Έλληνες, 3.000 χρόνια και κάτι ψιλά...


Η απαγόρευση δεν κατάφερε, τελικά τίποτα 

Του Θωμά Ηλιόπουλου*


Η μεγαλύτερη καταστροφή του ελληνισμού –χωρίς αμφιβολία– έγινε κατά τη διάρκεια του 4ου μ.Χ. αιώνα. 

Από τότε και για τα επόμενα 1500 χρόνια ακόμη και το όνομα Έλληνας απαγορεύτηκε τελείως να χρησιμοποιείται. 

Στη διάρκεια αυτών των 1500 ετών ψάξτε να βρείτε το όνομα Έλληνας σε ό,τι έμεινε γραπτό στην ελληνική γλώσσα. Δεν υπάρχει. Έγινε καταπιεστικά Ρωμαίος ή Ρωμιός και η Ελλάδα και οι Έλληνες ξεχάστηκαν για πάντα.  Το όνομα Έλληνας ήταν απαγορευμένο επί ποινή ΘΑΝΑΤΟΥ.

Μπόρχες, Άλλο Ιερό Βιβλίο άλλο Κλασικό


Καββάλα



Χόρχε Λουίς Μπόρχες

Οι διάφορες και συνήθως αντικρουόμενες, διδασκαλίες που ομαδοποιούνται κάτω απ' τ' όνομα καββάλα*  πηγάζουν από μια έννοια εντελώς ξένη προς τη δική μας νοοτροπία: την έννοια του ιερού βιβλίου. Εμείς έχουμε κάτι ανάλογο: την έννοια του κλασικού βιβλίου. Νομίζω, όμως, πως δε θα δυσκολευτώ, χάρη και στη βοήθεια του Όσβαλντ Σπένγκλερ και του βιβλίου του Der Untergang des Abendlandes (Η παρακμή της Δύσης), ν' αποδείξω πως οι δύο αυτές έννοιες διαφέρουν σημαντικά.

   Ας πάρουμε τη λέξη "κλασικός". Τι σημαίνει; Ποια είναι η ετυμολογία της; Το "κλασικός" βγαίνει από το λατινικό "classis": φρεγάτα, στόλος. Κλασικό βιβλίο είναι ένα βιβλίο οργανωμένο. όλα εκεί μέσα είναι τακτοποιημένα όπως σ' ένα καράβι -shipshape, όπως λένε οι Άγγλοι. 
   Εκτός απ' συτή τη σχετικά ταπεινή ιδιότητα, κλασικό βιβλίο είναι και ένα βιβλίο κορυφαίο στο είδος του. Κλασικά βιβλία λέμε, λ.χ. τον Δον Κιχώτη  τη Θεία Κωμωδία, το Φάουστ...

   Παρ' όλο που αυτά τα βιβλία αγαπήθηκαν πολύ, μέχρι παραφοράς θα έλεγα, δεν μπορεί να τα πει κανείς ιερά. Οι Έλληνες θεωρούσαν κλασικά κείμενα την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.  
   Ο Πλούταρχος μας λέει πως ο Αλέξανδρος είχε πάντα κάτω απ' το προσκέφαλό του την Ιλιάδα και το σπαθί του -τα δύο σύμβολα της μοίρας του, της μοίρας του πολεμιστή. 
   Ποτέ, όμως   οι Έλληνες δεν ετόλμησαν να διανοηθούν πως η Ιλιάδα ήταν τέλεια, λέξη προς λέξη. Όταν συγκεντρώθηκαν στην Αλεξάνδρεια οι βιβλιοθηκάριοι για να μελετήσουν την Ιλιάδα  επινόησαν, κατά τη διάρκεια των μελετών αυτών, τα πολύτιμα (αν και το ξεχνάμε αυτό πολλές φορές) σημεία στίξεως. 
   Η Ιλιάδα ήταν γι αυτούς ένα βιβλίο κορυφαίο, τη θεωρούσαν κορυφή της ποίησης, αλλά όχι επειδή κάθε λέξη, κάθε εξάμετρο, ήταν σώνει και καλά τέλεια.

   Σήμερα θεωρούμε ένα βιβλίο όργανο τεκμηρίωσης, υπεράσπισης, εξήγησης, αμφισβήτησης ή χρονολόγησης μιας θεωρίας. Στην αρχαιότητα, το βιβλίο δεν ήταν παρά ένα υποκατάστατο του προφορικού λόγου. 
   Ας θυμηθούμε τον Πλάτωνα που έλεγε πως τα βιβλία είναι σαν τ' αγάλματα: "μπορεί να δείχνουν ζωντανά, μα, όταν τα ρωτάς, δε σου αποκρίνονται"
Ακριβώς για να υπερνικήσει αυτή τη δυσκολία, ο Πλάτων επινόησε το διάλογο, που ερευνά όλες τις πτυχές ενός θέματος. 

   Έχουμε επίσης εκείνη την πολύ όμορφη και πολύ περίεργη επιστολή που, κατά τον Πλούταρχο, έστειλε ο Αλέξανδρος ο Μακεδών στον Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης είχε μόλις εκδώσει τα Μεταφυσικά του -δηλαδή, είχε παραγγείλει να γίνουν μερικά αντίγραφα. 

   Ο Αλέξανδρος τον επιτίμησε, λέγοντας του πως τώρα πια ο καθένας θα μπορούσε να μάθει όσα ως τώρα ήξεραν μόνο οι εκλεκτοί. Ο Αριστοτέλης, με αναμφισβήτητη ειλικρίνεια, απολογήθηκε λέγοντας: "Η πραγματεία μου εκδόθηκε και δεν εκδόθηκε". 
   Μ' άλλα λόγια, ούτε αυτός πίστευε πως ένα βιβλίο εξαντλούσε το θέμα του, αλλά πως ήταν απλώς ένας χρήσιμος οδηγός και συμπλήρωμα της προφορικής διδασκαλίας.

   Ο Ηράκλειτος και ο Πλάτων, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, κατέκριναν το έργο του Ομήρου. Βλέπετε, λοιπόν, εκείνοι οι άνθρωποι μπορεί να λάτρευαν ορισμένα έργα, αλλά επ' ουδενί λόγω τα θεωρούσαν ιερά. Η ιδέα του ιερού βιβλίου ήρθε απ' την Ανατολή.

   Ο Πυθαγόρας δεν άφησε ούτε μία γραπτή λέξη. Λέγεται πως δεν ήθελε να συνδέσει τ' όνομά του με κάποιο κείμενο. Ήθελε, όμως, η σκέψη του να εξακολουθεί να ζει και να διακλαδίζεται στα μυαλά των μαθητών του, ακόμα και μετά το θάνατο του. Ο Πυθαγόρας πίστευε πως τα βιβλία αλυσοδένουν.

   Στο βιβλίο του Η παρακμή της Δύσης και στο κεφάλαιο για την κουλτούρα της μαγείας, ο Όσβαλντ Σπένγκλερ σημειώνει πως το πρωτότυπο του μαγικού βιβλίου είναι το Κοράνι. Για τους ουλεμάδες, του δασκάλους του μουσουλμανικού νόμου, Το Κοράνι δεν είναι σαν τ' άλλα βιβλία. 

   Όσο απίστευτο κι αν μας φαίνεται, Το Κοράνι είναι ένα βιβλίο προγενέστερο της αραβικής γλώσσας. κανείς, λοιπόν, δεν μπορεί να το μελετήσει -ούτε ιστορικά ούτε φιλολογικά-, γιατί είναι προγενέστερο των Αράβων, προγενέστερο της γλώσσας στην οποία γράφτηκε, προγενέστρο του σύμπαντος. Οι ουλεμάδες δεν παραδέχονται ούτε πως Το Κοράνι είναι έργο του Θεού. είναι κάτι πιο μυστηριακό και πιο απόκρυφο. 
   Για τους ορθόδοξους μουσουλμάνους, Το Κοράνι είναι μία από τις ιδιότητες του Θεού, όπως η οργή, η δικαιοσύνη Του, το έλεός Του. Το ίδιο Το Κοράνι μιλά για ένα βιβλίο μυστηριώδες, τη μητέρα του βιβλίου που είναι το ουράνιο αρχέτυπο του Κορανίου. Είναι στους ουρανούς και το λατρεύουν οι άγγελοι. 

Να, λοιπόν, που η έννοια του ιερού βιβλίου είναι εντελώς διαφορετική από εκείνην του κλασικού βιβλίου. Σ' ένα ιερό βιβλίο, δεν είναι μόνο οι λέξεις ιερές, αλλά και κάθε γράμμα κάθε λέξης. 
   Αυτό ακριβώς εφάρμοσαν οι καββαλιστές όταν μελετούσαν τις Γραφές. Υποψιάζομαι πως το modus operandi (τρόπος του λειτουργείν) τους οφειλόταν στην επιθυμία του να ενσωματόσουν τη Γνωστική σκέψη στον εβραϊκό μυστικισμό, να δικαιωθούν με την Αγία Γραφή, να είναι ορθόδοξοι. 

   Ας δούμε -έστω επιπόλαια (δεν έχω καν το δικαίωμα να μιλάω γι αυτά τα πράγματα)- ποιο ήταν το modus operandi των καββαλιστών, που άρχισαν να εφαρμόζουν την παράξενη επιστήμη τους στη νότια Γαλλία, στη βόρεια Ισπανία (την Καταλονία) κι αργότερα στην Ιταλία, τη Γερμανία, λίγο-πολύ παντού. Έφτασαν κι ως το Ισραήλ, παρ' όλο που δεν ξεκίνησαν από κει: οι καββαλιστές προήλθαν απ' του Γνωστικούς και του Καθαρούς στοχαστές.

   Η ιδέα είναι πάνω-κάτω αυτή: η Πεντάτευχος (ή Τορά) είναι ένα ιερό βιβλίο. Μια άπειρη διάνοια καταδέχτηκε το ταπεινό ανθρώπινο έργο να γράψει ένα βιβλίο. Το Άγιο Πνεύμα καταδέχτηκε τη λογοτεχνία, που είναι εξίσου απίστευτο μ' ένα Θεό που καταδέχεται να γίνει άνθρωπος. 
Εδώ όμως τα πράγματα έγιναν πιο διακριτικά: το Άγιο Πνεύμα καταδέχτηκε τη λογοτεχνία κι έγραψε ένα βιβλίο.  Σ' αυτό το βιβλίο, τίποτα δεν είναι τυχαίο. (Αντίθετα, υπάρχει πάντα κάτι τυχαίο σε οποιοδήποτε ανθρώπινο γραπτό.

   Όταν σκεφτόμαστε τις λέξεις εν γένει, τις σκεφτόμαστε με μια χρονολογική τάξη: πως δηλαδή οι λέξεις προϋπήρξαν ως ήχος, και μετά συνετέθησαν από γράμματα. Κατά τη θεωρία της καββάλας (η λέξη σημαίνει "υποδοχή", "παράδοση"), τα γράμματα προϋπήρξαν των λέξεων, κι αυτά ήταν τα εργαλεία του Θεού. Είναι σαν να λέγαμε, αντίθετα με ότι διδάσκει η πείρα, πως η γραφή προηγείται της ομιλίας. Τίποτα, λοιπόν, στην Αγία Γραφή δεν μπορεί να 'ναι τυχαίο. τα πάντα πρέπει να ' ναι προκαθορισμένα -ακόμα και ο αριθμός των γραμμάτων κάθε στίχου.

Αργότερα οι καββαλιστές επινόησαν αντιστοιχίες μεταξύ των γραμμάτων. Αντιμετώπισαν την Αγία Γραφή σαν να ήταν κωδικογραφημένη, σαν να ήταν ένα κρυπτογράφημα, κι ύστερα μηχανεύτηκαν διάφορους κανόνες για να την αποκρυπτογραφήσουν. 
   Μπορείς, ας πούμε, να πάρεις ένα ένα τα γράμματα κάθε λέξης, να δεις ποιες άλλες λέξεις αρχίζουν με καθένα απ' αυτά τα γράμματα κι έτσι να βρεις το νόημα των λέξεων. 
   Μπορείς, επίσης, να χωρίσεις το αλφάβητο στα δύο: το ένα λόγου χάρη απ' το α ως το μ, και το άλλο απ' το ν ως το ω. Κάτι τέτοιο έκαναν -φυσικά, με το εβραϊκό αλφάβητο. Θεώρησαν τα γράμματα του "άνω" μέρους ισότιμα με αυτά του "κάτω" μέρους. Διάβασαν ακόμα το κείμενο βουστροφηδόν. δηλαδή, απ' τα δεξιά στ' αριστερά. 


   Έδωσαν αριθμητική τιμή σε κάθε γράμμα. Όλα αυτά έφτιαξαν ένα κρυπτογράφημα που μπορούσε εν συνεχεία να "ξεκλειδωθεί", και ' αποτελέσματα αυτής της κρυπτογράφησης δεν μπορεί παρά ν' άξιζαν τον κόπο, αφού είχαν προβλεφθεί απ' την άπαιρη διάνοια του θεού. 
   Μέσα, λοιπόν, απ' αυτό το κρυπτογραφικό σύστημα, μέσα απ' αυτή την κοπιώδη επιχείρηση, που μας φέρνει στο νου τον "Χρυσό σκαραβαίο" του Πόου, κατέληξαν στη Θεωρία. 


Υποψιάζομαι πως η Θεωρία προηγήθηκε του modus operandi. Υποψιάζομαι πως με την καββάλα συνέβη ό,τι και με τη φιλοσοφία του Σπινόζα: η γεωμετρική τάξη ακολούθησε. 
   Υποψιάζομαι, το ξαναλέω, πως οι καββαλιστές ήταν επηρεασμένοι απ' τους Γνωστικούς κι ανακάλυψαν αυτό το παράξενο σύστημα ν' αποκρυπτογραφούν τα γράμματα του αλφαβήτου, για να συνδέσουν τα πάντα με την εβραϊκή παράδοση. 


   Το περίεργο modus operandi των καββαλιστών στηρίζεται στον εξής συλλογισμό: Αφού η Αγία Γραφή είναι ένα κείμενο "απόλυτο", τίποτα σ' αυτή δεν μπορεί να είναι έργο της τύχης.


   Αν, λοιπόν, η Αγία Γραφή δεν είναι μια γραφή άπειρη, σε τι διαφέρει από τόσες και τόσες ανθρώπινες γραφές; Σε τι διαφέρουν τα Βιβλία των Βασιλειών από ένα εγχειρίδιο Ιστορίας. 


   Το άσμα των ασμάτων από ένα ποίημα: Είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε πως όλα αυτά τα κείμενα έχουν άπειρα νοήματα.   Ο Σκότος Εριγένης*  έλεγε πως η Αγία Γραφή έχει άπειρα νοήματα, όπως τα ιριδίζοντα φτερά της ουράς του παγωνιού.

Μια άλλη θεωρία, ωστόσο, υποστηρίζει πως υπάρχουν τέσσερα νοήματα στην Αγία Γραφή

Θα προσπαθήσω να περιγράψω αυτό το κοσμικό σύστημα. Εν αρχή ην έν Ον, ανάλογο με το Θεό του Σπινόζα, με τη διαφορά ότι ο Θεός του Σπινόζα είναι απείρως πλούσιος. 


   Το Εν σοφ*,  αντίθετα, φτάνει ως εμάς απείρως φτωχό. 

Πρόκειται για ένα πρωταρχικό Ον, για το οποίο δεν μπορούμε καλά καλά να υποστηρίξουμε ότι υπάρχει. 

Αν δεχτούμε δηλαδή ότι υπάρχει, δεν μπορούμε παρά να δεχτούμε πως και τ' αστέρια υπάρχουν, και οι άνθρωποι υπάρχουν, και τα μυρμήγκια υπάρχουν. 

   Πως είναι δυνατόν να τα βάλουμε όλα αυτά στην ίδια κατηγορία; Όχι, λοιπόν; αυτό το πρωταρχικό Ον δεν υπάρχει. Ούτε, όμως μπορούμε να πούμε πως το Ον αυτό σκέφτεσαι, γιατί η σκέψη είναι μια λογική διαδικασία: κινείσαι από ένα συλλογισμό προς κάποιο συμπέρασμα. 
   Ούτε μπορούμε να πούμε ότι το Ον αυτό αγαπά η επιθυμεί, γιατί το να επιθυμείς κάτι, σημαίνει ότι συναισθάνεσαι την απουσία του. ούτε ότι εργάζεται, γιατί εργασία σημαίνει να βάλεις ένα στόχο και να τον πετύχεις. 


   Έπειτα, αφού το Εν σοφ είναι άπειρο (πολλοί καββαλιστές το παρομοίασαν με τη θάλασσα, που είναι ένα σύμβολο του απείρου), πως μπορεί να επιθυμεί ένα άλλο πράγμα; Και τι άλλο πράγμα θα μπορούσε να δημιουργήσει εκτός από ένα ακόμα άπειρο Ον που συγχεόταν με τον εαυτό του; Επειδή όμως, δυστυχώς, η δημιουργία του κόσμου είναι αναγκαία, έχουμε τα δέκα δημιουργήματα, τα Σεφιρόθ, τα οποία, χωρίς να έπονται του Εν σοφ, εκπορεύονται απ' Αυτό.


   Καταλαβαίνω πως είναι πολύ δύσκολο να συλλάβουμε την ιδέα αυτού του αιωνίου Όντος που φέρει εξ αρχής μαζί του αυτά τα δέκα δημιουργήματα, τα οποία, μάλιστα, δημιουργούνται το ένα από το άλλο. Το κείμενο μας λέει πως αντιστοιχούν στα δάχτυλα των χεριών. 


Το πρώτο δημιούργημα λέγεται το "Στέμμα" και παρουσιάζεται με μια ακτίνα φωτός που εκπέμπεται από το Εν σοφ, μια ακτίνα φωτός που δεν απομειώνει αυτό το απεριόριστο Ον -"απεριόριστο", ακριβώς επειδή δεν απομειώνεται. Από το Στέμμα πηγάζει άλλο δημιούργημα, απ' αυτό άλλο ένα, και ούτω καθεξής ως το δέκα. Κάθε δημιούργημα είναι τρισχιδές. Ένα από τα τρία μέρη επικοινωνεί με το Ανώτερο Ον. Το κεντρώο μέρος είναι ο πυρήνας. Το τρίτο μέρος χρησιμεύει για την επικοινωνία με το κατώτερο δημιούργημα. 


   Τα δέκα αυτά δηιουργήματα σχηματίζουν έναν άνθρωπο που λέγεται Αδάμ Κάδμων -τον Αρχέτυπο Άνθρωπο. Ο Άνθρωπος αυτός είναι στους ουρανούς. Εμείς είμαστε το είδωλό του. Ο Αδάμ Κάδμων, που πλάστηκε απ' τα δέκα δημιουργήματα, δημιουργεί κι αυτός με τη σειρά του έναν ολόκληρο κόσμο, κι ύστερα έναν άλλο -συνολικά, τέσσερις. Ο τρίτος είναι ο δικός μας κόσμος, ο υλικός, και ο τέταρτος είναι ο Κάτω Κόσμος. Όλα αυτά περιλαμβάνονται στον Αρχέτυπο Άνθρωπο, που εμπεριέχει τον άνθρωπο και το μικρόκοσμό του -εμπεριέχει τα πάντα. 


   Όλα αυτά που σας λέω τόσην ώρα, είναι εκθέματα μουσείου από την Ιστορία της Φιλοσοφίας. Πιστεύω, μάλιστα, πως αυτό το σύστημα έχει και μια πρακτική εφαρμογή: μπορεί να χρησιμεύει σαν τρόπος σκέψης, σαν τρόπος να προσπαθήσει κανείς να καταλάβει το σύμπαν. Άλλωστε οι Γνωστικοί προηγήθηκαν των καββαλιστών πολλούς αιώνες. 
Είχαν κι αυτοί ένα παρόμοιο σύστημα, που υπέθετε έναν ακαθόριστο Θεό. 
Από το Θεό αυτόν, που λέγεται Πλήρωμα, δημιουργείται ένα άλλος Θεός (ακολουθώ τη διεστραμμένη εκδοχή του Ειρηναίου), απ' αυτόν ένας άλλος, και ούτω καθεξής. 

   Σχηματίζεται έτσι ένας ολόκληρος πύργος δημιουργημάτων, καθένα απ' τα οποία είναι κι ένας ουρανός. Σταματάμε στον αριθμό τριακόσια εξήντα πέντε, κάπου μπαίνει στη μέση κι η αστρολογία. Φτάνοντας στο τελευταίο δημιούργημα, εκεί όπου το Θείον τείνει πια προς το μηδέν, συναντάμε το Θεό Ιεχωβά, που δημιούργησε αυτόν το κόσμο. 


   Και γιατί αυτός ο κόσμος που δημιούργησε, είναι τόσο γεμάτος λάθη, τόσο γεμάτος φρίκη, τόσο γεμάτος αμαρτία σωματικό πόνο, τόσο γεμάτος ενοχή, τόσο γεμάτος κρίματα; Επειδή το θείον μειώθηκε τόσο πολύ ώσπου να καταλήξει στον Ιεχωβά, ώστε δεν μπορούσε παρά να δημιουργήσει αυτόν τον ελαττωματικό κόσμο. 


   Τον ίδιο μηχανισμό συναντάμε και στην υπόθεση των δέκα Σεφιρόθ και των τεσσάρων κόσμων. Αυτά τα δέκα δημιουργήματα, όσο περισσότερο απομακρύνονται από το Εν σοφ, απ' το κρυπτό ή, μάλλον, απ' τους κρυπτούς (για να χρησιμοποιήσω την παραστατική ορολογία των καββαλιστών), χάνουν δύναμη, ώσπου καταλήγουν στο δημιούργημα που έργο του είναι αυτός ο κόσμος στον οποίο βρισκόμαστε -ένας κόσμος στιγμιαίας ευτυχίας, γεμάτος λάθη, ευάλωτος στη δυστυχία. Η ιδέα δεν είναι παράλογη. 
   Αντιμετωπίζουμε ένα αιώνιο πρόβλημα: το πρόβλημα του Κακού. Κι αυτό το πρόβλημα το πραγματεύεται έξοχα το Βιβλίο του Ιώβ που, κατά τον Φράουντ, είναι το σπουδαιότερο έργο της λογοτεχνίας.


   Θα θυμάστε, ασφαλώς, την ιστορία του Ιώβ. Είναι η ιστορία του κατατρεγμένου δικαίου. του ανθρώπου που θέλει να δικαιωθεί στο Θεό και που τον απαρνιούνται οι φίλοι του. 
Του ανθρώπου που νομίζει ότι δικαιώθηκε, ώσπου στο τέλος τού μιλά ο Θεός μέσ' απ' το στρόβιλο. Του λέει πως Εκείνος (ο Θεός)  είναι υπεράνω κάθε ανθρώπινου μέτρου. 


   Στο ίδιο καταλήγει και ο Σπινόζα όταν λέει πως το ν' ανταποδίδουμε ανθρώπινες ιδιότητες στο Θεό, είναι το ίδιο σαν να έλεγε ένα τρίγωνο πως ο Θεός είναι κατ' εξοχήν τριγωνικός.


Το να λες ότι ο Θεός είναι δίκαιος ή ελεήμων, είναι τόσο ανθρωπομορφικό όσο κι αν ισχυριζόσουν πως ο θεός έχει πρόσωπο ή χέρια ή μάτια. 


   Κατά καιρούς, πολλοί έχουν επιχειρήσει να υπερασπιστούν το Κακό, πρώτοι απ' όλους, οι θεολόγοι, που διακηρύσσουν ότι το Κακό είναι μέγεθος αρνητικό: δεν είναι παρά η απουσία του Καλού. Για κάθε στοιχειωδώς πόνος είναι το ίδιο -αν όχι περισσότερο- έντονος από οποιαδήποτε ευχαρίστηση. Η δυστυχία δεν είναι η απουσία της ευτυχίας, είναι ένα μέγεθος θετικό. Όταν είμαστε δυστυχισμένοι, νιώθουμε δυστυχία. Δεν υπάρχει τίποτ' άλλο.


   Έχουμε ένα ακόμα επιχείρημα, πολύ κομψό, αλλά και ελάχιστα πειστικό. Είναι το επιχείρημα του Λάιμπνιτς. Φανταστείτε δύο βιβλιοθήκες. Η πρώτη αποτελείται από χίλια αντίτυπα της Αινειάδας, την οποία ο Λάιμπνιτς θεωρεί ως το τέλειο βιβλίο -και μπορεί να είναι. Η άλλη περιέχει χίλια βιβλία ποικίλης αξίας, ανάμεσα στα οποία και ένα αντίτυπο της Αινειάδας. Ποια από τις δύο βιβλιοθήκες αξίζει περισσότερο; Προφανώς, η δεύτερη. 
Έτσι ο Λάιμπνιτς φτάνει στο συμπέρασμα πως το Κακό είναι αναγκαίο για την ποικιλία του κόσμου.


   Ο Κίρκεγκαρντ λέει: "Αν έπρεπε να υπάρχει έστω και μία ψυχή στην κόλαση χάριν της ποικιλίας του κόσμου, κι αν η ψυχή αυτή ήταν η δική του, θα υμνούσε απ' τα βάθη της Κόλασης τη δόξα του Μεγαλοδύναμου. 


Δεν ξέρω αν είναι εύκολο να σκέφτεται κανείς έτσι, κι ούτε ξέρω αν, μετά από μερικά λεπτά στην Κόλαση, ο Κίρκεγκαρντ θα εξακολουθούσε να νιώθει το ίδιο. Η ιδέα, όμως, όπως κι εσείς βλέπετε, αναφέρεται σ' ένα θεμελιώδες πρόβλημα, στο πρόβλημα της ύπαρξης του Κακού, που οι Γνωστικοί και οι καββαλιστές το επέλυσαν με το ίδιο τρόπο.

   Το επέλυσαν, δηλαδή, διακηρύσσοντας πως το σύμπαν είναι έργο μιας ανεπαρκούς θεότητας, το ποσοστό θεότητας της οποίας τείνει προς το μηδέν, μ' άλλα λόγια, ενός θεού που δεν είναι ο Θεός. ενός θεού που είναι μακρινός απόγονος του Θεού. 


   Δεν ξέρω αν το μυαλό μας μπορεί να λειτουργήσει με λέξεις τόσο τεράστιες και τόσο σαφείς όπως ο "θεός" ή "θεότητα" ή με την Γνωστική θεωρία του Βασιλείδη για τους 365 αιώνες ή ουρανούς. Μπορούμε, ωστόσο, να δεχτούμε την ιδέα μιας ανεπαρκούς θεότητας που έχει φτιάξει αυτόν τον κόσμο με υλικά της πεντάρας. 


   Φτάνουμε έτσι στον Μπέρναρντ Σο που έλεγε: "God is in the making" ("Ο Θεός είναι υπό κατασκευήν"). "Θεός" είναι κάτι που δεν ανήκει στο παρελθόν, που ίσως δεν ανήκει ούτε στο μέλλον: είναι η αιωνιότητα. Αν εμείς είμαστε ευφυείς και μεγαλόψυχοι και καθαροί, βοηθάμε στην αποπεράτωση του Θεού. 


   Σ' έναν απ' τους μύθους, σ' έναν απ' τους πιο παράξενους θρύλους της καββάλας: το θρύλο του γκόλεμ, που ενέπνευσε το περίφημο μυθιστόρημα του Μάιρινκ, που μου ενέπνευσε ένα ποίημα. 


   Ο Θεός παίρνει ένα σβώλο χώμα (Αδάμ σημαίνει κοκκινόχωμα), του εμφυσεί ζωή και δημιουργεί τον Αδάμ που για τους καββαλιστές, είναι το πρώτο γκόλεμ.  Ο Αδάμ, λοιπόν, πλάστηκε απ' τον Θείο Λόγο, από μια πνοή ζωής. Αφού, λοιπόν, η καββάλλα λέει πως τ' όνομα του Θεού είναι ολόκληρη η Πεντάτευχος, με τη διαφορά ότι είναι αναγραμματισμένο, είναι προφανές ότι, αν κάποιος ξέρει τ' όνομα του Θεού ή μπορέσει ν' ανακαλύψει το Τετραγράμματον, δηλαδή το "τετραγράμματο" όνομα του Θεού, και ξέρει να το προφέρει σωστά, τότε θα μπορέσει κι αυτός να δημιουργήσει έναν κόσμο, να δημιουργήσει ένα γκόλεμ, έναν άνθρωπο. 

   Όλοι οι θρύλοι γύρω από τα γκόλεμ έχουν καταγραφεί απ' τον Γκερσόμ Σολέμ στο θαυμάσιο βιβλίο του Ο συμβολισμός της "καββάλας" που το τελείωσα πριν λίγες μέρες. Νομίζω πως είναι το καλύτερο βιβλίο πάνω σ' αυτό το θέμα, ακριβώς γιατί μου έδωσε να καταλάβω πως είναι εντελώς ανώφελο να αναζητήσει κανείς πηγές. 

   Έχω διαβάσει επίσης την ωραία και, νομίζω, ακριβή μετάφραση (από εβραϊκά δεν έχω ιδέα) του Σεφέρ Γιεζιράχ (Το Βιβλίο της Δημιουργίας) από τον Λεόν Ντουχόβνε. Έχω διαβάσει μια παραλλαγή του Ζοχάρ (Το Βιβλίο της Λαμπρότητας). 


Όλα αυτά τα βιβλία, όμως, δε γράφτηκαν για να διδάξουν την καββάλα, αλλά για να υποβάλουν την ιδέα της. για να μπορεί να τα διαβάσει ένας σπουδαστής της καββάλας και να βοηθηθεί. Δε λένε όλη την αλήθεια: είναι σαν τις πραγματείες του Αριστοτέλη, που "εκδόθηκαν και δεν εκδόθηκαν". 


   Ας ξαναγυρίσουμε στο γκόλεμ. Υποτίθεται πως, αν ένας ραβίνος μάθει ή καταφέρει ν' ανακαλύψει το κρυφό όνομα του Θεού και το προφέρει μπροστά σ' ένα πήλινο άγαλμα ανθρώπου, τότε το άγαλμα αυτό θα εμψυχωθεί. Αυτό είναι το γκόλεμ. 

   Σε μια από τις παραλλαγές του θρύλου, στο μέτωπο του γκόλεμ είναι χαραγμένη η λέξη ΕΜΕΤ, που σημαίνει αλήθεια. Το γκόλεμ μεγαλώνει. Φτάνει κάποτε να γίνει τόσο ψηλό, που ο αφέντης του δεν μπορεί πια να το φτάσει. Του ζητά να του δέσει τα παπούτσια. Το γκόλεμ σκύβει, κι ο ραβίνος του διαγράφει το άλεφ, το πρώτο γράμμα της λέξης ΕΜΕΤ. Μένει η λέξη ΜΕΤ, που σημαίνει θάνατος. Το γκόλεμ γίνεται σκόνη.

   Σ' έναν άλλο θρύλο, ένας ραβίνος ή κάμποσοι ραβίνοι, μάγοι, δημιουργούν ένα γκόλεμ και το στέλνουν σ' έναν άλλο δάσκαλο, που έχει μεν την ικανότητα να πλάσει το δικό του γκόλεμ, αλλά δεν είναι τόσο ματαιόδοξος. Ο ραβίνος του μιλάει, αλλά το γκόλεμ, δεν του αποκρίνεται, γιατί του 'χουν στερήσει τις ικανότητες του λόγου και της αντίληψης. Τότε ο ραβίνος το καταδικάζει: "Είσαι ένα κατασκεύασμα μάγων -να ξαναγίνεις σκόνη". Το γκόλεμ διαλύεται. 

   Και, τέλος, ένας τρίτος θρύλος, που τον αναφέρει ο Σόλεμ. Μερικοί μαθητές (ένας μόνος του δεν μπορεί να μελετήσει και να καταλάβει το Βιβλίο της Δημιουργίας) καταφέρνουν να πλάσουν ένα γκόλεμ. 
   Όμως το γκόλεμ έρχεται στη ζωή μ' ένα στιλέτο στο χέρι και ικετεύει τους δημιουργούς του να το εξοντώσουν, "γιατί, αν ζήσω, μπορεί να με λατρέψουν σαν είδωλο". Για το Ισραήλ, όπως άλλωστε και για τον προτεσταντισμό, η ειδωλολατρία είναι ένα απ' τα μεγαλύτερα αμαρτήματα. Το γκόλεμ σκοτώνεται.

   Αυτά όσον αφορά τους θρύλους. Θέλω τώρα να ξαναγυρίσω στην αρχή, σ' εκείνη την τόσο αξιοπρόσεκτη θεωρία. Καθένας από μας διαθέτει ένα μόριο θεότητας. 
   Αυτός ο κόσμος, προφανώς, δεν μπορεί να είναι το έργο ενός παντοδύναμου και δίκαιου Θεού, αλλά εξαρτάται  από  μας  τους  ίδιους.  Αυτό είναι το μέγα μάθημα της καββάλας, πέρα απ' το 
να 'ναι κάτι αξιοπερίεργο για τους ιστορικούς και τους γραμματικούς. 

Σαν το θαυμάσιο ποίημα του Ουγκώ "Ce que dit la bouche d' ombre", έτσι και η καββάλα διδάσκει τη θεωρία που ο ελληνικός της όρος είναι αποκατάστασις: 
"όλα τα πλάσματα, ακόμα και ο Κάιν, ακόμα και ο Δαίμονας, αφού ολοκληρωθεί ένας κύκλος τεράστιου αριθμού μετεμψυχώσεων, θα επιστρέψουν μια μέρα στους κόλπους της θεότητας απ' την οποία κάποτε εκπορεύτηκαν".
_________________________________________________________
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Δοκίμια, Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης


Ο Μπόρχες συχνά υποστήριζε ότι «όλοι είμαστε Έλληνες» και ότι «όλη η Δύση είναι Ελλάδα εν εξορία, όλοι οι Δυτικοί είναι Έλληνες εν εξορία». 

Πέρα από την εμφανέστατη επιρροή του από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, είναι γεγονός ότι από τη μινωική Κνωσό μέχρι την πολύπαθη Τροία, από την Κόρδοβα μέχρι τα σκανδιναβικά φιόρδ, από το σπήλαιο της Αλταμίρας μέχρι τον κήπο της Γεσθημανή και τον Γολγοθά, όπως και από την αρχαία Ρώμη μέχρι τις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, το πνεύμα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες θα συνεχίσει να πλανάται ελεύθερο πάνω από οτιδήποτε αόρατο ή επιστητό.
____________________________________


    * Χόρχε Λουίς Μπόρχες (Jorge Luis Borges) γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες το 1899. Αργεντινός ποιητής, συγγραφέας, κριτικός, δοκιμιογράφος και μεταφραστής, καταγόμενος από μεσοαστική οικογένεια. Οι γονείς του ήταν εξίσου μορφωμένοι κι εμφύσησαν στον Χόρχε την αγάπη για τα γράμματα από τα πρώιμα κιόλας παιδικά του χρόνια. 
   Λόγω μιας σοβαρής εκφυλιστικής ασθένειας ή οποία απειλούσε να πλήξει ανεπανόρθωτα την όραση του Μπόρχες του πρεσβύτερου, η οικογένεια του Χόρχε εγκαθίσταται το 1914 στη Γενεύη της Ελβετίας, όπου ο πατέρας του συγγραφέα θα μπορεί στο εξής να παρακολουθείται στενά από έναν εξειδικευμένο γιατρό. 
   Παρότι είχε αλλάξει εντελώς περιβάλλον βρισκόμενος πια επί ευρωπαϊκού εδάφους, μίλια μακριά από την Αργεντινή, ο Χόρχε θα καταφέρει ν’ αφοσιωθεί αποκλειστικά στα μαθήματά του. Παρ’ όλα αυτά, η επερχόμενη ολική τύφλωση του πατέρα του επρόκειτο στο μέλλον να εμφανιστεί ως απειλητικό (και ουσιαστικά αναπόφευκτο) ενδεχόμενο και για τον ίδιο, εξαιτίας της κληρονομικής φύσης της ασθένειας. Το 1938 ο πατέρας του Μπόρχες πεθαίνει και το πλήγμα γι’ αυτόν είναι μεγάλο.
   Λόγω της επιδείνωσης του γλαυκώματος που απειλούσε σταδιακά την όρασή του –καθώς και της συνεπακόλουθης ανικανότητάς του ν’ ασχοληθεί συστηματικά με τη συγγραφή και την ανάγνωση– κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 ο συγγραφέας θα διοχετεύσει όλη του τη δημιουργικότητα σε δημόσιες διαλέξεις σε πανεπιστήμια και ιδιωτικά ιδρύματα, καταφέρνοντας να διαπρέψει και σε αυτόν τον τομέα.
   Έντονα επηρεασμένος από τους υπαρξιστές, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε λογοτεχνικό επίπεδο (Σαρτρ, Καμύ), καθώς και από τη φιλοσοφία του Χάιντεγκερ –την οποία χρησιμοποιεί συστηματικά ως εργαλείο προκειμένου να εμβαθύνει στην έννοια του «χρόνου», το μυστήριο της «ύπαρξης» και τις αρχέγονες καταβολές τους– ο Μπόρχες θ’ αποτολμήσει να καταδυθεί με δέος στα μυστικά της ανθρώπινης ψυχής, αντλώντας στοιχεία πρωτίστως από την ελληνική μυθολογία και τη θεωρία των πλατωνικών αρχετύπων. 




   Δεν είναι τυχαίο ότι το βαθιά πνευματικό περιεχόμενο των ποιημάτων και των διηγημάτων του –τα οποία πλέον κατακλύζονται από εραλδικά, μυστικιστικά και αλχημιστικά σύμβολα– φανερώνει ισχυρούς συγγενικούς δεσμούς αίματος με τη μεταφυσική διδασκαλία μεγάλων μυστών όπως οι Έρμαν Έσσε, Οκτάβιο Παζ και Καρλ Γιούνγκ. Το 1931, μέσω της ένταξής του στη συντακτική ομάδα του «Sur», κορυφαίου λογοτεχνικού περιοδικού της Αργεντινής, ο Μπόρχες θα γνωριστεί με τον Αντόλφο Μπιόι Κασάρες (Adolfo Bioy Casares), έναν από τους σημαντικότερους διανοούμενους της χώρας.
   Τις πληροφορίες για αυτό το μικρό προφίλ του Μπόρχες, αντλήσαμε 
από  το "giorgostselonis. blogspot.gr"     http://giorgostselonis.blogspot.gr
____________________________________________________


   * Καμπάλα ή Καββάλα ονομάζεται η απόκρυφη παράδοση των Εβραίων. Διαδόθηκε και στο ευρύτερο κοινό από τον φιλόσοφο και ουμανιστή Τζιοβάνι Πίκο ντελα Μιράντολα τον 15ο αιώνα. 

   Η Καμπάλα έχει ρίζες στην Τορά  της Εβραϊκής Βίβλου και στο Ταλμούδ  (εξωβιβλική συλλογή εβραϊκών   κειμένων,  προϊόν του μεσαιωνικού Ιουδαϊσμού, που αποτελεί τη συνέχεια της ιουδαϊκής Βίβλου   και περιλαμβάνει όχι μόνο κείμενα που αφορούν την ερμηνεία του μωσαϊκού Νόμου αλλά και ποικίλο άλλο υλικό, νομικό, θεολογικό, ηθικό, επιστημονικό, ιστορικό, λαογραφικό κ.λπ. έχοντας έτσι και εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα).  και περιλαμβάνει στοιχεία προφορικών παραδόσεων πολλών αιώνων, μεταξύ των οποίων και γνωστικισμού, νεοπλατωνισμού  και χριστιανισμού.
   Πνευματικός πατέρας της Καμπάλα είναι ο Ραβίνος Σιμόν Γιοχαϊπου κατέγραψε τα κείμενα τον 2ο μ.Χ αιώνα σε ένα βιβλίο που λέγεται Ζοχάρ (Βίβλος Λαμπρότητας).

   Η Καμπάλα έχει μυστικιστικό, εσωτεριστικό χαρακτήρα. Στηρίζεται στο γεωκεντρικό σύστημα, ενώ χωρίζει τη γη σε πολλές παράλληλες γαίες και τον ουρανό σε εφτά ουρανούς, στον οποίο κατοικεί ο Θεός και οι άγγελοι. Η σύγχρονη αστρολογία περιέχει αρκετά καμπαλιστικά στοιχεία, η οποία σχετίζεται ευρύτερα με την αστρολογία και άλλων λαών των αρχαίων χρόνων, όπως των Σουμερίων ή των Αιγυπτίων.


   Η σύγχρονη έρευνα διακρίνει δύο ρεύματα καμπαλισμού: το θεοσοφικό και το εκστατικό. Κύριος εκπρόσωπος του εκστατικού καμπαλισμού θεωρείται ο Αβραάμ Αμπουλάφια ή (Μπεν Σαμουήλ). Ιουδαίος φιλόσοφος του 13ου αιώνα. Γεννήθηκε το 1240 στη Σαραγόσα της Ισπανίας και πέθανε μετά το 1291. Έγραψε πολλά προφητικά και καβαλιστικά βιβλία από τα οποία έχουν εκδοθεί μερικά αποσπάσματα.



   *  Ιωάννης Σκώτος Εριγένης (Johannes Scotus Eriugena 810-877) ταύτιζε το Θεό με το Σύμπαν στην πρώτη στιγμή της ύπαρξής του, μετά από την οποία ακολουθεί μία εξέλιξη κυκλική και αναδημιουργείται από τον εαυτό του. 
   Από μία τέτοια πανθεϊστική θεώρηση η πρωταρχική και άμεση αιτία της ύπαρξης του Σύμπαντος αναγνωρίζεται στο ίδιο το Σύμπαν, όχι έξω από αυτό ούτε σε μία αφηρημένη ποιότητα πραγμάτων, χωρίς να δημιουργείται ζήτημα αμφισβήτησης της κοινής εμπειρικής διαπίστωσης της εξέλιξής του. 
   Ωστόσο δεν εξηγείται επαρκώς η εξέλιξή του και αποκρύπτεται το πρόβλημα της ουσίας. Γιατί, όπως έχουμε πει, ένα άμεσο αυτοτελές πράγμα δεν μπορεί να γίνεται σαν ένα μέρος, ν’ αλλάξει και να προσδιορίσει έμμεσα ή εκ των υστέρων μία πολλαπλότητα άλλων πραγμάτων σε «εξωτερικές» στιγμές.

   * Το Εν σοφ: Το Απόλυτον, ο Θείος Λόγος, ο Υπέρτατος Δημιουργός, το Όν, περί του οποίου τίποτε δεν δύναται κάποιος να πεί ή να σκεφθεί.  Από αυτό απορρέουν τα 10 Σεφιρώθ.  Ορ Έν Σόφ = Άπειρον Πνευματικό Φώς.

   * Το όνομα "Γκόλεμ". Προέρχεται από μια λέξη που συναντιέται άπαξ στη Βίβλο, στον Ψαλμό 139 και σημαίνει το "ακατέργαστο", το ανθρώπινο πρόπλασμα. Αναφέρεται στο πανάρχαιο και πάντα ζωντανό προμηθεϊκό όνειρο του ανθρώπου να φτιάξει ένα τεχνητό άνθρωπο, κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση του. [...] Η κατασκευή ενός τεχνητού ανθρώπου, του Γκόλεμ, στην εβραϊκή παράδοση δεν θεωρείται μαγεία άλλα μίμηση της πράξης δημιουργίας του Αδάμ από τον Θεό, imitation Dei, ή, στη βιβλική γλώσσα, ένα Κιντούς Α-Σέμ, αγιασμός του Ονόματος.

   Τα γκόλεμ είναι αγάλματα από πηλό ή χώμα που έχουν την όψη ανθρώπου και αποκτούν πνοή χάρη σε ξόρκια ή σε μαγικές λέξεις που τις γράφει ο δημιουργός τους στο μέτωπο τους ή σε ένα κομμάτι πάπυρο που το τοποθετεί στο στόμα τους. Μια από τις λέξεις που χρησιμοποιούνται πολύ συχνά είναι η λέξη <εμέθ>, που σημαίνει ζωή. Αν κάποιος καταφέρει και πάρει τον πάπυρο με τη λέξη ή τη σβήσει από το μέτωπο του γκόλεμ, αυτό καταρρέει, παρασύροντας και τον δημιουργό του. 

   Η  γερμανική ταινία "Der Golem, wie er in die Welt kam" είναι κινηματογραφικό έργο του εξπρεσιονισμού του 1920 σε σκηνοθεσία των Πάουλ Βέγκενερ και Καρλ Μπέζε. 
Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα κινηματογραφικά έργα στις κατηγορίες βουβού κινηματογράφου, ταινίες φρίκης, εξπρεσιονισμού καθώς και του γερμανικού κινηματογράφου.

    Βασίζεται στον μύθο περί του Ραβίνου Ιούδα Λεβ που έζησε στην Πράγα. 
Ο διασημότερος δημιουργός γκόλεμ, χρησιμοποιούσε το γκόλεμ ως υπηρέτη, αλλά πρόσεχε να το κλειδώνει σε ένα δωμάτιο την Παρασκευή, έτσι ώστε να μην τον ακολουθεί το Σάββατο στην συναγωγή. Μια μέρα όμως το ξέχασε και το γκόλεμ θα έμπαινε στην συναγωγή αν ο ραβίνος δεν προλάβαινε να του πάρει τον πάπυρο με τη μαγική λέξη που είχε στο στόμα του . Τότε το γκόλουμ κατέρρευσε και λένε πως τα υπολείμματά του υπάρχουν ακόμα στη σοφίτα της συναγωγής. 

   * Με τον όρο Γνωστικισμός εννοείται ένα προχριστιανικής καταγωγής φιλοσοφικό και θρησκευτικό κίνημα, δείγμα του σύντονου συγκρητισμού της ρωμαϊκής εποχής ο οποίος είχε τις ρίζες του στα μεσογειακά ήθη της ελληνιστικής περιόδου. 

___________________________________________

Scholeio.com