Κάθε σταγόνα βροχής... ένα ταξίδι




Η αγάπη δεν δημιουργεί ιστορία. 
Η ιστορία της αγάπης πεθαίνει, όταν πεθαίνουν εκείνοι που αγαπούν.
                                             

 __________________________________________________________  Η Τιμάνδρα

              Βρίσκομαι σε μια άγνωστη χώρα, μακριά από το σπίτι μου.  Δεν είμαι μόνη μου.  Δίπλα μου έχω αυτόν που αγαπώ.  Αυτόν που αγάπησα περισσότερο από μένα. Αυτόν που έγινε, εγώ !   Είμαι η Τιμάνδρα, η κόρη της Θεοδότης.  Αισίως διανύω φέτος τον τριακοστό πέμπτο χρόνο μιας πλούσιας, σε εμπειρίες ζωής.  Έχω ζήσει δώδεκα χιλιάδες εκατόν είκοσι μέρες. Κι άλλες τόσες νύχτες.

Η ζωή μου μέχρι τώρα, ήταν ευχάριστη κι ευτυχισμένη...  Η πιο μεγάλη μου στιγμή, σίγουρα απ' τους θεούς χαρισμένη, ήταν όταν η ζωή μου βρήκε την απάντηση γιατί υπήρχε, γιατί δημιουργήθηκε !   Μμμ... θα έλεγα ότι ο χρόνος σταμάτησε, στάθηκε ακίνητος, δεν κυλούσε πια, είναι δυνατόν ;  Κι όμως, όπως σας το λέω, ακινητοποιήθηκαν όλα γύρω μου... μπορεί ακόμα κι ο ήλιος να στάθηκε...  

Έγιναν όλα τόσο γρήγορα... πως βρέθηκα από την ανεμελιά, τη ξενοιασιά, στο αδιέξοδο, ακόμα δεν ξέρω.   Δεν ήθελα να αφήσω το φόβο να με κυριεύσει. 
   
Παρατηρώ το αντρικό κορμί που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του κρεβατιού, στη μέση ενός δωματίου, του μοναδικού,  σ' αυτό τη μικρή, πρόχειρα κτισμένη,  καλύβα, στη μέση του πουθενά...   Τον χαϊδεύω με τα μάτια μου... δεν με βλέπει, δεν ξέρω αν κοιμάται, τα μάτια του είναι κλειστά και έχει ένα αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη.

Στην ακινησία όλες οι κινήσεις είναι δυνατές. Ακόμα και οι αιώνιες κινήσεις της γης και του φεγγαριού γύρω από τον ήλιο, που με τη σειρά του κινείται σε ένα επίσης κινούμενο σύμπαν.
Η αιωνιότητα είναι κινούμενη. Εν τούτοις δεν μπορούμε να την συλλάβουμε παρά σαν ακινησία. Το αιώνιο υποχρεωτικά πρέπει να είναι ακίνητο. Ο άνθρωπος δεν είναι αιώνιος. Γι αυτό λοιπόν ονειρεύεται την ακινησία, πιστεύοντας ότι έτσι ζυγώνει την αιωνιότητα.
Η φωτιά δεν έχει φλόγα πια... θ' αρχίσω να κρυώνω, σκέφτηκα.   404 π.Χ Φρυγία, Μικρά Ασία
   
Ένιωσα τον έρωτα, δηλαδή την δύναμή του αρκετά νωρίς θα έλεγα. Δεν ήξερα ότι μπορεί να "επεμβαίνει" στο μυαλό... Να σου το πλουταίνει τη μια και να στο αδειάζει την άλλη.  Να σου δημιουργεί ευδαιμονία,  χαρά, να νομίζεις ότι έγινες αθάνατη, ότι είσαι απέραντη, πλήρης... Ότι αγγίζεις τους θεούς...  ή τι λέω ;  Ότι είσαι δυνατότερη απ' αυτούς... Τα μπορείς όλα. Δεν φοβάσαι τίποτα.... 

Ο έρωτας είχε δώσει περιεχόμενο και νόημα στη ζωή μου... τι λέξεις κι αυτές !  Αν και είναι ευκολότερο να πω ποιο ήταν το περιεχόμενο παρά το νόημα.  Όταν πρωτογνωριστήκαμε ο Αλκιβιάδης κι εγώ, μιλούσαμε συχνά για τέτοια θέματα και συνήθως, αντιμετώπιζε με εκνευρισμό, την αγωνία μου για το νόημα της ζωής.

"Η ζωή είναι",  έλεγε.  "Δεν σημαίνει τίποτα !".  Μια μέρα μου χάρισε ένα δαχτυλίδι πάνω στο οποίο είχε χαράξει ακριβώς αυτά τα λόγια. Το φορώ πάντα και το κοιτάζω όταν κάνω κάτι ανιαρό ή αδιάφορο, έτσι βρίσκω κάποια παρηγοριά.

-  "Το νόημα της ζωής δεν είναι πέρα από την ίδια τη ζωή", συμπλήρωνε.

-  Το ίδιο λέει κι ένας σκύλος που γαβγίζει ή ένα πρόβατο που κάνει μπε μπε" διαμαρτυρόταν  ο Μίδας, 0 δάσκαλός μου, ήπια. Γελούσα και ο Μίδας συνέχιζε.

-"Όταν λέμε σ' αγαπώ" δεν εννοούμε μόνο εδώ και τώρα. Εννοούμε κι αύριο και μεθαύριο. Το ίδιο ισχύει και για τον νεαρό σου. Διαφορετικά θα ήταν καλύτερα να γαβγίζει αντί να μιλάει".

Αρκετά χρόνια αργότερα, σε σχετική συζήτηση με τον Αλκιβιάδη, όταν του είπα πολύ σοβαρά, ότι ανακάλυψα πως υπήρχε η ψυχή... είδα το πρόσωπό του να φωτίζεται, το στόμα του να στραβώνει περιπαικτικά και κοιτώντας με  ειρωνικά είπε: 

"Είσαι ματαιόδοξη. Δεν μπορείς να δοθείς στις επιθυμίες σου χωρίς κάποια υπαρξιακή δικαιολογία. Το νόημα της ζωής δεν είναι παρά η τελευταία άμυνα των αδυνάτων". 

  Δεν του το συγχώρησα ποτέ. Δεν ήμουν αδύνατη. Όμως  ήξερα... ήξερα ότι είχα ανακαλύψει την ψυχή μου.



  _________________________  Είκοσι έξη χρόνια πριν,  Αθήνα  430 π.Χ

        Mπροστά σ' ένα καβαλέτο, o νεαρός ζωγράφος  προσπαθεί να κάνει ευσυνείδητα αυτό που του είχαν παραγγείλει, να ζωγραφίζει.  Μόνο !  Και σίγουρα πρέπει να μακαρίζει τον εαυτό του.  Κάθε μέρα ένα πανέμορφο, στητό, περήφανο κορμί του "αφηνόταν"...βορά στα μάτια του. Αψεγάδιαστο, τέλειο, δραπέτευσε λες από το εργαστήριο του Φειδία... Τόχε σκεφτεί αυτό, αρκετές φορές, όταν ξέφευγε... και πίεζε τον εαυτό του να επανέρχεται στα "μετρήματα" και στη μελέτη των σκιών.  Τι τυχερός που είχε σταθεί...  και άτυχος μαζί ! 
Με μήνυμα είχε ειδοποιηθεί από το εργαστήρι. 

"Αγάθαρχε το απόγευμα  να πας στο σπίτι της Θεοδότης, σε περιμένει...  Εσένα διάλεξε ο δάσκαλος να ζωγραφίσεις τη Θεοδότη, την ωραιότερη εταίρα της πόλης. Βάλε τα δυνατά σου κακομοίρη μου...  Αυτός που το παραγγέλνει δεν θα δέχθεί λάθη και καθυστερήσεις." 

Κάπως έτσι απέκτησε  αυτήν την υποχρέωση η μητέρα. Δεν ήθελε ν' αρνηθεί, όταν της το πρότεινε σαν δώρο ένας  φίλος.  Βέβαια της έτρωγε αρκετό χρόνο από τη προσωπική της περιποίηση, παραπονιόταν που και που...   Γιατί βέβαια αφιέρωνε αρκετό χρόνο και στους θαυμαστές της...  Πως θα μπορούσε άλλωστε να απουσιάζει !   
Είμαι  δέκα χρονών, ήδη σας είπα τ' όνομά μου και η οικογένειά μου είναι ....η μητέρα μου. 

Μια φασαρία, έντονες αντρικές φωνές μου τράβηξαν την περιέργεια.  Πλησίασα προς το χώρο που είχαμε ονομάσει ο χώρος του ζωγράφου. Κρύφτηκα πίσω από μια κολόνα και άρχισα να κρυφακούω την συζήτηση των επισκεπτών μας και της μητέρας μου.  

Ο Σωκράτης, καλός φίλος της μητέρας μου, είχε συντροφιά του μερικούς νεαρούς, μεταξύ άλλων κι έναν αγέλαστο τύπο, που τον έλεγαν Ξενοφώντα.  Η ξαφνική επίσκεψη του φιλόσοφου στο σπίτι μας έκρυβε γι αυτόν μια ζουμερή εικόνα,  εισέβαλε κεφάτος και φουριόζος, πετυχαίνοντας τη Θεοδότη μισόγυμνη. 

-  "Ω, φίλοι ! Ποιος χρωστάει ευγνωμοσύνη σε ποιόν ;  Εμείς που απολαμβάνουμε την ομορφιά της Θεοδότης ή η Θεοδότη που μας τη δείχνει ;"  αναφωνεί ο φιλόσοφος, χαρούμενος για το αναπάντεχο δώρο, γυρνώντας στην παρέα του.

Δεν του απάντησε κανείς,  τα μάτια, με ικανοποίηση, ήταν απασχολημένα ήδη αλλού, παρασύροντας και το μυαλό...  Η Θεοδότη με νόημα ενημέρωσε  τον ζωγράφο ότι τελειώσανε για σήμερα.   

Είχε βολευτεί ο καθένας στη θέση του... και  ξεκίνησαν την "συνηθισμένη" έντονη συζήτηση... διαφωνίας.  Συνήθως έτσι συνέβαινε τις περισσότερες φορές.  Δεν μπορούσα να τους παρακολουθήσω, έχανα αρκετές λέξεις και βέβαια,  το νόημα.  Ο απόηχος των φράσεων με έκανε να καταλάβω ότι το θέμα ήταν πάλι το "ταμείο". 
Ακόμα διαφωνούσαν γι αυτό. Πρέπει να είχαν περάσει δύο, τρία... χρόνια, περίπου. Το ταμείο  της συμμαχίας. Το κοινό ταμείο όλων όσων αποτελούσαν την Δηλιακή συμμαχία -την Αθηναϊκή αργότερα- και συμμετείχαν στις συνεδριάσεις στο ιερό νησί... 

Η μια πλευρά ήταν εναντίον της περίφημης μεταφοράς του, από την Δήλο στην Αθήνα, λέγοντας ότι "...επιτέλους, ας παραδεχθούμε ότι ήταν ένα μεγάλο λάθος η μεταφορά του. Μας έφερε μύρια κακά.  Τελικά,  το καταχράται η Αθήνα ;  Αυτό, που στην ουσία, είχε δημιουργηθεί, από όλους του συμμάχους, για την αντιμετώπιση την Περσών ;"

Η άλλη πλευρά συμφωνούσε με τη μεταφορά του ταμείου αφού εμείς είμαστε οι πιο ισχυροί και οι εγγυητές ;  Αφού είναι δικό μας θέμα η ασφάλεια των συμμαχικών κρατών, το ίδιο και η ασφάλεια των χρημάτων.  Αλλά,  επειδή οι γαιοκτήμονες και γενικά τα αριστοκρατικά κόμματα ήταν εναντίον και επεδίωκαν την ανατροπή του «αθηναϊκού κατεστημένου», όπως το αποκαλούσαν, χρησιμοποιούσαν ακόμα και τις ευεργετικές πτυχές της πολιτικής του Περικλή, μετατρέποντας τες σε κακές. 

Άλλωστε και ο  Θουκυδίδης λέει, "

..δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο το καταλυτικό αίτιο στην κήρυξη του πολέμου. Ήταν η ολοένα αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας που προκάλεσε φόβο στους συμμάχους της Σπάρτης και κατέστησε τη σύρραξη ανάμεσα στις δύο πόλεις αναπότρεπτη..."


Την προσοχή μου τράβηξε ένα σιγοψιθύρισμα... από τη μεριά 
του Σωκράτη που καθ' όλη τη διάρκεια, τούς παρακολουθούσε χαμογελώντας. Πλησίασα περισσότερο.   

Ο Σωκράτης καθισμένος κοντά στη μητέρα μου, τη συμβούλευε πως να κρατήσει τους θαυμαστές της και πως να κάνει κι άλλους να πέσουν στα δίχτυα της. 

-  "Καλέ μου φίλε... δεν έχω κανένα δίχτυ" απάντησε η μητέρα μου.

-  "Έχεις, το πιο καλοφτιαγμένο δίχτυ που υπάρχει, το κορμί σου". 

Το ίδιο βράδυ πολλή ώρα μπροστά στον καθρέφτη, έψαχνα να δω αν το σώμα μου έμοιαζε με δίχτυ. Δεν έμοιαζε κι απογοητεύτηκα.

Αυτός είναι ο κίνδυνος με τις παρομοιώσεις. Μας απογοητεύει η πραγματικότητα αντί να μας απογοητεύει η παρομοίωση. Αργότερα θα απογοητευόμουν πολλές φορές μέχρι να μάθω να διαλέγω τις παρομοιώσεις μου. 




Ο μεγάλος πόλεμος ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη είχε ήδη κλείσει τον πρώτο χρόνο.
Ούτε οι Αθηναίοι ούτε οι Σπαρτιάτες είχαν καταφέρει σημαντικά πράγματα.
Αλλά πολλοί νέοι άντρες είχαν σκοτωθεί.  Είκοσι οχτώ χρόνια θα βαστούσε ο πόλεμος. Κανείς δεν το φανταζόταν, κανείς δεν το ήθελε ίσως, αλλά έτσι έγινε.

 Τον πατέρα μου δεν τον έχω γνωρίσει. Ούτε καν ξέρω ποιος είναι.
-  "Και οι εταίρες γίνονται μητέρες !" με παρηγορούσε η μητέρα μου.
Συχνά ονειρευόμουν ότι έβρισκα τον πατέρα μου. Άλλοτε χαιρόμουν, άλλοτε όχι. 
Η μητέρα κρατούσε το όνομα του μυστικό κι εγώ είχα σταματήσει να ρωτάω. 
Μια μέρα όμως τη ρώτησα γιατί δεν μου το 'λεγε. Η απάντησή της μου έκανε εντύπωση... τότε δεν την κατάλαβα παρά πολύ αργότερα.

-  "Δύο τρόποι υπάρχουν για να μη λησμονήσεις κάποιον. Ο ένας είναι να μιλάς συνέχεια γι αυτόν. Ο άλλος είναι να μην μιλάς ποτέ ! Εγώ προτιμώ το δεύτερο" είπε.

-  "Ώστε δεν θέλεις να τον λησμονήσεις ;"
Δεν είπε τίποτα. Η μητέρα μου ποτέ δεν απαντούσε σε δύο ερωτήσεις συνέχεια. 

-  Δεν μου αρέσουν οι ανακρίσεις" έλεγε. 

Αυτή η κουβέντα μου έμαθε να κάνω τις σωστές ερωτήσεις, το πρόβλημα όμως είναι πως οι σωστές ερωτήσεις συνήθως μένουν αναπάντητες. 

Οι πολεμικές επιχειρήσεις είχαν σταματήσει.  Εκείνη τη φθινοπωρινή μέρα με λιακάδα, όταν οι Αθηναίοι θα έθαβαν τους πρώτους νεκρούς, είχα αποφασίσει ότι ο πατέρας μου πρέπει να ήταν ο ....Περικλής.

Έντεκα φέρετρα. Οι δέκα φυλές της Αθήνας είχαν η καθεμιά το δικό της και το εντέκατο ήταν κενό, αφιερωμένο σε κείνους που δεν βρέθηκαν.
Σύμφωνα με το έθιμο, ο άρχοντας της πόλης θα έβγαζε τον επικήδειο λόγο. 
Εμείς δεν είμαστε αυτόχθονες και δεν είχαμε κανένα νεκρό να θρηνήσουμε.

Δεν θυμάμαι και πολλά από το λόγο του Περικλή, θυμάμαι μόνο ότι οι Αθηναίοι κρεμόντουσαν από τα χείλη του και πως η σιωπή ήταν απόλυτη όσο μιλούσε. 

-  "Αυτή είναι η Ασπασία..."  ψιθύρισε η μητέρα μου οδηγώντας τη ματιά μου στη γυναίκα με το λευκό πέπλο λίγο πίσω από τον Περικλή. 
Την κοίταξα, ήρεμη αξιοπρεπής, όχι και τόσο νέα πια. Δίπλα της ένας νεαρός. Ο αδελφός μου, σκέφτηκα, αμέσως και ταράχτηκα...

-  "Γιος της είναι ο νεαρός ;" ρώτησα.

-   Αλκιβιάδη τον λένε.  "Όχι, είναι συγγενής του.  Ο Περικλής είναι ο κηδεμόνας του."  απάντησε αδιάφορα.

Έτσι τον είδα. Ο χρόνος σταμάτησε και η ζωή μου αποφασίστηκε εκεί και τότε. 
Ο Περικλής τελείωσε το λόγο του επαινώντας τον κόσμο: 

"...πως,  είχαν τη μεγαλοψυχία να βλέπουν τις επιτυχίες των άλλων χωρίς να φορούν τη βαρετή μάσκα του φθόνου".

Γυρίσαμε στα σπίτια μας. Αλλά κάτι μέσα μου έμεινε πίσω, σε 'κείνο το αγόρι, σε 'κείνη τη μέρα, σε κείνη τη στιγμή που σφράγισε τη ζωή μου. Στο αγόρι που στεκόταν δίπλα στην Ασπασία.   430 π.Χ.


                                                                                       
Αθήνα: Την πομπή δεν την είδα καλά. Πάρα πολύς ο κόσμος. Πρώτη πέρασε μία διλοχία αστυνόμοι. Ακολουθούσε ένα σύνταγμα οπλίτες, με κατεβασμένη τη περικεφαλαία σαν έτοιμοι για έφοδο. Ένας ψίθυρος ακούστηκε από το  πλήθος και οι διπλανοί μου ρωτούν ο ένας τον άλλον...
- Μα ποιός είναι ; Ποιός είναι ;
- Κοιτάξτε αυτόν το έφηβο ! Κοιτάξτε αυτό το θάμα !
Κατάλαβα πως ήταν ο Αλκιβιάδης. Μεγαλύτερος απ' τα άλλα παιδιά, βάδιζε κρατώντας ψηλά το κεφάλι και γύρω του, έτσιάθελά τους τα συνομήλικά του είχαν αφήσει ένα κενό, λες για να περπατάει πιο ελεύθερα και να φαντάζει πιο πολύ η ομορφιά του.  Δεν υπήρχε θηλυκό κεφάλι να μην γυρίσει. Η γυναικεία ματιά  σπιθίζοντας, ακολουθούσε το ολόξανθο κεφάλι, που λες και τράβαγε   τις περισσότερες ακτίνες του ήλιου πάνω του.    Άγγελος Βλάχος από το ο Κύριός μου ο Αλκιβιάδης. εκδόσεις Εστία
___________________________________  Ο Αλκιβιάδης,


          Εκείνο το αγόρι...  Ο Αλκιβιάδης, ο γιος του Κλεινία και της Δηνομάχης στην πόλη της Αθήνας, όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε στη Μάχη της Κορώνειας,  ήταν τριών χρονών,  κι ο Περικλής πρώτος ξάδελφος της μητέρας του, έγινε προστάτης του, ο  επίτροπος του. 447 π.X.
Ο Αλκιβιάδης μεγαλώνει.  Ο "Αλκιβιάδης ο ωραίος" και ...ο Σωκράτης.   Πρώτος και καλύτερος ο Σωκράτης βέβαια.  Αχώριστοι.   Ο Αλκιβιάδης αγαπούσε και θαύμαζε τον Σωκράτη. Του χρώσταγε πολλά... χωρίς υπερβολή ακόμα και την ίδια του τη ζωή. Μίλαγε, για καιρό, όλη η πόλη γι αυτό...  Ο φιλόσοφος του είχε σώσει τη ζωή, στη μάχη της Ποτίδαιας, κάνοντας ασπίδα το σώμα του,  τον σώζει από βέβαιο θάνατο.  Δύο χρόνια πριν τον "Μεγάλο Πόλεμο της Καταστροφής". Τον πελοποννησιακό....

Όταν πεθαίνει η μητέρα μου είμαι δεκάξι χρονών, νιώθω σαν χαμένη και προσπαθώ να ανταποκριθώ στο πεπρωμένο μου. Αληθινά δεν ξέρω ποιο συναίσθημα ήταν πιο δυνατό...
Η λύπη μου για την μεγάλη απώλεια... ή η αγωνία μου αν θα γυρίσει ο Αλκιβιάδης ζωντανός ;  Κάθε φορά, σε κάθε πόλεμο τον ρώταγα...

- Πάλι καλέ μου ; με θυμάμαι να μην αφήνω τα μπράτσα μου να λυθούν απ' το λαιμό του.
- Πάλι και πάλι... μου απαντούσε, θα με προτιμούσες δίπλα σου δειλό ή να νιώθεις περηφάνια όταν μιλάνε για τις νίκες της Αθήνας και τους ηρωισμούς μου ;


Η πρώτη φορά που έκανα έρωτα με τον Αλκιβιάδη ήταν σ' ένα μικρό σκάφος. Υπήρχε μόνο ο ήλιος πάνω μας...  κι η θάλασσα γύρω μας. Αισθανόμουν σαν να ήμουν μια άλλη, είχα μια έντονη αίσθηση εξωπραγματικότητας. Δεν ήταν σαρκική απόλαυση, ήταν σαρκική ολοκλήρωση. Ένιωθα να είμαι σαν το τόξο του μύθου, (Οδύσσεια).  Μόνο ένας άντρας είχε τη δύναμη να το τεντώσει και τον είχα βρει. Η θάλασσα μας επέβαλε τον ρυθμό της, είμαστε ακούραστοι και αιώνιοι. 
Κι αν κάποιος πει ότι πρόκειται για γυναικεία μεταφυσική, αν κάποιος γελάσει ακόμα, συγχωρείστε τον... δεν βρήκε εκείνον που θα τέντωνε το τόξο ή ακόμα χειρότερα δεν "έγινε"  ποτέ του τόξο για να τεντωθεί !
Δεν χρησιμοποίησα ποτέ κανένα τέχνασμα για να δέσω τον Αλκιβιάδη κοντά μου, παρόλο που αυτό ήθελα περισσότερο...

Εξάλλου καμία γυναίκα δεν θα μπορούσε να έχει απαίτηση για την αποκλειστικότητα. Ο Αλκιβιάδης ήταν όμορφος... ένας θεός, ίδιος  Απόλλωνας...  Ανήκε σε όλες της γυναίκες. Καμία δεν μπόρεσε αντισταθεί στην μοναδικότητα της  γοητείας του, στη δύναμη της έλξης του.  Ο Αλκιβιάδης έκανε έρωτα σα να πολεμούσε... και πολεμούσε σα να έκανε έρωτα.  Αυτό το δήλωνε και με τον οπλισμό του.  Μέρος του οποίου ήταν και μια χρυσελεφάντινη ασπίδα με σύμβολο τον κεραυνοβόλο Έρωτα.

Τον ερωτεύθηκαν όλα σχεδόν τα θηλυκά της εποχής του. Από τη βασίλισσα της Σπάρτης μέχρι την πιο άσημη πριγκίπισσα. Όσο για τις υπόλοιπες γυναίκες, τις "χωρίς τίτλους", θα μπορούσαν να σταθούν, ώρες, αναμένοντας  μια πομπή που θα συμμετείχε σ' αυτήν κι 'Αυτός".   

Αυτός φρόντιζε να αναδεικνύει το κάλλος του με μεγαλοπρεπείς εμφανίσεις και πορφυρά ενδύματα. Καθιέρωσε μάλιστα και νέο σχήμα σανδαλιών που ονομάστηκαν Αλκιβιάδες. Το μόνο φυσικό του ελάττωμα ήταν ένα ελαφρύ τραύλισμα, αλλά ακόμη κι αυτό η γοητεία του Αλκιβιάδη το είχε μετατρέψει σε θέλγητρο, που έκανε τους ακροατές του να τον ακούνε με ευχαρίστηση και τους νέους Αθηναίους να τον μιμούνται!

Όλοι μιλούν για μια τέλεια ομορφιά του Αλκιβιάδη. Ακόμη και το νύχι του μεγάλου δαχτύλου του ποδιού ήταν τέλειο, λέει ο Πλάτωνας. Η πιο συνετή και σεμνή γυναίκα μπορούσε, κατά τον Ξενοφώντα, να υποκύψει στο κάλλος του. 

Οι κακές γλώσσες  τον θέλουν να παντρεύεται στην Άβυδο του Ελλήσποντου την ίδια γυναίκα με τον θείο του και να αποκτά μια κόρη αγνώστου... πατρός. Ίσως να πρόκειται για ψεύδος ή υπερβολή. 



Και μπορεί την ιστορία της Αβύδου να την δω με δυσπιστία, όμως για ο γάμος του με την Ιππαρέτη, στα τριάντα του, είναι γεγονός.  
Ένα περιστατικό, αναιδούς  και αλαζονικής συμπεριφοράς,  από την πλευρά του Αλκιβιάδη, προς  τον Ιππόνικο, τον πλουσιότερο Αθηναίο,  ήταν το εισητήριο.  Ίσως η οικογένεια της, έπρεπε να είχε μετρήσει πιο προσεκτικά το χαστούκι που είχε δώσει στον μέλλοντα πεθερό του ο Αλκιβιάδης, αφού κάθε άλλο παρά ιδανικός σύζυγος υπήρξε.  

Στις άλλες πόλεις δεν ξέρω πως ήταν τα πράγματα, αλλά στην Αθήνα δεν ήταν μεμπτό να διατηρεί ένας άντρας εξωσυζυγικές σχέσεις, αρκεί να υπήρχε διακριτικότητα. Δεν είναι ακριβώς αυτό που θα λέγαμε "ανοχή".   Όμως, η κοινωνία κράταγε "μυστικά".  
Ο Αλκιβιάδης δεν μπορώ να μην πω την αλήθεια, ξεπέρασε κάθε όριο, μη αφήνοντας στην Ιππαρέτη, κανένα περιθώριο.  Αγανακτισμένη μια μέρα τον αφήνειε και καταφεύγει στο σπίτι του αδελφού της. Ο Αλκιβιάδης δεν αντιδρά τότε, θα έλεγες δεν δίνει σημασία...  

Όταν όμως η Ιππαρέτη, αποφασισμένη,  πάει στο δικαστήριο να ζητήσει διαζύγιο, έρχεται η ώρα μιας βίαιης αντίδρασης...   Όρμησε στο δικαστήριο, τη σήκωσε στα χέρια, και περνώντας από την αγορά την πήγε στο σπίτι του.  Για μια ακόμα φορά έμοιαζε να μην τον νοιάζει τι θα πουν οι συμπολίτες του, που ούτε κι εκείνοι τόλμησαν να του εναντιωθούν.  Είχε αποκαταστήσει τα πράγματα, δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να χάσει τα πλούτη της,  ούτε να έχει τη ντροπή ότι τον χώρισε η γυναίκα του; 
Το διαζύγιο όμως βγήκε. 

Στη μεγάλη  καταστροφή της Μήλου, με τις αποκρουστικές περιγραφές των σφαγών του αντρικού πληθυσμού, η Αθηναϊκή αγορά γεμίζει γυναικόπαιδα...  Ερωτεύεται, μια ομολογουμένως πολύ όμορφη κοπέλα από τη  Μήλο, που την φέρανε να πουληθεί σκλάβα στην Αθήνα. Ο Αλκιβιάδης την έβαλε στη ζωή του... και έκανε μαζί της το δεύτερο, για κείνον, παιδί, το τρίτο, με το δικό μου μυστικό μέτρημα !

Δεν Ξέρω το λόγο, που του το κρατούσα μυστικό ότι είχαμε μία κόρη μαζί. Δεν τη είχε δει ποτέ αφού, πολύ βιαστικά κατάφερα και την έστειλα σε μια γνωστή μου οικογένεια για να την μεγαλώσει....

Στο σπίτι μου, στο σπίτι της εταίρας Τιμάνδρας ερχόταν σχεδόν κάθε μέρα και σιγά σιγά η επιπόλαιη σχέση, μεταμορφώθηκε, σ' ένα δεσμό πάθους και αγάπης  - μετά από επιμονή του, αγόρασε ένα σπίτι για μένα, για "να είμαι εξασφαλισμένη ό,τι κι αν συνέβαινε..."

Με τις μέχρι τώρα περιγραφές μου, για τον αγαπημένο μου, θα έχετε σχηματίσει την εικόνα, ενός ανθρώπου των προκλήσεων και της περιπέτειας.  Είναι ένα σωστό συμπέρασμα, αλλά με "πολύ" υπερβολή.   
Υπερβολικές οι φιλοδοξίες του... ή σιγουριά που είχε για το εαυτό του... 

Οι φιλοδοξίες του τον έμπλεξαν και τον έκαναν φυγάδα να καταφεύγει στη αυλή της Σπάρτης....  σ' αυτό το αδιανόητο ειδύλλιο που θα προκαλούσε σάλο δε οποιαδήποτε κοινωνία.  Όταν συνδέθηκε ερωτικά με την Τιμαία, τη γυναίκα του βασιλιά Άγι, εκμεταλλευόμενος την απουσία του σε ταξίδι και αποκτούν και παιδί ! 
Η βασίλισσα, όταν δεν την άκουγαν, φώναζε το παιδί που έκανε μαζί του Αλκιβιάδη, ο εραστής της όμως απλώς κομπάζει για τη σπουδαία του κατάκτηση και έλεγε πως μ' αυτό που έκανε ο θρόνος της Σπάρτης θα ανήκε πια στους απογόνους του.

Πράγματι ο γιος του Λεωτυχίδας λίγο έλειψε να ανέλθει στον θρόνο της Σπάρτης, αλλά το κώλυμα της καταγωγής του τον υποχρέωσε τελικά να παραχωρήσει τη θέση του στον Αγησίλαο. 
Περιττό ίσως να περιγράψω ότι ο βασιλιάς  κατάλαβε τα πάντα. Θυμήθηκε ότι ένας σεισμός τον είχε οδηγήσει κάποια νύχτα στο δωμάτιο της γυναίκας του και ότι από τότε δεν είχαν συνευρεθεί ξανά οι δύο σύζυγοι. Οι ημερομηνίες όμως του σεισμού και της εγκυμοσύνης δεν ταίριαζαν και το πράγμα ήταν ολοφάνερο. 

Ο Άγις προσπαθεί να διώξει τον Αλκιβιάδη από τη Σπάρτη, οι έφοροι όμως δεν είχαν διάθεση να διώξουν τέτοιο σύμβουλο. Εξάλλου, σκέπτονταν, ας ήταν ο Άγις πιο συνεπής στα συζυγικά του καθήκοντα, για να μη στρεφόταν το ενδιαφέρον της Τιμαίας σε άλλον άντρα. 

Πάντα τον δεχόμουν...  Από όπου κι αν γύριζε...  Τον άφηνα να γυρίζει όπου ήθελε... Μερικές φορές πήγα να τον βρω, αλλά μόνο όταν με είχε καλέσει και ποτέ με θυμό ή με πίκρα μέσα μου. 

Άραγε τι θα πουν για μας στο μέλλον ;  Όχι βέβαια για μένα, εμένα θα με ξεχάσουν. Η αγάπη δεν δημιουργεί ιστορία. Η ιστορία της αγάπης πεθαίνει, όταν πεθαίνουν εκείνοι που αγαπούν.  Αλλά η ματαιοδοξία και τα έργα της δημιουργούν ιστορία.  Δεν είναι παράξενο και τραγικό ;


          Η Αθήνα είχε συνέχεια πολέμους, ήταν υπεύθυνη για την συνοχή και προστασία της συμμαχίας και ο Αθηναϊκός στόλος ήταν αήττητος.  Αν μου πείτε να σας αναφέρω χωριστά μια μια τις μάχες είναι  σίγουρο ότι δεν θα τα καταφέρω.   

Ευτυχώς γύριζε ζωντανός.  Μία φορά, οκτώ χρόνια μετά την Ποτίδαια,  στη μάχη του Δηλίου με περηφάνια έλεγε παντού ότι του δόθηκε η ευκαιρία να ξεχρεώσει.  Είχε σώσει εκείνος τώρα τη ζωή του Σωκράτη. Είχε ανταποδώσει ! Δεν του χρώσταγε.

Μέχρι εκεί όμως... ο καθένας ζούσε όπως ήθελε. Η νηφάλια διδασκαλία και ο ασκητικός βίος του δάσκαλου συμπολεμιστή και φίλου, δεν κατόρθωσαν να γίνουν παράδειγμα για τη δική του ζωή,  Βούιζε η πόλη από τις τρέλες του και τις ανυπακοές του  και συνήθιζε να χλευάζει τις παραδεδεγμένες ιδέες περί δικαίου, μετριοφροσύνης, ευσέβειας, πατριωτισμού. 


Είχε επηρεαστεί περισσότερο από τους δασκάλους του σοφιστές, όπως ο Πρόδικος ο φωνακλάς  από την Κέα, και ο Πρωταγόρας, ο βασιλιάς των σοφιστών, που ήξερε την αξία του τόσο καλά ώστε ποτέ δεν έβαζε τίμημα στα μαθήματά του, απλούστατα άφηνε τους μαθητές του να πληρώνουν ό,τι νόμιζαν σωστό.         

Κλείνω τα μάτια και βλέπω τον ανήσυχο Ιππία από το Ίλιον, που είχε πάντα μια συγκεκριμένη θέση να κάθεται, στο μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού μου που μαζεύονταν όλοι.
Τον Κλεινία τον β', αδελφό του Αλκιβιάδη, τους δυο γιους του Περικλή με την Ασπασία, τον γιο της από τον πρώτο γάμο, τον ποιητή Αγάθωνα και τον εραστή του, τον άμυαλο αλλά πάμπλουτο Παυσανία. 

Αργότερα προστέθηκε στη συντροφιά και ο αδελφός του Αγάθωνα, ο Πλάτων, ένας σιωπηλός και σοβαρός έφηβος με λαμπερά μάτια που έβλεπαν κάτι που κανένας άλλος δεν έβλεπε.  Ελπίζω να μην ξέχασα κανέναν...

Συνάντησα φιλοσόφους, που από το φόβο της δυστυχίας απέφευγαν την ευτυχία. Συνάντησα άλλους που ταύτιζαν την ευτυχία με την εξουσία, παρασυρμένοι από το όνειρο να σταματήσουν τη ροή της ζωής.

Είχα ελευθερία και αγάπη από τη μητέρα μου. Μέχρι τα δεκάξι μου που έμεινε κοντά μου, είχα ζήσει μια ζωή που τα περισσότερα κορίτσια ούτε να την ονειρευτούν δεν μπορούσαν. Μέσα σε μια μέρα ο θάνατός της  άλλαξε τη ζωή μου. Δεν μπορούσα να γίνω κάτι διαφορετικό από κείνην...  Έγινα κι εγώ εταίρα. Χάριζα ηδονή  και ερωτική χαρά κι ήμουν υπερήφανη γι αυτό.


Ο Αλκιβιάδης αποφασίζει να συμμετέχει στο λαμπρότερο αγώνισμα των Ολυμπιακών αγώνων, στην αρματοδρομία, φέρνοντας στην Ολυμπία 7 τέθριππα άρματα !
H Ολυμπιάδα αυτή υπήρξε ένας ακόμη θρίαμβος, ο απόλυτος θρίαμβος, αφού κέρδισε τις 3 πρώτες θέσεις, σπάζοντας την κυριαρχία των Σπαρτιατών στο αγώνισμα, γεγονός που το γιόρτασε με αλαζονικό τρόπο.
416 π.Χ. 

Τέσσερα χρόνια μετά την εκλογή του ως στρατηγός στην Αθήνα.  
Λίγους μήνες αργότερα, υποστηρίζοντας τις απόψεις του στην αθηναϊκή εκκλησία του δήμου υπέρ της εκστρατείας στη Σικελία, ο Αλκιβιάδης, χρησιμοποιεί πολιτικά, κομπάζοντας,  αυτές τις νίκες. Ισχυρίζεται ότι με τη μεγαλόπρεπη εμφάνισή του και με τις προσωπικές νίκες του πρόσφερε στην πατρίδα του μεγάλη αίγλη και δημιούργησε σε όλους τους Έλληνες "εντύπωση ισχύος ανώτερη της πραγματικής". 

Κανείς δεν ένιωθε ικανός ν' ανταγωνιστεί την τέχνη των επιχειρημάτων του, τη ζέστη της ματιάς του όταν παθιαζόταν, τη δύναμη που έβαζε στο λόγο του, όταν μίλαγε στον δήμο.
Κανείς δεν μπορούσε να νικήσει όπως εκείνος στις αρματοδρομίες , στην 91η Ολυμπιάδα.
Έτσι, ο "περιβόητος Αθηναίος στρατηγός", -τον πείραζα-, έπεισε όλους σχεδόν, να εγκρίνουν τη μεγάλη εκστρατεία και να αναθέσουν την αρχιστρατηγία στον ίδιο.

Τον άκουγαν εκστατικοί όταν τους εξηγούσε όσο μπορούσε πιο απλά, ότι αν έπαιρναν τη Σικελία, μετά η πλούσια Καρχηδόνα ήταν... δίπλα. Τους έκανε με το λόγο του να βλέπουν τους εαυτούς τους ήδη στην πλούσια πόλη !

Οι πιο φρόνιμοι Αθηναίοι έκαναν ότι μπορούσαν για να σταματήσουν την εκστρατεία στη Σικελία. Ακόμα και ο Σωκράτης έφτασε να πει, ότι το δαιμόνιό του, εκείνη η εσωτερική φωνή που τον καθοδηγούσε, τον είχε προειδοποιήσει για τις συνέπειες. Η απόφαση πάρθηκε... και η δόξα που περίμενε τον Αλκιβιάδη θα ήταν μεγάλη.

Τον περίμενα όλο το βράδυ...
Όμως εκείνος είχε "μεθύσει" που έβλεπε να πραγματοποιείται το όνειρο του. Περισσότερο ικανοποιημένος δεν μπορούσε να είναι. Το "γιόρτασε" με φίλους. Στο ξημέρωμα ανέβηκε στο πλοίο του και αμέσως διέταξε τον απόπλου.
 

Κοσμοσυρροή στο λιμάνι. Φιλοδοξίες, ματαιοδοξίες,  και μεγάλες προσδοκίες...  Ένα ατελείωτο καραβάνι ανθρώπων κι όλοι είχαν τη θέση τους, όλοι ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν. Κίνηση, φασαρία, φωνές, παραγγέλματα μπερδεμένα με παιάνες, σκόνη.... Τεράστιοι όγκοι δεμάτων... Άπειρα, ατελείωτα τα εφόδια... 
Είναι μεσοκαλόκαιρο και τα 134 πλοία  του αθηναϊκού στόλου από ώρα σε ώρα θα αποπλεύσουν από τον Πειραιά.  Στρατηγοί ο Αλκιβιάδης, ο Νικίας και ο Λάμαχος. 
Προορισμός η Σικελία.  
Μα θα ήταν, χωρίς υπερβολές, κι ο εντυπωσιακότερος στόλος που είχε ποτέ αποπλεύσει από ελληνικό λιμάνι.  Κι όλος ο πληθυσμός της Αθήνας είχε κατέβει στο λιμάνι...  



«....Για να ξεπροβοδίσουν ο καθένας τους δικούς του, άλλοι τους φίλους τους, άλλοι τα παιδιά τους, και πορεύονταν με ελπίδα και μαζί με κλάματα, από τη μία για τα όσα θα αποκτούσαν και από την άλλη επειδή άραγε θα τους ξανάβλεπαν, καθώς αναλογίζονταν πόσο μακριά από την πατρίδα ήταν το ταξίδι για το οποίο ξεκινούσαν».  Θουκιδίδης


Είχα κατέβει βέβαια κι εγώ στο λιμάνι... Χαμένη στο πλήθος...  προσπαθούσα να τον βρω, όταν ένιωσα να ....αιωρούμαι ξαφνικά... Κάποια χέρια με είχαν σηκώσει ψηλά... πριν ακόμα δω...  Ήξερα ότι ήταν η δική του αγκαλιά. 

-  Νόμιζες ότι θα φύγω έτσι ; Χωρίς να πάρω μαζί μου τη ματιά σου, το άγγιγμα... και την  ανάσα σου ; 

Ο Αλκιβιάδης τελικά είχε νικήσει κι εγώ είχα χάσει. Είχε καταφέρει μια ακόμα φορά να κάνει αυτό που ήθελε.  415 π.X.

          Πρώτος σταθμός του εκστρατευτικού σώματος ήταν η Κέρκυρα, όπου οι Αθηναίοι και όσοι από τους συμμάχους τους είχαν ξεκινήσει μαζί τους συναντήθηκαν με τις υπόλοιπες συμμαχικές δυνάμεις. Για τη Σικελία απέπλευσαν συνολικά περίπου 150 πλοία, πολεμικά και βοηθητικά, και περισσότεροι από 5.000 άνδρες, από τους οποίους Αθηναίοι ήταν σχεδόν το ένα τρίτο. Ακόμη, σύμφωνα με υπολογισμούς, τα πληρώματα των πλοίων και μόνο, υπερέβαιναν τις 25.000 άνδρες.
Οι πόλεις της Σικελίας δεν υποδέχονται φιλικά το αθηναϊκό εκστρατευτικό σώμα. Οι περισσότερες δεν του επιτρέπουν την είσοδο στο έδαφός τους, μερικές μάλιστα του αρνήθηκαν ακόμη και τον ανεφοδιασμό με νερό.

Οι στρατηγοί κατέστρωναν ακόμη τα σχέδια των κινήσεών τους και οι επιχειρήσεις στη Σικελία δεν είχαν καλά καλά αρχίσει, όταν ένα αναπάντεχο γεγονός ήρθε να αναστατώσει το στράτευμα: 

Η Αθήνα,  η Εκκλησία του δήμου αποφασίζει να ανακαλέσει από τη Σικελία τον Αλκιβιάδη, για να τον δικάσει για τις κατηγορίες που τον βάραιναν, είχε μάλιστα στείλει στη Σικελία για να τον παραλάβει το ειδικό ιερό πλοίο, τη Σαλαμινία.
Η κατηγορία για ιεροσυλία
 είναι φοβερή.  Οι εχθροί του υποστηρίζουν  ότι, την παραμονή της αποχώρησης για τη Σικελία, αυτός και οι φίλοι του, σε κατάσταση μέθης, ακρωτηριάζουν τις ερμαϊκές στήλες, τους οδοδείκτες στους δρόμους και τις πλατείες της πόλης. Τον βρίζουν όλοι... Όπου σταθεί κανείς ακούει προσβλητικά σχόλια. Μια μέρα είχαν μαζευτεί και έξω από μένα.. Ευτυχώς επενέβησαν δυο καλοί μου φίλοι.  

Πικραμένος που του χαλάνε το όνειρο, οργισμένος που του κλέβουν τη δόξα, αλλά και φοβισμένος για την καταδίκη σε θάνατο, ο Αλκιβιάδης  μπλοφάροντας όπως πάντα, δείχνει να υποτάσσεται πειθήνια στην εντολή, αλλά καθ' οδόν προς την Αθήνα ξεγελάει τη συνοδεία και δραπετεύει...  

Τους αφήνει όλους άφωνους...  Η είδηση φτάνει στην Αθήνα. Το ακούν αλλά δεν θέλει κανείς να το πιστέψει...  

Ο Αλκιβιάδης κατέφυγε στη Σπάρτη ! ;  Τους πρόδωσε ;  

Ο αγαπημένος τους... στον εχθρό ! ; Καλά που έχει πεθάνει ο Περικλής να μην ζήσει  τη μεγάλη ντροπή ! 

Αυτή η εξέλιξη ήταν μοιραία για όλους.  Ανατρέπει τα στρατηγικά σχέδια των Αθηναίων και είχε σοβαρή αρνητική επίδραση στο ηθικό του στρατού.

Η εξέλιξη της εκστρατείας, που έμεινε στην ουσία ακέφαλη, μετά την δραπέτευση του Αλκιβιάδη, για τους Αθηναίους καταλήγει σε καταστροφή. Οι στρατηγοί Δημοσθένης και Νικίας παραδόθηκαν και εκτελέστηκαν, ο Λάμαχος είχε φονευθεί σε μία σύγκρουση με τους Συρακούσιους, ενώ χιλιάδες αιχμάλωτοι Αθηναίοι και σύμμαχοί τους πέθαναν από τις κακουχίες στα λατομεία των Συρακουσών.



Σικελική Εκστρατεία
Για τον Αλκιβιάδη όμως, τίποτα δεν μοιάζει δύσκολο.
Κερδίζει την εμπιστοσύνη του βασιλιά, της αυλής και των αρχόντων της σπαρτιάτικης πολιτείας.
Έρχονται τα πάνω κάτω... 


Η Σπάρτη στέλνει, με την καθοδήγηση του οργισμένου για την αδικία στρατηγού, εκστρατευτικό σώμα στη Σικελία για να βοηθήσουν τους Σελινούντιους και τους σύμμαχους τους Συρακούσιους.



Το χειρότερο όμως κτύπημα έρχεται όταν με δική του προτροπή καταλαμβάνουν και οχυρώνουν τη Δεκέλεια στην Αττική. Όλεθρος.... Το σχέδιο είναι να αποκόψουν την Αθήνα από την αγροτική ενδοχώρα της και το καταφέρνουν....
Η κατάσταση στην Αθήνα είναι κρίσιμη. Εξελίσσεται άσχημα... όλοι πιστεύουν ότι είμαστε χαμένοι αλλά κανείς δεν το παραδέχεται φωναχτά.
Είχα να τον δω από τότε που έφυγε για τη Σικελία, μέσα στη δόξα. Περιττό να αναφέρω ότι ζούσα δυο ζωές. Θα σας εξηγήσω αμέσως τι εννοώ. Έφτιαξα μια για τους άλλους, άδεια από συναισθήματα... Όμως η καρδιά μου ζούσε αλλού... Πού ; Δεν ξέρω, ξέρω ότι μου έλειπε πολύ... και η καρδιά μου και ο Αλκιβιάδης που την είχε μαζί του! Δεν ήξερα πως να ζήσω χωρίς αυτόν. Δεν ήξερα τι να κάνω χωρίς αυτόν. Ο Αλκιβιάδης ο γοητευτικός, ο ικανός, ο αξεπέραστος στρατηγός, που είχε πολλά να ξεχάσει, ας τα ξέχναγε. Όλα, εκτός από μένα ! 

Τα νέα που φτάνουν στ' αυτιά μου από την αυλή της Σπάρτης μου προκαλούν ανησυχία, φόβο και πόνο. Και δεν είναι από γυναικεία ζήλια. Τον αγαπάω πάνω από αυτό. Ανησυχώ ότι η σχέση που δημιουργεί με την βασίλισσα θα του κάνει κακό.
Δεν το ευχήθηκα ποτέ, αλήθεια σας λέω, αλλά η κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχό των παράνομων εραστών. Της βασίλισσας Τιμαίας και του Αλκιβιάδη.
Ένα μεγάλο αδιέξοδο παρουσιάζεται όταν ενώ λείπει ο βασιλιάς.... η βασίλισσα μένει έγκυος. Ο Άγις όταν επιστρέφει και καταλαβαίνει τι έχει γίνει ζητάει τον θάνατο του Αλκιβιάδη.
Οι έφοροι που ξέρουν ότι η βοήθεια του Αλκιβιάδη είναι πολύ σημαντική για τον "στερηθούν", διαφωνούν και γίνονται προσωρινά οι σωτήρες του. Η αναστάτωση στη πόλη είναι πολύ μεγάλη.

Όλοι μιλάνε με ανακούφιση για την άσχημη τροπή των γεγονότων. Η ρήξη με τον βασιλιά χαροποιεί τους εχθρούς του.  Δεν θα καθοδηγεί πια τους Σπαρτιάτες, υποδεικνύοντας τα αδύνατα σημεία μας, που ήξερε καλύτερα απ' όλους.  Ο Αλκιβιάδης  φεύγει  άλλη μια φορά, κυνηγημένος πάλι, για να σώσει τη ζωή του. 
Αυτή τη φορά, καταφύγιο από την οργή του ταπεινωμένου Άγι, του Σπαρτιάτη βασιλιά, θα βρει στη περσική αυλή. Προσπαθεί να ζεστάνει τις σχέσεις του... Κερδίζει την εμπιστοσύνη του Τισσαφέρνη του νέου σατράπη και κάνει τους δικούς του πολιτικούς ελιγμούς. Οι συμβουλές του αποτελεσματικές, οι ευφυείς στρατηγικοί ελιγμοί "κερδίζουν" τον σατράπη. Αλλά είναι δυσδιάκριτοι για όποιον θα επιχειρούσε να καταλάβει τον τελικό του στόχο κάθε φορά... Που αλλάζει συνέχεια...
Καταφέρνει: 

 - Να στρέψει τους Πέρσες εναντίον των συμμάχων τους Σπαρτιατών και να μειώσει τις πληρωμές που έκανε ο σατράπης στον πελοποννησιακό στόλο.
- Να δωροδοκήσει τους Στρατηγούς των πόλεων για να κερδίσει πολύτιμες πληροφορίες για τις δραστηριότητες τους.
- Τέλος, και πιο σημαντικό, τον συμβουλεύει να μην φέρει τον περσικό στόλο σε σύγκρουση, καθώς ο συνεχής πόλεμος θα προκαλούσε εξάντληση στους στρατιώτες.

Αν και οι Πέρσες, φαινομενικά, επωφελούνται από τις συμβουλές του Αλκιβιάδη, ο αληθινός στόχος του, ήταν να χρησιμοποιήσει την επιρροή του στους Πέρσες για να αποκαταστήσει τη σχέση του με την Αθήνα και να του επιτραπεί να πάρει τη "θέση" που
κατείχε πριν την παγίδα που του έστησαν οι εχθροί του.

Άρχισε να καταλαβαίνει ότι η "ριζοσπαστική δημοκρατία" της Αθήνας δεν θα συμφωνούσε. Προσπαθεί, ερχόμενος σ' επαφή με Αθηναίους διοικητές στη Σάμο, να τους υποδείξει ότι αν αλλάξουν το πολίτευμα της Αθήνας, σε ολιγαρχία φιλική προς αυτόν, εκείνος έχει συνεννοηθεί με τον Τισσαφέρνη, να σταματήσουν να βοηθούν τους Σπαρτιάτες.
Αν η πολιτεία, γίνει φιλική προς αυτόν, εκείνος υπόσχεται, θα επέστρεφε στην Αθήνα με περσικά νομίσματα στα χέρια, και πιθανώς και ένα περσικό στόλο από 147 τριήρεις !
Οι περισσότεροι διοικητές του αθηναϊκού στόλου δέχθηκαν αυτό το σχέδιο και καλωσόρισαν την προοπτική ενός στενότερου συντάγματος, το οποίο θα τους επέτρεπε να έχουν μεγαλύτερο μερίδιο στον καθορισμό της πολιτικής.
Οι διαπραγματεύσεις αποτυγχάνουν.... Ο Αλκιβιάδης παραμένοντας εξόριστος στην περσική αυλή, αλλά δεν χάνει επαφή με ανθρώπους από την Αθήνα.
Δυστυχώς σε μια συνάντηση που έχει με τον Τισσαφέρνη, φέρνοντας του δώρα, ελπίζοντας και πάλι να δοκιμάσει να κερδίσει την επιρροή του στον Πέρση κυβερνήτη, παρεξηγούνται οι προθέσεις του και βρίσκεται στη φυλακή...


Τριάντα μέρες και τριάντα νύχτες στη φυλακή του πέρση σατράπη στις Σάρδεις. 
Το κελί του ήταν υπόγειο, γεμάτο νερό που του έφτανε ως τα γόνατα.  Δεν μπορούσε βέβαια να ξαπλώσει και σιγά-σιγά "εκπαιδεύτηκε" να κοιμάται όρθιος... σαν άλογο !

Υπέφερε από φοβερούς πόνους στα πόδια και στην πλάτη. Δεν παραπονιόταν, δεν βογκούσε. Τσαλαβουτούσε στο νερό μπρος πίσω και σκεφτόταν όλη την ώρα πως θα μπορούσε να αποδράσει. Δεν το έβαλε κάτω ούτε για μια στιγμή.

Η συμπεριφορά του ήταν άκρως ευγενική προς τους αγροίκους φρουρούς του και τους κολάκευε σε κάθε ευκαιρία. Συζητούσε μαζί τους για διάφορα θέματα. Μια μέρα έπιασε ένα βλέμμα που θα έλεγε ότι ήταν ερωτικό. 
Ναι, δεν πρέπει να έκανε λάθος,  τον είχε ερωτευθεί ένας φρουρός. 
Ο Αλκιβιάδης δεν του ζήτησε ποτέ ανοιχτά βοήθεια, απλά άφηνε πότε πότε το βλέμμα του να σταθεί πάνω του λίγο περισσότερο, μόνο αυτό.
Ο φρουρός ήταν ένας νεαρός λίγο παραπάνω από είκοσι χρονών με λαμπερά μάτια και όμορφο, κεχριμπαρένιο δέρμα. Μια νύχτα ήρθε και άνοιξε την πόρτα χωρίς λέξη. Ούτε ο Αλκιβιάδης είπε τίποτα. 

Έξω από τη φυλακή περίμενε ένα άλογο. Μόνο ένα. Δεν δίστασε... δεν στάθηκε ούτε δευτερόλεπτο μόλις είδε τον νεαρό να θέλει να τον βοηθήσει...  Ανεβαίνοντας στο άλογο τον ρωτάει:
-  Εσύ τι θα κάνεις ;    
Δεν του απάντησε... μονάχα τον κοιτούσε... Έκανε αυτό που έπρεπε, του έκανε νόημα να καβαλήσει κι αυτός.  Βγήκανε από την πόλη, σιγά σιγά, προλαβαίνοντας το ξημέρωμα  και οι δύο πάνω στο ίδιο άλογο.
Θυμάμαι τη περιγραφή  των συναισθημάτων του, σ' αυτή τη μεγάλη φυγή.


"Ποτέ μου δεν ένιωσα πιο ευτυχισμένος, πιο ελεύθερος... αν κι ευτυχισμένος δεν είναι η σωστή λέξη, πιο σωστά... είχα ότι ονειρευόμουν. 
Μόλις είχα σωθεί από βέβαιο θάνατο.  Το άλογο ήταν νέο και δυνατό. Στην πλάτη μου αισθανόμουν το στήθος του νεαρού.  Τα κορμιά μας σαν ένα, είχαν τον ρυθμό του αλόγου.  Κι αυτή η πορεία από τη βεβαιότητα (του θανάτου) στην αβεβαιότητα της ελευθερίας, της περιπέτειας, μου έδινε μια αφάνταστη ευφορία. 
Σε μια μικροσύγκρουση, λίγο αργότερα, ο νεαρός σωτήρας μου σκοτώνεται..."

Τελειώνει τη διήγησή του χαμηλώνοντας τη φωνή του και τα μάτια του, λες και ντράπηκε ξαφνικά που εκείνος είχε ζήσει !

          Στην Αθήνα θαυμασμός... Ψιθυριζόταν ότι ο Αλκιβιάδης είχε δραπετεύσει από τον σατράπη... Για μια ακόμα φορά τους είχε βγάλει κοροϊδευτικά τη γλώσσα. Στη πόλη δεν έφτασε τίποτ' άλλο εκτός από την απόδραση του. Ούτε πως, ούτε που βρίσκεται. Εμένα μου έφτανε μόνο να μαθαίνω ότι ζει. Όλα τ' άλλα δεν είχαν και πολύ μεγάλη αξία.

Μετά από λίγο καιρό μαθαίνουμε ότι τα κατάφερε... κρύφτηκε λίγο καιρό, βρήκε υποστηρικτές... και γύρω στην άνοιξη, ίσως, έρθει...  στην Αθήνα.  Φοβόμουν να αφεθώ να το πιστέψω.  
Το έβλεπα σαν απίθανο όνειρο να τον ξαναδώ... Είχε περάσει πολύς καιρός από εκείνο το βράδυ, το προηγούμενο του μεγάλου απόπλου για την Σικελία,  που δεν το πέρασε μαζί μου για να γιορτάσει με φίλους,  λίγο πριν να φύγει προς την "μεγάλη δόξα"  που περίμενε να τον στέψει !  

Τις επόμενες μέρες προσπάθησα να μάθω κάτι περισσότερο...  Μια λέξη θυμάμαι, να επαναλαμβάνεται μέσα μου.
  
- "Επιτέλους...  Μα, δεν είναι πολύ όμορφη η ζωή ; Επιτέλους."   
Άρχισα τα σχέδια...  Πως θα περάσουμε τη νύχτα μας μετά από τόσο καιρό.  Πως δεν θα τον ξανάχανα ποτέ πια. 

Τα δικά του σχέδια, όμως, ήταν διαφορετικά.   
Είχε ειδοποιηθεί για τη ευχάριστη τροπή που είχε διαμορφωθεί στην Αθήνα γι αυτόν.   Ανάκληση των κατηγοριών.  Η απόφαση της πολιτείας ήταν επίσημη.  Η ανάκληση που είχε γίνει αποδεκτή με μεγάλη πλειοψηφία,  είχε περάσει μετά από πρόταση του Κριτία, ενός πολιτικού συμμάχου του. Ο Αλκιβιάδης μπορούσε να επιστρέψει και να αποκατασταθεί το όνομά του και η τιμή του.  
Παρ' όλο που έγιναν όλα τυπικά...   Εκείνος είχε τα δικά του μεγαλεπήβολα σχέδια. 
Ναι, θα επέστρεφε "εν δόξη" αλλά όπως το εννοούσε εκείνος ! 


Τα νέα στην Αθήνα πέρναγαν από στόμα σε στόμα...  
Ο Αλκιβιάδης δεν ήταν εναντίον τους πια ! 
Τώρα θα άλλαζαν πολλά για την Αθήνα.

Νίκες...
Έπειτα από αρκετές ναυμαχίες ανάμεσα στους δύο στόλους Αθηναίων και Σπαρτιατών και αυτή τη φορά πολεμάει στην πλευρά της Αθήνας, για τη νίκη των Αθηναίων... 

Έπειτα από συνεχόμενη προσπάθεια να εξοικονομεί χρήματα κάθε φορά, για να πληρώνει τους κωπηλάτες και τους ναύτες του.   Έπειτα από μια επικίνδυνη "ισορροπία" που έπαιζε με τους Πέρσες που ήταν με το μέρος της Σπάρτης...  

Φαίνεται να γέρνει η πλάστιγγα προς την Αθήνα. Την άνοιξη στην Κύζικο  και ενώ οι Σπαρτιάτες, με την χρηματοδότηση των Περσών, διαθέτουν έναν νέο στόλο...  Νικήθηκαν και υποχωρούν,  οι Αθηναίοι καταστρέφουν όλα τα σπαρτιατικά πλοία.

Μια επιστολή που στάλθηκε στη Σπάρτη από τον Ιπποκράτη, αντιναύαρχο υπό τον Μίνδαρο, κλάπηκε και οδηγήθηκε στην Αθήνα - έγραφε τα παρακάτω: 

«Τα πλοία είναι χαμένα. Ο Μίνδαρος νεκρός. Οι άνδρες πεθαίνουν από πείνα. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε... !» 

Λίγο αργότερα, η Σπάρτη πρότεινε ειρήνη, αλλά οι Αθηναίοι με την πίστη και την αλαζονεία του άτρωτου νικητή αρνούνται.  410 π.Χ.


Τώρα είναι η ώρα να επιστρέψει.  Όπως το είχε σχεδιάσει...  Αλλά δεν εμπιστεύεται κανένα πια.  Ακόμα και τους πιστούς του φίλους που τον διαβεβαιώνουν ότι η Αθήνα δεν του παίζει ένα άσκημο παιγνίδι.  

Εκείνος όμως είναι δύσπιστος. Θέλει να είναι εξαιρετικά προσεκτικός στην επιστροφή του. Ακόμα και τώρα... Στον απόηχο της πιο πρόσφατης νίκης του.  
Δεν πάει κατευθείαν στην Αθήνα, περνάει από τη Σάμο, εφοδιάζεται με 20 πλοία. Σαλπάρει για το Γύθειο....  για να κάνει έρευνες, εν μέρει για τις αναφερόμενες προετοιμασίες των Σπαρτιατών εκεί, μην ξεχνάμε ο πελοποννησιακός πόλεμος δεν έχει τελειώσει...  
Αλλά αυτό που τον ενδιαφέρει περισσότερο είναι τα αισθήματα των συμπολιτών του για την επιστροφή του.  Οι έρευνες του, οι δικοί του άνθρωποι,  τον διαβεβαιώνουν, ξανά και ξανά, ότι η Αθήνα ...κι εγώ, περιμένουμε. 
Φιλικά ή Αθήνα και ανυπόμονα εγώ, την επιστροφή του. Όλοι του οι φίλοι του μηνύουν να μην διστάζει να επιστρέψει.

          Τελικά, σαλπάρει για τον Πειραιά. Πλήθος αποφασισμένο να δει τον διάσημο Αλκιβιάδη, κατέβηκε στο λιμάνι. Εκείνος διστάζει... ακόμα.

Μ
παίνει στο λιμάνι καθυστερώντας, δεν πιστεύει κανέναν.  Δισταγμός, δυσπιστία,  φόβος...  Βλέπει τον ξάδερφο του και άλλους φίλους του και γνωστούς του, οι οποίοι με νοήματα με φωνές, τον καλούν στη ξηρά.  
Δίνει το πρόσταγμα στους κωπηλάτες.  Η τριήρης  κόβει ταχύτητα. Επιτέλους,  θα πλευρίσει, το έχει πάρει απόφαση.  

Όσα όνειρα κι αν είχε κάνει γι αυτήν τη στιγμή, σίγουρα οι εικόνες που είχε μπροστά του τα ξεπερνούσαν.  Στην ακτή, τον υποδέχονται σαν ήρωα. Ο ενθουσιασμός τους μεγάλος... Λατρεία, γι αυτόν που μίσησαν περισσότερο από κάθε άλλον ίσως... Ήταν η μεγάλη τους ελπίδα για την νίκη και τη σωτηρία τους.  Του δίνουν τον τίτλο του «στρατηγού αυτοκράτορα», δηλαδή του στρατηγού με απόλυτη εξουσία... και  ο Αλκιβιάδης συνέχισε τον πόλεμο εναντίον των Σπαρτιατών.   407 π.Χ. 

Υπήρξαν και κάποιοι που είδαν ένα κακό οιωνό στο γεγονός ότι επέστρεψε στην Αθήνα την ίδια μέρα όταν γινόταν η τελετή των Πλυντηρίων.  Αρκετά μεγάλη για την Αθήνα, αφού γιόρταζαν, το καθάρισμα του παλαιού αγάλματος της Αθηνάς  -της θεάς της σοφίας, της στρατηγικής και του πολέμου.   Εθεωρείτο ως η πιο άτυχη μέρα του χρόνου για να γίνει μια σημαντική αλλαγή. 

Όλες οι ποινικές διαδικασίες εναντίον του ακυρώθηκαν και οι κατηγορίες της βλασφημίας  αποσύρθηκαν επισήμως. Τώρα είχε τη δυνατότητα  να διεκδικήσει την αξιοπρέπεια του και να ανεβάσει το ηθικό των Αθηναίων ο
δηγώντας την ιερά πομπή προς την Ελευσίνα  για την τελετή των Ελευσινίων Μυστηρίων. 

Ύστερα από σχεδόν οκτώ  χρόνια... Πάλι περήφανα, όπως πάντα...  "δια ξηράς".  Για πρώτη φορά μετά την κατάληψη της Δεκέλειας από τους Σπαρτιάτες.
Από τότε που με τη δική του συμβολή είχε παγιδεύσει την Αθήνα. Από τότε που το πόδι του Σπαρτιάτη είχε πατήσει στην Αττική, η ιερότερη και πιο σεβαστή τελετή από όλες τις γιορτές,  η διαδρομή προς τιμή της θεάς Δήμητρας και της κόρης της Περσεφόνης, είχε αντικατασταθεί "δια θαλάσσης". 
Ο Αλκιβιάδης με ένα επιβλητικό απόσπασμα από στρατιώτες που συνόδευσαν την πομπή, έπεισε τους Αθηναίους ότι δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν.  Τώρα ήταν μαζί τους αυτός. Με αυτήν την κίνηση κατάφερε να αποκαταστήσει την πληγωμένη τους περηφάνια. Άλλαξε την ψυχολογία όλων των Αθηναίων. 
Η εκκλησία τον εξέλεξε ως ανώτατο διοικητή ξηράς και θάλασσας.  
Η τιμή του αποκαταστάθηκε και του αποδόθηκε πίσω η περιουσία του. 

Είμαστε πάλι μαζί. Τι να σας πρωτοπώ τώρα ; Όλα είναι πιο σημαντικά τώρα. Ακόμα και απλά πράγματα της καθημερινότητας, έχουν αποκτήσει άλλη σημασία, άλλη αξία. Η ζωή μου βρήκε ένα αλλιώτικο ενδιαφέρον, ακόμα και για πράγματα αδιάφορα, κάποτε για μένα.

Με ενδιέφερε κάθε τι που έλεγε... Μέχρι και τα βαρετά στρατηγικά του σχέδια... Που πολλές φορές τον άκουγα να μονολογεί.

 Θα έλεγα ότι μου έμοιαζα με παιδί που η χαρά το κάνει να συμπεριφέρεται ανόητα.   Ήμουν η πιο ευτυχισμένη γυναίκα στον κόσμο.  Όλα γίναν πιο γοητευτικά και στα μάτια μου είναι όλα καινούργια. Εγώ τα έβλεπα έτσι ; Ή επηρεάστηκαν, κι αυτά,  από τη γοητεία του Αλκιβιάδη, ή  από το χρώμα της πόλης όπως ερχόταν σιγά σιγά ο χειμώνας ; 



Ο Παρθενώνας έμοιαζε πιο λαμπερός από ποτέ... ο ήλιος έλουζε τις χρυσές του λεπτομέρειες και σε στράβωνε. Αληθινό χρυσάφι. 

Μα κι όταν γινότανε γκρίζος ο ουρανός... πάλι ήταν όμορφος ο ιερός βράχος κι ακόμα πιο μυστηριακός  ο ναός της Αθηνάς. 

Οι επιφάνειές του άλλαζαν, έδειχναν πιο στιλπνοί τώρα... 


Εμένα μ' αρέσει η βροχή.  Πάντα μ' άρεσε. 
Κάθε σύννεφο μια πηγή ζωής. Κάθε της σταγόνα ένα ταξίδι. Μ' άρεσε να την ακούω, να την κοιτάω...  
Να περπατάω παρέα της, να με λούζει, άλλοτε δειλά, με γλύκα και τρυφερότητα... Να με χαϊδεύει απαλά βρέχοντάς μου την εσθήτα που γινόταν ένα δεύτερο δέρμα πάνω μου.    
Κι άλλοτε βίαια, κάθε σταγόνα κι ένα μικρό τσίμπημα. Τσίμπημα αφύπνισης που μου έλεγε:  "Μην χάνεσαι,  μην ονειρεύεσαι...  Ζήσε το τώρα σου...  Αύριο δεν ξέρεις τι θα γίνει...."  


Ένας περίπατος στο ναό όμως, ενώ έβρεχε, είναι πύλη για έναν καινούργιο άγνωστο κόσμο.

Μην περιμένετε η περιγραφή μου να αποδώσει την δύναμή του, την δόνησή του. 

Δεν περιγράφεται, μόνο να "νιώσετε" μπορείτε.... 

Μόνο μέσα από τις αισθήσεις σας θα το αγγίξετε... 

Μόνο αν λαχανιάσετε ανεβαίνοντας, αν δείτε τη γυαλάδα της σμιλεμένης πεντελικής  πέτρας, αν μυρίσετε τον ευωδιαστό αγιασμένο αέρα της θεάς, αν αφεθείτε να σας χαϊδέψουν οι αραιές ακτίνες του ήλιου, που θα τρυπώσουν με το πρώτο ξάνοιγμα του Αττικού ουρανού. 

Με τρυφερότητα, φιλοσοφικά συμπόσια, ψυχαγωγία και νέες ερωτικές εμπειρίες. 
Τον χειμώνα τον περάσαμε μαζί. Δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος. Δεν ήμουν η ίδια γυναίκα. 
Η καρδιά μου άρχισε σιγά σιγά να ζεσταίνεται. Χρησιμοποιούσα διάφορα κόλπα να τον κάνω να ξεχνιέται.  Κάθε μέσον, μήπως σταματήσω να βλέπω αυτή τη  σκιά στα μάτια του,  που μάλλον μόνο εγώ την έβλεπα...  Νεράκι στα χέρια μας, ο χρόνος  κύλησε.

Μαζί με τον χειμώνα, φεύγει και ο Αλκιβιάδης. Του αναθέτουν μια νέα αποστολή. Ο στόλος που έχει υπό τις διαταγές του, αριθμεί 100 πλοία και 1500 οπλίτες. Αυτή τη φορά αποπλέει ήσυχα από τον Πειραιά. Ο  Πελοποννησιακός πόλεμος πάντα εν εξελίξει. Είμαστε στον 23ο χρόνο πια.  Είναι ένας γέρος πόλεμος,  που έχει πεισμώσει και δεν λέει να τελειώσει.   Μας γέρασε... Γέρασε κι η πόλη μαζί του. 406 π.Χ

          Αποτυχία του Αθηναϊκού στόλου στην Άνδρο, ή πρώτη. Κινείται  προς τη  Σάμο, και συνεχίζει για Νότιον.  Ο εχθρός είναι στην Έφεσο. Οι Πέρσες αλλάζουν σατράπη. Τη θέση του Τισσαφέρνη παίρνει ο Κύρος ο νεότερος  -γιός του Δαρείου Β'- ο οποίος αποφασίζει να υποστηρίξει οικονομικά τους Πελοποννήσιους. 
Το χρήμα πάντα θα λερώνει όταν μπαίνει ανάμεσα στους ανθρώπους.  Πολλοί Αθηναίοι εξαγοράζονται και λιποτακτούν στον σπαρτιάτικο στόλο. Ένα μικρό λαθάκι του Αθηναίου στρατηγού και η άκρατη φιλοδοξία του παλιού του φίλου και καπετάνιου του Αντίοχου, ύφαναν σιγά σιγά ένα άσκημο τέλος...

Έναν ολόκληρο μήνα περιέπλεε ο Αλκιβιάδης τις ακτές της Ιωνίας, αλλά ο Λύσανδρος δεν έβγαινε στα ανοιχτά να πολεμήσει.  Ο Αλκιβιάδης γνωρίζει τον Λύσανδρο, τον Σπαρτιάτη στρατηγό,  από την εποχή που έζησε στη Σπάρτη.  Θαύμαζε την ψυχραιμία, τη λιτότητα και την αυτοσυγκέντρωση του ευφυούς άνδρα.   Ο καιρός περνάει,  η πολιορκία του Θρασύβουλου του συμμάχου, στη Φώκαια του δημιουργεί  δίλημμα...  Τελικά αποφασίζει να αφήσει το Νότιον,  να βοηθήσει τον Θρασύβουλο για μία ευνοϊκή έκβαση.

Ξέρει, ότι ο πελοποννησιακός στόλος είναι πολύ κοντά,  έχει το σχέδιό του...  δεν παίρνει μαζί του όλα τα πλοία. Αφήνει τον Αντίοχο να παρακολουθεί τους Σπαρτιάτες, με  80 πλοία.  Η εντολή που αφήνει είναι καθαρή.   Δεν είναι συμβουλή, δεν είναι οδηγία, αυτή που του δίνει... Είναι διαταγή,  είναι αυστηρή διαταγή που δεν πρέπει με κανένα τρόπο, κανένας να παραβεί:

-  "Δεν εμπλεκόμεθα... Παρακολουθείς και μ' ενημερώνεις", είναι η φράση που επανέλαβε στον Αντίοχο δίνοντας  επιβλητικό τόνο στη φωνή του,  σαν να του την κάρφωνε στη μνήμη. 

Δυστυχώς ο Αντίοχος που είχε κι αυτός τις φιλοδοξίες του και που ασφυκτιούσε στη σκιά του πληθωρικού του φίλου, νιώθει ότι τώρα είναι η χρυσή ευκαιρία.  Δεν θα υπακούσει στον στρατηγό του,  ο Αντίοχος  ήθελε τη δόξα μόνο για αυτόν.  Τώρα του δινόταν αυτή η δυνατότητα και δεν θα την άφηνε να χαθεί....


Το αποφασίζει. Αυτός δεν είναι "Αλκιβιάδης". 
Θα τους αναγκάσει να βγουν από τη φωλιά τους και θα τους κτυπήσει.

Πλέοντας με μερικές τριήρεις, κάθε πρωί, προς το λιμάνι των Σπαρτιατών, ο Αντίοχος τους προκαλούσε με βρισιές και προσβολές... 

Ο στρατηγός Λύσανδρος δεν βιάζεται...   Πρώτα βεβαιώνεται ότι ο Αλκιβιάδης πράγματι είχε φύγει... 
Ότι η συμπεριφορά φόβου που έδειχνε ότι θέλει να αποφύγει τη σύγκρουση, έχει πετύχει το στόχο της. Έχει πείσει τον Αντίοχο να πιστέψει ότι είναι ο κυρίαρχος.
Η  έπαρση, η επιπολαιότητα του Αντίοχου από τη μία και η ευελιξία και σύνεση του Λύσανδρου, έφερε την καταστροφή... 

Ο σπαρτιάτης όρμησε με όλο του το στόλο στο πλοίο του Αντίοχου και τα συνοδευτικά αυτού.
Το πλοίο του άφρονα στρατηγού βυθίζεται και ο ίδιος σκοτώνεται κατά τη διάρκεια της σπαρτιατικής επίθεσης.  Τα υπόλοιπα πλοία, όπως όπως,  κινούνται πίσω προς το Νότιον, όπου βρισκόταν η κύρια αθηναϊκή δύναμη, απροετοίμαστη όμως, για αυτήν την ξαφνική επίθεση του σπαρτιάτικου στόλου. 

Ακολουθούν άγριες μάχες. 
Ο  Λύσανδρος πετυχαίνει  μια ολοκληρωμένη νίκη. 

Ο Αλκιβιάδης επιστρέφει όσο πιο γρήγορα μπορεί και προσπαθεί να ανατρέψει αυτή την ατιμωτική έκβαση...  

Ψάχνει τον πελοποννησιακό στόλο....   Θα ακύρωνε την ήττα στο Νότιον, πετυχαίνοντας μια άλλη νίκη, αλλά ο Λύσανδρος δεν ήθελε να διακινδυνεύσει... είχε νικήσει. 

Οι συνέπειες της ήττας ήταν σοβαρές για την Αθήνα. 
Αν και η ήττα ήταν μικρή, προκάλεσε την απόλυση όχι μόνο του Αλκιβιάδη από τον στόλο, αλλά και των συμμάχων του, όπως του Θρασύβουλου, του Θηραμένη και του Κριτία.
Αυτοί αποτελούσαν τους καλύτερους διοικητές που είχε η Αθήνα εκείνη την εποχή, και η απόλυση τους οδήγησε στην "απόλυτη παράδοση" των Αθηναίων, δύο χρόνια αργότερα. Στην "μεγάλη" ήττα στους Αιγός ποταμούς.

Η ευθύνη για την ήττα στο Νότιον έπεσε στον Αλκιβιάδη, και οι εχθροί του είδαν την ευκαιρία να του επιτεθούν και να τον παύσουν από τη διοίκηση, αν και μερικοί σύγχρονοι μελετητές θεωρούν ότι ο Αλκιβιάδης δεν έπρεπε να καταδικασθεί για το λάθος του Αντίοχου.
Ο Αλκιβιάδης, μετά την αστοχία του στο Νότιον, τα βάζει με τον εαυτό του που εμπιστεύθηκε πάλι κάποιον και προδόθηκε. Δεν επιστρέφει ποτέ ξανά στην Αθήνα, και σαλπάρει βόρεια για τα κάστρα της Θρακικής Χερσονήσου στον Ελλήσποντο τα οποία του πρόσφεραν ασφάλεια εκείνο τον καιρό.
Επομένως δεν παίρνει μέρος στην καταστροφική ναυμαχία στους Αιγός ποταμούς. Στην Αθήνα και μόνο τ' όνομα Αλκιβιάδης σηκώνει θύελλα...
Όλοι οι εχθροί του, οι γνωστοί δήθεν φίλοι με την προβιά της φιλίας, έχουν πάλι μια χρυσή ευκαιρία...  Να κακολογήσουν το αντικείμενο, τού μεγάλου φθόνου των. 


Εκείνος δεν νοιάζεται για τέτοια μικροπράγματα...  Ενδιαφέρεται για την εξέλιξη των πραγμάτων.  Παρακολουθεί...  και μαθαίνοντας το σημείο που έχει αγκυροβολήσει ο Αθηναϊκός στόλος, αναγνωρίζει ότι μειονεκτούν στρατηγικά, λόγω θέσης και μόνο.   

Θέλει να βοηθήσει.  Μελετά την κατάσταση σαν να ήταν αυτός ο στρατηγός... Τι θα επέλεγε ;   Έρχεται σε επικοινωνία με τους στρατηγούς και τους συμβουλεύει να μετακινήσουν τα πλοία τους στη Σηστό,  όπου θα μπορούσαν να επωφεληθούν από το λιμάνι και την πόλη.

Οι Στρατηγοί των Αθηναίων, απορρίπτουν ασυζητητί την πρόταση και του ζητούν μάλιστα, να μην πλησιάσει ξανά στο στρατόπεδο !  
Θεωρούν ότι σε περίπτωση αποτυχίας η ευθύνη θα έπεφτε πάνω τους, ενώ σε περίπτωση νίκης όλοι οι άνδρες θα πίστευαν πως ο Αλκιβιάδης τους έφερε τη νίκη. 

Λίγες μέρες αργότερα, ο στόλος θα καταστραφεί από τον Λύσανδρο, που κατέσφαξε τους Αθηναίους στους Αιγός ποταμούς χωρίς ο Αλκιβιάδης να μπορεί να κάνει τίποτα.
Αυτό ήταν το άδοξο τέλος μιας μεγάλης δύναμης, της Αθήνας. Είκοσι οχτώ χρόνια κράτησε ο πόλεμος και τελείωσε με την ήττα της Αθήνας.

         Ήμουν στην Αθήνα. Σεπτέμβριος στην Αθήνα. Πανέμορφο το τοπίο, ο καιρός. Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει. Χαμήλωνε... λες, όπως χαμηλώναμε και 'μεις. Οι αντοχές μας. Οι ελπίδες μας. Η φύση γαλήνια ήταν απασχολημένη με το δικό της ταξίδι, το ταξίδι του χρόνου. Το αέναο ταξίδι της ζωής. Που δεν σταματάει για κανέναν ηλίθιο πόλεμο, για καμιά φιλοδοξία, για τίποτα και κανέναν. Αλλά υπήρχε κανείς να ασχοληθεί μ' αυτά ;

Τα νέα της συμφοράς στους Αιγός ποταμούς* στον Ελλήσποντο, έφταναν στην πόλη. Από το μεγάλο στόλο με εκατόν ογδόντα πλοία, μόνο δέκα είχαν σωθεί και ανάμεσα τους η Πάραλος, η ταχύπλοη τριήρης, που οι Αθηναίοι δεν μπορούσαν να την δουν να ζυγώνει το λιμάνι του Πειραιά χωρίς να τρέμει η ψυχή τους, αφού η Πάραλος ήταν μία από τις δύο τριήρεις που χρησιμοποιόταν σαν αγγελιαφόρος.  405 π.Χ.

Η άλλη ήταν η Σαλαμινία. Και τα δύο σκάφη ήταν πολύ όμορφα, ελαφρά και γρήγορα, με ελεύθερους πολίτες για κωπηλάτες αντί για σκλάβους.
Η Πάραλος δεν μπορούσε να μπει στο λιμάνι.  Μια από κείνες τις ξαφνικές θύελλες την εμπόδιζαν. Μια  φωνή κάποιου από το σκάφος τους πάγωσε όλους. 

"Η Αθήνα νικήθηκε !" ενημέρωσε ή φωνή όσους βρίσκονται στη στεριά, για την φρίκη... 
"Η Αθήνα νικήθηκε !"...  η είδηση μέσα σε μια ώρα περίπου υπήρχε στα χείλη όλων...
"Η Αθήνα νικήθηκε !"  Τα νέα έφταναν στο άστυ από στόμα σε στόμα.

¨Νικηθήκαμε"... ακούστηκε στην αγορά και  απλώθηκε  θρήνος. Όχι μόνο για τους άντρες τους, τους γιούς τους, τα αδέλφια... αλλά και για τους εαυτούς τους. Δεν είχανε πια το στόλο να τους προστατεύσει. Δεν υπήρχε πια στόλος.  Ήταν χαμένοι.

Μετά την ήττα επεβλήθη στους ηττημένους μια ολιγαρχία από τους σπαρτιάτες, τους νικητές.  Δεν περνούσε μέρα χωρίς συλλήψεις, εξορίες και φόνους. 



Τα μακρά τείχη γκρεμίστηκαν κάτω από τις μελωδίες των αυλητρίδων... 

Η Ακρόπολη είχε γίνει στρατόπεδο και φυλακή !

Οι περισσότεροι από τους φίλους μου εγκατέλειψαν την πόλη... άλλοι κρύβονταν στα εξοχικά τους.   

Εικονικές δίκες, δολοφονίες κι εξορισμοί. Δεν ήθελα να ζω πια σ' αυτή την πόλη. Ίσως καλύτερα που δεν ήταν εδώ ο Αλκιβιάδης.  Θα πόναγε ! 
 Μόνο ο Σωκράτης ερχόταν πότε-πότε και μ' έβλεπε.  Κατάγγελνε δημόσια τα εγκλήματα των τυράννων και δεχόταν απειλές κάθε μέρα.

-  "Και συ Σωκράτη...  που ήσουν κατά της δημοκρατίας και υπέρ της ολιγαρχίας !"  δεν κρατήθηκα και τον ειρωνεύτηκα ένα βράδυ. Πέρασε αρκετή ώρα σε σιωπή...

-  Εγώ ήμουν και είμαι εναντίον κάθε εξουσίας. Εγώ ήμουν και είμαι υπέρ μιας κοινωνίας όπου η εξουσία βρίσκεται στους νόμους και που οι νόμοι εγγυώνται την ελευθερία και την ανεξαρτησία του κάθε πολίτη.  Δεν είχαμε ποτέ μια τέτοια κοινωνία και φοβάμαι ότι δεν θα την έχουμε και ποτέ."  τον άκουσα να μου λέει, λίγο πριν ανησυχήσω με τη σιωπή του.

-  "Φυσικά όχι, αφού και οι νόμοι είναι έργο των ανθρώπων !" συμπεραίνω.

-  "Όχι, Τιμάνδρα, όχι. Οι νόμοι δεν είναι έργο των ανθρώπων. Υπάρχουν ορισμένοι, απαράλλαχτοι, θεϊκοί νόμοι, που όμως οι άνθρωποι δεν είναι ακόμα ώριμοι για να τους ακολουθήσουν.  Αυτό και μόνο προσπάθησα να πω όλη μου τη ζωή."

-  "Δεν είχες και τόσο μεγάλη επιτυχία. Ο πιο αιμοβόρος από τους τυράννους ήταν μαθητής σου !" συνέχισα βασανίζοντάς τον...

-  "Μόνο την σκιά μου τους πρόσφερα, αυτό είναι όλο !"  Ήμουν ένα  δέντρο, μεγάλο, γερασμένο δέντρο. Πολλοί αναπαύτηκαν στη σκιά μου...  Μετά πήραν το δικό τους δρόμο κι εγώ είμαι πάντα εκείνο το μεγάλο, γερασμένο δέντρο, που προσέφερα τη σκιά μου, αυτό είναι όλο !" τον άκουσα να μου λέει. Δεν του απάντησα. Δεν ήθελα να μιλήσω.  Ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο του...  Με πήρε αγκαλιά σαν να ήμουν μωρό...  Όταν ξύπνησα το πρωί, είχε ήδη φύγει.
Μετά από μερικές μέρες μαθαίνω ότι ο Κριτίας και ο Χαρικλής -δύο από τους τριάντα τυράννους- κάλεσαν τον Σωκράτη σε ανάκριση.
Οι τύραννοι είχαν θεσπίσει ένα νόμο που απαγόρευε κάθε διδασκαλία στη ρητορική. Στην ουσία ο νόμος αφορούσε μόνο το Σωκράτη !
Εκείνος φυσικά όπως τους είπε ήταν πρόθυμος να τους βοηθήσει όπου είχαν δυσκολία κατανόησης.
-  "Εγώ στάθηκα πιστός στους νόμους. Πρέπει λοιπόν να διευκρινήσουμε. Τι ακριβώς απαγορεύεται ; Να μιλούμε για ορθά πράγματα ή για λάθος πράγματα ;"

-  "Για λάθος πράγματα, βέβαια !" βιάζεται ν' απαντήσει ο Κριτίας με τις φιλοσοφικές φιλοδοξίες. 

-"Αν ένας νεαρός με ρωτήσει:  "Που είναι ο Κριτίας αυτή τη στιγμή", έχω το δικαίωμα να του απαντήσω ;"

-  "Σαφώς !" συμφωνεί ο Κριτίας.
-  "Αν όμως με ρωτήσει "Είναι καλός ηγέτης ο Κριτίας ;" έχω το δικαίωμα να του απαντήσω "Ναι είναι ;" 
 -  "Ασφαλώς !"
-  "Δεν μπορώ όμως να απαντήσω ότι ο Κριτίας δεν είναι καλός ηγέτης ;"
-  "Βεβαίως, όχι".
-  "Δηλαδή, όταν λέω ψέματα μπορώ να μιλώ, όταν όμως λέω την αλήθεια δεν μπορώ να μιλώ. Το έχω καταλάβει καλά ;"

Η ανάκριση που εξελίχθηκε σε συζήτηση-φιάσκο... και πήρε τέλος, άδοξα για τους τυράννους.  Ο Σωκράτης αποχώρησε διακριτικά όταν δεν είχαν τίποτα να του απαντήσουν...  και  ο Κριτίας χαμογελούσε πονηρά με την αμηχανία του Χαρικλή που προσπαθούσε να καταλάβει τι εννοούσε ο Σωκράτης.  Στην αγορά τον περίμεναν  να εμφανισθεί γεμάτοι περιέργεια, ήθελαν να μάθουν.  

-  "Απαγορεύεται να μιλώ, εκτός αν ψεύδομαι !" τους εξηγεί ο φιλόσοφος.
- "Τι εννοείς, Σωκράτη ;"
-  "Πρόκειται για ένα νέο νόμο. Μόνο όταν λέμε ψέματα μπορούμε να μιλούμε !"
-  "Και χρειάζεται νόμος γι αυτό ;" ακούστηκαν δυο τρεις φωνές εν χορώ και πολλά γέλια..  

          Δεν είδα την πτώση της τυραννίας. Δεν ήμουν στην Αθήνα. Το μήνυμα του κωπηλάτη ήταν λιτό και περιεκτικό. 

- "Έλα όσο πιο γρήγορα μπορείς. Δεν ξέρω που θα είμαι... αλλά θα με βρεις", μου μήνυσε ο Αλκιβιάδης, με τον δικό του άνθρωπο.   Δεν σας κρύβω τη πρώτη μου αντίδραση. Δισταγμός. Το ταξίδι ήταν μεγάλο κι επικίνδυνο. Άσε που ο Αλκιβιάδης είχε χάσει τα πάντα. Εξουσία, πλούτη και κατά πάσα πιθανότητα ομορφιά και γοητεία... Δεν είχε πια τίποτα να μου προσφέρει... Μα πότε είχα υπολογίσει, τι είχε και αν είχε να μου προσφέρει ο αγαπημένος μου ;    Δεν είχα ανάγκη να σκεφτώ εγώ, το έκανε η καρδιά μου και για τους δυο μας.   Μπορώ να πω ότι ένιωθα και ευγνωμοσύνη που θα εγκατέλειπα την Αθήνα.

Ο κωπηλάτης ήταν ένα γεροδεμένο παλικάρι, αρκετά ικανό, για να τον εμπιστευθεί ο "δύσκολος Αλκιβιάδης".  Η εντολή που είχε ήταν να με οδηγήσει μέχρι ένα σημείο.  Εκμαίευσα αρκετές πληροφορίες και  χρήσιμες λεπτομέρειες ώστε να βγάλω συμπέρασμα για τα γεγονότα στους Αιγός ποταμούς. Το ταξίδι, από την Αθήνα στη Θράκη και μετά στη Φρυγία, δύσκολο.  Συνέχισα όπου μπορούσα, να συγκεντρώνω στοιχεία, περιγραφές, γνώμες... από ναυτικούς, από χωρικούς.  Ήθελα να ξέρω, να μάθω τι πήγε στραβά. Πως έγινε η καταστροφή. 

          Τον βρήκα. Στη Μέλισα της μικράς Ασίας, μια μικρή πόλη της Φρυγίας. Μαζί καταλήξαμε σ' αυτό το μικρό σπίτι που σας είναι λίγο γνωστό... καθώς από εκεί σας λέω αυτή την ιστορία.  Το μυαλό μου σε πλήρη σύγχυση πηγαινοέρχεται στο παρελθόν και επαναλαμβάνει τα ίδια γεγονότα, με αποτέλεσμα ίσως να επαναλαμβάνομαι... 

Η όραση μου δραστηριοποιήθηκε πάλι  στο  χώρο, ακολουθεί και το μυαλό μου και η συνείδησή μου...  Το σπίτι που βρισκόμαστε, σ' αυτό το μικρό χωρίο της Φρυγίας, δεν ήταν μεγάλο. Ήταν ένα μικρό εξοχικό. Μια κάμαρα με τζάκι, κρεβάτι και τραπέζι. Οι τοίχοι ήταν από λάσπη και άμμο, η σκεπή από καλάμια. Έτσι έχτιζαν τα σπίτια τους εδώ, για να κρατούν τη ζέστη το χειμώνα και τη δροσιά το καλοκαίρι.

Εμείς, βέβαια για να αντιμετωπίσουμε όλο αυτό "κακό" χρειαζόμαστε ένα ...φρούριο, όχι ένα μικρό σπιτάκι-καλύβα, όπως αυτό. Ούτε ένα καταφύγιο στην άκρη του κόσμου θα ήταν αρκετό με τόσο μίσος γύρω του. Προσπαθούσα περισσότερο από ποτέ να του "δίνω"... ότι είχα και ότι ...δεν είχα ! Κι εκείνος, δεν θα σας πω ψέμματα, δεν ξέρω αν με αγαπούσε, νομίζω όμως, ότι όπως κοίταζε εμένα δεν είχε κοιτάξει ποτέ καμία.
Νομίζω ότι δίναμε ο ένας στον άλλον ό,τι χρειαζόμαστε. Εγώ ζήλευα τον κλήρο του κι αυτός την ακληρία μου.

-  "...ποτέ δεν θα είμαι πραγματικά ελεύθερος αν δεν ελευθερωθώ από την κληρονομιά μου", τον θυμάμαι να μου εξηγεί.    Αυτός ήθελε να ξεχνάει μαζί μου κι εγώ ήθελα να θυμάμαι μαζί του.

Ήθελε να ξεχάσει πως,  του έκαψαν τα όνειρά του, όταν τον ανακάλεσαν πίσω... Πίσω από την εκστρατεία, πριν προλάβει να πραγματοποιήσει τα σχέδια του. 
Να ξεχάσει πως, μαζεύονταν γύρω του σαν τις μέλισσες, όταν τους ζωγράφιζε έναν χάρτη στην άμμο... για την Σικελική εκστρατεία. Για τον θρίαμβο της Αθήνας. Τον δικό του θρίαμβο.   Δίπλα του έπαιρνα κι εγώ κάτι από την δύναμη που είχε η πίστη που του έδειχναν, τον θαυμασμό που τον περιέβαλαν...  Μια πόλη παραδομένη στον γοητευτικό της γόνο.  Τίποτα δεν μπορούσε να του αντισταθεί. 

Η φωτιά έσβησε... Έκαψε τα ξύλα της και έσβησε. Με τα ταξίδια του μυαλού μου την παραμέλησα. Έπρεπε να βρω ξύλα αλλά πού ; Πώς ;  Άνοιξα προσεκτικά την πόρτα, δεν εμπιστευόμουν το άγνωστο, το σκοτάδι. Έπεσα στα τέσσερα για να μην φαίνομαι... μ' έπιασαν τα γέλια...   Εγώ... η Τιμάνδρα, η ερωμένη του Αλκιβιάδη που με αγαπούσαν όλοι οι άνδρες... και ο Αλκιβιάδης, ο ένας, ο ξεχωριστός... που κι εκείνον τον αγαπούσαν, άνδρες και γυναίκες, τον μισούσαν και τον φοβόντουσαν σε δύο ηπείρους,... χαμένοι στη ξένη χώρα... εγώ έψαχνα για ξύλα στα τέσσερα σαν ...κουνέλα, κι εκείνος ένα κοιμισμένο άκακο μωρό !

Στα τυφλά, με παγωμένα δάχτυλα, μάζεψα λίγα, ότι έπιαναν τα χέρια μου. Μου φάνηκε ότι άκουσα αντρικές φωνές. Έκλεισα την πόρτα, προσπάθησα να ανάψω πάλι τη φωτιά, τα ξύλα έσταζαν σχεδόν, δεν άναβαν... Όμως, μέσα μου έλαβα την απάντηση που έψαχνα.


Σκαλίζοντας τη φωτιά, ταιριάζοντας τα κούτσουρα, μεταξύ τους,  έτσι, ώστε να μου δώσουν μεγαλύτερη φλόγα... Είδα ότι είχα μια νέα πραγματικότητα και 
έπρεπε να προσαρμοστώ. Σαν τα  κούτσουρα κι εμείς...  
Ένα ένα κούτσουρο κι εγώ...  Είχαν αλλάξει πολλά γύρω μου. Είχα αλλάξει... Είχε αλλάξει κι εκείνος. Έπρεπε να πάψω να κρύβομαι από το ίδιο μου τον εαυτό. Γιατί αυτό έκανα. Τώρα όμως το είχα αποφασίσει.  Μπορεί να με βοήθησαν οι απρόσμενες εξελίξεις που προκάλεσε ο Αλκιβιάδης. Όταν άλλαζε η ζωή του άλλαζε και η δική μου. 
Βασανίστηκα αρκετά μέχρι να επιλέξω μέσα μου το σωστό. Δεν το ήξερα φαίνεται. 

Το σωστό...  Είναι ένα ; Δύο ; Ή περισσότερα ;  Νομίζω όσα και οι άνθρωποι. "Σωστό" ίδιο για όλους δύσκολο να βρεθεί.  Σαν λέξη ο καθένας την επικαλείται  εύκολα γιατί την προσαρμόζει στη δική του θεώρηση.  Ήμουν ανακουφισμένη τώρα που το είχα αποφασίσει, μου φαινόταν πολύ απλό, να πω στην κόρη μου...  

"Αυτός είναι ο πατέρας σου".  Διστάζω ακόμα και να το αρθρώσω. Όμως θα το κάνω. Αρκεί να την ξανάβλεπα.   Εκατοντάδες φορές με είχε ρωτήσει. Στην αρχή, αντί για μια έντιμη απάντηση, έκανα αστειάκια. Μετά ύφανα ένα μυστήριο γύρω από το θέμα, σαν αράχνη, με επιδεξιότητα και υπομονή.


Από την Αθήνα έφυγα τόσο βιαστικά που δεν την αποχαιρέτησα καν. Βιαζόμουν να βρω τον Αλκιβιάδη, που νόμιζα ότι τον φιλοξενούσε ο σατράπης της Φρυγίας.  Είχα πάρει μαζί μου και μερικές εσθήτες για τις γιορτές που φανταζόμουν ότι μας περίμεναν. 

Χα... χα...  Διαψεύστηκα. Στην πραγματικότητα ήταν ένας κυνηγημένος, ένας δραπέτης. 

Ο σατράπης τον έψαχνε, οι Σπαρτιάτες απαιτούσαν το θάνατο του, οι Αθηναίοι τον είχαν καθαιρέσει μεν αλλά και κείνοι δεν θα στενοχωριόνταν αν μάθαιναν ότι είναι νεκρός.  Όλοι θεωρούσαν ότι τους είχε προδώσει, ότι τους είχε εξαπατήσει. Ίσως να είναι το πιο μισητό πρόσωπο, όχι στην Αθήνα μόνο... αλλά και στη Σπάρτη, όπως  και στη Περσία !

Ο άντρας δίπλα μου κινήθηκε. Γύρω μας και πάνω μας η ξένη νύχτα της Φρυγίας. Άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε την πλάτη μου χωρίς να ξυπνήσει. Ήθελα να τον ξυπνήσω. Ν' ακούσω το γέλιο του...   Το γέλιο του. Τόσα γέλια άκουσα. Στο τραπέζι μου, στο κρεβάτι μου, στην αγορά στο θέατρο... Κανείς δεν γελούσε όπως αυτός δίπλα μου. Το γέλιο του δεν είχε τίποτα περιφρονητικό, καμιά έκπληξη. Τα αστειάκια τα βαριόταν και απέφευγε τις χοντράδες. Το γέλιο του ήταν ένα μυστήριο. Ποτέ δεν ήξερες γιατί γελούσε.


-  "Μόνο οι ανόητοι γελούν χωρίς λόγο !"  τον παρατήρησε ένα βράδυ, σπίτι μου, 
ο Σωκράτης.  Εκείνος δεν απάντησε. Αλλά το βράδυ, όπως καθόμαστε ο ένας απέναντι στον άλλον στο μεγάλο κρεβάτι, μου είπε:
-  "Ο Σωκράτης έχει λάθος. Το αντίθετο συμβαίνει. μόνο οι ανόητοι χρειάζονται κάποια αιτία για να γελάσουν".

Σηκώθηκα κι έριξα λίγα ξύλα στη φωτιά. Κόντευε πάλι να σβήσει κι η ψύχρα γινόταν όλο και πιο έντονη.
Το αινιγματικό μειδίαμα με "κοροϊδεύει" ακόμα, πέτρωσε λες. Ο Αλκιβιάδης κοιμόταν πάντα.   Με τον ύπνο ξεχνούσε κι είχε πολλά να ξεχάσει.  Ίσως όλα... Όλα εκτός από ένα. Εμένα !

Στάθηκα στο παράθυρο. Έκλεισα τα μάτια μου για να αποφύγω το σκοτάδι της φρυγικής νύχτας και κάτω από τα βλέφαρα μου, που ήταν βαριά από την αϋπνία, ξαναείδα τον αττικό ουρανό. Μου έλειπε ο αλατισμένος νοτιάς της Αττικής. Μου έλειπε το φως. Μου έλειπε το μπλε. Μου έλειπαν ακόμα και τα σχόλια και οι κακιούλες που είχαν, σχεδόν οι ίδιοι άνθρωποι, στην άκρη της γλώσσας τους.
Μέθυσα, χάθηκα στις αναμνήσεις. Μήπως η πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια πρόφαση για να δούμε κάτι άλλο.

Θυμήθηκα τον  Μίδα τον δάσκαλό μου. Με δίδασκε μουσική. χορό, ρητορική, μαθηματικά και φιλοσοφία. Η ρητορική δεν μ' ενδιέφερε ιδιαίτερα, αφού ποτέ μου δεν κατάλαβα τι νόημα έχει το να πείθεις άλλους για πράγματα που δεν πιστεύεις, κι ακόμα λιγότερο για πράγματα που πιστεύεις. 

Ο Γοργίας ήταν το μεγάλο πρότυπο, από τη Σικελία. Μπορούσε να κάνει το άσπρο μαύρο και το μαύρο άσπρο. Ο Μίδας διαμαρτυρόταν. Το μόνο που υποστήριζε ο Γοργίας ήταν ότι τίποτα δεν υπάρχει κι αν υπήρχε κάτι, δεν θα το ξέραμε κι αν το ξέραμε, δεν θα μπορούσαμε να το μεταφέρουμε στους άλλους. 
Ομολογώ ότι εγώ δεν ήξερα να απαντώ... Ο Αλκιβιάδης είχε απαντήσεις πάντα... Ξαφνικά σηκώνει τη γροθιά του και την κατεβάζει στον Μίδα. Μετά από τα δευτερόλεπτα του ξαφνιάσματος, τον ρωτάει αν τρελάθηκε.

- Όχι, απλώς εφαρμόζω τη θεωρία του Γοργία. Ούτε το πρόσωπο σου υπάρχει, ούτε η μπουνιά μου. Κι αν υπήρχαν δεν θα το ξέραμε. Κι αν το ξέραμε, δεν θα μπορούσαμε να το πούμε ο ένας στον άλλον,  του απαντά ψύχραιμα ο Αλκιβιάδης.  

Βέβαια ούτε ο Μίδας πίστευε στη θεωρία του Γοργία.  Ο Μίδας ήταν αμετανόητα πυθαγόρειος.  Όταν τον παρακάλεσα μια μέρα να μου εξηγήσει τι σήμαινε αυτό, μου είπε ότι είναι νωρίς ακόμα... ότι έπρεπε να μάθω λίγα μαθηματικά ακόμα. 
Μου άρεσαν τα μαθηματικά. Οι αριθμοί. Προσπαθούσα να βρω ποιος να ήταν ο μεγαλύτερος αριθμός του κόσμου... Ο Μίδας όμως μου το χάλαγε, γιατί μου έλεγε πως κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Πως για κάθε αριθμό υπάρχει ένας άλλος μεγαλύτερος.  
Με νευρίασε...

- Τότε αφού τίποτα δεν μπορεί να τους ξεπεράσει είναι...θεοί ! 
- Ακριβώς αυτό ισχυρίζεται και ο Πυθαγόρας, με διαβεβαίωσε. 
   
Πώς έγινε και τα όνειρα και οι εφιάλτες ενός ολόκληρου κόσμου και μιας ολάκερης εποχής συγκεντρώθηκαν σε αυτό το λεπτό, ευκίνητο κορμί που ξάπλωνε στο κρεβάτι μου τόσο ήρεμα ;  Αυτός ο ψυχρός ανατολικός άνεμος που φυσούσε  είχε καθαρίσει  τον ουρανό... Άρχισα να ψάχνω τον μπλέ βελουδένιο ουρανό.  Μετά από λίγο την αναγνώρισα. Να, εκεί ήταν η Μεγάλη Άρκτος, και μαζί της ήρθε και η φωνή του Μίδα να με συντροφέψει σ' αυτήν την "ουράνια βόλτα" μου.  
"Η Καλλιστώ ήταν νύμφη στην ακολουθία της παρθένας θεάς Άρτεμης. Όμως είχε σπάσει τον όρκο της να παραμείνει ανέραστη.  Η Άρτεμις φρύαξε και τη μεταμόρφωσε σε αρκούδα.   Η αρκούδα περιπλανιόταν μόνη της στα αφιλόξενα δάση της Αρκαδίας προκαλώντας φόβο και τρόμο σε όλους. Πολλοί προσπάθησαν να τη σκοτώσουν χωρίς να τα καταφέρουν. 
Έτσι πέρασαν δεκαπέντε χρόνια.  Και μία μέρα ένας καινούργιος, πολύ νεαρός και πολύ επιδέξιος, κυνηγός έκανε την εμφάνισή του. Ήταν ο γιος της μεταμορφωμένης Καλλιστώς, ο καρπός της μοναδικής ερωτικής νύχτας της ζωής της.
Ο κυνηγός συνάντησε την αρκούδα αργά ένα απόγευμα, όταν ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει.  Τη στιγμή ακριβώς που ετοιμαζόταν να ρίξει το κοφτερό ακόντιό του, έπεσε ο ήλιος κι η αρκούδα πέταξε ψηλά στον αέρα, όλο και πιο ψηλά μέχρι που έφτασε στη σκεπή του ουρανού και μεταμορφώθηκε σε λαμπερά αστέρια".

"Ο έρωτας μάς μεταμορφώνει, αυτό είναι όλο !" είχε πει ο Μίδας, που δεν πίστευε σε τέτοιους μύθους ενώ ταυτόχρονα τους λάτρευε.   "Κάνουν τον κόσμο πιο οικείο, αν όχι πιο κατανοητό" έλεγε.

Στον έρωτα στάθηκα τυχερή... κατά κάποιο τρόπο. Ήμουν ελεύθερη ν' αγαπώ όποιον ήθελα... ήμουν ελεύθερη να ζήσω διαφορετικά... Ήμουν ελεύθερη.

Όταν ο Αλκιβιάδης νυμφεύθηκε την Ιππαρέτη, δεν απογοητεύθηκα ούτε του έκλεισα την πόρτα μου. Το αντίθετο. Τις περισσότερες νύχτες τις περνούσε μαζί μου και στο διθύραμβο του έρωτα προστέθηκε και η γλύκα της υπεροχής απέναντι στη σύζυγο, κάτι που ήταν ανόητο κι αχρείαστο, όπως πολύ σύντομα μου υπέδειξε κι εκείνος.

"Στο τέλος θα αγαπάς περισσότερο την εκδίκησή σου παρά εμένα" μου είπε μια φορά ανοίγοντας μου τα μάτια και κατάλαβα ότι έπρεπε να απελευθερώσω τον εαυτό μου από την πίκρα της ερωμένης. 
Τότε το αποφάσισα. Τότε ήταν που σταμάτησα να προφυλάγομαι. Έκοψα τα βοτάνια και τις κωλοτούμπες που ήταν τα πιο δοκιμασμένα προφυλακτικά μέτρα. 

Πολλές φορές αναρωτήθηκα ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον έρωτα και στην αγάπη, αν βέβαια υπάρχει κάποια διαφορά. Πολλοί λένε πως δεν υπάρχει διαφορά, άλλοι πάλι πως η αγάπη είναι η ευτυχής εξέλιξη του έρωτα, αλλά ο πατέρας της κόρης μου είχε τη δική του θεωρία.

Κοίταξα κλεφτά από το παράθυρο. Δεν είχαμε ούτε ένα δούλο μαζί μας. Οι δυό μας,  στη Φρυγία.  Είμαστε εντελώς μόνοι.  Σ' αυτό το απομονωμένο  σπιτάκι λίγο έξω από το χωριό.  
Ο Αλκιβιάδης ήθελε... 
Τελικά συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα τι ήθελε. Ίσως ποτέ να μην ήξερα. Γιατί διάλεξε τούτο το απομονωμένο σπίτι στην ερημιά ;  Πάλι κρυβόταν ;  Ποιοι τον κυνηγούσαν αυτή τη φορά ;   Από ποιους έπρεπε να γλυτώσει ;  Από όλους ;


          Σας τα είπα όσο πιο πιστά μπορούσα, όπως τα έμαθα κι εγώ... Τις πρώτες μέρες δεν είχαμε όρεξη να μιλήσουμε... να σκεφτούμε το μέλλον, μα, έλα που το μέλλον ήταν εκεί απ' έξω και μας περίμενε.  Οι διηγήσεις του αγαπημένου μου κράτησαν 2-3 μερόνυχτα... Είχε προβλέψει την καταστροφή και προσπάθησε να την προλάβει, αλλά οι Αθηναίοι τον είχαν παραμερίσει για μια ακόμα φορά. Κι ε
γώ τον συντρόφευα στη Μέλισα, στην εξορία και που να ξέρω και στο θάνατο...

-  "Ίσως, το νέο μου σχέδιο,  να πλησιάσω τον Αρταξέρξη και να εξασφαλίσω τη βοήθειά του, κατά της Σπάρτης, βοηθάει περισσότερο εμένα να κρατήσω σε φόρμα το μυαλό μου... παρά να ορθοποδήσει ξανά η Αθήνα"....  είναι τα τελευταία του λόγια πριν κλείσουν τα μάτια του, που εγκαταλείπουν πια τον αγώνα, με την κούραση.  

Τον άκουγα με προσοχή... αλλά δεν μ' ένοιαζαν και πολύ όλα αυτά τώρα. Ποιο ήταν το τώρα ; Τώρα που είχα πάλι την αγκαλιά του για μένα και μόνο. Εκείνος όμως έχει ανάγκη να μιλήσει, να τα πει... να μου τα πει... Το συνήθιζε άλλωστε, να μοιράζεται μαζί μου τις σκέψεις του, τις υποθέσεις του...
Μετά το τραγικό τέλος του στόλου της Αθήνας, διασχίζει τον Ελλήσποντο και βρίσκει καταφύγιο στη  Φρυγία... Αφού βεβαιώνεται ότι το μέρος είναι ασφαλές, το μόνο που επιθυμεί είναι να πάω κοντά του. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά με την βοήθεια του νεαρού κωπηλάτη, φτάσαμε και οι δυο ασφαλείς στη Φρυγία.  Τα υπόλοιπα τα ξέρετε.

Τα μάτια μου γύρισαν πάλι στο κοιμισμένο κορμί... Το παράξενο είναι ότι δεν ήξερα τον λόγο που του κρατούσα μυστικό κάτι τόσο μεγάλο.  Μην με ρωτήσετε γιατί δεν του είπα ποτέ ότι έχει μία κόρη.  Δεν ξέρω.  Ακριβώς σαν την μητέρα μου κι εγώ.  Άραγε εκείνη να ήξερε τον λόγο ; Πόσες φορές δεν σκέφτηκα το λόγο των Δελφών, "γνώθι σαυτόν", που αγαπούσε ο Σωκράτης. 

Μα δεν γίνεται να γνωρίσεις τον εαυτό σου. Ο άνθρωπος είναι σαν ένα ποτάμι που παρασέρνει ό,τι βρεθεί μπροστά του.  Άλλα θα γίνουν λάσπη κι άλλα θα γίνουν διαμάντια.  Μερικοί άνθρωποι είναι μεγάλα ποτάμια με καθαρά νερά που έχουν πρασινάδα και δροσιά στις όχθες τους και άλλα είναι ορμητικοί χείμαρροι... ξεροί όμως το καλοκαίρι, τότε ακριβώς που τους χρειάζεσαι.

Ναι, του είχα αποκρύψει κάτι που ίσως δεν είχα το δικαίωμα. Ότι είχε μια κόρη. Μόλις ξυπνούσε θα του το έλεγα. Ήδη διασκέδαζα με την έκπληξη που θα του προκαλούσα.
Είναι φανερό, φαντάζομαι, ότι δεν τον αγαπούσα χωρίς έλεγχο, γιατί τότε θα μου είχε καταστρέψει τη ζωή. Έναν άντρα σαν αυτόν είσαι υποχρεωμένη να τον αγαπάς με κάποια λογική...
  
"Την αγάπη πρέπει να την πίνουμε από την παλάμη μας, όχι από το πιθάρι..."  θυμήθηκα τα λόγια της μητέρας μου.   Ο μόνο τρόπος να τον κρατήσω ήταν να τον αγαπώ με φρόνηση.  Η Ιππαρέτη δεν τα κατάφερε, γι αυτό τον έχασε.  Ο Αλκιβιάδης ήταν πάντα ερωτευμένος. Αγάπησε όμως ποτέ του ;

Υποστήριζε ότι ο έρωτας ως προς την αγάπη είναι όπως ο καρπός ως προς το δέντρο.  
Η αγάπη είναι αυτό που έχουμε μέσα μας, ο έρωτας είναι αυτό που θέλουμε και μπορούμε να δώσουμε.

"Όλα τα άλλα είναι ηθικές και κοινωνικές συμβάσεις και δεσμά" έλεγε. 

Ο Σωκράτης του έλεγε πως δεν έπρεπε να μιλάει για ότι δεν ξέρει.  Ο πόλεμος του έρωτα είναι ο μόνος πόλεμος όπου επιτρέπονται τα πάντα. Το τι σοφιζόμαστε για να κατακτήσουμε ή για να κρατήσουμε αυτόν που αγαπούμε, κάνει τον δούρειο ίππο να μοιάζει με παιδικές φαντασίες.   Κατακτιέται η αγάπη ; Κι αν κατακτιέται, πως την κρατάς για πάντα ;

Το ερώτημα αυτό απασχολούσε τα καλύτερα μυαλά της Αθήνας. Φιλόσοφοι, ποιητές, ρήτορες συζητούσαν... Ψιλοκοσκίνιζαν ακόμα και τον Όμηρο, προσπαθώντας να βρουν τι είναι τέλος πάντων αυτός ο έρωτας.  
Θυμάμαι σε ένα συμπόσιο, που ο Αλκιβιάδης μόνο και μόνο για να τους εκνευρίσει, με πήρε μαζί του σχεδόν με το ζόρι...  με επέβαλε θα έλεγα, στη γνωστή παρέα. 

Τον Αριστοφάνη που δεν έχανε ευκαιρία να τον διακωμωδεί, την ομιλία του και το περπάτημά του... για να μην καταλάβει ο κόσμος πόσο ερωτευμένος ήταν...  
Τον Παυσανία που  δεν μίλαγε πολύ παρά μόνο για να πείσει κάποιον νεαρό να το συντροφέψει στην κλίνη του.  
Τον Σωκράτη, τον μόνο που επαινούσε την ομορφιά μου. Τον έκανε να αισθάνεται νέος, έλεγε.  
Εκείνο τον διάσημο, αδύνατο σαν άγριο κατσίκι, γιατρό,  που συνιστούσε μακρινούς περιπάτους κι ήταν φανερό ότι ζούσε όπως δίδασκε. 

Εκείνο το βράδυ πείσθηκα ότι οι άντρες δεν ξέρουν τίποτα για την αγάπη.
Βέβαια όλοι τους είχαν σπουδαίες θεωρίες κι επιχειρήματα κι ήταν καλοί ρήτορες...
Ο ένας έλεγε πως ο Έρωτας είναι ο πιο νέος και ο πιο ωραίος θεός. Ο άλλος πως αντίθετα ήταν ο πιο γηραιός. Ορισμένοι υποστήριζαν ότι ερωτευόμαστε τα ωραία σώματα και άλλοι την ωραία ψυχή. Προσπαθούσαν να ταξινομήσουν τον έρωτα σε ένα σύστημα, να τον τοπογραφήσουν. 

Όταν ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, δεν μίλησα. Τότε κατάλαβα ότι για να μιλήσεις για τον έρωτα πρέπει να πιστεύεις ότι είναι άλλο απ' αυτό που είναι !  
Σκεφτόμουν τον Μίδα, τον παιδαγωγό μου από την Λυδία. Εκείνος θα με καταλάβαινε γιατί εκείνος ήξερε ότι η σιωπή δεν είναι πάντα άγνοια. 

Ίσως να μίλαγα, αν είχα τη δυνατότητα να ρωτήσω πρώτα τον Μίδα... Γιατί συνέχιζα να αγαπώ τον Αλκιβιάδη ;  Μ' ένα έρωτα που μεγάλωνε κάθε μέρα. Έγινε κατά κάποιο τρόπο η μοίρα μου. Όσο πιο πολύ δενόμουν μαζί του τόσο πιο ελεύθερη αισθανόμουν με όλους τους άλλους... και με τον εαυτό μου !  Σ' αυτήν την άνευ όρων παράδοση υπήρχε μια ελευθερία και το να πάψω να τον αγαπώ έγινε συνώνυμο με το να πάψω να αγαπώ εμένα την ίδια. 
Ήμουν μπροστά σε έναν μεγάλο ποταμό... ή θα τον άφηνα να γίνει ένα αξεπέραστο εμπόδιο ή θα τον έκανα μέρος της ζωής μου.  Αποφάσισα το δεύτερο γιατί μου ασκούσε μια έλξη το ποτάμι και η απέναντι όχθη ακόμα πιο πολύ. Με λίγα λόγια συνέχιζα να αγαπώ τον Αλκιβιάδη γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς... 
Ίσως να μίλαγα... Κι αν μίλαγα αυτό θα ήθελα να πω... αλλά είμαι σίγουρη ότι δεν θα με καταλάβαιναν.

Είχε αρχίσει να βρέχει... πάει η αστροφεγγιά. Κρύφτηκε κι η Καλλιστώ.  Άκουγα την ήρεμη βροχή στη σκεπή.  Πόσο μου έλειπε η θάλασσα εκεί που ήμουν κλεισμένη. 


                   Ξύπνησε... Ήταν ιδρωμένος. Με νόημα μου ζήτησε να του δώσω το κύπελλο με το κρασί. Ήπιε με μεγάλες γουλιές. Έπεσε πάλι, πίσω... Άπλωσε τα χέρια του... Ξεχαστήκαμε. Οι άλλοι όμως δεν μας ξέχασαν. Μέρες τώρα ξέραμε ότι μας παρακολουθούσαν. Είχαμε καταλάβει και το σχέδιο τους, εκείνος δηλαδή και μου τόπε. 
Είχαν αρχίσει και μάζευαν ξύλα γύρω από την καλύβα και την κατάλληλη στιγμή θα μας έκαιγαν ζωντανούς. 
- Και τι σκέπτεσαι ; Πως να το χειριστούμε ; Δεν υπάρχει κάτι να κάνουμε ; τον ρώτησα χαζά.
- Βεβαίως. Πάντα υπάρχει κάτι. Θα διαπραγματευτούμε... μου απάντησε γρήγορα με σιγουριά. 

         Δεν ξέρω αν έκανα καλά που έφυγα. Με μπέρδεψε... Δεν είχε ξημερώσει ακόμα... Είχαμε παραδοθεί στην ερωτική ζάλη... Δεν  κατάλαβα πως έγινε. Με είχε αγκαλιά.   Μιλούσαμε  ανάμεσα σε φιλιά...  όταν άνοιξε τη πόρτα... και με πέταξε !
Με άφησε κάτω, με  έσπρωξε έξω από κείνο το απλό, εξοχικό σπίτι στη Φρυγία.
Μιλούσε με κάποιον από αυτούς που είχαμε να μας "συντροφεύουν" τα τελευταία Φρύγικα βράδια μας.  Μίλαγε πότε μ' αυτόν με σκληρή ειρωνική φωνή...  πότε με γλυκό βελουδένιο τρυφερό βλέμμα όταν στρεφόταν σε μένα για καθοδήγηση και ερμηνεία των λεχθέντων και κάποια στιγμή με σπρώχνει μαλακά αλλά και επιτακτικά μαζί.  Σαν υπνωτισμένη τον ακούω να μου λέει:
- Μη φέρεις αντίσταση ό,τι και να σου κάνουν !  Η φωνή του έσπασε. Τα βήματα που έκαναν τα πόδια μου με έβγαλαν έξω. Ήθελα να γυρίσω, να τον σπρώξω εγώ τώρα... προς το εσωτερικό της καλύβας.  Δεν το έκανα. Συνέχισα μπροστά, προς το δάσος... Εκεί που ήταν οι ξένοι...
Πλησιάζοντας τους είδα να τεντώνουν τα τόξα τους. Αναμμένα βέλη άρχισαν να ταξιδεύουν πάνω στην καλαμένια σκεπή του σπιτιού. 
- Παρέβεις τον λόγο σου ! φώναξα με στριγκιά φωνή. Η σκεπή που άρπαξε αμέσως επεκτάθηκε και στο υπόλοιπο σπίτι. Έβλεπα τον καπνό που έβγαινε από το παράθυρο. Σκέφτηκα ότι θα αναγκαζόταν να βγεί...   Να γινότανε να εξαφανιστώ, να μην δω. 

Δεν κουνήθηκα.  Δεν έκανα τίποτα. Τον είδα να βγαίνει. Φορούσε μόνο το χιτώνα του. Χωρίς σπαθί... χωρίς ασπίδα, παρά μόνο το μικρό του ξίφος.  
Δεν τον πλησίαζε κανείς... παρά τις φωνές του.  Τους προκαλούσε... τους έβριζε χυδαία...   Καθώς δεν κουνιόταν, τον πετύχαιναν τα περισσότερα από τα βέλη που πέταγαν. 
Έπεσε μέσα στις φλόγες, μέσα στη φωτιά. 
  
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
                 Δέκα χρόνια έχουν περάσει από εκείνη την τελευταία νύχτα μας. Η κόρη μας δεν ζει πια. Δέκα χρόνια άφησα να περάσουν σιωπηρά. από εκείνη τη νύχτα. Την τελευταία φορά που με 'καψε η ζέστη του κορμιού του.  Λίγο πριν το τέλος. Δέκα χρόνια περιμένω, να μαλακώσουν οι φουρτούνες του μυαλού μου. Δέκα χρόνια από εκείνες τις άγριες νύχτες στο μικρό σπίτι στη Φρυγία. 

Η Λαΐδα πέθανε χωρίς να τη δω. Είχε ένα σκληρό και αργό θάνατο στην Λάρισα, όπου είχε πάει σαν δεκαεννιάχρονη εταίρα, κι όπως μου είπαν εκθαμβωτικά ωραία. Ο φθόνος πάλι. Κάποιες ανταγωνίστριες, εταίρες κι αυτές, δεν άντεχαν τον τόσο σκληρό ανταγωνισμό που τις "εξαφάνιζε" από την κοινωνική ζωή και της έκαναν διάφορα καψόνια. Μια μέρα την πήραν στο κυνήγι με πέτρες... να την κάνουν να τρέξει, να ταπεινωθεί... Εκείνη, όρθια, αγέρωχη, τις κοίταζε. 

- Είμαι η κόρη της Τιμάνδρας. Δεν το βάζω στα πόδια ! φώναξε με καθαρή φωνή. 

Μια μεγάλη πέτρα τη βρήκε στο κεφάλι και την έριξε κάτω νεκρή.  Μόνο τότε συνήλθαν, οι έξαλλες φθονερές γυναίκες και άρχισαν να μοιρολογούν από πάνω της. 
_____________________________________________________


* Οι ήρωες της ιστορίας  υπήρξαν. Είναι ιστορικά πρόσωπα που έζησαν σε μια πολύ 
ταραγμένη εποχή ενός πολύ δύσκολου πολέμου. Του Πελοποννησιακού.   
Η  μυθοπλασία, ακολουθεί τα πραγματικά γεγονότα της Αθήνας και των ηρώων της, 
από το 450 π.Χ. μέχρι και το τέλος του 5ου αιώνα. 
________________________________________________________________



* Αθηναϊκή Συμμαχία, πρώην Δηλιακή Συμμαχία. Πολιτική και στρατιωτική ένωση περίπου 150 αρχαίων ελληνικών κρατών-πόλεων κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., υπό την κηδεμονία της πόλης των Αθηνών. 
Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι, τα κίνητρα που ώθησαν τους Ίωνες να στραφούν στην Αθήνα, για να αναλάβει εκείνη επικεφαλής των επιχειρήσεων (και όχι η Σπάρτη), ήταν από τη μία η συγγένεια αφού η Αθήνα εθεωρείτο μητρόπολη της Ιωνίας και από την άλλη ο φόβος για τη βιαιότητα που χαρακτήριζε την συμπεριφορά του βασιλιά της Σπάρτης, Παυσανία, καθώς οι Έλληνες της Ιωνίας δεν ήθελαν να τους φέρονται σαν να ήταν δούλοι . 
Στόχος της ήταν η περαιτέρω αντιμετώπιση της περσικής απειλής μετά τη νίκη των Ελλήνων στη Μάχη των Πλαταιών προς το τέλος των Μηδικών Πολέμων. Ιδρυμένη το 478 π.Χ., ονομάστηκε έτσι από την αρχική της έδρα, τη νήσο της Δήλου, όπου συναντήσεις διεξάγονταν σε έναν ναό κι όπου τηρούταν το κοινό ταμείο των συμμαχικών πόλεων. Το τελευταίο μεταφέρθηκε στην Αθήνα από τον Περικλή το 454 π.Χ.
_____________________________________________


* Αιγός Ποταμοί,  Πολλοί ιστορικοί έχουν προσπαθήσει να πιστοποιήσουν ποια ακριβώς ήταν 
η θέση των Αιγός ποταμών ως παραλιακής περιοχής, αλλά και κυριολεκτικά ως ποταμών. 

Πιστεύουν ότι υπήρχαν πράγματι ποταμοί -τουλάχιστον δύο- που οι ροές τους σχημάτιζαν κοντά στις εκβολές τους το σχήμα κεράτων.

Οι περισσότεροι δέχονται σήμερα ότι ο αθηναϊκός στόλος είχε κινηθεί αρκετά βορειότερα της Σηστού μέσα στον Ελλήσποντο (δηλαδή στα Στενά των Δαρδανελλίων) και ότι είχε ναυλοχήσει απέναντι από την αρχαία Λάμψακο (σημερικό Lapseki στα τουρκικά). Θεωρούν συγκεκριμένα ότι οι Αιγός Ποταμοί βρίσκονταν εκεί  που είναι σήμερα οι εκβολές των ποταμών Büyük Dere και Kozlu Dere, λίγο πιο βόρεια από το χωριό Sütlüce που αποτελεί τη δεύτερη πιθανότερη επιλογή.

Ένα επιπλέον επιχείρημα των ιστορικών για αυτή τη θέση είναι ότι βρισκόταν απέναντι από το στόλο των Λακεδαιμονίων στη Λάμψακο 
και έτσι αν ο αθηναϊκός στόλος κινείτο επιθετικά, δεν θα είχε εναντίον του το ρεύμα του Ελλησπόντου που "κατεβαίνει" τα Στενά.

Το φάρδος των στενών εκεί δεν είναι 2,5 χιλιόμετρα όπως το περιγράφει ο Ξενοφώντας
 που αναφέρει 15 στάδια, αλλά έτσι κι αλλιώς κανένα άλλο σημείο εκεί κοντά δεν έχει τέτοιο φάρδος σήμερα -η ακτογραμμή έχει αλλάξει πολύ μέσα σε 2.400 χρόνια.

Όπως αναφέρει ο ίδιος, οι Αθηναίοι αιφνιδιάστηκαν από το στόλο των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους. Ελάχιστοι πρόλαβαν να διαφύγουν. Όσοι δεν σκοτώθηκαν επάνω στα καράβια, καταδιώχτηκαν και εκτελέστηκαν στην ακτή της Χερσοννήσου της Καλλίπολης.


______________________________________________________________
. Βιβλιογραφία και sites που βοήθησαν στην άντληση ιστορικών πληροφοριών:
1) Bengtson, H. von, Griechichte Geschichte von den Anfangen bis in die Römische Kaiserzeit, vierte, durchgesehene und ergänzte Auflage, [ελλην. έκδοση: Χέρμαν Μπένγκτσον, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος (από τις απαρχές μέχρι τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία), εκδ. οίκος «Μέλισσα», Αθήνα 1991].
2) Brownson, C. L., Xenophon’s Hellenica Selections, New York, Cincinnati, Chicago.
3) Bury, J. B., Ancient Greek Historians, London 1909 [ελλην. μτφρ. Φ.Κ.Βώρος, Οι αρχαίοι Έλληνες Ιστορικοί, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1988].
4) Μαρκαντωνάτος, Γ., Ξενοφώντος Ελληνικά. Κριτική και ερμηνευτική έκδοση, εκδ. Gutenberg, 1996.
5) Romilly, J., de, Précis de Littérature Grecque, P.U.F., Paris [ελλην. Μτφρ. Θ.Χριστοπούλου-Μικρογιαννάκη, Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1988].
6) Easterling, P.E.,-Knox, B.M.W., The Cambridge history of Classical Literature, I. Cambridge 1985 [ελλην. μτφρ. Ν Κονομή κ.ά., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα 1990].
7) Edwards, G.M., Xenophon. The Hellenica, Cambridge 1958.
8) Krenz, P., Xenophon. Hellenica II. 3.11-IV. 2.8, Aris & Phillips LTD, Warminster, England.
9) Mannat, I.J., Xenophon Hellenica, Published by Ginn & Company, Boston 1889.
10) Marchant, E.C.-Underhill, G.E., Xenophon. Hellenica, Text by E.C. Hampshire 03079.
Άγγελου Βλάχου, "Ο κύριος μου ο Αλκιβιάδης" - εκδόσεις Εστία
Θ. Καλλιφατίδη, "Τιμάνδρα" εκδόσεις Γαβριηλίδη
______________________________

  Scholeio.com  

Ας Μην Παραποιούμε τον Αρχαίο Λόγο όπως Μας Συμφέρει




Κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο σαν  φράση του Ισοκράτη:

"Η Δημοκρατία μας αυτοκαταστρέφεται, διότι κατεχράσθη το δικαίωμα της ελευθερίας και της ισότητας, διότι έμαθε τους πολίτες να θεωρούν την αυθάδεια ως δικαίωμα, την παρανομία ως ελευθερία, την αναίδεια του λόγου ως ισότητα και την αναρχία ως ευδαιμονία"

Συγχωρήστε μας που σας το χαλάμε αλλά δεν είναι έτσι. Ποιούς θα εξυπηρετούσε αν ήταν πραγματικά  τα λόγια του Ισοκράτη είναι δύσκολο να μαντέψουμε.  Δια του λόγου το αληθές μπορείτε να ανατρέξετε στις πηγές:

        [ Οἱ γὰρ κατ' ἐκεῖνον τὸν χρόνον τὴν πόλιν διοικοῦντες κατεστήσαντο πολιτείαν οὐκ ὀνόματι μὲν τῷ κοινοτάτῳ καὶ πραοτάτῳ προσαγορευομένην, ἐπὶ δὲ τῶν πράξεων οὐ τοιαύτην τοῖς ἐντυγχάνουσι φαινομένην, οὐδ' ἣ τοῦτον τὸν τρόπον ἐπαίδευε τοὺς πολίτας ὥσθ' ἡγεῖσθαι τὴν μὲν ἀκολασίαν δημοκρατίαν, τὴν δὲ παρανομίαν ἐλευθερίαν, τὴν δὲ παρρησίαν ἰσονομίαν, τὴν δ' ἐξουσίαν τοῦ ταῦτα ποιεῖν εὐδαιμονίαν, ἀλλὰ μισοῦσα καὶ κολάζουσα τοὺς τοιούτους βελτίους καὶ σωφρονεστέρους ἅπαντας τοὺς πολίτας ἐποίησεν.]

Φυσικά, μετάφραση δεν μας χρειάζεται διότι όλοι εμείς οι Έλληνες την έχουμε μία και ενιαία και τρισχιλιετή. Επειδή όμως μπορεί να περάσει και κανείς αλλοδαπός που δεν μετέχει της ημετέρας παιδείας, μεταφράζω πρόχειρα το απόσπασμα:


"Διότι εκείνοι που διοικούσαν την πόλη τότε (ενν. στην εποχή του Σόλωνα και του Κλεισθένη), δεν δημιούργησαν ένα πολίτευμα το οποίο μόνο κατ’ όνομα να θεωρείται το πιο φιλελεύθερο και το πιο πράο από όλα, ενώ στην πράξη να εμφανίζεται διαφορετικό σε όσους το ζουν· ούτε ένα πολίτευμα που να εκπαιδεύει τους πολίτες έτσι ώστε να θεωρούν δημοκρατία την ασυδοσία, ελευθερία την παρανομία, ισονομία την αναίδεια και ευδαιμονία την εξουσία του καθενός να κάνει ό,τι θέλει, αλλά ένα πολίτευμα το οποίο, δείχνοντας την απέχθειά του για όσους τα έκαναν αυτά και τιμωρώντας τους, έκανε όλους τους πολίτες καλύτερους και πιο μυαλωμένους"_________________ από το http://www.sarantakos.com/ Αποκατάσταση για τον Ισοκράτη

Ισοκράτου Λόγοι
_______________________    Περί Ειρήνης


          Όλοι όσοι ανεβαίνουν σ’ αυτό εδώ το βήμα συνήθως ισχυρίζονται ότι τα θέματα για τα οποία πρόκειται να σας συμβουλεύσουν είναι σημαντικά και ενδιαφέρουν την πόλη πάρα πολύ. Ωστόσο, αν για άλλα πράγματα θα ταίριαζε μία τέτοια εισαγωγή, μου φαίνεται ότι το ίδιο πρέπει να κάνω και τώρα αρχίζοντας το λόγο μου για τα ζητήματα που μας απασχολούν.

Έχουμε συγκεντρωθεί εδώ για να συζητήσουμε στη γενική συνέλευση του λαού και να αποφασίσουμε για πόλεμο ή για ειρήνη, θέματα που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία στη ζωή των ανθρώπων· όσοι πάρουν σωστή απόφαση γι’ αυτά θα ζήσουν περισσότερο ευτυχισμένοι από τους άλλους. Τόσο μεγάλη λοιπόν είναι η σπουδαιότητα των θεμάτων για τα οποία συγκεντρωθήκαμε σήμερα.

Ωστόσο αντιλαμβάνομαι ότι εσείς δεν ακούτε με το ίδιο ενδιαφέρον όλους τους ομιλητές· αντίθετα, άλλους προσέχετε κι άλλων τη φωνή δεν ανέχεστε ούτε να την ακούσετε. Κι αυτό δεν είναι καθόλου παράδοξο. Από παλιά έχετε τη συνήθεια να κατεβάζετε από το βήμα όλους τους άλλους, εκτός από εκείνους που με τα λόγια τους ικανοποιούν τις επιθυμίες σας.

Γι’ αυτή τη στάση σας θα μπορούσε κάποιος, με το δίκιο του, να σας κατηγορήσει ότι, ενώ γνωρίζετε πολλές και σπουδαίες οικογένειες να έχουν γίνει άνω κάτω από τους κόλακες, και ενώ στις ιδιωτικές σας υποθέσεις μισείτε αυτούς που χρησιμοποιούν μια τέτοια μέθοδο, στις υποθέσεις του κράτους δεν τρέφετε τα ίδια συναισθήματα γι’ αυτούς· αντιθέτως, ενώ κατηγορείτε όσους τους πλησιάζουν και απολαμβάνουν την παρέα τους, εσείς οι ίδιοι δίνετε την εντύπωση ότι έχετε περισσότερο εμπιστοσύνη σ’ αυτούς παρά στους άλλους συμπολίτες σας.

Έτσι βέβαια έχετε αναγκάσει τους ρήτορες να μελετούν και να ψάχνουν να βρουν όχι τι θα είναι συμφέρον στην πόλη, αλλά πώς θα εκφωνήσουν λόγους αρεστούς. Σε τέτοιους λόγους έχει στραφεί τώρα η πλειοψηφία των ομιλητών. Γιατί είναι σε όλους φανερό ότι θα ευχαριστηθείτε περισσότερο με όσους σας προτρέπουν προς τον πόλεμο παρά με εκείνους που σας συμβουλεύουν τη σύναψη ειρήνης.

Οι πρώτοι σας κάνουν να ελπίζετε ότι τάχα θα πάρουμε πίσω τα εδάφη που κατείχαμε σε άλλα κράτη και θα επανακτήσουμε τη δύναμη που είχαμε παλιά, ενώ οι άλλοι δεν υπόσχονται τίποτα τέτοιο· αντίθετα, υποστηρίζουν ότι πρέπει να έχουμε ειρήνη και να μην τρέφουμε επιθυμίες για μεγάλες και άδικες κατακτήσεις, αλλά να είμαστε ικανοποιημένοι με όσα έχουμε τώρα.

Αυτό για τους περισσότερους ανθρώπους είναι το πιο δύσκολο απ’ όλα. Είμαστε τόσο πολύ προσκολλημένοι στις ελπίδες μας και τόσο πολύ αχόρταγοι στο να επιδιώκουμε κέρδη που φαίνονται υπερβολικά, ώστε ακόμη κι αυτοί που διαθέτουν μεγάλα πλούτη δεν αρκούνται σε όσα έχουν, αλλά διακινδυνεύουν να χάσουν ακόμη και αυτά προσπαθώντας να αδράξουν ολοένα και περισσότερα. Αυτό ακριβώς πρέπει να φοβόμαστε, μήπως δηλαδή υποπέσουμε στο σφάλμα μιας ανάλογης απερισκεψίας.

Μου φαίνεται ότι μερικοί κλίνουν εύκολα προς τον πόλεμο, σαν να άκουσαν με τα ίδια τους τ’ αυτιά τους θεούς και όχι τις συμβουλές απλών ανθρώπων να τους λένε ότι θα φέρουμε σε πέρας τα πάντα και θα νικήσουμε εύκολα τους εχθρούς. Ωστόσο πρέπει οι φρόνιμοι άνθρωποι να μη ζητούν συμβουλές για όσα θέματα γνωρίζουν καλά ―είναι περιττό―, αλλά να ενεργούν σύμφωνα με τις γνώσεις που διαθέτουν και για όσα ζητούν συμβουλές να μη νομίζουν ότι ξέρουν τι θα συμβεί, αλλά να έχουν στο νου τους ότι μόνον εικασίες μπορούν να κάνουν γι’ αυτό το θέμα, ενώ παράλληλα μπορεί να συμβεί ο,τιδήποτε.

Από αυτά εσείς δεν κάνετε τίποτα από τα δύο· αντίθετα βρίσκεστε σε μεγάλη αναταραχή. Έχετε έλθει στη γενική συνέλευση με σκοπό να επιλέξετε την καλύτερη από τις προτάσεις που διατυπώθηκαν, και σαν να γνωρίζετε καλά αυτό που πρέπει να γίνει, δε θέλετε να ακούσετε κανέναν άλλο παρά μόνο αυτούς που μιλούν για να σας ευχαριστήσουν.

Κι όμως αν θέλατε πραγματικά να αναζητήσετε τι συμφέρει την πόλη, θα ταίριαζε να δίνετε μεγαλύτερη προσοχή σε όσους εναντιώνονται στις απόψεις σας παρά σε όσους προσπαθούν να είναι αρεστοί σε σας. Ξέρετε καλά ότι, απ’ όσους ανεβαίνουν εδώ για να μιλήσουν, άλλοι εύκολα μπορούν να σας εξαπατήσουν λέγοντας όσα εσείς θέλετε ―γιατί ό,τι λέγεται με σκοπό να σας ευχαριστήσει σας ρίχνει στάχτη στα μάτια και σας κάνει να μη διακρίνετε καθαρά τι είναι το καλύτερο―, ενώ από εκείνους που σας συμβουλεύουν, χωρίς να αποβλέπουν στην ευχαρίστησή σας, δε θα μπορούσατε να πάθετε τίποτα τέτοιο.

Με κανέναν τρόπο δε θα μπορούσαν να σας μεταπείσουν, αν δε σας φανέρωναν ποιο είναι το συμφέρον της πόλης. Εξάλλου πώς θα μπορούσαν οι άνθρωποι να κρίνουν με ορθό τρόπο τα γεγονότα ή να πάρουν ορθές αποφάσεις για το μέλλον, αν δεν εξέταζαν τα επιχειρήματα αυτών που ανήκουν σε διαφορετικές πολιτικές ομάδες και δεν άκουγαν οι ίδιοι εξίσου προσεκτικά και τις δύο παρατάξεις;

Απορώ όμως και με τους γέροντες, γιατί πλέον δε θυμούνται, και με τους νέους, γιατί δεν έχουν ακούσει από κανέναν, ότι εξαιτίας αυτών που συμβουλεύουν να διατηρούμε την ειρήνη δεν πάθαμε ποτέ κακό, ενώ εξαιτίας αυτών που εύκολα προτιμούν τον πόλεμο έχουμε ήδη υποστεί πολλές και μεγάλες συμφορές. Καμιά από τις συμφορές αυτές δεν αναλογιζόμαστε, αλλά είμαστε έτοιμοι, χωρίς να κάνουμε τίποτα που να προάγει το μέλλον μας, να εξοπλίζουμε πολεμικά πλοία, να συνεισφέρουμε χρήματα και να συμμαχούμε ή να πολεμούμε με όποιους τύχει, σαν να διατρέχαμε όλους αυτούς τους κινδύνους για ένα ξένο κράτος.

Αιτία γι’ αυτή τη στάση σας είναι το γεγονός ότι, αν και θα ταίριαζε να δείχνετε τον ίδιο ζήλο τόσο για τα κοινά όσο και για τις δικές σας υποθέσεις, δεν κρίνετε όλα με το ίδιο μέτρο· αντίθετα, όταν σκέφτεστε τα δικά σας, ψάχνετε να βρείτε συμβούλους πιο συνετούς από τους εαυτούς σας, όταν όμως έρχεστε εδώ στην εκκλησία του δήμου, για να αποφασίσετε για τα κοινά, αυτούς δεν τους εμπιστεύεστε και τους φθονείτε, ενώ επιδοκιμάζετε τους πλέον πονηρούς δημαγωγούς και νομίζετε ότι είναι πιο δημοφιλείς οι μέθυσοι από τους νηφάλιους, οι επιπόλαιοι από τους συνετούς και όσοι κατασπαταλούν το δημόσιο χρήμα από αυτούς που σας προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ξοδεύοντας από τα δικά τους χρήματα. Είναι λοιπόν απορίας άξιο που κάποιος τρέφει ελπίδες πως με τέτοιους συμβούλους το κράτος θα πάει μπροστά.

Εγώ γνωρίζω καλά ότι είναι δύσκολο να πηγαίνω ενάντια στον τρόπο που σκέφτεστε, καθώς και ότι, ενώ έχουμε δημοκρατία, δεν υπάρχει πουθενά ελευθερία λόγου, παρά μόνο εδώ στη συνέλευση για τους άφρονες, που δε νοιάζονται διόλου για σας, και στο θέατρο για τους κωμικούς ποιητές. Το χειρότερο όμως είναι το εξής: γι’ αυτούς που δημοσιοποιούν τα σφάλματα της πόλης στους άλλους Έλληνες αισθάνεστε τόση ευγνωμοσύνη όση δεν αισθάνεστε ούτε για τους ευεργέτες σας· αντίθετα, αυτούς που σας επιπλήττουν και σας νουθετούν τους απεχθάνεστε, σαν να έκαναν κάποιο κακό στην πόλη.

Ωστόσο, αν και έτσι έχουν τα πράγματα, δε θα μπορούσα να παραιτηθώ απ’ όσα είχα στο νου μου να σας πω. Δεν ανέβηκα στο βήμα ούτε για να σας προκαλέσω ευχαρίστηση ούτε για ν’ αποσπάσω την επιδοκιμασία σας, αλλά για να πω ξεκάθαρα όσα συμβαίνει να γνωρίζω, πρώτα αναφορικά με τις προτάσεις των πρυτάνεων που συμπεριλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη και ύστερα για τα άλλα θέματα της πόλης. Ο λόγος είναι ότι δε θα έχουμε κανένα όφελος από όσα θα αποφασίσουμε τώρα σχετικά με την ειρήνη, αν δεν πάρουμε σωστές αποφάσεις και για τα άλλα θέματα…[ ]  ______ 

Μτφρ. Μ.Γ. Ξανθού. 2001. Ισοκράτης. Περί Ειρήνης, Κατά των Σοφιστών, Επιστολή προς Φίλιππον (ΙΙΙ), Επιστολή προς Αλέξανδρον (V). Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.


__________________  Πανηγυρικός και Αρεοπαγιτικός 

          Καθώς η Αθήνα δεν είναι πλέον η στρατιωτική υπερδύναμη που ήταν κάποτε, ο Ισοκράτης προβάλλει  την πολιτιστική της αξία, ως το πλεονέκτημα που της δίνει το δικαίωμα να διεκδικήσει την ηγετική θέση.
380  Γράφει τον «Πανηγυρικό» του  και παρουσιάζει την εικόνα του αθηναϊκού παρελθόντος, τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και κατά τη διάρκεια των πολέμων. Στη συνέχεια προτρέπει τους Έλληνες να ενώσουν τις δυνάμεις τους εναντίον των βαρβάρων και τις δύο μεγάλες δυνάμεις (Αθήνα και Σπάρτη) να αναλάβουν από κοινού την ηγεσία.
 

"Tοσοῦτον δ' ἀπολέλοιπεν ἡ πόλις ἡμῶν περὶ τὸ φρονεῖν καὶ λέγειν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὥσθ' οἱ ταύτης μαθηταὶ τῶν ἄλλων διδάσκαλοι γεγόνασι, καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκε μηκέτι τοῦ γένους ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι, καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας παρά τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας"

          "Η Αθήνα είναι η πόλη που έγινε δάσκαλος όλων των άλλων. Τόση ήταν η πνευματική υπεροχή της πόλης, που είχε δημιουργήσει την τάση να αποκαλούνται Έλληνες όσοι μετέχουν στην ελληνική παιδεία.
Τους καλεί, λοιπόν, να ενωθούν κάτω από τη σκέπη αυτού του αθηναϊκού μεγαλείου, που κάποτε δόξασε το όνομα των Ελλήνων. Το ιδανικό που θα ενώσει την κατακερματισμένη Ελλάδα σε μία ενιαία δύναμη είναι η Παιδεία, ο μορφωμένος πολίτης. 

Και πρόκειται για ένα πανελλήνιο ιδανικό, όχι παγκόσμιο, όπως γίνεται φανερό στο 131 του ίδιου λόγου:

«Έχουμε όμως να κατακρίνουμε τους Λακεδαιμονίους και για την εξής αιτία: ότι δηλαδή αναγκάζουν τους γείτονές τους (δηλαδή, άλλους Έλληνες) να γίνονται είλωτες της πόλης τους, ενώ για το κοινό συμφέρον των συμμάχων τους δεν φροντίζουν να πετύχουν κάτι παρόμοιο. Και όμως, έχουν όλη τη δύναμη να διαλύσουν την εχθρότητα μαζί μας και να αναγκάσουν όλους τους βαρβάρους να γίνουν περίοικοι όλης της Ελλάδος».


Ο Ισοκράτης θα βρει πρόθυμους υποστηρικτές ανάμεσα στους κουρασμένους από την έλλειψη νομικής και ηθικής τάξης Αθηναίους, που επιθυμούν μεταρρυθμίσεις. Η ανάγκη για μια μετριοπαθέστερη μορφή δημοκρατίας στο εσωτερικό και λιγότερο επιθετικής εξωτερική πολιτική, καθώς και η ενοποίηση του ελληνικού κόσμου είναι η νέα τάση που κερδίζει έδαφος με την πάροδο του χρόνου, αν και όχι εντυπωσιακά.


Γράφει ο ίδιος για τον εαυτό του στο έργο «Φίλιππος».

«Εγώ για την πολιτική αποδείχτηκα ο πιο ακατάλληλος από όλους τους συμπολίτες μου·
η φύση δε με προίκισε ούτε με δυνατή φωνή ούτε με αρκετή τόλμη, ώστε να αναμειγνύομαι με τον όχλο, να κηλιδώνω την υπόληψή μου, να βρίζομαι με αυτούς που συνωστίζονται στο βήμα.  Μα την ορθή μου κρίση και την ευρεία μου μόρφωση ―αν και ο λόγος μου αυτός θα μπορούσε να θεωρηθεί κάπως βαρύς― θα τα διεκδικήσω οπωσδήποτε· και θα λογάριαζα τον εαυτό μου όχι ανάμεσα σ' αυτούς που υστερούν, αλλά σ' αυτούς που ξεπερνούν τους άλλους.»


365  Η Αθήνα επεκτείνει τη ναυτική της δύναμη καθώς ανέκτησε μέρος της Θράκης, πόλεις της Χαλκιδικής και τη Σάμο με τη βοήθεια του βασιλιά Περδίκκα της Μακεδονίας. Η προσπάθειες της Θήβας να διατηρήσουν την ηγεμονία τους, κατέληξαν στη μάχη της Μαντίνειας, όπου σκοτώθηκε ο Επαμεινώνδας το 362.
Από τη χρονιά αυτή και μετά, στις ελληνικές πόλεις επικρατεί παρακμή και αναρχία, ενώ οι πολεμικές επιχειρήσεις συνεχίζονται, καθώς πόλεις όπως η Κως, η Ρόδος, το Βυζάντιο και η Χίος αγωνίζονται να εγκαταλείψουν την αθηναϊκή συμμαχία. Αυτός ο «συμμαχικός πόλεμος» θα επιδεινώσει την οικονομική και κοινωνική κρίση στην Αθήνα.
Ο Ισοκράτης επικεντρώνεται στον αγώνα για την αποκατάσταση του πολιτεύματος και του ήθους των πολιτών. Η έλλειψη ευσέβειας, ορθής κρίσης και συνετής συμπεριφοράς οφείλεται στην παρακμή της Δημοκρατίας, η οποία με τη σειρά της ώθησε τους πολίτες προς τα χαλαρά ήθη και τη διαφθορά. Μόνο η αναμόρφωση του πολιτικού ήθους μπορεί να οδηγήσει στην εκπλήρωση της πανελλήνιας ιδέας του ρήτορα που εξακολουθεί να ελπίζει πως το όνειρό του είναι εφικτό.



362   Αρχίζει μία διένεξη μεταξύ Θηβαίων και Φωκέων που θα οδηγήσει σε έναν ανίερο πόλεμο, όταν οι δεύτεροι αρνήθηκαν να βοηθήσουν τους πρώτους να εκστρατεύσουν εναντίον της Σπάρτης. Οι Θηβαίοι ζητούν τότε να επιβληθεί πρόστιμο στους Φωκείς, επειδή καλλιεργούσαν αυθαίρετα κάποια κτήματα που ανήκαν στο Μαντείο. 

Με τη χρηματοδότηση της Σπάρτης και τη βοήθεια των Αθηναίων και των τυράννων των Φερών, οι Φωκείς, με αρχηγό τον Φιλόμηλο, καταλαμβάνουν τους Δελφούς και προβαίνουν σε εξαιρετικά ασεβείς πράξεις. Αφού εξόντωσαν τους «θρακίδες», το ιερό γένος που κατείχε την εξουσία των Δελφών, εξανάγκασαν την Πυθία να χρησμοδοτήσει ευνοϊκά για τον αρχηγό τους. Εκείνη, μη έχοντας άλλη επιλογή, αποφαίνεται «ἔξεστιν αὐτῷ πράττειν ὅ βούλεται».



          Μετά τη μάχη της Μαντίνειας, η Αθηναϊκή ηγεμονία είχε ενισχυθεί σε σχηματικό βαθμό, δεν υπήρχε όμως πια η υποδομή για τη συντήρησή της. Ο στρατός της Αθήνας που αποτελείτο πια από μισθοφόρους, συμπεριφέρθηκε βάναυσα στις συμμαχικές πόλεις, οι οποίες αντέδρασαν άμεσα επιδιώκοντας την αποδέσμευσή τους από τη συμμαχία.

358  Αρχίζει ο συμμαχικός πόλεμος, που θα διαρκέσει τρία χρόνια και όχι μόνο θα καταλήξει άδοξα για την Αθήνα, αλλά θα σημάνει και το τέλος της προσπάθειας συνένωσης των ελληνικών πόλεων υπό την ηγεσία μίας πόλης - υπερδύναμης.


357   Ο Ισοκράτης κυκλοφορεί τον «Αρεοπαγιτικό» του, ένα λόγο που παρακινεί τους Αθηναίους να ταχθούν υπέρ της αποκατάστασης της δημοκρατίας σύμφωνα με τις αρχές και το όραμα των ιδρυτών της (του Σόλωνα και του Κλεισθένη). 
Επιστροφή στα χρόνια εκείνης της δημοκρατίας που εξασφάλισε στην Αθήνα τη μεγαλύτερη δόξα και την έκανε την ηγέτιδα δύναμη όλης της Ελλάδας. 
Στρέφεται εναντίον της οχλοκρατίας της εποχής του, που οδήγησε την πόλη σε αδυναμία και παρακμή σε όλους τους τομείς.


   «Εκείνοι λοιπόν που διοικούσαν την πολιτεία κατά την παλαιότερη εποχή, εγκατέστησαν πολίτευμα που δεν είχε μόνον όνομα δημοφιλέστατο σε όλους και γλυκύτατο, ενώ στην πράξη δεν έδινε την εντύπωση αυτή σε όσους ζούσαν με αυτό και δεν εκπαίδευε τους πολίτες έτσι που να θεωρούν την ακολασία δημοκρατία, την παρανομία ελευθερία, την αυθάδεια ισονομία, ούτε τέλος την εξουσία να κάνουν όλα αυτά ευδαιμονία, αλλά πολίτευμα που μισώντας και τιμωρώντας τους ανθρώπους αυτού του είδους κατόρθωσε  να κάνει όλους τους πολίτες καλύτερους και φρονιμότερους.

Εξαιρετική μάλιστα συμβολή για την καλή διοίκηση της πολιτείας παρείχε το γεγονός ότι, ενώ επικρατούσε η δοξασία ότι υπάρχουν δύο είδη ισότητας και η μία απονέμει σ' όλους τα ίδια δικαιώματα και η άλλη ό,τι πρέπει στον καθένα, δεν αγνοούσαν τη χρησιμότερη, αλλά εκείνη που έδινε τα ίδια δικαιώματα και στους ηθικούς και στους πονηρούς, την αποδοκίμαζαν, γιατί τη θεωρούσαν άδικη, ενώ εκείνην που τιμούσε και τιμωρούσε τον καθένα ανάλογα με την αξία του, την προτιμούσαν και έτσι διοικούσαν την πολιτεία, και δεν εξέλεγαν τους άρχοντες απ' όλους τους πολίτες ανεξαιρέτως, αλλά για κάθε αξίωμα επέλεγαν τον καλύτερο και τον ικανότερο, γιατί θεωρούσαν ότι και οι άλλοι πολίτες θα είναι όμοιοι μ' εκείνους που αναλαμβάνουν υπεύθυνα τη διοίκηση των πολιτικών πραγμάτων.

Εκτός αυτού, θεωρούσαν ότι η εκλογή αυτή των αρχόντων είναι περισσότερο αρεστή στο λαό από την εκλογή που γίνεται με κλήρο. Γιατί με την κλήρωση ενδέχεται να ευνοηθούν και να καταλάβουν αξιώματα εκείνοι που επιθυμούν την ολιγαρχία, ενώ όταν προτιμώνται οι ικανότεροι, ο λαός είναι ο κυρίαρχος να εκλέξει εκείνους που αγαπούν ιδιαιτέρως το υφιστάμενο πολίτευμα.» (20-23)

Το πολίτευμα λοιπόν που επιτρέπει την πρόοδο της πόλης είναι εκείνο στο οποίο οι άρχοντες εκλέγονται με αξιοκρατικά κριτήρια και ο λαός έχει τη δυνατότητα να τους ελέγχει. Επιπλέον, όλοι ήταν πεπεισμένοι πως έπρεπε να διατηρήσουν αναλλοίωτες τις παραδόσεις, να φροντίζουν για τις ιδιωτικές τους υποθέσεις με την ίδια σύνεση που επεδείκνυαν και στις δημόσιες, με ομόνοια και όρεξη για εργασία. Ως εκ τούτου:
«...και οι πιο φτωχοί πολίτες απείχαν τόσο πολύ από το να φθονούν τους πλουσιότερους, ώστε έδειχναν την ίδιαν αφοσίωση για τις σπουδαίες οικογένειες που θα έδειχναν για τις δικές τους, διότι είχαν την αντίληψη ότι η ευδαιμονία εκείνων θα έχει ως συνέπεια και τη δική τους ευημερία.

Οι πλούσιοι πάλι, δεν περιφρονούσαν τους φτωχούς, αλλά επειδή θεωρούσαν δική τους ντροπή τη δυστυχία των πολιτών, βοηθούσαν τους άπορους και σε άλλους μεν παραχωρούσαν κτήματα για καλλιέργεια με μικρό μίσθωμα, άλλους απασχολούσαν στο εμπόριο και σε άλλους τέλος έδιναν κεφάλαια για την ανάπτυξη άλλων δραστηριοτήτων. Γιατί δεν είχαν τον φόβο μήπως πάθουν το ένα από τα δύο, ή δηλαδή να τα χάσουν όλα ή με μεγάλη δυσκολία και πολλές ενοχλήσεις να κατορθώσουν να πάρουν ένα μέρος από εκείνα που δάνεισαν.» (28)

Ο φόβος αυτός δεν υπήρχε, διότι το δικαστικό σύστημα λειτουργούσε αποτελεσματικά και επέβαλε αυστηρές ποινές στους παραβάτες. Εξασφαλιζόταν, έτσι η ομαλή λειτουργία της οικονομίας, εφόσον οι έχοντες χρήματα τα δάνειζαν ευχαρίστως, ώστε να αποκομίσουν κέρδος και οι φτωχοί είχαν πάντα κεφάλαια στη διάθεσή τους, αποφεύγοντας τον κίνδυνο να βρεθούν σε κατάσταση πλήρους ένδειας.

Προσπαθεί να συγκινήσει τους συμπολίτες του με συχνές αναφορές στις παλιές ένδοξες εποχές, εφιστώντας τους την προσοχή στην κρισιμότητα της κατάστασης που είχαν τώρα να αντιμετωπίσουν. Ήταν πεπεισμένος πως μία πόλη χωρίς ισχυρές ηθικές αρχές, χωρίς υλικούς πόρους και χωρίς επιτυχημένες συμμαχίες, δεν μπορούσε πλέον να επιβιώσει σε έναν κόσμο που απαιτούσε νέα συστήματα και νέα πολιτική στρατηγική.
_____________________________________________________



*  Ισοκράτης,  Γόνος εύπορης οικογένειας και μαθητής του μεγάλου ρήτορα Γοργία, ασκεί το επάγγελμα του λογογράφου, όταν μετά τον πόλεμο η οικογένειά του σχεδόν καταστρέφεται οικονομικά. Ωστόσο, η φιλοδοξία του ήταν να διαπρέψει στον πολιτικό λόγο και να παίξει έναν σημαντικό ρόλο στη μόρφωση των νέων της Αθήνας. 

Ίδρυσε τη σχολή του γύρω στο 390 και δίδαξε για μισό αιώνα, επηρεάζοντας την πνευματική δραστηριότητα περισσότερο από όσο είχε ελπίσει. 
Ο Κικέρων παρομοίασε τη σχολή του Ισοκράτη με το γεμάτο ήρωες άλογο της Τροίας, καθώς εκεί σύχναζαν ρήτορες όπως ο Λυκούργος και ο Υπερείδης, οι ιστορικοί Θεόπομπος και Έφορος, ο βασιλιάς της Κύπρου Νικοκλής κ.ά. 
Μπορεί η φυσική συστολή και η κακή μνήμη να μην επέτρεψαν στον Ισοκράτη να σταδιοδρομήσει στην πολιτική, όπως επιθυμούσε, αλλά ως δάσκαλος και ρήτορας κατόρθωσε να κερδίσει μία θέση στην αιωνιότητα.
Γνωστή είναι η αντίθεση του Ισοκράτη στην πλατωνική άποψη για τη φιλοσοφία. Θεωρούσε ότι απομακρύνει τον άνθρωπο από την πραγματικότητα και τον εμποδίζει να αποκτήσει το πρακτικό πνεύμα που απαιτείται για την επίλυση των καθημερινών ζητημάτων. 

Η αληθινή φιλοσοφία είναι η δική του διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος μαθαίνει να σχηματίζει την ορθή γνώμη, διότι η απόλυτη γνώση, που διεκδικεί η Ακαδημία του Πλάτωνα, δεν είναι εφικτή. 
Οφείλουμε, λέει ο Ισοκράτης, να εκμεταλλευόμαστε τις ευκαιρίες που μας δίνονται, εξετάζοντας την πραγματική τους διάσταση και να λειτουργούμε σύμφωνα με τους περιορισμούς της φύσης μας.
Στις κρίσιμες ώρες που περνούσαν οι ελληνικές πόλεις, ο Ισοκράτης θα υποστηρίξει την άποψη πως η επιτυχής έξοδος από τη δύσκολη κατάσταση απαιτεί ηγεσία που θα είναι σε θέση να επιβάλει την τάξη. 
Νοσταλγός της εποχής του Σόλωνα και του Κλεισθένη, επιθυμεί διακαώς την επιστροφή στις ανυπέρβλητες αξίες εκείνης της πρώτης δημοκρατίας, βαθύτατα θλιμμένος από την κατάντια του πολιτεύματος στην εποχή του. 
Αργότερα, θα βρει τον κατάλληλο ηγέτη στο πρόσωπο του Φιλίππου και θα προσπαθήσει να πείσει τους συμπολίτες του να ενωθούν υπό την ηγεσία του, ώστε να αποτελέσουν την ισχυρή δύναμη που θα υπερισχύσει των βαρβάρων. 

Όλοι οι  Λόγοι του Ισοκράτη στο: http://www.greeklanguage.gr/greekLang/ancient_
greek/tools/corpora/translation/contents.html?author_id=8


Scholeio.com