Ηράκλειτος, Για μια Κοινωνία Αξιών


H φύση αγαπά τις αντιθέσεις και ξέρει να χειρίζεται τη σύνθεση τους για να παράγει την αρμονία.
Αυτή όμως, η κερδισμένη μ' αντίτιμο τη σύγ­κρουση, ενότητα διατηρείται ως ένταση μεταξύ αντίρροπων στοιχείων, που τείνουν συνεχώς να
αποχωρισθούν το ένα από

το άλλο ή να αλληλοκαταστραφούν.

Ηράκλειτος,  Ο πόλεμος και η αρμονία των αντιθέτων 

Δυνατός στο πνεύμα, αιρετικός κι εγωιστής, υπήρξε ένας φιλόσοφος αυτοδημιούργητος, αυτοπροσδιοριζόμενος, αναρχοαυτόνομος, θιασώτης της έρευνας της απροσδιοριστίας και υπέρμαχος της έννοιας του ανώτερου ανθρώπου, και όχι του υπερανθρώπου όπως τον φαντάστηκε ο Νίτσε. Ένας Νίτσε που όταν άκουγε για Ηράκλειτο ξέχναγε τις αμαρτωλές σκέψεις του για γυναίκα του Βάγκνερ.
   Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αξία από το να κάνεις επανάσταση μέσα στους επαναστάτες, θα έλεγε αν ζούσε ο λύκος της Εφέσου, ο φιλόσοφος Ηράκλειτος. 
   Επίκαιρη και ενδιαφέρουσα, περισσότερο από ποτέ, η ζωή του. 
   Μια ζωή όχι στρωμένη με λουλούδια και λόγια ξύλινα αλλά με φωτιά και σίδερο, όπως εξελισσόταν στα χρόνια του χάους και της αναρχίας την εποχή της δημοκρατίας της Εφέσου.
   Να δούμε όμως τι είπε, τι εννόησε και από τι αυτοφλεγόταν...
   Να δούμε ποιοι και γιατί δεν τον κατάλαβαν και τον είπαν σκοτεινό και αντιδημοκράτη, και σαφώς τον αδίκησαν και τον υποβάθμισαν. 
Ας αποπειραθούμε λοιπόν να σκιαγραφήσουμε τον μεγάλο αυτόν επαναστάτη.


 Ένας φιλόσοφος επαναστάτης

   Ο Ηράκλειτος γεννήθηκε στην Έφεσο κατά το 544, που ήταν αποικία Αθηναίων, πρώην Δωριαίων εκ του πρώτου βασιλιά τους Λέλεγα που αναμίχτηκαν με ντόπιους Κάρες, αν και επιδράσεις Κρητών στα παλαιότερα χρόνια δεν πρέπει να αποκλείονται. 

   Ο πατέρας του ήταν ιεροφάντης των Ελευσινίων και κρατούσε από τη γενιά του τελευταίου βασιλιά των Αθηνών, του Κόδρου, επομένως ο Ηράκλειτος προκύπτει συγγενής του Σόλωνα (και εμμέσως του Πεισίστρατου). 
   Ξέρουμε ότι είχε έναν μικρό αδελφό που του μετέγραψε την περιουσία του όταν αεισοικτίρισε (εκ του αεί σε οικτίρω – σε απαξιώ δια παντός και σε λυπάμαι) τους «τιποτένιους» όπως χαρακτήρισε τους ...   συμπατριώτες του, καίγοντας τα γραφτά του και φεύγοντας προς το βουνό για να ζει σαν ερημίτης, την εποχή της δημιουργίας της δημοκρατίας της Έφεσου. 

   Την εποχή που η Ιωνία πιεζόταν από την εξουσία των Περσών και την καταπίεση των ντόπιων τυράννων της, δωσίλογων κι εγκάθετων του κοσμοκράτορα Δαρείου, κάποιοι στις Ιωνικές πόλεις είχαν φλογιστεί για την αρχή της φύσης των πραγμάτων. 

Ο Αναξίμανδρος μιλούσε για μια δημιουργική ουσία «άπειρη», με την έννοια του απείρου ως «απροσδιόριστο» και όχι ως απεριόριστο όπως συχνά μεταφράζεται από κάποιους που ξεχνούν ότι οι Ίωνες το σύμπαν το θεωρούσαν κλειστό, ένα και περιχαρακωμένο (έν το παν). 

          Το ά-πειρον του Αναξίμανδρου είναι ουσία αείζωος που δεν έχει αποκτήσει πείρα εκ             της πυράς, η οποία ανακυκλώνεται αποκτώντας εξ αυτής την εμπειρία. 
          Κρατήστε το αυτό ως υποσημείωση και θα το συναντήσουμε πιο κάτω στον
          Ηράκλειτο.  Χωρίς τον Αναξίμανδρο, τον οποίο ο Ηράκλειτος δείχνει ότι είναι ένας 
          από τους λίγους που σέβεται, δεν γίνεται κατανοητή η θεωρία του Εφέσιου, την
          οποία κάποιοι την εξέτρεψαν λέγοντας πως είπε ότι «τα πάντα ρει», πράγμα που το
          είπε μεν αλλά είναι επουσιώδες.  Οι Ίωνες ως τον Ελεάτη Παρμενίδη πίστευαν όλοι 
          στη μεταβλητότητα.

Ο Ηράκλειτος, συνεχίζοντας τη θεωρία του Αναξίμανδρου ή μάλλον πατώντας και άθελά του ακόμα πάνω σε αυτήν, μετά την εκλαΐκευσή της από τον Αναξιμένη ο οποίος όρισε το άπειρο - απροσδιόριστο ως αιθερικό στοιχείο, την πήγε προς τη θερμική ενέργεια. 

   Αρχή του γίγνεσθαι της φύσης κατά τον Εφέσιο είναι ένα «αείζωον ευγενές πυρ» που μεταστοιχειώνεται από το απροσδιόριστο αιθέριο λεπτό στοιχείο σε υδαρές απτό και προσδιοριζόμενο που φτιάχνει τις μορφές. Ο Ηράκλειτος εδώ παρουσιάζεται σαν μια συνέχεια του Θαλή, του Αναξίμανδρου και του Αναξιμένη.

   Η ελληνική φιλοσοφία αποτελεί μια συνέχεια, μην ακούτε αυτά που λέγονται ότι ο κάθε φιλόσοφος είπε διαφορετικά τη βασική ουσία. 
   Όλοι αναφέρονται σε εξελικτικά της στάδια, από το Υπάρχειν (Αναξίμανδρος), στο Γίγνεσθαι (Ηράκλειτος), στο Φαίνεσθαι (Πυθαγόρας), στο Είναι (Παρμενίδης). 

Ο Ηράκλειτος, όμως, θεωρεί ότι ο  Πυθαγόρας  εξέτρεψε τη σκέψη και κομίζει αλλότριες ιδέες: 

Η αρμονία σου είναι επιφανειακή, φαινομενική, πίσω είναι ένα χάος και πίσω από χάος υπάρχει κρυμμένη η αρμονία, του λέει. 

   Πυθαγόρας και Ηράκλειτος βρίσκονται απέναντι, και παρέα με τον Ηράκλειτο τιθέμενος όρθιος παρά το πλευρό του βρίσκεται ένας άλλος γίγαντας της σκέψης, ο Ξενοφάνης, περιπαίζοντας τον Πυθαγόρα και αυτός για τη μετεμψύχωση. 
   Αλλά δίπλα στον Πυθαγόρα θα κάτσει αργότερα ο Πλάτων, κοιτώντας όμως και με θαυμασμό τον Εφέσιο, ενώ ο Αριστοτέλης θα αυτονομηθεί διότι φίλος ο Πλάτων, φιλτάτη όμως περισσότερο, η αλήθεια.  Και ο Σωκράτης με την επαγωγή του στη γλωσσική σημειολογία. 

   Όταν η ψυχή του ανθρώπου αποπυρωθεί, λέει ο Ηράκλειτος, είναι σα να εξαχνώνεται μια σταγόνα νερού χρωματισμένη όπου όταν πάει στα σύννεφα και ξαναπέσει σαν βροχή, αποκλείεται τα στοιχεία που αποτελούν τα χρώματα να επιστρέψουν ενωμένα.

   Και φτάσαμε στα χρόνια των προεόρτιων της Ιωνικής επανάστασης όπου οι τύραννοι της Ιωνίας εγκαταλείπουν με μιας την εξουσία τους, αφήνοντας την ηγεσία στο λαό ώστε να έχει το κίνημα της Ιωνικής εξέγερσης, λαϊκή βάση. 

   Μη γελιόμαστε όμως για τον πατριωτισμό των τυράννων, πίσω από την πράξη τους αυτή κρύβονται ιδιοτελή συμφέροντα δυο ανθρώπων, όπως γράφει ο Ηρόδοτος, του πρώην τυράννου της Μιλήτου, Ιστιαίου, και του νυν και γαμπρού του, Αρισταγόρα. 

   Εδώ αρχίζει η εποχή της κόλασης των Ιωνικών πόλεων όταν τα τυραννικά πολιτεύματα μεταπίπτουν απότομα σε δημοκρατικά. Μέσα σε αυτά είναι και της Εφέσου, όπου στο χάος που δημιουργείται εμφανίζεται για λίγο καιρό η μορφή του φιλόσοφου Ηράκλειτου, στην αρχή αποδεχόμενος και μετά αντιτιθέμενος στο λαϊκό κίνημα όπως εξελίσσεται.

   Η κορύφωση της ρήξης προκαλείται όταν οι συμπολίτες του εξορίζουν ένα φίλο του, «για να είναι όλοι κατά κάτω ίσιοι», όπως λέει. 
   Τους τα ψάλει οργίλος, καίει τα γραφτά του στο ναό της Άρτεμης και αναχωρεί προς το βουνό για να ζει σαν ερημίτης, απογοητευμένος από τους συνανθρώπους του, πιστεύοντας σε έναν άνθρωπο διαφορετικό, σε κόσμο αλλιώτικο κι ένα θεό πραγματικά δικό του.  
   Μουρμουρίζουν πως είναι άθεος, αλλά: «περάστε, περάστε, μη φοβάστε, υπάρχει και θεός εδώ μέσα» λέει σε κάποιους που χτυπούν την πόρτα της καλύβας του και διστάζουν να περάσουν. 
Γλυκέ Ηράκλειτε, πόσο σε έχουν παρεξηγήσει…

«Όλα τα ορίζουν οι νόμοι της φωτιάς, ο λόγος και η απροσδιοριστία», είναι η βάση της φιλοσοφίας του, όπου «και να μπεις στο ίδιο ποτάμι δυο φορές δεν γίνεται γιατί τα νερά δεν θα είναι ίδια (όπως εξάλλου κι εσύ)». 

   Τον θεωρούν χαοτικό αλλά πιο νομοκράτης από αυτόν δεν γίνεται. Η αρμονία και η μετεμψύχωση προέρχονται από ιδεοληψία για το φόβο του θανάτου, υποστηρίζει. Ο θεός δεν ασχολείται με ανθρώπους καθώς είναι: 
. «αΙο-ον (αιών, κρόνος - χρόνος) που ρίχνει ζάρια σαν μικρό παιδί και βασιλεύει με αυτά (χωρίς να ξέρει να τα ρίχνει)». 
.«Δικαιοσύνη στη φύση δεν υφίσταται» υποστηρίζει, 
.«καλό και κακό είναι το ίδιο πράγμα» και «πατήρ πάντων και βασιλιάς, ο πόλεμος». 

   Τη φύση τη θεωρεί αντικειμενική, την κρίση υποκειμενική, και πιστεύει ότι ο άνθρωπος ακολουθεί μια κατά περίπτωση «συμφέρουσα» ιδεοληψία. Ο Ηράκλειτος είναι αιρετικός, χρειάζεται να είσαι δήλιος (φωτεινός και the best) κολυμβητής για να κολυμπήσεις στη χαώδη θάλασσα του νου του, κάνοντας βουτιά στα τρίσβαθα της σκέψης του για να τον εννοήσεις. 
   Πρέπει να γίνεις σύγχρονα Δαρβινικός και πάνω σε μιαν άλλη ανθρώπινη πλευρά αξιοκράτης, δομώντας αντιτιθέμενες στον Κρόνο - χρόνο που τρώει τα παιδιά του, πάγιες ανθρώπινες αξίες, για να αναστείλεις το χαμό, τότε μόνο προκύπτει φως. 

«Η ζωή είναι θάνατος και ο ύπνος ζωή», λέει, που σημαίνει ότι όταν ζεις δεν ζεις και ζεις μόνο όταν δεν δουλεύει το μυαλό και είσαι κοιμισμένος. 
   Ο ίδιος νοιώθει νεκροζώντανος, κλεισμένος σαν λύκος στο κουτί της γάτας του Σρέντινγκερ.


Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες για αυτό τον συντηρητικό ανάρχα που έχει βαλθεί να εξηγήσει τους νόμους της απροσδιοριστίας μιας φύσης που ενώ φαίνεται αρμονική, πίσω από αυτήν δεν είναι, μη διστάζοντας να τα βάζει με ανθρώπους και θεούς, όχι χαϊδεύοντας αλλά τσακίζοντας τα σύμβολά τους, με τα λόγια της φωτιάς και τα αιρετικά γραφτά του. 
Τους ανθρώπους τους θέλει σε άλλη βάση, με συγκεκριμένες ηθικές και πνευματικές αξίες, ικανές να αντιμετωπίσουν την απροσδιοριστία και να δομήσουν μια κοινωνία συμπαγή, καθαρά Ελληνική και απομυθοποιημένη, απεγκλωβισμένη από καταστάσεις χάους, προσωποπαγούς ωφελιμότητας και ιδεοκρατίας.    Εάν ο Ηράκλειτος λέγεται χαοτικός στη βαθύτερη διδασκαλία του προκύπτει ο ισχυρότερος πολέμιος του χάους. Ο Ηράκλειτος μιλώντας για το χάος είναι πλήρως αντι-χαοτικός.

   Βρίζει ως και τους γιατρούς που τους θεωρεί αφιλοσόφητους κι αλμπάνηδες, προσπαθώντας να θεραπεύσει μόνος του την «υδροπυκία», κοινώς «ασκίτης» που εκδηλώνεται με οίδημα στην κοιλιά, κοινώς «τουμπάνιασμα. 
   Τώρα γνωρίζουμε πως ήταν ηπατοπάθεια, η οποία στην περίπτωση του οφειλόταν προφανώς σε υποπρωτεϊναιμία από ασιτία καθώς ζούσε σαν λύκος στην ερημιά στην οποία αποσύρθηκε καταθλιμμένος και υποσιτιζόμενος, τρώγοντας μόνο λίγα χόρτα. 
   Το πρόβλημα αυτό της υγείας του προσπαθούσε να το αντιμετωπίσει βάσει της φιλοσοφικής του θερμοδυναμικής θέσης, βάζοντας στην πρησμένη κοιλιά του ξηρή θερμότητα για να μη χαθεί η εσωτερική φωτιά του. Ο Ηράκλειτος ήξερε πως πέθαινε…

   Όταν τον ανακάλυψαν νεκρό πλέον στο βουνό, είπαν πως σκεπασμένο με κοπριά που την είχε βάλει επάνω του για να ζεσταθεί τον βρήκαν και τον ξέσκισαν οι σκύλοι και είχε το τέλος που του άξιζε. 
   Αλλά και κάποιοι άλλοι λέγανε πως σκεπασμένος με άμμο ξεψύχησε κοιτώντας τον ήλιο του Αιγαίου, ενός Αιγαίου που του το είχαν στερήσει οι συμπολίτες του. Δεν μπορούμε να μη σταθούμε σε ένα επίγραμμα που κάποιος τους αφιέρωσε και λέει: «Τι με τραβολογάτε άθλιοι, δεν νοιάστηκα για εσάς αλλά για κάποιον άλλον, ο άνθρωπος αυτός για μένα αξίζει μυριάδες τρεις ενώ οι αμέτρητοι εσείς δεν φτουράτε ούτε έναν».

   Αυτός με λίγα λόγια ως περίγραμμα ήταν ο Ηράκλειτος που κάποιοι τον είπαν σκοτεινό, αταξικό και άθεο, εκπρόσωπο του χάους και της αναρχίας και αντιδημοκράτη, βάζοντάς του ως έμβλημα της φιλοσοφίας του το ταπεινό «τα πάντα ρει» που σαφώς τον υποβαθμίζει. 
   Όμως, πιο ταξικός, συνεπής, νομοκράτης και αξιοκράτης αλλά και πλέρια δημοκράτης από τον Ηράκλειτο ίσως άλλος δεν προκύπτει. Το γιατί πλέρια δημοκράτης, διότι η πληρότητα της δημοκρατίας πρέπει να στοχεύει στην αναγωγή του ανθρώπου σε ευγενέστερη μονάδα, κύρια πνευματική και όχι υλική, πιστεύω. 
   Το λάθος του όμως ήταν ότι υπήρξε καταιγιστικός κι εγωκεντρικός, θεωρώντας «παιδιαρίσματα» τις γνώμες των άλλων, αλλά παρόλα αυτά, πιο ντόμπρος και καθάριος και σωστός στο συγκεκριμένο πεδίο του «γίγνεσθαι», άλλος δεν υπάρχει. 
   Σήκωσε τη βέργα του και ούρλιαξε σαν λύκος για τον άνθρωπο και αυτοί που δεν κατάλαβαν τον σκότωσαν, χωρίς να έχει πειράξει ούτε έναν.







Το πολιτικό πρόσωπο του Ηράκλειτου

Η πολιτική δράση του Ηράκλειτου αρχίζει κατά τα φαινόμενα μεταξύ 510 και ως το 500 περίπου. Εξελίσσεται κατά τα χρόνια της προεργασίας της Ιωνικής επανάστασης, εποχή που οι εγκάθετοι τύραννοι παραιτούνται και συμβαίνουν οι σαρωτικές αλλαγές του πολιτεύματος στις Ιωνικές πόλεις. Ο σκληρός και φιλοπερσικός βραχνάς των τυράννων της Εφέσου, του Αρισταγόρα και του Κώμα, τελειώνει, και δρα ένας επαναστατικός λαϊκός πυρήνας.

   Η επανάσταση της Εφέσου μπορεί να παρομοιαστεί με μια υποβαθμισμένη Γαλλική, όπου στη Γαλλική επανάσταση πετάχτηκε επάνω το καπάκι μιας χύτρας που έβραζε, ενώ στην Ιωνική το έβγαλαν οι ίδιοι οι τύραννοι. 
   Σε πόλεις της Ιωνίας στις οποίες οι τύραννοι ήταν πολύ σκληροί, θανατώθηκαν από τον ατμό της οργής που πετάχτηκε απασφαλίζοντας τη χύτρα. Σε άλλες πόλεις οι ήπιοι αντιμετωπίστηκαν ανάλογα, σαν η χύτρα της λαϊκής οργής να μην είχε κάτωθεν του καπακιού κοχλάσει. 
   Στην Έφεσο η αντίδραση υπήρξε μέτρια προς ισχυρή. Ο Ηράκλειτος προσπαθεί να μη συμβούν φαινόμενα ακραία. Είναι πατριώτης αλλά και δημοκράτης με προδιαγραφές, κρατώντας μέχρι τότε στάση αναμονής. Δεν απαντάται να έχει μετάσχει ως τότε στα κοινά, αν και θα μπορούσε ως αριστοκράτης και απόγονος του μεγάλου οικιστή, του Κοδρίδη Άνδροκλου, που προκύπτει ότι ήταν. Ο πατριωτισμός του βγαίνει μέσα από τα γραφτά του και η πολιτική του συμπεριφορά στα κρίσιμα χρόνια της αλλαγής του πολιτεύματος.
   Όταν η αλλαγή του πολιτεύματος γίνεται απότομα, ας πούμε από την τυραννία στη δημοκρατία, στα χαοτικά χρόνια της γέννησης της αιμάτινης μικρής που ονομάζεται Δημοκρατία, το ρόλο της μαμής τον παίζει ένα διευθυντήριο, όπως συνέβη στη Γαλλική επανάσταση. 
   Σε αυτό δεν γνωρίζουμε αν μετείχε ο Ηράκλειτος, μετείχε όμως όπως φαίνεται ένας φίλος του, ο Ερμόδωρος, τον οποίο ο Ηράκλειτος τον θεωρούσε αξιότερο όλων να ηγηθεί μια θέσης ανάλογης του επώνυμου άρχοντα της Αθήνας. 
   Τηρουμένων των αναλογιών με τη Γαλλική επανάσταση, σε υποδεέστερη κλίμακα βεβαίως, ο Ερμόδωρος πρέπει να ήταν ένας ήπιος Δαντόν ή Μαρά ή και Ροβεσπιέρος ακόμη, ηγούμενος της μερίδας των συντηρητικών. 
   Μασσαλιώτιδα ως θούριος δεν υπήρξε, γιατί όπως είπαμε η αλλαγή του πολιτεύματος δεν ήταν δυναμική (άσχετα αν υπέβοσκε) αλλά προσδιοριστική σε βάση λαϊκή. Υπήρχε όμως ένας Ευγένιος Ποτιέ, μέσω της μορφής ενός φτωχού ποιητή που ξεσήκωνε το λαό με τους στίχους του κατά της αδικίας (λέγοντας περίπου -εμπρός της γης οι κολασμένοι, η πείνα και το δίκαιο από το στομάχι βγαίνει), ο οποίος λεγόταν Ιππώναξ. Είναι εκπληκτικό πως η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται σε άλλη κλίμακα με αλλαγμένα ρούχα.


   Ο Ηράκλειτος πίστευε πως ήταν ευκαιρία για να δημιουργηθεί μια Κοινωνία Αξιών μέσα στη δημοκρατία και όχι μια Κοινωνία Δημοκρατίας μέσα από την οποία θα προερχόντουσαν οι αξίες. 
   Ήταν σίγουρα ερειστικός με θέσεις συχνά ακραίες και αντίθετες στη λαϊκή βάση, σα να πούμε θέσεις ελιτίστικες ενός μπουρζουά επαναστάτη, ωρυόμενος ότι τις πράξεις του ανθρώπου πρέπει να τις καθοδηγούν τα ανώτερα όργανα που είναι το κεφάλι και όχι τα κατώτερα που είναι το στομάχι. 
   Ο λαός, το διευθυντήριο, η «λαϊκή σέκτα» ίσως κατά τον Ηράκλειτο, απαντούσε πως με άδειο το στομάχι σκέψη δεν γίνεται, ο Ηράκλειτος ανταπαντούσε πως το στομάχι κάνει την εξέγερση αλλά τον πρώτο ρόλο πρέπει να τον έχει το κεφάλι. 
   Μεταξύ του Ηράκλειτου και του λαϊκού πυρήνα δημιουργήθηκε μια άπωση που οδήγησε στον χαρακτηρισμό του μέχρι σήμερα ως «αντιδημοκράτη».

             Ο Ηράκλειτος δεν ήταν ένας γλυκά ομιλών Σωκράτης αλλά ένας ωρυόμενος 
          αποκαλυπτικός Σωκράτης που δεν τσίμπαγε σαν αλογόμυγα τα καπούλια μιας
          κοιμισμένης αλόγου πολιτείας αλλά μαστίγωνε με λόγια σκληρά ένα άλογο 
          πεινασμένο και ασθενικό που ξεχύθηκε μόλις ένοιωσε ελεύθερο προς το φαΐ. 
             Το ότι το άλογο ήταν ασθενικό, αυτό ίσως έσωσε τον Ηράκλειτο, διότι αν ήταν 
          δυνατό, θα τον σκότωνε, όπως σκότωσε μετά από χρόνια το Σωκράτη. 
             Ο Ηράκλειτος το μαστίγωνε με τα λόγια του για να κατευθυνθεί όχι προς το 
          υλιστικό αλλά προς το πνευματικό κομμάτι από το οποίο πίστευε πως ήταν κατά 
          βάση στερημένο.


   Ότι ήταν πατριώτης κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει καθώς επιτίθεται στον Πυθαγόρα βρίζοντάς τον ότι κομίζει στον Ελληνισμό ξενόφερτες ιδέες, κυρίως Βαβυλώνιες και Αιγυπτιακές μέσω της αριθμοσοφίας και της μετεμψύχωσης, εκτρέποντας τη σκέψη προς τους αριθμούς και τη ζωή στην επαναφορά της, ενώ η σκέψη είναι αναντικατάστατη και η ζωή μοναδική. 
   Ποια ζωή όμως; Όλοι μας είμαστε νεκροζώντανοι, εσώψυχα πιστεύει. Η πατριωτική του θέση φαίνεται επιπλέον από τη φημολογούμενη άρνησή του να συναντήσει το Δαρείο ο οποίος τον είχε προσκαλέσει στα Σούσα, διότι η φιλοσοφία του αείζωου πυρός του Ηράκλειτου συνέπιπτε με τη Ζωροαστρική πίστη του Πέρση ηγεμόνα. 
   Αν ήταν άλλος στη θέση του Ηράκλειτου, σαφώς θα είχε πάει.

   Ότι ήταν δημοκράτης, προκύπτει διότι μέχρι της έναρξης της δημοκρατίας δεν απαντάται να μετέχει στον ηγεμονικό πυρήνα. Δραστηριοποιήθηκε πολιτικά κατά τα φαινόμενα στην έναρξη της δημοκρατίας και κανείς στην εποχή του δεν τον κατηγόρησε για αντιδημοκράτη αλλά μάλλον με τα σημερινά δεδομένα θα του ταίριαζε ο τίτλος του αξιοκράτη δημοκράτη αντεπαναστάτη. 


Άλλο αντιδημοκράτης και άλλο αντεπαναστάτης 
και δη αξιοκρατικά δημοκρατικός. 
   
Ο αντιδημοκράτης δεν θέλει δημοκρατία, ο αντεπαναστάτης καταπολεμά την επανάσταση, ο δε αξιοκράτης αντεπαναστάτης δημοκράτης δεν θέλει μια τέτοια δημοκρατική επανάσταση με τους επαναστάτες να καταλαμβάνουν θώκους εξουσίας, και κάνει επανάσταση μέσα στην επανάσταση, όπως ο Μπακούνιν. 

   Να μη μετέχουν οι επαναστάτες στην εξουσία της δημοκρατίας, πρέπει να υπήρξε μια αρχή του. 

   "Προωθείστε την αξιοκρατία, αποδεχτείτε τον καλύτερο ως τον πρώτο όπως συμβαίνει στη φύση και όχι να ψηφίζετε αυτούς που σας χαϊδεύουν τα αυτιά και είναι το κατακάθι..."   υποστήριζε. 
   Άκομψα βέβαια και έξω από τα δόντια, μη σηκώνοντας μύγα στο σπαθί του, προσπαθώντας να αποτρέψει μια τραγωδία, όχι ως ον της πολιτικής αλλά σαν πολιτικό ον της πόλης, έντιμο. 

   Ο Ηράκλειτος εμφανίζεται ως ένας Νίτσε και Μπακούνιν μαζί. Τελικά, είχε δίκιο. Μια τραγωδία πραγματώθηκε όταν οι Ίωνες επιτέθηκαν σαν ορδή πλιατσικολόγων στις Σάρδεις όπου μη μπορώντας να την καταλάβουνε την έκαψαν μαζί με το ναό της και σύντομα ηττήθηκαν οικτρά σε στεριά και θάλασσα. 
   Το αποτέλεσμα ήταν να καταστραφεί πλήρως η Μίλητος. Η Έφεσος δεν πειράχτηκε, διότι ο Δαρείος ήταν κάπου δίκαιος και τιμώρησε σκληρά τον πρωτεργάτη, τη Μίλητο, Αντιθέτως, η Έφεσος φαίνεται πως ωφελήθηκε γιατί έμεινε το μεγαλύτερο λιμάνι στα μικρασιατικά παράλια.


Ηράκλειτος σε λεπτομέρεια 

της Σχολής των Αθηνών του Ραφαήλ
Ο απρόβλεπτος χαοτικός παράγων

     «Η έρις των ανόμοιων δημιουργεί, η ειρήνη των ομοίων θανατώνει, όπου βασιλιάς πάντων είναι ο πόλεμος και ρυθμιστής των πάντων» πρέσβευε ο Ηράκλειτος, ο οποίος λέει κουβέντες που σφίγγουν το στομάχι αλλά στις πράξεις του παρουσιάζεται με αντίποδα πλάνο. 
   Προκύπτει ερειστικός μεν αλλά όχι άνθρωπος της έριδας την οποία προσπαθεί να αποτρέψει, καθόσον μέσα από το χάος προκύπτει ο άρρητος αριθμός, ο απρόβλεπτος παράγων ο οποίος εκτρέπει τελικά το σύστημα. 
   Αυτός ήταν όταν μερικές αθηναϊκές κι ευβοϊκές τριήρεις που μετείχαν στην Ιωνική επανάσταση, μετέφεραν το χαοτικό γίγνεσθαι προς την Ελλάδα, κάνοντας εν τέλει το σκάκι του Δαρείου, τάβλι.
    Απετέλεσαν τη σπίθα που άναψε τη φωτιά των Ελληνο-Περσικών πολέμων και έδρασαν σαν καταλύτης της δημιουργίας της ακμής των Αθηνών. Όμως, την Ιωνική, αναξιοκρατική στους ηγέτες της επανάσταση, την πλήρωσε η Ιωνία.
   Μέχρι τότε και ως να φτάσουμε στην ακμή των Αθηνών, η τραγωδία βασικά εξελίσσεται στην Ιωνία. Την τραγωδία προσπαθούσε να προλάβει ο ευαίσθητος Εφέσιος, διότι αυτή τη ζει ένας λαός αλλά την εκ της τραγωδίας ανάδυση του καλύτερου τη γεύεται ένας άλλος, και συχνά λόγω εκτροπής της κυκλικής επαναφοράς του συστήματος, όχι ο ίδιος τόπος. 
   
   Η ακμή των Αθηνών προέκυψε μέσα από την Ιωνική καμπή, όπου το ανθρώπινο ποιοτικό δυναμικό των Ιώνων βρήκε διέξοδο βλέποντας σπίθες αξιών προς την ελεύθερη δημοκρατική Αθήνα.

   Αφήνουμε δυο λουλούδια στον τάφο της μνήμης του προγόνου μας Ηράκλειτου, εμείς τα θεωρούμενα παιδιά του, αποδεχόμενοι τη μέγιστη αλήθεια του, ότι: 

   "Μέτρο του ανθρώπου πρέπει να είναι η φύση η οποία έχει χαοτική δυναμική, μη γραμμική εξέλιξη και παρεκτραμένη κυκλική πορεία, προερχόμενη εξ ενός απρόβλεπτου παράγοντα ενός του συστήματος που προκύπτει ανώτερο του ανθρώπου. 
   Στο οποίο ο άνθρωπος οφείλει να το προσεγγίζει, επιστημονικά, φιλοσοφικά και πολιτικά, μέσω του λόγου που είναι και αιτία, όπου για τον προσδιορισμό αυτό δεν πρέπει να μετρά τα πράγματα με το υποκειμενικό ανθρώπινο αλλά με το αντικειμενικό φυσικό και το μοναδικό για το κάθε πράγμα, μέτρο.

Μια φανταστική μικρή επαφή

- "Δύστυχοι άνθρωποι", σα να ακούω να βροντοφωνάζει από πάνω ο ουράνιος Ηράκλειτος, "...από τότε που σας παράτησα σε τίποτα δεν προχωρήσατε, τίποτα δεν καταλάβατε, είναι λάθος, δύσμοιροι, τα μέτρα σας και οι τιθέμενες ανθρώπινες αναλογίες."  

- Μα, ο Πρωταγόρας είπε «χρημάτων πάντων μέτρον άνθρωπος».

- Ούτε αυτό δεν καταλάβατε ηλίθιοι, είπε. Χρήματα εμείς οι πρώτοι Έλληνες είχαμε τη γνώση. Χρη μαθών τι σημαίνει άθλιε; Αυτά τα πράγματα που πρέπει να ξέρεις δεν σημαίνει;  Εσείς χρήματα τι λέτε;

- ...... σιωπή. Τι να απαντήσει κανείς...;
_____________________________
Σωτήρης Γλυκοφρύδης



Σ' ένα σύγγραμμα, που στο παρελθόν είχε αποδοθεί εσφαλμένα στον Αριστοτέλη, το Περί κόσμου, βρίσκουμε το ακόλουθο, Ηρα­κλείτειας, αναμφίβολα, έμπνευσης, χωρίο, που κλείνει άλλωστε με πα­ράθεση του Εφέσιου:

   Αγαπάει και η φύση τα αντίθετα, και μ' αυτά, όχι με τα όμοια, δη­μιουργεί τη συμφωνία έτσι γίνεται και ενώνει, λόγου χάρη, το αρσε­νικό με το θηλυκό, όχι όμως και το κάθε ον με το όμοιο του, και πραγματώνει την πρώτη ομόνοια με την ένωση των αντιθέτων κι όχι των ομοίων. 

   Φαίνεται πως και η τέχνη κάνει το ίδιο, με το να μιμείται τη φύση. Η ζωγραφική αναμειγνύοντας τα άσπρα και τα μαύρα χρώ­ματα, τα κίτρινα και τα κόκκινα, πετυχαίνει να συμφωνούν οι εικό­νες με το μοντέλο. Η μουσική, συνδυάζοντας τους ψηλούς ήχους με τους χαμηλούς, τους μείζονες και τους ελάσσονες, με διαφορετι­κές φωνές, δημιουργεί μια μοναδική αρμονία. Η γραμματική με τη μείξη των φωνηέντων και των συμφώνων χτίζει όλη της την τέχνη. Αυτό υποστήριξε και ο Ηράκλειτος, ο επονομαζόμενος Σκοτεινός: 

«Οι συνδέσεις γίνονται από όλα κι από τα όχι όλα, ομόνοια - διχόνοια, συμφωνία - ασυμφωνία: απ' όλα γεννιέται το Ένα και από το Ένα όλα» (απ. 10). Έτσι «τα αντίθετα ταιριάζουν, απ' τις διαφορές γεννιέται η ωραία αρμονία. Τα πάντα γίνονται με την πάλη» (απ. 8).


   Θα πρέπει λοιπόν να διακηρύξουμε μαζί του πως «ο πόλεμος είναι ο πα­τέρας όλων» (απ. 53): ο πόλεμος είναι συμπαντικός, η ίδια η δικαιοσύνη, στο μέτρο που τείνει να εναρμονίζει τα αντίθετα δεν είναι παρά πάλη. 
Τα πάντα γεννώνται μέσα από τη σύγκρουση και την αναγκαιότητα (απ. 80). 
   
   Αυτή η πάλη των αντιθέτων, κατά βάθος, δεν είναι άλλο από αυτή την ίδια την τραγωδία, που αντιπαραθέτει το Ένα στην πολλαπλότητα και τα πολ­λά στο Ένα. Πράγματι, εφόσον τα πάντα γεννώνται από το Ένα και το Ένα από τα πάντα, κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης είναι, λοιπόν, που η πολλαπλότητα ξεπηδά από το Ένα, που την γενννά και το οποίο αυτή αποχωρίζεται· κι είναι, ακριβώς, μέσα από μια άλλη σύγκρουση που η πολ­λαπλότητα τείνει να αρνηθεί τον εαυτό της και να ανακαλύψει και πάλι το αντίθετο της που, παρ' ότι γεννημένη μέσα του, κάποτε εγκατέλειψε.

   Συνεπώς «ο δρόμος που ανεβαίνει κι αυτός που κατεβαίνει είναι ένας και αυτός» (απ. 60), η Ταυτότητα διατρέχει τη Διαφορά και Διαφορά εγ­καθίσταται στην ίδια την καρδιά της Ταυτότητας. 
   Εξού και η ιδέα πως και «μέσα μας είναι το ίδιο: ζωντανό και νεκρό, ξύπνιο και κοιμισμένο, νέο και γηραιό· γιατί αυτά, όταν μεταβάλλονται, γίνονται εκείνα εκεί κι εκείνα, όταν με τη σειρά τους μεταβάλλονται, γίνονται αυτά» (απ. 88).

   Η ενότητα άρα συγκροτείται από αντίρροπες τάσεις και ο βρυχηθμός των αντιθέτων στοιχειώνει την καρδιά της αρμονίας: 

«Δεν καταλαβαί­νουν πως αυτό που αντιτίθεται στον εαυτό του βρίσκεται ταυτόχρονα σε αρμονία με τον εαυτό του, ακριβώς όπως οι αντίθετες εντάσεις του τόξου και της λύρας» (απ. 51). 

   Η ηρακλείτεια φιλοσοφία του Λόγου, τραγική ήδη στην ουσία της, προεκτείνεται, κατ' αυτόν τον τρόπο, σε μια φιλοσοφία του σπαραγμού που, αν επιμένει στη λανθάνουσα αρμονία και την ει­ρήνη του βάθους, υπογραμμίζει ωστόσο έντονα τις χίλιες και μια όψεις του πολέμου, που τα αντίθετα, πράγματα ή όντα, διεξάγουν στην επιφάνεια.


Ο Λόγος

    Ο Λόγος, που επικαλείται ο Ηράκλειτος, είναι ένα υπερβατικό ρήμα, το οποίο ο φιλόσοφος καλείται να ερμηνεύσει. 

Ο Λόγος που απευθύνεται στον Ηράκλειτο είναι ακριβώς το νόημα που κατέρχεται ως αυτόν εν είδει ενός μηνύματος προς μετάδοση: 

«Όχι εμένα αλλά το λόγο αφού ακούσετε, εί­ναι σοφό να ομολογήσετε ότι Ένα τα πάντα...» (απ. 50).

Ο Λόγος είναι αυτός που «τα πάντα γίνονται σύμφωνα μ' αυτόν» (απ. 1), αυτός «που τα κυβερνάει όλα» (απ. 72) κι ακόμα αυτός που κρύβεται μέσα στη ψυχή (απ. 45). 
   Τα βάθη όμως από τα οποία προέρχεται μας τον κάνουν σχεδόν απρόσιτο: 

«Στον πηγαιμό σου δεν θα βρεις τα πέρατα της ψυχής, απ' όλους τους δρόμους κι αν περάσεις· τόσο βαθύ λόγο περιέχει» (απ. 45). 

   Μοιάζει με τη Σίβυλλα που, με μανιασμένο στόμα, λέει λόγια αγέ­λαστα, ακαλλώπιστα κι αφτιασίδωτα, «με τη φωνή της διασχίζει χιλιάδες χρόνια, με τη βοήθεια του θεού» (απ. 92). 
   Όπως ακριβώς η προφητεία μας μιλά χωρίς να μας λέει συγκεκριμένα το ένα ή το άλλο, έτσι και ο Λό­γος μας μεταδίδει ένα νόημα που σε μας απόκειται να αποκρυπτογραφήσουμε,  στο μέτρο πάντα των δυνατοτήτων μας. 
   Γνωρίζουμε πως «ο άρχοντας, που δικό του είναι το μαντείο στους Δελφούς, ούτε λέει ούτε κρύβει αλλά σημαίνει» (απ. 93), τα λόγια του εξακολουθούν να είναι μυστηριώδη για τον άνθρωπο, παρ' ότι σ' αυτόν απευθύνονται. 
   Το ίδιο συμβαίνει και στις σχέσεις των ανθρώπων με το Λόγο: «Παρ' ότι τον λόγο, αυτόν που όλα τα κυβερνά, τον συναναστρέφονται αδιάκοπα, έχουν διαφορές μ' αυτόν, κι όσα συναντούν κάθε μέρα τους φαίνονται ξένα» (απ. 72). Αν και παρόντες, οι άνθρωποι είναι σα να απουσιάζουν, μοιάζουν με κουφούς (απ. 34) γι' αυτό και ο Ηράκλειτος μας λέει:

   Αν κι ο λόγος αυτός είναι αιώνιος, οι άνθρωποι γίνονται ασύνετοι, και πριν τον ακούσουν κι αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά γιατί ενώ τα πάντα γίνονται σύμφωνα μ' αυτόν το λόγο, οι άνθρωποι μοιά­ζουν άπειροι ακόμα κι όταν καταπιάνονται και με λόγια και με έργα τέτοια σαν αυτά που εγώ διηγούμαι, διαιρώντας το καθένα κατά τη φύση του και λέγοντας το όπως έχει· οι άλλοι όμως άνθρωποι ξαστοχούν όσα κάνουν ξύπνιοι, όπως λησμονούν όσα κάνουν στον ύπνο τους (απ. 1).

   Το δράμα της ανθρώπινης συνθήκης οφείλεται στο ότι «ενώ ο λόγος εί­ναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να είχαν μια δικιά τους φρόνηση» (απ. 2). 
   Υπάρχει, λοιπόν, ταυτόχρονα, μια παρουσία αλλά και μια απόσταση αυτού, δια μέσου του οποίου ο άνθρωπος είναι σε θέση να υπερβεί τον εαυτό του και να φθάσει στην αυτοσυνείδηση. 
Γιατί «το ανθρώπινο ον δεν έχει σοφίες, το θείο όμως έχει» (απ. 78).

   Μπορούμε λοιπόν να πούμε πως υπάρχει ένα μυστικό του ανθρώπου, και με τις δύο σημασίες που εγκλείει ο ονοματικός προσδιορισμός: υπάρ­χει ένα μυστικό που ανήκει στον άνθρωπο, αλλά όμως το μυστικό αυτό είναι και το μυστικό που τον αφορά. 
   
   Οι άνθρωποι δυστυχώς «δεν ξέρουν ούτε να ακούνε ούτε να μιλούν»(απ. 19), ζουν μέσα στο επιφαινόμενο (απ. 17) και τρέφονται απ' αυτό: «εξαιτίας της απιστίας / τα πιο πολλά από τα θεία πράγματα / τους διαφεύγουν και δεν γίνονται γνωστά» (απ. 86): ωστόσο «η φρόνηση είναι σ' όλους κοινή» (απ. 113) και «όλοι οι άνθρωποι έχουν μερίδιο στην αυτογνωσία και τη σωφροσύνη» (απ. 116). 

   Το ουσιώδες λοιπόν είναι «η πειθαρχία στη βούληση Ενός» (απ. 33) και το ότι «αν­τλούμε δύναμη απ' αυτό που είναι σε όλους κοινό» (απ. 114). 

   Ο Ηράκλειτος όμως το λέει ξεκάθαρα: «Αν δεν ελπίζεις, δεν θα βρεις το ανέλπιστο, γιατί είναι ανεξερεύνητο κι αδιάβατο» (απ. 18).

   Ο Λόγος λοιπόν είναι ταυτόχρονα, και κατά έναν παράδοξο τρόπο, ένα υπερβατικό νόημα και μια σημασία εμμενής στον άνθρωπο. Ο Λόγος εγκαθίσταται στη καρδιά του σχίσματος, που διαμελίζει τον άνθρωπο σε απολιπόν Είναι και ύπαρξη που τον συγκροτεί· η συνθήκη του άρα δεν μπορεί να 'ναι άλλο από τραγική.



Scholeio.com

Η Μεταφορά του Συμμαχικού Ταμείου και Το Οικοδομικό Πρόγραμμα του Περικλή



Η ανατολική πρόσοψη των Προπυλαίων της Ακρόπολης.
 Από τη Δήλο στην Αθήνα. 
   Μετά το τέλος των Περσικών Πολέμων η Αθήνα, αν και κατεστραμμένη, βρέθηκε να είναι η πιο ισχυρή από όλες τις ελληνικές πόλεις. 

   Αυτό το χρωστούσε κυρίως στο ναυτικό της, που είχε παίξει καθοριστικό ρόλο για τη νίκη των Ελλήνων στη ναυμαχία της Σαλαμίνας τον Σεπτέμβριο του 480 π.Χ., η οποία ανάγκασε τον Ξέρξη να επιστρέψει ντροπιασμένος στην Περσία. 

   Τον επόμενο χρόνο στη μάχη των Πλαταιών ηττήθηκε οριστικά ο περσικός στρατός που είχε μείνει στην Ελλάδα με αρχηγό τον Μαρδόνιο. 

   Δύο χρόνια αργότερα οι Αθηναίοι τέθηκαν επικεφαλής μιας μεγάλης συμμαχίας ελληνικών πόλεων, κυρίως από τα νησιά του Αιγαίου και τη Μικρά Ασία· η συμμαχία συνέχισε τον πόλεμο εναντίον των Περσών, μεταφέροντάς τον στα μικρασιατικά παράλια και στην ανατολική Μεσόγειο, έχοντας ως διακηρυγμένο στόχο να εξαλείψει οριστικά την περσική απειλή. 
   Κέντρο της συμμαχίας ήταν η Δήλος, το μικρό νησί των Κυκλάδων στο κέντρο του Αιγαίου, όπου βρισκόταν το σημαντικότερο ιερό των Ιώνων. Εκεί βρισκόταν το κοινό ταμείο της συμμαχίας, δηλαδή τα χρήματα που συνεισέφεραν κάθε χρόνο οι σύμμαχοι για την κοινή πολεμική προσπάθεια. Η ηγεσία της συμμαχίας ανήκε όμως αναμφισβήτητα στους Αθηναίους, οι οποίοι αποφάσιζαν και διεξήγαν τις πολεμικές επιχειρήσεις όλο και περισσότερο μόνοι τους, χωρίς τη συμβολή των υπόλοιπων συμμάχων. 
   Το 454 π.Χ. οι Αθηναίοι πήραν την απόφαση να μεταφέρουν το ταμείο της συμμαχίας στην πόλη τους, κάτι που τους έδινε τη δυνατότητα να διαχειρίζονται τα χρήματα χωρίς να χρειάζεται να δίνουν λογαριασμό στους συμμάχους. Έτσι η συμμαχία μετατράπηκε σε ηγεμονία, καθώς η χρηματική συμβολή που κατέβαλλαν οι σύμμαχοι στο κοινό ταμείο μετατράπηκε σε φόρο που ήταν πλέον υποχρεωμένοι να πληρώνουν στην Αθήνα.

   Καθοριστική για τη μεταφορά του συμμαχικού ταμείου στην Αθήνα ήταν η παρέμβαση του Περικλή, ο οποίος έπεισε τους Αθηναίους να χρησιμοποιήσουν το κεφάλαιο που είχε συγκεντρωθεί, και μπορούσαν πλέον να το διαχειρίζονται ελεύθερα, για να υλοποιήσουν ένα εξαιρετικά φιλόδοξο οικοδομικό πρόγραμμα. 
   
   Η πρώτη και σημαντικότερη απόφαση ήταν να αναδιαμορφώσουν το σημαντικότερο ιερό της πόλης, την Ακρόπολη, που την είχαν πυρπολήσει οι Πέρσες το 480 π.Χ., και να κατασκευάσουν νέους ναούς στη θέση των κατεστραμμένων, με πρώτο τον μεγάλο εκατόμπεδο ναό της Αθηνάς, ο οποίος χτιζόταν ακόμη όταν ο στρατός του Ξέρξη κατέλαβε την Αθήνα και έκαψε την Ακρόπολη. 
   Τους ταλαιπωρημένους από τη φωτιά σφονδύλους των κιόνων του ναού αυτού τους εντοίχισαν οι Αθηναίοι στο βόρειο τείχος της Ακρόπολης, ώστε βλέποντάς τους να θυμούνται τη βεβήλωση που είχε υποστεί το ιερό της Αθηνάς. 


   Με τα χρήματα που είχαν πλέον στη 
διάθεσή τους θέλησαν να ανεγείρουν στην 
ίδια θέση έναν μεγαλύτερο και λαμπρότερο ναό για τη θεά, αυτόν που ονομάζουμε 
σήμερα Παρθενώνα. 
   Πόση σημασία απέδιδαν οι Αθηναίοι στις νίκες τους εναντίον των Περσών, ιδιαίτερα μάλιστα στον Μαραθώνα, όπου πολέμησαν μόνοι, χωρίς βοήθεια από τους άλλους Έλληνες, φαίνεται από το γεγονός ότι αφιέρωσαν στην Ακρόπολη σχεδόν 40 χρόνια μετά τη μάχη, γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα, ένα τεράστιο χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς (είχε ύψος 9 m μαζί με τη βάση), έργο του Φειδία. 

   Το άγαλμα αυτό, σύμφωνα με την επιγραφή που το συνόδευε, είχε γίνει με το δέκατο από τα λάφυρα της μάχης του Μαραθώνα. 
   Η θεά εικονιζόταν όρθια με κράνος, ασπίδα και δόρυ.    
   Το λοφίο του κράνους και η αιχμή του δόρατος του αγάλματος φαίνονταν από το Σούνιο, όταν η ατμόσφαιρα ήταν διαυγής.

   Ο Φειδίας, ο δημιουργός του αγάλματος, συνεργάστηκε στενά με τους αρχιτέκτονες του Παρθενώνα, τον Ικτίνο και τον Καλλικράτη, για τον σχεδιασμό του. Επιβεβαιώνεται έτσι έμμεσα η πληροφορία του Πλουτάρχου για τον σημαντικό ρόλο που έπαιξε ο Φειδίας στην ανέγερση των μνημείων της Ακρόπολης. 
   Στο εσωτερικό του σηκού, που είχε είσοδο από τα ανατολικά, υπήρχε μια δίτονη (δηλαδή διώροφη) δωρική κιονοστοιχία σε σχήμα Π, η οποία περιέβαλε το άγαλμα της Αθηνάς. 
   Η κιονοστοιχία λειτουργεί ως αρχιτεκτονικό πλαίσιο για το άγαλμα, διαρθρώνοντας κατάλληλα το ευρύχωρο εσωτερικό του ναού. 
   Πίσω από τον σηκό υπήρχε ένας εξίσου πλατύς αλλά λιγότερο βαθύς χώρος (οπισθόδομος) με είσοδο από τη δυτική πλευρά, του οποίου η οροφή στηριζόταν σε τέσσερις ιωνικούς κίονες. Ένας αντίστοιχος οπισθόδομος υπήρχε ήδη στον Προπαρθενώνα. 
   Ο χώρος αυτός ήταν ιδιαίτερα σημαντικός, γιατί εκεί φυλάσσονταν τα ιερά σκεύη, αλλά και η περιουσία της Αθηνάς, που δεν ήταν άλλη από το κρατικό ταμείο της Αθήνας, το κυριότερο έσοδο του οποίου ήταν τα χρήματα από τον φόρο που πλήρωναν οι σύμμαχοι μετά τη μεταφορά του ταμείου της συμμαχίας από τη Δήλο στην Αθήνα το 454 π.Χ. 
   Η ονομασία Παρθενών (από το επίθετο της Αθηνάς Παρθένου), που αργότερα χρησιμοποιήθηκε για ολόκληρο το κτήριο, παραδίδεται αρχικά μόνο για τον χώρο πίσω από τον σηκό. Τη λειτουργία αυτή την επιβεβαιώνει η ενισχυμένη θύρα του χώρου και το γεγονός ότι μπροστά από την είσοδό του, ανάμεσα στις παραστάδες και τους κίονες του οπισθοδόμου, είχε τοποθετηθεί, όπως και στον πρόναο, ισχυρό κιγκλίδωμα. 
   Ο Παρθενώνας ήταν επομένως από την αρχή όχι μόνο ιερό κτήριο αφιερωμένο στην Αθηνά, αλλά και θησαυροφυλάκιο της πόλης. 
 Άλλωστε το ίδιο το άγαλμα της θεάς ήταν τμήμα της δημόσιας περιουσίας, αφού το χρυσάφι που είχε επάνω του μπορούσε να αφαιρεθεί και να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.


Βόρεια Ζωφόρος, Λίθος 6
  
   Η μελέτη της αρχιτεκτονικής του Παρθενώνα έδειξε με πόση επιμέλεια και ακρίβεια σχεδιάστηκε και πόσο υψηλή είναι η ποιότητα της κατασκευής του. 

Τα ενδιαφέροντα στοιχεία που προέκυψαν από τις λεπτομερείς μετρήσεις, όπως η ελαφρά κύρτωση του στυλοβάτη και η ανεπαίσθητη σύγκλιση των κιόνων, δείχνουν ότι οι αρχιτέκτονες υπολόγισαν προσεκτικά τις διορθώσεις που ήταν αναγκαίες, ώστε η οπτική εικόνα του κτηρίου να είναι απόλυτα αρμονική.
Το ίδιο σημαντικός με την αρχιτεκτονική είναι ο ασυνήθιστα πλούσιος γλυπτός διάκοσμος του Παρθενώνα, που με την εξαιρετική πολυμορφία του και την ποιότητά του φανερώνει την πρόθεση των Αθηναίων να αποτυπώσουν στο μνημείο αυτό τη λαμπρότερη δυνατή εικόνα της πόλης τους, ακολουθώντας, όπως μαθαίνουμε από τον Πλούταρχο, την πρόταση του Περικλή. 


   Εκτός από τις συνθέσεις των δύο αετωμάτων, που αποτελούνται από ολόγλυφα αγάλματα υπερφυσικού μεγέθους, και τα ανάγλυφα που κοσμούν τις 92 συνολικά μετόπες στις τέσσερις πλευρές του κτηρίου επάνω από τις κιονοστοιχίες, υπάρχει και μία μοναδική για δωρικό ναό ανάγλυφη ζωφόρος ύψους 1,06 m και με συνολικό μήκος περίπου 160 m, η οποία περιτρέχει εξωτερικά τους τοίχους του σηκού, τον πρόναο και τον οπισθόδομο.


   Έχουμε τη δυνατότητα να χρονολογήσουμε με μεγάλη ακρίβεια την πορεία των εργασιών για την ανέγερση του Παρθενώνα, γιατί στην Ακρόπολη βρέθηκαν επιγραφές, στις οποίες είναι χαραγμένοι οι οικονομικοί απολογισμοί των δεκαμελών επιτροπών που όριζε κάθε χρόνο η Εκκλησία του Δήμου για να παρακολουθούν την πορεία των έργων και να ελέγχουν τις δαπάνες. 

   Έτσι μαθαίνουμε ότι οι εργασίες διήρκεσαν από το 447 ως το 432 π.Χ.· πληροφορούμαστε επίσης ότι το 442 είχαν ήδη στηθεί οι κίονες του πτερού και ο θριγκός, ότι ο ναός στεγάστηκε το 437, οπότε τοποθετήθηκε μέσα το άγαλμα της Αθηνάς, και ότι τα γλυπτά των αετωμάτων τοποθετήθηκαν το 432. 
   
Αυτό σημαίνει ότι οι μετόπες ήταν έτοιμες το 442, η ζωφόρος ολοκληρώθηκε πριν από το 437, ενώ τα γλυπτά των αετωμάτων, που δεν ήταν δομικά στοιχεία του ναού, κατασκευάστηκαν τελευταία. 


   Το γεγονός ότι γνωρίζουμε πότε ακριβώς τοποθετήθηκαν στον ναό τα διάφορα τμήματα του γλυπτού διακόσμου μάς επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της τεχνοτροπίας: οι μετόπες, τα πρώτα γλυπτά που αποπερατώθηκαν, έχουν ακόμη στοιχεία του «αυστηρού ρυθμού», δείχνοντας μια προτίμηση στις λείες επιφάνειες και στα βαριά ρούχα που καλύπτουν το ανθρώπινο σώμα με τις πτυχώσεις τους· στη ζωφόρο το πλάσιμο των μορφών φαίνεται πιο μαλακό και τα υφάσματα λεπτότερα· τέλος στα αετώματα, που έγιναν τελευταία, η διαμόρφωση των σωμάτων διακρίνεται μέσα από τα πλούσια πτυχωμένα ενδύματα, που σε ορισμένα σημεία μοιάζουν να κολλούν σαν βρεγμένα επάνω στην επιδερμίδα. 



   Αυτά είναι τα πρώτα δείγματα του λεγόμενου «πλούσιου ρυθμού» που θα επικρατήσει στην τελευταία τριακονταετία του 5ου αιώνα π.Χ.

Στα αετώματα και τις μετόπες εικονίζονται θέματα παρμένα από τη μυθολογία. Οι παραστάσεις των μετοπών κάθε πλευράς έχουν ενιαίο θέμα. Βλέπουμε έτσι σκηνές από τέσσερις πολύ γνωστές μυθικές μάχες: 
   
(1) στην ανατολική πλευρά τη Γιγαντομαχία, δηλαδή τη μάχη των θεών του Ολύμπου εναντίον των Γιγάντων· 

(2) στη βόρεια πλευρά την Ιλίου Πέρσιν, δηλαδή την άλωση της Τροίας· 

(3) στη δυτική πλευρά την αττική Αμαζονομαχία, με άλλα λόγια την προσπάθεια των Αμαζόνων να καταλάβουν την Ακρόπολη, την οποία απέκρουσαν με επιτυχία οι Αθηναίοι· 

(4) στη νότια πλευρά τη θεσσαλική Κενταυρομαχία, τη μάχη των Λαπιθών και των Κενταύρων στους γάμους του Πειρίθου με τη συμμετοχή του Θησέα, για την οποία μιλήσαμε με αφορμή το δυτικό αέτωμα του ναού του Δία στην Ολυμπία. 


Μάχη των Λαπιθών και των Κενταύρων 
στους γάμους 

του Πειρίθου με τη συμμετοχή του Θησέα, 

για την οποία 

μιλήσαμε με αφορμή το δυτικό αέτωμα του ναού ..
   Οι μάχες αυτές έχουν συμβολική σημασία, αφού δείχνουν τις δυνάμεις της έννομης τάξης (τους θεούς του Ολύμπου) και του ανθρώπινου πολιτισμού (τους Λαπίθες) να νικούν τις δυνάμεις του χάους (τους Γίγαντες) και της άγριας φύσης (τους Κενταύρους) και τους Έλληνες να νικούν τους βαρβάρους (τους Τρώες και τις Αμαζόνες). 
   Το ανατολικό αέτωμα έδειχνε τη γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του Δία. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Δίας είχε αφήσει έγκυο την κόρη του Ωκεανού Μήτιν (που το όνομά της σημαίνει "σύνεση")· επειδή όμως, σύμφωνα με έναν χρησμό της Γης, μετά την κόρη που είχε ήδη στην κοιλιά της θα γεννούσε έναν γιο που θα γινόταν κυρίαρχος του ουρανού, την κατάπιε. 
   Όταν έφτασε ο χρόνος να γεννηθεί η κόρη, ο Ήφαιστος χτύπησε το κεφάλι του Δία με το τσεκούρι του και από μέσα βγήκε η Αθηνά οπλισμένη. Το δυτικό αέτωμα έδειχνε τη διαμάχη της Αθηνάς και του Ποσειδώνα για την κατοχή της Αττικής, την οποία είχε κερδίσει η Αθηνά, χαρίζοντας στους Αθηναίους μια ελιά, δώρο που θεώρησαν σημαντικότερο από την πηγή νερού που τους χάρισε ο Ποσειδώνας.

Πομπή Παναθηναίων
   Η ανάγλυφη ζωφόρος δεν έχει μυθολογικό θέμα, αλλά αποτυπώνει με τρόπο συμβολικό τη μεγάλη πομπή που οργάνωναν οι Αθηναίοι στα Παναθήναια, τη σημαντικότερη γιορτή της Αθηνάς: ξεκινώντας από τον Κεραμεικό, ανέβαιναν στην Ακρόπολη για να προσφέρουν στη θεά μια πλούσια θυσία με πολυάριθμες αγελάδες και πρόβατα καθώς και έναν πολυτελή πέπλο με την παράσταση της Γιγαντομαχίας. 
   
   Η απεικόνιση της πομπής των Παναθηναίων στη ζωφόρο του Παρθενώνα αρχίζει από τη νοτιοδυτική γωνία και, ακολουθώντας δύο παράλληλες πορείες, κατά μήκος της νότιας και της βόρειας πλευράς, καταλήγει στην ανατολική πλευρά, όπου βλέπουμε την τελετή παράδοσης του πέπλου. 
   Στο μέσο της ανατολικής πλευράς, επάνω από την κύρια είσοδο του ναού, εικονίζονται καθιστοί (και επομένως μεγαλύτεροι από τους όρθιους θνητούς) οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου· κοντά σε αυτούς εικονίζονται όρθιοι οι επώνυμοι ήρωες των δέκα φυλών που δημιούργησε στο τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. με την πολιτική του μεταρρύθμιση ο Κλεισθένης και βεβαίως η παράδοση του πέπλου. 
   Η παράσταση της ζωφόρου συνδέει τον κόσμο των ανθρώπων με τον κόσμο των θεών και έχει θρησκευτικό και ταυτόχρονα πολιτικό περιεχόμενο. Ιδιαίτερη σημασία έχει η παρατήρηση του Luigi Beschi ότι τα δύο τμήματα της πομπής, είναι οργανωμένα με διαφορετικό τρόπο: στη νότια πλευρά οι συμμετέχοντες ομαδοποιούνται ανά δέκα, ενώ στη βόρεια ανά τέσσερις. 

   Από τη διάταξη αυτή μπορούμε να συμπεράνουμε ότι στη βόρεια πλευρά αποτυπώνεται η πατροπαράδοτη διαίρεση σε τέσσερις φυλές, που ήταν κοινή για όλους τους Ίωνες, ενώ στη δεύτερη η αναδιοργάνωση της πόλης από τον Κλεισθένη, στα χρόνια μετά το 509 π.Χ., με τη δημιουργία δέκα νέων φυλών, η οποία αποτέλεσε τη βάση για την εδραίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος. 
   Τα εικονιζόμενα πρόσωπα είναι ιερείς, άρχοντες, μουσικοί με αυλούς και κιθάρες, νέοι έφιπποι και επάνω σε άρματα, άλλοι που οδηγούν τα ζώα της θυσίας και κουβαλούν υδρίες με νερό, νεαρές γυναίκες κανηφόροι(που κουβαλούν καλάθια με τα απαραίτητα για τη θυσία) και αρρηφόροι (νεαρά κορίτσια καλών οικογενειών που υπηρετούσαν για ένα διάστημα την Αθηνά), γέροντες θαλλοφόροι (που κρατούν κλαδιά με φύλλα) και άλλοι πολίτες που η ιδιότητά τους δεν μπορεί να προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Μπορούμε επομένως να πούμε ότι στη ζωφόρο του Παρθενώνα εμφανίζονται όλοι όσοι συμμετείχαν στην πομπή των Παναθηναίων.

βρετανικό μουσείο Ανατολική πλευρά

        Εκτός από την ανοικοδόμηση και τη νέα διαμόρφωση της Ακρόπολης, το οικοδομικό πρόγραμμα του Περικλή περιελάμβανε την κατασκευή και άλλων ναών σε ιερά της Αττικής, ενός νέου τελεστηρίου για την τέλεση των Μυστηρίων της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην Ελευσίνα, ένα στεγασμένο ὠδεῖον δίπλα στο Διονυσιακό θέατρο, στους νότιους πρόποδες της Ακρόπολης, για τις μουσικές εκδηλώσεις, καθώς και άλλα δημόσια κτήρια. 

 Η Ακρόπολη της Αθήνας, όπως ήταν τον 2ο αι. μ.Χ. 

Τα περισσότερα κτίσματα ανάγονται στο δεύτερο μισό

του 5ου αι. π.Χ. Γύψινη μακέτα.

   Προβλεπόταν επίσης η κατασκευή μεγάλων και πολυδάπανων αγαλμάτων των θεών, την πρώτη θέση ανάμεσα στα οποία είχε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς, έργο του Φειδία, που στήθηκε μέσα στον Παρθενώνα. 
   Σκοπός του σχεδίου αυτού δεν ήταν μόνο να στολίσει την Αθήνα και να προβάλει τη δύναμή της κάνοντάς την τη λαμπρότερη πόλη της Ελλάδας, αλλά και να δώσει δουλειά στους τεχνίτες, τους επαγγελματίες και τους εργάτες της πόλης και να την καταστήσει κέντρο των τεχνών. 
   Έτσι. η Αθήνα απέκτησε τα μνημεία για τα οποία είναι γνωστή σε όλο τον κόσμο ακόμη και σήμερα.

   Στην πρόταση του Περικλή για την κατασκευή μεγάλων και πολυτελών δημόσιων κτηρίων αντιτάχθηκαν με μένος οι πολιτικοί του αντίπαλοι, που ανήκαν στην αριστοκρατική παράταξη. Υποστήριζαν ότι ήταν δείγμα αλαζονείας και προσβολή απέναντι στις συμμαχικές πόλεις, που πλήρωναν για τη συνέχιση του πολέμου κατά των Περσών, να δαπανούν οι Αθηναίοι τα χρήματά τους για να λαμπρύνουν την πόλη τους με πολυτελείς κατασκευές, προβάλλοντας με αυτό τον τρόπο τη δύναμη και τον πλούτο που είχαν αποκτήσει με τη συνδρομή των συμμάχων τους. 


   Ο Πλούταρχος (Περικλής 12-13) στη βιογραφία του Περικλή μάς παραδίδει τη συζήτηση που έγινε στις συνελεύσεις και τα επιχειρήματα που ακούστηκαν από τις δύο πλευρές και μας δίνει ταυτόχρονα πληροφορίες για την κατασκευή των πιο σημαντικών από τα οικοδομήματα του προγράμματος:

«Όμως εκείνο που ευχαρίστησε περισσότερο τους Αθηναίους και στόλισε την πόλη τους κάνοντας τους υπόλοιπους ανθρώπους να εντυπωσιαστούν πάρα πολύ —και που παραμένει η μόνη χειροπιαστή μαρτυρία ότι δεν είναι ψέμα η δύναμη εκείνη που λέγεται πως είχε κάποτε η Ελλάδα ούτε η παλαιά της ευδαιμονία— ήταν η κατασκευή των μνημείων που ήταν αφιερωμένα στους θεούς.

Από όλα τα έργα της πολιτικής του Περικλή αυτό ήταν που φθονούσαν περισσότερο οι εχθροί του· φώναζαν λοιπόν στις συνελεύσεις κατηγορώντας ότι ντροπιάζεται και κακολογείται ο λαός, επειδή μετέφερε στη δική του πόλη από τη Δήλο τα χρήματα των Ελλήνων, τη στιγμή που το καλύτερο επιχείρημα που θα μπορούσαν να αντιτάξουν, ότι δηλαδή πήραν τα κοινά χρήματα για να τα φυλάξουν σε ασφαλές μέρος επειδή φοβούνταν τους βαρβάρους, τους το στέρησε ο Περικλής, έτσι ώστε η Ελλάδα να δίνει την εντύπωση ότι υφίσταται μια βάναυση προσβολή και μιαν απροκάλυπτη τυραννία, καθώς βλέπει πως με τα χρήματα που είναι υποχρεωμένη να συνεισφέρει για τον πόλεμο εμείς στολίζουμε με χρυσάφι και λαμπρύνουμε την πόλη μας, σαν μια φιλάρεσκη γυναίκα, καλλωπίζοντάς την με πολύτιμες πέτρες και με αγάλματα και με πολυδάπανους ναούς.
Ο Περικλής όμως ανέπτυσσε στον λαό την άποψη ότι δεν υπάρχει λόγος να δίνουν λογαριασμό στους συμμάχους για τα χρήματα, όταν αυτοί πολεμούν για να τους υπερασπίζονται και κρατούν μακριά τους βαρβάρους, τη στιγμή που εκείνοι δεν συνεισφέρουν ούτε άλογο, ούτε πλοίο, ούτε στρατιώτη, παρά μόνο χρήματα.

Τα χρήματα αυτά δεν ανήκουν σε αυτούς που τα δίνουν, αλλά σε αυτούς που τα παίρνουν, εφόσον παρέχουν τις υπηρεσίες για τις οποίες τα έλαβαν. Αφού λοιπόν η πόλη είναι πλέον εφοδιασμένη με όλα όσα χρειάζεται για τον πόλεμο, πρέπει να δαπανά τα έσοδα της για τα έργα αυτά, που θα της φέρουν δόξα αθάνατη όταν τελειώσουν, ενώ όσο κατασκευάζονται θα διατηρούν την ευημερία, καθώς θα φέρουν πολλές και διάφορες δουλειές και θα δημιουργήσουν ποικίλες ανάγκες, οι οποίες θα αναζωογονήσουν όλα τα επαγγέλματα και θα κινητοποιήσουν όλες τις παραγωγικές δυνάμεις, παρέχοντας αμειβόμενη εργασία σε ολόκληρη την πόλη, η οποία θα καταφέρει έτσι από μόνη της να στολίζεται και ταυτόχρονα να τρέφεται.
Σε όσους είχαν την κατάλληλη ηλικία και σωματική δύναμη οι εκστρατείες έδιναν την ευκαιρία να ωφεληθούν οικονομικά από το δημόσιο ταμείο. Επειδή όμως ο Περικλής δεν ήθελε το πλήθος των μεροκαματιάρηδων που δεν υπηρετούσε στο στρατό να μένει χωρίς εισόδημα, ούτε όμως και να πληρώνεται χωρίς να εργάζεται, πρότεινε με αποφασιστικότητα στον λαό την ανάληψη μεγάλων κατασκευών και τον σχεδιασμό πολύπλοκων και μακροπρόθεσμων έργων, ώστε να μπορούν όσοι έμεναν στην πόλη να ωφελούνται και να έχουν μερίδιο από τη δημόσια περιουσία.

Πρώτες ύλες των έργων αυτών ήταν η πέτρα, ο χαλκός, το ελεφαντόδοντο, ο χρυσός, ο έβενος, το κυπαρίσσι· υπήρχαν επίσης οι επαγγελματίες που ήξεραν να τις κατεργάζονται (χτίστες, πηλοπλάστες, χαλκουργοί, λιθοξόοι, βαφείς, χρυσοχόοι, τεχνίτες ελεφαντοστού, ζωγράφοι, διακοσμητές, γλύπτες) και εκείνοι που μπορούσαν να τις στείλουν και να τις μεταφέρουν στη θάλασσα (έμποροι, ναύτες και κυβερνήτες) και στη στεριά (αμαξοποιοί και ζευγίτες και αμαξάδες και σχοινοποιοί και λιναράδες και δερματάδες και οδοποιοί και μεταλλουργοί).

Όπως λοιπόν ο στρατηγός έχει το στράτευμά του, έτσι κάθε επάγγελμα διέθετε ένα οργανωμένο πλήθος τεχνιτών και εργατών, το οποίο γινόταν η συγκροτημένη ομάδα και το σώμα που το υπηρετούσε. Έτσι μπορεί να πει κανείς ότι οι ανάγκες μοίραζαν και διέχεαν την ευημερία σε όλες τις ηλικίες και τις τάξεις.»

Τα μνημεία λοιπόν υψώνονταν και είχαν επιβλητικό μέγεθος και απαράμιλλη ομορφιά και χάρη, καθώς οι τεχνίτες συναγωνίζονταν μεταξύ τους να κάνουν όσο μπορούσαν ωραιότερα τα δημιουργήματά τους. 
   Αλλά το πιο εκπληκτικό από όλα ήταν η ταχύτητα της εκτέλεσης. Γιατί αυτά τα έργα, που το καθένα τους φαινόταν ότι θα χρειαζόταν πολλές γενιές για να ολοκληρωθεί, τελείωσαν όλα στη διάρκεια της πολιτικής σταδιοδρομίας ενός ανθρώπου. Λένε ότι όταν κάποτε ο Αγάθαρχος περηφανευόταν επειδή έφτιαχνε τις ζωγραφιστές μορφές του γρήγορα και χωρίς κόπο άκουσε τον Ζεύξη να του λέει: «Εγώ όμως χρειάζομαι πολύν χρόνο. 
   Πραγματικά η ευχέρεια και η ταχύτητα στην εκτέλεση δεν προσδίδει σε ένα έργο επιβλητικότητα μόνιμη ούτε τέλεια ομορφιά· ο χρόνος που επενδύει ο καλλιτέχνης για την κατασκευή του μαζί με την προσπάθεια είναι το στοιχείο που χαρίζει στο δημιούργημα διάρκεια και δύναμη. Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος που κάνει τα έργα του Περικλή τόσο θαυμαστά, ότι κατασκευάστηκαν σε σύντομο διάστημα για να διαρκέσουν στον χρόνο. 
   Πραγματικά το καθένα τους ήδη από τότε ήταν σαν αρχαίο, όμως η λαμπρή του όψη το κάνει να μοιάζει ακόμη και σήμερα καινούργιο και φρεσκοτελειωμένο. Έτσι τα έργα αποπνέουν μια νεότητα που διατηρεί την όψη τους ανέπαφη από τον χρόνο, σαν να έχουν κρατήσει μέσα τους μιαν αειθαλή φρεσκάδα και μιαν αγέραστη ψυχή.

   Όλα τα διηύθυνε και όλα τα παρακολουθούσε για λογαριασμό του ο Φειδίας, παρόλο που τα έργα είχαν δοθεί σε μεγάλους αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες. 
   Έτσι τον εκατόμπεδο Παρθενώνα τον κατασκεύασαν ο Καλλικράτης και ο Ικτίνος. 
   Το τελεστήριο της Ελευσίνας άρχισε να το χτίζει ο Κόροιβος, που έστησε τους κίονες στο δάπεδο και τους ένωσε με τα επιστύλια. Όταν εκείνος πέθανε, ο Μεταγένης από την Ξυπετή τοποθέτησε το διάζωμα και τους επάνω κίονες, ενώ το οπαίο επάνω από το ανάκτορο το ολοκλήρωσε ο Ξενοκλής από τον Χολαργό. 
   Όσο για το Μακρό Τείχος, που ο Σωκράτης λέει ότι άκουσε ο ίδιος τον Περικλή να εισηγείται την κατασκευή του, αυτό ανέλαβε να το χτίσει ο Καλλικράτης. […]

   Το Ωδείο, που η εσωτερική του διάταξη περιλαμβάνει πολλά έδρανα και πολλούς στύλους, ενώ η στέγη του είναι επικλινής και κατωφερική και καταλήγει σε ένα κορυφαίο σημείο, λέγεται ότι μοιάζει με τη σκηνή του βασιλιά [Ξέρξη] και ότι έγινε κατά το πρότυπό της. […]

   Τα Προπύλαια της Ακρόπολης οικοδομήθηκαν σε μια πενταετία με αρχιτέκτονα τον Μνησικλή, ενώ ένα παράδοξο τυχαίο περιστατικό, που συνέβη όσο χτίζονταν, απέδειξε ότι η θεά [Αθηνά] όχι μόνο δεν αδιαφορούσε, αλλά συνεργαζόταν και βοηθούσε να τελειώσει το έργο. Ο πιο εργατικός και πρόθυμος τεχνίτης γλίστρησε και έπεσε από ψηλά και βρισκόταν σε κακή κατάσταση, τόσο που οι γιατροί προεξοφλούσαν το τέλος του. Καθώς λοιπόν ο Περικλής ήταν στενοχωρημένος, η θεά εμφανίστηκε στο όνειρό του και διέταξε μια θεραπεία, που εφαρμόζοντάς την ο Περικλής γιάτρεψε γρήγορα και εύκολα τον άνθρωπο. Γι᾽ αυτό και έστησε χάλκινο άγαλμα της Υγείας Αθηνάς στην Ακρόπολη κοντά στο βωμό που υπήρχε, όπως λένε, από παλιότερα.»





   Τα έργα του προγράμματος του Περικλή αποτελούν σταθμό για την αρχαία ελληνική τέχνη όχι μόνο επειδή άνοιξαν νέους δρόμους και αποτέλεσαν πρότυπα για τη μετέπειτα καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά και επειδή σε αυτά συνεργάστηκαν ή μαθήτευσαν καλλιτέχνες από όλη την Ελλάδα, οι οποίοι διέδωσαν στη συνέχεια παντού τις εμπειρίες που απέκτησαν. 
   Τα μεγάλα έργα της Αθήνας (που κατασκευάστηκαν από το 450 ως το 405 π.Χ.) είναι η κύρια αιτία για την οποία οι τέχνες γνώρισαν εξαιρετική άνθηση στην Ελλάδα το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ.  Στα χρόνια αυτά διαμορφώθηκε μια νέα αισθητική και αναπτύχθηκαν δυναμικές τεχνοτροπικές τάσεις, οι οποίες γρήγορα εξαπλώθηκαν δίνοντας νέα πνοή στις τέχνες. Είναι επομένως σκόπιμο να αναφέρουμε τα πιο σημαντικά από τα έργα αυτά.
   Η μελέτη της αρχιτεκτονικής του Παρθενώνα έδειξε με πόση επιμέλεια και ακρίβεια σχεδιάστηκε και πόσο υψηλή είναι η ποιότητα της κατασκευής του. Τα ενδιαφέροντα στοιχεία που προέκυψαν από τις λεπτομερείς μετρήσεις, όπως η ελαφρά κύρτωση του στυλοβάτη και η ανεπαίσθητη σύγκλιση των κιόνων, δείχνουν ότι οι αρχιτέκτονες υπολόγισαν προσεκτικά τις διορθώσεις που ήταν αναγκαίες, ώστε η οπτική εικόνα του κτηρίου να είναι απόλυτα αρμονική.


Τα Προπύλαια της Ακρόπολης,
έργο του αρχιτέκτονα Μνησικλή, 437-432 π.Χ. (κάτοψη)
   Στην Ακρόπολη, εκτός από τον Παρθενώνα, κατασκευάστηκε μια νέα μνημειακή είσοδος στη δυτική πλευρά, τα Προπύλαια, με σχέδιο του αρχιτέκτονα Μνησικλή στα χρόνια 437-432 π.Χ.  

   Το κτήριο έχει δύο προσόψεις δωρικού ρυθμού στην ανατολική και τη δυτική πλευρά με πλάτος λίγο μεγαλύτερο από 18 m. 
   Κοντά στην ανατολική πρόσοψη και σε απόσταση 15,25 m από τη δυτική υπάρχει εγκάρσιος τοίχος με πέντε πύλες, από τις οποίες η κεντρική έχει πλάτος 4 m· από εκεί περνούσαν τα αμάξια, οι ιππείς καθώς και τα ζώα που οδηγούνταν στην Ακρόπολη για να θυσιαστούν. 

   Οι στενότερες πλαϊνές είσοδοι βρίσκονται σε υψηλότερο επίπεδο και προορίζονταν για όσους ανέβαιναν πεζοί στην Ακρόπολη. Εξαιτίας της κλίσης του εδάφους η δυτική πρόσοψη βρίσκεται χαμηλότερα από την ανατολική. 
   Ο στεγασμένος χώρος ανάμεσα στις προσόψεις έχει μνημειακή διαμόρφωση με δύο σειρές από τρεις ψηλούς ιωνικούς κίονες, που στηρίζουν την οροφή από μαρμάρινες πλάκες με φατνώματα. 
   Στη βόρεια πτέρυγα των Προπυλαίων (αριστερά ανεβαίνοντας) υπάρχει μια μεγάλη αίθουσα με προστώο και δύο παράθυρα δεξιά και αριστερά από την είσοδο. Εκεί ήταν εκτεθειμένοι σημαντικοί πίνακες ζωγραφικής και γι᾽ αυτό η αίθουσα είναι γνωστή ως Πινακοθήκη. 
   Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, που ξέσπασε το 431 π.Χ., είναι πιθανότατα η αιτία για την οποία οι εργασίες στα Προπύλαια δεν ολοκληρώθηκαν, με αποτέλεσμα η νότια πτέρυγα να παραμείνει αδιαμόρφωτη. Μια σαφής ένδειξη ότι το έργο διακόπηκε πριν τελειώσει είναι ότι οι λίθοι στους τοίχους διατηρούν ακόμη τους αγκώνες ανύψωσης.

   Το οικοδομικό πρόγραμμα της Ακρόπολης περιελάμβανε ακόμη δύο ναούς, τον ναό της Αθηνάς Νίκης και το Ερεχθείο, των οποίων όμως η κατασκευή αναβλήθηκε λόγω του πολέμου. Οι εργασίες επαναλήφθηκαν μετά την ειρήνη του Νικία το 421 π.Χ. 




      Τα γλυπτά του Παρθενώνα δεν σώζονται δυστυχώς ακέραια, γιατί υπέστησαν, όπως και ο ίδιος ο ναός, διάφορες καταστροφές στη διάρκεια των αιώνων. Όταν οι χριστιανοί μετέτρεψαν τον ναό σε εκκλησία, τον 5ο ή τον 6ο αιώνα μ.Χ., απολάξευσαν τις ανάγλυφες παραστάσεις των μετοπών σε όλες τις πλευρές εκτός από τη νότια, η οποία βρισκόταν πολύ κοντά στο νότιο τείχος της Ακρόπολης και ήταν επομένως λιγότερο ορατή και προσιτή από τις άλλες τρεις. 
   Μόνο η τελευταία προς τα δυτικά μετόπη της βόρειας πλευράς, που δείχνει την Αθηνά και την Ήρα, τις δύο θεές που στον Τρωικό Πόλεμο υποστήριζαν με θέρμη τους Έλληνες, να συνομιλούν, η πρώτη όρθια και η δεύτερη καθιστή, έμεινε ανέπαφη. 
   Φαίνεται ότι οι χριστιανοί ερμήνευσαν την παράσταση ως απεικόνιση του Ευαγγελισμού. Οι αετωματικές συνθέσεις δεν ήταν εύκολο να καταστραφούν εξαιτίας του μεγέθους των αγαλμάτων και του μεγάλου ύψους στο οποίο βρίσκονταν. Παρ᾽ όλα αυτά αφανίστηκαν οι μορφές στο κέντρο του ανατολικού αετώματος, επειδή στο σημείο αυτό κατασκευάστηκε η απαραίτητη για την εκκλησία αψίδα του ιερού. Η ζωφόρος, που λόγω της θέσης της ψηλά στον τοίχο του σηκού και πολύ κοντά στον θριγκό δεν ήταν εύκολα ορατή, δεν απολαξεύτηκε.

   Τη μεγαλύτερη όμως καταστροφή την υπέστη ο Παρθενώνας το 1687, κατά την πολιορκία της τουρκοκρατούμενης Αθήνας από τον Βενετσιάνο στρατηγό Francesco Morosini
   Οι Τούρκοι είχαν αποθηκεύσει πυρίτιδα στο κτήριο, το οποίο είχε πλέον μετατραπεί σε τζαμί. Έτσι, όταν μια οβίδα από τα κανόνια των πολιορκητών έπεσε μέσα, η έκρηξη που ακολούθησε ανατίναξε όλο το κεντρικό τμήμα και έριξε στο έδαφος τις κεντρικές μορφές του δυτικού αετώματος που κομματιάστηκαν. 
   Ευτυχώς το 1674, λίγα χρόνια πριν από την καταστροφή, όλος ο σωζόμενος γλυπτός διάκοσμος του Παρθενώνα είχε αποτυπωθεί σε σχέδια. Η εργασία αυτή έγινε κατά παραγγελία του μαρκησίου de Nointel, πρεσβευτή της Γαλλίας στην Υψηλή Πύλη, που ταξίδεψε στην Αττική και στα νησιά του Αιγαίου με σκοπό να δει από κοντά τις ελληνικές αρχαιότητες και να εμπλουτίσει τη συλλογή του με όσες μπορούσε να πάρει μαζί του. 

Ο μαρκήσιος de Nointel θαύμασε τα γλυπτά του Παρθενώνα και, καθώς δεν είχε τον τρόπο να τα αποσπάσει και να τα μεταφέρει, ζήτησε να σχεδιαστούν όλα με τη σειρά και με κάθε λεπτομέρεια. Στην ακολουθία του μαρκησίου υπήρχαν δύο ζωγράφοι ικανοί να εκτελέσουν αυτή την εργασία: ο Γάλλος Jacques Carrey και ένας Φλαμανδός, που δεν γνωρίζουμε το όνομά του και που πέθανε πριν από το τέλος της αποστολής. Δημιουργός των σχεδίων φαίνεται ότι είναι ο δεύτερος, αν και αυτή συχνά αποδίδονται στον Carrey. Τα σχέδια, που σήμερα φυλάσσονται στην Bibliothèque Nationale στο Παρίσι, προσφέρουν ανεκτίμητη βοήθεια για τη μελέτη και την αποκατάσταση του Παρθενώνα και του γλυπτού του διακόσμου, ο οποίος δεν έμεινε τελικά στη θέση του.


Βρετανικό Μουσείο
   

        Στις αρχές του 19ου αιώνα ένας άλλος Ευρωπαίος διπλωμάτης, ο λόρδος Έλγιν, πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας στην Κωνσταντινούπολη, κατόρθωσε να πάρει από τον σουλτάνο την άδεια να αποσπάσει και να μεταφέρει στην πατρίδα του τα γλυπτά του Παρθενώνα και άλλα αρχαία έργα τέχνης από την Ακρόπολη. 
   Τη δύσκολη και επικίνδυνη αυτή εργασία ανέλαβε ένα συνεργείο Ιταλών τεχνιτών, που κατόρθωσε να κατεβάσει από το κτήριο ένα μεγάλο μέρος, αλλά όχι το σύνολο του γλυπτού διακόσμου. Τα έργα μεταφέρθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία και βρίσκονται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. 
   Τμήματα από τα γλυπτά του Παρθενώνα υπάρχουν επιπλέον διάσπαρτα σε πολλά μουσεία σε όλο τον κόσμο. Παρά τις δυσκολίες που δημιουργεί η αποσπασματική διατήρηση και η διασπορά των έργων, οι μακροχρόνιες και συστηματικές έρευνες πολλών αρχαιολόγων έχουν οδηγήσει σε μια γενικά αποδεκτή αποκατάσταση του γλυπτού διακόσμου του Παρθενώνα με σχετικά λίγες διαφωνίες, κυρίως σχετικά με τις κεντρικές μορφές του ανατολικού αετώματος που καταστράφηκαν νωρίς.


Βρετανικό Μουσείο, Ζωφόροι


Λεπτομέρεια των γλυπτών της Ζωφόρου κάτω από το λονδρέζικο φως


Λεπτομέρεια των γλυπτών της Ζωφόρου κάτω από το λονδρέζικο φως

Το Λιοντάρι της Κνίδου στην είσοδο του Βρετανικού Μουσείου






  Scholeio.com