Η Ιστορία του Κόσμου, από τους Times
Τέτοιες απόψεις, ότι δηλαδή η κοιτίδα των ινδοευρωπαίων βρίσκεται ανατολικά και δυτικά του Αιγαίου, εκφράζονται και από μεγάλους πλέον επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων.
Ειδικότερα εμφανίζονται στο βιβλίο των Times, Η Ιστορία του Κόσμου, το οποίο ουσιαστικά παρουσιάζει και συνοψίζει τις τελευταίες θεωρίες για την ιστορία του κόσμου.
Βλέπουμε λοιπόν ότι σύμφωνα και με την ελληνική μυθολογία και με τη σκωτσέζικη μυθολογία, αλλά και με τις απόψεις την ελληνιστικής εποχής και τις μεσαιωνικές βρετανικές, υπήρξε μια παρουσία ελληνικών λαοτήτων στον βόρειο Εύξεινο Πόντο, στην κυρίως Ελλάδα, στη δυτική, στη νότια και στην κεντρική Ασία και στην Παλαιστίνη, η οποία αποτέλεσε και τη μήτρα μιας μεγάλης εξάπλωσης προς τον ευρωπαϊκό Βορρά και προς την ινδική Ανατολή, μεταξύ του 2000 και του 1000 π.Χ.
Είναι οι «απαρίθμητοι» της Παλαιάς Διαθήκης, οι Γιαβάνας των Ινδών, οι Γελωνοί των Σκυθών (αυτοί που έφεραν τη λατρεία του θεού -ταύρου Ροντ στους Σλάβους και τους Σκύθες), οι Γραικοί των Βρετανών. Η ιρλανδική μυθολογία μας βοηθάει να κατανοήσουμε αυτό το σχήμα που μέχρι τώρα εξέφραζαν κάποιοι περιθωριακοί ελληνοκεντρικοί ερευνητές.
Στον Βίο του Αγίου Καντρού λοιπόν, Έλληνες τοποθετούνται στη Λυδία, όπως ακριβώς αναφέρεται και στην ελληνική μυθολογία, σύμφωνα με την οποία ο γενάρχης τους, ο Λυδός, ήταν εγγονός του Ηρακλή και της Ομφάλης, πράγμα που πιθανώς να σημαίνει ότι οι Λυδοί ως έθνος είχαν προέλθει από την επιμιξία κάποιων αυτοχθόνων Μικρασιατών με ηρακλειδείς Γραικούς, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί κοντά στον Πακτωλό ποταμό και οι οποίοι κατά παράξενο τρόπο έγιναν γενάρχες των Σκωτσέζων.
Χρησιμοποιούμε εδώ τη λέξη Γραικός συνειδητά, όπως και η ιρλανδική μυθολογία (Greek) γιατί και κατά τον Αριστοτέλη και κατά τον Αλκμάνα και κατά το Πάριο Μάρμαρο, οι Γραικοί είναι οι πατέρες των Ελλήνων ή οι Έλληνες παλαιότερα αποκαλούνταν Γραικοί («Έλληνες το πρότερον Γραικοί καλούμενοι -Γραίκες οι των Ελλήνων μητέρες»). Βέβαια φτάσαμε, οι ημιμαθείς, να ντρεπόμαστε για το όνομα Γραικοί-Greeks ή για το όνομα Γιουνανίδες-Ίωνες, χωρίς ό αναγνωρίζουμε ότι αυτά είναι τα πανάρχαια ονόματα που είχε ο λαός μας, πριν ακόμα στις αφικτυονίες και στους Δελφούς πάρει το ηλιακό, απολλώνιο όνομα Έλληνες.
Το όνομα «Γραικός» μας τιμά πιο πολύ από το «Έλληνας» γιατί συνδέεται με την πανάρχαια ιστορία του αιγαιακού, βαλκανικού και μικρασιατικού χώρου. Και κανείς ξένος δεν μας προσβάλει όταν μας αποκαλεί Γραικούς, αφού έτσι μας συνδέει όχι μόνο με το ελληνικό πολιτιστικό φαινόμενο, αλλά και με το «προελληνικό», μινωικό-πελασγικό και με το βυζαντινό (γριέκ αποκαλούνται όλοι οι βυζαντινοί και οι ελληνορθόδοξοι στη σλαβική γραμματεία, αλλά και Γραικοί αποκαλούνται όλοι οι μη-σλάβοι ορθόδοξοι αλλά και όλοι οι Ουνίτες διεθνώς) και με το νεο-ελληνικό («εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω»).
Αυτοί λοιπόν οι Χωρίσκιοι έφτιαξαν καράβια και πήγαν στη Θράκη, όπου ενώθηκαν με
ανθρώπους της Περγάμου (προφανώς Πισιδούς, οι οποίοι και αυτοί ανήκαν στην κρητική
αυτοκρατορία) και Λακεδαιμονίους. Από εκεί, οδηγημένοι από τον βόρειο άνεμο, πήγαν στην Έφεσσο, στη νήσο Μήλο, στις Κυκλάδες και στην Κρήτη.
Αυτή η διαδρομή δεν είναι καθόλου τυχαία και ίσως είναι μια μακρινή ανάμνηση της προετοιμασίας κάποιας εκστρατείας της κρητικής αυτοκρατορίας προς την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, όπως διασώθηκε στους ιρλανδοσκωτικούς μύθους, μιας εκστρατείας που έμεινε γνωστή στις χιττιτικές, ασσυριακές και αιγυπτιακές πηγές ως η φρικτή και τρομακτική
κάθοδος των λεγομένων Λαών της θάλασσας.
Οι Έλληνες στη Σκωτία
Οι Χωρίσκιοι περάσανε στην αφρικανική θάλασσα και, σύμφωνα πάντα με το κείμενο και
χωρίς άλλες λεπτομέρειες, έφθασαν στις Βαλεαρίδες νήσους και αφού πέρασαν την Ισπανία
και τις στήλες του Ηρακλέους προς την απομονωμένη Θούλη, αποβιβάστηκαν στο Κρουάτσαν Φέλι στην Ιρλανδία. Το νησί, εκείνο τον καιρό, κατοικούσαν οι Πίκτες, τους
οποίους κατανίκησαν σε μια περιοχή που από τότε λέγεται Άρτμαχα.
Πρόκειται για μια λέξη που παραδόξως θα μπορούσε να έχει ελληνική προέλευση, αφού «μάχα» στα δωρικά είναι η μάχη (οι Λακεδαιμόνιοι μετείχαν στο απόσπασμα αυτό και δεν ξέρουμε αν οι Δωριείς ήταν τελικά άλλο φύλο από τους Αχαιούς Λακεδαιμόνιους, όλα υπό συζήτηση είναι) και το «αρτ» μπορεί να προέρχεται από τη λέξη «άρτος», αλλά και τη λέξη «άρτηση» που σημαίνει τροφή, αφού κατά τον μύθο αυτό, οι εισβολείς πολέμησαν τους Πίκτες μαγεμένοι από το μέλι και το γάλα που έρεε στην περιοχή τους.
Οι Έλληνες κατέλαβαν την περιοχή μεταξύ του Λοχ Έρνε και του Έθιοχ, μετά πήραν το Κιλντέαρ και το Κορκ και έφτασαν και πολιόρκησαν το Μπάνγκορ. Πολλά χρόνια μετά πέρασαν απέναντι στη Σκωτία, στην περιοχή της Ρόσιας, κοντά στον ποταμό Ρόσι και κατέλαβαν τις πόλεις Ρέγκνομαθ και Μπέλεθορ.
Στην αρχή ονόμασαν τη χώρα τους Χωρισκία αλλά μετά την αποκάλεσαν Σκωτία, επειδή ο αρχηγός των εισβολέων ήταν ο Λακεδαιμόνιος Νέωλος, ο οποίος παντρεύτηκε την Αιγύπτια κόρη Σκώτα, όταν οι εισβολείς είχαν παραμείνει για ένα διάστημα στην Αίγυπτο. Αυτό είναι και μια εισαγωγική καταγραφή των μύθων, τους οποίους θα παρουσιάσουμε πιο κάτω και είναι σαφέστατοι όσον αφορά στα πρόσωπα και τα πράγματα.
Ποιοι ήταν όμως οι Πίκτες που οι Έλληνες συνάντησαν στην Ιρλανδία και τη Σκωτία;
Είναι ένας από τους πιο παράξενους λαούς της αρχαιότητας. Ονομάστηκαν έτσι από τους
Ρωμαίους, επειδή ήταν γεμάτοι τατουάζ («πίκτουμ» στα λατινικά σημαίνει «ζωγραφίζω»).
Μάλιστα φαίνεται ότι ήταν από τους πιο σκληρούς και πολεμικούς λαούς του κόσμου. Δεν
ήταν Κέλτες, αφού η γλώσσα τους δεν ήταν κατανοητή από τους Κέλτες ορθοδόξους
ιεραποστόλους. Κατά τον Μεσαίωνα ή τις λεγόμενες Σκοτεινές Εποχές (Dark Ages) και αφού σφαγιάστηκαν οι ευγενείς τους με προδοσία, ο λαός τους ενσωματώθηκε στους
Σκωτσέζους. Μερικοί τους συνδέουν με τούς Βάσκους, τίποτα όμως δεν είναι σίγουρο πέρα
από το ότι υπήρξαν και εντυπωσίασαν.
Το έπος του Φορντάν
Το Σκότις Χρονικόν, δηλαδή το χρονικό του σκωτικού έθνους, το οποίο συνέγραψε ο
μεγάλος Βρετανός επικός, Ιωάννης του Φορντάν, το 1345, είναι πολύ σαφέστερο ως προς τη μυθική αυτή εκστρατεία των Ελλήνων στην Ιρλανδία. Αυτός ο άνθρωπος με μεγάλη
επιμέλεια συνέλεξε όλους τους μύθους και τις παραδόσεις που έχουν να κάνουν με τον
αποικισμό της Σκωτίας και της Ιρλανδίας από τους Έλληνες και τις παρουσίασε στο έπος του το οποίο και αποτέλεσε τον κορμό της εθνικής αναφοράς των Σκωτσέζων.
Από ό,τι φαίνεται, οι Έλληνες πήγαν στα βρετανικά νησιά σε δυο κύματα.
Το πρώτο αναφέρεται στο θρυλικό έπος τους, το Τουάθα Ντε Ντανάν. Αναφέρεται στον Έλληνα Παρθόλωνα, ο οποίος έχει όντως ελληνικότατο όνομα που σημαίνει «πορθητής των όλων». Αυτός αποτελεί και τον πρώτο οικιστή της Ιρλανδίας, ο οποίος πολέμησε το σκοτεινό γένος των δαιμόνων Φιρ Μπολγκ και εγκατέστησε τον πολιτισμό στην Ιρλανδία. Το έπος αυτό που θα δούμε πιο κάτω ίσως αναφέρεται στις αρχαίες εκείνες συγκρούσεις μεταξύ των αρχαίων Ελλήνων οικιστών και των Πικτών, οι οποίοι είχαν μια χθόνια λατρεία δαιμόνων.
Το δεύτερο αναφέρεται στο κείμενο που συζητάμε τώρα και είχε αρχηγούς τους τον Νέωλο ή Ηώλαο -και κατά τα κείμενα Γαίθηλο -ο οποίος έμεινε γνωστός στους Ιρλανδούς ως
Γκαιντέλ, και τη σύζυγο του, η οποία ήταν κόρη του Φαραώ και ονομάστηκε Σκώτα. Αξίζει
όμως να αφεθούμε στη μαγεία του κειμένου του Ιωάννη Φορντάν.
Ο τρομερός Γαίθηλος
«Κατά την Τρίτη εποχή στις μέρες του Μωϋσέως, ένας κάποιος βασιλιάς μιας από τις κόρες της Ελλάδας, ο Νέωλος ή Ηώλαος (σ.σ.: Νέωλος προέρχεται προφανώς από τις λέξεις
ναύς και λαός, είναι σαφώς αρχαιοελληνικό όνομα και σημαίνει, αυτός που είναι μέλος του
λαού που έρχεται με καράβια. Ηώλαος είναι επίσης ελληνικό όνομα και αναφέρεται σε αυτόν
που είναι λαός από την Ανατολή ή από την Ηώ δηλαδή την χώρα της αυγής, της ανατολής
με το όνομα, είχε έναν γιο, ωραίο στην κοψιά αλλά ταραχοποιό κατά το πνεύμα, που τον
λέγαν Γαίθηλο στον οποίο δεν επέτρεψε καμιά εξουσία στο βασίλειο του.
Σπρωγμένος στην οργή και με την υποστήριξη πολλών συμμοριών από νέους, ο Γαίθηλος
τάραξε το βασίλειο του πατέρα του από πολλές εγκληματικές ανόσιες πράξεις και έστρεψε ακόμα και τον πατέρα του, όπως και τον λαό του με την απρεπή συμπεριφορά του. Έτσι και γι' αυτόν τον λόγο διώχθηκε με τη βία έξω από την πατρική του γη και έπλευσε προς την Αίγυπτο όπου τον ξεχώρισαν για το κουράγιο και την τόλμη του. Αλλά και επειδή ήταν γέννημα βασιλιά παντρεύτηκε την Σκώτα, την κόρη του Φαραώ.
Ένα άλλο χρονικό μας λέει ότι εκείνες τις μέρες την Αίγυπτο την είχαν καταλάβει οι Αιθίοπες (σ.σ. πρόκειται για την Μεροητική δυναστεία των μαύρων Φαραώ, που από το σημερινό Σουδάν και τη Μερόη κατέλαβε την Αίγυπτο) οι οποίοι σύμφωνα με τις συνήθειές τους ερήμωσαν την χώρα από τα βουνά μέχρι την πόλη της Μέμφιδος.
Η λίμνη (Λοχ) Νες αποτελεί το πλέον διάσημο μέρος της Σκωτίας. Ο θρύλος του τέρατος που κρύβει κάτω από τα νερά της, έχει εξάψει τη φαντασία πολλών γενεών και έχει παρουσιαστεί σε παραδοσιακά κείμενα και τραγούδια. Αλλά και η ίδια η λέξη «λοχ» έχει ελληνική ρίζα (λακ, εξου και λάκκος, όπως ανέφερε ο καθ. Θ. Σπυρόπουλος στο άρθρο του για τη Λακεδαιμόνα).
Να σημειώσουμε ότι οι Λακεδαιμόνιοι σχετίζονται με τους Σκωτσέζους και ότι πιθανόν η ρίζα «λακ» να πέρασε στις ευρωπαικές γλώσσες από εδώ. και της Μεγάλης θάλασσας. Έτσι ο Γαίθηλος, ο γιος του Νέωλλου (σ.σ. εδώ ο Νέωλος παρουσιάζεται με δύο λάμδα σε αντίθεση με πριν], ένας από τους συμμάχους του Φαραώ, εστάλη για βοήθεια του με έναν μεγάλο στρατό και ο βασιλιάς του έδωσε τη μοναδική του κόρη σε παντρειά για να σφραγίσει την συμφωνία.
Γραμμένο στην παράδοση του Αγίου Μηρένταν είναι, ότι ένας κάποιος πολεμιστής, στον
οποίο οι αρχηγοί του έθνους του παρέδωσαν την εξουσία, κυβέρνησε την Αθήνα στην
Ελλάδα (Greece). Ο γιος του, ο Γαίθηλος κατά το όνομα, νυμφεύθηκε τη θυγατέρα του
Φαραώ βασιλέα της Αιγύπτου, τη Σκώτα, από την οποία επίσης οι Σκωτσέζοι πήραν το
όνομα τους. Και αυτός, δηλαδή ο Γαίθηλος, ο οποίος ήταν διάσημος για τη δύναμη του και
την τόλμη του, εξαγρίωσε τον πατέρα του και όλους από την επιθυμία του για φασαρίες και
έφυγε επειδή απέτυχε στις επιθυμίες του και όχι επειδή ήταν αυτή η θέληση του και αποσύρθηκε στην Αίγυπτο όπου τον υποστήριξε μια τολμηρή συμμορία νεαρών.
Ένα ακόμα χρονικό πάλι λέει ότι ένας κάποιος Γαίθηλος, ο εγγονός, λέγεται, του Νέμπριχτ, επειδή δεν είχε τη θέληση να κυβερνήσει με το δίκαιο της διαδοχής ή επειδή ο λαός του υποστηριζόμενος από τα γειτονικά έθνη δεν στήριξε την τυραννία του εγκατέλειψε την πατρίδα του ακολουθούμενος από ένα πλήθος νέων ανδρών, με ένα στρατό.
Κατά μήκος της διαδρομής του τάραξε με πολλούς πολέμους διάφορους τόπους και εξαναγκασμένος από την έλλειψη ανεφοδιασμού και προμηθειών ήρθε στην Αίγυπτο όπου ενώθηκε με τις δυνάμεις του βασιλιά Φαραώ και πάσχισε μαζί με τους Αιγυπτίους να κρατήσει τα παιδιά του Ισραήλ σε αιώνια δεσμά και στο τέλος νυμφεύθηκε τη μονάκριβη θυγατέρα του Φαραώ, τη Σκώτα, με πρόθεση να διαδεχθεί τον πεθερό του στον θρόνο της Αιγύπτου...
Αυτός ο Φαραώ, που αναφέραμε πιο πάνω, πνίγηκε μαζί με τον στρατό του από εξακόσια
άρματα, πενήντα χιλιάδες άλογα και διακόσιους χιλιάδες πεζούς. Ενώ οι επιζήσαντες είχαν
παραμείνει στα σπίτια τους και ήλπιζαν να απαλλαγούν από τον φόρο των σιτηρών που είχε
παλαιότερα καθιερωθεί από τον Ιωσήφ τον καιρό της πείνας.
Ο γαμπρός του Φαραώ, Γαίθηλος Γκλας είχε αρνηθεί να κυνηγήσει τους αβοήθητους Εβραίους, έτσι οι συνασπισμένοι Αιγύπτιοι με βιαιότητα έδιωξαν από ανάμεσα τους όλους τους ευγενείς των Ελλήνων καθώς και όλους τους ευγενείς των Αιγυπτίων που η άπληστη θάλασσα δεν είχε καταπιεί.
Διαβάζουμε σε ένα άλλο χρονικό ότι μετά που ο στρατός έφυγε, ο Γαίθηλος παρέμεινε
πίσω στην πόλη Ηλιόπολη ακολουθώντας ένα σχέδιο που συμφωνήθηκε μεταξύ αυτού και
του βασιλέα Φαραώ σε περίπτωση που θα έπρεπε να τον διαδεχτεί στο βασίλειο του. Αλλά
αυτοί που είχαν απομείνει από τον αιγυπτιακό λαό, οι οποίοι έβλεπαν τι απέγινε στα βασίλεια τους και επειδή είχαν απομείνει χωρίς φρουρά και έχοντας κάποτε υποταχθεί σε μια ξένη τυραννία, σκέφθηκαν ότι δεν θα μπορέσουν να αντέξουν δεύτερη τυραννία για άλλη μία φορά. Ένωσαν λοιπόν τις δυνάμεις τους και έστειλαν γράμμα στο Γαίθηλο ότι αν δεν
επισπεύσει το συντομότερο δυνατόν την αναχώρηση του από το βασίλειο, θα ξεκινήσει ένας
ατελείωτος πόλεμος μεταξύ αυτών και αυτού χωρίς καθυστέρηση...».
Το κείμενο αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον γιατί αποτελεί μια επισταμένη καταγραφή και ουσιαστικά καταλογογράφηση των χρονικών και των παραδόσεων που αναφέρονται σε εκείνον τον διαβόητο Γαίθηλο, ο οποίος από ένα ιταμό πρόσωπο σε κάποια ελληνική χώρα (το πλήρες όνομα του: Γαίθηλος Γκλας, παραπέμπει στην μυκηναϊκή πόλη του Γλα) έγινε σημαντικό πρόσωπο στη χώρα του Φαραώ την εποχή του Μωυσή.
Το πολύ ενδιαφέρον στην ιστορία μας είναι το κομμάτι που αφορά στη σύγκρουση του
Γαίθηλου με τους Αιθίοπες. Ο Φλάβιος Ιώσηπος όμως μας διασώζει ότι και ο ίδιος ο
Μωυσής, πριν συγκρουστεί με τον Φαραώ για τα δίκαια του ισραηλιτικού λαού, υπήρξε
στρατηγός του στον πόλεμο του κατά των Αιθιόπων εισβολέων. Μάλιστα συνέτριψε τους
Αιθίοπες και η βασιλοπούλα Θαρμπίς από αυτούς, ζήτησε και έγινε γυναίκα του, πράγμα για
το οποίο ο Μωυσής κατακρίθηκε αργότερα από τα αδέρφια του, τον Ααρών και τη Μύριαμ.
Έτσι μπορούμε να πούμε, με κάθε βέβαια επιφύλαξη, ότι αν ο Ιωάννης Φορντάν και ο
Φλάβιος Ιώσηπος λένε αλήθεια, τότε ο Γαίθηλος υπήρξε συμπολεμιστής του Μωυσή στον
στρατό εκείνου του βιβλικού Φαραώ, στον πόλεμο εναντίον των μαύρων αυτοκρατόρων του
Κους και της Μερόης. Ο πόλεμος αυτός μόλις τις τελευταίες δεκαετίες αρχίζει να γίνεται
γνωστός χάρη στις αρχαιολογικές εργασίες και μελέτες που έγιναν στη Μερόη και στην
Λάπατα, τις πρωτεύουσες του αιθιοπικού βασιλείου του Κους, που βρισκόταν εκεί που
σήμερα είναι το Σουδάν (και όχι η Αιθιοπία).
Ποιος ήταν όμως ο βιβλικός Φαραώ της εξόδου;
Τη σημαντικότερη, νομίζω, παρουσίαση έχει κάνει ένας προτεστάντης βιβλιστής, ο Τζον Αργκουμπράιτ, ο οποίος προσπαθώντας να ναποδείξει την αλήθεια της Βίβλου -Παλαιάς και Καινής Διαθήκης- με αξιοσημείωτα πραγματικά αρχαιολογικά ντοκουμέντα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Φαραώ αυτός είναι ο Τούθμωσις ο III, ο οποίος έζησε στα τέλη του 15ου αιώνα π.Χ.
Εάν οι συλλογισμοί του είναι σωστοί και αν το χρονικό του Φορντάν αποδίδει σωστά την ιστορία των Σκωτσέζων, τότε ο Γαίθηλος, αυτός που έμεινε να τον θυμούνται οι Ιρλανδοί και οι Σκωτσέζοι ως Γκαιντέλ, γεννήθηκε στην ενδιάμεση εποχή μεταξύ της Αργοναυτικής εκστρατείας και του Τρωικού πολέμου, κατ' άλλους στην Αθήνα, κατ' άλλους στη Σπάρτη (τότε μυκηναϊκή) και κατ' άλλους σε κάποιο απροσδιόριστο ελληνικό βασίλειο του ελλαδικού χώρου, ίσως και στην καστροπολιτεία Γλα.
Υπάρχει κάποια μνήμη όμως στην ελληνική μυθολογία για τέτοιου είδους έξοδο προς την Αίγυπτο, τη Νιγηρία και τα βρετανικά νησιά;
Όπως έχει συνοψίσει ο Κύπριος Ρ. θ. Κυριακίδης, υπήρξαν επαφές μεταξύ Μυκηναίων και Βρετανών, σύμφωνα με αρχαιολογικές μαρτυρίες από τα βρετανικά νησιά, ενώ έχει αποδειχτεί ότι ο κυπριακός ορείχαλκος εισαγόταν από τις Κασσιτερίδες Νήσους, δηλαδή τα βρετανικά νησιά, ήδη από το 2050 π.Χ.
Ο Διόδωρος Σικελιώτης δηλώνει ότι ούτε ο Διόνυσος ούτε ο Ηρακλής εξεστράτευσαν
εναντίον των βρετανικών νησιών. Υπάρχουν όμως όλες αυτές οι ιστορίες για τη χώρα των
Υπερβορείων και για τη σχέση αυτής της χώρας με το Αιγαίο. Δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία
στον ελλαδικό χώρο. Όμως η παρουσία των Μυκηναίων Ελλήνων στα βρετανικά νησιά αρχίζει να αποκαλύπτεται από πολύ γνωστούς Άγγλους ιστορικούς και αρχαιολόγους, όπως οι Α.Ρ. Μπερν, Χόμερ Λ. Τόμας, Ρ. 'Ατκινσον, Ρ. Μάτσινσον, Τ. Φιλντ και Α. Γούντιεντ, κ.ά.
Όσο για το όνομα-λέξη Γαίθηλος, που είναι μια πανάρχαια και θαυμάσια ελληνική λέξη,
μπορεί να ετυμολογηθεί άνετα από τις λέξεις «γαία» και «θηγάνω» (το «γ» στα αρχαία
ελληνικά πολλές φορές εκτρέπεται σε «λ», π.χ., μόγις-μόλις), που σημαίνει αυτός που
προκαλεί σε αιματοχυσία τη γη!
Μπορεί να προέρχεται και από το θέμα «γαυ» και όχι τη «γαία», αφού στη σκωτική γραμματεία έχει διατηρήσει τη γραφή Gaythelus. Έτσι συνδέεται με την λέξη «γαυριώ» που σημαίνει επαίρομαι και περηφανεύομαι και έχω επιθυμία για συνουσία, οπότε Γαΐθηλος ή Γαΐθηγος είναι ο άνθρωπος που από την υπερηφάνεια του και τις ορμές του παροξύνει σε αιματοχυσία τη γη, όπως ακριβώς δηλαδή περιγράφεται στα αρχαία σκωτικά χρονικά!
Συνεχίζει λοιπόν ο Ιωάννης Φορντάν στο χρονικό του ότι ο Γαΐθηλος με τη γυναίκα του, τη Σκώτα, όλη την οικογένεια του και τους δικούς του Έλληνες και Αιγυπτίους ευγενείς, οι οποίοι έφτιαχναν έναν αρκετά πολυάριθμο στρατό, αποφάσισε να φύγει από την Αίγυπτο. Επειδή δεν μπορούσε πλέον με κανέναν τρόπο να γυρίσει στην Ελλάδα ξεκίνησε και πήγε στη Νουμιδία, τη σημερινή Τυνησία και από εκεί άρχισε να περιπλανιέται σε διάφορες περιοχές της δυτικής Μεσογείου. Και ο Ιωάννης χαρακτηριστικά λέει ότι όπως ο γενάρχης των Εβραίων σαράντα χρόνια περιπλανιόταν στην έρημο, έτσι και ο γενάρχης των Ιρλανδών περιπλανιόταν σε διάφορες χώρες με τα καράβια του, ώσπου πέρασε τις Ηράκλειες Στήλες και έφθασε στη χώρα των Βάσκων.
Σε μία περιοχή στον ποταμό Ίβηρα κατέκτησε την πόλη Μπριγκάνσια. Αυτή η αναφορά
υπάρχει σε όλα τα χρονικά, ακόμη και στον βίο του Αγίου Μπρένταν. Κάποια στιγμή μερικοί
από τους δικούς του ανακάλυψαν ένα νησί στον ωκεανό με όλα τα καλά, την Ιρλανδία, και
τότε ο Γαΐθηλος αποφάσισε να ανοιχτεί στον ωκεανό και να κατακτήσει το νησί αυτό. Όμως
ο θάνατος τον πρόλαβε αιφνίδια και τη δουλειά ανέλαβε ο γιος του, ο Ίβηρ, αλλά τελικά ούτε
αυτός μπόρεσε να ολοκληρώσει το έργο του.
Από την Ισπανία στα Βρετανικά Νησιά
Κάποιο χρονικό λέει ότι το έργο ολοκλήρωσε ο Παρθόλων ή Παρθόλομος, ο οποίος 250
χρόνια μετά τον θάνατο του Γαίθηλου πήρε τους δικούς του και την οικογένεια του, άφησε
την ισπανική ακτή και πολεμώντας τους αυτόχθονες της Ιρλανδίας εγκαταστάθηκε για πάντα
εκεί.
Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι η σκωτική-κελτική γλώσσα ανήκει στις λεγόμενες «0.»
κελτικές γλώσσες, οι οποίες έχουν σαφέστατα προέλευση από την Ισπανία, όπως έχει δείξει
και ο Ντέηβιντ Ντέηλ στο βιβλίο του, Η Ιστορία των Σκωτσέζων, των Πικτών και των
Βρετανών, αλλά και όπως παραδέχονται οι εγκυρότερες γλωσσολογικές θεωρίες. Άρα η
μελέτη των γλωσσικών πηγών και των διαλέκτων δείχνει ότι αυτός ο μύθος έχει όντως βάση.
Ποιος όμως ήταν ο Παρθόλων; Ο άνθρωπος αυτός εκτός του ότι έχει ελληνικό όνομα,
σύμφωνα με το μεγάλο ιρλανδικό έπος, Τουάθα Ντε Ντανάν και το Βιβλίο της κατάκτησης
της Ιρλανδίας (Λέμπορ Γκαμπάλα Έρρεν), καταγόταν από τους Έλληνες! Έτσι λοιπόν οι
μιλησιανοί μύθοι λένε ότι ήταν απόγονος του βασιλιά Μιλήσιου της Μπριγκάνσια, ο οποίος
ήταν κι αυτός κατ' ευθείαν απόγονος του Γαΐθηλου.
Ο Παρθόλων ήταν και ο πρώτος μεγάλος εκπολιτιστής της Ιρλανδίας, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο νησί και πολεμώντας κάποιον αυτόχθονα δαιμονικό λαό, έφερε την ελληνική κυριαρχία στο νησί. Όμως από μια τρομακτική αρρώστια που ήρθε στους Έλληνες, εκείνος ο πρώτος εποικισμός έληξε άδοξα χωρίς να σωθεί ούτε ένας από τους εποίκους, μέχρι που στην Ιρλανδία ήρθε ο Αγκνομέν ή Αγνώμων, αρχηγός των Ελλήνων της Σκυθίας, ο οποίος κατέλαβε το νησί και το παρέδωσε στους Έλληνες μαχητές του.
Ποιος ήταν όμως αυτός ο παράξενος λαός με το όνομα Έλληνες ή Γραικοί της Σκυθίας;
Υπήρχαν Έλληνες στις ρωσικές-ευρωπαϊκές και στις ουκρανικές στέπες κατά τη
μινωμυκηναϊκή εποχή;
Την απάντηση μας τη δίνει ο ίδιος ο Ηρόδοτος. Έτσι λοιπόν ο μεγάλος Έλληνας ιστορικός μας λέει ότι στα βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου, αλλά και στα δέλτα του Δούναβη, του Δνείπερου και του Δον και βαθιά μέσα στις στέπες, κατά μήκος των ποταμών Δον και Δνείπερου, αλλά και του Βόλγα, ζούσε κατά την εποχή του ένας παράξενος λαός, ο οποίος έμοιαζε σκυθικός αλλά δεν ήταν ακριβώς σκυθικός.
Σε αντίθεση με τους Σκύθες που ήταν νομάδες, αυτοί ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι σε πόλεις από ξύλο, με ξύλινα τείχη, ξύλινους ναούς και ξύλινα αγάλματα. Αυτό είναι λογικό βέβαια, αν σκεφθεί κανείς ότι το μόνο οικοδομικό υλικό, που βρίσκεται σ' αυτές τις περιοχές των δέλτα και των στεπών, δεν είναι η πέτρα που σπανίζει, αλλά το ξύλο από τα μεγάλα δέντρα που φυτρώνουν κατά εκατομμύρια στις όχθες τους.
Οι άνθρωποι αυτοί ονομάζονταν Γελωνοί και κατά τον Ηρόδοτο, ήταν απόγονοι των
Ελλήνων της Αργοναυτικής εκστρατείας και μιλούσαν μια ελληνική διάλεκτο. Διέφεραν δε
από τους συνοίκους τους, τους Σκύθες, και κατά το χρώμα των ματιών τους και των μαλλιών και κατά τη διατροφή.
Γενάρχης τους ήταν ο Γελωνός, γιος του Ηρακλή και της βασίλισσας Έχιδνας. Κεντρική τους πόλη ήταν ο Γελωνός, μια ξυλούπολη με ξύλινα ιερά θεών και αγάλματα τα οποία ήταν όμοια ή παρεμφερή με τα ελληνικά. Ο λαός αυτός παρέμεινε στην περιοχή και φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια του κλασικού ελληνικού εποικισμού, όταν όλος ο Εύξεινος Πόντος είχε γίνει μια τεράστια ελληνική λίμνη, με όλα τα παράλια του γεμάτα ελληνικές πόλεις, βοήθησε τους Έλληνες στην εγκατάσταση τους στην περιοχή και στο εμπόριο τους με τους Σκύθες. Οι Γελωνοί παρέμειναν στην περιοχή καταπλήττοντας τους περιηγητές μέχρι τα πρώτα βυζαντινά χρόνια.
Ο Οδυσσέας κτίζει τη Λισσαβόνα
Μάλιστα ο Σεργκέι Ριάπτσικοφ, αυτός ο μεγάλος σύγχρονος Ρώσος ιστορικός από το
(Ράσνουνταρ, λέει ότι οι Γελωνοί ήσαν αυτοί που μέσα από τις εγκαταστάσεις τους στον
Δνείπερο έφεραν τη λατρεία του ταύρου από τη μινωική Κρήτη προς τα βάθη των ρωσικών
στεπών και το σκυθικό Βορρά! Είναι ο ταυροκέφαλος θεός Ροντ των Σλάβων και των
Σκυθών, που προς τιμήν του μεταξύ του του π.Χ. και του 1ου μ.Χ. αιώνα ιδρύθηκε η
σλαβοσκυθική πόλη Ρόντενι στον Δνίπερο.
Όμως με τη λατρεία του ταύρου, που απ' ό,τι μας έχει διασώσει ο μύθος του Θησέα και
του Μινώταυρου ήταν μάλλον κάποια χθόνια κρητική θεότητα που έχει να κάνει με τη
γονιμότητα της γης, συνδέεται και η ιβηρική χερσόνησος με τις ταυρομαχίες της. Δεν είναι
λίγοι οι σύγχρονοι ερευνητές και κυρίως Ισπανοί, οι οποίοι θεωρούν ότι οι ταυρομαχίες και οι
γιορτές με τους ταύρους στην Ισπανία και στην Πορτογαλία έχουν έρθει στην ιβηρική
χερσόνησο μαζί με τούς πανάρχαιους Κρητικούς αποίκους.
Κάποιοι δε από αυτούς συνδέουν με τους Κρήτες την αρχαία ιβηρική πόλη της Ταρτησού. Άλλωστε ένας πορτογαλικός μύθος που σώζεται αναφέρει ότι η Λισσαβόνα χτίστηκε από τον ίδιο.
Σύμφωνα με το μύθο ο Οδυσσέας κατά την περιπλάνησή του για την επιστροφή του στην Ιθάκη ξέφυγε από τις Ηράκλειες στήλες (Γιβραλτάρ) και ίδρυσε ένα λιμάνι στη σημερινή τοποθεσία της Λισσαβόνας. Εξού και η ονομασία Ulisses Boa- Lisboa, δηλαδή το λιμάνι του Οδυσσέα. Γι' αυτό και στην είσοδο της πόλης σήμερα στέκει το μεγαλόπρεπο άγαλμα του.
Ο κορυφαίος Ουκρανός καθηγητής αρχαιολογίας, Βλαντιμίρ Σαγιάν, στην τελευταία του
έρευνα για την ερμηνεία των ταυροκέφαλων σκυθικών ιερών παραστάσεων λέει:
«... τα επιχρυσωμένα κέρατα χαρακτηρίζουν τους θυσιαζόμενους ταύρους επειδή επιχρύσωναν τα κέρατα τους ή πριν ή μετά τη θυσία. Έχουμε γι' αυτό στοιχεία, όχι μόνον από τον ίδιο τον Όμηρο, αλλά αυτό φαίνεται καλά και από τις αρχαιολογικές ανασκαφές που αφορούν στην προ-ομηρική περίοδο.
Έχουμε υπ' όψη μας τον όμορφο ταύρο από τις Μυκήνες, το κεφάλι του οποίου ήταν από μασίφ χρυσό, με προσαρτημένα χρυσό κέρατα και με ένα εκφραστικότατο σύμβολο του ηλίου σε σχήμα ροζέτας στο μέτωπο του. Κανείς από τους επιστήμονες δεν αμφιβάλλει ότι αυτό αποτελεί αντικείμενο λατρείας.
Η μυκηναϊκή και η κρητική (μινωική) κουλτούρα για μεγάλο χρονικό διάστημα θεωρούνταν προελληνική ή την ονόμαζαν δήθεν "μεσογειακή" κουλτούρα αγνώστου λαού ή λαών. Σήμερα, ουδόλως τίθεται θέμα επιστημονικής αμφισβήτησης ότι αυτή ήταν η αρχαία ελληνική κουλτούρα».
Θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα την αιγαιακή-μινωική-μυκηναϊκή περίοδο,
αν μπορέσουμε να τη δούμε μέσα στα πλαίσια μιας ενιαίας εθνοφυλετικής συνέχειας
κάποιων αυτοχθόνων λαών, οι οποίοι σαφώς μιλούν ελληνική γλώσσα και δημιουργούν τρεις αλλεπάλληλες ναυτικές αποικιακές αυτοκρατορίες, με επίκεντρο το Αιγαίο, την Κρήτη, τα νοτιότερα Βαλκάνια (Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο) και τη δυτική Μικρά Ασία.
Οι αυτοκρατορίες αυτές κατά καιρούς επεκτείνονται μέχρι τον βόρειο Εύξεινο Πόντο και
την ενδοχώρα του (Δον, Δνείπερος, ακόμα και Βόλγας), την κοιλιά της Μικράς Ασίας
(Λυδία, Καππαδοκία, Κιλικία και Συρία), την Παλαιστίνη Φιλισταίοι), τη νότια Ιταλία
(Σικανοί, Ιάπυγες και Σικελοί) και την ιβηρική χερσόνησο Ταρτησός). Βρίσκονται σε μία
συνεχή και γόνιμη σχέση με την Αίγυπτο και αποτελούν τη μήτρα από την οποία ξεκινούν οι
λεγόμενοι Λαοί της θάλασσας. Ευθύνονται δε για την κατάρρευση του χιττιτικού πολιτισμού.
Από αυτές τις αυτοκρατορίες, τολμηρότατοι ναυτικοί ξεκινούσαν μετά από δυναστικές έριδες
στην Ελλάδα και κατέληγαν ή μισθοφόροι σε στρατούς ξένων βασιλέων ή ανοίγονταν στον
ωκεανό, πέρα από τις στήλες του Ηρακλέους, προκειμένου να ελέγξουν το εμπόριο του ορειχάλκου.
Κάποιοι από αυτούς τους τολμηρούς Έλληνες ήσαν οι οικιστές της Ιρλανδίας κοίτης Σκωτίας, οι προπάτορες των Ιρλανδών και Σκώτων, όπως τουλάχιστον παραδέχεται η ίδια τους η μυθολογία! Γιώργος Αλεξάνδρου
________________________________________
περιοδικό ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ, Σεπ. 2003, σελ. 26-32
.