Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΠΟΡΕΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΠΟΡΕΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Το πορτραίτο μιας οικογένειας που προκαλεί δέος, της δυναστείας Ρότσιλντ




- "Δώσε μου τον έλεγχο των χρημάτων ενός έθνους και δεν με ενδιαφέρει ποιος φτιάχνει τους νόμους."
- "Δεν με νοιάζει ποια είναι η μαριονέτα που τοποθετείται στο θρόνο της Αγγλίας να κυβερνήσει την αυτοκρατορία...  Ο άνθρωπος που ελέγχει την προσφορά χρήματος της Βρετανίας ελέγχει τη βρετανική αυτοκρατορία. Και εγώ, έχω τον έλεγχο της προσφοράς χρήματος."



Και οι δύο προκλητικές ατάκες αποδίδονται σε έναν Ρότσιλντ. Για πολλούς η διακεκριμένη οικογένεια γερμανοεβραίων τραπεζιτών Ρότσιλντ μαζί με τους Ροκφέλερ είναι αυτοί που κυβερνούν πραγματικά ΗΠΑ και Ευρώπη και το μέγεθός τους προκαλεί δέος. Σημαντική η επιρροή τους στην οικονομικοπολιτική ιστορία της Ευρώπης.

Είναι τραπεζίτες, μαικήνες, συλλέκτες, οινοποιοί... Εδώ και τρεις αιώνες, το όνομά τους είναι συνδεδεμένο με την ιστορία της Ευρώπης και συνώνυμο του πλούτου. Ο Σταντάλ το έγραψε πρώτος: «πλούσιος σαν Ρότσιλντ».
Το γενεαλογικό τους δένδρο χάνεται στα βάθη του 17ου αιώνα. Ο πρόγονος Mayer Amschel Rothschild κατοικεί με την οικογένειά του στην πόλη Francfort-sur-le-Main, στα σύνορα Γαλλίας-Γερμανίας, σε έναν άθλιο δρόμο. Είναι Εβραίος και δεν του δίνουν την άδεια να ασκήσει ένα ευγενές επάγγελμα, όπως να πουλάει υφάσματα ή να κάνει τον ξυλουργό και τον σιδηρουργό. Ετσι, όπως πολλοί άλλοι Εβραίοι, γίνεται δανειστής, ζει από το εμπόριο του χρήματος και γυρνάει όλη τη Γερμανία της εποχής, σε μια άμαξα, για να πάρει πίσω τα χρήματά του με τόκο.

Ο πρόγονος Μέγιερ μεγαλώνει τις υποθέσεις του γιατί στέλνει τα πέντε παιδιά του να κάνουν ένα «υποκατάστημα» σε άλλες ευρωπαΐκές πόλεις. Σύντομα η οικογένεια Ρότσιλντ εγκαθιδρύει ένα σύστημα ταχυδρομείου γρηγορότερου από τα ίδια τα κράτη. Τα πέντε αδέλφια ιδρύουν την πρώτη πολυεθνική στον κόσμο και γίνονται «Ευρωπαίοι» πριν καν εφευρεθεί ο όρος.

Αυτή είναι η πηγή της δύναμής τους. Οι Ρότσιλντ δεύτερης γενιάς, όπως ο μικρότερος Τζέημς που ο πατέρας του τον στέλνει στο Παρίσι για δουλειές, είναι ήδη πολύ πλούσιοι.
Όταν φτάνει στο Παρίσι το 1812 είναι 20 ετών. Σύντομα αρχίζει να συχνάζει δίπλα σε υπουργούς, διπλωμάτες, αριστοκράτες κ.α. τους οποίους βλέπει αφ' υψηλού. Γίνεται μέλος του μυστικού κλαμπ «Ο κύκλος της Ένωσης» που είναι το πιο σνομπ και ευγενές της εποχής. Δεν παντρεύεται καμία από τις αριστοκράτισσες της εποχής, οι Ρότσιλντ παντρεύονται μεταξύ τους για να μείνει μεταξύ τους η τεράστια περιουσία. Παντρεύτηκε την ξαδέλφη του Μπέτυ.

Όπως τα αδέλφια του που έχτισαν πύργους σε όλη την Ευρώπη χτίζει τον πύργο Ferrières στη Γαλλία, μια θρυλική κατοικία, με 120 υπηρέτες, δείπνα για 60 άτομα κάθε φορά, στάβλους για 60 άλογα και ασανσέρ για τα φαγητά από την κουζίνα, το πρώτο στην Ευρώπη. Πολύτιμα έργα τέχνης στόλιζαν τα χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα.

H βαρόνη Φιλιπίν Ρότσιλντ
Ο κάθε Ρότσιλντ αξίζει μια ξεχωριστή βιογραφία. Μια από τις ξεχωριστές Ρότσιλντ, η οποία υπήρξε οινοποιός και ηθοποιός, άφησε ιστορία με τα κρασιά Ρότσιλντ. Η Φιλιπίν ανέλαβε τα διάσημα αμπέλια στον πύργο Mouton-Rothschild από τον πατέρα της Φιλίπ, βαρόνο Φιλίπ Ρότσιλντ. Η μητέρα της πήγε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Ravensbrück και δεν γύρισε ποτέ. Ο πατέρας της βρισκόταν στο πλευρό του Σαρλ Ντεγκόλ στο Λονδίνο και η μικρή Φιλιπίν, 9 ετών, βαπτίστηκε καθολική για να σωθεί από τους Γερμανούς. Οι Ρότσιλντ γράφουν τη δική τους ξεχωριστή ιστορία και στην Αμερική, μετά τον πόλεμο.
Γενάρχης της δυναστείας θεωρείται ο Μάγερ Άνσελμ Μπάουερ (1743-1812), ο οποίος έλαβε το επίθετο Ρότσιλντ (στα γερμανικά «κόκκινη ασπίδα») από το σήμα της επιχείρησης του πατέρα του, που διατηρούσε ενεχειροδανειστήριο στη Φραγκφούρτη, όπου και γεννήθηκε. Ο Μάγερ εκμεταλλεύτηκε τη θέση του ως οικονομικός σύμβουλος του εκλέκτορα της Έσης και έστησε την πρώτη του επενδυτική τράπεζα στη γενέτειρά του.

Πολύ γρήγορα επεκτάθηκε και ίδρυσε υποκαταστήματα στα μεγάλα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης, με επικεφαλής τους πέντε γιους του: Άμσελ Μάγιερ Ρότσιλντ (1773-1855) στη Φραγκφούρτη, Σάλομον Μάγιερ Ρότσιλντ (1774-1855) στη Βιέννη, Νάθαν Μάγιερ Ρότσιλντ (1777-1836) στο Λονδίνο, Κάλμαν Μάγιερ Ρότσιλντ (1788-1855) στη Νάπολη, Τζέιμς Μάγιερ Ρότσιλντ (1792-1868) στο Παρίσι. Βασικός κανόνας του πατρός Ρότσιλντ, την οποία μετέδωσε στα παιδιά του, ήταν ότι οι επιχειρήσεις δεν θα έπρεπε να ξεφύγουν από τα χέρια της οικογένειας, που θα τους επέτρεπε να κρατήσουν σε πέπλο μυστικότητας το μέγεθος του πλούτου τους και τα επιχειρηματικά τους επιτεύγματα.
Μεγάλη ώθηση στις επιχειρηματικές δραστηριότητες των Ρότσιλντ έδωσαν η Γαλλική Επανάσταση και οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι (1792-1815). Την περίοδο αυτή χρηματοδοτούσαν με δάνεια τα διάφορα εμπόλεμα μέρη και εμπορεύονταν σιτηρά, βαμβάκι, αποικιακά προϊόντα και όπλα. Είχαν αναπτύξει ένα εκτεταμένο δίκτυο αντιπροσώπων και συνεργατών, που περιλάμβανε ιδιωτικό ταχυδρομείο και υπηρεσία πληροφοριών. 

Λέγεται ότι το δικό τους κατασκοπευτικό δίκτυο πληροφόρησε το Λονδίνο για τη νίκη του Ουέλινγκτον στη Μάχη του Βατερλό, μία μέρα πριν από την άφιξη των στρατιωτικών αγγελιοφόρων. Οι Ρότσιλντ συμμετείχαν στο κονσόρτσιουμ που χορήγησε τα δύο δάνεια στην επαναστατημένη Ελλάδα το 1824, ενώ ήταν και από τους ιδρυτικούς μετόχους της Εθνικής Τράπεζας το 1841.

Αργότερα, προσαρμόστηκαν με επιτυχία στις νέες συνθήκες τις βιομηχανικής επανάστασης και πραγματοποίησαν σημαντικές επενδύσεις στους σιδηροδρόμους, σε ανθρακωρυχεία, στη σιδηρουργία και τη μεταλλουργία, ενώ κατέκτησαν σημαντική θέση στο εμπόριο πετρελαίου και μεταλλευμάτων. Στα τέλη του 19ου αιώνα, με την άνοδο των μεγάλων αμερικανικών επενδυτικών τραπεζών έχασαν την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία τους, αλλά παραμένουν μέχρι σήμερα ένας από τους μεγαλύτερους παίκτες στην παγκόσμια τραπεζική αγορά. Οι Ρότσιλντ χρηματοδότησαν την εγκατάσταση Εβραίων στην Παλαιστίνη κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου και υπήρξαν θερμοί υποστηρικτές του κράτους του Ισραήλ. Άλλωστε, ένας Ρότσιλντ ήταν ο πρώτος παραλήπτης της Διακήρυξης Μπάλφουρ, με την οποία η Μεγάλη Βρετανία εξέφραζε τη θέλησή της για τη δημιουργία εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη.




Στο βίντεο μπορείτε να επιλέξετε ελληνικούς υπότιτλους.

Published on May 8, 2014

Who is the Richest person in the world? Do you really think your government controls everything? How Rothschild became the richest family in the world? In this documentary video you will the all about Rothschild Family and his biography.
The Rothschild, world kingpins, worth $500 trillion! They own Reuters, AP, and fix the price of gold...
At ToBeFree, I've focused mainly on the Rockefellers, key kingpins in the US, which apparently are secretly worth more than $10 trillion. But the Rothschilds are far more wealthier, and are by many considered the greatest controlling factor worldwide — the kingpins of the world!

In the late '90s, I attended an event in which Gaylon Ross was lecturing. He laid out the big picture for me that has continued to prove true. In addition to speaking about these two families, he laid out the elite's plan to create unions within the continents, and then merge all 5 continents into the one-world government which they control.

Since I heard Gaylon speak and had great discussions with him after that, I've watched time and time again the globalists attempts to unite the Americas. From what I've seen, Skull and Bonesman, President Bush should be considered a traitor for how he handled just this issue alone, doing the bidding of his handlers.

Here is just one tiny aspect of the Rothschild family. Under the surface, the Rothschilds long had a powerful influence in dictating American financial laws. The law records show that they were powers in the old Bank of the United States [abolished by Andrew Jackson].

Rothschild quotes:

"Give me control of a nation's money and I care not who makes the laws."

"I care not what puppet is placed on the throne of England to rule the Empire, ...The man that controls Britain's money supply controls the British Empire. And I control the money supply."


  Scholeio.com  

Εστιάζοντας, Μια επίσκεψη στο σπίτι του Ε.Χ.Γονατά



Λακωνικός και υπαινικτικός στα έργα του, καθώς «ξεκινούσε από βιωμένες καταστάσεις αλλά υπερέβαινε το ατομικό, για να συνδυάσει τον στοχασμό με το όνειρο, το καθημερινό με το ανοίκειο, το λογικό με το παράλογο, την πρόζα με την ποίηση». 
«δεν τον ενδιέφερε η δημοσιότητα, αλλά η επικοινωνία».  

Το ντοκυμαντέρ της Εύας Στεφανή, βραβεύθηκε.  Η Στεφανή με υπομονή, επιμένει σε μια καθημερινή εκτεταμένη συζήτηση με τον Επαμεινώνδα Χ. Γονατά.

Έναν ευαίσθητο ποιητή,  έναν σεμνό δημιουργό, έναν εμπνευσμένο μεταφραστή, έναν τρυφερό ζωόφιλο. Ο ποιητής Γονατάς, δεν τιμήθηκε από την ελληνική πολιτεία...  Δεν δημιούργησε αυλή, δεν είχε διασυνδέσεις με το κατεστημένο, δεν παριστάνει τον δάσκαλο, αλλά... υπηρετεί την ποίηση με συνέπεια, με πείσμα, με μια αστείρευτα ανανεούμενη γνώση και με μοναδική μαεστρία χειρισμού της γλώσσας. 

Ένας Έλληνας ποιητής και διηγηματογράφος της Μεταπολεμικής γενιάς, ο οποίος διακρίθηκε κυρίως ως «λογοτέχνης του παράδοξου». Ο ίδιος πάντως, δεν συμφωνούσε με αυτόν τον χαρακτηρισμό του. Ο Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς (Αθήνα, 1924 -- Αθήνα, 24 Μαρτίου 2006)
Δεν ταυτίστηκε ποτέ με κανένα πολιτικό στρατόπεδο αν και γόνος οικογένειας πολιτικών με καταγωγή από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας. Συμμαθητής με τον ποιητή Μίλτο Σαχτούρη στο σχολείο, με τον οποίο τον συνέδεσε βαθειά φιλία.





Φίλος και με τους: τον ποιητή Δημήτρη Π. Παπαδίτσα, τον διηγηματογράφο Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο και τον πεζογράφο Νίκο Καχτίτση — τον τελευταίο τον γνώρισε μόνον διά αλληλογραφίας.

Σπούδασε Νομικά και εργάστηκε ως δικηγόρος σε μεγάλες εταιρείες. Η πρώτη του εμφάνιση στα Γράμματα έγινε το 1945 με το αφήγημα Ο ταξιδιώτης. Αργότερα συνεργάστηκε με τον Δημήτρη Π. Παπαδίτσα στην έκδοση του περιοδικού Πρώτη Ύλη (1959--1964). Το 1959 κυκλοφόρησε η συλλογή σύντομων αφηγημάτων Η κρύπτη, και ακολουθούν: Το βάραθρο (1963), Οι αγελάδες (1963), Ο φιλόξενος καρδινάλιος (1986) και Η προετοιμασία (1991). Η τελευταία του συλλογή αφηγημάτων με τίτλο Τρεις δεκάρες κυκλοφόρησε εντός του 2006, μόλις πριν πεθάνει.

Ο Γονατάς, βγήκε από την αφάνεια το 1976, όταν τον ξεχώρισε σε συνέντευξη ο «δάσκαλός» του Νίκος Εγγονόπουλος.  Αργότερα το βιβλίο του ''Ο φιλόξενος καρδινάλιος'' έμελλε να τον καθιερώσει ως συγγραφέα «καλτ». 


  Scholeio.com  

Αν δεν σε κερδίσω...



Ήθελε να σταματήσει τον ''χρόνο του'' και το έκανε, σταμάτησε το ρολόι του... 

γράφει ο Φρέντυ Γερμανός

   Γνωρίστηκαν τυχαία στην Καλλιθέα το 1895, όταν η Σοφία γύριζε στο σπίτι της. 
Ο Γιαννόπουλος έκανε έναν από τους ατελείωτους περιπάτους του στο ύπαιθρο, κόβοντας λουλούδια από τους κήπους και σπέρνοντάς τα, κατά τη συνήθειά του, δεξιά και αριστερά. 

- «Ερχόταν αντίθετα από εμένα», διηγείται η Σοφία Λασκαρίδου. «Λίγα βήματα μας χώριζαν...  Στάθηκε. 

Στάθηκα κι εγώ. Τα μάτια μας συναντήθηκαν. Έβγαλε το καπέλο του και τα χρυσά του μαλλιά έλαμψαν στο φως του ήλιου. Είδα τον ουρανό στα μάτια του», ψιθύρισε: 
- «Η ομορφιά σας με θάμπωσε»
- «Και εμένα η δική σας» του απάντησα. Έσκυψε βιαστικά το κεφάλι, χαιρέτησε και με προσπέρασε. 

   Πόσες ιστορίες δεν αρχίζουν άραγε με τον ίδιο τρόπο! Αλλά κάτι στην ιστορία του Γιαννόπουλου και της Σοφίας ήταν διαφορετικό από την πρώτη στιγμή, κάτι που εκείνο το απόγευμα έμεινε μετέωρο στον αέρα και τους ένωσε ως τον θάνατο. 

«Την Κυριακή, ύστερα από την συνάντηση εκείνη, έγινε το απροσδόκητο. 
Είδα να μπαίνει ξαφνικά στο σαλόνι του σπιτιού μας ο ωραίος άγνωστος. 
Η καρδιά μου σταμάτησε. Προχώρησε προς το μέρος μου και συστηθήκαμε: 
- Περικλής Γιαννόπουλος 
- Ώστε γνωρίζατε ποια ήμουν; 
- Πήρα το θάρρος να έλθω. Έπρεπε να έλθω

Εκείνη την ώρα ο πατέρας μου έπαιζε σκάκι με τον ζωγράφο Οθωναίο. 
Δεν ήταν δυνατό να διακόψω το παιχνίδι τους, ωστόσο, η μητέρα μου δέχθηκε τον Γιαννόπουλο με τη συνηθισμένη της καλοσύνη και μίλησαν αρκετά μαζί. 
Ο πατέρας μου κοίταξε τον ξανθό νέο που του παρουσίασα και χαμογέλασε: 
- Η κόρη μου είχε πάντα ωραίες φίλες και φίλους, είπε. Τα νιάτα και η ομορφιά είναι το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο, φτάνει να ξέρει κανείς να τα μεταχειρίζεται». 

   Νιάτα, ομορφιά, έρωτας. Τα είχαν όλα, δεν τους έλειπε τίποτε για να ενωθούν και να ευτυχήσουν. Ύστερα από μερικές ημέρες, ο Γιαννόπουλος χτύπησε πάλι την πόρτα του σπιτιού της Σοφίας στην Καλλιθέα. Τον δέχθηκε στον κήπο και μετά περπάτησαν μαζί ως την Ακρόπολη.

«Ήταν μια ονειρεμένη πορεία, έγραψε μετά στο ημερολόγιό της. Περάσαμε τον Ιλισό πηδώντας πάνω από τα λευκά του χαλίκια. Ανεβήκαμε πίσω από το μνημείο του Φιλοπάππου και βρεθήκαμε σε ένα κάμπο γεμάτο ασφοδελούς. Καθίσαμε στον λόφο να ξεκουραστούμε:

- Οι ασφοδελοί κλείνουν το μυστικό της λήθης, είπε ο Περικλής. 
«Ο ήλιος έριχνε τις τελευταίες του ακτίνες. Τα σύννεφα έπαιζαν μακριά στη Σαλαμίνα. Κανείς δεν μιλούσε. Ύστερα έσκυψε και με φίλησε.» 

Η μέρα τελείωνε. Ο Περικλής είπε: 
- Η ηδονή του έρωτα, μόνο με την ηδονή του θανάτου αντισταθμίζεται. 
- Με την οδύνη του θανάτου θέλεις να πεις. Ο Γιαννόπουλος κούνησε το κεφάλι του. 
- Όχι, είπε. Ο θάνατος είναι η υπέρτατη ηδονή. Η γαλήνη. 

   Άραγε εκείνη την ώρα πέρασε εμπρός από τα μάτια του ξανθού συγγραφέα το όραμα του εαυτού του, καβάλα στο άλογο, να μπαίνει στην αγριεμένη θάλασσα του Σκαραμαγκά; Δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Λίγες μέρες μετά την αυτοκτονία του Γιαννόπουλου, τα κύματα του Σκαραμαγκά ξέβρασαν το πτώμα του. Ο θάνατος δεν είχε νικήσει την ομορφιά του, μόνο που ήταν μια παγωμένη ομορφιά με κατάλευκα μαλλιά. Φορούσε λευκή φανέλα, κοστούμι και γάντια γκλασέ. 

Ένας ξανθός Αθηναίος με γαλανά μάτια και φλογερή ιδιοσυγκρασία μπήκε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά, καβάλα σ" ένα λευκό άλογο και... φύτεψε μια σφαίρα στον κρόταφό του. Πριν από ένα αιώνα περίπουΤο ρολόι που βρέθηκε στην τσέπη του, είχε σταματήσει στις 11 και 3 λεπτά. 

Ήταν ο Περικλής Γιαννόπουλος, μια από τις λαμπρότερες ελπίδες των ελληνικών γραμμάτων. «Αυτοκτόνησε γιατί δεν βρήκαν απήχηση στο κοινό οι ιδέες του», έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής.  Η αληθινή όμως αιτία του θανάτου του Γιαννόπουλου βρισκόταν αλλού...  

   Ο αστυνομικός Ελευσίνος, διέταξε να μεταφερθεί το πτώμα στην εκκλησία. Εκεί έμεινε ως την άλλη μέρα το πρωί που έγινε η κηδεία. 

Αλλά στο διάστημα που μεσολάβησε: «...διεπιστώθη ότι το πτώμα είχον ήδη περιποιηθεί χείρες αβραί, οι οποίαι είχαν αποθέσει επί της κεφαλής του στέφανον ανθέων εξαιρετικών και είχαν χύσει επ' αυτού μύρα. Ο αστυνόμος εξήγησεν ότι με το πρωινόν τραίνον, κατήλθαν εξ Αθηνών δύο κυρίαι του εξωτερικού, οι οποίαι μετέβησαν εις την εκκλησίαν και απέθεσαν επί του πτώματος πλήθος ανθέων τα οποία έφεραν εξ Αθηνών και το εμύρωσαν. Ακολούθως, έφυγον χωρίς να καταστήσουν γνωστά τα ονόματά των» (Εφημερίδα «Πατρίς» 22/4/1910)

Ποιές ήταν αυτές οι δύο γυναίκες; 
Τι σχέση είχαν με τον Γιαννόπουλο και γιατί χάθηκαν μετά χωρίς να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους; 
Οι εφημερίδες έκαναν μια μικρή εξόρμηση για να εξιχνιάσουν το μυστήριο, αλλά δεν μπόρεσαν να βρούν τίποτα. 

Ο Γιαννόπουλος πίστευε βαθιά στο απόρρητο της ιδιωτικής του ζωής. 
Σπάνια μιλούσε για τον εαυτό του. 
Μερικοί Αθηναίοι, ήξεραν ότι ο ποιητής συνδεόταν με μια γυναίκα. 

Είχαν δει τις σφιχταγκαλιασμένες σκιές τους να ανεβαίνουν στην Ακρόπολη ή να κάνουν περίπατο ανάμεσα στα δέντρα της Ελευσίνας. 
Αλλά κανείς δεν είχε δει τίποτα περισσότερο, κανείς δεν ήξερε κάτι που να έριχνε φως στη ζωή και στο θάνατο του ποιητή.

Κανείς δεν ήξερε τη μοιραία σύντροφο του Περικλή. Η γυναίκα που έγινε πρότυπο για τη «Στέλλα Βιολάντη» ... Ο Ξενόπουλος είχε πει ότι όταν έγραφε τη «Στέλλα Βιολάντη» είχε στο νού του το μελαχρινό κεφάλι της.  Το μελαχρινό, αγέρωχο κεφάλι της Σοφίας Λασκαρίδου. 
Αν η αποκάλυψη αυτή ερχόταν στην ώρα της, θα προκαλούσε στην κοινωνία της εποχής την ίδια ίσως συγκίνηση που προκάλεσε ο θάνατος του Γιαννόπουλου. 

Η Σοφία Λασκαρίδου δεν ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα. Είχε όλη την Αθήνα στα πόδια της. Ήταν όμορφη και πλούσια, δεχόταν τον βασιλέα Γεώργιο στο σπίτι της και δεν ερωτευόταν ποτέ. Ήταν φτιαγμένη από σκληρή πάστα, που δεν λύγιζε εύκολα. Ο πατέρας της είχε γεννηθεί στο Λονδίνο και η μητέρα της στο Παρίσι. Η ίδια μεγάλωσε με ελεύθερες και μοντέρνες ιδέες. 
Το πάθος της ήταν η ζωγραφική. Μπορούσε να κάθεται ώρες απέναντι από τη θάλασσα του Φαλήρου, σχεδιάζοντας βάρκες και κύματα. Μια μέρα ο πατέρας της, της έδωσε ένα περίστροφο: 
- «Δεν πρέπει να κυκλοφορείς άοπλη, αφού απομακρύνεσαι τόσο πολύ από το σπίτι». 

Η Σοφία πήρε το περίστροφο και το έκρυψε στην τσάντα της. Αυτό το ίδιο περίστροφο θα στερούσε ύστερα από μερικά χρόνια τη ζωή του Περικλή Γιαννόπουλου. 

Ο Γιαννόπουλος άλλωστε μίλαγε συχνά για τον θάνατο. Πίστευε στο οριστικό και στο απόλυτο και τίποτε δεν θα τον έκανε να παραβιάσει τις αρχές του. Λίγες ημέρες μετά της ζήτησε να την συντροφεύει όταν εκείνη ζωγράφιζε έξω από το σπίτι της. 

- «Έτσι δεν θα χρειάζεται και το περίστροφο», της είπε γελώντας. «Θα είμαι ο σωματοφύλακάς σου». 

Χάθηκαν από τον κόσμο για να δωθούν ο ένας στον άλλο. Η Σοφία ξαναγνώρισε την Αττική, βλέποντάς την μέσα από τα μάτια του Γιαννόπουλου. Περπατούσαν ώρες ατελείωτες κάτω από τα πεύκα της Ελευσίνας. 
Συχνά ανέβαιναν στην Ακρόπολη. Ο Περικλής είχε μια ιδιαίτερη στοργή για το εκκλησάκι του Αϊ Δημήτρη. Άλλοτε πάλι, την έβαζε να περπατά ανάμεσα στις κολώνες του Παρθενώνα. 

-Έτσι θέλω να σε σκέπτομαι, της έλεγε. Ποτέ δεν ήσουν τόσο αληθινή, όσο είσαι τη στιγμή αυτή. 
Ύστερα της έδειχνε την Αθήνα από εκεί πάνω. Προσπαθούσε να της μάθει να την βλέπει με τον δικό του τρόπο, που δεν έμοιαζε με τον τρόπο κανενός άλλου. 

- Σε οποιοδήποτε λόφο της Αθήνας και αν ανέβεις, βλέπεις ένα κόσμο ολόκληρο. Πουθενά αλλού το φως δεν έχει τόση δύναμη. Δες αυτά τα κυπαρίσσια έξω από τον Αϊ Δημήτρη. Το καθένα είναι και μία φυσιογνωμία. Ένας άνθρωπος. 


Κι όμως τα μάρμαρα μπορούν προκαλέσουν ζήλεια... 
Το καλοκαίρι χώρισαν. Η Σοφία έπρεπε να μείνει με τους δικούς της στη Βουλιαγμένη. Ίσως ήταν κι αυτό μια κίνηση της μοίρας για να τους δείξει πόσο είχε ανάγκη ο ένας από τη συντροφιά του άλλου. 


«Στο σούρουπο γίνονται όλα πιο σταχτιά, έγραφε η Σοφία στον αγαπημένο της. Το σπίτι μας είναι κοντά στη θάλασσα.  Ακούγεται μακριά ένας βαρκάρης που τραγουδάει το μοιρολόγι της καρδιάς του. Ένα ψάρι πήδηξε έξω από το νερό. Ύστερα πάλι ησυχία.  Κάθισα όλη τη νύχτα στο μπαλκόνι ώσπου τα κύματα σταμάτησαν την φλυαρία τους.  Πέρασε η νύχτα. Είναι η ώρα που έπαιρνα το τραμ από την Καλλιθέα για να σε συναντήσω στην Ακρόπολη.  Με το νου μου σε παρακολουθώ να πηγαίνεις εκεί μόνος.  Ζηλεύω τα αγαπημένα μάρμαρα που πατάς.  Πες τους ότι δεν θα αργήσω να γυρίσω.                                                                                                 Πάντα δική σου, Σοφία». 

Αλλά ο ανυπόμονος συγγραφέας δεν περίμενε την αγαπημένη του να γυρίσει. Μια μέρα, η Σοφία τον είδε να ξεπροβάλλει μπροστά της, βρώμικο και σκονισμένο. Είχε έρθει με τα πόδια από την Αθήνα για να την δει και να περάσει λίγες ώρες μαζί της. 

- Θα έρθω να σε ζητήσω από τον πατέρα σου, της είπε ο Γιαννόπουλος. 
Η Σοφία κούνησε το κεφάλι της. 
- Θα κάνεις μια τρέλα, του είπε. Αλλά εκείνος δεν την άκουσε. Πήγε μια μέρα και βρήκε τον πατέρα της, για να ακούσει από το στόμα του μια ευγενική, αλλά ψυχρή άρνηση. 
- Δεν μπορώ να αποχωριστώ ακόμη τη Σοφία, είπε στον Γιαννόπουλο. Άλλωστε η ίδια έχει αφιερώσει τη ζωή της στην τέχνη. 

Και η Ζωγραφική έγινε τελικά αντίπαλος. Ένας παράξενος αντίζηλος. Ο έρωτας μοιάζει με τα κινέζικα αμαξάκια, λέει ένα σοφό ρητό. Ο ένας από τους δύο κάθεται μέσα και ο άλλος το σέρνει. Στην ιστορία του Γιαννόπουλου και της Λασκαρίδου, ποιος αγαπούσε περισσότερο και ποιος λιγότερο; 

Για τον ξανθό συγγραφέα ο γάμος του με τη Σοφία ήταν μια φλογερή ανάγκη, που απαιτούσε την άμεση ικανοποίησή της. 
Η Σοφία δεν βιαζόταν. Πίστευε στον έρωτα που ζει χωρίς νομικά πλαίσια. Πίστευε στην ανάγκη της να μείνει ελεύθερη. Ίσως να φοβόταν κατά βάθος, ότι από τη στιγμή που θα αισθανόταν δεσμευμένη θα άρχιζε να αγαπά τον Γιαννόπουλο λιγότερο. 

- Πως μπορείς να βάζεις την ελευθερία πάνω από τον έρωτά μας; Της είπε μια μέρα ο Περικλής. Η Σοφία χαμογέλασε μελαγχολικά. Ήξερε ότι ήταν δύσκολο για τον αγαπημένο της με τον βίαιο και παράφορο χαρακτήρα του, να την καταλάβει. 
- Το μόνο που θέλω να σκέπτεσαι είναι ότι σ' αγαπώ όσο δεν θα αγαπήσω ποτέ τίποτα άλλο στη ζωή μου, του αποκρίθηκε. 

Δεν ήθελε να αλλάξει τίποτα στη ζωή της. Ένοιωθε πως πως η αγάπη τους ήταν τέλεια, αλλά εύθραυστη. Αν άλλαζε κάτι, ίσως να έχανε κάτι από τη μαγεία της. Ήταν ευτυχισμένη μοιράζοντας τη ζωή της ανάμεσα στον Περικλή και στη ζωγραφική. Δεν της έλειπε τίποτε, δεν ήθελε τίποτε περισσότερο. Το μόνο που την στεναχωρούσε ήταν που δεν μπορούσε να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο. Ο νόμος ακόμη δεν επέτρεπε τη φοίτηση γυναικών στη Σχολή Καλών Τεχνών. 
– Γιατί δεν πηγαίνεις στον βασιλέα; Της είπε μια μέρα η μητέρα της. Το ίδιο βράδυ η Σοφία το ζύγισε μέσα στο μυαλό της και το αποφάσισε. Πήγε στο παλάτι. Ο Γεώργιος άκουσε το αίτημά της χαμογελώντας. 
- Δεν φοβάσαι λοιπόν, να εργάζεσαι ανάμεσα σε τόσα αγόρια; της είπε. 
- Όχι μεγαλειότατε, του απάντησε με θάρρος η Λασκαρίδου. Είμαι έτοιμη να κάνω κάθε θυσία για χάρη της τέχνης. 

Ο νόμος καταργήθηκε το 1903 και η Σοφία Λασκαρίδου ήταν η πρώτη Ελληνίδα που μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Πήρε το δίπλωμά της το 1907 και μαζί εξασφάλισε μια υποτροφία για τρία χρόνια στο εξωτερικό. 
- Δεν θα σε σταματήσω, της είπε ο Περικλής. Ξέρω πόση σημασία έχει αυτό το ταξίδι για σένα. 
Η Σοφία τον κοίταξε παραξενεμένη. Της φαινόταν περίεργο να ακούει τον αγαπημένο της να μιλά τόσο ήρεμα. Κάτι που διάβασε στα μάτια του της έσφιξε την καρδιά. 
- Έλα μαζί μου, τον παρακάλεσε. Έξω απ" την Ελλάδα θα είναι όλα δικά μας. Θα είμαστε πιο ελεύθεροι. 
Αλλά ο Γιαννόπουλος αρνήθηκε. Κάποτε η Σοφία είχε απορρίψει την πρότασή του να ζήσουν μαζί. Ίσως τώρα μια εσωτερική ανάγκη να τον πίεζε να ανταποδώσει την άρνηση, για να στηρίξει ξανά την πίστη στον εαυτό του. 
- Δεν μπορώ να φύγω από την Ελλάδα, της είπε. Θέλω να νοιώθω πάντα κοντά μου την Ακρόπολη. 

Ήταν ένα φθινοπωρινό απόγευμα, λίγες ημέρες πριν την αναχώρηση της Σοφίας για το Μόναχο. Το αμάξι, τους είχε οδηγήσει αυτή τη φορά στον Σκαραμαγκά. Είχαν ξαπλώσει κάτω από τα πεύκα και κοίταζαν σιωπηλά τον σταχτί ουρανό. 
- Αν σε χάσω ποτέ, ψυθίρισε ο Γιαννόπουλος, θα αυτοκτονήσω στο μέρος αυτό. Θα φύγω μυστικά κι ωραία. Θα εξαφανιστώ. Θα πάω να συναντήσω τον Χάροντα που θα με περιμένει με τη βάρκα του στο πέλαγος. Και θα έχω έτοιμα τα πορθμεία μου. Γέλασε νευρικά. Όσο για μια δεκάρα, ελπίζω να μου βρίσκεται στην τσέπη μου. 

Μόναχο

«Αν δεν σε κερδίσω..»  Κάποιο προαίσθημα είχε σπρώξει τον Γιαννόπουλο μερικά χρόνια πριν, να χαράξει αυτές τις γραμμές για την πόλη που θα έπαιρνε την αγαπημένη του. 



«Εκεί στο Μόναχο ουρανός κλειστός. Η γη πένθος. Τα φώτα λύπη. Τα ζώα μελαγχολία. Ο αέρας πηκτή μαυρίλα. Όλος ο έξω κόσμος σπρώχνει τον άνθρωπο σε ένα καταφύγιο, ένα υπόγειο. Και εκεί ζει μια ζωή τεχνητή. Το πνεύμα και οι τέχνες είναι επιστήμες, μηχανήματα, εμπορεύματα.»
Και κάπου αλλού... 
«Ξεκινάτε λοιπόν και πηγαίνετε για να διδαχθείτε τις τέχνες του φωτός, στα κέντρα του σκότους. Σε αυτό τον ομφαλό ερέβους, το Μόναχο. Ενώ όλοι οι μεγάλοι βόρειοι που είπαν και έγραψαν κάτι, κατεβαίνουν στην Ιταλία για να δουν το φως.» 

Τι τραγική ειρωνεία για τον ξανθό συγγραφέα, αυτή η μισητή πόλη να του στερήσει ότι αγαπούσε περισσότερο στον κόσμο! 
Και εκείνη: 
«Εργαζόμουν πολύ, αλλά η νοσταλγία βάραινε την ψυχή μου. Ζούσα δύο ζωές, την ημέρα με την τέχνη και τη νύχτα με την ανάμνηση εκείνου. Ένας αόρατος ασύρματος ένωνε τις ψυχές μας. Οι δέκτες δεν λάθευαν ποτέ. Μετέδιδαν και την πιο μικρή δόνηση του είναι μας». 

Τα γράμματα του Γιαννόπουλου έφθαναν φλογερά και απελπισμένα. 
Της έγραφε πως την περίμενε, πως η Αθήνα ήταν άδεια χωρίς εκείνη και πως η Ακρόπολη αναζητούσε την ιέρειά της. 

«Αν δεν σε κερδίσω θα συντριβώ, της έλεγε. Αλλά θα σε κερδίσω»


Χειρόγραφη επιστολή του Περικλή Γιαννόπουλου 
   H ιστορία του Περικλή Γιαννόπουλου και της Σοφίας Λασκαρίδου κύλησε στο αυλάκι που είχε χαράξει η μοίρα. Ο Γιαννόπουλος συνέχισε να πιστεύει ότι θα κέρδιζε στο τέλος την αγαπημένη του. Αλλά από τον δεύτερο χρόνο του χωρισμού τους, άρχισε να τον κυριεύει η αποθάρρυνση. 
Και τα βιβλία του, που έκλειναν μέσα τους όλο το πάθος για το ελληνικό φως, δεν είχαν βρει την απήχηση που περίμενε. Ξαφνικά ένοιωσε μόνος και ξεκρέμαστος. Ήταν 41 χρονών και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πια να περιμένει τίποτα από τη ζωή. Η γιορτή είχε τελειώσει και απόμεινε πάλι μόνος με τον εαυτό του. 

- «Θέλεις να μάθεις ποιος είναι ο ιδανικός θάνατος; Είπε μια μέρα στον Καμπούρογλου που ήταν ο καλύτερός του φίλος. Να πάρεις ένα κατάλευκο άτι και να το καβαλικεύσεις χωρίς σέλα. Ύστερα να μπεις στο πέλαγος κρατώντας ένα περίστροφο και όταν δεις ότι το άτι δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο, τότε να γείρεις και να πυροβοληθείς στον κρόταφο. Για το άλογο μην ανησυχείς. Αφού σε ξεφορτωθεί, θα βγει έξω στη στεριά. Και ο αναβάτης του θα χαθεί στο βάθος της ωραίας μας θάλασσας». 

Έτσι, ψύχραιμα και μεθοδικά, προετοίμαζε τις ώρες της μοναξιάς του, το τέλος του. Αλλά ήθελε να το καλλωπίσει, να το κάνει όσο γινόταν ιδανικότερο. 

- «Ο θάνατος είναι η τελευταία μεθυστική στιγμή που μας οφείλει η ζωή», είπε κάποτε σε έναν άλλο φίλο του. 

Προετοιμαζόταν αλλά δεν το αποφάσιζε. Κάτι τον κρατούσε ακόμα στη ζωή. Ίσως η ελπίδα ότι δεν είχε ξοδέψει ακόμη όλες τις χαρές της, ότι κάτι έμενε ακόμη για να γευθεί. Δεν είχε συμβιβαστεί ακόμη με την ιδέα ότι είχε χάσει τη Σοφία για πάντα. 

Ένα πρωινό του Απριλίου (1910) συνάντησε τη μητέρα της τυχαία στο δρόμο. 

- Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω κυρία Λασκαρίδου, της είπε. Τι κάνει λοιπόν η μεγάλη μας καλλιτέχνις; 

Η μητέρα της δεν ήξερε ότι αλληλογραφούσαν. 

- Η Σοφία έχει προορισμό στη ζωή της την τέχνη, του απάντησε εκείνη με μια παράλογη ψυχρότητα. 
Δεν πρέπει να παντρευτεί. 
Οι καθηγητές της είναι ενθουσιασμένοι μαζί της. Έχει μπροστά της μεγάλο μέλλον. 

Ο Γιαννόπουλος την κοίταξε για λίγες στιγμές σιωπηλός. Ύστερα είπε: 

- Έχετε δίκιο. Η Σοφία πρέπει να αφοσιωθεί στην τέχνη. 

Να ήταν άραγε αυτό, το αποφασιστικό χτύπημα; 
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει με βεβαιότητα. Ίσως να το αποφάσισε τη στιγμή εκείνη, ίσως λίγες ώρες, ίσως λίγες ημέρες μετά. 

   Την Τετάρτη 9 Απριλίου ο Γιαννόπουλος πήγε με ένα φιλικό του ζευγάρι στον κινηματογράφο. Εκείνο το βράδυ, ο συνήθως κλειστός και μελαγχολικός Γιαννόπουλος έδειξε μια παράλογη ευθυμία. Έπιασε μάλιστα και συζήτηση με κάποιον που καθόταν δίπλα του. Οι φίλοι του τον κοίταζαν γεμάτη απορία. Ύστερα μπήκαν σε ένα μικρό κέντρο για να πιούν μια μπύρα. 
Ο Γιαννόπουλος είχε ξαφνικά χάσει το κέφι του. Κάποια στιγμή τους είπε: 

- Έχω κάτι να σας διαβάσω. Είναι ένα πολύ αγαπητό μου κομμάτι. Έβγαλε από την τσέπη του μερικά τσαλακωμένα φύλλα χαρτιού. Ήταν το «Τριαντάφυλλο και το αηδόνι» του Όσκαρ Ουάιλντ, που το είχε μεταφράσει ο ίδιος. 
- Πολύ ωραίο είναι, είπε ο φίλος του. 

Αλλά ο Γιαννόπουλος κοίταζε αφηρημένα τον έρημο δρόμο, μέσα από το τζάμι του κέντρου. 
- Αύριο θα κάνω μια εκδρομή, είπε ξεκάρφωτα. 

Δεν τους είπε που θα πήγαινε και ούτε τον ρώτησαν, για να μην τον φέρουν σε δύσκολη θέση. 
Ήξεραν τον χαρακτήρα του. Σηκώθηκαν να φύγουν από το εστιατόριο. 
Ο Γιαννόπουλος ψώνισε μπύρα και φαγητό κρύο για την εκδρομή της επομένης. 

Ύστερα ξαφνικά ενώ αποχαιρετούσε τον φίλο του στο πεζοδρόμιο, έπεσε στην αγκαλιά του και τον έσφιξε συγκινημένος. 
Το ίδιο εκείνο βράδυ όταν γύρισε στο σπίτι του, θα πρέπει να έγραψε αυτό το γράμμα, που πήρε ύστερα από λίγες μέρες η Σοφία στο Μόναχο: 
«Σοφία μου. Σου στέλνω ένα ύστατο χαίρε από την Αττική γη, που αφήνω για πάντα. Με άπειρα γλυκύτατα φιλιά. Χαίρε, Σοφία μου». 
Το λακωνικό αυτό γράμμα, την χτύπησε σαν ηλεκτρική εκκένωση. Του τηλεγράφησε αμέσως. 

         «Έρχομαι».

Μετά τηλεγράφησε στη μητέρα της να της στείλει χρήματα για το ταξίδι. Ξαφνικά το Μόναχο αρχίζει να μην τη χωρά. Για πρώτη φορά στη ζωή της καταλαβαίνει πόσο μεγάλο ρόλο παίζει στη ζωή της η παρουσία αυτού του ανθρώπου, που την δίδαξε πως να αγαπά. 
Αλλά ο Γιαννόπουλος δεν ζει πια. Καβάλα σε ένα άσπρο άλογο, μπήκε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά και φύτεψε μια σφαίρα στον κρόταφό του. Αυτό η Σοφία Λασκαρίδου το έμαθε τυχαία, από κάποιον επιβάτη στο τραίνο που την έφερνε στην Αθήνα. 


    «Με περιμένει» 

   Την μετέφεραν στο σπίτι της σχεδόν αναίσθητη. Το βράδυ και τα άλλα βράδια που ακολούθησαν, έκαιγε στον πυρετό. Παραληρούσε. Ύστερα, ένα πρωί σηκώθηκε νωρίς από το κρεβάτι και ντύθηκε. Η μητέρα της τρόμαξε που την είδε.

- Που πας; τη ρώτησε. Η Σοφία απάντησε: 
- Τον είδα απόψε στον ύπνο μου. Πως άσπρισαν τα μαλλιά του. Με θέλει. 

Κατέβηκε στον κήπο της και έκοψε τριαντάφυλλα, πανσέδες και άνθη λεμονιάς. Ύστερα πέρασε από το σπίτι της φίλης της Ελένης Νεφ, την πήρε και κατέβηκαν στον Σκαραμαγκά. 

Εκείνο το πρωί η θάλασσα είχε ξεβράσει το πτώμα του Περικλή Γιαννόπουλου. Τον είχαν ξαπλώσει στην εκκλησία του νεκροταφείου. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει, όπως στο όνειρο. Κάτι σαν χαμόγελο έφεγγε στο χλωμό του πρόσωπο. 
«Είχε περάσει δεκατρείς ημέρες στη θάλασσα. Αλλά ήταν πάντα ωραίος. Πήρα το κεφάλι του στην αγκαλιά μου και το φίλησα. Τα δάκρυά μου έπεφταν στα κλειστά του μάτια, έβρεχαν το πρόσωπό του. Έκλαιγε κι εκείνος μαζί μου. Δεν μπορούσα να τον αποχωριστώ. Πόσο γαλήνια, Θεέ μου, ήταν η μορφή του». 
Τον στόλισε όλο με τα λουλούδια της και κάθισε δίπλα του και τον κοίταζε. Δεν είχε αλλάξει από τότε που τον γνώρισε. Νιάτα, ομορφιά, έρωτας. Πόσο χαμένα είχαν πάει όλα! Το άλλο πρωί έθαψαν τον Γιαννόπουλο στον περίβολο της εκκλησίας. Η Σοφία γύρισε στο σπίτι της σαν υπνωτισμένη. 
«Αισθανόμουν απάνω μου, την μαρμάρινη επαφή του κορμιού του. Νύχτα μέρα ένοιωθα στα χείλη μου τα παγωμένα αλμυρά του χείλη. Καταλάβαινα πως "ο,τι και να γινόταν από εκεί και μπρος δεν θα είχε πια σημασία». 
Και μια μέρα, όταν βεβαιώθηκε ότι η μητέρα της είχε φύγει από το σπίτι για να κατέβει στην Αθήνα, πήρε ένα παλιό ξυράφι του πατέρα της και έκοψε την καρωτίδα της. Το αίμα τινάχτηκε ορμητικά. 
Μια γλυκιά κούραση την κυρίευε. «Θα πεθάνω», σκέφτηκε καθώς τα μάτια της έκλειναν. «Περίμενέ με»
Αλλά ο θάνατος δεν την ήθελε ακόμη. Την ώρα που την χώριζαν λίγα δευτερόλεπτα από το σκοτάδι, αισθάνθηκε ένα χέρι να την τραβά απελπισμένα πίσω στη ζωή. 
Είναι η μητέρα της. 

- Παιδί μου, της φωνάζει. Παιδί μου... 

Είχε φύγει από το σπίτι για να κατέβει στην Αθήνα, αλλά την ώρα που ανέβαινε στο τραμ, μια δύναμη την ανάγκασε να γυρίσει πίσω. Αργότερα η Σοφία, όταν μάθει πως ξαναγύρισε στη ζωή θα σκεφτεί μελαγχολικά: «Τίποτε δεν μπορεί να νικήσει τη μοίρα μας. Ούτε και ο θάνατος». 
Αλλά εκείνη την ώρα ψυθιρίζει βουτηγμένη στο αίμα:

- Άφησέ με μητέρα. Γιατί γύρισες; Με περιμένει. 

Το χέρι της μητέρας κρατά σφιχτά την κομμένη φλέβα και σταματά το αίμα. Ένας υπηρέτης τρέχει να φωνάξει γιατρό. Τα μάτια της Σοφίας κλείνουν. Το σκοτάδι που τόσο αποζήτησε την κυκλώνει πάλι. Για μερικές μέρες δεν ξέρει αν ζει ή αν πέθανε. Ύστερα, ένα πρωί που ανοίγει τα μάτια της, βλέπει τον απριλιάτικο ήλιο να γλυστρά από τα παντζούρια του δωματίου της. 

-Ζω, ψιθυρίζει. Ζω. 

Ύστερα από μισό αιώνα 

Άραγε να φανταζόταν εκείνη τη στιγμή ότι πενήντα χρόνια μετά τον θάνατο του αγαπημένου της θα συνέχιζε να ζει; Λίγοι άνθρωποι φθάνουν 85 χρονών. Η Σοφία Λασκαρίδου από κάποια σπάνια εύνοια της μοίρας, έφτασε και τα πέρασε. Το μυαλό της είναι γερό και ανήσυχο πάντα. Μόνο το κορμί της κύρτωσε. 
Άλλοτε όταν πήγαινε σε κάποιο χορό, το πρόβλημα ήταν, πως θα έβρισκε κάποιο καβαλιέρο που δεν θα ήταν χαμηλότερός της. Τώρα δεν είναι ψηλότερη από ένα παιδί του δημοτικού. Ζει πάντα στο πατρικό της σπίτι στην Καλλιθέα, κυκλωμένη από τους πίνακες που ζωγράφισε. Εκεί μας δέχτηκε πριν λίγες ημέρες, μαζί με τον κριτικό κ. Γιάννη Χατζίνη. 

Ήταν απόγευμα όταν άρχισε η Σοφία Λασκαρίδου την ιστορία της. Ύστερα το σούρουπο έπεσε, αλλά η γέρικη φωνή που ανεβοκατέβαινε σαν φλόγα κεριού, συνέχισε να ψάχνει μέσα στο χρόνο. Το δωμάτιο είχε σκοτεινιάσει. Νοιώθαμε θερμή την παρουσία του Περικλή Γιαννόπουλου ανάμεσά μας. 
Ίσως καθόταν σε κάποια πολυθρόνα και μας παρατηρούσε με τα μεγάλα γαλανά μάτια του, που τόσο τρυφερά ήξεραν να μιλούν στη γυναίκα που είχε αγαπήσει. Όταν βγήκαμε στον κήπο, η Σοφία Λασκαρίδου, κατέβηκε αργά τα σκαλιά και κάθισε σε ένα πάγκο, κάτω από ένα μεγάλο πεύκο. 

- Εδώ συνήθιζε να κάθεται, ψιθύρισε. Τα χέρια της άγγιξαν τρυφερά το ξεβαμμένο ξύλο, όπως θα άγγιζαν το δέρμα ή τα μαλλιά ενός ανθρώπου. Μερικές φορές μου φαίνεται ότι κι αυτός ο πάγκος έπαψε να ζει πριν πενήντα χρόνια! Το χέρι ύστερα απλώθηκε και ψηλάφισε τον κορμό του δέντρου. 

- Και αυτό το πεύκο, έκανε σιγά. Πόσο ψήλωσε. Πήγαινα σχολείο όταν με φώναξε μια μέρα ο πατέρας μου, για να τον δω που θα το φύτευε. 

Μια γατούλα έτρεξε και σκαρφάλωσε στα γόνατά της.  Άρχισε να παίζει με τα μαραμένα δάχτυλά της. Της τα δάγκωνε, μετά τα άφηνε, ύστερα τα δάγκωνε πάλι. 
- Ίσως έτσι έπρεπε να γίνουν όλα, ψιθύρισε ύστερα αφήνοντας το κεφάλι της να γείρει πίσω. Η μοίρα καμιά φορά, είναι σοφότερη απ' ότι νομίζουμε. Τον θυμάμαι πάντα όμορφο. Δεν πρόλαβε να γεράσει. Άραγε να με θυμάται κι εκείνος όπως ήμουν τότε; 

Κανείς δεν μίλησε, αλλά μάντεψα δυο μεγάλα γαλανά μάτια να χαμογελούν τρυφερά μέσα στο σκοτάδι... 
________________
Φρέντυ Γερμανός, 1961 

* Όλες οι φωτογραφίες του αφιερώματος είναι Πίνακες της Σοφίας Λασκαρίδου




* Περικλῆς Γιαννόπουλος,  Ελληνολάτρης διανοητής, λογοτέχνης, μεταφραστὴς και δοκιμιογράφος, αἰσθητικὸς καὶ φυσιολάτρης, ρομαντικὸς ὁραματιστής, μαχητικός καὶ διαπρήσιος κήρυκας τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέσῳ τῆς ἀναζητήσεως καὶ ἀναδείξεως τῆς γνήσιας ἑλληνικότητος, ὅπως αὐτὴ πηγάζει ἀπὸ τὴν Ἑλληνική Φύση καὶ ἐκφράζεται διαχρονικῶς στὴν λαϊκὴ παράδοση καὶ Ἱστορία. 
Δριμὺς κατήγορος τῆς ξενομανίας καὶ τοῦ συμπλέγματος μειονεξίας ἔναντι τῆς Δύσεως, τῆς δουλοπρέπειας καὶ τῆς διαφθορᾶς, ὅπου αὐτὲς ἐκδηλώνονται, ἀπὸ τὶς τέχνες ἔως τὴν πολιτική. Πατέρας καὶ κορυφαία μορφὴ τοῦ πνευματικοῦ κινήματος τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ στὸν 20ὸ αἰώνα, στὶς τέχνες, τὴν αισθητική, τὴν φιλοσοφία, τὴν πολιτική.
Γεννήθηκε στὴν Πάτρα τὸ 1871 καὶ ἐτέλεσε τὴν ἡρωική του ἔξοδο ἀπὸ τὴν ζωὴ στὴν θάλασσα τοῦ Σκαραμαγκᾶ τὴν Μεγάλη Πέμπτη, 8 Ἀπριλίου 1910. 
Χαρακτηρίστηκε πατέρας τοῦ πνευματικοῦ κινήματος τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ ἐθνικισμοῦ, «προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ», «ὁ ἐξοχώτερος τῶν νέων Ἑλλήνων», «ὁ μεγαλύτερος, ὁ εὐγλωττότερος καὶ ὁ φωτεινότερος ἀπόστολος τοῦ κατὰ φύσιν ἑλληνικοῦ ζῆν», «ἅγιος τῆς ἑλληνικῆς νεολαίας», «ἀηδόνι τῆς ἑλληνικῆς γῆς», «μάγος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας», ἢ ἀκόμη, ἁπλὰ καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, «ὁ Ἕλλην». Καὶ ἀκόμη, αἰσθητικὸς τῆς ἑλληνικότητος, σουρεαλιστὴς πρὶν τὸν σουρεαλισμό, οἰκολόγος πρὶν τὸ οἰκολογικὸ κίνημα, ἀρχαιολάτρης ἀλλὰ καὶ Ὀρθόδοξος καὶ Βυζαντινὸς μαζί, «ξανθός ἱππότης», μποέμ, χίππης καὶ δανδὴς μαζί, ρομαντικός, ἰδιόρρυθμος, δριμὺς κατήγορος τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς του.

Παρακολούθησε μαθήματα ἰατρικῆς γιὰ ἕνα χρόνο στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ ἄλλα δύο χρόνια στὸ Παρίσι. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του, ὅμως, ἐγκατέλειψε τὶς σπουδές του καὶ πῆγε γιὰ ὀκτὼ μῆνες στὸν ἀδελφό του στὸ Λονδίνο, ὅπου μελέτησε ἀγγλικὴ καὶ γαλλικὴ λογοτεχνία. Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα, γράφτηκε στὴ Νομικὴ Σχολή. 

Ἄρχισε ἀπὸ τὸ 1894 νὰ δημοσιεύῃ μεταφράσεις ποιημάτων τῶν Ντίκενς, Πόε, Λοτί, Οὐάιλντ, Μποντλέρ, Μιρμπό, Τελιέ, καθὼς καὶ δικά του «πεζὰ ποιήματα». Ἀπὸ τὸ 1899 ἀρθρογραφεῖ στὶς ἐφημερίδες Ἀκρόπολις, Τὸ Ἄστυ, Ἑστία κ.ἄ. καὶ στὰ περιοδικὰ Κριτική, Παναθήναια, Ὁ Νουμᾶς κ.ἄ., χρησιμοποιῶντας ψευδώνυμα ὅπως Λωτός, Ἀπολλώνιος, Νεοέλλην, Μαίανδρος, Θ. Θάνατος. 
Μὲ ἐντελῶς προσωπικὸ ὕφος καὶ γλῶσσα, καὶ ἀσυγκράτητο πάθος, διατυπώνει τὶς ἑλληνοκεντρικές του ἰδέες καὶ καταγγέλλει τὰ αἴτια τῆς ἑλληνικῆς κακοδαιμονίας -προπαντὸς τὴν ξενομανία, τὸν «φραγκοραγιαδισμό» ὅπως τὸν ὀνόμασε ὁ ἴδιος. 

Τὸ 1906 ἐκδίδει τὸ βιβλίο «Νέον Πνεῦμα», καὶ τὸ 1907 τὴν «Ἔκκλησι πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» -τὰ ἰδεολογικά του μανιφέστα. Οἱ «περικλογιαννοπούλειες» ἰδέες, σὲ σύγκρουσι μὲ κάθε κατεστημένο, προκαλοῦν ἀντιδράσεις στὴν Ἀθήνα τῆς ἐποχῆς. Ἀπὸ ἄλλους θεωρεῖται ἁπλῶς ρομαντικὸς καὶ ὡραῖος τρελός, ἀπὸ ἄλλους ὑβριστής, ἄλλοι ὅμως ἀναγνωρίζουν τὴν πρωτοτυπία του καὶ ἐμπνέονται ἀπὸ αὐτόν. 

Ἐνέπνευσε καὶ ἐπηρέασε, ἄμεσα καὶ ἔμμεσα, συχνὰ ἀποφασιστικά, διανοητές, ποιητὲς καὶ καλλιτέχνες, πολιτικούς. Ποιητὲς καὶ καλλιτέχνες τὸν ὕμνησαν (Κωστῆς Παλαμᾶς («ὁ Ἀντίνοος ἔφηβος, ὁ πιὸ λαμπρὸς ποὺ ζοῦσε»), Ἄγγελος Σικελιανός («Κι ἔφερε ἡ φήμη ... μοναχὸ κριτὴ τὸν Ἥλιο»), Μιλτιάδης Μαλακάσης («σ᾿ εὐλάβεια μνήμης, ὦ Ἀπολλώνιε ζῆσε, Νέος μαζὶ κι Ἀρχαῖος»), Μυρτιώτισσα («Εὐγενικέ μας φίλε...»)) καὶ ἐμπνεύστηκαν ἀπὸ αὐτόν (Γιῶργος Σεφέρης, Ὀδυσσέας Ἐλύτης καὶ ὁλόκληρη ἡ Γενιὰ τοῦ ᾿30, Δημήτρης Πικιώνης, Ἄρης Κωνσταντινίδης, Γιάννης Τσαρούχης, Κώστας Φέρρης, Λίνος Καρζής, Κ. καὶ Γ. Κατσίμπαλης, Ἀγγελικὴ Χατζημιχάλη κ.ἄ.)

Ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος, ὁ Ἄριστος Καμπάνης, ὁ Παῦλος Νιρβάνας, ὁ Σπύρος Μελᾶς δημοσιεύουν ἐγκωμιαστικὲς κριτικές. Ὁ Ἴων Δραγούμης γίνεται ἀδελφικός του φίλος, καὶ μάχεται μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Γιαννόπουλου νὰ κάμῃ τὸ ὅραμα τοῦ φίλου του πολιτικὴ πράξι Ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς θὰ ἀκολουθήσῃ δική του, πρωτότυπη ἑλληνοκεντρική πορεία, θὰ ὑμνήσῃ ὅμως καὶ αὐτὸς τὸν Γιαννόπουλο καὶ βεβαίως δὲν θὰ μείνῃ ἀνεπηρέαστος ἀπὸ αὐτόν. 
Κάθε φράσις του γεννᾷ ὁλόκληρο βιβλίο,                                                                                                                  Κωστῆς Παλαμᾶς.
«Δὲν ξέρω ἂν λέει σωστὰ πράματα ἢ στραβὰ τὸ βιβλίο του, μὰ ὅταν τὸ διάβαζα ἦταν σὰν ἄνεμος νὰ φυσομανοῦσε μέσα μου τρομαχτικὰ καὶ νὰ συντάραζε τὸν ἑλληνισμό μου ὅλον καὶ νὰ μὲ λευθέρονε, κι ἀφοῦ τὸ διάβασα μοῦ φάνηκε σὰν τὸν βορριᾶ τὸν παγωμένο ποὺ μανιασμένος σαρόνει τοὺς βρώμιους ἀπὸ μικρόβια ἀέρηδες καὶ ἀπὸ κάθε βρώμα καὶ σκουπίδι καθαρίζει τὸν κόσμο. [...] σ᾿ αὐτοῦ τὸ ρυθμὸ τὴ ζωή μου τονίζω.»                                Ἴων Δραγούμης



Ἑκατὸ χρόνια μετά, ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος μᾶς δείχνει τὸ μέλλον.
_____________________________________________________________

Φειδίας Ν. Μπουρλᾶς,  Ἀθῆναι, 20-3-2010


(Πρωτοδημοσιεύθηκε στὸ Ἀντίβαρο, 20-3-2010. Ἐπιτρέπεται ἡ ἀντιγραφή, χωρὶς ἄδεια, μὲ προϋπόθεσι τὴν ἀναφορὰ τοῦ συγγραφέως, τὴν παραπομπὴ στὴν παρούσα ἱστοσελίδα καὶ τὴν διατήρησι τῆς πολυτονικῆς γραφῆς. Περὶ τοῦ παρόντος ἱστοχώρου γενικῶς, ἰσχύουν τὰ ἀναγραφόμενα στὶς Σημειώσεις.)
____________________________

Περικλῆς Γιαννόπουλος, ὁ προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ:  η ζωή του, ό,τι ἔγραψε ὁ μέγας ἑλληνολάτρης καὶ τὰ σημαντικότερα ποὺ ἐγράφησαν γι᾿ αὐτόν πατήστε εδώ



  Scholeio.com  

Καραθεοδωρή, ο Έλληνας που Εργάστηκε για τον Εξανθρωπισμό της Οικουμένης


«Προορισμός του Έλληνος ήταν και θα είναι ο εξανθρωπισμός της οικουμένης»
                                                                                                                   Περικλής Γιαννόπουλος

Η καλύτερη εισαγωγή για τον Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή θα μπορούσε να είναι αυτή ακριβώς η φράση του Περικλή Γιαννόπουλου* 

Την 13η Σεπτεμβρίου συμπληρώνονται 139 χρόνια από την γέννηση του το 1873 στο Βερολίνο. Η  οικογένεια των Καραθεοδωρή υπηρέτησαν σε υψηλότατες θέσεις διπλωματών στην Οθωμανική αυτοκρατορία, πάντα με άξονα δράσης τους την προστασία και προαγωγή του ελληνισμού. 

Ίδιον των μεγάλων εθνών είναι οι μεγάλες προσωπικότητες. Οι προσωπικότητες εκείνες οι οποίες κυριολεκτικά χαράσσουν την παρουσία τους στην παγκόσμια ιστορία, αφήνοντας το όνομα και το έργο τους ως αιώνιο πρότυπο στον πολιτισμό του ανθρώπου.

Αυτό δε το συμπέρασμα είναι πολύ χαρακτηριστικό σε εποχές σαν τις σημερινές, κατά τις οποίες δυστυχώς ο ελληνισμός ως συνολικός οργανισμός και συλλογική έκφραση έχει ταυτιστεί στην παγκόσμια κοινή γνώμη με ό,τι χειρότερο, δίνοντας την εικόνα του διεθνή περίγελου, αλλά και ακόμη χειρότερα έχοντας πάψει πλέον εδώ και πολλά χρόνια να παράγει προσωπικότητες οι οποίες θα διαμόρφωναν την παγκόσμια ιστορία.

Άξιος γόνος της μεγάλης αυτής οικογένειας, ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή θεωρείται παγκοσμίως ένας τιτάνας της μαθηματικής επιστήμης, ο οποίος, όπως πλέον αποδέχεται το σύνολο του επιστημονικού κόσμου, υπήρξε ο θεμελιωτής της Θεωρίας της Σχετικότητας την οποία αντέγραψε από αυτόν ο Αϊνστάιν. 
Λόγω της οικονομικής ευρωστίας της οικογενείας του, της θέσης του πατέρα του αλλά και την έμφυτης κλίσης του στις επιστήμες, ο Καραθεοδωρή, είχε την δυνατότητα να φοιτήσει σε φημισμένα σχολεία στο Βέλγιο, όπου και διαπρέπει σε διεθνείς μαθητικούς διαγωνισμούς Γεωμετρίας. 
Το 1891 εισάγεται στην Στρατιωτική Σχολή πολιτικών μηχανικών στις Βρυξέλλες, και στην συνέχεια εργάζεται ως επικεφαλής της κατασκευής του φράγματος του Ασουάν στην Αίγυπτο. 
Στην Αίγυπτο ο Καραθεοδωρή καταλαβαίνει πόσο μεγάλη γοητεία και επιρροή ασκούν επάνω του τα μαθηματικά και συνειδητοποιεί πως η δουλειά του μηχανικού δεν ταίριαζε με το ανήσυχο πνεύμα του. 
Με αυτήν την συνειδητοποίηση το 1900 λοιπόν, σε ηλικία 27 ετών αποφασίζει να αλλάξει πορεία...  Εγκαταλείπει το επάγγελμα του μηχανικού και σπουδάζει ανώτερα μαθηματικά στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Συνεχίζει τις σπουδές του στο Γκέντινγκεν, την μητρόπολη τότε των μαθηματικών, όπου και αναγορεύεται διδάκτωρ του πανεπιστήμιου το 1904.

Ο Κωνσταντίνος θέλει να προσφέρει στη πατρίδα.  Με αγνό και ανιδιοτελή πατριωτισμό, ζητά να εργαστεί στην Ελλάδα...  Οι  «εγκέφαλοι» της ελλαδικής παιδείας (διαχρονικά) τον κρίνουν ακατάλληλο (!) για πανεπιστημιακό και του προτείνουν θέση δασκάλου σε σχολειό της επαρχίας! 

Ο Καραθεοδωρή πικραίνεται αλλά συνεχίζει την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία με πρωτοφανείς επιδόσεις σε διάφορα κορυφαία πανεπιστήμια που διδάσκει όπως στο Γκέτινγκεν, Αννόβερο, Βερολίνο, Μπρέσλαου, έχοντας πλέον αποκτήσει διεθνή φήμη και καταξίωση.


Ο Κ. Καραθεοδωρή στο γραφείο του,
Ιωνικό Πανεπιστήμιο to 1920
Το 1920 και παρά την διεθνή του καταξίωση στην Γερμανία, ο μεγάλος αυτός Έλληνας ορμώμενος και πάλι από βαθιά αγάπη για την πατρίδα, μετά από  πρόσκληση του στενού του φίλου Ε. Βενιζέλου που αποδέχεται, έρχεται στην Ελλάδα με σκοπό να οργανώσει και να ηγηθεί του Πανεπιστημίου της Σμύρνης. 

Ένα μεγάλο όνειρο του Καραθεοδωρή να υπηρετήσει τον ελληνισμό στην γη της Μικρασίας. 
Και να που τώρα φαίνεται ότι του δίνεται η ευκαιρία να το πραγματοποιήσει... 

Μένει όμως όνειρο που δυστυχώς χάνεται μέσα στις στάχτες της Σμύρνης, με τον Καραθεοδωρή να διασώζει την τελευταία στιγμή από τους βαρβάρους την βιβλιοθήκη και τα εργαστηριακά όργανα τα οποία είχε διαθέσει στο πανεπιστήμιο με προσωπικά του έξοδα.

Μετά την καταστροφή εργάζεται για δυο χρόνια ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, αλλά το 1924, αηδιασμένος από την θλιβερή κατάσταση των ελληνικών πανεπιστημίων επιστρέφει στην Γερμανία, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, θέση που θα υπηρετήσει ως τον θάνατο του το 1950.

Δυστυχώς στην θλιβερή ελλαδική πραγματικότητα ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή είναι άγνωστος τόσο στην κοινωνία, όσο και στην εκπαίδευση. Το ακόμη τραγικότερο είναι ότι πολλοί έμαθαν το όνομα του μέσω διαφόρων κωμικών τύπων της τηλεόρασης. ανάμεσα σε φαιδρά βιβλία για τους εξωγήινους και την «Ομάδα Έψιλον»! 

Σε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο και στην παγκόσμια επιστημονική βιβλιογραφία, το όνομα του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή αναφέρεται με δέος και σεβασμό. 


Μοναδική εξαίρεση η ελληνική εκπαίδευση (διαχρονικά) και τα ελληνικά πανεπιστήμια. Δεν είναι δυνατόν να έχουν την παραμικρή σχέση μαζί του. Εάν είχαν θα ήταν ύβρις προς τον Καραθεοδωρή.





Ντοκυμαντέρ για τη ζωή και το έργο το μεγάλου Έλληνα μαθηματικού Κ. Καραθεοδωρή*, που προβλήθηκε στην ΕΡΤ3 και την εκπομπή "Αληθινά σενάρια".


* Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή,  κορυφαίος σύγχρονος Έλληνας μαθηματικός που διακρίθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο.  Γνωστός, κυρίως, εκτός Ελλάδας ο Καραθεοδωρή ως Constantin Carathéodory, συχνά αναφέρεται (λανθασμένα) ως Καραθεοδωρής.

Το επιστημονικό έργο του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή επεκτείνεται σε πολλούς τομείς των Μαθηματικών, της Φυσικής και της Αρχαιολογίας. Είχε σημαντικότατη συνεισφορά ιδιαίτερα στους τομείς της πραγματικής ανάλυσης, συναρτησιακής ανάλυσης και θεωρίας μέτρου και ολοκλήρωσης.  
(Βερολίνο, 13 Σεπτεμβρίου 1873 ~ Μόναχο, 2 Φεβρουαρίου 1950) 



* Περικλής Γιαννόπουλος, Ελληνολάτρης διανοητής, λογοτέχνης, μεταφραστής και δοκιμιογράφος.  Γεννιέται στην Πάτρα το 1869,  πεθαίνει στις 11 Απριλίου 1910


Βιβλία: Η Ελληνική Γραμμή και το ελληνικόν χρώμα, Ξενομανια: Το ελληνικον χρωμα ; Προς την Ελληνικήν  Αναγέννησιν.


πηγή


  Scholeio.com  

Γιατί δεν σκάλισε ο Δεινοκράτης στον Άθω το άγαλμα του Αλέξανδρου



"Είμαι ο Δεινοκράτης ο Μακεδών, ένας αρχιτέκτων ο οποίος φέρει ιδέας καί σχέδια. Προτείνω όπως επί τού όρους τού Aθωνος λαξευθή γιγαντιαίον άγαλμα ανδρός κρατούντος επί της αριστεράς αυτού χειρός πόλιν, επί της δεξιάς δε μέγα δοχείον, όπου πρόκειται να συγκεντρώνονται τα ύδατα των ρυάκων τού όρους, τα οποία εκείθεν μέλλουν να εκβάλλονται στην θάλασσα".1

Έτσι ξεκινάει την παρουσίασή του ο Δεινοκράτης2 στον Αλέξανδρο κι αυτή ακριβώς φέρνει κοντά τους δύο άντρες, τον Μέγα Αλέξανδρο με τον σημαντικό αρχιτέκτονα.
Το σχέδιο του Δεινοκράτη αρκετά  προχωρημένο για την εποχή, προέβλεπε να σκαλιστεί στο βουνό ένα άγαλμα, ένα πελώριο άγαλμα  με τον Μέγα Αλεξάνδρο.

Συγκεκριμένα ο Βασίλειος Πελασγός Γούσιος αναφέρει:

''Ο αρχιτέκτων Δεινοκράτης, ευφάνταστος, αφού παρουσιάσθη ενώπιον τού Αλεξάνδρου του βασιλέως των Μακεδόνων καί των Πανελλήνων, επεχείρησε να τον καταστήση κοινωνόν μιάς μεγαλόπνοης αρχιτεκτονικής του συλλήψεως.
Αυτή αφορούσε την σχεδίασι και την εκπόνησι της μελέτης εκτελέσεως της κατασκευής ενός υπερμεγέθους ανδριάντος, με την μορφή τού Έλληνος Πανστρατηγού, ο οποίος θα παρίστανε τον Θεό Αγαθοδαίμονα, τον παραστάτη τού βίου των ανθρώπων καί τον συντηρητή ζωής'',  
Ο όντως περίφημος αυτός αρχιτέκτων των χρόνων τού Μεγάλου Αλεξάνδρου κατήγετο, κατ' άλλους, από το Ρήγιον της Καλαυρίας καί, κατ' άλλους, από την Ρόδον''. 

The Colossus of Mount Athos in Macedonia, According to the
designs of Dinocrates architect of the great Alexander

Ο Δεινοκράτης, είναι ένας αρχιτέκτονας γεμάτος με αυτοπεποίθηση για τις ιδέες του και την ικανότητα του. Φεύγει από τη Μακεδονία, όταν ο Αλέξανδρος εξουσιάζει τον κόσμο, για να πάει στο στρατό με την επιθυμία να κερδίσει την εύνοια του βασιλιά. 
Πήρε μαζί του επιστολές από τους συγγενείς και τους φίλους του για τους αξιω­ματικούς του στρατού, για να μπορέσει να έχει ευκολότερη πρόσβαση. '
Οταν τον δέχτηκαν ευγενικά, τους ρώτησε αν θα μπορούσε να δει τον Αλέξανδρο όσο το δυνατόν συντομότερα. Του το υποσχέθηκαν, αλλά αυτοί καθυστερούσαν περιμένοντας να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία. Έτσι, ο Δεινοκράτης νομίζοντας ότι εμπαίζεται απ' αυτούς, αποφάσισε πως έπρεπε να βασιστεί στις δικές του δυνάμεις. Ήταν πολύ ψηλός, καλοφτιαγμένος και πολύ αξιοπρεπής. Έχοντας εμπιστοσύνη, επομέ­νως, στα φυσικά του προσόντα γδύθηκε στο πανδοχείο, άλειψε το σώμα του με λάδι, έστεψε το κεφάλι του με λευκά φύλλα, κάλυψε τον αριστερό του ώμο με δέρμα λιονταριού και κρατώντας ένα ρόπαλο στο χέρι του πήγε μπροστά από το βήμα στο οποίο ο βασιλιάς δίκαζε.

Η παράξενη αυτή εμφάνιση έκανε τους ανθρώπους στο πλήθος να τον κοιτάξουν κι έτσι προσέλκυσε και την προσοχή του Αλέξανδρου. Εντυπωσιασμένος ο βασιλιάς διέταξε ν' αφήσουν χώρο, για να τον πλησιάσει και να τον ρωτήσει ποιος ήταν. 
Τότε ο Δεινοκράτης του παρουσιάζεται: 
«ένας Μακεδόνας αρχιτέκτονας, ο οποίος φέρνει τις ιδέες και τα σχέδια τα οποία είναι αντάξια της εκλαμπρότητάς Σου. Έχω κάνει ένα σχέδιο για τη μορφοποίηση του όρους Άθω σε άγαλμα ενός άντρα, στου οποίου το αριστερό χέρι να υπάρχει μια ευρύχωρη οχυρωμένη πόλη και στο δεξί ένα κύπελλο, για να συγκεντρώνεται το νερό απ' όλα τα ρυάκια του βουνού, έτσι ώστε από το κύπελλο να χύνεται το νερό στη θάλασσα»

* Την ιδέα επαναλαμβάνει ο Πλίνιος (σχετικά με το Αθωνικό όρος επικράτησε επί εκατονταετίες ο μύθος του υπεράνθρωπου Μ. Αλεξάνδρου).

0 Αλέξανδρος έκπληκτος με την ιδέα αμέσως ρώτησε εάν υπήρχαν αγροί στην περιοχή για να επισιτίσουν αυτήν την πόλη. 'Οταν διαπίστωσε ότι αυτό ήταν αδύνατο χωρίς μεταφορά από τη θάλασσα είπε: 
«Δεινο­κράτη, εκτιμώ το σχέδιο σου ως εξαίρετο σε μορφή και σε σύνθεση και είμαι πολύ ευχαριστημένος μ' αυτό, αλλά παρατηρώ ότι όποιος έχτιζε μια πόλη σ' αυτήν την τοποθεσία θα επικρινόταν η απόφαση του. Διότι, όπως ένα νεογέννητο μωρό δεν μπορεί να τραφεί χωρίς το γάλα της τροφού του, έτσι και μια πόλη δεν μπορεί να ζήσει χωρίς λιβάδια και τα προϊόντα τους σε επάρκεια και εντός των τειχών δεν μπορεί να αποκτή­σει μεγάλο πληθυσμό χωρίς άφθονη τροφή. Επομένως, πιστεύω ότι το σχέδιο σου είναι άξιο επαίνου, αλλά η επιλογή της τοποθεσίας είναι αξιοκατάκριτη. Όμως, θα σε αφήσω να έρθεις μαζί μου, γιατί σκοπεύω να χρησιμοποιήσω τις υπηρεσίες σου».

Από τότε ο Δεινοκράτης δεν εγκατέλειψε το βασιλιά και τον ακολούθησε στην Αίγυπτο... 


Αλεξάνδρεια 

«Ὁ Ἀλέξανδρος, στὴν πορεία του γιὰ τὸν ναὸ τοῦ Ἄμμωνος Διός, παρατήρησε ἀπέναντι ἀπὸ τὸ νησὶ τοῦ Φάρου, ἕνα σημεῖο ποὺ ἦταν ἐξαιρετικὸ γιὰ τὴν οἰκοδόμηση μιᾶς πόλεως. Ἔφτιαξε λοιπὸν ἕνα σχέδιο μὲ τὶς θέσεις τῶν πλατειῶν καὶ τῶν ναῶν καὶ ἀνέθεσε τὸν γενικὸ σχεδιασμὸ καὶ ἐπίβλεψη στὸν ἀρχιτέκτονα ποὺ εἶχε ἀνακατασκευάσει τὸν ναὸ τῆς Ἀρτέμιδος στὴν Ἔφεσο· στὸν Δεινοκράτη».

Όταν ο Αλέξανδρος στο δυτικό στόμιο του Δέλτα του Νείλου παρατηρεί ένα φυσικό λιμάνι, ένα τέλειο κέντρο για εμπόριο, με αγρούς και τα εξαίρετα πλεο­νεκτήματα του Νείλου και συλλαμβάνει την ιδέα... Προτείνει στον Δεινοκράτη να κτίσει ''εκεί'' μια πόλη... θα της δώσει το όνομά του. 

Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε κατάλληλο μέρος που να προσφέρεται για ελλιμενισμό, ώστε τα πλοία να αγκυροβολήσουν με ασφάλεια. Ήταν αναγκασμένα να εισέρχονται στον Νείλο, όπου και διεκπεραιώνονταν οι κάθε είδους συναλλαγές με τους Αιγυπτίους. Γι’ αυτό και το μεγαλοπρεπές λιμάνι της ήταν η βασική προϋπόθεση για την μετέπειτα εξέλιξή της στο μεγαλύτερο λιμάνι της Μεσογείου.


Alexander - AlexandriaAlexander laying out the city of Alexandria by Andre Castaigne 1898/99 mlahanas.de


Τα όρια της Αλεξάνδρειας3 σχεδίασε ο ίδιος ο Αλέξανδρος, εμπνευστής του φιλόδοξου ονείρου μιας πόλης με επιβλητικά ανάκτορα, πολυτελέστατα κτίρια, περίτεχνους ναούς και πολλούς πνεύμονες πράσινου. Ο αρχιτέκτονας Δεινοκράτης ο Ρόδιος ανέλαβε την πολεοδόμηση και την ανέγερση των βασιλικών κτιρίων, κατασκευάζοντας μια πόλη – πρότυπο για την εποχή εκείνη. 

Συνεργάζεται στενὰ μὲ τὸν περίφημο μηχανικὸ Κράτη, ὁ ὁποῖος ἦταν ὑδραυλικὸς μηχανικός, ἐπιβλέπων καὶ σχεδιαστὴς τοῦ ἐξαιρετικοῦ συστήματος ὑδρεύσεως καὶ ἀποχετεύσεως, τῆς πόλεως τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου.

Ο Δεινοκράτης εμπνευστής και του τύπου «Καννάβου», που αποτέλεσε αργότερα το πρότυπο για τη δημιουργία πολλών νέων πόλεων. 

Την χώρισε σε πέντε περιφέρειες, που ενώνονταν με φαρδείς δρόμους, ενώ σε όλο το μήκος των δύο κεντρικών λεωφόρων, πλάτους 22 μέτρων η καθεμιά, υπήρχαν στοές.
Σημεία αναφοράς για τον επισκέπτη ήταν τα ανάκτορα, το θέατρο, η αγορά, ο ναύσταθμος με τις τεράστιες αποθήκες, οι βασιλικοί κήποι, το Μουσείο, το Σώμα, όπου για πολλούς βρισκόταν θαμμένος ο Μέγας Αλέξανδρος, αλλά και η Βιβλιοθήκη και ο Φάρος.

Ο Αλέξανδρος επιθυμούσε να γίνει η νεόκτιστη Αλεξάνδρεια το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της μεσογείου, αλλά και παγκόσμιο πολιτιστικό κέντρο. 
Η πρωτοβουλία για την ίδρυση μιας οικουμενικής βιβλιοθήκης οφείλεται στον Μέγα Αλέξανδρο, αλλά πρωτίστως στον Αριστοτέλη ο οποίος του ενέπνευσε την ιδέα της συλλογής όλης της γραπτής και προφορικής παράδοσης σε μια οικουμενική βιβλιοθήκη.


Ἡ ταφικὴ πυρὰ τοῦ Ἡφαιστίωνος

Ὁ Δεινοκράτης συνεργάστηκε μὲ ἄλλους μηχανικοὺς τῆς ἐποχῆς του στὴ δημιουργία τοῦ ναοῦ τῶν Δελφῶν, τῆς Δήλου καὶ ἄλλων ἑλληνικῶν πόλεων. Ἐπίσης, δικό του ἔργο ἀποτελεῖ καὶ ὁ ἐπιτάφιος τύμβος τοῦ Ἡφαιστίωνος, ἕνα κολοσσιαῖο μνημεῖο ἔξι ὀρόφων στὴ Βαβυλώνα καί πλάτους 180 μ., μὲ χρυσὲς διακοσμήσεις στοὺς ὀρόφους.


hephpyre
The funeral pyre of Hephaistion, based on the description by Diodorus (late 19th century).


Κατὰ τὸν Διόδωρο (ΙΖ.115.1-6) ὁ Ἀλέξανδρος γκρέμισε τὰ τείχη τῆς Βαβυλώνας, γιὰ νὰ κάνῃ τὴν ταφικὴ πυρὰ τοῦ Ἡφαιστίωνος.

Ὁ Πλούταρχος (Βίοι Παράλληλοι. Ἀλέξανδρος 72.3) λέει ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος διέταξε νὰ γκρεμίσουν τὶς ἐπάλξεις ἀπὸ τὰ τείχη τῶν γειτονικῶν πόλεων στὰ Ἐκβάτανα, ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἡφαιστίωνος, ὡς ἐκδήλωση πένθους. 



Ὁ ναὸς τῆς Ἀρτέμιδος στὴν Ἔφεσο

Ὁ ναὸς τῆς Ἀρτέμιδος στὴν Ἔφεσο ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους τοῦ κλασικοῦ κόσμου, μεγαλύτερος καὶ ἀπὸ τὸν Παρθενῶνα, ποὺ χτίστηκε ἀργότερα στὴν Ἀθήνα (ἡ βάση τῶν θεμελίων εἶχε μῆκος 131 μέτρα καὶ πλάτος 79 μ., ἐνῶ 120 μαρμάρινοι κίονες ὑποστήριζαν τὸ κύριο τμῆμα τοῦ ναοῦ. Κάθε κίονας εἶχε ὕψος 20 μέτρα).




Τὸ 356 π.Χ. ὁ ναὸς καταστράφηκε ἀπὸ πυρκαγιὰ καὶ ἀργότερα ὁ Μ. Ἀλέξανδρος, ἐπισκεπτόμενος τὴν Ἔφεσο, ἔδωσε διαταγὴ νὰ οἰκοδομηθῇ καὶ πάλι ὁ ναός, στὴν ἴδια θέση, μὲ συμμετοχὴ τοῦ Δεινοκράτους στὸ σχεδιασμό του. 
Αὐτὸν τὸν ναὸ εἶδε ὁ Ἀντίπατρος, ὁ ἐμπνευστὴς τῆς λίστας μὲ τὰ ἑπτὰ θαύματα τοῦ ἀρχαίου κόσμου, καὶ ἀναφέρει ὅτι τὸ μεγαλεῖο τοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος ὑπερβαίνει κάθε ἄλλο τῶν ὑπολοίπων.


Ὁ μνημειακὸς περίβολος τοῦ τύμβου Καστᾶ


Στὸν Δεινοκράτη ἀποδίδεται καὶ ἡ κατασκευὴ τοῦ μνημείου στὸν τύμβο Καστᾶ σύμφωνα μὲ τὴν προϊσταμένη τῆς ΚΗ’ Ἐφορείας Προϊστορικῶν καὶ Κλασικῶν Ἀρχαιοτήτων Σερρῶν, Κατερίνα Περιστέρη, ποὺ σὲ δήλωσή της στὸν «ΑτΚ», ἀναφέρει:

«Κατὰ τὴν περίοδο ποὺ χρονολογεῖται ὁ ταφικὸς περίβολος, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, μέχρι τὸ τέλος τοῦ 4ου π.Χ. αἰῶνος, διαδραματίζονται σπουδαῖα ἱστορικὰ γεγονότα στὴν περιοχὴ τῆς Ἀμφίπολης. 

Σημαντικοὶ στρατηγοὶ καὶ ναύαρχοι τοῦ 
Μ. Ἀλεξάνδρου σχετίζονται μὲ τὴν περιοχή, ἐδῶ ὁ Κάσσανδρος ἐξορίζει καὶ θανατώνει τὸ 311 π.Χ. τὴ νόμιμη σύζυγο τοῦ 
Μ. Ἀλεξάνδρου, Ρωξάνη, καὶ τὸ γιό του, Ἀλέξανδρο Δ’. Ἐπιπλέον, τὸν ταφικὸ περίβολο ἔχει σχεδιάσει ὁ ἀρχιτέκτονας τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, Δεινοκράτης».
_________________________________________________________________________


Σημειώσεις

Ἀρχαῖα κείμενα

1* [...« Ἐγὼ δ´ » εἶπεν « εἰς ἄφθαρτον, ὦ βασιλεῦ, καὶ ζῶσαν ὕλην καὶ ῥίζας ἔχουσαν ἀιδίους καὶ βάρος ἀκίνητον καὶ ἀσάλευτον ἔγνωκά σου τὴν ὁμοιότητα καταθέσθαι τοῦ σώματος. Ὁ γὰρ Θρᾴκιος Ἄθως, ᾗ μέγιστος αὐτὸς αὑτοῦ καὶ περιφανέστατος ἐξανέστηκεν, ἔχων ἑαυτῷ σύμμετρα πλάτη καὶ ὕψη καὶ μέλη καὶ ἄρθρα καὶ διαστήματα μορφοειδῆ, δύναται κατεργασθεὶς καὶ σχηματισθεὶς εἰκὼν Ἀλεξάνδρου καλεῖσθαι καὶ εἶναι, ταῖς μὲν βάσεσιν ἁπτομένου τῆς θαλάσσης, τῶν δὲ χειρῶν τῇ μὲν ἐναγκαλιζομένου καὶ φέροντος πόλιν ἐνοικουμένην μυρίανδρον, τῇ δὲ δεξιᾷ ποταμὸν ἀέναον ἐκ φιάλης σπένδοντος εἰς τὴν θάλασσαν ἐκχεόμενον. Χρυσὸν δὲ καὶ χαλκὸν καὶ ἐλέφαντα καὶ ξύλα καὶ βαφάς, ἐκμαγεῖα μικρὰ καὶ ὠνητὰ καὶ κλεπτόμενα καὶ συγχεόμενα, καταβάλωμεν ».

Ταῦτ´ ἀκούσας Ἀλέξανδρος τὸ μὲν φρόνημα τοῦ τεχνίτου καὶ τὸ θάρσος ἀγασθεὶς ἐπῄνεσεν,

« Ἔα δὲ κατὰ χώραν » ἔφη « τὸν Ἄθω μένειν· ἀρκεῖ γὰρ ἑνὸς βασιλέως ἐνυβρίσαντος εἶναι μνημεῖον· ἐμὲ δ´ ὁ Καύκασος δείξει καὶ τὰ Ἠμωδὰ καὶ Τάναϊς καὶ τὸ Κάσπιον πέλαγος· αὗται τῶν ἐμῶν ἔργων εἰκόνες...] ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΥΧΗΣ Η ΑΡΕΤΗΣ ΛΟΓΟΣ Βʹ, [ΙΙ]

2* «…115. τῶν γὰρ ἡγεμόνων καὶ φίλων ἕκαστος στοχαζόμενος τῆς τοῦ βασιλέως ἀρεσκείας κατεσκεύαζεν εἴδωλα δι᾽ ἐλέφαντος καὶ χρυσοῦ καὶ τῶν ἄλλων τῶν θαυμαζομένων παρ᾽ ἀνθρώποις, αὐτὸς δὲ τοὺς ἀρχιτέκτονας ἀθροίσας καὶ λεπτουργῶν πλῆθος τοῦ μὲν τείχους καθεῖλεν ἐπὶ δέκα σταδίους, τὴν δ᾽ ὀπτὴν πλίνθον ἀναλεξάμενος καὶ τὸν δεχόμενον τὴν πυρὰν τόπον ὁμαλὸν κατασκευάσας ᾠκοδόμησε τετράπλευρον πυράν, σταδιαίας οὔσης ἑκάστης πλευρᾶς. [2] εἰς τριάκοντα δὲ δόμους διελόμενος τὸν τόπον καὶ καταστρώσας τὰς ὀροφὰς φοινίκων στελέχεσι τετράγωνον ἐποίησε πᾶν τὸ κατασκεύασμα. μετὰ δὲ ταῦτα περιετίθει τῷ περιβόλῳ παντὶ κόσμον, οὗ τὴν μὲν κρηπῖδα χρυσαῖ πεντηρικαὶ πρῷραι συνεπλήρουν, οὖσαι τὸν ἀριθμὸν διακόσιαι τεσσαράκοντα, ἐπὶ δὲ τῶν ἐπωτίδων ἔχουσαι δύο μὲν τοξότας εἰς γόνυ κεκαθικότας τετραπήχεις, ἀνδριάντας δὲ πενταπήχεις καθωπλισμένους, τοὺς δὲ μεταξὺ τόπους φοινικίδες ἀνεπλήρουν πιληταί. [3] ὑπεράνω δὲ τούτων τὴν δευτέραν ἐπανεῖχον χώραν δᾷδες πεντεκαιδεκαπήχεις, κατὰ μὲν τὴν λαβὴν ἔχουσαι χρυσοῦς στεφάνους, κατὰ δὲ τὴν ἐκφλόγωσιν ἀετοὺς διαπεπετακότας τὰς πτέρυγας καὶ κάτω νεύοντας, παρὰ δὲ τὰς βάσεις δράκοντας ἀφορῶντας τοὺς ἀετούς. κατὰ δὲ τὴν τρίτην περιφορὰν κατεσκεύαστο ζῴων παντοδαπῶν πλῆθος κυνηγουμένων. [4] ἔπειτα ἡ μὲν τετάρτη χώρα κενταυρομαχίαν χρυσῆν εἶχεν, ἡ δὲ πέμπτη λέοντας καὶ ταύρους ἐναλλὰξ χρυσοῦς. τὸ δ᾽ ἀνώτερον μέρος ἐπεπλήρωτο Μακεδονικῶν καὶ βαρβαρικῶν ὅπλων, ὧν μὲν τὰς ἀνδραγαθίας, ὧν δὲ τὰς ἥττας σημαινόντων. ἐπὶ πᾶσι δὲ ἐφειστήκεισαν Σειρῆνες διάκοιλοι καὶ δυνάμεναι λεληθότως δέξασθαι τοὺς ἐν αὐταῖς ὄντας καὶ ᾁδοντας ἐπικήδιον θρῆνον τῷ τετελευτηκότι. [5] τὸ δ᾽ ὕψος ἦν ὅλου τοῦ κατασκευάσματος πήχεις πλείους τῶν ἑκατὸν τριάκοντα. καθόλου δὲ τῶν τε ἡγεμόνων καὶ τῶν στρατιωτῶν ἁπάντων καὶ τῶν πρέσβεων, ἔτι δὲ τῶν ἐγχωρίων φιλοτιμηθέντων εἰς τὸν τῆς ἐκφορᾶς κόσμον φασὶ τὸ πλῆθος τῶν ἀναλωθέντων χρημάτων γεγονέναι πλείω τῶν μυρίων καὶ δισχιλίων ταλάντων. [6] ἀκολούθως δὲ ταύτῃ τῇ μεγαλοπρεπείᾳ καὶ τῶν ἄλλων γενομένων κατὰ τὴν ἐκφορὰν τιμῶν τὸ τελευταῖον προσέταξεν ἅπασι θύειν Ἡφαιστίωνι θεῷ παρέδρῳ: καὶ γὰρ κατὰ τύχην ἧκεν εἷς τῶν φίλων Φίλιππος, χρησμὸν φέρων παρ᾽ Ἄμμωνος θύειν Ἡφαιστίωνι θεῷ. διόπερ γενόμενος περιχαρὴς ἐπὶ τῷ καὶ τὸν θεὸν κεκυρωκέναι τὴν αὐτοῦ γνώμην πρῶτος τὴν θυσίαν ἐπετέλεσεν καὶ τὸ πλῆθος λαμπρῶς ὑπεδέξατο, μύρια τὸν ἀριθμὸν θύσας ἱερεῖα παντοδαπά…»

3* «…72. Ὡς δ’ ἧκεν εἰς Ἐκβάτανα τῆς Μηδίας καὶ διῴκησε τὰ κατεπείγοντα, πάλιν ἦν ἐν θεάτροις καὶ πανηγύρεσιν, ἅτε δὴ τρισχιλίων αὐτῷ τεχνιτῶν ἀπὸ τῆς Ἑλλάδος ἀφιγμένων. ἔτυχε δὲ περὶ τὰς ἡμέρας ἐκείνας Ἡφαιστίων πυρέσσων· οἷα δὲ νέος καὶ στρατιωτικὸς οὐ φέρων ἀκριβῆ δίαιταν, ἀλλ’ ἅμα τῷ τὸν ἰατρὸν Γλαῦκον ἀπελθεῖν εἰς τὸ θέατρον περὶ ἄριστον γενόμενος καὶ καταφαγὼν ἀλεκτρυόνα ἑφθὸν καὶ ψυκτῆρα μέγαν ἐκπιὼν οἴνου, κακῶς ἔσχε καὶ μικρὸν διαλιπὼν ἀπέθανε. τοῦτ’ οὐδενὶ λογισμῷ τὸ πάθος Ἀλέξανδρος ἤνεγκεν, ἀλλ’ εὐθὺς μὲν ἵππους τε κεῖραι πάντας ἐπὶ πένθει καὶ ἡμιόνους ἐκέλευσε, καὶ τῶν πέριξ πόλεων ἀφεῖλε τὰς ἐπάλξεις, τὸν δ’ ἄθλιον ἰατρὸν ἀνεσταύρωσεν, αὐλοὺς δὲ κατέπαυσε καὶ μουσικὴν πᾶσαν ἐν τῷ στρατοπέδῳ πολὺν χρόνον, ἕως ἐξ Ἄμμωνος ἦλθε μαντεία, τιμᾶν Ἡφαιστίωνα καὶ θύειν ὡς ἥρωϊ παρακελεύουσα. τοῦ δὲ πένθους παρηγορίᾳ τῷ πολέμῳ χρώμενος, ὥσπερ ἐπὶ θήραν καὶ κυνηγέσιον ἀνθρώπων ἐξῆλθε καὶ τὸ Κοσσαίων ἔθνος κατεστρέφετο, πάντας ἡβηδὸν ἀποσφάττων. τοῦτο δ’ Ἡφαιστίωνος ἐναγισμὸς ἐκαλεῖτο. τύμβον δὲ καὶ ταφὴν αὐτοῦ καὶ τὸν περὶ ταῦτα κόσμον ἀπὸ μυρίων ταλάντων ἐπιτελέσαι διανοούμενος, ὑπερβαλέσθαι δὲ τῷ φιλοτέχνῳ καὶ περιττῷ τῆς κατασκευῆς τὴν δαπάνην, ἐπόθησε μάλιστα τῶν τεχνιτῶν Στασικράτην, μεγαλουργίαν τινὰ καὶ τόλμαν καὶ κόμπον ἐν ταῖς καινοτομίαις ἐπαγγελλόμενον. οὗτος γὰρ αὐτῷ πρότερον ἐντυχὼν ἔφη τῶν ὀρῶν μάλιστα τὸν Θρᾴκιον Ἄθων διατύπωσιν ἀνδρείκελον δέχεσθαι καὶ διαμόρφωσιν· ἂν οὖν κελεύῃ, μονιμώτατον ἀγαλμάτων αὐτῷ καὶ περιφανέστατον ἐξεργάσεσθαι τὸν Ἄθων, τῇ μὲν ἀριστερᾷ χειρὶ περιλαμβάνοντα μυρίανδρον πόλιν οἰκουμένην, τῇ δὲ δεξιᾷ σπένδοντα ποταμοῦ ῥεῦμα δαψιλὲς εἰς τὴν θάλασσαν ἀποῤῥέοντος. ταῦτα μὲν οὖν παρῃτήσατο, πολλῷ δ’ ἀτοπώτερα καὶ δαπανηρότερα τούτων σοφιζόμενος τότε καὶ συμμηχανώμενος τοῖς τεχνίταις διέτριβεν…»



Γλαφυρές περιγραφές της συνάντησης 
Μ. Αλεξάνδρου και Δεινοκράτους 

γράφει ο  Βασίλειος Πελασγός Γούσιος

[...]
Είχεν δημιουργικόν τάλαντον. Ήθελε να εκφράση τον πλούτον των ιδεών, των σκέψεων, καί των αρχιτεκτονικών του συλλήψεων με την κατασκευή, κάπου, μεγαλοπρεπούς έργου, στο οποίο θα απετυπούτο η δεινότης του ώς μύστορος της "θείας" αυτής τέχνης (περιγράφει σχετικώς ο Βιτρούβιος στό σύγγραμμά του "Περί Αρχιτεκτονικής" - "De Architettura", το οποίο συνετέθη, το 25 π.Χ.α., τας ευαισθησίας καί ανησυχίας τού πρωίμου αυτού "υπερρεαλιστού" πρωτομάστορα).

Κατά τον Πλίνιο υπέβαλε στον Αλέξανδρον σχέδιον περί μετασχηματισμού τού κάτω τμήματος τού Αθωνος σε μορφή αγάλματος ανδρός διά λαξεύσεως τού όρους, το οποίον θα παρίστανε πολιούχον προστάτην καί παραστάτην, ο οποίος με το ένα χέρι θα συγκρατούσε οικισμόν, πολιτείαν καί με το άλλο φιάλην, διά της οποίας τα νερά τού βουνού θα διέρρεαν την πόλιν καί θα εξέρρεαν στό πέλαγος.

Η συνάντησί του με τον Μακεδόνα βασιλέα υπήρξεν επεισοδιακή. Εζήτησε να έχη μία συνέντευξη μαζί του, όταν ο υιός τού Φιλίππου καί της Ολυμπιάδος είχεν επιστρέψει από την Κόρινθο (μετά το εκεί γνωστόν συνέδριον), προκειμένου να τού υποβάλη τας προτάσεις του.  Διά την ταχύτερην ευόδωσιν των προσπαθειών του εφωδιάσθη με συστατικάς επιστολάς φίλων καί γνωρίμων τού Αλεξάνδρου, των καλουμένων "συνεταίρων", δηλαδή των σωματοφυλάκων αυτού, οι οποίοι καί τον διεβεβαίωσαν πως θα μεριμνήσουν να παρουσιασθή ταχύτατα ενώπιον τού αρχηγού. . 
Αλλά ο καιρός παρήρχετο καί ο Δεινοκράτης αγχώνετο. Δι' αυτό θέλησε να επισπεύση τας εξελίξεις δρών εκ των ενόντων.

Ως άλλος Ηρακλής!

Οι Μακεδόνες, ως καί οι άλλοι Έλληνες βασιλείς, την εποχή εκείνη, ασκούσαν καί δικαιοδοτικά έργα. Ήσαν καί δικασταί (ιδιαιτέρως, επί ποινικών υποθέσεων). Καί, το πλείστον, αι δίκαις διεξήγοντο "ανεωγμένων των θυρών", δηλαδή σε δημόσιο προσπελάσιμο στον λαό χώρο. Καί μία τέτοια δίκη, όπου θα δικαιοδοτούσε ο Αλέξανδρος, εθεώρησε ο Δεινοκράτης ως την κατάλληλη ευκαιρία, προκειμένου να πραγματοποιήση την γνωριμία του με τον αναμενόμενο από αυτόν να φανή συναντηλήπτωρ καί χορηγός των σχεδίων του, φιλοπρόοδο βασιλέα.

Έτσι διωργάνωσε ολόκληρη παράστασι προκειμένου να τύχη της προσοχής καί παρουσιάσεως έπειτα ενώπιον τού δικαστού - άνακτος. Θα ενεφανίζετο πρό αυτού ως άλλος Ηρακλής!   Καί όντως έχων επιβλητικό παράστημα αθλητού, αλείφθηκεν με έλαιο, ενεδύθη λεοντή, έθεσε στό κεφάλι του στέφανο δάφνης καί κρατών ρόπαλο, έλαβε την άγουσα προς το δικαστήριο!

Από τον δρόμο ακόμη έγινε αντιληπτός από τούς περιέργους της αγοράς της μακεδονικής πρωτευούσης (Πέλλας) καί πλήθος κόσμου άρχισε ν' ακολουθή τον παράξενο αυτόν "επίγονο" τού ενδόξου ημιθέου, τού υιού τού Αμφιτρύονος καί της Αλκμήνης, τού Αθλοφόρου Ηρακλή! 
Όταν δε έφθασε στον ναό της Θέμιδος, το δικαστήριο, όλοι έστρεψαν προς αυτόν το βλέμμα καί την προσοχή των, περιλαμβανομένου καί αυτού τού αρχιδικαστού, του Αλεξάνδρου. Ο οποίος, με νεύμα, εκάλεσε πλησίον του τον φίλον αυτόν τού κλέους τού αναληφθέντος ήδη στην χώρα των Μακάρων δωδεκαθλοφόρου ημιθέου. Καί εζήτησε να μάθη από το άτομό του καί τον εκεί σκοπό της επισκέψεώς του.

Όταν ο λεοντοφόρος πρωτοτέκτων - πρωτομάστορας εξέθεσε προς τον Αλέξανδρον τούς προβληματισμούς καί στοχασμούς του γιά την δυνάμενη να κατασκευασθή (καί δη με τα μέσα εκείνης της εποχής!) γλυπτικής συνθέσεως επί τού όρους τού Αθωνος, αυτός συνεφώνησε ότι η σκέψι ήταν υπέροχος.

Έπρεπε, όμως, ν' αντιμετωπισθούν καί ζητήματα, τα οποία θα προέκυπταν μετά την εκτέλεσι τού έργου. Ως ήταν καί εκείνο τού επισιτισμού των κατοίκων, οι οποίοι θα "επάνδρωναν" την νέα στο αριστερό χέρι τού αγάλματος φερομένη ως προβλεπομένη να ανεγερθή πολιτεία. 
Από πού όμως θα εξασφαλίζοντο τα μέσα επιβιώσεως, διατροφής των κατοίκων της; 
Καί έλαβε απάντησι η οποία δεν τον ικανοποίησεν. Ο Δεινοκράτης περί αυτού δεν εμερίμνησε στας μελέτας του! Παρέπεμψε απλώς το ζήτημα των σε τρόφιμα προμηθειών από τον πληθυσμό της μελλούσης ν' ανεγερθή στον Αθωνα Αλεξανδρείας στην εισαγωγή αυτών από άλλας περιοχάς της Ελλάδος διά θαλάσσης. Όπερ, όμως, εθεωρήθη, τότε, αλυσιτελές καί "ισχυρόν" αντικίνητρον διά την ανάληψι από τον Αλέξανδρο τού προτεινόμενου αρχιτεκτονικού εγχειρήματος. Δι αυτό εζήτησε από τον Δεινοκράτην ν' αναθεωρήση το πλαίσιο των σχεδίων του, ενδεχομένως δε να επανεξετάση το όλο θέμα καί ν' αναζητήση, στην Χαλκιδικήν, περιοχήν, πλέον πρόσφορη, από χωρικής-κοινωνικοοικονομικής απόψεως, όπου θα εδίδετο δυνατότης υλοποιήσεως της ιδέας του.

Βεβαίως, παρά την αρνητική, διά τον αρχιτέκτονα, έκβαση των προτάσεών του, η γνωριμία του με τον Μακεδόνα βασιλέα ήταν δι' αυτόν, το ουσιώδες της όλης αυτής ενεργείας του. Τούτο εθεωρούσε προϋπόθεσι προωθήσεως των στόχων του. Εάν κατά την παρούσα φάσι, δεν ήταν δυνατή, διά την συγκυρία εκείνης της εποχής, η εκτέλεσις ή υλοποίησις της κατασκευής του μεγαλεπηβόλου γιγαντιαίου γλυπτικού συμπλέγματος στον Αθωνος, οπωσδήποτε, έκρινε, θα παρουσιάζοντο καί άλλαις δυνατότητες συνεργασίας με τον νεαρό δορυκτήτορα, κατά τας οποίας θα εξεδήλωνε το πηγαίον, το δημιουργικόν τού αρχιτεκτονικόν του τάλαντον. 

Καί, πράγματι, η πρώτη ευκαιρία εδόθη και επαρουσιάσθη στον Δεινοκράτη, μετά την κατάληψι από τούς Έλληνας, της Αιγύπτου. Τότε ο Αλέξανδρος ανέθεσε στον, εν τω μεταξύ διορισθέντα βασιλικό αρχιτέκτονα "ηρακλειδέα", την διεύθυνσι των αρχιτεκτονικών έργων, κατά την κτίσι της Αλεξανδρείας, ο οποίος καί ανέλαβε επιτυχώς την εκτέλεσιν της αποστολής αυτής. Εξεταζόμενο από απόψεως τεχνικών δυνατοτήτων της εποχής εκείνης το σχεδίασμα, το αναφερόμενο στην ιδέα γιά την γλυπτική επί τού Αθωνος σύνθεσι, δεν ήταν ουτοπικό. 
Καί τούτο, διότι υπήρχαν τα προηγούμενα των μεγάλων γλυπτικών έργων, των επί βράχων λαξευμένων, της περιόδου των φαραωνικών αιγυπτιακών δυναστειών. Καί είναι ισχυρό επιχείρημα γιά το δυνατόν της επαναλήψεώς των στην Ελλάδα με περισσότερη αρχιτεκτονική καί αισθητική πλαισίωσι, δεδομένου της υπάρξεως στη Γη τού Φειδία, σε ύψιστο βαθμό, αναπτυγμένων γνώσεων εκτελέσεως καλλιτεχνικών έργων καί κορυφώσεως των αισθητικών επιτεύξεων, λόγω αναπτύξεως, σε επίπεδα ιδεώδους, των εικαστικών τεχνών. 
Το εγχείρημα θα ήταν καί εφικτό καί αξιόλογο.(Μόνον αι περιστάσεις δεν ήταν πρόσφοροι. Οι Μακεδόνες καί οι λοιποί Έλληνες είχαν πλέον άλλες προτεραιότητας. Την ευδοκίμησι της εκστρατείας στην Ασία).

Ο Θεός Αγαθοδαίμων, ο οποίος θα είχεν την μορφή τού Αλεξάνδρου, στην κατ' υπόθεσι αυτή γλυπτική παράστασι, θα ενεφανίζετο ως δωρητής στην οικουμένη μιάς νέας πόλεως, μιάς νέας κοινωνίας, όπου θα εκυριαρχούσε το νέο πνεύμα τού οικουμενικού πανελληνισμού (της διεθνοποιήσεως τού Ελληνικού πνεύματος), συντελεστής τού οποίου θά ήταν η ανανεωτική δυναμική τού έθνους των Ελλήνων, εκφραζομένη με το από την φιάλη διαρκώς ρέον ύδωρ, με το οποίο θα εδηλούτο η αέναος ανανέωσις των πραγμάτων της ζωής καί τού κόσμου. 
Πέραν της διευθύνσεως των αρχιτεκτονικών εργασιών για την κτίσι της Αλεξανδρείας ο Δεινοκράτης ανέλαβε καί το έργο της ανοικοδομήσεως τού ναού της Αρτέμιδος, τον οποίο είχε πυρπολήση ο διαβόητος Ηρόστρατος, την ημέρα, κατά την οποία εγεννάτο ο Αλέξανδρος, καί της κατασκευής της πολυτελούς, πυργοειδούς, σορού της κηδείας τού αδελφικού φίλου τού Μακεδόνος βασιλέως στρατηγού Ηφαιστίωνος (τού δηλητηριασθέντος από τον αντιαλεξανδρινό κακοδαίμονα, προσενεγκόντα εις τούτον θανατερόν φαγητόν ψητού αλέκτορος).
_____________

Σημειώσεις:

1. Τη συνάντηση του Δεινοκράτη με τον Αλέξανδρο περιγράφει ο Πλούταρχος στο «Περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀ­ρετῆς»:

[...Μεταξὺ τῶν ἄλλων τεχνιτῶν ζοῦσε τότε καὶ ὁ ἀρχιτέκτων Στασικράτης, τοῦ ὁποίου τὰ ἔργα δὲν ἐπιδίωκαν χάρη καὶ συγκίνη­ση καὶ προοπτικὴ μὲ τὴ μορφή τους. Τὰ σχέδιά του ἦταν τόσο με­γαλεπήβολα ὥστε τὰ ἔσοδα ἑ­νὸς μεγάλου κράτους μὲ δυσκο­λία θὰ ἐπαρκοῦσαν γιὰ τὴν ἐκτέ­λεσή τους.
Αὐτός, ἀφού πῆγε στὸν Ἀλέξανδρο, κατηγοροῦσε τὶς ζω­γραφιστὲς εἰκόνες του καὶ τοὺς μαρμάρινους ἢ χάλκινους ἀν­δριάντες του ὡς ἔργα δειλῶν καὶ ταπεινῶν τεχνιτῶν.


«Ἐγώ» εἶπε «ἔχω σκεφτεῖ, βασιλιά, νὰ ἐμπι­στευθῶ τὴν ὁμοιότητα τοῦ σώμα­τός σου σὲ ὕλη ἄφθαρτη καὶ ζω­ντανὴ ποὺ νὰ ἔχει θεμέλια αἰώνια καὶ βάρος ἀκίνητο καὶ ἀπαρασάλευτο.
Δηλαδὴ τὸ ὄρος Ἄθως τῆς Θράκης, ἐκεῖ ὅπου ἔχει τὸ μεγα­λύτερο ὄγκο του καὶ ὑψώνεται περιφανέστατος καὶ ἔχει ὕψος καὶ πλάτη συμμετρικὰ καὶ βραχώδεις ἐκτάσεις καὶ συναρμογὲς καὶ δια­στήματα μὲ κάποια μορφή.
Ὁ Ἄθως αὐτός εἶναι δυνατὸν μὲ τὴν τέχνη νὰ κατεργαστῇ καὶ νὰ με­τασχηματιστῂ ὧστε νὰ ὀνομάζε­ται ἀνδριάντας τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ νὰ εἶναι ἀληθινὸς ἀνδριάντας αὐτοῦ, ποὺ μὲ τὰ πόδια του θὰ ἐγ­γίζῃ τὴ θάλασσα, μὲ τὸ ἕνα χέρι θὰ ἀγκαλιάζῃ καὶ θὰ ὑποβαστάζῃ πόλη ἰκανὴ νὰ περιλάβῃ 10.000 κατοίκους.
Μὲ τὸ δεξί χέρι κρατῶντας φιάλη νὰ χύνῃ ἀπὸ αὐτὴ σπονδὲς πρὸς τιμὴ τῶν θε­ῶν ὁλόκληρο ποταμὸ ποὺ θὰ ρέῃ ἀ­κατάπαυστα καὶ θὰ ἐκβάλλῃ στὴ θάλασσα. Τὰ χρυσὰ καὶ χαλκὰ καὶ τὰ ἐλεφάντινα καὶ τὰ ξύλινα καὶ τὰ ἔγχρωμα ἔργα, ὅλες τὶς μικρὲς καὶ ἀγοραστὲς εἰκόνες ποὺ τὶς κλέβουν ἄς τὶς ἀφήσουμε».


Αὐτά, ἀφοῦ ἄκουσε ὁ Ἀλέξανδρος, θαύ­μασε τὴν τόλμη τοῦ καλλιτέχνη, ἐπαίνεσε τὴν πεποίθησή του καὶ πρόσθεσε: «Ἄσε τὸν Ἄθω νὰ μέ­νει στὴ θέση του, ἀρκεῖ ὅτι εἶναι μνημεῖο τῆς ὕβρεως τοῦ βασιλιᾶ (ἐννοούσε τὸν Ξέρξη, ποὺ εἶχε ἐπιχειρήσει νὰ κατασκευάσῃ διώ­ρυγα). Ἐμένα θὰ μὲ κάνῃ γνωστὸ ὁ Καύκασος καὶ τὰ Ἠμωδά ὄρη (Ἱμα­λάια) καὶ ὁ Τάναης καὶ ἡ Κασπία θάλασσα. Οἱ πράξεις μου θὰ εἶναι οἱ εἰκόνες μου...]


Ὁ Βιτρούβιος περιγράφοντας τὸ ἴδιο περιστατικό, ἀναφέρει:

«…ὁ ἀρχιτέκτων Δεινοκράτης πρότεινε στὸν Μέγα Ἀλέξανδρο νὰ χαράξῃ τὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ νὰ τοῦ δώσῃ τὴ μορφὴ ἑνὸς ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ ἕνα χέρι θὰ ὑποστηρίζῃ μία ὁλόκληρη πόλη, καὶ μὲ τὸ ἄλλο θὰ κρατάει ἕνα κύπελο στὸ ὁποῖο θὰ καταλήγουν ὅλα τὰ ὕδατα τοῦ βουνοῦ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, μὲ ὑπερχείλιση θὰ καταλήγουν στὴν θάλασσα.
Ὁ Ἀλέξανδρος, γοητευμένος μὲ τὴν ἰδέα, τὸν ρώτησε ἄν ἡ πόλη αὐτὴ θὰ περιβάλλεται ἀπὸ γῆ ἰκανὴ νὰ ἐφοδιάσῃ τὸν πληθυσμό της μὲ τὸ ἀναγκαῖο σιτάρι γιὰ τὴν ἐπιβίωσή του.
Ἀλλὰ ἡ διαπίστωση ὅτι ἡ τροφοδότηση θὰ μποροῦσε νὰ γίνῃ μόνο ἀπὸ τὴ θάλασσα, ὁ Ἀλέξανδρος εἶπε: 

«Δεινοκράτη, μὲ εὐχαριστεῖ τὸ μεγαλεῖο καὶ ἡ ὀμορφιὰ τοῦ σχεδίου σου, ἀλλὰ νομίζω πὼς ἡ δημιουργία μιᾶς ἀποικίας στὴ θέση αὐτὴ δὲν εἶναι καλή, γιατὶ ὅπως ἕνα παιδὶ δὲν μπορεῖ νὰ τροφοδοτηθῇ καὶ νὰ ἀναπτυχθῇ χωρὶς γάλα, ἔτσι καὶ μία πόλη δὲν μπορεῖ νὰ συντηρηθῇ καὶ νὰ ἀναπτυχθῇ χωρὶς ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ νὰ ἔχῃ εὔφορα χωράφια καὶ ἄφθονο φαγητὸ ἀπὸ πλούσιες σοδειές. Ἔτσι, ἐνὼ ἡ πρωτοτυπία τοῦ σχεδίου σου ἔχει τὴν ἔγκρισή μου, ἀποδοκιμάζω τὴν θέση ποὺ ἔχεις ἐπιλέξει γιὰ τὴν ἐκτέλεσή του. Θέλω ὅμως νὰ μείνῃς κοντά μου, γιατὶ θὰ χρειαστῶ τὶς ὑπηρεσίες σου».
Ἔτσι ἄρχισε ἡ κοινή τους πορεία…


2. Δεινοκράτης, Γεννήθηκε στη Μακεδονία ή στη Ρόδο και στα κείμενα της αρχαίας γραμματείας αναφέρεται με πολλά ονόματα: Στασικράτης, Στησικράτης, Χειροκράτης, Δεινοχάρης, Δεινοκράτης κ. ἄ
Αρχιτέκτων καὶ πολεοδόμος, τεχνικὸς σύμβουλος τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, τὸν ὁποῖο ἀκολούθησε στὶς ἀποστολές του.  Εῖναι ἰδιαίτερα γνωστὸς γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ πολεοδομικοῦ σχεδίου τῆς Ἀλεξάνδρειας, καθῶς καὶ γιὰ τὴ συμμετοχή του στὸ σχεδιασμὸ τοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος στὴν Ἔφεσο, ἑνὸς ἀπὸ τὰ 7 θαύματα τοῦ κόσμου.
Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους τον τάφο στην Αμφίπολη είναι από τους μεγαλύτερους αρχιτέκτονες όλων των εποχών.

Με διαταγή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Δεινοκράτης οροθέτησε το σχέδιο της Αλεξάνδρειας, σχεδιάζοντας, σύμφωνα με την παράδοση, τη γραμμή των τειχών της με μία λωρίδα αλεύρι.

Έργο του είναι και ο επιτάφιος τύμβος του Ηφαιστίωνα στη Βαβυλώνα, ένα κολοσσιαίο μνημείο έξι ορόφων πλάτους 180 μέτρων στη βάση του, με διάφορες χρυσές διακοσμήσεις στους ορόφους.

Ὡς Δεινοχάρη τὸν συναντᾶμε στὸν Πλίνιο τὸν Πρεσβύτερο ὅταν τὸν ἀναφέρει στὸν κατάλογό του μὲ τοὺς πέντε δεξιοτέχνες ἀρχιτέκτονες τῆς ἀρχαιότητος. Ἐπίσης ὁ Πλίνιος τὸν ἀναφέρει δύο φορὲς συσχετίζοντὰς τον μὲ τὴν δημιουργία τῆς Ἀλεξάνδρειας τῆς Αἰγύπτου.

Ὁ Decimus Magnus Ausonius (περ. 310 – 395), Ρωμαῖος ποιητής καὶ ρήτορας, ἑλληνικῆς κατὰ τὸ ἤμισυ καταγωγῆς, τὸν ἀναφέρει καὶ αὐτὸς ὡς Δεινοχάρη στὸ ποίημά του Mosella, ἀνάμεσα στοὺς ἑπτὰ μεγαλύτερους ἀρχιτέκτονες, μὲ κορυφαῖο στὴν λίστα τὸν Δαίδαλο.

Ἀπὸ τὸν Στράβωνα ἀναφέρεται ὡς Χειροκράτης ὁ Ρόδιος ὅταν ἀναφέρεται στὴν ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος στὴν Ἔφεσο. Ὁ Ψευδο-Καλλισθένης τὸν ἀναφέρει μὲ τὰ ὀνόματα Ἑρμοκράτης καὶ Ἱπποκράτης μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴ Ρόδο καὶ ὡς τὸν ἀρχιτέκτονα τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου ποὺ ἔχτισε τὴν Ἀλεξάνδρεια. Στὸν Πλούταρχο τὸν βρίσκουμε μὲ τὸ ὄνομα Στασικράτης.

Τρεῖς ἀκόμη συγγραφεῖς, ὁ Valerius Maximus, ὁ Ammianuw Markellinus καὶ ὁ Julius Valerius Ρωμαῖος ἱστορικὸς (τέλη 3ου μ.Χ. αἰ.) τὸν ἀναφέρουν ὡς Δεινοκράτη καὶ τὸν συνδέουν μὲ τὴν ἴδρυση τῆς Ἀλεξάνδρειας. 
Ὁ Julius Valerius μάλιστα ἀναφέρει ὡς τόπο καταγωγῆς του τὴ Ρόδο. 
Ὁ Βιτρούβιος μόνο τὸν ἀναφέρει ὡς Μακεδόνα καὶ ὅτι μοιραζόταν τὸν ἴδιο τόπο καταγωγῆς μὲ τὸν Ἀλέξανδρο.

3. Το 325 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος θεμελιώνει την Αλεξάνδρεια στην τοποθεσία της αρχαίας αιγυπτιακής πόλης Ρακώτις, εκτιμώντας ότι η πόλη θα εξελίσσετο σε μεγάλο εμπορικό κέντρο λόγω του εξαιρετικού λιμένα, στον Ελληνικό εμπορικό οικισμό Κάνωπο, απέναντι από τη νησίδα που ονομαζόταν Φάρος. 

Το πολεοδομικό σχέδιο εκπονεί ο Δεινοκράτης και την εκτέλεση του έργου αναλαμβάνει ο Κλεομένης (μηχανι­κός από τη Ναύκρατη του Δέλτα). Υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα συμμετέχουν  οι μηχανικοί Διάδης και Χαρίας,  Η πόλη της Αλεξάν­δρειας ιδρύεται  το 332/331 π.Χ.


Οι Μελετητές του έργου του  

Διά μέσου τού έργου του Βιτρουβίου, οι ιδέες του Δεινοκράτους έμελαν να έχουν κατά την Αναγέννησι τού Κλασσικού Πολιτιστικού Ιδεώδους (την εποχήν της ρίξεως τού Ελληνοευρωπαϊκού πνεύματος προς τον μισελληνικόν ολοκληρωτικόν μεσαιωνισμό), πολλούς καί αξιολόγους μελετητές, όπως τον Φραγκίσκο Γεώργιο, τον Φίσσερ φον Ερλαχ, τον Ερρίκο ντε Βελενσιέν, τον Ερρίκο Ραπέν, τον Μαξ Κλίνγκερ, τον Ιωσήφ Ποντέν καί πολλούς άλλους θιασώτες της κατασκευής ενός μεγάλου, εκφαντορικού, όντως, μνημειακού συγκροτήματος προς τιμήν τού Στρατηλάτου των Αιώνων, τού Μακεδόνος Αλεξάνδρου. 

Ενώ στην Ελλάδα και πάλιν τον τελευταίο καιρό αναπτύσεται μία κίνησις προς εξασφάλισι των προαπαιτουμένων και δη προϋποθέσεων διατηρήσεως απροσβλήτου, όσο ένεστι, τού ωραιωτέρου φυσικού περιβάλοντος της χώρας μας, της Χαλκιδικής προς ανέγερσι πλησίον του Αθωνος αγάλματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, φωτοδότου της οικουμένης. (Πρέπει να επιδιωχθή η πάση θυσία διαφύλαξι τού γεωργικού καί δασικού περιβάλλοντος, ιδιαιτέρως της περιοχής Ανθεμούντος, διότι, προ πάντων, η διατήρησι τού αγροτικού χαρακτήρος της χώρας μας, εγγυάται την οικονομική καί πολιτιστική διάρκεια τού τόπου μας. Ενώ το άγαλμα δέον κατασκευασθήναι στο νότιον άκρον τού Αθωνος).

Ο Φραγκίσκος Γεώργιος εθεωρούσε οτι ο Δεινοκράτης, με την σύλληψι αυτής της ιδέας της υλοποιήσεως, στο βουνό τού Αθωνος της γλυπτικής ιδέας (συνθέσεως) επεδίωξε να καταδείξη την σχέσι, τον σύνδεσμο τού ανθρώπου, του ανθρωπίνου σώματος προς την Αρχιτεκτονική τού φυσικού χώρου. Ο ίδιος επεχείρησε ν`αναπαραστήση τα σχέδια τού Μακεδόνος αρχιτέκτονος. Η σύνθεσί του απεικονίζει νέον άνδρα, όρθιο, φέροντα λεοντή καί κρατούντα, στη δεξιά του, μεγάλη φιάλη, δεξαμενή των νερών των ποταμών (της περιοχής του χώρου εγκαταστάσεως τού μνημειακού συμπλέγματος) και, την αριστερά, μία νεάπολι.

Εντυπωσιακώτερη είναι μία χαρακτική σύνθεσις τού Φίσερ φον Ερλαχ, η οποία προσεγγίζει περισσότερον το πρότυπον της σκέψεως τού πατρός της περιγραφομένης αρχιτεκτονικής ιδέας. Ενώ ο Ερρίκος ντε Βελενσιέν τοποθετεί στο σχετικό του χαρτογράφημα την εγκατάστασι τού μνημείου στον πάλαι ποτέ όντως παραδείσιο χώρο της Ελληνογεννητρίας Αρκαδίας, εκφράζοντας έτσι την όλως αισθαντική (ρομαντική) του προδιάθεσι, η οποία, άλλωστε, ήταν καί αποτέλεσμα μιάς υγειούς αισθητικής περί τέχνης καί φυσικού τοπίου - χώρου αντιλήψεως (η οποία τόσον δημιουργικά είχε ευδοκιμήσει (νεοκλασσικισμός) στην Ελλάδα από τις αρχές τού 19ου αιώνος μέχρι τού Β` παγκοσμίου πολέμου).

Επίσης, ο Ερρίκος Ραπέν επέλεξε την, γόνιμη γι` αυτόν, πάντα, ιδέα τού Δεινοκράτους, ως βασικό, συστατικό στοιχείο τού δομικού πλαισίου ενός Διεθνούς Εμπορικού Κέντρου. Το σχετικό μνημιακό σύμπλεγμα θα ετοποθετείτο στο επίκεντρο αυτού. (Τούτο θα έπρεπε να το λάβουν σοβαρώς υπ` όψιν καί οι ιθύνοντες της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης, οι οποίοι, μεταπολεμικώς έχουν κατασπείρει στον χώρο των εγκαταστάσεων αυτής ακαλαίσθητα καί μη λειτουργικά κτίρια, ενώ θα ήταν δυνατόν αυτή να καταστή το επίκεντρο οικονομικής διεθνούς συνεργασίας αλλά και πυρήν πολιτιστικής καί αισθητικής αγωγής των συνελλήνων, ώς λ.χ. διά της δημιουργίας, εκεί, ενός Μουσικού Μεγάρου, της Όπερας της Θεσσαλονίκης καί της αναδείξεως τού έργου μακεδόνων μουσουργών, ώς τών Ριάδη, Δ. Βέλλα κ.α.).

Άλλος μελετητής τού έργου τού Δεινοκράτους, ο Μάξ Κλίνγκερ, αποδίδει, με τα σχέδιά του, μία αίσθησι τού κλίματος, τού επικρατήσαντος μετά την αναγέννησι, εκείνου της απομακρύνσεως καί εγκαταλήψεως, από πλήθος κόσμου, των εσχατολογικών κηρυγμάτων των δογματιζόντων "παστόρων"(!), τα πάντα κατέστησαν ματαιότης ή ματαιοσχολία! Ετσι ο ανδριάς αντί πόλεως ή φιάλης, θα κρατεί στα χέρια του ηφαίστειο καί κλεψύδρα, δηλαδή χρονόμετρο! Ο χρόνος περαιώνεται. Το ηφαίστειο, τότε, μέλλει να εκραγή! Στα πόδια του κείτεται πολιτεία σε ερείπεια!

Τέλος, ο Ιωσήφ Ποντέν, στο έργο του "Αρχιτεκτονική μή υλοποιηθείσα", προτρέπει τούς αρχιτέκτονες, έχοντας ενωτισθή με την δυναμική τού στοιχείου καί τού συμβολισμού τού έργου τού Δεινοκράτους, ν`ασχοληθούν με έργα, τα οποία θα εμπεριείχαν δημιουργική, όντως, ικανότητα, δημιουργικό αποτέλεσμα καί κλασσικίζουσα αίσθησι.

Η ιδέα αυτή τού Δεινοκράτους δεν ευτύχησε να υλοποιηθή στην Ελλάδα, στον Αθωνα, αν καί θα ήταν έργο το οποίο θα προκαλούσε, ιδία σήμερα, διεθνές ενδιαφέρον. Ήσαν οι συγκυρίες τέτοιες καί ο Ελληνισμός επλήγη από κατακτητάς, αλλοτρίους δυνάστας καί πνευματικούς τυρράνους, οι οποίοι επεδίωξαν, όχι μόνον τον αφανισμόν τού Πολιτισμού του, αλλά καί την εξάλειψιν της Ελληνικής φυλής!

Εν πάση περιπτώσει η ιδέα κατέστη πάλι επίκαιρος Την μετατροπή των σχεδίων τού Δεινοκράτους, επί το αμερικανικώτερο, καί την υλοποίησι της ιδέας γλειφάνσεως ανδριάντων επί βράχων επραγματοποίησαν οι Αμερικανοί, οι οποίοι επί τού όρους τού Ρασμόρ της Νοτίου Ντακότας, ελάξευσαν τας προτομάς τεσσάρων προέδρων της "συμπολιτείας" των.  Ισως, κάποτε, ευτυχήσομε να ιδούμε στην Ελλάδα, σε περιοχήν τού Άθωνος, και εμείς σμιλευόμενη σε ορεινό τοπίο, την φαεινή πάντοτε μορφή του Αδελφού της Γοργόνας...

Βιβλιογραφία

1. Πλίνιος, "Ιστορίαι"
2. Βιτρούβιος, "Περί αρχιτεκτονικής"
3. Ζοζεφ Ποντέν, "Αρχιτεκτονική Ανυλοποίητος"
http://www.tetraktys.org/
http://www.deinokratis.gr/istorika-deinokrath.html

–> Dictionary of the Artists of Antiquity: Architects, Carvers, Engravers, Modellers, Painters, Sculptors, Statuaries, and Workers in Bronze, Gold, Ivory, and Silver, with Three Chronological Tables. Julius Sillig, Pliny (the Elder.), 1836, σελ 53.
–> DINOCRATES’ PROJECT. «Scientific American Supplement», No. 488, May 9, 1885, Various. http://www.gutenberg.org/files/27662/27662-h/27662-h.htm#art13
–> «DISCOURSES ON THE FIRST DECADE OF TITUS LIVIUS BY NICCOLO MACHIAVELLI», CHAPTER I.—Of the Beginnings of Cities in general, and in particular of that of Rome. FLORENCE, May 17, 1883. http://www.gutenberg.org/cache/epub/10827/pg10827.html
–> Ruins of Ancient Cities Vol. I, Charles Bucke, σελ. 25 http://www.gutenberg.org/files/40860/40860-h/40860-h.htm#Page_25
–> Greek Sculpture, Nigel Spivey, Cambridge University Press, N.Y., σελ. 218
–> Vitruvius: Writing the Body of Architecture, Indra Kagis McEwen, MIT Press, 2003, σελ. 95-98.
–> http://el.wikisource.org/
–> http://www.agelioforos.gr/default.asp?pid=7&ct=100&artid=184369
–> William Smith. A Dictionary of Greek and Roman biography and mythology. London. John Murray: printed by Spottiswoode and Co., New-Street Square and Parliament Street.
–> http://www.lookandlearn.com/history-images/XM10131488/Dinocrates-Project
–> http://www.writeopinions.com/dinocrates
–> http://theworldofalexanderthegreat.wordpress.com/2012/07/13/hephaestions-death-and-funeral/



  Scholeio.com