Β. Ουγκώ, Σε ονείρατα η ζωή μου παραδέρνει



Victor Hugo



           Ενθουσιασμός

Στην Ελλάδα! Στην Ελλάδα! Εμπρός τώρα, είνε ώρα...
Ύστερα από το αίμα των μαρτύρων πρέπει τώρα
Και το αίμα των δημίων να χυθή το μιαρό...
Στην Ελλάδα! Τιμωρία, φίλοι μου. κ' Ελευθερία!
Ας σελώσουν τάλογο μου. που φριμάζει με μανία.
Το σαρίκι στο κεφάλι, το σπαθί μου στο πλευρό.

Πότε φεύγωμεν; Απόψε. Αύριον είνε αργά...
Όπλα, άλογα, καράβι, αρματώσετε γοργά
Στο Τουλών και δοστέ μού το, δόστε μου φτερά εμένα!
Απ' ταρχαία τάγματά μας θε να πάρωμεν μαζύ μας
Παλληκάρια διαλεγμένα και θα ιδούμε στην ορμή μας
Τούρκικα θεριά να φεύγουν, σαν ζαρκάδια τρομασμένα.

Αρχηγός έλα. Φαβιέρε, διαλεκτός μέσ' της χιλιάδες,
Συ που πήγες εκεί όπου δεν επήγαν βασιλειάδες
Κ' ήσουν αρχηγός σ' ασκέρι άγριο μα τακτικό,
Μεσ' τους Έλληνες τους νέους φάντασμα παληού Ρωμαίου
Παλληκάρι-Στρατιώτης, που ενός λαού γενναίου
Εις τα χέρια σου επήρες και κρατείς το ριζικό.

Από τον πολύ σας ύπνο εκεί κάτω σηκωθήτε
Όπλα Γαλλικά! Της μάχης μουσικαίς αναστηθήτε,
Κ' εσείς, μπόμπαις και κανόνια και σεις ντέφια βροντερά
Άλογα, όπου στενάζει εις το διάβα σας το χώμα
Και σπαθιά, όπου το αίμα δεν σας έβαψε ακόμα
Και πιστόλια γεμισμένα από βόλια φλογερά.

Πρώτος μέσ' τους πρώτους θέλω να ιδώ πως πολεμούνε
Να ιδώ πως οι σπαχήδες σαν τα ρέμματα χυμούνε
Μέσ' το πεζικό που μένει σαστισμένο πέρα πέρα
Και να ιδώ το δαμασκί τους, πούχει κόψη από ατσάλι
Στου αλόγου των το δρόμο πως θερίζει το κεφάλι...
Εμπρός όλοι! Μα τι ψάλλεις, ποιητά μου, στον αέρα!

Που με φέρει του πολέμου η μανία που με φέρει...
Μεταξύ τους με ζητούνε μόνο τα παιδιά κ' οι γέροι
Και τι είμαι; Πνεύμα όπου κάθε φύσημα με πέρνει
Φύλλο κίτρινο που πέφτει απ' το δένδρο μαραμμένο
Κι από ένα σ' άλλο κύμα παραδέρνει αφρισμένο...
Σε ονείρατα κ' εμένα η ζωή μου παραδέρνει.

Συλλογή μου φέρνουν όλα. Τα λειβάδια, ο αέρας.
Τα ψηλά βουνά, τα δάση. τα στενάγματα φλογέρας.
Το μουρμουρητό των φύλλων -όπου σειούνται με καμάρι...
Την Αυγή μ' αρέσει, όταν γλυκύ φως στη γη μας πέφτει,
Την πλατειά να βλέπω λίμνη σαν κρυστάλλινο καθρέφτη,
Που από ψηλά τα νέφη καθρεφτίζονται με χάρι.

Το φεγγάρι μου αρέσει με του χρυσαφιού το χρώμα
Μέσ' την καταχνιά σαν βγαίνη την πυκνή ή και ακόμα
όταν σ' τ' αργυρό πλευρό του μαύρο σύννεφο διαβαίνη
Και μ' αρέσουνε τ' αμάξια τα βαρειά, όπου κυλούνε
Και με κρότο από τις μάνδραις κι απ' τα κτήματα περνούνε.
Και γαυγίζουνε οι σκύλοι στο σκοτάδι τρομασμένοι.


                                 1827 

Μετάφραση: Παύλος Νιρβάνας, 1886


          Το Ελληνόπουλο

Τούρκοι διάβηκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τ' ολόμορφο νησί. μαύρη απομένει ξέρα.
                      με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ' αρχοντονήσι. που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λιγερές καμιά φορά τα βράδια
                      καθρέφτιζε μέσ' στα νερά.

Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
                       κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι, στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μια ν' άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
                        μέσ' στην αφάνταστη φθορά.

- Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες
για να μην κλαις λυπητερά, τ' ήθελες τάχα να 'χες
                         για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν' αστράψουνε, να ξεστερώσουν παλι,
και να σηκώσης χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
                          με τα μαλλάκια τα χρυσά;

Τι θέλεις, άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω
για να πλέξης ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
                          ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη,
και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
                           και σαν την κλαίουσα την ιτιά;

Σαν τι μπορούσε να σου διώξη τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο απ' το Ιράν που του ματιού σου μοιάζει;
                           Μην ο καρπός απ' το δεντρί
που μέσ' στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κ' ένα άλογο χρόνια εκατό κι αν πηλαλάει, δε σώνει
                            μέσ' απ' τον ίσκιο του να βγή;

Μη το πουλί που κελαϊδάει στο δάσος νύχτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
                            Τι θες κι απ' όλα τ' αγαθά
τούτα; Πες! Τ' άνθος, τον καρπό; θες το πουλί;
- Διαβάτη, μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
                            Βόλια, μπαρούτη θέλω, να!

                                       8-10 Ιουνίου 1828

Μετάφραση: Κωστής Πλαμάς, 1885


Ναυαρίνο

                                        Ιή ιή, τρισκάλμοισιν.
                                        Ιή ιή, βάρισιν ολόμενοι.
                                        Αισχύλου, "Πέρσαι"
Εκατόν είκοσι καράβια! Κλάψε την, Κανάρη, τόρα
τη μεγάλη αρμάδα. Που ήσουν, των πελάγων εσύ η μπόρα
                       να σκορπίσεις χαλασμό;
Πώς τον Τούρκο να τσακίσουν μπόρεσαν χωρίς εσένα;
Κλάψε! Όπως ο Κριγιώνης από μάχη κ' εσύ από ένα
                       λείπεις στόλου κορωμό.

Ως τα τώρα όταν η πλάκα των πελάγων φλογισμένη
έμοιαζε σαν κάποια λίμνη κόλασης αιματωμένη
                        μ' άγρια λάμπωντας πυρά,
κάποια τούρκικη φρεγάδα, όταν πέταγε στα ουράνια
στολισμένη μ' ωραίες φλόγες και με πύρινα στεφάνια.
                        σαν ηφαίστειο στα νερά.

όταν κύλαγε το κύμα λιγερά σπαθιά, σαρίκια.
τέντες, φλάμπουρα, πανάκια και κατάρτια μέσ' στα φύκια.
                       στόλων και στρατών ψιχιά,
των βεζύριδων τις γούνες, των ναυτών βρακιά σχισμένα.
σημειωμένα με τη φλόγα, μεσ' στο κύμα μουσκεμένα.
                       μαυρισμένα απ' την καπνιά.

μεσ' στης Αίγινας το πέλαο, κεραυνός όταν βροντούσε
που ο αντίλαλος με χίλια στόματα το χαιρετούσε
                       'πό τα μακρυνά βουνά,
η Φραγκιά τη φλογισμένη την Ανατολήν εθεώρει
και χαρούμενος, ο ναύτης φώναζε πάνω απ' την πλώρη;
                      "Να! ο Κανάρης μας περνά."

Σαν καιγότανε ως τα τόρα. μέσα σε νερά αχνισμένα,
τόσοι καπετάν πασάδες με καράβια αρματωμένα.
                       που κρυβόταν στη νυχτιά,
ξέραμε ποιος πάλι παίζει τέτοιο τρομερό παιχνίδι.
το μπουρλότο είταν αιτία, το δαδί σου είταν το φίδι
                       π' άναβε άσβηστη φωτιά.

Κλάψε σήμερα, ναι κλάψε! πάλεψαν χωρίς εσένα!
Γιατί δίχως τον Κανάρη σπείρατε παιδιά καϋμένα
                        βόλι, φλόγα, τρικυμίες;
Μήπως του Θεού της Έλλης το δεξί δεν είνε χέρι;
Έπρεπε να το φυλάξουν: Κι αυτός κάλεσμα εκαρτέρει
                        Σ' αυτές όλες τις γιορτές.

Παρηγορήσου! Κύττα η Ελλάς σου
πια λευθερώθη. Τόρα η Φραγκιά
μέσα απ' τ' αθάνατα πέλαγά σου
διώχνει τον τύραννο, την Τουρκιά.
Μπαίνει η Γαλλία σαν το λιοντάρι
κ' η τύχη αλλάζει. Άστη να πάρει
κι από τη δάφνη σου ένα φυλλάρι.
που την πατρίδα σου συμπονεί.
Του Όμηρου Ελλάδα, μάννα θλιμμένη.
Ελλάδα του Μπάιρον, δόλια αδελφή.
τόρα τραγουδά χαράς στροφή,
σαν απ' το κλάμα φωνή σου μένει.

Μετάφραση: Πέτρος Κ. Αθ. Κωνσταντινίδης-Ξενάκης


         Ο Πύργος τ' Αλή-Πασά

Του βράχου τις ακροπλαγιές, που ορθές λαμποκοπούνε.
Τα κυματάκια τα ήσυχα, τι τάχα τις φιλούνε;
Δε βλέπουν στον καθρέφτη τους, που τον καταξεσχίζει
Το θέμελό του, πως ψηλά τον κόσμο φοβερίζει
Πύργος βαρύς, που τα λευκά περίγυρα μουράγια,
Στεφάνι, στου μετώπου του φορεί τα μαύρα πλάγια;

Τι κάνουν τάχα; Τι κρατούν τη μάνητά τους τόρα;
Έλα, αρματώσου θάλασσα, να φτάσ' η άγια ώρα
Που οι ναύτες θ' ανασάνουνε. δυστυχισμένοι ακόμα.
Κάμε το βράχο το σκληρό συντρίμματα και χώμα.
Στο βάραθρό σου ρίξε τον του μάκρου και του πλάτου.
Και πρώτα πρώτα γκρέμισε τον έρμον πύργο κάτου.

Πόσον καιρό θες. ω πιστό παιγνίδι της θαλάσσης.
Κι αυτόν και την περήφανη κορφή του, να χαλάσης;
Σε τέτοια αμαρτωλή φωλιά πέφτε μ' όρμή και βία.
Σώριαζε πάντα άμμους, νερά πρασινισμένα, κρύα.
Μη λογαριάζης τον καιρό, θάλασσα αιώνια, μπρος σου
Χρόνια και χρόνια χάνονται σαν το λευκό αφρό σου.
Κατάπιε τον σκέπασ' τον με τάγρια σύματά σου.
Στο μέτωπο τον του ξέσπασε τη δίκαιη όργητά σου.
Κάμε τα φύκια πράσινους τους πλοκάμους ν' απλώσουν
Και να τον ζώσουν στέρεα και να τον σαβανώσουν,
Κι από το σκόρπιον πύργο του, που αγνώριστος θα γέρνη,
Το κάθε κύμα σου ας περνά κι από μια πέτρα ας πέρνη.

Κι όταν -ανάθεμά τονε- πάη στου πελάου τα βύθια,
Τα μάτια θα στεγνώσουνε, θ' αλαφρωθούν τα στήθεια.
Κ' οι ταξειδιώτες σιωπηλοί θ' ακούν -αν αντικρύζουν
Σε κάποιο ανεμοστρόβιλο, κούφια νερά ν 'αχνίζουν-
Το γέρο ναύτη να τους λέη. στης νύχτας τη φοβέρα;
Ήταν εδώ τ' Αλήπασα το κάστρο μιαν ημέρα.

                                                    26 Νοεμβρίου 1828 
_____________________________________  
Μετάφραση: Μιλτιάδης Μαλακάσης 1902

"Ο Βίκτωρ Ουγκώ και η Ελλάδα" Libraire Kauffmann Institute Francais D' Athenes 


Διαβάστε: Αν οι αντρειωμένες ψυχές ομονοήσουν
                  Εκεί που κατέβαινε ο Ζευς κ' έσπερνε γυιούς και κόρες
                  Η πόλη που στέκει στου Αιγαίου την ακρογιαλιά
                  Στη σκλαβιά θα μείνεις Ελλάδα... ή "Ελευθερία ή θάνατος παιδιά μου", θα πεις ?
                  "...κάτω από τον ουρανό σου Ελλάδα... ήρθα να πεθάνω" 


  Scholeio.com 

Κέρκυρα, Θα μείνω πάντα χώμα σου


Το Ιόνιο Πέλαγος πήρε το όνομά του από την Ιώ, ιέρεια της θεάς Ήρας. Λέγεται πως ο Δίας και η Ιώ ήταν εραστές και πως όταν το έμαθε η Ήρα, εξοργίστηκε και μεταμόρφωσε την Ιώ σε αγελάδα, την έδεσε σε μια ελιά και έβαλε να την φρουρεί ο Άργος, του οποίου το σώμα καλυπτόταν με οφθαλμούς, πράγμα που τον καθιστούσε ακοίμητο φορυρό. 

Ο Δίας ανέθεσε στον Ερμή να βρεί το μέρος όπου φυλασσόταν η Ιώ, να αποκοιμίσει τον Άργο παίζοντας σουραύλι και να απελευθερώσει την Ιώ. Η Ήρα από την άλλη πλευρά, όταν το έμαθε, έστειλε μια αλογόμυγα η οποία άρχισε να καταδιώκει την Ιώ. 

Η Ιώ προσπαθώντας να απαλλαγεί από την αλογόμυγα διέσχισε τη θάλασσα, που πήρε το όνομά της, και τελικά, περνώντας από νησί σε νησί, κατέληξε στην Αίγυπτο, όπου ξαναπήρε την ανθρώπινή της μορφή και γέννησε το γιό του Δία.

Ευρήματα ανθρώπινης παρουσίας στην Κέρκυρα βρίσκουμε από την παλαιολιθική εποχή αλλά και από την νεολιθική εποχή  έχουν βρεθεί σε διάφορες περιοχές λείψανα. 



Η ιστορία της Κέρκυρας ξεκινά στην Παλαιολιθική εποχή, κάπου μεταξύ του 70.000 – 40.000 π.Χ. Οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού ήταν οι Λιβούρνιοι (Ιλλυρικό φύλο), ένας ναυτικός λαός που εξουσίαζε την περιοχή της Δαλματίας και την θάλασσα του Ιονίου. 

Ορισμένοι υποστηρίζουν πως κατά τα μέσα του 8ου αι π.Χ. οι Ευβοείς ίδρυσαν στο νησί αποικία, γνωστή ως «Κόρκυρα». 

Αργότερα, το 734 π.Χ. εγκαταστάθηκαν οι Κορίνθιοι με αρχηγό τον Χερσικράτη και ανέδειξαν την Κέρκυρα σε σημαντικό ναυτικό σταθμό.   




Μαζί με τη μητρόπολη της Κορίνθου ίδρυσε την Επίδαμνο, το σημερινό Δυρράχιο. Το νησί έγινε σταδιακά η δεύτερη ναυτική δύναμη μετά την Κόρινθο και ανέπτυξε έντονη αποικιστική δραστηριότητα. 

Η Κόρκυρα υπήρξε η πρώτη ναυτική πόλη που δημιούργησε στόλο τριήρεων στις αρχές του 5ου αι π.Χ., υπήρξε σύμμαχος των Αθηναίων και συχνά πολεμούσε για λογαριασμό τους. 

Η Κέρκυρα, ούσα αποικία της Κορίνθου, θέλησε να ανεξαρτητοποιηθεί. 

Αυτό ήταν ευκαιρία για την Αθήνα να εμπλακεί, παίρνοντας το μέρος της Κέρκυρας. 
Αυτό ήταν μια από τις αιτίες του ξεσπάσματος του Πελοποννησιακού Πολέμου.




Η αιτία ήταν: «Ήταν η ολοένα αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας  που προκάλεσε φόβο στους συμμάχους της Σπάρτης και κατέστησε τη σύρραξη ανάμεσα στις δύο πόλεις αναπότρεπτη», αναφέρει ο Θουκυδίδης ως καταλυτικό αίτιο στην κήρυξη του πολέμου.

Η αφορμή ήταν:  Οι Αθηναίοι ήθελαν με κάθε τρόπο να επεκταθούν δυτικά δηλαδή τις πόλεις της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας. Η αφορμή για να μετριάσουν την επιρροή της Κορίνθου ήρθε όταν κηρύχτηκε πόλεμος μεταξύ Κορίνθου και Κέρκυρας.

Η Κέρκυρα, παρότι αποικία της Κορίνθου, ήταν πια απολύτως ανεξάρτητη από αυτήν, διέθετε δικό της υπολογίσιμο στόλο και ακμαίο εμπόριο. Διαβλέποντας όμως ότι υπήρχε κίνδυνος να ηττηθεί, ζήτησε τη βοήθεια του αθηναϊκού στόλου. 

Κορίνθιοι πρέσβεις ζήτησαν τότε επισήμως από τους Αθηναίους να μην παρέμβουν υπέρ της Κέρκυρας, γιατί κάτι τέτοιο θα συνιστούσε παραβίαση των όρων της 30ετούς ειρήνης που είχε υπογραφεί το 445 π.Χ. 

Οι Αθηναίοι θεώρησαν ότι δεν συνιστούσε παραβίαση η αποστολή «αμυντικού στόλου» και αποφάσισαν τα πολεμικά πλοία τους να είναι παρόντα στην επικείμενη ναυμαχία αλλά να αναμιχθούν μόνον αν απειλείται η πόλη της Κέρκυρας. 

Αυτό δεν ερμηνεύθηκε με τον ίδιο τρόπο από τους Κορίνθιους που έκριναν και μόνο την απειλητική παρουσία των αθηναϊκών πλοίων ως παρέμβαση, αποχώρησαν από τη ναυμαχία και θέλησαν να συγκαλέσουν συμβούλιο της Πελοποννησιακής Συμμαχίας  για κήρυξη πολέμου.




Τελικά, το 375 π.Χ. έγινε μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Κατά τη διάρκεια της αρχαιότητας το νησί κατακτήθηκε από διάφορες ελληνικές πόλεις μέχρι το 255 π.Χ., οπότε απέκτησε την ανεξαρτησία του, όταν απεβίωσε ο Αλέξανδρος, ο τελευταίος ισχυρός βασιλιάς της Ηπείρου.  
Για μεγάλο χρονικό διάστημα έμεινε στην Κέρκυρα και ο Μέγας Αλέξανδρος στα νεανικά του χρόνια.  Το νησί πολύ γρήγορα πέρασε στην κυριαρχία των Ρωμαίων  κατά τη σταδιακή εξάπλωσή τους προς ανατολάς. 

Η Κέρκυρα υπό τους Ρωμαίους

Το καλοκαίρι του 229 π.Χ. οι Ρωμαίοι κατέλαβαν το νησί και, έτσι, η Κόρκυρα έγινε η πρώτη ελληνική πόλη που προσαρτήθηκε στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία. 

Παρέμεινε, δε, υπό ρωμαϊκή κατοχή για περισσότερο από πέντε αιώνες από το 229 π.Χ. μέχρι το 337 μ.Χ. 

Παρόλ' αυτά, η πόλη διατήρησε σε μεγάλο βαθμό την αυτοδιάθεσή της καθώς είχε δική της νομοθεσία και το δικαίωμα να αναδεικνύει τους δικούς της αξιωματούχους. 
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου υπήρξε σημαντική ναυτική βάση του ρωμαϊκού στόλου στην ανατολική Μεσόγειο.

Πλήθος βαρβάρων πέρασαν και λεηλάτησαν το νησί κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής  περιόδου λόγω του ότι ήταν προγεφύρωμα για τις απέναντι ηπειρωτικές ακτές και ήλεγχε την είσοδο της Αδριατικής. 

Βάνδαλοι, Οστρογότθοι από τις ακτές της νότιας Ιταλίας που ρήμαζαν στην κυριολεξία τις περιοχές αυτές πλήγωσαν την ειρηνική πορεία του νησιού στο χρόνο. 

Κατόπιν ακολούθησαν Νορμανδοί σκληροί βορειοευρωπαίοι που την εποχή εκείνη είχαν κατακτήσει τη νότια Ιταλία και Σικελία.   
Ο αρχηγός τους Γυισκάρδος κατέκτησε την Κέρκυρα.




Η βυζαντινή Κέρκυρα

Το 395 π.Χ. η Κέρκυρα συμπεριλήφθηκε στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και παρέμεινε τμήμα της μέχρι την έλευση των Σταυροφόρων το 1204. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής εισήχθη για πρώτη φορά στο νησί το φεουδαρχικό σύστημα κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης.


Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους  και τη διανομή των Βυζαντινών εδαφών από τους κατακτητές η Κέρκυρα περιήλθε στους Βενετούς,  με διαστήματα επανάκτησής της από τους Έλληνες, αλλά και πάλι κατακτήθηκε από τους Ανδεγαύους το 1267. 

Επανήλθαν οι Βενετοί το 1386  και αρχίζει για την Κέρκυρα μια μακραίωνη περίοδος ενετοκρατίας που έδωσε το χρώμα και τον αέρα που ως σήμερα μπορούμε να διαπιστώσουμε. 

Αυτή την περίοδο το νησί γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη και οικονομική ευημερία, η πόλη της Κέρκυρας βρισκόταν μέσα στο φρούριο, αλλά έξω είχε απλωθεί μια νέα πόλη ατείχιστη όμως, με αποτέλεσμα να είναι εκτεθειμένη σε κάθε είδους επιδρομές αλλοφύλων. 

Και για να αντιμετωπιστεί οποιαδήποτε εχθρική ενέργεια αποτελεσματικά, δημιουργήθηκε μια τεράστια έκταση μπροστά από το φρούριο η σημερινή πλατεία Σπιανάδα. 

esplanade

Το 1431  για πρώτη φορά εμφανίστηκαν Τούρκοι  στο νησί και προσπάθησαν μάταια να το καταλάβουν.

Το 1537  Τούρκοι υπό τον τρομερό αρχηγό του στόλου Βαρβαρόσσα κατέστρεψαν την πόλη εκτός των τειχών και ρήμαξαν την κερκυραϊκή ύπαιθρο παίρνοντας 20.000 αιχμαλώτους. 

Το 1571  επανέρχονται οι Τούρκοι και πολιορκούν με μανία την πόλη χωρίς τελικά αποτέλεσμα, αλλά κατέστρεψαν το νησί από άκρον εις άκρου. Ύστερα από αυτά τα γεγονότα η Βενετία  τειχίζει τη νέα πόλη με το λεγόμενο νέο φρούριο, προσπαθώντας να προστατέψει το νησί από τις επιδρομές των Τούρκων.

Το 1716  οι Τούρκοι επανήλθαν με πολυπληθή στρατό να καταλάβουν το νησί, αλλά με την πολύ καλή άμυνα και με την εποπτεία του στρατάρχη Σούλεμπουργκ και αυτή η πολιορκία δεν έφερε για τους Τούρκους τα ποθητά αποτελέσματα. 




Η Βενετία, παρότι άφησε ανεξίτηλα τη σφραγίδα της στην Κέρκυρα, δεν κατάφερε να την προστατέψει επαρκώς, γιατί έζησε μεγάλες σφαγές και καταστροφές από τις επιδρομές των Τούρκων. 

Το 1797 ως το 1799  η Κέρκυρα πέρασε στα χέρια των Γάλλων. 

Κατόπιν πέρασε σε μια ιδιότυπη Ρωσική κατοχή. Μετά από πολλές συζητήσεις μεταξύ των Ρώσων αποφάσισαν να ιδρυθεί η Επτάνησος Πολιτεία. 

Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κύθηρα, Ιθάκη, Παξοί, Λευκάδα, Ζάκυνθος.

Ιδρύθηκε μετά τη Γαλλική Επανάσταση, όταν οι Βενετοί  με τη Συνθήκη του Καμποφόρμιο  (Campo Formio) το 1797  αποχώρησαν από τα Επτάνησα.  

Το 1850  το Κοινοβούλιο των Επτανήσων ψήφισε την Ένωση με την Ελλάδα, αλλά η Μεγάλη Βρετανία ως εγγυήτρια δύναμη την απέρριψε. Ύστερα από πιέσεις της Αυστρίας  και της Ρωσίας  η ένωση πραγματοποιήθηκε το 1864.

Το Επτανησιακό Κράτος (1800-1807) και ο Ιωάννης Καποδίστριας

Μετά την Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας, δημιουργήθηκε το 1800 ένα ημι-αυτόνομο κράτος που περιλάμβανε τα επτά Ιόνια νησιά, το επονομαζόμενο Επτανησιακό Κράτος. 

Ήταν το πρώτο ελληνικό Κράτος που ιδρύθηκε μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453.  Η εκτελεστική εξουσία ασκούνταν από τη Σύγκλητο, με επικεφαλής τον Κόμη Σπυρίδωνα-Γεώργιο Θεοτόκη, ο οποίος διόρισε τον Κόμη Ιωάννη Καποδίστρια σαν τον Γενικό Γραμματέα του Κράτους. 

Ο Ιωάννης Καποδίστριας (1776-1831) ήταν πολιτικός αξιωματούχος και διπλωμάτης ευρωπαϊκού κύρους. Το 1827 η Ελληνική Εθνοσυνέλευση τον εξέλεξε ομόφωνα ως Πρόεδρο της Ανεξάρτητης Ελλάδας. 

Ο Καποδίστριας έθεσε τα θεμέλια του αναγεννημένου Ελληνικού Κράτους και αναδιοργάνωσε την δημόσια εκπαίδευση, την γεωργία και τις πολιτικές δομές. Δολοφονήθηκε το 1831.





Χαιρετισμός στην Κέρκυρα

Πώς να ξοφλήσω την οφειλή;  Τι ν' αντιπροσφέρω;
Δεν έχω τίποτα δικό σου Χτυπώ την πόρτα σου
Σαν τον τυφλό οδοιπόρο που έχασε το σπίτι του
Σαν το ξυπόλητο παιδί που ψάχνει για τ' αστέρι του

Με δίδαξες την αλφαβήτα τής ομορφιάς
Το συναξάρι τής αγάπης
Τη μελωδία των ουρανών, την πέρα βοή των άστρων
Το μέσα φως των λουλουδιών
Τα έγχρωμα βάθη τού όνειρου

Με δίδαξες να περπατώ με δυο κλωνιά παρηγοριά
Να σκύβω ν' αφουγκράζομαι στα σφραγισμένα σπίτια
Ν' αποστηθίζω των μανάδων τη σιωπή
Ν' αναζητώ τ' αχνάρια των απόντων
Να μελετώ περικοπές λησμονημένων προφητών

Με δίδαξες να συντηρώ το ανθρώπινο ζυμάρι μου
Να φέγγω πάντα μέσα μου με το αρχικό λυχνάρι
Να μην αφήνω τα κλαδιά να μου σκεπάζουν το άστρο
Ν' αποκρυπτογραφώ σωστά τις δειλινές καμπάνες
Ν' ακούω το βήμα τού Χριστού στον έρημο ελαιώνα

Με δίδαξες ν' αναζητώ τον σπόρο και τη ρίζα
Ν' ακούω το ρήμα των καιρών και ν' αποκρίνομαι
Να βάζω επιστροφής σημάδια μολονότι ξέρω
Πως χάνομαι σε μια φυγή χωρίς ελπίδα νόστου

Μα πιο πολύ με δίδαξες να 'μαι έτοιμος
Δίχως κηλίδα ή ρίγος - σαν τα βράδια σου
Όλος μι' ανάερη μουσική, όλος σα φεγγαρόφωτο
Όλος αηδονολάλημα στα μαύρα κυπαρίσσια

Ήρθα λοιπόν Σαν άσωτος υιός Χτυπώ την πόρτα σου
Άφησε να περάσω το κατώφλι σου
Εκεί που δωδεκαετής είδα τα μάτια τού Θεού
Άσε να μπω στον κήπο των θαυμάτων σου
Να κατοικήσω μια στιγμή την πρώτη νιότη μου
Θέλω να πω
να θάψω εδώ
τα παιδικά μου σύνεργα

Θέλω να δω το πρόσωπό σου πριν θαμπώσει ο δρόμος
Θέλω ν' ακούσω τη φωνή σου πριν πετρώσει ο χρόνος
Θέλω να πιω από το νερό σου πριν το πάρει η στέρνα

Είμαι για πάντα το παιδί σου∙ ψάξε με
Κοίταξε μέσα στο αίμα μου∙ θα δεις το φως σου
Σκύψε βαθιά στο στήθος μου∙ θ' ακούσεις την ανάσα σου
Δώσ' μου ξανά τη ρίζα μου∙ διψώ Μητέρα

Είμ' έτοιμος Είμ' έτοιμος
Θα μείνω πάντα χώμα σου
___________________________________________

Ορέστης Αλεξάκης    
Από τη συλλογή Η Περσεφόνη των γυρισμών




Το 1807  ως και το 1814  επέστρεψαν οι Γάλλοι του Ναπολέοντα  στην Κέρκυρα και κατά την διάρκεια της παρουσίας τους έδωσαν χρώμα και μια αίσθηση γαλλική στη πόλη. 

Με την κατάρρευση των αυτοκρατορικών Γάλλων του Ναπολέοντα, αγγλικός στρατός καταλαμβάνει την Κέρκυρα το 1815  και παρέμειναν εκεί ως το 1864, οπότε το νησί ενσωματώθηκε στην Ελλάδα μαζί με τα άλλα Επτάνησα. 
Το 1923  υπήρξε κρίση στην Κέρκυρα. Με αφορμή τις δολοφονίες από αγνώστους Ιταλών στρατιωτών στα ελληνοαλβανικά σύνορα, οι οποίοι είχαν αποσταλεί προκειμένου να συμμετάσχουν ως μέλη της Διεθνούς Επιτροπής για τη διευθέτηση προβλήματος μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας η Φασιστική Ιταλία  καταλαμβάνει την Κέρκυρα. Χάρις όμως την Κοινωνία των Εθνών  απελευθερώθηκε λίγες μέρες αργότερα.

Στην Κατοχή η Ιταλία επανακαταλαμβάνει την Κέρκυρα το 1941  και το 1943  περνά στην κατοχή των Γερμανών.


Η πόλη της Κέρκυρας χαρακτηρίζεται από το έντονο Βενετσιάνικο  στοιχείο, αλλά και από πολλές Αγγλικές και Γαλλικές  επιρροές. 

Είναι κοσμοπολίτικη πόλη που αποπνέει μια αίσθηση αρχοντιάς, με κύρια αξιοθέατα τη μεγάλη πλατεία Σπιανάδα, που είναι η μεγαλύτερη πλατεία των Βαλκανίων, το Παλιό και το Νέο Φρούριο, το Δημαρχείο (Θέατρο Σαν Τζιάκομο), το Κανόνι, το Μον Ρεπό αλλά και τα Μουσεία Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Ιστορίας.

Ίσως το πιο φημισμένο της αξιοθέατο είναι το νησάκι μπροστά στο Κανόνι, που συνδέεται με αυτό μέσω μιας μικρής λωρίδας στεριάς, πάνω στο οποίο βρίσκεται η εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών και το ξακουστό Ποντικονήσι. 

Πάνω στο μικρό αυτό νησάκι βρίσκεται μια μικρή εκκλησία του Παντοκράτορα του 11ου ή 12ου αιώνα. Επίσης αξιόλογα κτίσματα είναι και τα Ανάκτορα Μιχαήλ και Γεωργίου, ένα από τα ωραιότερα ανάκτορα γεωργιανού ρυθμού που άφησε πίσω της η Αγγλοκρατία. 

Παραδοσιακά πιάτα της κερκυραϊκής κουζίνας είναι η «παστιτσάδα», το «σοφρίτο» και το «μπουρδέτο». Η πόλη της Κέρκυρας είναι ένα από τα πιο παλιά αστικά κέντρα της Ελλάδας.

Πολιούχος της πόλης είναι ο Άγιος Σπυρίδων Τριμυθούντος, το άφθορο σκήνωμα του οποίου φιλοξενείται στον ομώνυμο ναό, ο οποίος αποτελεί έναν από τους πιο ιδιαίτερους που υπάρχουν. 






Παλαιόπολη και το τείχος της Νεραντζίχας

Η Παλαιόπολη βρίσκεται στο βόρειο άκρο της χερσονήσου του Κανονιού και κατοικήθηκε από τον 8ο αιώνα π.Χ. Κεραμικές δημιουργίες, δημόσια κτίρια της κλασικής εποχής, αγορά, ρωμαϊκό ωδείο, στοά και συγκρότημα λουτρών ήταν η «προίκα» της πόλης ανά τους αιώνες, ευρήματα των οποίων σήμερα έχουν αποκαλυφθεί από τη λιμνοθάλασσα του Χαλικιόπουλου έως τη Γαρίτσα, το αρχαίο λιμάνι του Αλκίνοου. 

Οι περισσότερες αρχαιότητες διατηρούνται σε χαμηλό ύψος και αποσπασματικά, αλλά δίνουν μια καλή γεύση από τις βασικότερες πτυχές της ζωής στην αρχαία Κέρκυρα. Στην έπαυλη του Mon Repos φιλοξενείται το Μουσείο της Παλαιόπολης, στην καρδιά ενός σπάνιου φυσικού περιβάλλοντος, όπου μπορείτε να αντλήσετε περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή των αρχαίων Κερκυραίων, μεταξύ άλλων και με τη βοήθεια οπτικοακουστικών μέσων.  Η είσοδος στην Παλαιόπολη είναι ελεύθερη και στο Mon Repos στοιχίζει 3€ (ώρες 8.00-16.00).
Δυτικά, τείχος της Νεραντζίχας  είναι το μοναδικό ορατό τμήμα της οχύρωσης της αρχαίας πόλης της Κέρκυρας. Το τείχος σώζεται πάνω σε χαμηλό λοφίσκο νότια του αεροδρομίου της Κέρκυρας. 
Σε μικρή απόσταση νοτιανατολικά του έχει ανασκαφτεί ο ναός της Αρτέμιδας, προστάτιδας θεότητας της πόλης ενώ ανατολικότερα ακόμη έχει αποκαλυφτεί σε μεγάλο τμήμα, το πλακόστρωτο της αγοράς της αρχαίας πόλης της Κέρκυρας με τα λείψανα διαφόρων οικοδομημάτων. 
scholeio.com