Victor Hugo
Ενθουσιασμός
Στην Ελλάδα! Στην Ελλάδα! Εμπρός τώρα, είνε ώρα...
Ύστερα από το αίμα των μαρτύρων πρέπει τώρα
Και το αίμα των δημίων να χυθή το μιαρό...
Στην Ελλάδα! Τιμωρία, φίλοι μου. κ' Ελευθερία!
Ας σελώσουν τάλογο μου. που φριμάζει με μανία.
Το σαρίκι στο κεφάλι, το σπαθί μου στο πλευρό.
Πότε φεύγωμεν; Απόψε. Αύριον είνε αργά...
Όπλα, άλογα, καράβι, αρματώσετε γοργά
Στο Τουλών και δοστέ μού το, δόστε μου φτερά εμένα!
Απ' ταρχαία τάγματά μας θε να πάρωμεν μαζύ μας
Παλληκάρια διαλεγμένα και θα ιδούμε στην ορμή μας
Τούρκικα θεριά να φεύγουν, σαν ζαρκάδια τρομασμένα.
Αρχηγός έλα. Φαβιέρε, διαλεκτός μέσ' της χιλιάδες,
Συ που πήγες εκεί όπου δεν επήγαν βασιλειάδες
Κ' ήσουν αρχηγός σ' ασκέρι άγριο μα τακτικό,
Μεσ' τους Έλληνες τους νέους φάντασμα παληού Ρωμαίου
Παλληκάρι-Στρατιώτης, που ενός λαού γενναίου
Εις τα χέρια σου επήρες και κρατείς το ριζικό.
Από τον πολύ σας ύπνο εκεί κάτω σηκωθήτε
Όπλα Γαλλικά! Της μάχης μουσικαίς αναστηθήτε,
Κ' εσείς, μπόμπαις και κανόνια και σεις ντέφια βροντερά
Άλογα, όπου στενάζει εις το διάβα σας το χώμα
Και σπαθιά, όπου το αίμα δεν σας έβαψε ακόμα
Και πιστόλια γεμισμένα από βόλια φλογερά.
Πρώτος μέσ' τους πρώτους θέλω να ιδώ πως πολεμούνε
Να ιδώ πως οι σπαχήδες σαν τα ρέμματα χυμούνε
Μέσ' το πεζικό που μένει σαστισμένο πέρα πέρα
Και να ιδώ το δαμασκί τους, πούχει κόψη από ατσάλι
Στου αλόγου των το δρόμο πως θερίζει το κεφάλι...
Εμπρός όλοι! Μα τι ψάλλεις, ποιητά μου, στον αέρα!
Που με φέρει του πολέμου η μανία που με φέρει...
Μεταξύ τους με ζητούνε μόνο τα παιδιά κ' οι γέροι
Και τι είμαι; Πνεύμα όπου κάθε φύσημα με πέρνει
Φύλλο κίτρινο που πέφτει απ' το δένδρο μαραμμένο
Κι από ένα σ' άλλο κύμα παραδέρνει αφρισμένο...
Σε ονείρατα κ' εμένα η ζωή μου παραδέρνει.
Συλλογή μου φέρνουν όλα. Τα λειβάδια, ο αέρας.
Τα ψηλά βουνά, τα δάση. τα στενάγματα φλογέρας.
Το μουρμουρητό των φύλλων -όπου σειούνται με καμάρι...
Την Αυγή μ' αρέσει, όταν γλυκύ φως στη γη μας πέφτει,
Την πλατειά να βλέπω λίμνη σαν κρυστάλλινο καθρέφτη,
Που από ψηλά τα νέφη καθρεφτίζονται με χάρι.
Το φεγγάρι μου αρέσει με του χρυσαφιού το χρώμα
Μέσ' την καταχνιά σαν βγαίνη την πυκνή ή και ακόμα
όταν σ' τ' αργυρό πλευρό του μαύρο σύννεφο διαβαίνη
Και μ' αρέσουνε τ' αμάξια τα βαρειά, όπου κυλούνε
Και με κρότο από τις μάνδραις κι απ' τα κτήματα περνούνε.
Και γαυγίζουνε οι σκύλοι στο σκοτάδι τρομασμένοι.
1827
Το Ελληνόπουλο
Τούρκοι διάβηκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τ' ολόμορφο νησί. μαύρη απομένει ξέρα.
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ' αρχοντονήσι. που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λιγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μέσ' στα νερά.
Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι, στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μια ν' άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μέσ' στην αφάνταστη φθορά.
- Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες
για να μην κλαις λυπητερά, τ' ήθελες τάχα να 'χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν' αστράψουνε, να ξεστερώσουν παλι,
και να σηκώσης χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;
Τι θέλεις, άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω
για να πλέξης ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη,
και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα την ιτιά;
Σαν τι μπορούσε να σου διώξη τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο απ' το Ιράν που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ' το δεντρί
που μέσ' στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κ' ένα άλογο χρόνια εκατό κι αν πηλαλάει, δε σώνει
μέσ' απ' τον ίσκιο του να βγή;
Μη το πουλί που κελαϊδάει στο δάσος νύχτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ' όλα τ' αγαθά
τούτα; Πες! Τ' άνθος, τον καρπό; θες το πουλί;
- Διαβάτη, μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτη θέλω, να!
8-10 Ιουνίου 1828
Μετάφραση: Κωστής Πλαμάς, 1885
Ναυαρίνο
Ιή ιή, τρισκάλμοισιν.
Ιή ιή, βάρισιν ολόμενοι.
Αισχύλου, "Πέρσαι"
Εκατόν είκοσι καράβια! Κλάψε την, Κανάρη, τόρα
τη μεγάλη αρμάδα. Που ήσουν, των πελάγων εσύ η μπόρα
να σκορπίσεις χαλασμό;
Πώς τον Τούρκο να τσακίσουν μπόρεσαν χωρίς εσένα;
Κλάψε! Όπως ο Κριγιώνης από μάχη κ' εσύ από ένα
λείπεις στόλου κορωμό.
Ως τα τώρα όταν η πλάκα των πελάγων φλογισμένη
έμοιαζε σαν κάποια λίμνη κόλασης αιματωμένη
μ' άγρια λάμπωντας πυρά,
κάποια τούρκικη φρεγάδα, όταν πέταγε στα ουράνια
στολισμένη μ' ωραίες φλόγες και με πύρινα στεφάνια.
σαν ηφαίστειο στα νερά.
όταν κύλαγε το κύμα λιγερά σπαθιά, σαρίκια.
τέντες, φλάμπουρα, πανάκια και κατάρτια μέσ' στα φύκια.
στόλων και στρατών ψιχιά,
των βεζύριδων τις γούνες, των ναυτών βρακιά σχισμένα.
σημειωμένα με τη φλόγα, μεσ' στο κύμα μουσκεμένα.
μαυρισμένα απ' την καπνιά.
μεσ' στης Αίγινας το πέλαο, κεραυνός όταν βροντούσε
που ο αντίλαλος με χίλια στόματα το χαιρετούσε
'πό τα μακρυνά βουνά,
η Φραγκιά τη φλογισμένη την Ανατολήν εθεώρει
και χαρούμενος, ο ναύτης φώναζε πάνω απ' την πλώρη;
"Να! ο Κανάρης μας περνά."
Σαν καιγότανε ως τα τόρα. μέσα σε νερά αχνισμένα,
τόσοι καπετάν πασάδες με καράβια αρματωμένα.
που κρυβόταν στη νυχτιά,
ξέραμε ποιος πάλι παίζει τέτοιο τρομερό παιχνίδι.
το μπουρλότο είταν αιτία, το δαδί σου είταν το φίδι
π' άναβε άσβηστη φωτιά.
Κλάψε σήμερα, ναι κλάψε! πάλεψαν χωρίς εσένα!
Γιατί δίχως τον Κανάρη σπείρατε παιδιά καϋμένα
βόλι, φλόγα, τρικυμίες;
Μήπως του Θεού της Έλλης το δεξί δεν είνε χέρι;
Έπρεπε να το φυλάξουν: Κι αυτός κάλεσμα εκαρτέρει
Σ' αυτές όλες τις γιορτές.
Παρηγορήσου! Κύττα η Ελλάς σου
πια λευθερώθη. Τόρα η Φραγκιά
μέσα απ' τ' αθάνατα πέλαγά σου
διώχνει τον τύραννο, την Τουρκιά.
Μπαίνει η Γαλλία σαν το λιοντάρι
κ' η τύχη αλλάζει. Άστη να πάρει
κι από τη δάφνη σου ένα φυλλάρι.
που την πατρίδα σου συμπονεί.
Του Όμηρου Ελλάδα, μάννα θλιμμένη.
Ελλάδα του Μπάιρον, δόλια αδελφή.
τόρα τραγουδά χαράς στροφή,
σαν απ' το κλάμα φωνή σου μένει.
Ο Πύργος τ' Αλή-Πασά
Του βράχου τις ακροπλαγιές, που ορθές λαμποκοπούνε.
Τα κυματάκια τα ήσυχα, τι τάχα τις φιλούνε;
Δε βλέπουν στον καθρέφτη τους, που τον καταξεσχίζει
Το θέμελό του, πως ψηλά τον κόσμο φοβερίζει
Πύργος βαρύς, που τα λευκά περίγυρα μουράγια,
Στεφάνι, στου μετώπου του φορεί τα μαύρα πλάγια;
Τι κάνουν τάχα; Τι κρατούν τη μάνητά τους τόρα;
Έλα, αρματώσου θάλασσα, να φτάσ' η άγια ώρα
Που οι ναύτες θ' ανασάνουνε. δυστυχισμένοι ακόμα.
Κάμε το βράχο το σκληρό συντρίμματα και χώμα.
Στο βάραθρό σου ρίξε τον του μάκρου και του πλάτου.
Και πρώτα πρώτα γκρέμισε τον έρμον πύργο κάτου.
Πόσον καιρό θες. ω πιστό παιγνίδι της θαλάσσης.
Κι αυτόν και την περήφανη κορφή του, να χαλάσης;
Σε τέτοια αμαρτωλή φωλιά πέφτε μ' όρμή και βία.
Σώριαζε πάντα άμμους, νερά πρασινισμένα, κρύα.
Μη λογαριάζης τον καιρό, θάλασσα αιώνια, μπρος σου
Χρόνια και χρόνια χάνονται σαν το λευκό αφρό σου.
Κατάπιε τον σκέπασ' τον με τάγρια σύματά σου.
Στο μέτωπο τον του ξέσπασε τη δίκαιη όργητά σου.
Κάμε τα φύκια πράσινους τους πλοκάμους ν' απλώσουν
Και να τον ζώσουν στέρεα και να τον σαβανώσουν,
Κι από το σκόρπιον πύργο του, που αγνώριστος θα γέρνη,
Το κάθε κύμα σου ας περνά κι από μια πέτρα ας πέρνη.
Κι όταν -ανάθεμά τονε- πάη στου πελάου τα βύθια,
Τα μάτια θα στεγνώσουνε, θ' αλαφρωθούν τα στήθεια.
Κ' οι ταξειδιώτες σιωπηλοί θ' ακούν -αν αντικρύζουν
Σε κάποιο ανεμοστρόβιλο, κούφια νερά ν 'αχνίζουν-
Το γέρο ναύτη να τους λέη. στης νύχτας τη φοβέρα;
Ήταν εδώ τ' Αλήπασα το κάστρο μιαν ημέρα.
26 Νοεμβρίου 1828
_____________________________________
Μετάφραση: Μιλτιάδης Μαλακάσης 1902
"Ο Βίκτωρ Ουγκώ και η Ελλάδα" Libraire Kauffmann Institute Francais D' Athenes
Διαβάστε: Αν οι αντρειωμένες ψυχές ομονοήσουν
Εκεί που κατέβαινε ο Ζευς κ' έσπερνε γυιούς και κόρες
Η πόλη που στέκει στου Αιγαίου την ακρογιαλιά
Στη σκλαβιά θα μείνεις Ελλάδα... ή "Ελευθερία ή θάνατος παιδιά μου", θα πεις ?
"...κάτω από τον ουρανό σου Ελλάδα... ήρθα να πεθάνω"
Scholeio.com