Η Αρχαία Αλεξάνδρεια υπήρξε Σταυροδρόμι πολιτισμών. Εκεί, γύρω στον 3ο π.Χ. αιώνα, ιδρύθηκε η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη του κόσμου, με προοπτική την κατάκτηση της γνώσης αλλά και τη συλλογή πληροφοριών από όλη την οικουμένη:ένα μεγαλόπνοο σχέδιο με διαχρονικές διαστάσεις, ώστε να ενώνει Ανατολή και Δύση. Ο Πτολεμαίος υπήρξε ένας από τους πολύτιμους αρχειοφύλακες της, δυστυχώς όμως η μεγάλη πυρκαγιά στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας κατέστρεψε αυτό το οικουμενικό όραμα.
Το Μεγάλο Όραμα για την Ανάδειξη του Ελληνικού Πνεύματος
Ο φιλόσοφος και πολιτικός Δημήτριος ο Φαληρέας (350-283 π.Χ.), βλέποντας τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις που επέφερε η ραγδαία επέλαση των μακεδονικών φαλαγγών στις αχανείς εκτάσεις της Περσικής Αυτοκρατορίας, έπλασε ένα όνειρο που είχε σχέση με την ανάδειξη του ελληνικού πνεύματος σε παγκόσμια κλίμακα. Αν και από τούς ιστορικούς αυτή η φωτισμένη μορφή αναφέρεται ως «αποτυχημένη πολιτικά», ο Δημήτριος ήταν εκείνος που κατάφερε να πείσει με τις προτροπές του τον Πτολεμαίο Α' να δημιουργήσει στην Αλεξάνδρεια μια σχολή και μια βιβλιοθήκη, όπου θα συγκεντρώνονταν όλα τα βιβλία του τότε γνωστού κόσμου.
Αν και υπήρχαν βιβλιοθήκες (με την έννοια ότι σε κάποιο κτίριο βρισκόταν ένας αριθμός βιβλίων), ήταν συνήθως υπό την επίβλεψη ιερέων του εκάστοτε θρησκευτικού δόγματος της περιοχής.
Αν κάποιος ήθελε να τις χρησιμοποιήσει, έπρεπε ή να ήταν μυημένος στο αντίστοιχο δόγμα ή να ήταν στέλεχος του ιερατείου, αφού αυτές δεν λειτουργούσαν ως πηγές γνώσης και μελέτης για το κοινό, αλλά ως ιερατικά μυσταγωγικά κέντρα. Το ίδιο συνέβαινε και με τις σχολές, όπως για παράδειγμα στην Αθήνα, όπου ήδη λειτουργούσαν η Ακαδημία του Πλάτωνα και το Λύκειο του Αριστοτέλη, που όμως δεν είχαν ερευνητικό χαρακτήρα, αλλά καθαρά φιλοσοφικό, και οι βιβλιοθήκες τους ήταν μικρές, αφού φιλοξενούσαν ως επί το πλείστον έργα ίων ιδρυτών τους, ένα μικρό αριθμό ποιητικών και φιλοσοφικών έργων, καθώς και μερικές συμπληρωματικές μελέτες.
Το όνειρο του Δημητρίου άρχισε να υλοποιείται γύρω στο 300 π.Χ. με την κατασκευή του Μουσείου, του πρώτου πανεπιστημίου στον κόσμο. Το Μουσείο ήταν μια σχολή που δημιουργήθηκε σύμφωνα με τα πρότυπα των δύο αθηναϊκών σχολών, του Λυκείου και της Ακαδημίας, και ονομάστηκε έτσι επειδή ήταν αφιερωμένο στις 9 Μούσες, τις προστάτιδες των τεχνών και των επιστημών.
Ο Στράβωνας μας πληροφορεί ότι το Μουσείο διέθετε μια πλατωνικού τύπου εξέδρα, όπου υπήρχαν καθίσματα για να συγκεντρώνονται οι φιλόσοφοι. Παραδίπλα, υπήρχε ο αριστοτελικού τύπου χώρος περιπάτου για τις συζητήσεις των επιστημόνων. Μεγάλο χώρο καταλάμβανε κι ο ναός, που ήταν αφιερωμένος στις Μούσες, όπου ο ιερέας -τυπικά ο επικεφαλής του ιδρύματος- τελούσε τα μυστήρια. Αυτό το πρώιμο πανεπιστημιακό συγκρότημα είχε δύο ακόμη κτίσματα, τους κοιτώνες και την εστία.
Όσοι κατοικούσαν στο Μουσείο δικαιούνταν διατροφή και μισθοδοσία, τα έξοδα τους αναλάμβανε το βασιλικό ταμείο, ενώ συγχρόνως έχαιραν φορολογικής απαλλαγής. Έτσι, τα στελέχη του Μουσείου έκαναν τις έρευνες τους χωρίς να προβληματίζονται από τις καθημερινές έγνοιες, δοσμένοι ολοκληρωτικά στο επιστημονικό τους έργο και λειτουργώντας ως μέλη της λατρευτικής κοινότητας των Μουσών.
Εκτός όμως από τον επικεφαλής ιερέα υπήρχε κι ο επιστάτης, ο οποίος ήταν αρμόδιος της διαχείρισης της σχολής. Το Μουσείο, όπως και η Βιβλιοθήκη, ήταν ιδιοκτησία του βασιλιά, που διόριζε τους δύο επικεφαλής, συνήθως πρόσωπα της αρεσκείας του. Έτσι εξηγείται και το γεγονός πως από την εποχή του Πτολεμαίου Δ' του Φιλοπάτορα, τότε δηλαδή που άρχισαν οι διαμάχες ανάμεσα στους διεκδικητές του θρόνου, έχουμε μια εναλλαγή προσώπων στις δυο αυτές δέσεις. Εκτός όμως από το διωγμό των δύο ανώτερων της σχολής, έχουμε και το διωγμό φιλοσόφων, που ήταν ταγμένοι σε κάποιο διάδοχο. Οι διώξεις αυτές είχαν πάρει, μάλιστα, τέτοιες διαστάσεις, που πολλοί αναφέρουν ότι πολλές πόλεις ήταν γεμάτες από εξόριστους Αλεξανδρινούς επιστήμονες.
Ο αρχικός σκοπός του Μουσείου ήταν η έρευνα και, σε συνδυασμό με τη Βιβλιοθήκη, η καταγραφή των πορισμάτων της. Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου κι αφού πέρασε στη δικαιοδοσία των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, το Μουσείο πήρε τη μορφή του εκπαιδευτικού ιδρύματος. Ερευνητές της Αστρονομίας, των Μαθηματικών, της Φυσικής και των άλλων τεχνών δίδασκαν, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, σε 12.000 μαθητές περίπου! Γύρω στο 295 π.Χ. κατασκευάστηκε και το κτίριο της Βιβλιοθήκης, αφού ήδη ο Πτολεμαίος Α' είχε χρηματοδοτήσει τον Δημήτριο και το επιτελείο του να συγκεντρώσουν βιβλία απ' όλο τον κόσμο.
Ο Φαληρέας με το δημιουργικό του πνεύμα αντιλήφθηκε ότι, για να υπάρξει πρόοδος στον τομέα της γνώσης, δεν χρειάζεται μόνο η σύνθεση μιας σχολής με διαπρεπή μυαλά, αλλά και η καταγραφή και συγκέντρωση των ερευνών σ' ένα μέρος. Τον ενθουσιασμό του αυτόν τον κληροδότησε στον Πτολεμαίο κι αυτός με τη σειρά του στους διαδόχους του. Η συγκέντρωση των βιβλίων γινόταν έναντι αδρών αμοιβών, αλλά και με πλάγιους τρόπους, όταν η απόκτηση τους ήταν δύσκολη. Για παράδειγμα, ο Πτολεμαίος Γ' ο Ευεργέτης ζήτησε από τους Αθηναίους τα πρωτότυπα έργα των μεγάλων τραγικών για να γίνουν πιο πιστές αντιγραφές των κειμένων, πληρώνοντας τους υποθήκη σε περίπτωση καταστροφής. Οι Αθηναίοι, μπροστά στο υπέρογκο χρηματικό ποσό, πρόσφεραν χωρίς να το πολυσκεφτούν τα έργα των τραγικών και ο Πτολεμαίος Γ' τους επέστρεψε τα αντίγραφα, κρατώντας τα αυθεντικά.
Ένας άλλος τρόπος ήταν η κατάσχεση των βιβλίων που κουβαλούσαν οι επισκέπτες στην Αλεξάνδρεια. Έτσι, η Βιβλιοθήκη δεν άργησε να γεμίσει, με αποτέλεσμα ο Πτολεμαίος Γ' να αναγκαστεί να δημιουργήσει ένα παράρτημα της στο Σεραπείο, που κατά τον Ιώσηπο ονομάστηκε «θυγάτηρ», κόρη δηλαδή της μεγάλης Βιβλιοθήκης.
Η Βιβλιοθήκη ήταν χωρισμένη σε τομείς, όπως: ρητορική, νομική, ιστορία, μαθηματικά, ιατρική, ποίηση, που χωριζόταν σε επική, λυρική, τραγική και κωμική. Πριν καταγραφούν οι τόμοι και στεγαστούν στις βιβλιοθήκες, στοιβάζονταν στις αποθήκες του ναυστάθμου για να ακολουθήσει η επιλογή και η πρώτη καταγραφή. Την εποχή του Πτολεμαίου Γ' του Ευεργέτη ο αριθμός των κυλίνδρων -ονομάζονταν έτσι λόγω του σχήματος τους-έφτανε τις 532.000 και γύρω στα 30.000 πινάκια, ενώ λίγο πριν από την καταστροφή αριθμούσαν τις 700.000 με 800.000!
Ο επικεφαλής της Βιβλιοθήκης ονομαζόταν διευθυντής και πιθανότατα δεν είχε καμιά σχέση με αυτούς του Μουσείου. Υπό την επίβλεψη του είχε ένα μεγάλο αριθμό επιστημόνων, από αντιγραφείς και μεταφραστές μέχρι καταγραφείς και συλλέκτες.
Ο πρώτος διευθυντής που αναφέρεται ήταν ο Ζηνόδοτος ο Εφέσιος (325-260 π,Χ.), γνωστός φιλόσοφος κι ένας από τους πρώτους λεξικογράφους. Πολλά του έργα χάθηκαν κατά τη διάρκεια των καταστροφών. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι το Γλώσσαι, που αναφερόταν στην καταγωγή των τότε γνωστών ελληνικών γλωσσών (διαλέκτων), στις διαφορές μεταξύ τους αλλά και στις ομοιότητες τους, καθώς και το Λέξεις Εβνικαί με κεντρικό του θέμα τις ξένες λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες της εποχής.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του ο Πτολεμαίος ο Β' ο Φιλάδελφος κάλεσε τον Καλλίμαχο (310-240 π.Χ.) για να τον βοηθήσει στις εργασίες της Βιβλιοθήκης.
Ο Καλλίμαχος ήταν φιλόσοφος και φιλόλογος από την Κυρήνη κι ανταποκρίθηκε αμέσως στο κάλεσμα του βασιλιά, αφού του δινόταν η μοναδική ίσως ευκαιρία να συμμετάσχει στη φιλόδοξη προσπάθεια συγκέντρωσης όλων των λογοτεχνικών και μη έργων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Ο Καλλίμαχος βοήθησε στο συντονισμό και στον καταμερισμό των βιβλίων γράφοντας έναν κατάλογο με τον τίτλο Πίνακες, στον οποίο κατέγραψε περίπου 120.000 τίτλους βιβλίων κάθε είδους, τα ονόματα των συγγραφέων, τον αριθμό των στίχων, αλλά και τη χρονολογία συγγραφής του κάθε έργου. Είναι γνωστό ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, αλλά και οι λαοί της Μεσοποταμίας, όπως οι Σουμέριοι και οι Ασσύριοι, είχαν ανεπτυγμένη την έρευνα στην Αστρονομία, χωρίς ωστόσο να υπάρχει ένα ολοκληρωμένο έργο, που θα μπορούσε με τις θεωρίες και τους κανόνες του να στηρίξει την ύπαρξη μιας ολόκληρης επιστήμης.
Άλλος επιφανής ερευνητής ήταν ο ιατρός Ηρόφιλος (355-280 ττ.Χ.) από τη Χαλκηδόνα. Ο Ηρόφιλος άρχισε να κάνει ανατομικές μελέτες κι έρευνες, θεμελιώνοντας έτσι την επιστήμη της Ανατομίας. Ίδρυσε μια σχολή και μέσα από τις έρευνες του συμπέρανε ότι οι αρτηρίες μεταφέρουν αίμα και όχι αέρα, όπως μέχρι τότε ισχυριζόταν ο Πραξαγόρας. Μπόρεσε να διαχωρίσει τα νεύρα σε αισθητήρια και κινητικά, ενώ περιέγραψε κι ονόμασε τον αμφιβληστροειδή χιτώνα και το άνω τμήμα του λεπτού εντέρου, ως δωδεκαδάκτυλο.
Ο μαθητής του, ο Ερασίστρατος από την Κέα, έκανε τη διάκριση ανάμεσα στον κυρίως εγκέφαλο και στην παρεγκεφαλίδα, αλλά παρατήρησε και τη διαφορά των πτυχώσεων του εγκεφάλου των ζώων και των ανθρώπων και υποστήριξε ότι οι περισσότερες πτυχώσεις δηλώνουν ανώτερη νοημοσύνη.
Ο Ερασίστρατος, έχοντας αντίθετες απόψεις σχετικά με τις αρχές και τις μεθόδους της Ιατρικής από αυτές του δασκάλου του, ίδρυσε μια άλλη σχολή και θεμελίωσε τη Φυσιολογία. Εκτός αυτών όμως ιδρύθηκαν κι άλλες κλινικές-οίκοι, όπως του Καλλίμαχου και του Φιλίνου του Κώου, οι οποίες ξεχώριζαν μεταξύ τους από τον τρόπο άσκησης της θεραπείας. Τον Ηροφίλειο Οίκο και την Εμπειρική Ιατρική Σχολή του Φιλήνου, τις ένωσε αργότερα ο Ηρακλείδης του Ταραντίνου σε μία σχολή. Η εξέλιξη αυτών των ιατρικών τομέων διακόπηκε απότομα, γεγονός που έκανε την ιατρική επιστήμη για πάρα πολλούς αιώνες να θεωρείται μυστικιστική τέχνη και τους λειτουργούς της να κατηγορούνται ως μάγοι κι άθεοι.
Σύμφωνα με τις αιγυπτιακές δοξασίες, το νεκρό σώμα έπρεπε να παραμένει ανέπαφο για να ακολουθήσει τη μεταθανάτια πορεία του. Έτσι, όταν οι Αιγύπτιοι έμαθαν ότι δάσκαλοι και μαθητές των σχολών «έπρατταν ανόσια» στά σώματα των νεκρών, βγήκαν στους δρόμους και μαζί με τους ιερείς διαμαρτυρήθηκαν κατευθυνόμενοι προς τα ανάκτορα.
Ο Πτολεμαίος βρέθηκε σε δύσκολη θέση, βλέποντας ότι στα αιτήματα της θιγμένης θρησκοληψίας του λαού πρωτοστατούσαν οι ιερείς και, γνωρίζοντας την εισρροή των κληρικών, αποφάσισε αμέσως τη διακοπή των ιατρικών ερευνών και την αποπομπή ορισμένων δασκάλων, για να αποφύγει πιθανή εξέγερση μέσα στην πρωτεύουσα του βασιλείου του.
Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Πτολεμαίος Β' ο Φιλάδελφος, η φιλοσοφική και η τεχνολογική εξέλιξη έφθασαν σε μοναδικά ύψη ακμής και προόδου. Διευθυντής της Βιβλιοθήκης ήταν ο Απολλώνιος ο Ρόδιος (270-235 π.Χ.) στον οποίο αποδίδονται τα Αργοναυτικά.
Ο Έρμιππος, μαθητής του Καλλίμαχου, έγραψε ένα έργο για το Ζωροασιρισμό και τις περσικές δοξασίες που ξεπερνούσε τα δύο εκατομμύρια στίχους. Εκείνη την εποχή έγινε και η πρώτη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης, επειδή οι Εβραίοι είχαν εξελληνιστεί σε τέτοιο βαθμό, που όχι μόνο μιλούσαν σχεδόν αποκλειστικά Ελληνικά, αλλά και χρησιμοποιούσαν ελληνικά ονόματα.
Ο ιερέας Μανέδων μετέφρασε πολλά έργα των Αιγυπτίων, ενώ ο Βήρωσσος ο Χαλδαίος έγραψε στα Ελληνικά την Ιστορία των Βαβυλώνιων.
Τέλος, μεταφράστηκαν και ινδικά βιβλία, τα περισσότερα από αυτά βουδιστικού περιεχομένου, τα οποία έφεραν στη Βιβλιοθήκη οι αντιπρόσωποι του βασιλιά Ασόκα, προσωπικού φίλου του Φιλάδελφου.
Γύρω στο 270 π.Χ. ο Κτησίβιος ανακάλυψε την ιδιότητα της διαστολής των αερίων και καταπιάστηκε με τη Μηχανική και τις ενεργειακές πηγές. Κατασκεύασε την ύδραυλο, μια ωρολογιακή μηχανή που έμοιαζε με την κλεψύδρα, αλλά είχε ένα μηχανισμό με πλωτήρα και γρανάζια και λειτουργούσε με νερό. Μια άλλη εφεύρεση του Κτησίβιου ήταν η υδραντλία, η πρώτη πυροσβεστική αντλία, αλλά και η κατασκευή του ρύτου, ενός μουσικού οργάνου που παρήγαγε μελωδικούς ήχους, καθώς το νερό έπεφτε πάνω στις οπές του.
Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι κι ο μηχανισμός των Αντικυθήρων ήταν σύλληψη και κατασκευή του Κτησίβιου, επειδή αυτός κατασκεύαζε ήδη οδοντωτούς τροχού γρανάζια. Αλλά και ο Ηρών ο Αλεξανδρεύς (1ος μ.Χ.) απέδιδε την πατρότητα της ατμομηχανής του σε αυτόν.
Τέλος, ένα άλλο γνωστό επίτευγμα του μεγαλύτερου μηχανικού -μαζί με τον Αρχιμήδη- της αρχαιότητας, ήταν η μηχανή του, γνωστή ως «η μηχανή του Κτησίβιου», η οποία λειτουργούσε με την πίεση του αέρα και σήκωνε μεγάλα βάρη!
Το 245 π.Χ. ο βιβλιοφύλαξ που διαδέχθηκε τον Απολλώνιο ήταν ο Ερατοσθένης (275-194 π.Χ.), μαθητής του Καλλίμαχου και του Λισάνιου. Τον κάλεσε στην Αλεξάνδρεια ο Πτολεμαίος Γ ο Ευεργέτης επειδή από μικρή ηλικία ήταν πολυτάλαντος και ασχολήθηκε με τη Γεωγραφία, τα Μαθηματικά, την Αστρονομία κ.ά.
Πολλά από τα βιβλία που χάθηκαν στις καταστροφές ήταν δικά του. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι το Γεωγραφικά και το Περί Μετρήσεως της Γης, που γράφτηκε γύρω στο 240 π.Χ., τότε δηλαδή που ο Ερατοσθένης προσδιόρισε το μέγεθος της Γης από το ποσοστό καμπύλωσης της επιφάνειας της (το υπολόγισε μετρώντας τις γωνίες που σχημάτιζαν οι ακτίνες του ήλιου την ίδια ώρα σε διάφορα σημεία της επιφάνειας της).
Στο γεωγραφικό του έργο αναφέρθηκε με δέος ο Στράβωνας τονίζοντας, μάλιστα, ότι οι δυνατότητες του, καθώς και των άλλων επιστημόνων, ήταν μεγάλες και οφείλονταν στην ύπαρξη της Βιβλιοθήκης.
Η χαμένη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας
Ο βασιλιάς της Αλεξάνδρειας Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος (283-247 π.Χ.) ίδρυσε την πλουσιότερη και λαμπρότερη βιβλιοθήκη του αρχαίου κόσμου, γνωστή ως «Μεγάλη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας», με 400.000, και κατ' άλλους 700.000 τόμους και καταλόγους, οι οποίοι θεωρούνται ως οι πρώτες προσπάθειες για τη δημιουργία συστηματικής επιστημονικής βιβλιογραφίας. Η βιβλιοθήκη αυτή καταστράφηκε από πυρκαγιά κατά την άλωση της Αλεξάνδρειας από τον Ιούλιο Καίσαρα το 47 π.Χ.
Οι ρωμαϊκές βιβλιοθήκες ήταν συνήθως εγκατεστημένες σε συνεχόμενα παραρτήματα-βοηθητικά κτίσματα των ναών, κυρίως στο κέντρο των πόλεων. Αποτελούνταν από δύο τμήματα, της ελληνικής και της λατινικής γραμματείας, και αργότερα και από ένα τρίτο, χριστιανικό τμήμα, ενώ τα τετράγωνα βιβλία από περγαμηνή ήταν τοποθετημένα πλάγια. Κατά τη μεσαιωνική περίοδο βιβλιοθήκες δημιουργούνταν μόνο στους ναούς και τα μοναστήρια, ενώ η οργάνωση, η λειτουργία τους και η συστηματική αντιγραφή των χειρογράφων γίνονται από μορφωμένους καλλιτέχνες-μικρογράφους μοναχούς.
Στα σημαντικότερα κέντρα του Ισλάμ (Βαγδάτη, Κάιρο, Τρίπολη) δημιουργήθηκαν βιβλιοθήκες εμπλουτισμένες με ελληνικά χειρόγραφα μεταφρασμένα στην αραβική γλώσσα. Στην Αναγέννηση παρατηρήθηκε μια τάση ίδρυσης σημαντικών ιδιωτικών βιβλιοθηκών, ενώ στα κατοπινά χρόνια τέθηκαν οι βάσεις για τη δημιουργία των μεγάλων δημόσιων βιβλιοθηκών που υπάρχουν μέχρι σήμερα σε όλο τον κόσμο.
Η περίφημη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, η μεγαλύτερη κιβωτός γνώσης του αρχαίου κόσμου, που δυστυχώς κάηκε από τις επιδρομές των βαρβάρων, αποθησαύριζε ολόκληρη τη σοφία, τον πνευματικό θησαυρό της αρχαιότητας, τις κατακτήσεις των επιστημών, των γραμμάτων και των τεχνών και πολλά ακόμη έργα ανεκτίμητης αξίας.
Οι αναρίθμητοι πάπυροι με τα χειρόγραφα μεγάλων σοφών κατέγραφαν την πορεία του μεγαλειώδους ανθρώπινου πνεύματος. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι από την αρχαία ελληνική γνώση που φυλασσόταν στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας σώθηκε, φτάνοντας έως εμάς σήμερα μόνο το 10%. Δηλαδή, από τις 160 τραγωδίες του Σοφοκλή, έχουμε σήμερα μόνο τις επτά, κι αυτό είναι ένα μονάχα απλό παράδειγμα. Μια τεράστια βιβλιοθήκη, που χάθηκε μέσα στις φλόγες και άφησε πίσω της ένα λαμπρό παρελθόν, για να θυμίζει ότι η γνώση μπορεί να υπάρξει για τον άνθρωπο ως δύναμη και ως ομορφιά ταυτόχρονα. Ό,τι απέμεινε από τη μεγάλη εκείνη καταστροφή διδάσκεται σήμερα σε όλα σχεδόν τα πανεπιστήμια του κόσμου.
Ο Μουσταφά Ελ Αμπαντή, στο έργο του «Η Αρχαία Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας (εκδόσεις Σμίλη), στη σελίδα 165 επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι «η απώλεια των ανεκτίμητων συλλογών βιβλίων, που περιείχαν οι βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας, παραμένει ανεξιχνίαστη. Από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα, οι απόψεις των ιστορικών στο θέμα διίστανται. Κανείς δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι οι βιβλιοθήκες καταστράφηκαν, αλλά ακόμα δεν έχει προσδιοριστεί ούτε ο τρόπος ούτε ο χρόνος της καταστροφής».
Αρκετοί μελετητές υπογραμμίζουν το γεγονός ότι η σημασία της βιβλιοθήκης, πέρα από τον πλούτο της γνώσης, υπήρξε η αναθεώρηση του κόσμου μέσα από αξιόπιστες έρευνες και μεγάλα επιστημονικά επιτεύγματα.
Ο Μουσταφά Ελ Αμπαντή, στον πρόλογο του έργου του «Η Αρχαία Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας», θεωρεί ότι «η ιδιάζουσα σημασία της Αρχαίας Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης οφείλεται στο ότι υπήρξε το λίκνο ενός επιστημονικού εγχειρήματος τόσο αξιόλογου, ώστε να έχει παραμείνει ανυπέρβλητο μέχρι τους νεότερους χρόνους».
Ο Geoffrey Blainey, στην περίφημη «Συνοπτική Ιστορία του Κόσμου» (εκδόσεις Φυτράκης), στη σελίδα 120, οριοθετεί το μέγεθος και την αξία της βιβλιοθήκης:
«Μια νέα πόλη στην Αίγυπτο, η Αλεξάνδρεια, έμελλε να γίνει ο κύριος κληρονόμος της αθηναϊκής παράδοσης. Η πόλη, που θεμελιώθηκε το 331 π.Χ., αναδείχθηκε σε πνευματικό τροφοδότη του δυτικού κόσμου. Εκεί, οικοδομήθηκαν μια θαυμαστή βιβλιοθήκη και ένα λαμπρό μουσείο. Πλήθος διακεκριμένων Ελλήνων πολυμαθών, όπως ο Ευκλείδης, εγκαταστάθηκαν σε αυτή για να επιδοθούν απερίσπαστοι στις διανοητικές αναζητήσεις τους. Εκεί σημειώθηκαν ουσιαστικές πρόοδοι στην ιατρική έρευνα από τον ανατόμο Ερώφιλο, ο οποίος πρώτος μελέτησε τον ανθρώπινο εγκέφαλο και οφθαλμό το 285 π.Χ.».
Όλη αυτή η απροσμέτρητη αρχαία σοφία που χάθηκε, εκείνη η γνώση, που και σήμερα στη σκέψη της γοητεύεται ο κάθε εραστής της, ελπίζουμε να αναφανεί, έστω σε αμελητέα ψήγματα, γιατί υπάρχουν, κατά πάσα πιθανότητα, ακόμα, αρχαίοι πάπυροι που σώθηκαν από την καταστροφή. Βέβαια, αγνοούμε πολλά χαμένα έργα όπως του Εμπεδοκλή, που βρέθηκε χειρόγραφό τους στα υπόγεια γερμανικής βιβλιοθήκης πριν από μερικά χρόνια.
Το παρήγορο είναι ότι η αιγυπτιακή κυβέρνηση, σε συνεργασία με την Ουνέσκο, αναστήλωσαν ξανά τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, τη Νέα Αλεξανδρινή Βιβλιοθήκη με καινούρια προοπτική και νέο όραμα.
Προσδοκούμε γεμάτοι δέος να βρεθούν στο μέλλον αρχαία κειμήλια, μελέτες και έργα, ώστε να επιστρέψουν στην αρχική γενέτειρά τους, επιτρέποντάς της να συνεχίσει εκείνο το πανάρχαιο όνειρο σοφίας και οικουμενικού πολιτισμού που κάποτε επιτελούσε.
___________________________________
Αμαλία Κ. Ηλιάδη
Το Τέλος
Κατά την πολιορκία της Αλεξανδρείας από τον Καίσαρα, το 47 π.Χ., μεγάλο τμήμα της Βιβλιοθήκης του Μουσείου κατεστράφη, από πυρκαϊά. Για την αναπλήρωση των απωλειών ο Αντώνιος, το 41 π.Χ., μετέφερε στην Αλεξάνδρεια την Βιβλιοθήκη της Περγάμου. Η Βιβλιοθήκη του Σεραπείου υπέστη εκτεταμένες καταστροφές το 272 μ.Χ. Προφανώς, κατόπιν του διατάγματος του αυτοκράτορος Θεοδοσίου (391 μ.Χ.), με το οποίον απαγορευόταν η λειτουργία ιερών και ιδρυμάτων της αρχαίας θρησκείας, η βιβλιοθήκη αυτή κατεστράφη ολοσχερώς από Ζηλωτάς μοναχούς.
Η εναπομείνασα Βιβλιοθήκη του Μουσείου κατεστράφη το 642 μ.Χ. με την Αραβική κατάκτηση της Βυζαντινής Αιγύπτου. Η κατάκτηση αυτή εμπνεόταν από την ιδεολογία του ιερού Ισλαμικού πολέμου των Αράβων κατά των απίστων (Τζιχάντ), και πιθανόν στην ιδεολογία αυτήν να οφείλεται η τελική καταστροφή της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης. Νεώτεροι ερευνητές υποστηρίζουν ότι με την οριστική καταστροφή της βιβλιοθήκης αυτής, χάθηκαν τα 4/5 της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας.
Η περίοδος άνθησης της γνώσης είχε τελειώσει και η περίοδος χειραγώγησης των λαών είχε ξεκινήσει. Η βιβλιοθήκη δεν αποτελούσε πια εργαλείο επίτευξης του στόχου των ηγεμόνων. Έτσι οδηγήθηκε στη σταδιακή εγκατάλειψη και σύλησή της. Τα θεμέλιά της ακόμα δεν έχουν βρεθεί.
Ο βασιλιάς της Αλεξάνδρειας Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος (283-247 π.Χ.) ίδρυσε την πλουσιότερη και λαμπρότερη βιβλιοθήκη του αρχαίου κόσμου, γνωστή ως «Μεγάλη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας», με 400.000, και κατ' άλλους 700.000 τόμους και καταλόγους, οι οποίοι θεωρούνται ως οι πρώτες προσπάθειες για τη δημιουργία συστηματικής επιστημονικής βιβλιογραφίας. Η βιβλιοθήκη αυτή καταστράφηκε από πυρκαγιά κατά την άλωση της Αλεξάνδρειας από τον Ιούλιο Καίσαρα το 47 π.Χ.
Οι ρωμαϊκές βιβλιοθήκες ήταν συνήθως εγκατεστημένες σε συνεχόμενα παραρτήματα-βοηθητικά κτίσματα των ναών, κυρίως στο κέντρο των πόλεων. Αποτελούνταν από δύο τμήματα, της ελληνικής και της λατινικής γραμματείας, και αργότερα και από ένα τρίτο, χριστιανικό τμήμα, ενώ τα τετράγωνα βιβλία από περγαμηνή ήταν τοποθετημένα πλάγια. Κατά τη μεσαιωνική περίοδο βιβλιοθήκες δημιουργούνταν μόνο στους ναούς και τα μοναστήρια, ενώ η οργάνωση, η λειτουργία τους και η συστηματική αντιγραφή των χειρογράφων γίνονται από μορφωμένους καλλιτέχνες-μικρογράφους μοναχούς.
Στα σημαντικότερα κέντρα του Ισλάμ (Βαγδάτη, Κάιρο, Τρίπολη) δημιουργήθηκαν βιβλιοθήκες εμπλουτισμένες με ελληνικά χειρόγραφα μεταφρασμένα στην αραβική γλώσσα. Στην Αναγέννηση παρατηρήθηκε μια τάση ίδρυσης σημαντικών ιδιωτικών βιβλιοθηκών, ενώ στα κατοπινά χρόνια τέθηκαν οι βάσεις για τη δημιουργία των μεγάλων δημόσιων βιβλιοθηκών που υπάρχουν μέχρι σήμερα σε όλο τον κόσμο.
Η περίφημη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, η μεγαλύτερη κιβωτός γνώσης του αρχαίου κόσμου, που δυστυχώς κάηκε από τις επιδρομές των βαρβάρων, αποθησαύριζε ολόκληρη τη σοφία, τον πνευματικό θησαυρό της αρχαιότητας, τις κατακτήσεις των επιστημών, των γραμμάτων και των τεχνών και πολλά ακόμη έργα ανεκτίμητης αξίας.
Οι αναρίθμητοι πάπυροι με τα χειρόγραφα μεγάλων σοφών κατέγραφαν την πορεία του μεγαλειώδους ανθρώπινου πνεύματος. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι από την αρχαία ελληνική γνώση που φυλασσόταν στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας σώθηκε, φτάνοντας έως εμάς σήμερα μόνο το 10%. Δηλαδή, από τις 160 τραγωδίες του Σοφοκλή, έχουμε σήμερα μόνο τις επτά, κι αυτό είναι ένα μονάχα απλό παράδειγμα. Μια τεράστια βιβλιοθήκη, που χάθηκε μέσα στις φλόγες και άφησε πίσω της ένα λαμπρό παρελθόν, για να θυμίζει ότι η γνώση μπορεί να υπάρξει για τον άνθρωπο ως δύναμη και ως ομορφιά ταυτόχρονα. Ό,τι απέμεινε από τη μεγάλη εκείνη καταστροφή διδάσκεται σήμερα σε όλα σχεδόν τα πανεπιστήμια του κόσμου.
Ο Μουσταφά Ελ Αμπαντή, στο έργο του «Η Αρχαία Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας (εκδόσεις Σμίλη), στη σελίδα 165 επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι «η απώλεια των ανεκτίμητων συλλογών βιβλίων, που περιείχαν οι βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας, παραμένει ανεξιχνίαστη. Από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα, οι απόψεις των ιστορικών στο θέμα διίστανται. Κανείς δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι οι βιβλιοθήκες καταστράφηκαν, αλλά ακόμα δεν έχει προσδιοριστεί ούτε ο τρόπος ούτε ο χρόνος της καταστροφής».
Αρκετοί μελετητές υπογραμμίζουν το γεγονός ότι η σημασία της βιβλιοθήκης, πέρα από τον πλούτο της γνώσης, υπήρξε η αναθεώρηση του κόσμου μέσα από αξιόπιστες έρευνες και μεγάλα επιστημονικά επιτεύγματα.
Ο Μουσταφά Ελ Αμπαντή, στον πρόλογο του έργου του «Η Αρχαία Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας», θεωρεί ότι «η ιδιάζουσα σημασία της Αρχαίας Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης οφείλεται στο ότι υπήρξε το λίκνο ενός επιστημονικού εγχειρήματος τόσο αξιόλογου, ώστε να έχει παραμείνει ανυπέρβλητο μέχρι τους νεότερους χρόνους».
Ο Geoffrey Blainey, στην περίφημη «Συνοπτική Ιστορία του Κόσμου» (εκδόσεις Φυτράκης), στη σελίδα 120, οριοθετεί το μέγεθος και την αξία της βιβλιοθήκης:
«Μια νέα πόλη στην Αίγυπτο, η Αλεξάνδρεια, έμελλε να γίνει ο κύριος κληρονόμος της αθηναϊκής παράδοσης. Η πόλη, που θεμελιώθηκε το 331 π.Χ., αναδείχθηκε σε πνευματικό τροφοδότη του δυτικού κόσμου. Εκεί, οικοδομήθηκαν μια θαυμαστή βιβλιοθήκη και ένα λαμπρό μουσείο. Πλήθος διακεκριμένων Ελλήνων πολυμαθών, όπως ο Ευκλείδης, εγκαταστάθηκαν σε αυτή για να επιδοθούν απερίσπαστοι στις διανοητικές αναζητήσεις τους. Εκεί σημειώθηκαν ουσιαστικές πρόοδοι στην ιατρική έρευνα από τον ανατόμο Ερώφιλο, ο οποίος πρώτος μελέτησε τον ανθρώπινο εγκέφαλο και οφθαλμό το 285 π.Χ.».
Όλη αυτή η απροσμέτρητη αρχαία σοφία που χάθηκε, εκείνη η γνώση, που και σήμερα στη σκέψη της γοητεύεται ο κάθε εραστής της, ελπίζουμε να αναφανεί, έστω σε αμελητέα ψήγματα, γιατί υπάρχουν, κατά πάσα πιθανότητα, ακόμα, αρχαίοι πάπυροι που σώθηκαν από την καταστροφή. Βέβαια, αγνοούμε πολλά χαμένα έργα όπως του Εμπεδοκλή, που βρέθηκε χειρόγραφό τους στα υπόγεια γερμανικής βιβλιοθήκης πριν από μερικά χρόνια.
Προσδοκούμε γεμάτοι δέος να βρεθούν στο μέλλον αρχαία κειμήλια, μελέτες και έργα, ώστε να επιστρέψουν στην αρχική γενέτειρά τους, επιτρέποντάς της να συνεχίσει εκείνο το πανάρχαιο όνειρο σοφίας και οικουμενικού πολιτισμού που κάποτε επιτελούσε.
___________________________________
Αμαλία Κ. Ηλιάδη
Η αρχαία βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας
Αναπαράσταση της Πόλεως στο βάθος βρισκόταν η Βιβλιοθήκη
Η πόλη της Αλεξάνδρειας ιδρύθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο το 332 π.Χ., όταν ήταν κυρίαρχος του κόσμου. Η δυναστεία των Πτολεμαίων έδωσε συνέχεια στο όραμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος επιθυμούσε να γίνει η νεόκτιστη Αλεξάνδρεια το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της μεσογείου, αλλά και παγκόσμιο πολιτιστικό κέντρο. Η πρωτοβουλία για την ίδρυση μιας οικουμενικής βιβλιοθήκης οφείλεται στον Μέγα Αλέξανδρο, αλλά πρωτίστως στον Αριστοτέλη ο οποίος του ενέπνευσε την ιδέα της συλλογής όλης της γραπτής και προφορικής παράδοσης σε μια οικουμενική βιβλιοθήκη.
Το όραμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ξεκίνησε να πραγματοποιείται από τον Πτολεμαίο τον Α’, στην Αλεξάνδρεια, όπου και ιδρύθηκε το μουσείο και η αλεξανδρινή βιβλιοθήκη.
Έτσι άρχισε η συγκέντρωση του επιστημονικού και πολιτιστικού πλούτου, ο οποίος ήταν διασκορπισμένος σε πολλές μικρές συλλογές και βιβλιοθήκες.
Αποτέλεσε έναν χώρο όπου άνθησαν οι επιστήμες, το πρώτο ίσως αρχαίο πανεπιστήμιο, καθώς και αποθήκη ενός τεράστιου όγκου γνώσεων, ανυπολόγιστης πνευματικής αξίας, που ως γνωστόν, βέβαια , αργότερα καταστράφηκε.
Το κόσμημα της πόλης που ίδρυσε ο Μ. Αλέξανδρος το 320 π. Χ.
Εκεί που οι τρεις «αρχαίες» ήπειροι ενώνονται, εκεί που συναντιούνται τα πνεύματα τριών αρχαίων πολιτισμών, μετά από τέσσερεις χιλιάδες χρόνια φαραωνικού πολιτισμού, μια ελληνική δυναστεία, αυτή των Πτολεμαίων, αποφάσισε και δημιούργησε τον «νέο ομφαλό της γης», τον ομφαλό της γνώσης.
Ο Δημήτριος ο Φαληρέας, μαθητής του Αριστοτέλη και σύμβουλος του Πτολεμαίου του Α’, εισηγήθηκε στον Φαραώ την ίδρυση ενός μεγάλου ερευνητικού κέντρου με μια παγκόσμια βιβλιοθήκη, όπως ακριβώς την ονειρεύτηκε ο μεγάλος στρατηλάτης.
Με τον τρόπο αυτό, ουσιαστικά, εκπληρωνόταν το όνειρο και η φιλοσοφία του ίδιου του Αριστοτέλη.
Σύντομα έγινε φανερό ότι η πρόθεση των Πτολεμαίων δεν ήταν απλώς η καταγραφή και διατήρηση όλης της επιστημονικής και καλλιτεχνικής γνώσεως αλλά και η μεταβολή της ελληνικής γλώσσας σε παγκόσμια, καθώς οι σχέσεις και το εμπόριο των Ελλήνων με τους αυτόχθονες λαούς προϋπέθετε τη γλωσσική επικοινωνία.
Για το σκοπό αυτό αποφασίσθηκε και η ίδρυση μεγάλων πολιτιστικών κέντρων γύρω από τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και η μετάφραση των μεγάλων ιστορικών έργων των λαών της ανατολής στην ελληνική γλώσσα.
Έτσι, η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας περιείχε τρεις μεγάλες ενότητες βιβλίων:
1. ελληνική κλασική σκέψη και φιλοσοφικά έργα γύρω από αυτή,
2. επιστολές, σημειωματάρια και ημερολόγια και
3. ξένη λογοτεχνία σε πρωτότυπο κείμενο και μετάφραση στα ελληνικά.
Κατά τον Αριστέα, την εποχή του Πτολεμαίου του Β’ (283-247πΧ.) η Βιβλιοθήκη περιείχε 200.000 κυλίνδρους.
Στα «Προλεγόμενα εις τον Αριστοφάνην» αναφέρεται ότι η Ανακτορική Βιβλιοθήκη περιείχε 400.000 συμμιγείς και 90.000 αμιγείς κυλίνδρους, ενώ ο Αμμιανός υποστήριζε ότι ο πλούτος της βιβλιοθήκης ανερχόταν σε 700.000 κυλίνδρους.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι την εποχή εκείνη, η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας συγκέντρωνε εκατοντάδες χιλιάδες κυλίνδρους γνώσεως και μάλιστα, αξιολογώντας διάφορες πηγές, ίσως οι 700.000 κύλινδροι να αποτελούν υποεκτίμηση του πραγματικού επιστημονικού έργου της Βιβλιοθήκης!
Εκτός από τη βιβλιοθήκη, το Μουσείο διέθετε πολλά εργαστήρια, αστεροσκοπείο, βοτανικό και ζωολογικό κήπο καθώς και άνετους ξενώνες για τους φιλοξενούμενους. Η βιβλιοθήκη μετά το θάνατο του ιδρυτή της περιλάμβανε 200.000 τόμους.. Η βιβλιοθήκη είχε και πλούσια εκδοτική δραστηριότητα επειδή της είχε παραχωρηθεί το δικαίωμα να δημιουργεί αντίγραφο για κάθε χειρόγραφο που εμφανίζονταν στην Αίγυπτο.
Το όραμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ξεκίνησε να πραγματοποιείται από τον Πτολεμαίο τον Α’, στην Αλεξάνδρεια, όπου και ιδρύθηκε το μουσείο και η αλεξανδρινή βιβλιοθήκη.
Έτσι άρχισε η συγκέντρωση του επιστημονικού και πολιτιστικού πλούτου, ο οποίος ήταν διασκορπισμένος σε πολλές μικρές συλλογές και βιβλιοθήκες.
Αποτέλεσε έναν χώρο όπου άνθησαν οι επιστήμες, το πρώτο ίσως αρχαίο πανεπιστήμιο, καθώς και αποθήκη ενός τεράστιου όγκου γνώσεων, ανυπολόγιστης πνευματικής αξίας, που ως γνωστόν, βέβαια , αργότερα καταστράφηκε.
Το κόσμημα της πόλης που ίδρυσε ο Μ. Αλέξανδρος το 320 π. Χ.
Εκεί που οι τρεις «αρχαίες» ήπειροι ενώνονται, εκεί που συναντιούνται τα πνεύματα τριών αρχαίων πολιτισμών, μετά από τέσσερεις χιλιάδες χρόνια φαραωνικού πολιτισμού, μια ελληνική δυναστεία, αυτή των Πτολεμαίων, αποφάσισε και δημιούργησε τον «νέο ομφαλό της γης», τον ομφαλό της γνώσης.
Ο Δημήτριος ο Φαληρέας, μαθητής του Αριστοτέλη και σύμβουλος του Πτολεμαίου του Α’, εισηγήθηκε στον Φαραώ την ίδρυση ενός μεγάλου ερευνητικού κέντρου με μια παγκόσμια βιβλιοθήκη, όπως ακριβώς την ονειρεύτηκε ο μεγάλος στρατηλάτης.
Με τον τρόπο αυτό, ουσιαστικά, εκπληρωνόταν το όνειρο και η φιλοσοφία του ίδιου του Αριστοτέλη.
Σύντομα έγινε φανερό ότι η πρόθεση των Πτολεμαίων δεν ήταν απλώς η καταγραφή και διατήρηση όλης της επιστημονικής και καλλιτεχνικής γνώσεως αλλά και η μεταβολή της ελληνικής γλώσσας σε παγκόσμια, καθώς οι σχέσεις και το εμπόριο των Ελλήνων με τους αυτόχθονες λαούς προϋπέθετε τη γλωσσική επικοινωνία.
Για το σκοπό αυτό αποφασίσθηκε και η ίδρυση μεγάλων πολιτιστικών κέντρων γύρω από τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και η μετάφραση των μεγάλων ιστορικών έργων των λαών της ανατολής στην ελληνική γλώσσα.
Έτσι, η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας περιείχε τρεις μεγάλες ενότητες βιβλίων:
1. ελληνική κλασική σκέψη και φιλοσοφικά έργα γύρω από αυτή,
2. επιστολές, σημειωματάρια και ημερολόγια και
3. ξένη λογοτεχνία σε πρωτότυπο κείμενο και μετάφραση στα ελληνικά.
Κατά τον Αριστέα, την εποχή του Πτολεμαίου του Β’ (283-247πΧ.) η Βιβλιοθήκη περιείχε 200.000 κυλίνδρους.
Στα «Προλεγόμενα εις τον Αριστοφάνην» αναφέρεται ότι η Ανακτορική Βιβλιοθήκη περιείχε 400.000 συμμιγείς και 90.000 αμιγείς κυλίνδρους, ενώ ο Αμμιανός υποστήριζε ότι ο πλούτος της βιβλιοθήκης ανερχόταν σε 700.000 κυλίνδρους.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι την εποχή εκείνη, η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας συγκέντρωνε εκατοντάδες χιλιάδες κυλίνδρους γνώσεως και μάλιστα, αξιολογώντας διάφορες πηγές, ίσως οι 700.000 κύλινδροι να αποτελούν υποεκτίμηση του πραγματικού επιστημονικού έργου της Βιβλιοθήκης!
Το Τέλος
Κατά την πολιορκία της Αλεξανδρείας από τον Καίσαρα, το 47 π.Χ., μεγάλο τμήμα της Βιβλιοθήκης του Μουσείου κατεστράφη, από πυρκαϊά. Για την αναπλήρωση των απωλειών ο Αντώνιος, το 41 π.Χ., μετέφερε στην Αλεξάνδρεια την Βιβλιοθήκη της Περγάμου. Η Βιβλιοθήκη του Σεραπείου υπέστη εκτεταμένες καταστροφές το 272 μ.Χ. Προφανώς, κατόπιν του διατάγματος του αυτοκράτορος Θεοδοσίου (391 μ.Χ.), με το οποίον απαγορευόταν η λειτουργία ιερών και ιδρυμάτων της αρχαίας θρησκείας, η βιβλιοθήκη αυτή κατεστράφη ολοσχερώς από Ζηλωτάς μοναχούς.
Η εναπομείνασα Βιβλιοθήκη του Μουσείου κατεστράφη το 642 μ.Χ. με την Αραβική κατάκτηση της Βυζαντινής Αιγύπτου. Η κατάκτηση αυτή εμπνεόταν από την ιδεολογία του ιερού Ισλαμικού πολέμου των Αράβων κατά των απίστων (Τζιχάντ), και πιθανόν στην ιδεολογία αυτήν να οφείλεται η τελική καταστροφή της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης. Νεώτεροι ερευνητές υποστηρίζουν ότι με την οριστική καταστροφή της βιβλιοθήκης αυτής, χάθηκαν τα 4/5 της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας.
Πηγές:
http://www.hellinon.net/
http://arxaia-ellinika.blogspot.gr
http://historicaltrails.wordpress.com
http://strange-omniverse.blogspot.com/2011/09/blog-post_8942.html#ixzz3l8YYRXVC
http://www.hellinon.net/
http://arxaia-ellinika.blogspot.gr
http://historicaltrails.wordpress.com
http://strange-omniverse.blogspot.com/2011/09/blog-post_8942.html#ixzz3l8YYRXVC
Scholeio.com