Αργότερα οι καββαλιστές επινόησαν αντιστοιχίες μεταξύ των γραμμάτων. Αντιμετώπισαν την Αγία Γραφή σαν να ήταν κωδικογραφημένη, σαν να ήταν ένα κρυπτογράφημα, κι ύστερα μηχανεύτηκαν διάφορους κανόνες για να την αποκρυπτογραφήσουν.
Μπορείς, ας πούμε, να πάρεις ένα ένα τα γράμματα κάθε λέξης, να δεις ποιες άλλες λέξεις αρχίζουν με καθένα απ' αυτά τα γράμματα κι έτσι να βρεις το νόημα των λέξεων.
Μπορείς, επίσης, να χωρίσεις το αλφάβητο στα δύο: το ένα λόγου χάρη απ' το α ως το μ, και το άλλο απ' το ν ως το ω. Κάτι τέτοιο έκαναν -φυσικά, με το εβραϊκό αλφάβητο. Θεώρησαν τα γράμματα του "άνω" μέρους ισότιμα με αυτά του "κάτω" μέρους. Διάβασαν ακόμα το κείμενο βουστροφηδόν. δηλαδή, απ' τα δεξιά στ' αριστερά.
Έδωσαν αριθμητική τιμή σε κάθε γράμμα. Όλα αυτά έφτιαξαν ένα κρυπτογράφημα που μπορούσε εν συνεχεία να "ξεκλειδωθεί", και ' αποτελέσματα αυτής της κρυπτογράφησης δεν μπορεί παρά ν' άξιζαν τον κόπο, αφού είχαν προβλεφθεί απ' την άπαιρη διάνοια του θεού.
Μέσα, λοιπόν, απ' αυτό το κρυπτογραφικό σύστημα, μέσα απ' αυτή την κοπιώδη επιχείρηση, που μας φέρνει στο νου τον "Χρυσό σκαραβαίο" του Πόου, κατέληξαν στη Θεωρία.
Υποψιάζομαι πως η Θεωρία προηγήθηκε του modus operandi. Υποψιάζομαι πως με την καββάλα συνέβη ό,τι και με τη φιλοσοφία του Σπινόζα: η γεωμετρική τάξη ακολούθησε.
Υποψιάζομαι, το ξαναλέω, πως οι καββαλιστές ήταν επηρεασμένοι απ' τους Γνωστικούς κι ανακάλυψαν αυτό το παράξενο σύστημα ν' αποκρυπτογραφούν τα γράμματα του αλφαβήτου, για να συνδέσουν τα πάντα με την εβραϊκή παράδοση.
Το περίεργο modus operandi των καββαλιστών στηρίζεται στον εξής συλλογισμό: Αφού η Αγία Γραφή είναι ένα κείμενο "απόλυτο", τίποτα σ' αυτή δεν μπορεί να είναι έργο της τύχης.
Αν, λοιπόν, η Αγία Γραφή δεν είναι μια γραφή άπειρη, σε τι διαφέρει από τόσες και τόσες ανθρώπινες γραφές; Σε τι διαφέρουν τα Βιβλία των Βασιλειών από ένα εγχειρίδιο Ιστορίας.
Το άσμα των ασμάτων από ένα ποίημα: Είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε πως όλα αυτά τα κείμενα έχουν άπειρα νοήματα. Ο Σκότος Εριγένης* έλεγε πως η Αγία Γραφή έχει άπειρα νοήματα, όπως τα ιριδίζοντα φτερά της ουράς του παγωνιού.
Μια άλλη θεωρία, ωστόσο, υποστηρίζει πως υπάρχουν τέσσερα νοήματα στην Αγία Γραφή.
Θα προσπαθήσω να περιγράψω αυτό το κοσμικό σύστημα. Εν αρχή ην έν Ον, ανάλογο με το Θεό του Σπινόζα, με τη διαφορά ότι ο Θεός του Σπινόζα είναι απείρως πλούσιος.
Το Εν σοφ*, αντίθετα, φτάνει ως εμάς απείρως φτωχό.
Πρόκειται για ένα πρωταρχικό Ον, για το οποίο δεν μπορούμε καλά καλά να υποστηρίξουμε ότι υπάρχει.
Αν δεχτούμε δηλαδή ότι υπάρχει, δεν μπορούμε παρά να δεχτούμε πως και τ' αστέρια υπάρχουν, και οι άνθρωποι υπάρχουν, και τα μυρμήγκια υπάρχουν.
Πως είναι δυνατόν να τα βάλουμε όλα αυτά στην ίδια κατηγορία; Όχι, λοιπόν; αυτό το πρωταρχικό Ον δεν υπάρχει. Ούτε, όμως μπορούμε να πούμε πως το Ον αυτό σκέφτεσαι, γιατί η σκέψη είναι μια λογική διαδικασία: κινείσαι από ένα συλλογισμό προς κάποιο συμπέρασμα.
Ούτε μπορούμε να πούμε ότι το Ον αυτό αγαπά η επιθυμεί, γιατί το να επιθυμείς κάτι, σημαίνει ότι συναισθάνεσαι την απουσία του. ούτε ότι εργάζεται, γιατί εργασία σημαίνει να βάλεις ένα στόχο και να τον πετύχεις.
Έπειτα, αφού το Εν σοφ είναι άπειρο (πολλοί καββαλιστές το παρομοίασαν με τη θάλασσα, που είναι ένα σύμβολο του απείρου), πως μπορεί να επιθυμεί ένα άλλο πράγμα; Και τι άλλο πράγμα θα μπορούσε να δημιουργήσει εκτός από ένα ακόμα άπειρο Ον που συγχεόταν με τον εαυτό του; Επειδή όμως, δυστυχώς, η δημιουργία του κόσμου είναι αναγκαία, έχουμε τα δέκα δημιουργήματα, τα Σεφιρόθ, τα οποία, χωρίς να έπονται του Εν σοφ, εκπορεύονται απ' Αυτό.
Καταλαβαίνω πως είναι πολύ δύσκολο να συλλάβουμε την ιδέα αυτού του αιωνίου Όντος που φέρει εξ αρχής μαζί του αυτά τα δέκα δημιουργήματα, τα οποία, μάλιστα, δημιουργούνται το ένα από το άλλο. Το κείμενο μας λέει πως αντιστοιχούν στα δάχτυλα των χεριών.
Το πρώτο δημιούργημα λέγεται το "Στέμμα" και παρουσιάζεται με μια ακτίνα φωτός που εκπέμπεται από το Εν σοφ, μια ακτίνα φωτός που δεν απομειώνει αυτό το απεριόριστο Ον -"απεριόριστο", ακριβώς επειδή δεν απομειώνεται. Από το Στέμμα πηγάζει άλλο δημιούργημα, απ' αυτό άλλο ένα, και ούτω καθεξής ως το δέκα. Κάθε δημιούργημα είναι τρισχιδές. Ένα από τα τρία μέρη επικοινωνεί με το Ανώτερο Ον. Το κεντρώο μέρος είναι ο πυρήνας. Το τρίτο μέρος χρησιμεύει για την επικοινωνία με το κατώτερο δημιούργημα.
Τα δέκα αυτά δηιουργήματα σχηματίζουν έναν άνθρωπο που λέγεται Αδάμ Κάδμων -τον Αρχέτυπο Άνθρωπο. Ο Άνθρωπος αυτός είναι στους ουρανούς. Εμείς είμαστε το είδωλό του. Ο Αδάμ Κάδμων, που πλάστηκε απ' τα δέκα δημιουργήματα, δημιουργεί κι αυτός με τη σειρά του έναν ολόκληρο κόσμο, κι ύστερα έναν άλλο -συνολικά, τέσσερις. Ο τρίτος είναι ο δικός μας κόσμος, ο υλικός, και ο τέταρτος είναι ο Κάτω Κόσμος. Όλα αυτά περιλαμβάνονται στον Αρχέτυπο Άνθρωπο, που εμπεριέχει τον άνθρωπο και το μικρόκοσμό του -εμπεριέχει τα πάντα.
Όλα αυτά που σας λέω τόσην ώρα, είναι εκθέματα μουσείου από την Ιστορία της Φιλοσοφίας. Πιστεύω, μάλιστα, πως αυτό το σύστημα έχει και μια πρακτική εφαρμογή: μπορεί να χρησιμεύει σαν τρόπος σκέψης, σαν τρόπος να προσπαθήσει κανείς να καταλάβει το σύμπαν. Άλλωστε οι Γνωστικοί προηγήθηκαν των καββαλιστών πολλούς αιώνες.
Είχαν κι αυτοί ένα παρόμοιο σύστημα, που υπέθετε έναν ακαθόριστο Θεό.
Από το Θεό αυτόν, που λέγεται Πλήρωμα, δημιουργείται ένα άλλος Θεός (ακολουθώ τη διεστραμμένη εκδοχή του Ειρηναίου), απ' αυτόν ένας άλλος, και ούτω καθεξής.
Σχηματίζεται έτσι ένας ολόκληρος πύργος δημιουργημάτων, καθένα απ' τα οποία είναι κι ένας ουρανός. Σταματάμε στον αριθμό τριακόσια εξήντα πέντε, κάπου μπαίνει στη μέση κι η αστρολογία. Φτάνοντας στο τελευταίο δημιούργημα, εκεί όπου το Θείον τείνει πια προς το μηδέν, συναντάμε το Θεό Ιεχωβά, που δημιούργησε αυτόν το κόσμο.
Και γιατί αυτός ο κόσμος που δημιούργησε, είναι τόσο γεμάτος λάθη, τόσο γεμάτος φρίκη, τόσο γεμάτος αμαρτία σωματικό πόνο, τόσο γεμάτος ενοχή, τόσο γεμάτος κρίματα; Επειδή το θείον μειώθηκε τόσο πολύ ώσπου να καταλήξει στον Ιεχωβά, ώστε δεν μπορούσε παρά να δημιουργήσει αυτόν τον ελαττωματικό κόσμο.
Τον ίδιο μηχανισμό συναντάμε και στην υπόθεση των δέκα Σεφιρόθ και των τεσσάρων κόσμων. Αυτά τα δέκα δημιουργήματα, όσο περισσότερο απομακρύνονται από το Εν σοφ, απ' το κρυπτό ή, μάλλον, απ' τους κρυπτούς (για να χρησιμοποιήσω την παραστατική ορολογία των καββαλιστών), χάνουν δύναμη, ώσπου καταλήγουν στο δημιούργημα που έργο του είναι αυτός ο κόσμος στον οποίο βρισκόμαστε -ένας κόσμος στιγμιαίας ευτυχίας, γεμάτος λάθη, ευάλωτος στη δυστυχία. Η ιδέα δεν είναι παράλογη.
Αντιμετωπίζουμε ένα αιώνιο πρόβλημα: το πρόβλημα του Κακού. Κι αυτό το πρόβλημα το πραγματεύεται έξοχα το Βιβλίο του Ιώβ που, κατά τον Φράουντ, είναι το σπουδαιότερο έργο της λογοτεχνίας.
Θα θυμάστε, ασφαλώς, την ιστορία του Ιώβ. Είναι η ιστορία του κατατρεγμένου δικαίου. του ανθρώπου που θέλει να δικαιωθεί στο Θεό και που τον απαρνιούνται οι φίλοι του.
Του ανθρώπου που νομίζει ότι δικαιώθηκε, ώσπου στο τέλος τού μιλά ο Θεός μέσ' απ' το στρόβιλο. Του λέει πως Εκείνος (ο Θεός) είναι υπεράνω κάθε ανθρώπινου μέτρου.
Στο ίδιο καταλήγει και ο Σπινόζα όταν λέει πως το ν' ανταποδίδουμε ανθρώπινες ιδιότητες στο Θεό, είναι το ίδιο σαν να έλεγε ένα τρίγωνο πως ο Θεός είναι κατ' εξοχήν τριγωνικός.
Το να λες ότι ο Θεός είναι δίκαιος ή ελεήμων, είναι τόσο ανθρωπομορφικό όσο κι αν ισχυριζόσουν πως ο θεός έχει πρόσωπο ή χέρια ή μάτια.
Κατά καιρούς, πολλοί έχουν επιχειρήσει να υπερασπιστούν το Κακό, πρώτοι απ' όλους, οι θεολόγοι, που διακηρύσσουν ότι το Κακό είναι μέγεθος αρνητικό: δεν είναι παρά η απουσία του Καλού. Για κάθε στοιχειωδώς πόνος είναι το ίδιο -αν όχι περισσότερο- έντονος από οποιαδήποτε ευχαρίστηση. Η δυστυχία δεν είναι η απουσία της ευτυχίας, είναι ένα μέγεθος θετικό. Όταν είμαστε δυστυχισμένοι, νιώθουμε δυστυχία. Δεν υπάρχει τίποτ' άλλο.
Έχουμε ένα ακόμα επιχείρημα, πολύ κομψό, αλλά και ελάχιστα πειστικό. Είναι το επιχείρημα του Λάιμπνιτς. Φανταστείτε δύο βιβλιοθήκες. Η πρώτη αποτελείται από χίλια αντίτυπα της Αινειάδας, την οποία ο Λάιμπνιτς θεωρεί ως το τέλειο βιβλίο -και μπορεί να είναι. Η άλλη περιέχει χίλια βιβλία ποικίλης αξίας, ανάμεσα στα οποία και ένα αντίτυπο της Αινειάδας. Ποια από τις δύο βιβλιοθήκες αξίζει περισσότερο; Προφανώς, η δεύτερη.
Έτσι ο Λάιμπνιτς φτάνει στο συμπέρασμα πως το Κακό είναι αναγκαίο για την ποικιλία του κόσμου.
Ο Κίρκεγκαρντ λέει: "Αν έπρεπε να υπάρχει έστω και μία ψυχή στην κόλαση χάριν της ποικιλίας του κόσμου, κι αν η ψυχή αυτή ήταν η δική του, θα υμνούσε απ' τα βάθη της Κόλασης τη δόξα του Μεγαλοδύναμου.
Δεν ξέρω αν είναι εύκολο να σκέφτεται κανείς έτσι, κι ούτε ξέρω αν, μετά από μερικά λεπτά στην Κόλαση, ο Κίρκεγκαρντ θα εξακολουθούσε να νιώθει το ίδιο. Η ιδέα, όμως, όπως κι εσείς βλέπετε, αναφέρεται σ' ένα θεμελιώδες πρόβλημα, στο πρόβλημα της ύπαρξης του Κακού, που οι Γνωστικοί και οι καββαλιστές το επέλυσαν με το ίδιο τρόπο.
Το επέλυσαν, δηλαδή, διακηρύσσοντας πως το σύμπαν είναι έργο μιας ανεπαρκούς θεότητας, το ποσοστό θεότητας της οποίας τείνει προς το μηδέν, μ' άλλα λόγια, ενός θεού που δεν είναι ο Θεός. ενός θεού που είναι μακρινός απόγονος του Θεού.
Δεν ξέρω αν το μυαλό μας μπορεί να λειτουργήσει με λέξεις τόσο τεράστιες και τόσο σαφείς όπως ο "θεός" ή "θεότητα" ή με την Γνωστική θεωρία του Βασιλείδη για τους 365 αιώνες ή ουρανούς. Μπορούμε, ωστόσο, να δεχτούμε την ιδέα μιας ανεπαρκούς θεότητας που έχει φτιάξει αυτόν τον κόσμο με υλικά της πεντάρας.
Φτάνουμε έτσι στον Μπέρναρντ Σο που έλεγε: "God is in the making" ("Ο Θεός είναι υπό κατασκευήν"). "Θεός" είναι κάτι που δεν ανήκει στο παρελθόν, που ίσως δεν ανήκει ούτε στο μέλλον: είναι η αιωνιότητα. Αν εμείς είμαστε ευφυείς και μεγαλόψυχοι και καθαροί, βοηθάμε στην αποπεράτωση του Θεού.
Σ' έναν απ' τους μύθους, σ' έναν απ' τους πιο παράξενους θρύλους της καββάλας: το θρύλο του γκόλεμ, που ενέπνευσε το περίφημο μυθιστόρημα του Μάιρινκ, που μου ενέπνευσε ένα ποίημα.
Ο Θεός παίρνει ένα σβώλο χώμα (Αδάμ σημαίνει κοκκινόχωμα), του εμφυσεί ζωή και δημιουργεί τον Αδάμ που για τους καββαλιστές, είναι το πρώτο γκόλεμ. Ο Αδάμ, λοιπόν, πλάστηκε απ' τον Θείο Λόγο, από μια πνοή ζωής. Αφού, λοιπόν, η καββάλλα λέει πως τ' όνομα του Θεού είναι ολόκληρη η Πεντάτευχος, με τη διαφορά ότι είναι αναγραμματισμένο, είναι προφανές ότι, αν κάποιος ξέρει τ' όνομα του Θεού ή μπορέσει ν' ανακαλύψει το Τετραγράμματον, δηλαδή το "τετραγράμματο" όνομα του Θεού, και ξέρει να το προφέρει σωστά, τότε θα μπορέσει κι αυτός να δημιουργήσει έναν κόσμο, να δημιουργήσει ένα γκόλεμ, έναν άνθρωπο.
Όλοι οι θρύλοι γύρω από τα γκόλεμ έχουν καταγραφεί απ' τον Γκερσόμ Σολέμ στο θαυμάσιο βιβλίο του Ο συμβολισμός της "καββάλας" που το τελείωσα πριν λίγες μέρες. Νομίζω πως είναι το καλύτερο βιβλίο πάνω σ' αυτό το θέμα, ακριβώς γιατί μου έδωσε να καταλάβω πως είναι εντελώς ανώφελο να αναζητήσει κανείς πηγές.
Έχω διαβάσει επίσης την ωραία και, νομίζω, ακριβή μετάφραση (από εβραϊκά δεν έχω ιδέα) του Σεφέρ Γιεζιράχ (Το Βιβλίο της Δημιουργίας) από τον Λεόν Ντουχόβνε. Έχω διαβάσει μια παραλλαγή του Ζοχάρ (Το Βιβλίο της Λαμπρότητας).
Όλα αυτά τα βιβλία, όμως, δε γράφτηκαν για να διδάξουν την καββάλα, αλλά για να υποβάλουν την ιδέα της. για να μπορεί να τα διαβάσει ένας σπουδαστής της καββάλας και να βοηθηθεί. Δε λένε όλη την αλήθεια: είναι σαν τις πραγματείες του Αριστοτέλη, που "εκδόθηκαν και δεν εκδόθηκαν".
Ας ξαναγυρίσουμε στο γκόλεμ. Υποτίθεται πως, αν ένας ραβίνος μάθει ή καταφέρει ν' ανακαλύψει το κρυφό όνομα του Θεού και το προφέρει μπροστά σ' ένα πήλινο άγαλμα ανθρώπου, τότε το άγαλμα αυτό θα εμψυχωθεί. Αυτό είναι το γκόλεμ.
Σε μια από τις παραλλαγές του θρύλου, στο μέτωπο του γκόλεμ είναι χαραγμένη η λέξη ΕΜΕΤ, που σημαίνει αλήθεια. Το γκόλεμ μεγαλώνει. Φτάνει κάποτε να γίνει τόσο ψηλό, που ο αφέντης του δεν μπορεί πια να το φτάσει. Του ζητά να του δέσει τα παπούτσια. Το γκόλεμ σκύβει, κι ο ραβίνος του διαγράφει το άλεφ, το πρώτο γράμμα της λέξης ΕΜΕΤ. Μένει η λέξη ΜΕΤ, που σημαίνει θάνατος. Το γκόλεμ γίνεται σκόνη.
Σ' έναν άλλο θρύλο, ένας ραβίνος ή κάμποσοι ραβίνοι, μάγοι, δημιουργούν ένα γκόλεμ και το στέλνουν σ' έναν άλλο δάσκαλο, που έχει μεν την ικανότητα να πλάσει το δικό του γκόλεμ, αλλά δεν είναι τόσο ματαιόδοξος. Ο ραβίνος του μιλάει, αλλά το γκόλεμ, δεν του αποκρίνεται, γιατί του 'χουν στερήσει τις ικανότητες του λόγου και της αντίληψης. Τότε ο ραβίνος το καταδικάζει: "Είσαι ένα κατασκεύασμα μάγων -να ξαναγίνεις σκόνη". Το γκόλεμ διαλύεται.
Και, τέλος, ένας τρίτος θρύλος, που τον αναφέρει ο Σόλεμ. Μερικοί μαθητές (ένας μόνος του δεν μπορεί να μελετήσει και να καταλάβει το Βιβλίο της Δημιουργίας) καταφέρνουν να πλάσουν ένα γκόλεμ.
Όμως το γκόλεμ έρχεται στη ζωή μ' ένα στιλέτο στο χέρι και ικετεύει τους δημιουργούς του να το εξοντώσουν, "γιατί, αν ζήσω, μπορεί να με λατρέψουν σαν είδωλο". Για το Ισραήλ, όπως άλλωστε και για τον προτεσταντισμό, η ειδωλολατρία είναι ένα απ' τα μεγαλύτερα αμαρτήματα. Το γκόλεμ σκοτώνεται.
Αυτά όσον αφορά τους θρύλους. Θέλω τώρα να ξαναγυρίσω στην αρχή, σ' εκείνη την τόσο αξιοπρόσεκτη θεωρία. Καθένας από μας διαθέτει ένα μόριο θεότητας.
Αυτός ο κόσμος, προφανώς, δεν μπορεί να είναι το έργο ενός παντοδύναμου και δίκαιου Θεού, αλλά εξαρτάται από μας τους ίδιους. Αυτό είναι το μέγα μάθημα της καββάλας, πέρα απ' το
να 'ναι κάτι αξιοπερίεργο για τους ιστορικούς και τους γραμματικούς.
Σαν το θαυμάσιο ποίημα του Ουγκώ "Ce que dit la bouche d' ombre", έτσι και η καββάλα διδάσκει τη θεωρία που ο ελληνικός της όρος είναι αποκατάστασις:
"όλα τα πλάσματα, ακόμα και ο Κάιν, ακόμα και ο Δαίμονας, αφού ολοκληρωθεί ένας κύκλος τεράστιου αριθμού μετεμψυχώσεων, θα επιστρέψουν μια μέρα στους κόλπους της θεότητας απ' την οποία κάποτε εκπορεύτηκαν".
_________________________________________________________
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Δοκίμια, Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης