Οι Πρώτες Βιβλιοθήκες




Οι πρώτες βιβλιοθήκες πρέπει να εμφανίστηκαν στη Μεσοποταμία ήδη από το 3000 π.Χ. Ανασκαφές που έγιναν στη Νινευή το 1850 έφεραν στο φως χιλιάδες πήλινες πινακίδες με σφηνοειδή γραφή, μεθοδικά ταξινομημένες και καταλογογραφημένες, που αποτελούσαν το επίσημο αρχείο του βασιλιά Ασουρμπανιπάλ (668-626 π.Χ.).


   Οι Βιβλιοθήκες στον Αρχαίο Κόσμο έως τη σύγχρονη εποχή

   Π
ήλινες πινακίδες της Μινωικής και της Μυκηναϊκής εποχής, που βρέθηκαν σε ανασκαφές, είναι ότι οι πρώτες ενδείξεις που συνάγουμε για την εμφάνιση βιβλιοθηκών στον ευρύτερο ελληνικό χώρο. 
Οι πρώτες αναφορές σε βιβλιοθήκες εμφανίστηκαν στη Μεσοποταμία γύρω στο 3.000 π.Χ. Πρώτες αναφορές σε βιβλιοθήκες. Η έννοια της βιβλιοθήκης ήταν αντιληπτή ως συλλογή εγγράφων θρησκευτικού, εμπορικού, ιδιωτικού, κυβερνητικού, διοικητικού περιεχομένου στα ανάκτορα των βασιλέων, σε σφηνοειδή γραφή. 

   Στην αρχαία Elba της Συρίας ανακαλύφθηκε το κύριο αρχείο του βασιλικού παλατιού (2.300-2.250 π.Χ.) με διοικητικά έγγραφα, καταγραφές και καταλόγους ζώων, καρπών, αγροτικής γης, ονόματα επαγγελμάτων και γεωγραφικών περιοχών. 


   Στη Nippur της Νότιας Μεσοποταμίας βρέθηκαν πινακίδες του 2.000 π.Χ. με κατάλογο λογοτεχνικών έργων των Σουμερίων, οι οποίοι εφηύραν τη σφηνοειδή γραφή.
Στην εποχή των Χετταίων (17ος –13ος αι. π.Χ.) ανακαλύφθηκαν πινακίδες που υποδήλωναν την κυβερνητική δραστηριότητα. Οι κατάλογοι αυτών των βιβλιοθηκών / αρχείων ήταν πιο σύνθετοι από την απλή καταγραφή που έκαναν οι Σουμέριοι στη Nippur. 

   Κατά τον 9ο αι. π.Χ. ο βασιλιάς της Ασσυρίας Ασουρμπανιπάλ (Ashurbanipal) στη Νινευί ιδρύει βιβλιοθήκη με την πρώτη συστηματική συλλογή εγγράφων στη Μέση Ανατολή. 

Εκεί ανακαλύφθηκε το έπος του Gilgamesh και το Έπος της Δημιουργίας σε σφηνοειδή γραφή, από τα πιο σημαντικά λογοτεχνικά έργα της Μέσης Ανατολής. Από την περιοχή αυτή διασώζονται 20.000 πήλινες πινακίδες.
Την ίδια εποχή στην Αίγυπτο δεν έχουμε ιδιαίτερες αναφορές σε βιβλιοθήκες. Μόνον ο Διόδωρος ο Σικελός τον 1ο αι. π.Χ. αναφέρει ότι επί βασιλείας του Ραμσή Β’ (1.279-1.213 π.Χ.) υπήρχε σε κτήριο μια «ιερή βιβλιοθήκη» που είχε την επιγραφή ''Ψυχής Ιατρείον'', ένδειξη ότι αποτελούσε τμήμα ναού ή θρησκευτικού κέντρου.
Μυκήνες είσοδος, Πύλη των Λεόντων

  Στον ελληνικό κόσμο* τα πρώτα δείγματα ύπαρξης βιβλιοθηκών ανάγονται στη Μινωική και Μυκηναϊκή περίοδο (1400-1100 π.Χ.). Πήλινες πινακίδες και λίθινες επιγραφές βρέθηκαν στις ανασκαφές της Κνωσού από το 1950, γραμμένες στη γραμμική Β γραφή, την παλαιότερη ελληνική γραφή.

Στις Μυκήνες και στην Πύλο βρέθηκαν πήλινες πινακίδες σωριασμένες σε δωμάτια των ανακτόρων και άλλες μέσα σε πιθάρια τοποθετημένα σε ράφια. 


Το Παλάτι της Κνωσού


Αντίθετα στην Κνωσό βρέθηκαν διάσπαρτες οι πινακίδες, γεγονός που συμπίπτει με τη θεωρία της καταστροφής του Μινωικού πολιτισμού από σεισμό και επακόλουθη πυρκαϊά.


   
   Οι βιβλιοθήκες μέχρι την κλασική περίοδο στην Ελλάδα

   Γύρω στα μέσα του 8ου αι. π.Χ. συντελέστηκε στον ελληνικό χώρο ένα σημαντικό γεγονός. Η δημιουργία του ελληνικού αλφαβήτου. Η ιστορική καταγραφή αναφέρει ότι οι Έλληνες δανείστηκαν από τους Φοίνικες το αλφάβητο και το προσάρμοσαν στις ανάγκες τους. Νέα ευρήματα, τα τελευταία χρόνια, σχηματίζουν νέες απόψεις μεταξύ των ιστορικών το αμφισβητούν. Όπως και νάχει, έπρεπε να υπάρξουν σχολεία, δάσκαλοι, βιβλία για την εκμάθηση της γραφής και τη διάδοση της γνώσης. Τα πρώτα δείγματα ύπαρξης συλλογών βιβλίων ήταν οι ιδιωτικές μικρές συλλογές.

   Οι βιβλιοθήκες στην Αθήνα


   Ερείπια από κτήρια βιβλιοθηκών δεν έχουμε στην Αθήνα για να αποδείξουμε την ύπαρξή τους. Η εικόνα για τις βιβλιοθήκες βασίζεται στην έρευνα των πηγών από την αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία. Έτσι κατά τον 6ο αι. π.Χ. είχε προετοιμαστεί το έδαφος για να υποδεχθεί μια βιβλιοθήκη. Το πιο παλιό ελληνικό βιβλίο βρέθηκε στον τάφο του Αμπουκίρ στην Αίγυπτο, περιείχε τους Πέρσες του Τιμοθέου και χρονολογείται το 2ο μισό του 4ου αι. π.Χ. 




Ο αρχαιότερος ελληνικός πάπυρος είναι του Δερβενίου έξω από τη Θεσσαλονίκη που βρέθηκε το 1960 (4ος αι).

Σύμφωνα με τον Aulus Gelius, η Αθήνα είχε δημόσια βιβλιοθήκη γύρω στο 560 π.Χ. Ο τύραννος Πεισίστρατος (605-527 π.Χ.) φέρεται ότι είχε συγκεντρώσει μια συλλογή βιβλίων που αργότερα δώρισε στην Αθήνα και λειτούργησε ως δημόσια βιβλιοθήκη. 
Ο Gelius αναφέρει επίσης ότι η βιβλιοθήκη αυτή λειτουργούσε μέχρι το 480 π.Χ. όταν ο Ξέρξης κατέλαβε την Αθήνα και μετέφερε τη βιβλιοθήκη ως λάφυρο στην Περσία. Όταν η χώρα κατακτήθηκε αργότερα από τον βασιλιά Σέλευκο, επέστρεψε τα βιβλία πίσω στην πατρίδα τους την Αθήνα.

Ο Αθηναίος στο έργο του Δειπνοσοφιστές αναφέρει ότι τον 6ο αι. π.Χ. ο τύραννος Πολυκράτης ο Σάμιος φέρεται να ίδρυσε δημόσια βιβλιοθήκη στη Σάμο με έργα ίσως των φιλοσόφων της Ελεατικής Σχολής, που γράφτηκαν σε παπύρινους κυλίνδρους. Ο Αθηναίος αναφέρει τον αρχαιότερο κατάλογο με ιδρυτές ιδιωτικών και βασιλικών βιβλιοθηκών στον ελληνικό κόσμο, όπου περιλαμβάνονται ονόματα όπως ο Πολυκράτης ο Σάμιος, ο Πεισίστρατος ο τύραννος των Αθηνών, ο Ευκλείδης ο Αθηναίος, ο Νικοκράτης ο Κύπριος, οι βασιλείς της Περγάμου, ο τραγικός ποιητής Ευριπίδης, ο Αριστοτέλης, ο μαθητής του Θεόφραστος και ο Νηλέας. 
Από τον 5ο αι. π.Χ. εμφανίζονται αρκετές ιδιωτικές βιβλιοθήκες: 

Πλάτων, Ισοκράτης (436 π.Χ.), αργότερα ο Δημοσθένης (384 π.Χ.), Ζήνων (333 π.Χ.). Κατά τον 5ο αι. π.Χ. οι ενδείξεις για ύπαρξη βιβλιοθηκών εξακολουθούν να είναι ασαφείς.


Ο Πλάτων (427-347 π.Χ.), φιλόσοφος και δάσκαλος του Αριστοτέλη, είχε ιδιωτική βιβλιοθήκη για να τη χρησιμοποιούν οι μαθητές του στην Ακαδημία.
 Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης ίδρυσε στην άλλη άκρη της Αθήνας το 325 π.Χ. (έμεινε ανοικτή μέχρι το 425 μ.Χ.) τη σχολή του που αρχικά ονομάστηκε Λύκειον και από τα χρόνια του Θεόφραστου, μαθητή και διαδόχου του στη διεύθυνση της σχολής, ονομάστηκε Περίπατος. 
Το Λύκειον λειτουργούσε παράλληλα με την Ακαδημία. Στις σχολές αυτές διασώζονται πολλά έργα και παραδόσεις των ίδιων των ιδρυτών τους, αλλά και της παλαιότερης ελληνικής γραμματείας. 



Αναπαράσταση της πόλεως, 
στο βάθος βρισκόταν η βιβλιοθήκη 
   Η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. 

   Με τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου η δόξα της Ελλάδος ξεπέρασε τα όριά της. Η αυτοκρατορία του Αλεξάνδρου γρήγορα όμως διαμελίστηκε μετά τον θάνατό του. 

Στην Αίγυπτο το βασίλειο των Πτολεμαίων με πρωτεύουσα την Αλεξάνδρεια ξεκίνησε το 305 π.Χ. 

Ο Πτολεμαίος Α’ ο Σωτήρ (366-283 π.Χ.) έκτισε περίλαμπρα κτήρια και προσέλκυσε επιστήμονες και ανθρώπους των γραμμάτων από όλο τον ελληνικό κόσμο.
Ο Πτολεμαίος Α’ ίδρυσε το Μουσείον δηλαδή τον ναό των Μουσών. Ο βασιλιάς όριζε τον ιερέα του Μουσείου (Στράβων, XVII 794). Ιδρύθηκε κατά τα πρότυπα της Ακαδημίας του Πλάτωνα και του Λυκείου (Περίπατος) του Αριστοτέλη, που είχαν χώρους με βωμούς αφιερωμένους στις Μούσες. Στο Μουσείο σύχναζαν όχι φιλόσοφοι όπως στις αθηναϊκές σχολές, αλλά άνθρωποι των γραμμάτων και επιστήμονες. Ζούσαν αμέριμνη ζωή, είχαν γεύματα δωρεάν, υψηλούς μισθούς και υπηρέτες. Οι επιστήμες που καλλιεργούνταν στο Μουσείο ήταν μαθηματικά, φυσιογνωστικά, αστρονομία, φυσική, ιατρική, φιλολογία.

Την περίφημη Βιβλιοθήκη ίδρυσε ο Πτολεμαίος Β’ ο Φιλάδελφος (309-246 π.Χ.), κοντά στα συγκροτήματα των βασιλικών ανακτόρων, στο Βρουχείον, για να εξυπηρετεί τους λογίους του Μουσείου, μετά από προτροπή του Δημητρίου Φαληρέα. 


Η βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας
Δεν διασώζονται μαρτυρίες για την περιγραφή του κτηρίου, αλλά πληροφορίες για την οργάνωση της βιβλιοθήκης. Ο βιβλιοθηκονόμος ήταν ο διευθυντής της βιβλιοθήκης, ο οποίος οριζόταν από τον βασιλιά και είχε επιπλέον το καθήκον της διδασκαλίας των παιδιών της βασιλικής οικογένειας. 

Στόχος της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας ήταν να αποτελέσει παρακαταθήκη των ελληνικών έργων και εργαλείων έρευνας, αλλά και να συγκεντρώσει τη γραμματεία όλων των λαών (π.χ. Αιγύπτιοι, Βαβυλώνιοι) και όλων των εποχών, μεταφρασμένη στα ελληνικά.
Από τον βυζαντινό λόγιο Ιωάννη Τζέτζη μαθαίνουμε ότι επί Πτολεμαίου Β’ του Φιλαδέλφου η βιβλιοθήκη είχε 490.000 βιβλία-ρόλους. Ο αριθμός των 490.000 κυλίνδρων ήταν τεράστιος για την εποχή. Είναι εμφανές ότι υπήρχαν διπλά αντίτυπα.


   Βιβλιοθήκη της Περγάμου

   Το αντίπαλον δέος, η ανταγωνίστρια βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας ήταν η βιβλιοθήκη της Περγάμου, που σχετίζεται με την ιστορία του οίκου των Ατταλιδών.

Ο Ευμένης Β’ (197-159 π.Χ.) θεωρείται ιδρυτής της βιβλιοθήκης της Περγάμου, που συγκέντρωσε παπύρινα βιβλία για να ικανοποιήσει τις φιλολογικές ανάγκες των λογίων. Έκτισε τη βιβλιοθήκη δίπλα στο μεγάλο ιερό της Αθηνάς στην ακρόπολη της Περγάμου. 
Ο Κράτης ίσως να βοήθησε τον βασιλιά στην οργάνωση και διοίκηση της βιβλιοθήκης. 

Η βιβλιοθήκη σχεδιάστηκε για να χρησιμοποιείται από το ευρύ κοινό, σε αντίθεση με την κλειστή κοινότητα των λογίων του Μουσείου και της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Και οι δύο βιβλιοθήκες κτίστηκαν κοντά σε ναό και πλησίον των βασιλικών ανακτόρων. Και οι δύο βιβλιοθήκες διεκδίκησαν βιβλία από τη βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη. Ωστόσο η βιβλιοθήκη της Περγάμου δεν έφτασε ποτέ σε μέγεθος και σε αίγλη εκείνη της Αλεξάνδρειας.

   Οι βιβλιοθήκες στην ύστερη αρχαιότητα και στη ρωμαϊκή εποχή   

   Κατά την ελληνιστική περίοδο υπήρχαν βιβλιοθήκες σε διάφορες πόλεις όπως στην Αθήνα στο γυμνάσιο Πτολεμαίον (με κατάλογο βιβλίων), στη Ρόδο, στην Έφεσο, στην Κω, στην Πάτρα, στους Δελφούς, στην Επίδαυρο (ιατρική βιβλιοθήκη, το Ασκληπιείον). Ο ρόλος της βιβλιοθήκης στην ελληνική κοινωνία εξακολουθούσε να είναι σημαντικός. Διασώζονται ελάχιστα στοιχεία για τις βιβλιοθήκες αυτές και ιδίως για την αρχιτεκτονική τους, ενώ χάθηκε το μεγαλύτερο τμήμα της βιβλιακής παραγωγής.

Μετά την κατάκτηση της Ελλάδος από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ. πολλά βιβλία αλλά και Έλληνες μεταφέρθηκαν ως σκλάβοι μορφωμένοι (servi literati) στη Ρώμη. Η πρώτη βιβλιοθήκη της Ρώμης εγκαινιάστηκε από τον Asinius Pollio το 39 π.Χ. υλοποιώντας επιθυμία του Ιουλίου Καίσαρα που είχε πεθάνει. Το 28 π.Χ. ο Αύγουστος ίδρυσε την Παλατινή βιβλιοθήκη που επιβίωσε μέχρι το 191 μ.Χ. και τη βιβλιοθήκη της Οκταβίας το 80 μ.Χ. στο ναό του Δία. Στην εποχή της ακμής της υπήρχαν 28 δημόσιες βιβλιοθήκες στη Ρώμη.


   Οι βιβλιοθήκες του Πανταίνου, του Αδριανού και του Κέλσου

   Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες εκτός από τη Ρώμη, ίδρυσαν βιβλιοθήκες σε διάφορες πόλεις της αυτοκρατορίας. 

Στην εποχή του Αδριανού φημολογείται ότι είχε ιδρυθεί βιβλιοθήκη στην Κόρινθο, δίπλα σε γυμναστήριο. Στην εποχή του Τραϊανού υπήρχε στην Αθήνα η βιβλιοθήκη του Πανταίνου, νότια της στοάς του Αττάλου.
Ο ιστορικός Παυσανίας αναφέρει στην Αθήνα την ύπαρξη της βιβλιοθήκης του Αδριανού, από την οποία σώζονται σήμερα αξιόλογα τμήματα. Ήταν ένα από τα αρχιτεκτονικά μνημεία που χάρισε ο αυτοκράτορας στην Αθήνα. Η βιβλιοθήκη βρίσκεται βόρεια της Ακρόπολης και της ρωμαϊκής αγοράς. Θεμελιώθηκε ίσως το 132 μ.Χ.

Η Βιβλιοθήκη του Κέλσου στην Έφεσο
Τέλος η βιβλιοθήκη του Κέλσου στην Έφεσο είναι από τα καλύτερα διατηρημένα κτήρια βιβλιοθηκών. Ιδρύθηκε το 110 μ.Χ. ως ιδιωτικό ίδρυμα σε περίοδο ακμής της ρωμαϊκής επαρχίας της Εφέσου. 

Σήμερα σώζεται η διώροφη πρόσοψη. Ιδρυτής αναφέρεται ο Τιβέριος Ιούλιος Ακύλας Πολεμαιανός προς τιμή του πατέρα του Τιβέριου Ιουλίου Κέλσου Πολεμαιανού.

Από τις ανασκαφές στο Ηράκλειο της Ιταλίας (Herculaneum) τον 19ο αι. βρέθηκε βιβλιοθήκη με 1800 ρόλους παπύρου στη Villa dei Papiri, που καταστράφηκαν το 79 μ.Χ. μετά την έκρηξη του ηφαιστείου στην Πομπηία.



   Οι Βιβλιοθήκες στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία

   Μετά την πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας καταστράφηκαν πολλά βιβλία από τις βιβλιοθήκες. Οι λόγοι για τους οποίους το βιβλίο δεν διακινήθηκε στους ρυθμούς των προηγουμένων χρόνων αναζητούνται στην προσπάθεια της Εκκλησίας να επιβάλει τη χριστιανική θρησκεία, εξοβελίζοντας έργα που θεώρησε ειδωλολατρικά.


Οι πρώτες χριστιανικές κοινότητες είχαν ενοριακές βιβλιοθήκες με βιβλία θεολογικά για την υποστήριξη της πίστης, όπως στην ενορία της Ρώμης και των Ιεροσολύμων.
Από τις γνωστές βιβλιοθήκες που εμφανίζονται στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους είναι η βιβλιοθήκη που ίδρυσε στα Ιεροσόλυμα τον 3ο αι. μ.Χ. ο επίσκοπος Αλέξανδρος.


   Οι βιβλιοθήκες της Κωνσταντινούπολης


Το 330 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας στη Νέα Ρώμη, στον μυχό του Κερατίου Κόλπου, στην πόλη που πήρε το όνομά του.


   

Η πρώτη μεγάλη αυτοκρατορική ή παλατινή βιβλιοθήκη στην Κωνσταντινούπολη φαίνεται ότι κτίστηκε επί αυτοκρατορίας του Κωνσταντίου Β’, γιου του Κωνσταντίνου τον 4ο αι. Ο Θεμίστιος (Orationes, 4, 59b-61d) αναφέρει ότι ο Κωνστάντιος Β’ συγκρότησε συνεργείο με καλλιγράφους για να αντιγράψουν και να διασώσουν από την εξαφάνιση τα έργα της ελληνικής γραμματείας που ήταν σκορπισμένα σε ιδιωτικές συλλογές. Πλάι στα ελληνικά και λατινικά συγγράμματα άρχισε να αναπτύσσεται τμήμα με τη χριστιανική γραμματεία, ενώ διέθετε τοπογραφικό και θεματικό κατάλογο.

Η αυτοκρατορική βιβλιοθήκη κάηκε από πυρκαϊά το 473, όταν το περιεχόμενό της ανέρχονταν σε 120.000 βιβλία (Ζωναράς, Επίτομη Ιστορία, 14.2) κυρίως περγαμηνοί κώδικες. Μετά την πυρκαϊά ιδρύθηκε νέα βιβλιοθήκη, η οποία κατά τον Μιχαήλ Γλυκά είχε 36.500 τόμους με έργα της ύστερης αρχαιότητας και θεολογικά. Το 726 επί Λέοντος του Ισαύρου καταστράφηκε ξανά. Η αυτοκρατορική βιβλιοθήκη επέζησε περίπου μέχρι το 1453.


   Οι Βιβλιοθήκες στους νεότερους χρόνους (19ος αι. κ.ε.)


Φθάνοντας στον 19ο αι. οι δημόσιες βιβλιοθήκες κάνουν την εμφάνισή τους στην Ευρώπη, με την έννοια της γενικής συλλογής την οποία οποιοσδήποτε μπορεί να επισκεφθεί και να χρησιμοποιήσει. Τον 19ο και τον 20ο αι. οι βιβλιοθήκες ακολουθούν τη λογοτεχνική παραγωγή και την εξέλιξη της επιστημονικής έρευνας. Υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον για μελέτη και έρευνα.



Στο ίδρυμα στεγάστηκαν η Εθνική Βιβλιοθήκη, το Εθνικό 

Αρχαιολογικό Μουσείο, η πρώτη συλλογή ορυκτών 

στην Ελλάδα και το Εθνικό Τυπογραφείο, .
    Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος

   Ιδρύθηκε το 1829 από τον κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια μαζί με το Μουσείο στο Ορφανοτροφείο της Αίγινας, με πρώτο διευθυντή του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης τον Ανδρέα Μουστοξύδη. 

Από το 1832 η βιβλιοθήκη χωρίστηκε από το Μουσείο του Ορφανοτροφείου και έγινε ανεξάρτητη με διευθυντή τον διδάσκαλο του Γένους Γεώργιο Γεννάδιο. 

Στην Αθήνα μεταφέρθηκε το 1834 επί Όθωνος. Το 1838 ιδρύθηκε η βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου και το 1842 οι δύο βιβλιοθήκες ενώθηκαν τοπικά και διοικητικά στο κτήριο του Πανεπιστημίου. Το 1866 οι δύο βιβλιοθήκες ενώθηκαν σε μια, στην Εθνική Βιβλιοθήκη, όπου τα βιβλία σφραγίζονταν διαφορετικά για κάθε βιβλιοθήκη. Το 1884 προστέθηκε η νομισματική συλλογή, η οποία το 1890 αποσχίστηκε και αποτέλεσε το Νομισματικό Μουσείο. 
Το 1903 μεταφέρθηκε στο κτήριο επί της οδού Πανεπιστημίου, που οικοδομήθηκε με σχέδια Χάνσεν και εκτέλεση Ε. Τσίλερ ως δωρεά των αδελφών Βαλλιάνων.


   Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων

   Ιδρύθηκε το 1845 με πρώτο διευθυντή τον Γεώργιο Τερτσέτη. Το 1860 κάηκε από πυρκαϊά, το 1875 μεταφέρθηκε στο κτήριο της Βουλής και το 1935 στο κτήριο των Παλαιών Ανακτόρων, που έχει μετατραπεί σε Μέγαρο της Βουλής στην πλατεία Συντάγματος. Έχει πλούσια συλλογή περιοδικών και εφημερίδων. Η κεντρική βιβλιοθήκη στο Μέγαρο της Βουλής περιέχει βιβλία για πολιτικές και οικονομικές επιστήμες, νομική, κοινωνιολογία, φιλολογία, ιστορία και γεωγραφία. Στη συλλογή της περιλαμβάνονται σπάνια βιβλία, χάρτες και χαρακτικά, τα πρωτότυπα των Ελληνικών Συνταγμάτων, πρωτόκολλα ορκωμοσίας βασιλέων και προέδρων της Δημοκρατίας, εφημερίδες, χειρόγραφοι κώδικες και ιστορικά έγγραφα της νεότερης ελληνικής ιστορίας.


   Ευρώπη


   Στην Ευρώπη έχουμε παραλλήλως μετά την Αναγέννηση την ίδρυση νέων βιβλιοθηκών, που με το πέρασμα των αιώνων, απέκτησαν πλούσιο και πολύτιμο υλικό.
Η Μαρκιανή Βιβλιοθήκη στη Βενετία ιδρύθηκε με βάση την προσωπική συλλογή κωδίκων και εντύπων του καρδινάλιου Βησσαρίωνα. Έτσι «γεννήθηκε» η Βιβλιοθήκη του Αγίου Μάρκου, με 746 κώδικες (482 ελληνικούς και 264 λατινικούς).

Η Βοδληιανή Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, φέρει την ονομασία του κτήτορά της Sir Thomas Bodley. Έτσι, όταν εγκαινιάστηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1602, υπήρχαν στα ράφια της 299 χειρόγραφα και 1.700έντυπα.


Άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες είναι οι εξής:


• Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού 1364
• Εθνική Βιβλιοθήκη Βιέννης 1526
• Βαυαρική Κρατική Βιβλιοθήκη Μονάχου 1558
• Βασιλική Βιβλιοθήκη Στοκχόλμης 16ος αιώνας
• Βασιλική Βιβλιοθήκη Κοπεγχάγης 17ος αιώνας
• Βιβλιοθήκη Αγίας Γενοβέφας Παρισιού 1624
• Βασιλική Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Ουψάλας 1620
• Κρατική Βιβλιοθήκη Βερολίνου 1659
• Εθνική Βιβλιοθήκη Εδιμβούργου 1682
• Βιβλιοθήκη Βρετανικού Μουσείου 1753
• Βιβλιοθήκη Σορβόνης 1762
• Βιβλιοθήκη Κογκρέσου Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής 1808
• Κρατική Βιβλιοθήκη Λένινγκραντ 1814
• Βιβλιοθήκη Λένιν Μόσχας 1828
• Βασιλική Βιβλιοθήκη Βρυξελλών 1838
• Εθνική και Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη Στρασβούργου 1871
• Δημόσια Βιβλιοθήκη Λειψίας 1912


Βιβλιοθήκες και πολιτισμός είναι αλληλεξαρτώμενες έννοιες δια μέσω των αιώνων. 
Οι βιβλιοθήκες είναι οι  θεματοφύλακες της ανθρώπινης γνώσης και το εφαλτήριο του ανθρώπου για πρόοδο στην αντιληπτική του ικανότητα, ωρίμανση της κρίσης του, πλουραλισμό στη σκέψη, στοιχεία χρήσιμα σ’ όλους τους τομείς.  
Οι βιβλιοθήκες παρέχουν γνώση και δυνατότητα διαμόρφωσης άποψης πέρα από δογματισμούς και φανατισμό. 
________________________







Αρχαία Αθήνα, Οι διάφορες οικοδομικές φάσεις της  πόλης των Αθηνών, από τη Μυκηναϊκή περίοδο (1600 π.Χ.) μέχρι τα νεώτερα χρόνια (1800 μ.Χ.)εδώ, μέσα από τρισδιάστατες απεικονίσεις των διαφόρων μνημείων της εκάστοτε εποχής.
    Οι αναπαραστάσεις των κτηρίων βασίζονται όλες σε ακριβή αρχιτεκτονικά σχέδια και αναπαριστούν τα μνημεία με βάση τις πιο σύγχρονες μελέτες που έχουν εκπονηθεί γι αυτά. Εξαίρεση αποτελούν κτήρια των οποίων τα υπολείμματα είναι ελάχιστα για να μας δώσουν πληροφορίες (π.χ.: το Μυκηναϊκό ανάκτορο στην Ακρόπολη) και κάποια άλλα (σπίτια κυρίως) τα οποία τοποθετήθηκαν για μία πιο ολοκληρωμένη άποψη του χώρου. Όμως, παρά την μεγάλη προσοχή που δόθηκε στην ακρίβεια των αναπαραστάσεων είναι πολύ φυσικό να υπάρχουν λάθη και παραλείψεις. Για τον λόγο αυτό οποιαδήποτε επισήμανση ή συμβουλή είναι ευπρόσδεκτη.


Σχετικά post: 

Αρχαία Ελλάδα, Δημόσιες Βιβλιοθήκες
Η Γραφή των Πελασγών




  Scholeio.com  


Γιατί δεν σκάλισε ο Δεινοκράτης στον Άθω το άγαλμα του Αλέξανδρου



"Είμαι ο Δεινοκράτης ο Μακεδών, ένας αρχιτέκτων ο οποίος φέρει ιδέας καί σχέδια. Προτείνω όπως επί τού όρους τού Aθωνος λαξευθή γιγαντιαίον άγαλμα ανδρός κρατούντος επί της αριστεράς αυτού χειρός πόλιν, επί της δεξιάς δε μέγα δοχείον, όπου πρόκειται να συγκεντρώνονται τα ύδατα των ρυάκων τού όρους, τα οποία εκείθεν μέλλουν να εκβάλλονται στην θάλασσα".1

Έτσι ξεκινάει την παρουσίασή του ο Δεινοκράτης2 στον Αλέξανδρο κι αυτή ακριβώς φέρνει κοντά τους δύο άντρες, τον Μέγα Αλέξανδρο με τον σημαντικό αρχιτέκτονα.
Το σχέδιο του Δεινοκράτη αρκετά  προχωρημένο για την εποχή, προέβλεπε να σκαλιστεί στο βουνό ένα άγαλμα, ένα πελώριο άγαλμα  με τον Μέγα Αλεξάνδρο.

Συγκεκριμένα ο Βασίλειος Πελασγός Γούσιος αναφέρει:

''Ο αρχιτέκτων Δεινοκράτης, ευφάνταστος, αφού παρουσιάσθη ενώπιον τού Αλεξάνδρου του βασιλέως των Μακεδόνων καί των Πανελλήνων, επεχείρησε να τον καταστήση κοινωνόν μιάς μεγαλόπνοης αρχιτεκτονικής του συλλήψεως.
Αυτή αφορούσε την σχεδίασι και την εκπόνησι της μελέτης εκτελέσεως της κατασκευής ενός υπερμεγέθους ανδριάντος, με την μορφή τού Έλληνος Πανστρατηγού, ο οποίος θα παρίστανε τον Θεό Αγαθοδαίμονα, τον παραστάτη τού βίου των ανθρώπων καί τον συντηρητή ζωής'',  
Ο όντως περίφημος αυτός αρχιτέκτων των χρόνων τού Μεγάλου Αλεξάνδρου κατήγετο, κατ' άλλους, από το Ρήγιον της Καλαυρίας καί, κατ' άλλους, από την Ρόδον''. 

The Colossus of Mount Athos in Macedonia, According to the
designs of Dinocrates architect of the great Alexander

Ο Δεινοκράτης, είναι ένας αρχιτέκτονας γεμάτος με αυτοπεποίθηση για τις ιδέες του και την ικανότητα του. Φεύγει από τη Μακεδονία, όταν ο Αλέξανδρος εξουσιάζει τον κόσμο, για να πάει στο στρατό με την επιθυμία να κερδίσει την εύνοια του βασιλιά. 
Πήρε μαζί του επιστολές από τους συγγενείς και τους φίλους του για τους αξιω­ματικούς του στρατού, για να μπορέσει να έχει ευκολότερη πρόσβαση. '
Οταν τον δέχτηκαν ευγενικά, τους ρώτησε αν θα μπορούσε να δει τον Αλέξανδρο όσο το δυνατόν συντομότερα. Του το υποσχέθηκαν, αλλά αυτοί καθυστερούσαν περιμένοντας να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία. Έτσι, ο Δεινοκράτης νομίζοντας ότι εμπαίζεται απ' αυτούς, αποφάσισε πως έπρεπε να βασιστεί στις δικές του δυνάμεις. Ήταν πολύ ψηλός, καλοφτιαγμένος και πολύ αξιοπρεπής. Έχοντας εμπιστοσύνη, επομέ­νως, στα φυσικά του προσόντα γδύθηκε στο πανδοχείο, άλειψε το σώμα του με λάδι, έστεψε το κεφάλι του με λευκά φύλλα, κάλυψε τον αριστερό του ώμο με δέρμα λιονταριού και κρατώντας ένα ρόπαλο στο χέρι του πήγε μπροστά από το βήμα στο οποίο ο βασιλιάς δίκαζε.

Η παράξενη αυτή εμφάνιση έκανε τους ανθρώπους στο πλήθος να τον κοιτάξουν κι έτσι προσέλκυσε και την προσοχή του Αλέξανδρου. Εντυπωσιασμένος ο βασιλιάς διέταξε ν' αφήσουν χώρο, για να τον πλησιάσει και να τον ρωτήσει ποιος ήταν. 
Τότε ο Δεινοκράτης του παρουσιάζεται: 
«ένας Μακεδόνας αρχιτέκτονας, ο οποίος φέρνει τις ιδέες και τα σχέδια τα οποία είναι αντάξια της εκλαμπρότητάς Σου. Έχω κάνει ένα σχέδιο για τη μορφοποίηση του όρους Άθω σε άγαλμα ενός άντρα, στου οποίου το αριστερό χέρι να υπάρχει μια ευρύχωρη οχυρωμένη πόλη και στο δεξί ένα κύπελλο, για να συγκεντρώνεται το νερό απ' όλα τα ρυάκια του βουνού, έτσι ώστε από το κύπελλο να χύνεται το νερό στη θάλασσα»

* Την ιδέα επαναλαμβάνει ο Πλίνιος (σχετικά με το Αθωνικό όρος επικράτησε επί εκατονταετίες ο μύθος του υπεράνθρωπου Μ. Αλεξάνδρου).

0 Αλέξανδρος έκπληκτος με την ιδέα αμέσως ρώτησε εάν υπήρχαν αγροί στην περιοχή για να επισιτίσουν αυτήν την πόλη. 'Οταν διαπίστωσε ότι αυτό ήταν αδύνατο χωρίς μεταφορά από τη θάλασσα είπε: 
«Δεινο­κράτη, εκτιμώ το σχέδιο σου ως εξαίρετο σε μορφή και σε σύνθεση και είμαι πολύ ευχαριστημένος μ' αυτό, αλλά παρατηρώ ότι όποιος έχτιζε μια πόλη σ' αυτήν την τοποθεσία θα επικρινόταν η απόφαση του. Διότι, όπως ένα νεογέννητο μωρό δεν μπορεί να τραφεί χωρίς το γάλα της τροφού του, έτσι και μια πόλη δεν μπορεί να ζήσει χωρίς λιβάδια και τα προϊόντα τους σε επάρκεια και εντός των τειχών δεν μπορεί να αποκτή­σει μεγάλο πληθυσμό χωρίς άφθονη τροφή. Επομένως, πιστεύω ότι το σχέδιο σου είναι άξιο επαίνου, αλλά η επιλογή της τοποθεσίας είναι αξιοκατάκριτη. Όμως, θα σε αφήσω να έρθεις μαζί μου, γιατί σκοπεύω να χρησιμοποιήσω τις υπηρεσίες σου».

Από τότε ο Δεινοκράτης δεν εγκατέλειψε το βασιλιά και τον ακολούθησε στην Αίγυπτο... 


Αλεξάνδρεια 

«Ὁ Ἀλέξανδρος, στὴν πορεία του γιὰ τὸν ναὸ τοῦ Ἄμμωνος Διός, παρατήρησε ἀπέναντι ἀπὸ τὸ νησὶ τοῦ Φάρου, ἕνα σημεῖο ποὺ ἦταν ἐξαιρετικὸ γιὰ τὴν οἰκοδόμηση μιᾶς πόλεως. Ἔφτιαξε λοιπὸν ἕνα σχέδιο μὲ τὶς θέσεις τῶν πλατειῶν καὶ τῶν ναῶν καὶ ἀνέθεσε τὸν γενικὸ σχεδιασμὸ καὶ ἐπίβλεψη στὸν ἀρχιτέκτονα ποὺ εἶχε ἀνακατασκευάσει τὸν ναὸ τῆς Ἀρτέμιδος στὴν Ἔφεσο· στὸν Δεινοκράτη».

Όταν ο Αλέξανδρος στο δυτικό στόμιο του Δέλτα του Νείλου παρατηρεί ένα φυσικό λιμάνι, ένα τέλειο κέντρο για εμπόριο, με αγρούς και τα εξαίρετα πλεο­νεκτήματα του Νείλου και συλλαμβάνει την ιδέα... Προτείνει στον Δεινοκράτη να κτίσει ''εκεί'' μια πόλη... θα της δώσει το όνομά του. 

Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε κατάλληλο μέρος που να προσφέρεται για ελλιμενισμό, ώστε τα πλοία να αγκυροβολήσουν με ασφάλεια. Ήταν αναγκασμένα να εισέρχονται στον Νείλο, όπου και διεκπεραιώνονταν οι κάθε είδους συναλλαγές με τους Αιγυπτίους. Γι’ αυτό και το μεγαλοπρεπές λιμάνι της ήταν η βασική προϋπόθεση για την μετέπειτα εξέλιξή της στο μεγαλύτερο λιμάνι της Μεσογείου.


Alexander - AlexandriaAlexander laying out the city of Alexandria by Andre Castaigne 1898/99 mlahanas.de


Τα όρια της Αλεξάνδρειας3 σχεδίασε ο ίδιος ο Αλέξανδρος, εμπνευστής του φιλόδοξου ονείρου μιας πόλης με επιβλητικά ανάκτορα, πολυτελέστατα κτίρια, περίτεχνους ναούς και πολλούς πνεύμονες πράσινου. Ο αρχιτέκτονας Δεινοκράτης ο Ρόδιος ανέλαβε την πολεοδόμηση και την ανέγερση των βασιλικών κτιρίων, κατασκευάζοντας μια πόλη – πρότυπο για την εποχή εκείνη. 

Συνεργάζεται στενὰ μὲ τὸν περίφημο μηχανικὸ Κράτη, ὁ ὁποῖος ἦταν ὑδραυλικὸς μηχανικός, ἐπιβλέπων καὶ σχεδιαστὴς τοῦ ἐξαιρετικοῦ συστήματος ὑδρεύσεως καὶ ἀποχετεύσεως, τῆς πόλεως τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου.

Ο Δεινοκράτης εμπνευστής και του τύπου «Καννάβου», που αποτέλεσε αργότερα το πρότυπο για τη δημιουργία πολλών νέων πόλεων. 

Την χώρισε σε πέντε περιφέρειες, που ενώνονταν με φαρδείς δρόμους, ενώ σε όλο το μήκος των δύο κεντρικών λεωφόρων, πλάτους 22 μέτρων η καθεμιά, υπήρχαν στοές.
Σημεία αναφοράς για τον επισκέπτη ήταν τα ανάκτορα, το θέατρο, η αγορά, ο ναύσταθμος με τις τεράστιες αποθήκες, οι βασιλικοί κήποι, το Μουσείο, το Σώμα, όπου για πολλούς βρισκόταν θαμμένος ο Μέγας Αλέξανδρος, αλλά και η Βιβλιοθήκη και ο Φάρος.

Ο Αλέξανδρος επιθυμούσε να γίνει η νεόκτιστη Αλεξάνδρεια το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της μεσογείου, αλλά και παγκόσμιο πολιτιστικό κέντρο. 
Η πρωτοβουλία για την ίδρυση μιας οικουμενικής βιβλιοθήκης οφείλεται στον Μέγα Αλέξανδρο, αλλά πρωτίστως στον Αριστοτέλη ο οποίος του ενέπνευσε την ιδέα της συλλογής όλης της γραπτής και προφορικής παράδοσης σε μια οικουμενική βιβλιοθήκη.


Ἡ ταφικὴ πυρὰ τοῦ Ἡφαιστίωνος

Ὁ Δεινοκράτης συνεργάστηκε μὲ ἄλλους μηχανικοὺς τῆς ἐποχῆς του στὴ δημιουργία τοῦ ναοῦ τῶν Δελφῶν, τῆς Δήλου καὶ ἄλλων ἑλληνικῶν πόλεων. Ἐπίσης, δικό του ἔργο ἀποτελεῖ καὶ ὁ ἐπιτάφιος τύμβος τοῦ Ἡφαιστίωνος, ἕνα κολοσσιαῖο μνημεῖο ἔξι ὀρόφων στὴ Βαβυλώνα καί πλάτους 180 μ., μὲ χρυσὲς διακοσμήσεις στοὺς ὀρόφους.


hephpyre
The funeral pyre of Hephaistion, based on the description by Diodorus (late 19th century).


Κατὰ τὸν Διόδωρο (ΙΖ.115.1-6) ὁ Ἀλέξανδρος γκρέμισε τὰ τείχη τῆς Βαβυλώνας, γιὰ νὰ κάνῃ τὴν ταφικὴ πυρὰ τοῦ Ἡφαιστίωνος.

Ὁ Πλούταρχος (Βίοι Παράλληλοι. Ἀλέξανδρος 72.3) λέει ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος διέταξε νὰ γκρεμίσουν τὶς ἐπάλξεις ἀπὸ τὰ τείχη τῶν γειτονικῶν πόλεων στὰ Ἐκβάτανα, ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἡφαιστίωνος, ὡς ἐκδήλωση πένθους. 



Ὁ ναὸς τῆς Ἀρτέμιδος στὴν Ἔφεσο

Ὁ ναὸς τῆς Ἀρτέμιδος στὴν Ἔφεσο ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους τοῦ κλασικοῦ κόσμου, μεγαλύτερος καὶ ἀπὸ τὸν Παρθενῶνα, ποὺ χτίστηκε ἀργότερα στὴν Ἀθήνα (ἡ βάση τῶν θεμελίων εἶχε μῆκος 131 μέτρα καὶ πλάτος 79 μ., ἐνῶ 120 μαρμάρινοι κίονες ὑποστήριζαν τὸ κύριο τμῆμα τοῦ ναοῦ. Κάθε κίονας εἶχε ὕψος 20 μέτρα).




Τὸ 356 π.Χ. ὁ ναὸς καταστράφηκε ἀπὸ πυρκαγιὰ καὶ ἀργότερα ὁ Μ. Ἀλέξανδρος, ἐπισκεπτόμενος τὴν Ἔφεσο, ἔδωσε διαταγὴ νὰ οἰκοδομηθῇ καὶ πάλι ὁ ναός, στὴν ἴδια θέση, μὲ συμμετοχὴ τοῦ Δεινοκράτους στὸ σχεδιασμό του. 
Αὐτὸν τὸν ναὸ εἶδε ὁ Ἀντίπατρος, ὁ ἐμπνευστὴς τῆς λίστας μὲ τὰ ἑπτὰ θαύματα τοῦ ἀρχαίου κόσμου, καὶ ἀναφέρει ὅτι τὸ μεγαλεῖο τοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος ὑπερβαίνει κάθε ἄλλο τῶν ὑπολοίπων.


Ὁ μνημειακὸς περίβολος τοῦ τύμβου Καστᾶ


Στὸν Δεινοκράτη ἀποδίδεται καὶ ἡ κατασκευὴ τοῦ μνημείου στὸν τύμβο Καστᾶ σύμφωνα μὲ τὴν προϊσταμένη τῆς ΚΗ’ Ἐφορείας Προϊστορικῶν καὶ Κλασικῶν Ἀρχαιοτήτων Σερρῶν, Κατερίνα Περιστέρη, ποὺ σὲ δήλωσή της στὸν «ΑτΚ», ἀναφέρει:

«Κατὰ τὴν περίοδο ποὺ χρονολογεῖται ὁ ταφικὸς περίβολος, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, μέχρι τὸ τέλος τοῦ 4ου π.Χ. αἰῶνος, διαδραματίζονται σπουδαῖα ἱστορικὰ γεγονότα στὴν περιοχὴ τῆς Ἀμφίπολης. 

Σημαντικοὶ στρατηγοὶ καὶ ναύαρχοι τοῦ 
Μ. Ἀλεξάνδρου σχετίζονται μὲ τὴν περιοχή, ἐδῶ ὁ Κάσσανδρος ἐξορίζει καὶ θανατώνει τὸ 311 π.Χ. τὴ νόμιμη σύζυγο τοῦ 
Μ. Ἀλεξάνδρου, Ρωξάνη, καὶ τὸ γιό του, Ἀλέξανδρο Δ’. Ἐπιπλέον, τὸν ταφικὸ περίβολο ἔχει σχεδιάσει ὁ ἀρχιτέκτονας τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, Δεινοκράτης».
_________________________________________________________________________


Σημειώσεις

Ἀρχαῖα κείμενα

1* [...« Ἐγὼ δ´ » εἶπεν « εἰς ἄφθαρτον, ὦ βασιλεῦ, καὶ ζῶσαν ὕλην καὶ ῥίζας ἔχουσαν ἀιδίους καὶ βάρος ἀκίνητον καὶ ἀσάλευτον ἔγνωκά σου τὴν ὁμοιότητα καταθέσθαι τοῦ σώματος. Ὁ γὰρ Θρᾴκιος Ἄθως, ᾗ μέγιστος αὐτὸς αὑτοῦ καὶ περιφανέστατος ἐξανέστηκεν, ἔχων ἑαυτῷ σύμμετρα πλάτη καὶ ὕψη καὶ μέλη καὶ ἄρθρα καὶ διαστήματα μορφοειδῆ, δύναται κατεργασθεὶς καὶ σχηματισθεὶς εἰκὼν Ἀλεξάνδρου καλεῖσθαι καὶ εἶναι, ταῖς μὲν βάσεσιν ἁπτομένου τῆς θαλάσσης, τῶν δὲ χειρῶν τῇ μὲν ἐναγκαλιζομένου καὶ φέροντος πόλιν ἐνοικουμένην μυρίανδρον, τῇ δὲ δεξιᾷ ποταμὸν ἀέναον ἐκ φιάλης σπένδοντος εἰς τὴν θάλασσαν ἐκχεόμενον. Χρυσὸν δὲ καὶ χαλκὸν καὶ ἐλέφαντα καὶ ξύλα καὶ βαφάς, ἐκμαγεῖα μικρὰ καὶ ὠνητὰ καὶ κλεπτόμενα καὶ συγχεόμενα, καταβάλωμεν ».

Ταῦτ´ ἀκούσας Ἀλέξανδρος τὸ μὲν φρόνημα τοῦ τεχνίτου καὶ τὸ θάρσος ἀγασθεὶς ἐπῄνεσεν,

« Ἔα δὲ κατὰ χώραν » ἔφη « τὸν Ἄθω μένειν· ἀρκεῖ γὰρ ἑνὸς βασιλέως ἐνυβρίσαντος εἶναι μνημεῖον· ἐμὲ δ´ ὁ Καύκασος δείξει καὶ τὰ Ἠμωδὰ καὶ Τάναϊς καὶ τὸ Κάσπιον πέλαγος· αὗται τῶν ἐμῶν ἔργων εἰκόνες...] ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΥΧΗΣ Η ΑΡΕΤΗΣ ΛΟΓΟΣ Βʹ, [ΙΙ]

2* «…115. τῶν γὰρ ἡγεμόνων καὶ φίλων ἕκαστος στοχαζόμενος τῆς τοῦ βασιλέως ἀρεσκείας κατεσκεύαζεν εἴδωλα δι᾽ ἐλέφαντος καὶ χρυσοῦ καὶ τῶν ἄλλων τῶν θαυμαζομένων παρ᾽ ἀνθρώποις, αὐτὸς δὲ τοὺς ἀρχιτέκτονας ἀθροίσας καὶ λεπτουργῶν πλῆθος τοῦ μὲν τείχους καθεῖλεν ἐπὶ δέκα σταδίους, τὴν δ᾽ ὀπτὴν πλίνθον ἀναλεξάμενος καὶ τὸν δεχόμενον τὴν πυρὰν τόπον ὁμαλὸν κατασκευάσας ᾠκοδόμησε τετράπλευρον πυράν, σταδιαίας οὔσης ἑκάστης πλευρᾶς. [2] εἰς τριάκοντα δὲ δόμους διελόμενος τὸν τόπον καὶ καταστρώσας τὰς ὀροφὰς φοινίκων στελέχεσι τετράγωνον ἐποίησε πᾶν τὸ κατασκεύασμα. μετὰ δὲ ταῦτα περιετίθει τῷ περιβόλῳ παντὶ κόσμον, οὗ τὴν μὲν κρηπῖδα χρυσαῖ πεντηρικαὶ πρῷραι συνεπλήρουν, οὖσαι τὸν ἀριθμὸν διακόσιαι τεσσαράκοντα, ἐπὶ δὲ τῶν ἐπωτίδων ἔχουσαι δύο μὲν τοξότας εἰς γόνυ κεκαθικότας τετραπήχεις, ἀνδριάντας δὲ πενταπήχεις καθωπλισμένους, τοὺς δὲ μεταξὺ τόπους φοινικίδες ἀνεπλήρουν πιληταί. [3] ὑπεράνω δὲ τούτων τὴν δευτέραν ἐπανεῖχον χώραν δᾷδες πεντεκαιδεκαπήχεις, κατὰ μὲν τὴν λαβὴν ἔχουσαι χρυσοῦς στεφάνους, κατὰ δὲ τὴν ἐκφλόγωσιν ἀετοὺς διαπεπετακότας τὰς πτέρυγας καὶ κάτω νεύοντας, παρὰ δὲ τὰς βάσεις δράκοντας ἀφορῶντας τοὺς ἀετούς. κατὰ δὲ τὴν τρίτην περιφορὰν κατεσκεύαστο ζῴων παντοδαπῶν πλῆθος κυνηγουμένων. [4] ἔπειτα ἡ μὲν τετάρτη χώρα κενταυρομαχίαν χρυσῆν εἶχεν, ἡ δὲ πέμπτη λέοντας καὶ ταύρους ἐναλλὰξ χρυσοῦς. τὸ δ᾽ ἀνώτερον μέρος ἐπεπλήρωτο Μακεδονικῶν καὶ βαρβαρικῶν ὅπλων, ὧν μὲν τὰς ἀνδραγαθίας, ὧν δὲ τὰς ἥττας σημαινόντων. ἐπὶ πᾶσι δὲ ἐφειστήκεισαν Σειρῆνες διάκοιλοι καὶ δυνάμεναι λεληθότως δέξασθαι τοὺς ἐν αὐταῖς ὄντας καὶ ᾁδοντας ἐπικήδιον θρῆνον τῷ τετελευτηκότι. [5] τὸ δ᾽ ὕψος ἦν ὅλου τοῦ κατασκευάσματος πήχεις πλείους τῶν ἑκατὸν τριάκοντα. καθόλου δὲ τῶν τε ἡγεμόνων καὶ τῶν στρατιωτῶν ἁπάντων καὶ τῶν πρέσβεων, ἔτι δὲ τῶν ἐγχωρίων φιλοτιμηθέντων εἰς τὸν τῆς ἐκφορᾶς κόσμον φασὶ τὸ πλῆθος τῶν ἀναλωθέντων χρημάτων γεγονέναι πλείω τῶν μυρίων καὶ δισχιλίων ταλάντων. [6] ἀκολούθως δὲ ταύτῃ τῇ μεγαλοπρεπείᾳ καὶ τῶν ἄλλων γενομένων κατὰ τὴν ἐκφορὰν τιμῶν τὸ τελευταῖον προσέταξεν ἅπασι θύειν Ἡφαιστίωνι θεῷ παρέδρῳ: καὶ γὰρ κατὰ τύχην ἧκεν εἷς τῶν φίλων Φίλιππος, χρησμὸν φέρων παρ᾽ Ἄμμωνος θύειν Ἡφαιστίωνι θεῷ. διόπερ γενόμενος περιχαρὴς ἐπὶ τῷ καὶ τὸν θεὸν κεκυρωκέναι τὴν αὐτοῦ γνώμην πρῶτος τὴν θυσίαν ἐπετέλεσεν καὶ τὸ πλῆθος λαμπρῶς ὑπεδέξατο, μύρια τὸν ἀριθμὸν θύσας ἱερεῖα παντοδαπά…»

3* «…72. Ὡς δ’ ἧκεν εἰς Ἐκβάτανα τῆς Μηδίας καὶ διῴκησε τὰ κατεπείγοντα, πάλιν ἦν ἐν θεάτροις καὶ πανηγύρεσιν, ἅτε δὴ τρισχιλίων αὐτῷ τεχνιτῶν ἀπὸ τῆς Ἑλλάδος ἀφιγμένων. ἔτυχε δὲ περὶ τὰς ἡμέρας ἐκείνας Ἡφαιστίων πυρέσσων· οἷα δὲ νέος καὶ στρατιωτικὸς οὐ φέρων ἀκριβῆ δίαιταν, ἀλλ’ ἅμα τῷ τὸν ἰατρὸν Γλαῦκον ἀπελθεῖν εἰς τὸ θέατρον περὶ ἄριστον γενόμενος καὶ καταφαγὼν ἀλεκτρυόνα ἑφθὸν καὶ ψυκτῆρα μέγαν ἐκπιὼν οἴνου, κακῶς ἔσχε καὶ μικρὸν διαλιπὼν ἀπέθανε. τοῦτ’ οὐδενὶ λογισμῷ τὸ πάθος Ἀλέξανδρος ἤνεγκεν, ἀλλ’ εὐθὺς μὲν ἵππους τε κεῖραι πάντας ἐπὶ πένθει καὶ ἡμιόνους ἐκέλευσε, καὶ τῶν πέριξ πόλεων ἀφεῖλε τὰς ἐπάλξεις, τὸν δ’ ἄθλιον ἰατρὸν ἀνεσταύρωσεν, αὐλοὺς δὲ κατέπαυσε καὶ μουσικὴν πᾶσαν ἐν τῷ στρατοπέδῳ πολὺν χρόνον, ἕως ἐξ Ἄμμωνος ἦλθε μαντεία, τιμᾶν Ἡφαιστίωνα καὶ θύειν ὡς ἥρωϊ παρακελεύουσα. τοῦ δὲ πένθους παρηγορίᾳ τῷ πολέμῳ χρώμενος, ὥσπερ ἐπὶ θήραν καὶ κυνηγέσιον ἀνθρώπων ἐξῆλθε καὶ τὸ Κοσσαίων ἔθνος κατεστρέφετο, πάντας ἡβηδὸν ἀποσφάττων. τοῦτο δ’ Ἡφαιστίωνος ἐναγισμὸς ἐκαλεῖτο. τύμβον δὲ καὶ ταφὴν αὐτοῦ καὶ τὸν περὶ ταῦτα κόσμον ἀπὸ μυρίων ταλάντων ἐπιτελέσαι διανοούμενος, ὑπερβαλέσθαι δὲ τῷ φιλοτέχνῳ καὶ περιττῷ τῆς κατασκευῆς τὴν δαπάνην, ἐπόθησε μάλιστα τῶν τεχνιτῶν Στασικράτην, μεγαλουργίαν τινὰ καὶ τόλμαν καὶ κόμπον ἐν ταῖς καινοτομίαις ἐπαγγελλόμενον. οὗτος γὰρ αὐτῷ πρότερον ἐντυχὼν ἔφη τῶν ὀρῶν μάλιστα τὸν Θρᾴκιον Ἄθων διατύπωσιν ἀνδρείκελον δέχεσθαι καὶ διαμόρφωσιν· ἂν οὖν κελεύῃ, μονιμώτατον ἀγαλμάτων αὐτῷ καὶ περιφανέστατον ἐξεργάσεσθαι τὸν Ἄθων, τῇ μὲν ἀριστερᾷ χειρὶ περιλαμβάνοντα μυρίανδρον πόλιν οἰκουμένην, τῇ δὲ δεξιᾷ σπένδοντα ποταμοῦ ῥεῦμα δαψιλὲς εἰς τὴν θάλασσαν ἀποῤῥέοντος. ταῦτα μὲν οὖν παρῃτήσατο, πολλῷ δ’ ἀτοπώτερα καὶ δαπανηρότερα τούτων σοφιζόμενος τότε καὶ συμμηχανώμενος τοῖς τεχνίταις διέτριβεν…»



Γλαφυρές περιγραφές της συνάντησης 
Μ. Αλεξάνδρου και Δεινοκράτους 

γράφει ο  Βασίλειος Πελασγός Γούσιος

[...]
Είχεν δημιουργικόν τάλαντον. Ήθελε να εκφράση τον πλούτον των ιδεών, των σκέψεων, καί των αρχιτεκτονικών του συλλήψεων με την κατασκευή, κάπου, μεγαλοπρεπούς έργου, στο οποίο θα απετυπούτο η δεινότης του ώς μύστορος της "θείας" αυτής τέχνης (περιγράφει σχετικώς ο Βιτρούβιος στό σύγγραμμά του "Περί Αρχιτεκτονικής" - "De Architettura", το οποίο συνετέθη, το 25 π.Χ.α., τας ευαισθησίας καί ανησυχίας τού πρωίμου αυτού "υπερρεαλιστού" πρωτομάστορα).

Κατά τον Πλίνιο υπέβαλε στον Αλέξανδρον σχέδιον περί μετασχηματισμού τού κάτω τμήματος τού Αθωνος σε μορφή αγάλματος ανδρός διά λαξεύσεως τού όρους, το οποίον θα παρίστανε πολιούχον προστάτην καί παραστάτην, ο οποίος με το ένα χέρι θα συγκρατούσε οικισμόν, πολιτείαν καί με το άλλο φιάλην, διά της οποίας τα νερά τού βουνού θα διέρρεαν την πόλιν καί θα εξέρρεαν στό πέλαγος.

Η συνάντησί του με τον Μακεδόνα βασιλέα υπήρξεν επεισοδιακή. Εζήτησε να έχη μία συνέντευξη μαζί του, όταν ο υιός τού Φιλίππου καί της Ολυμπιάδος είχεν επιστρέψει από την Κόρινθο (μετά το εκεί γνωστόν συνέδριον), προκειμένου να τού υποβάλη τας προτάσεις του.  Διά την ταχύτερην ευόδωσιν των προσπαθειών του εφωδιάσθη με συστατικάς επιστολάς φίλων καί γνωρίμων τού Αλεξάνδρου, των καλουμένων "συνεταίρων", δηλαδή των σωματοφυλάκων αυτού, οι οποίοι καί τον διεβεβαίωσαν πως θα μεριμνήσουν να παρουσιασθή ταχύτατα ενώπιον τού αρχηγού. . 
Αλλά ο καιρός παρήρχετο καί ο Δεινοκράτης αγχώνετο. Δι' αυτό θέλησε να επισπεύση τας εξελίξεις δρών εκ των ενόντων.

Ως άλλος Ηρακλής!

Οι Μακεδόνες, ως καί οι άλλοι Έλληνες βασιλείς, την εποχή εκείνη, ασκούσαν καί δικαιοδοτικά έργα. Ήσαν καί δικασταί (ιδιαιτέρως, επί ποινικών υποθέσεων). Καί, το πλείστον, αι δίκαις διεξήγοντο "ανεωγμένων των θυρών", δηλαδή σε δημόσιο προσπελάσιμο στον λαό χώρο. Καί μία τέτοια δίκη, όπου θα δικαιοδοτούσε ο Αλέξανδρος, εθεώρησε ο Δεινοκράτης ως την κατάλληλη ευκαιρία, προκειμένου να πραγματοποιήση την γνωριμία του με τον αναμενόμενο από αυτόν να φανή συναντηλήπτωρ καί χορηγός των σχεδίων του, φιλοπρόοδο βασιλέα.

Έτσι διωργάνωσε ολόκληρη παράστασι προκειμένου να τύχη της προσοχής καί παρουσιάσεως έπειτα ενώπιον τού δικαστού - άνακτος. Θα ενεφανίζετο πρό αυτού ως άλλος Ηρακλής!   Καί όντως έχων επιβλητικό παράστημα αθλητού, αλείφθηκεν με έλαιο, ενεδύθη λεοντή, έθεσε στό κεφάλι του στέφανο δάφνης καί κρατών ρόπαλο, έλαβε την άγουσα προς το δικαστήριο!

Από τον δρόμο ακόμη έγινε αντιληπτός από τούς περιέργους της αγοράς της μακεδονικής πρωτευούσης (Πέλλας) καί πλήθος κόσμου άρχισε ν' ακολουθή τον παράξενο αυτόν "επίγονο" τού ενδόξου ημιθέου, τού υιού τού Αμφιτρύονος καί της Αλκμήνης, τού Αθλοφόρου Ηρακλή! 
Όταν δε έφθασε στον ναό της Θέμιδος, το δικαστήριο, όλοι έστρεψαν προς αυτόν το βλέμμα καί την προσοχή των, περιλαμβανομένου καί αυτού τού αρχιδικαστού, του Αλεξάνδρου. Ο οποίος, με νεύμα, εκάλεσε πλησίον του τον φίλον αυτόν τού κλέους τού αναληφθέντος ήδη στην χώρα των Μακάρων δωδεκαθλοφόρου ημιθέου. Καί εζήτησε να μάθη από το άτομό του καί τον εκεί σκοπό της επισκέψεώς του.

Όταν ο λεοντοφόρος πρωτοτέκτων - πρωτομάστορας εξέθεσε προς τον Αλέξανδρον τούς προβληματισμούς καί στοχασμούς του γιά την δυνάμενη να κατασκευασθή (καί δη με τα μέσα εκείνης της εποχής!) γλυπτικής συνθέσεως επί τού όρους τού Αθωνος, αυτός συνεφώνησε ότι η σκέψι ήταν υπέροχος.

Έπρεπε, όμως, ν' αντιμετωπισθούν καί ζητήματα, τα οποία θα προέκυπταν μετά την εκτέλεσι τού έργου. Ως ήταν καί εκείνο τού επισιτισμού των κατοίκων, οι οποίοι θα "επάνδρωναν" την νέα στο αριστερό χέρι τού αγάλματος φερομένη ως προβλεπομένη να ανεγερθή πολιτεία. 
Από πού όμως θα εξασφαλίζοντο τα μέσα επιβιώσεως, διατροφής των κατοίκων της; 
Καί έλαβε απάντησι η οποία δεν τον ικανοποίησεν. Ο Δεινοκράτης περί αυτού δεν εμερίμνησε στας μελέτας του! Παρέπεμψε απλώς το ζήτημα των σε τρόφιμα προμηθειών από τον πληθυσμό της μελλούσης ν' ανεγερθή στον Αθωνα Αλεξανδρείας στην εισαγωγή αυτών από άλλας περιοχάς της Ελλάδος διά θαλάσσης. Όπερ, όμως, εθεωρήθη, τότε, αλυσιτελές καί "ισχυρόν" αντικίνητρον διά την ανάληψι από τον Αλέξανδρο τού προτεινόμενου αρχιτεκτονικού εγχειρήματος. Δι αυτό εζήτησε από τον Δεινοκράτην ν' αναθεωρήση το πλαίσιο των σχεδίων του, ενδεχομένως δε να επανεξετάση το όλο θέμα καί ν' αναζητήση, στην Χαλκιδικήν, περιοχήν, πλέον πρόσφορη, από χωρικής-κοινωνικοοικονομικής απόψεως, όπου θα εδίδετο δυνατότης υλοποιήσεως της ιδέας του.

Βεβαίως, παρά την αρνητική, διά τον αρχιτέκτονα, έκβαση των προτάσεών του, η γνωριμία του με τον Μακεδόνα βασιλέα ήταν δι' αυτόν, το ουσιώδες της όλης αυτής ενεργείας του. Τούτο εθεωρούσε προϋπόθεσι προωθήσεως των στόχων του. Εάν κατά την παρούσα φάσι, δεν ήταν δυνατή, διά την συγκυρία εκείνης της εποχής, η εκτέλεσις ή υλοποίησις της κατασκευής του μεγαλεπηβόλου γιγαντιαίου γλυπτικού συμπλέγματος στον Αθωνος, οπωσδήποτε, έκρινε, θα παρουσιάζοντο καί άλλαις δυνατότητες συνεργασίας με τον νεαρό δορυκτήτορα, κατά τας οποίας θα εξεδήλωνε το πηγαίον, το δημιουργικόν τού αρχιτεκτονικόν του τάλαντον. 

Καί, πράγματι, η πρώτη ευκαιρία εδόθη και επαρουσιάσθη στον Δεινοκράτη, μετά την κατάληψι από τούς Έλληνας, της Αιγύπτου. Τότε ο Αλέξανδρος ανέθεσε στον, εν τω μεταξύ διορισθέντα βασιλικό αρχιτέκτονα "ηρακλειδέα", την διεύθυνσι των αρχιτεκτονικών έργων, κατά την κτίσι της Αλεξανδρείας, ο οποίος καί ανέλαβε επιτυχώς την εκτέλεσιν της αποστολής αυτής. Εξεταζόμενο από απόψεως τεχνικών δυνατοτήτων της εποχής εκείνης το σχεδίασμα, το αναφερόμενο στην ιδέα γιά την γλυπτική επί τού Αθωνος σύνθεσι, δεν ήταν ουτοπικό. 
Καί τούτο, διότι υπήρχαν τα προηγούμενα των μεγάλων γλυπτικών έργων, των επί βράχων λαξευμένων, της περιόδου των φαραωνικών αιγυπτιακών δυναστειών. Καί είναι ισχυρό επιχείρημα γιά το δυνατόν της επαναλήψεώς των στην Ελλάδα με περισσότερη αρχιτεκτονική καί αισθητική πλαισίωσι, δεδομένου της υπάρξεως στη Γη τού Φειδία, σε ύψιστο βαθμό, αναπτυγμένων γνώσεων εκτελέσεως καλλιτεχνικών έργων καί κορυφώσεως των αισθητικών επιτεύξεων, λόγω αναπτύξεως, σε επίπεδα ιδεώδους, των εικαστικών τεχνών. 
Το εγχείρημα θα ήταν καί εφικτό καί αξιόλογο.(Μόνον αι περιστάσεις δεν ήταν πρόσφοροι. Οι Μακεδόνες καί οι λοιποί Έλληνες είχαν πλέον άλλες προτεραιότητας. Την ευδοκίμησι της εκστρατείας στην Ασία).

Ο Θεός Αγαθοδαίμων, ο οποίος θα είχεν την μορφή τού Αλεξάνδρου, στην κατ' υπόθεσι αυτή γλυπτική παράστασι, θα ενεφανίζετο ως δωρητής στην οικουμένη μιάς νέας πόλεως, μιάς νέας κοινωνίας, όπου θα εκυριαρχούσε το νέο πνεύμα τού οικουμενικού πανελληνισμού (της διεθνοποιήσεως τού Ελληνικού πνεύματος), συντελεστής τού οποίου θά ήταν η ανανεωτική δυναμική τού έθνους των Ελλήνων, εκφραζομένη με το από την φιάλη διαρκώς ρέον ύδωρ, με το οποίο θα εδηλούτο η αέναος ανανέωσις των πραγμάτων της ζωής καί τού κόσμου. 
Πέραν της διευθύνσεως των αρχιτεκτονικών εργασιών για την κτίσι της Αλεξανδρείας ο Δεινοκράτης ανέλαβε καί το έργο της ανοικοδομήσεως τού ναού της Αρτέμιδος, τον οποίο είχε πυρπολήση ο διαβόητος Ηρόστρατος, την ημέρα, κατά την οποία εγεννάτο ο Αλέξανδρος, καί της κατασκευής της πολυτελούς, πυργοειδούς, σορού της κηδείας τού αδελφικού φίλου τού Μακεδόνος βασιλέως στρατηγού Ηφαιστίωνος (τού δηλητηριασθέντος από τον αντιαλεξανδρινό κακοδαίμονα, προσενεγκόντα εις τούτον θανατερόν φαγητόν ψητού αλέκτορος).
_____________

Σημειώσεις:

1. Τη συνάντηση του Δεινοκράτη με τον Αλέξανδρο περιγράφει ο Πλούταρχος στο «Περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀ­ρετῆς»:

[...Μεταξὺ τῶν ἄλλων τεχνιτῶν ζοῦσε τότε καὶ ὁ ἀρχιτέκτων Στασικράτης, τοῦ ὁποίου τὰ ἔργα δὲν ἐπιδίωκαν χάρη καὶ συγκίνη­ση καὶ προοπτικὴ μὲ τὴ μορφή τους. Τὰ σχέδιά του ἦταν τόσο με­γαλεπήβολα ὥστε τὰ ἔσοδα ἑ­νὸς μεγάλου κράτους μὲ δυσκο­λία θὰ ἐπαρκοῦσαν γιὰ τὴν ἐκτέ­λεσή τους.
Αὐτός, ἀφού πῆγε στὸν Ἀλέξανδρο, κατηγοροῦσε τὶς ζω­γραφιστὲς εἰκόνες του καὶ τοὺς μαρμάρινους ἢ χάλκινους ἀν­δριάντες του ὡς ἔργα δειλῶν καὶ ταπεινῶν τεχνιτῶν.


«Ἐγώ» εἶπε «ἔχω σκεφτεῖ, βασιλιά, νὰ ἐμπι­στευθῶ τὴν ὁμοιότητα τοῦ σώμα­τός σου σὲ ὕλη ἄφθαρτη καὶ ζω­ντανὴ ποὺ νὰ ἔχει θεμέλια αἰώνια καὶ βάρος ἀκίνητο καὶ ἀπαρασάλευτο.
Δηλαδὴ τὸ ὄρος Ἄθως τῆς Θράκης, ἐκεῖ ὅπου ἔχει τὸ μεγα­λύτερο ὄγκο του καὶ ὑψώνεται περιφανέστατος καὶ ἔχει ὕψος καὶ πλάτη συμμετρικὰ καὶ βραχώδεις ἐκτάσεις καὶ συναρμογὲς καὶ δια­στήματα μὲ κάποια μορφή.
Ὁ Ἄθως αὐτός εἶναι δυνατὸν μὲ τὴν τέχνη νὰ κατεργαστῇ καὶ νὰ με­τασχηματιστῂ ὧστε νὰ ὀνομάζε­ται ἀνδριάντας τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ νὰ εἶναι ἀληθινὸς ἀνδριάντας αὐτοῦ, ποὺ μὲ τὰ πόδια του θὰ ἐγ­γίζῃ τὴ θάλασσα, μὲ τὸ ἕνα χέρι θὰ ἀγκαλιάζῃ καὶ θὰ ὑποβαστάζῃ πόλη ἰκανὴ νὰ περιλάβῃ 10.000 κατοίκους.
Μὲ τὸ δεξί χέρι κρατῶντας φιάλη νὰ χύνῃ ἀπὸ αὐτὴ σπονδὲς πρὸς τιμὴ τῶν θε­ῶν ὁλόκληρο ποταμὸ ποὺ θὰ ρέῃ ἀ­κατάπαυστα καὶ θὰ ἐκβάλλῃ στὴ θάλασσα. Τὰ χρυσὰ καὶ χαλκὰ καὶ τὰ ἐλεφάντινα καὶ τὰ ξύλινα καὶ τὰ ἔγχρωμα ἔργα, ὅλες τὶς μικρὲς καὶ ἀγοραστὲς εἰκόνες ποὺ τὶς κλέβουν ἄς τὶς ἀφήσουμε».


Αὐτά, ἀφοῦ ἄκουσε ὁ Ἀλέξανδρος, θαύ­μασε τὴν τόλμη τοῦ καλλιτέχνη, ἐπαίνεσε τὴν πεποίθησή του καὶ πρόσθεσε: «Ἄσε τὸν Ἄθω νὰ μέ­νει στὴ θέση του, ἀρκεῖ ὅτι εἶναι μνημεῖο τῆς ὕβρεως τοῦ βασιλιᾶ (ἐννοούσε τὸν Ξέρξη, ποὺ εἶχε ἐπιχειρήσει νὰ κατασκευάσῃ διώ­ρυγα). Ἐμένα θὰ μὲ κάνῃ γνωστὸ ὁ Καύκασος καὶ τὰ Ἠμωδά ὄρη (Ἱμα­λάια) καὶ ὁ Τάναης καὶ ἡ Κασπία θάλασσα. Οἱ πράξεις μου θὰ εἶναι οἱ εἰκόνες μου...]


Ὁ Βιτρούβιος περιγράφοντας τὸ ἴδιο περιστατικό, ἀναφέρει:

«…ὁ ἀρχιτέκτων Δεινοκράτης πρότεινε στὸν Μέγα Ἀλέξανδρο νὰ χαράξῃ τὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ νὰ τοῦ δώσῃ τὴ μορφὴ ἑνὸς ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ ἕνα χέρι θὰ ὑποστηρίζῃ μία ὁλόκληρη πόλη, καὶ μὲ τὸ ἄλλο θὰ κρατάει ἕνα κύπελο στὸ ὁποῖο θὰ καταλήγουν ὅλα τὰ ὕδατα τοῦ βουνοῦ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, μὲ ὑπερχείλιση θὰ καταλήγουν στὴν θάλασσα.
Ὁ Ἀλέξανδρος, γοητευμένος μὲ τὴν ἰδέα, τὸν ρώτησε ἄν ἡ πόλη αὐτὴ θὰ περιβάλλεται ἀπὸ γῆ ἰκανὴ νὰ ἐφοδιάσῃ τὸν πληθυσμό της μὲ τὸ ἀναγκαῖο σιτάρι γιὰ τὴν ἐπιβίωσή του.
Ἀλλὰ ἡ διαπίστωση ὅτι ἡ τροφοδότηση θὰ μποροῦσε νὰ γίνῃ μόνο ἀπὸ τὴ θάλασσα, ὁ Ἀλέξανδρος εἶπε: 

«Δεινοκράτη, μὲ εὐχαριστεῖ τὸ μεγαλεῖο καὶ ἡ ὀμορφιὰ τοῦ σχεδίου σου, ἀλλὰ νομίζω πὼς ἡ δημιουργία μιᾶς ἀποικίας στὴ θέση αὐτὴ δὲν εἶναι καλή, γιατὶ ὅπως ἕνα παιδὶ δὲν μπορεῖ νὰ τροφοδοτηθῇ καὶ νὰ ἀναπτυχθῇ χωρὶς γάλα, ἔτσι καὶ μία πόλη δὲν μπορεῖ νὰ συντηρηθῇ καὶ νὰ ἀναπτυχθῇ χωρὶς ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ νὰ ἔχῃ εὔφορα χωράφια καὶ ἄφθονο φαγητὸ ἀπὸ πλούσιες σοδειές. Ἔτσι, ἐνὼ ἡ πρωτοτυπία τοῦ σχεδίου σου ἔχει τὴν ἔγκρισή μου, ἀποδοκιμάζω τὴν θέση ποὺ ἔχεις ἐπιλέξει γιὰ τὴν ἐκτέλεσή του. Θέλω ὅμως νὰ μείνῃς κοντά μου, γιατὶ θὰ χρειαστῶ τὶς ὑπηρεσίες σου».
Ἔτσι ἄρχισε ἡ κοινή τους πορεία…


2. Δεινοκράτης, Γεννήθηκε στη Μακεδονία ή στη Ρόδο και στα κείμενα της αρχαίας γραμματείας αναφέρεται με πολλά ονόματα: Στασικράτης, Στησικράτης, Χειροκράτης, Δεινοχάρης, Δεινοκράτης κ. ἄ
Αρχιτέκτων καὶ πολεοδόμος, τεχνικὸς σύμβουλος τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, τὸν ὁποῖο ἀκολούθησε στὶς ἀποστολές του.  Εῖναι ἰδιαίτερα γνωστὸς γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ πολεοδομικοῦ σχεδίου τῆς Ἀλεξάνδρειας, καθῶς καὶ γιὰ τὴ συμμετοχή του στὸ σχεδιασμὸ τοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος στὴν Ἔφεσο, ἑνὸς ἀπὸ τὰ 7 θαύματα τοῦ κόσμου.
Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους τον τάφο στην Αμφίπολη είναι από τους μεγαλύτερους αρχιτέκτονες όλων των εποχών.

Με διαταγή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Δεινοκράτης οροθέτησε το σχέδιο της Αλεξάνδρειας, σχεδιάζοντας, σύμφωνα με την παράδοση, τη γραμμή των τειχών της με μία λωρίδα αλεύρι.

Έργο του είναι και ο επιτάφιος τύμβος του Ηφαιστίωνα στη Βαβυλώνα, ένα κολοσσιαίο μνημείο έξι ορόφων πλάτους 180 μέτρων στη βάση του, με διάφορες χρυσές διακοσμήσεις στους ορόφους.

Ὡς Δεινοχάρη τὸν συναντᾶμε στὸν Πλίνιο τὸν Πρεσβύτερο ὅταν τὸν ἀναφέρει στὸν κατάλογό του μὲ τοὺς πέντε δεξιοτέχνες ἀρχιτέκτονες τῆς ἀρχαιότητος. Ἐπίσης ὁ Πλίνιος τὸν ἀναφέρει δύο φορὲς συσχετίζοντὰς τον μὲ τὴν δημιουργία τῆς Ἀλεξάνδρειας τῆς Αἰγύπτου.

Ὁ Decimus Magnus Ausonius (περ. 310 – 395), Ρωμαῖος ποιητής καὶ ρήτορας, ἑλληνικῆς κατὰ τὸ ἤμισυ καταγωγῆς, τὸν ἀναφέρει καὶ αὐτὸς ὡς Δεινοχάρη στὸ ποίημά του Mosella, ἀνάμεσα στοὺς ἑπτὰ μεγαλύτερους ἀρχιτέκτονες, μὲ κορυφαῖο στὴν λίστα τὸν Δαίδαλο.

Ἀπὸ τὸν Στράβωνα ἀναφέρεται ὡς Χειροκράτης ὁ Ρόδιος ὅταν ἀναφέρεται στὴν ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος στὴν Ἔφεσο. Ὁ Ψευδο-Καλλισθένης τὸν ἀναφέρει μὲ τὰ ὀνόματα Ἑρμοκράτης καὶ Ἱπποκράτης μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴ Ρόδο καὶ ὡς τὸν ἀρχιτέκτονα τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου ποὺ ἔχτισε τὴν Ἀλεξάνδρεια. Στὸν Πλούταρχο τὸν βρίσκουμε μὲ τὸ ὄνομα Στασικράτης.

Τρεῖς ἀκόμη συγγραφεῖς, ὁ Valerius Maximus, ὁ Ammianuw Markellinus καὶ ὁ Julius Valerius Ρωμαῖος ἱστορικὸς (τέλη 3ου μ.Χ. αἰ.) τὸν ἀναφέρουν ὡς Δεινοκράτη καὶ τὸν συνδέουν μὲ τὴν ἴδρυση τῆς Ἀλεξάνδρειας. 
Ὁ Julius Valerius μάλιστα ἀναφέρει ὡς τόπο καταγωγῆς του τὴ Ρόδο. 
Ὁ Βιτρούβιος μόνο τὸν ἀναφέρει ὡς Μακεδόνα καὶ ὅτι μοιραζόταν τὸν ἴδιο τόπο καταγωγῆς μὲ τὸν Ἀλέξανδρο.

3. Το 325 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος θεμελιώνει την Αλεξάνδρεια στην τοποθεσία της αρχαίας αιγυπτιακής πόλης Ρακώτις, εκτιμώντας ότι η πόλη θα εξελίσσετο σε μεγάλο εμπορικό κέντρο λόγω του εξαιρετικού λιμένα, στον Ελληνικό εμπορικό οικισμό Κάνωπο, απέναντι από τη νησίδα που ονομαζόταν Φάρος. 

Το πολεοδομικό σχέδιο εκπονεί ο Δεινοκράτης και την εκτέλεση του έργου αναλαμβάνει ο Κλεομένης (μηχανι­κός από τη Ναύκρατη του Δέλτα). Υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα συμμετέχουν  οι μηχανικοί Διάδης και Χαρίας,  Η πόλη της Αλεξάν­δρειας ιδρύεται  το 332/331 π.Χ.


Οι Μελετητές του έργου του  

Διά μέσου τού έργου του Βιτρουβίου, οι ιδέες του Δεινοκράτους έμελαν να έχουν κατά την Αναγέννησι τού Κλασσικού Πολιτιστικού Ιδεώδους (την εποχήν της ρίξεως τού Ελληνοευρωπαϊκού πνεύματος προς τον μισελληνικόν ολοκληρωτικόν μεσαιωνισμό), πολλούς καί αξιολόγους μελετητές, όπως τον Φραγκίσκο Γεώργιο, τον Φίσσερ φον Ερλαχ, τον Ερρίκο ντε Βελενσιέν, τον Ερρίκο Ραπέν, τον Μαξ Κλίνγκερ, τον Ιωσήφ Ποντέν καί πολλούς άλλους θιασώτες της κατασκευής ενός μεγάλου, εκφαντορικού, όντως, μνημειακού συγκροτήματος προς τιμήν τού Στρατηλάτου των Αιώνων, τού Μακεδόνος Αλεξάνδρου. 

Ενώ στην Ελλάδα και πάλιν τον τελευταίο καιρό αναπτύσεται μία κίνησις προς εξασφάλισι των προαπαιτουμένων και δη προϋποθέσεων διατηρήσεως απροσβλήτου, όσο ένεστι, τού ωραιωτέρου φυσικού περιβάλοντος της χώρας μας, της Χαλκιδικής προς ανέγερσι πλησίον του Αθωνος αγάλματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, φωτοδότου της οικουμένης. (Πρέπει να επιδιωχθή η πάση θυσία διαφύλαξι τού γεωργικού καί δασικού περιβάλλοντος, ιδιαιτέρως της περιοχής Ανθεμούντος, διότι, προ πάντων, η διατήρησι τού αγροτικού χαρακτήρος της χώρας μας, εγγυάται την οικονομική καί πολιτιστική διάρκεια τού τόπου μας. Ενώ το άγαλμα δέον κατασκευασθήναι στο νότιον άκρον τού Αθωνος).

Ο Φραγκίσκος Γεώργιος εθεωρούσε οτι ο Δεινοκράτης, με την σύλληψι αυτής της ιδέας της υλοποιήσεως, στο βουνό τού Αθωνος της γλυπτικής ιδέας (συνθέσεως) επεδίωξε να καταδείξη την σχέσι, τον σύνδεσμο τού ανθρώπου, του ανθρωπίνου σώματος προς την Αρχιτεκτονική τού φυσικού χώρου. Ο ίδιος επεχείρησε ν`αναπαραστήση τα σχέδια τού Μακεδόνος αρχιτέκτονος. Η σύνθεσί του απεικονίζει νέον άνδρα, όρθιο, φέροντα λεοντή καί κρατούντα, στη δεξιά του, μεγάλη φιάλη, δεξαμενή των νερών των ποταμών (της περιοχής του χώρου εγκαταστάσεως τού μνημειακού συμπλέγματος) και, την αριστερά, μία νεάπολι.

Εντυπωσιακώτερη είναι μία χαρακτική σύνθεσις τού Φίσερ φον Ερλαχ, η οποία προσεγγίζει περισσότερον το πρότυπον της σκέψεως τού πατρός της περιγραφομένης αρχιτεκτονικής ιδέας. Ενώ ο Ερρίκος ντε Βελενσιέν τοποθετεί στο σχετικό του χαρτογράφημα την εγκατάστασι τού μνημείου στον πάλαι ποτέ όντως παραδείσιο χώρο της Ελληνογεννητρίας Αρκαδίας, εκφράζοντας έτσι την όλως αισθαντική (ρομαντική) του προδιάθεσι, η οποία, άλλωστε, ήταν καί αποτέλεσμα μιάς υγειούς αισθητικής περί τέχνης καί φυσικού τοπίου - χώρου αντιλήψεως (η οποία τόσον δημιουργικά είχε ευδοκιμήσει (νεοκλασσικισμός) στην Ελλάδα από τις αρχές τού 19ου αιώνος μέχρι τού Β` παγκοσμίου πολέμου).

Επίσης, ο Ερρίκος Ραπέν επέλεξε την, γόνιμη γι` αυτόν, πάντα, ιδέα τού Δεινοκράτους, ως βασικό, συστατικό στοιχείο τού δομικού πλαισίου ενός Διεθνούς Εμπορικού Κέντρου. Το σχετικό μνημιακό σύμπλεγμα θα ετοποθετείτο στο επίκεντρο αυτού. (Τούτο θα έπρεπε να το λάβουν σοβαρώς υπ` όψιν καί οι ιθύνοντες της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης, οι οποίοι, μεταπολεμικώς έχουν κατασπείρει στον χώρο των εγκαταστάσεων αυτής ακαλαίσθητα καί μη λειτουργικά κτίρια, ενώ θα ήταν δυνατόν αυτή να καταστή το επίκεντρο οικονομικής διεθνούς συνεργασίας αλλά και πυρήν πολιτιστικής καί αισθητικής αγωγής των συνελλήνων, ώς λ.χ. διά της δημιουργίας, εκεί, ενός Μουσικού Μεγάρου, της Όπερας της Θεσσαλονίκης καί της αναδείξεως τού έργου μακεδόνων μουσουργών, ώς τών Ριάδη, Δ. Βέλλα κ.α.).

Άλλος μελετητής τού έργου τού Δεινοκράτους, ο Μάξ Κλίνγκερ, αποδίδει, με τα σχέδιά του, μία αίσθησι τού κλίματος, τού επικρατήσαντος μετά την αναγέννησι, εκείνου της απομακρύνσεως καί εγκαταλήψεως, από πλήθος κόσμου, των εσχατολογικών κηρυγμάτων των δογματιζόντων "παστόρων"(!), τα πάντα κατέστησαν ματαιότης ή ματαιοσχολία! Ετσι ο ανδριάς αντί πόλεως ή φιάλης, θα κρατεί στα χέρια του ηφαίστειο καί κλεψύδρα, δηλαδή χρονόμετρο! Ο χρόνος περαιώνεται. Το ηφαίστειο, τότε, μέλλει να εκραγή! Στα πόδια του κείτεται πολιτεία σε ερείπεια!

Τέλος, ο Ιωσήφ Ποντέν, στο έργο του "Αρχιτεκτονική μή υλοποιηθείσα", προτρέπει τούς αρχιτέκτονες, έχοντας ενωτισθή με την δυναμική τού στοιχείου καί τού συμβολισμού τού έργου τού Δεινοκράτους, ν`ασχοληθούν με έργα, τα οποία θα εμπεριείχαν δημιουργική, όντως, ικανότητα, δημιουργικό αποτέλεσμα καί κλασσικίζουσα αίσθησι.

Η ιδέα αυτή τού Δεινοκράτους δεν ευτύχησε να υλοποιηθή στην Ελλάδα, στον Αθωνα, αν καί θα ήταν έργο το οποίο θα προκαλούσε, ιδία σήμερα, διεθνές ενδιαφέρον. Ήσαν οι συγκυρίες τέτοιες καί ο Ελληνισμός επλήγη από κατακτητάς, αλλοτρίους δυνάστας καί πνευματικούς τυρράνους, οι οποίοι επεδίωξαν, όχι μόνον τον αφανισμόν τού Πολιτισμού του, αλλά καί την εξάλειψιν της Ελληνικής φυλής!

Εν πάση περιπτώσει η ιδέα κατέστη πάλι επίκαιρος Την μετατροπή των σχεδίων τού Δεινοκράτους, επί το αμερικανικώτερο, καί την υλοποίησι της ιδέας γλειφάνσεως ανδριάντων επί βράχων επραγματοποίησαν οι Αμερικανοί, οι οποίοι επί τού όρους τού Ρασμόρ της Νοτίου Ντακότας, ελάξευσαν τας προτομάς τεσσάρων προέδρων της "συμπολιτείας" των.  Ισως, κάποτε, ευτυχήσομε να ιδούμε στην Ελλάδα, σε περιοχήν τού Άθωνος, και εμείς σμιλευόμενη σε ορεινό τοπίο, την φαεινή πάντοτε μορφή του Αδελφού της Γοργόνας...

Βιβλιογραφία

1. Πλίνιος, "Ιστορίαι"
2. Βιτρούβιος, "Περί αρχιτεκτονικής"
3. Ζοζεφ Ποντέν, "Αρχιτεκτονική Ανυλοποίητος"
http://www.tetraktys.org/
http://www.deinokratis.gr/istorika-deinokrath.html

–> Dictionary of the Artists of Antiquity: Architects, Carvers, Engravers, Modellers, Painters, Sculptors, Statuaries, and Workers in Bronze, Gold, Ivory, and Silver, with Three Chronological Tables. Julius Sillig, Pliny (the Elder.), 1836, σελ 53.
–> DINOCRATES’ PROJECT. «Scientific American Supplement», No. 488, May 9, 1885, Various. http://www.gutenberg.org/files/27662/27662-h/27662-h.htm#art13
–> «DISCOURSES ON THE FIRST DECADE OF TITUS LIVIUS BY NICCOLO MACHIAVELLI», CHAPTER I.—Of the Beginnings of Cities in general, and in particular of that of Rome. FLORENCE, May 17, 1883. http://www.gutenberg.org/cache/epub/10827/pg10827.html
–> Ruins of Ancient Cities Vol. I, Charles Bucke, σελ. 25 http://www.gutenberg.org/files/40860/40860-h/40860-h.htm#Page_25
–> Greek Sculpture, Nigel Spivey, Cambridge University Press, N.Y., σελ. 218
–> Vitruvius: Writing the Body of Architecture, Indra Kagis McEwen, MIT Press, 2003, σελ. 95-98.
–> http://el.wikisource.org/
–> http://www.agelioforos.gr/default.asp?pid=7&ct=100&artid=184369
–> William Smith. A Dictionary of Greek and Roman biography and mythology. London. John Murray: printed by Spottiswoode and Co., New-Street Square and Parliament Street.
–> http://www.lookandlearn.com/history-images/XM10131488/Dinocrates-Project
–> http://www.writeopinions.com/dinocrates
–> http://theworldofalexanderthegreat.wordpress.com/2012/07/13/hephaestions-death-and-funeral/



  Scholeio.com