπορεί και η δεύτερη, η κληρονομιά ενός θείου του. Τα χρήματα σύντομα όμως εξαντλούνται. Το κοινόβιο στο Λε Μπατό Λαβουά (Le Bateau-Lavoir), για τους αδέκαρους καλλιτέχνες, ήταν ότι έπρεπε για τότε. Τρία χρόνια περνάνε ζωγραφίζοντας έντονα, αλλά και με καταχρήσεις και αλκοόλ.
Ταξιδεύει στην Αγγλία, ψάχνει χρήματα... Ο Νόντε που μέχρι τότε, είχε γνωρίσει μόνο αγοραίο έρωτα, τώρα έχει τον πρώτο σοβαρό έρωτα της ζωής του. Γνωρίζει την πανέμορφη Μοντ Αμπραντέ και σχέση τους οδηγεί σε εγκυμοσύνη... Το παιδί του δεν θα το γνωρίσει ποτέ και αυτό που θα του μείνει είναι μονάχα ένα πορτραίτο, το δικό της. Η Αμπραντέ φεύγει για τη Αμερική και χάνονται τα ίχνη της.
Ο Μοντιλιάνι δεν θέλει τα έργα του να ανήκουν σε κάποιο καλλιτεχνικό ρεύμα, θέλει να είναι μοναδικά... Με τον φίλο του, επίσης ζωγράφο, Μωρίς Ουτριγιό, του άρεσε να κουβεντιάζουν για τον κυβισμό* και τον φοβισμό*, μοιράζονται τις καλλιτεχνικές τους λαχτάρες, αλλά και την αγάπη τους για το ποτό... ο Πικάσο χαρακτηριστικά έλεγε ότι «αρκούσε να περάσεις δίπλα από τον Ουτριγιό για να μεθύσεις». Μαρτυρίες αναφέρουν ότι τους δύο ζωγράφους τους πέταγαν έξω από τα μπαρ τύφλα στο μεθύσι, ενώ ο Αμαντέο απήγγελλε Δάντη και ο Μωρίς πέταγε τα ρούχα του στο δρόμο. Στα πάρτι της καλλιτεχνικής τρελοπαρέας στα ατελιέ, ανάβουν φωτιές, πίνουν ακατάπαυστα και ο Μοντιλιάνι ωχρός και αδύνατος σαν φάντασμα, κάθεται πάντα στην είσοδο και προσφέρει στον κάθε καλεσμένο ένα χάπι χασίσι.
Ένας άλλος φίλος του απορεί: "...ήταν αριστοκράτης, είχε καλούς τρόπους και ακριβά γούστα. Ενώ αγαπούσε το πλούτο, την χλιδή, τα ωραία ρούχα, έζησε μέσα στη φτώχεια. Τι σπρώχνει αυτό τον άνθρωπο να γίνει μάρτυρας και να βάλει τον εαυτό του σε τόσο μεγάλες δοκιμασίες ; Γιατί επιλέγει μια ζωή κόντρα στην ιδιοσυγκρασία του ;"
Η άσχημη οικονομική του κατάσταση, τον ανάγκασε να επιστρέψει για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στην πατρίδα του, το Λιβόρνο.
Θα γυρίσει όμως πάλι στο Παρίσι για να εγκατασταθεί μόνιμα πλέον το 1909. Επιλέγει την συνοικία Μονπαρνάς, λόγω των χαμηλών ενοικίων των κατοικιών.
Στην πρώτη του επίσημη εμφάνιση στο "Σαλόνι των Ανεξάρτητων" εκθέτοντας δέκα έργα του, ελαιογραφίες και σχέδια, επηρεασμένος από τις πρώτες ευνοϊκές κριτικές, γράφει ενθουσιασμένος στη μητέρα του: "Τους ταρακούνησα!"...
Όμως το καλλιτεχνικό Παρίσι παραμένει επηρεασμένο από την "νέγρικη τέχνη", δείχνει ότι ακόμα δεν μπορεί να καταλάβει...
Αν ταρακουνήθηκε όμως κάποιος, αυτός είναι ο ίδιος... που απογοητεύεται, δεν γουστάρει πια τον κυβισμό και την αθλιότητα των χρωμάτων του, δεν γουστάρει τα παιχνίδια διαπλοκής καλλιτεχνών, κριτικών και εμπόρων τέχνης, δεν γουστάρει καμία επιτυχία ως αποτέλεσμα συμβιβασμού με αξίες και ιδέες που δεν αναγνωρίζουν την μεγαλοφυΐα του.
Η γνωριμία του με τον Ρουμάνο γλύπτη Κονσταντίν Μπρανκούζι, είναι καθοριστική, στο εργαστήριο του και με την καθοδήγησή του, ο Μοντιλιάνι αφοσιώνεται στη γλυπτική.
Η τέχνη αυτή τον απορρόφησε τόσο που εγκαταλείπει σχεδόν ολοκληρωτικά την ζωγραφική για έξι ολόκληρα χρόνια ως το έτος 1915. "Νόμιζα πως ήμουν ζωγράφος, αλλά είμαι γλύπτης..." εκμυστηρεύεται.
Πέφτει με τα μούτρα στη γλυπτική λαξεύοντας επί ώρες πέτρες που τις μεταμορφώνει σε αριστουργήματα. Γυρίζει στις οικοδομές, φορτώνει το καροτσάκι του πέτρες, της κουβαλάει ολομόναχος στο ατελιέ του και ξεκινάει να σμιλεύει.
Κεφάλια παράξενα, με πρόσωπα επιμηκυμένα, όπως στην ζωγραφική του, μύτες κοφτερές και χαρακτηριστικά τραβηγμένα σαν ανταγωνίζονται να εκφράσουν τα συναισθήματα τους δείχνοντας την διαφορετική όψη της πραγματικότητας του αληθινού κόσμου. Στη μανία του για δημιουργία, αδιαφορεί για την σκόνη και τα θραύσματα από τα μάρμαρα που επιδεινώνουν την κατάσταση των ήδη ταλαιπωρημένων του πνευμόνων.
Η γειτονία με τη Ρωσίδα ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα που μόλις έχει παντρευτεί, στα 21 της χρόνια και βρίσκεται στο Παρίσι σε μήνα του μέλιτος θα είναι μοιραία, καθώς μένουν σε διαμερίσματα του ίδιου κτιρίου. Της γράφει ερωτικά γράμματα και εκείνη του απαντάει "Διασκεδάζω όταν είσαι μεθυσμένος και από τις ιστορίες σου δεν βγαίνει νόημα".
Ο ανυποψίαστος σύζυγος δίνει διαλέξεις στην Σορβόννη την ίδια ώρα που η σύζυγος κάνει έρωτα με τον Ντέντο και που ποζάροντας του, υπογράφει συμβόλαιο με την αθανασία. Ο θυελλώδης έρωτάς τους διαρκεί ένα χρόνο περίπου, καθώς τα βίαια ξεσπάσματα του Μοντιλιάνι την οδηγούν να επιστρέψει στον σύζυγό της.
Εκείνος γίνεται όλο και πιο ιδιόρυθμος, πικρόχολος και επιθετικός με τους ανθρώπους, όμως δουλεύει ακατάπαυστα.
Τρώει λίγο δεν κοιμάται καθόλου. Με τις πρώτες παραγγελίες γλυπτών που παίρνει, όπως είναι βυθισμένος στην καλλιτεχνική του απόγνωση, παίρνει και μια ανάσα...
Δεν προλαβαίνει όμως να χαρεί και πέφτει στο κρεβάτι βαριά άρρωστος, από την αναιμία. Φεύγει για το Λιβόρνο και θα είναι η τελευταία φορά. Φτιάχνει καινούργια γλυπτά... κι όταν ρωτάει τους παλιούς του φίλους που θα μπορεί "να ακουμπήσει" όλα αυτά τα γλυπτά, οι αγαπημένοι φίλοι του του προτείνουν... "να τα πετάξει στο νερό στο κανάλι των Ολλανδών!".
Τα έργα που σώζονται είναι ελάχιστα, τα περισσότερα τα κατάστρεψε ο ίδιος...
Όσα όμως σώθηκαν όμως είναι θαυμάσια ! Επηρεάστηκε από την πρωτόγονη τέχνη της Αφρικής και της Καμπότζης. Αν και μια σειρά γλυπτών του εκτέθηκε στο Φθινωπορινό Σαλόνι του 1912, εγκατέλειψε ξαφνικά τη γλυπτική και στράφηκε πλήρως στη ζωγραφική. Ο Μοντιλιάνι δεν έγινε ευρέως γνωστός ως γλύπτης.
Ξανά στο Παρίσι, απογοητευμένος. Για να εξασφαλίζει το αλκοόλ της ημέρας, έμπαινε σε ένα καφέ κρατώντας χαρτί και μολύβι, ζωγράφιζε επιτόπου τα σχέδια του και τα αντάλλασσε με μερικά ποτήρια κρασί. Κλεισμένος στο ατελιέ του συνεχίζει να ζωγραφίζει... και ερωτεύεται παράφορα την αγγλίδα ποιήτρια Μπίατρις Χέιστινγκς... και είναι αυτή που τον σπρώχνει ξανά στο ποτό και στα ναρκωτικά... και χαράζει το κρεβάτι της μια ακόμα φορά όπως συνήθιζε να κάνει όταν έριχνε έναν άντρα.
Εκείνος την καταγγέλλει για ανθρωποφάγο: "Ήθελε μόνο να μου φάει τα αρ..... "
Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μοντιλιάνι προσπάθησε να καταταγεί στον στρατό αλλά δεν στρατεύεται τελικά λόγω της επιβαρυμένης υγείας του.
Όλο το σύμπαν πολεμάει στα χαρακώματα του αυτού του Πολέμου και κείνος, "απαλλαγμένος", για λόγους υγείας ;
Πίνει όλο και περισσότερο. Βουτηγμένος στις τύψεις επειδή δεν μπορεί να υπερασπιστεί μια πατρίδα, που έτσι κι αλλιώς δεν είναι δική του, προσπαθεί να εξιλεωθεί ζωγραφίζοντας μανιωδώς.
Συμμετέχει σε μερικές συλλογικές εκθέσεις και μια νεαρή από το Κεμπέκ που θα βρεθεί στο κρεβάτι του ισχυρίζεται πως κουβαλάει μέσα της το παιδί του... Ο Μοντιλιάνι δεν θα το αναγνωρίσει ποτέ.
Τα επόμενα πέντε ίσως να είναι τα πιο παραγωγικά του χρόνια, από το 1915 έως το 1920, πάνω από τριακόσιοι πίνακες έχουν την υπογραφή του.
Τέσσερα χρόνια πριν πεθάνει θα δει για μια και μοναδική φορά τα έργα του να εκτίθενται στην γκαλερί Μπερτ Βέιλ, σε μια έκθεση που οργανώνει προς τιμήν του ο έμπορος τέχνης και θαυμαστής του Λέοπολντ Ζμπορόφσκι.
Στις 3 Δεκεμβρίου 1917, στην γκαλερί Berthe Weill έγιναν τα εγκαίνια της πρώτης — και τελικά μοναδικής όσο ζούσε — ατομικής έκθεσής του.
Τις αίθουσες της γκαλερί κοσμούσαν γυμνά μεγάλου μεγέθους κι ένα από αυτά τοποθετήθηκε στη βιτρίνα. Η έκθεση έλαβε μεγάλη δημοσιότητα και προκλήθηκε κοσμοσυρροή. Τα γυμνά πορτρέτα του, αναστατώνουν την κοινωνία του Παρισιού... Η αστυνομία λόγω του σκανδάλου που προκύπτει αναγκάζεται να απαγορεύσει την έκθεση.
Η αστυνομία θα απαιτήσει την αποκαθήλωση των γυμνών πορτραίτων επειδή προσβάλλουν τη δημοσία αιδώ, αλλά το σημαντικό είναι η επιδείνωση της υγείας του.
Το 1918, τέταρτη χρονιά του πολέμου, η ζωή έγινε πολύ δύσκολη στο Παρίσι λόγω της έλλειψης τροφίμων και ηλεκτροδότησης και του φόβου των αεροπορικών βομβαρδισμών.
Άφραγκος και απελπισμένος. Οι δεκάδες επιστολές του στον πλούσιο φίλο του Ζμπορόφσκι είναι σχεδόν ίδιες...
"Στείλτε μου γρήγορα τα χρήματα...", "Έχω μείνει αδέκαρος...", '"Είμαι εντελώς απένταρος, βρίσκομαι σε τέλμα, καταλαβαίνετε...;", "Έλαβα τα πεντακόσια φράγκα σας ευχαριστώ...", "Ευχαριστώ για τα χρήματα...", Ευχαριστώ για τα πεντακόσια φράγκα και κυρίως ευχαριστώ για την προθυμία...".
Ο 33χρονος Μοντιλιάνι αποφάσισε να φύγει μαζί με τη νέα του αγαπημένη, τη 19χρονη σπουδάστρια τέχνης Ζαν Εμπιτέρν (Jeanne Hébuterne).
Στο λαμπερό φως της Κυανής Ακτής, όπου κατέφυγαν, ο Μοντιλιάνι ζωγράφισε τους πιο δημοφιλείς και ακριβοπληρωμένους πίνακές του. Τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του ο ζωγράφος έφτιαξε 25 πορτρέτα της ντροπαλής, μελαγχολικής και πανέμορφης Ζαν.
Η οικογένεια της Ζαν ήταν καθολική και πολύ συντηρητικοί άνθρωποι. Αντιμετώπιζαν τον Εβραίο και τυχοδιώκτη Μοντιλιάνι, ως έναν απένταρο μεθύστακα, που θα παρέσυρε την κόρη τους στην ακολασία της μποέμικης ζωής του Παρισιού.
Η Ζαν δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να πάρει την απόφασή της. Έφυγε απ’ το σπίτι της, για να ζήσει τον απόλυτο έρωτα, όπως ένιωθε πως ήταν γι αυτήν...
Στις 29 Νοεμβρίου 1918 η Ζαν γεννάει την κόρη τους, η οποία πήρε το όνομά της (1918-1984). Επιστρέφοντας στο Παρίσι δεσμεύεται γραπτώς -είναι 7 Ιουλίου 1919- ότι η κυρία Εμπιτέρν θα γίνει γυναίκα του.
Παρά τα αυστηρά ήθη της εποχής, το καλλιτεχνικό ζευγάρι δεν παντρεύεται ποτέ. Οι κακές γλώσσες ρωτάγανε πόσο να είχε πιει και ότι τέτοιες δεσμεύσεις δεν ίσχυαν από έναν τόσο ασταθή χαρακτήρα. Τίποτα από αυτά δεν είχε σημασία. Ο Μοντιλιάνι δεν πρόλαβε να παντρευτεί την αγαπημένη του Ζαν ούτε να αναγνωρίσει νόμιμα τον καρπό της σχέσης τους.
Η μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία των έργων του στο Λονδίνο έρχεται πάρα πολύ αργά.
Ο τελευταίος του πίνακας είναι η προσωπογραφία του Έλληνα μουσικού Μάριου Βάρβογλη και η τελευταία επιστολή που στέλνει έχει φυσικά παραλήπτη την μητέρα του.
"Αγαπητή μαμά, Σου στέλνω μια φωτογραφία. Λυπάμαι που δεν έχω φωτογραφία της κόρης μου. Σκέπτομαι ίσως για την άνοιξη, ένα ταξίδι στην Ιταλία"
Είναι άρρωστος και δουλεύει. Φιλάει τη γυναίκα του, ήρθε το τέλος. Το νιώθει, το λέει από μόνος του, δεν χρειάζεται να του πουν. Οι φίλοι του που έχουν μέρες να τον δουν έχουν ανησυχήσει... Πηγαίνουν στο σπίτι του και τον βρίσκουν άρρωστο στο κρεβάτι, να παραληρεί απ’ τον υψηλό πυρετό....
Βράδυ Σαββάτου, ο Μοντιλιάνι τελειώνει την δύσκολη πορεία του, στο νοσοκομείο. Κατά την ώρα της μεταφοράς του μουρμουρίζει "Αγαπημένη Ιταλία..."
Ήταν 24 Ιανουαρίου του 1920, ο ζωγράφος που έλεγε «θα ήθελα η ζωή μου να ήταν σαν πλουσιοπάροχο ποτάμι που κυλάει χαρμόσυνα πάνω στη γη» πέθανε στο Παρίσι, σε ηλικία 36 ετών, από φυματιώδη μηνιγγίτιδα, στο νοσοκομείο Σαριτέ.
Κηδεύτηκε με την μεγαλοπρέπεια που του άξιζε, ως γνήσιος μεγαλοαστός. Στην κηδεία του στο Κοιμητήριο Περ Λασέζ (Père Lachaise) παρευρέθηκε ένα τεράστιο πλήθος κόσμου. Στον τάφο του, κάτω από τις ημερομηνίες γέννησης και θανάτου γράφει... "Ο θάνατος τον χτύπησε την στιγμή που κατακτούσε την δόξα".
Την επόμενη μέρα η σύντροφός του, Ζαν, αυτοκτόνησε πέφτοντας από το παράθυρο του του διαμερίσματός τους στον πέμπτο όροφο, μην αντέχοντας τον θάνατό του, ενώ είναι εννέα μηνών έγκυος στο δεύτερο παιδί τους. Έχει ζητήσει να την θάψουν δίπλα του, αλλά η τελευταία της επιθυμία δεν γίνεται πραγματικότητα, αφού η οικογένειά της θεωρούσε τον Μοντιλιάνι υπεύθυνο για τον θάνατο της κόρης τους, γι’ αυτό και η Ζαν ενταφιάστηκε σε διαφορετικό νεκροταφείο από τον Εβραίο σύντροφό της...
Ένας από τους πιο αγαπημένους φίλους του Μοντιλιάνι έγραψε πως σε μια από τις τελευταίες του νύχτες, πριν πεθάνει, ο ζωγράφος θέλησε να βγει μια βόλτα στο χειμερινό Παρίσι, διαισθανομένος ίσως πως θα είναι η τελευταία του.
Στα Παρισινά σοκάκια, η παρέα ήπιε, μέθυσε και υπό την απειλή μιας φοβερής καταιγίδας που πλησίαζε, ο αγέρας είχε αρχίσει κιόλας να λυσσομανάει, αποφάσισαν να περάσουν το βράδυ τους στο σπίτι ενός από την παρέα για να συνεχίσουν το πιόμα και το γλέντι. Καθώς όμως έφτασαν στην είσοδο του σπιτιού, ο Μοντιλιάνι αρνήθηκε να ανεβεί. Κάθισε εκεί στο πεζοδρόμιο, στην παγωνιά, μέχρι τα μεσάνυχτα και ξάφνου άρχισε να παραληρεί και να βρίζει οργισμένος. Τα είχε βάλει με το κόσμο όλο, μα πιο πολύ με τους φίλους του που είχαν αρνηθεί να τον συντροφεύσουν σε εκείνο το παράξενο ξενύχτι του στο παγκάκι. Κι εκείνη τη νύχτα Μάταια τον παρακαλούσαν να πάει μαζί τους. Έμεινε εκεί ολομόναχος, στην παγωνιά, και ο φίλος αυτός, που διηγείται την ιστορία, έγραψε πως το μοναδικό πράγμα που έβγαινε από το στόμα του καθόλη την διάρκεια αυτού του μοναχικού του παραληρήματος ήταν η φράση "Όχι φίλους, δεν θέλω φίλους".
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
* Ιμπρεσιονισμός
Αναπτύχθηκε γύρω στα 1870, στη Γαλλία και προέρχεται από τη λέξη “Impressionism” που σημαίνει “εντύπωση”. Χαρακτηρίζει την καμπή στη ζωγραφική και την μετάβαση από το αντικειμενικό στο υποκειμενικό. Ο καλλιτέχνης αποτυπώνει υποκειμενικά το θέμα, σύμφωνα με την εντύπωση που του προκαλεί εκείνη τη στιγμή. Κύρια χαρακτηριστικά του ιμπρεσιονισμού είναι τα ζωντανά χρώματα, κυρίως με χρήση των βασικών χρωμάτων, έμφαση στην αναπαράσταση του φωτός, μικρές και συχνά εμφανείς πινελιές, σπάνια χρήση του μαύρου χρώματος και για πρώτη φορά η ζωγραφική σε ανοιχτούς χώρους (en plein air), γεγονός που ευνοήθηκε από την ανακάλυψη των προ-επεξεργασμένων χρωμάτων. Από τους κύριους εκφραστές είναι: Corot, Monet, Sisley, Renoir, Pissarro, Hokusai, Gustave Caillebotte, Toulouse-Lautrec
* Ντιβιζιονισμός ή Πουαντιγισμός
Καλλιτεχνικό ρεύμα που ξεκίνησε γύρω στα 1885, στη Γαλλία, από το ζωγράφο Seurat ο οποίος θέλησε να μελετήσει το χρώμα και εφαρμόσει επιστημονικά τον ιμπρεσιονισμό. Δημιούργησε ένα είδος ζωγραφικής με το οποίο μικρές κουκίδες καθαρού χρώματος αναμειγνύονται για να δώσουν ένα συγκεκριμένο χρώμα, π.χ. κουκίδες κίτρινου και μπλε δίνουν πράσινο χρώμα. Από τους κύριους εκφραστές είναι: Georges Seurat, Paul Signac
* Κυβισμός
Αναπτύχθηκε λίγο πριν το 1910 στο Παρίσι. Οι ζωγράφοι προσπαθούσαν να αποτυπώσουν απόψεις του θέματος από διαφορετικές γωνίες, με διαιρέσεις και επανασυνθέσεις αντικειμένων σε πιο αφηρημένες μορφές. Είναι από τα πιο δυσνόητα έργα και χρειάζεται εμπειρία και προσοχή για να αξιολογηθούν.
Από τους κύριους εκφραστές είναι: Georges Braque, Pablo Picasso
* Φωβισμός
Εμφανίστηκε γύρω στο 1905 στη Γαλλία και είχε πολύ μικρή διάρκεια ζωής. Η έννοια φωβισμός προέρχεται από τη γαλλική λέξη “fauve” που σημαίνει αγρίμι και δεν θα πρέπει να συγχέεται με την ελληνική λέξη “φόβος”. Η ονομασία δόθηκε σε μια ομάδα καλλιτεχνών της εποχής που ζωγράφιζαν με μια αγριότητα. Τα έργα χαρακτηρίζονται από την απλότητα στις μορφές και στα έντονα χρώματα που απλώνονται πλακάτα, με ελεύθερη πινελιά στον καμβά. Συνθέσεις συχνά με έντονα περιγράμματα και έλλειψη προοπτικής. Από τους κύριους εκφραστές είναι: Matisse, Derain
____________________________________________________________
Οι σημειώσεις για τα ρεύματα στη ζωγραφική είναι από www.krionas.com/
Scholeio.com