Αλέξανδρος Ίσαρης
_____ Τι όμορφη που είναι αυτή η μοναξιά!
Γαλάζια στις άκρες και σκοτεινή στην καρδιά
Κατεβαίνει απ' τα βουνά γρατσουνώντας το πρόσωπο
Και βυθίζεται στη θάλασσα με μάτια πικραμύγδαλα.
Μυρίζει δειλινό, τώρα που τα ηλιοτρόπια γέρνουν σκεφτικά
Κι όταν με δαγκώνει, το αίμα στέκεται αναποφάσιστο στις φλέβες.
Τι όμορφη που είναι αυτή η μοναξιά!
Απαλή σαν δέρμα κόρης και σαν στέρνο αγοριού
Στο σώμα μου τυλίγεται γλυκός μανδύας ανυπόφορος
Τη μασουλώ αργά αργά, την τρώω ή τη φτύνω
Ανάλογα με τ' άλογα που τρέχουν στο μυαλό.
Καρδιοχτυπώ και λέω, έλα.
Τι όμορφη που είναι αυτή η μοναξιά!
Η γνώριμη, ο σύντροφος, ο αδελφός μου
Η σύζυγος, το πέπλο, η κλίνη μου,
Εκείνη που σώζει από την απουσία
Αυτή που έρχεται μες σε καΐκι πένθιμο
Μέσα σε άμαξα γεμάτη πασχαλιές.
από τη συλλογή Οι ελεγείες της απουσίας,
στον συγκεντρωτικό τόμο Εγώ ένας ξένος. Ποιήματα 1967-2011, Κίχλη 2013
Γαλάζια στις άκρες και σκοτεινή στην καρδιά
Κατεβαίνει απ' τα βουνά γρατσουνώντας το πρόσωπο
Και βυθίζεται στη θάλασσα με μάτια πικραμύγδαλα.
Μυρίζει δειλινό, τώρα που τα ηλιοτρόπια γέρνουν σκεφτικά
Κι όταν με δαγκώνει, το αίμα στέκεται αναποφάσιστο στις φλέβες.
Τι όμορφη που είναι αυτή η μοναξιά!
Απαλή σαν δέρμα κόρης και σαν στέρνο αγοριού
Στο σώμα μου τυλίγεται γλυκός μανδύας ανυπόφορος
Τη μασουλώ αργά αργά, την τρώω ή τη φτύνω
Ανάλογα με τ' άλογα που τρέχουν στο μυαλό.
Καρδιοχτυπώ και λέω, έλα.
Τι όμορφη που είναι αυτή η μοναξιά!
Η γνώριμη, ο σύντροφος, ο αδελφός μου
Η σύζυγος, το πέπλο, η κλίνη μου,
Εκείνη που σώζει από την απουσία
Αυτή που έρχεται μες σε καΐκι πένθιμο
Μέσα σε άμαξα γεμάτη πασχαλιές.
από τη συλλογή Οι ελεγείες της απουσίας,
στον συγκεντρωτικό τόμο Εγώ ένας ξένος. Ποιήματα 1967-2011, Κίχλη 2013
Ένα άλλο σώμα δίπλα σου τη νύχτα
Αγάλματα στολίζουν το κρεβάτι σου
Και ρόδα που μυρίζουν γιασεμί.
Λάμπουν στο σκοτάδι τα σκεπάσματα
Το δέρμα κρύσταλλο που στάζει.
Η γραμμή του στόματος στο τόξο του χαμόγελου
Τα μέλη απαλά μέσα στο μέλι
Τα μάτια σου σφιχτά και στο δωμάτιο
Φτερά αγγέλων και πουλιών που σε ζαλίζουνε
Με το φτερούγισμά τους.
__________________ Εμπιστεύομαι
Εμπιστεύομαι τη θάλασσα
Αυτή πάντοτε θα με δέχεται
Στην αγκαλιά της.
Εμπιστεύομαι το θάνατο
Ξέρω πως θά 'ρθει.
Εμπιστεύομαι τη μουσική, τον ήλιο
Το όνειρο που συντροφεύει.
Εμπιστεύομαι την Μποβαρί, τον Άμλετ
Τον Ροβινσώνα, την Ιοκάστη
Κοντά μου θα 'ναι ως το τέλος.
Εμπιστεύομαι τη νήσο Τήνο, τον Μολδάβα
Το Βερολίνο της μνήμης.
Τους πεθαμένους εμπιστεύομαι
Που κολυμπούν σε μαύρο φως γαλάζιο
Το σώμα της μιας νύχτας.
Εμπιστεύομαι τ' αγάλματα, τα πνεύματα
Τον σκύλο, την πέστροφα, την πεταλούδα.
Τη βάρκα, την εκκλησιά, τον ουρανό που τα σκεπάζει.
Τη νύχτα, το δροσερό νερό, το άστρο Αφροδίτη.
Το χρόνο, το πένθος, αυτήν που κλαίει.
Τη λήθη, την ανατολή, τη μέρα.
Δεν εμπιστεύομαι τον φίλο που χαμογελά
Κι αιώνια αγάπη μού προσφέρει.
__________________ Έτσι γίνεται το ποίημα
Χωρίς ολόκληρες αναπνοές
Έχοντας το βλέμμα στραμμένο
Στους φεγγίτες
Τα σώματα συστρέφοντας μες στην ομίχλη
Μικρά παιδάκια έπαιζαν
Και των πουλιών το μαύρο χάιδευε το νερό.
Από καθρέφτες
Πιο πολύ σπασμένους
Έβλεπα τη ζωή τους χαλκοπράσινη
Να μένει άχρηστη στο δρόμο.
Οι αναμνήσεις καίγονταν σε σιγανή φωτιά
Σαν εικονίσματα στη λίμνη του μυαλού.
Οι αρτηρίες, οι απολήξεις των βολβών
Τα οστά, όλα σε μια σακούλα.
Έτσι γίνεται το ποίημα.
Επίσκεψη στο σπίτι του νεκρού
Το τσάι στη βεράντα
Μια μπούκλα, τα όνειρα του δύτη
Που γλιστράνε στον αφρό
Η πέστροφα και ο δημιουργός
Ανάσκελα στη μέση του Στρυμόνα.
Τις ώρες της αναμονής
Τρίβεις τα κόκαλα
Με σάλια νιότης
Σηκώνεις πλάκες
Κι όταν γεμίσεις στάχτες
Που σου κλέβουνε το φως
Γράφεις τον πρώτο στίχο:
Χωρίς ολόκληρες αναπνοές.
Τα άλλα έρχονται σαν βροχή.
__________________ Θα επιστρέψω φωτεινός
Έφτιαξα μια ζωή από πηλό
Που ράγισε στα χέρια μου
Λερώθηκε στα χέρια αλλωνών
Μέχρι που κομματιάστηκε
Ζωγράφισα τη μοναξιά
Με βλέμμα τρομαγμένο ταξίδεψα
Σε έρημα νησιά χωρίς φωνή.
Αγάπησα φαντάσματα που σύρθηκαν
Μαζί μου σε κρεβάτια ηδονικά
Κι έπειτα πέταξαν από κοντά μου κρώζοντας.
Αρρώστησα σε κάτασπρα δωμάτια
Κρατώντας το κορμί να μη σκορπίσει
Έκλαψα από πόνο κι από στέρηση.
Πύργους ονειρεμένους έχτισα
Μα η αρχιτεκτονική λειψή και χάλασαν
Στο δεύτερο σεισμό δεν άντεξαν
Κρίθηκαν κατεδαφιστέοι.
Με βλέμμα άτονο την παγωνιά προσμένω
Νοέμβριος και στο μυαλό μου βρέχει καλοκαίρια.
Μα είμαι σίγουρος πως κάποτε
Μέσα από του χωραφιού την πρωινή δροσιά
Μέσα από τη λίμνη την ακύμαντη θα βγω
Και θα επιστρέψω φωτεινός.
__________________ Πρέπει να βρω μια γλώσσα
Πρέπει να βρω μια γλώσσα
Που να ενώνει τα σύννεφα
Να χωρίζει τη θάλασσα
Να οξύνει τον πόνο
Για να μπορώ να σε κοιτάζω
Σκύβοντας και ρωτώντας
Ρουφώντας και παίζοντας
Περπατώντας στα τέσσερα.
Πρέπει να βρω μια γλώσσα
Που να ταιριάζει στις φωνές
Όταν θα δύουν οι αισθήσεις
Και θα ξυπνά το αίσθημα
Όταν θα βάζω το νύχι
Στις πληγές, το ακάνθινο στεφάνι
Στα μαλλιά μου.
Πρέπει να βρω μια γλώσσα πυρετού
Που να γεμίζει πύον
Θα γίνεται μπλε το πρωινό
Και τρυφερό το βράδυ.
Πρέπει να βρω μια γλώσσα
Που θα 'χει την πίκρα
Του πιο γλυκού φιλιού
Την αλαφράδα του πουλιού
Και το στυφό της γνώσης.
Πρέπει να βρω μια γλώσσα
Για να σου μιλήσω.
__________________ Γεννήθηκα στην Αίγυπτο το 200 π.Χ.
Γεννήθηκα στην Αίγυπτο το 200 π.Χ.
Με ήλιο στον Αιγόκερω
Και με σελήνη Κρόνου στον Κριό.
Ο πατέρας Μακεδόνας
Κι η μάνα μου από τη Μαύρη Θάλασσα.
Έγινα χτίστης κι απόκτησα πολλά παιδιά.
Αργότερα θεόρβη έπαιζα δίπλα στον Λοκ.
Αντιγραφέας έγινα το 1701 στη Μαδρίτη
Και εραστής μιας δούκισσας
Που κάηκε σε πυρκαγιά.
Με σκότωσαν σε όργιο κάπου στο Περού
Μα εγώ εμφανίστηκα ξανά
Στη Σαρλεβίλ των Αρδεννών με τ' όνομα Ρεμπώ.
Πέθανα τριάντα επτά ετών κι όταν ξαναγεννήθηκα
Ήμουν γυναίκα ζωηρή
Που έγινε διάσημη
Σε ρόλους κωμικούς
Μέχρι που γνώρισα στη Ρώμη κάποιον Σάντρο Λίππι.
Πόρνη κατέληξα που πήγε από χολέρα
Μα τώρα φτιάχνω πιάνα στη Λειψία.
Άλλαξα σχήματα, καρδιές, μυαλό
Μίλησα τόσες γλώσσες.
Τυφλός εκ γενετής έχω τρία παιδιά
Γυναίκα από τη Σάμο.
Την τέχνη έμαθα στο σπίτι των γονιών μου
Και μες στη μουσική ζω τη ζωή μου.
Λέγομαι Γιούλιους, είμαι εβδομήντα δύο χρονών
Και θέλω να πεθάνω στην Ελλάδα.
__________________ Άνυδρη καρέκλα
Σηκώνομαι και πάω στο παράθυρο
Όλα αλλάζουν μέσα μου σαν μέσα σε νερό.
Έξω το τοπίο καταπράσινο. Πράσινα σύννεφα
Και μια φωνή λησμονημένη στ' όνειρο
Της χθεσινής ρουφήχτρας.
Τ' άλογα αποκτούν φτερά
Ο ήλιος με φοβίζει
Βγάζω αγκάθια σπαρταρώ.
Σηκώνομαι και πάω στο παράθυρο.
Βλέπω χρυσόμυγες, αράχνες
Σκνίπες, κοράκια και σμήνη μελισσών.
Με κεντημένα αισθήματα
Θα παρηγορηθούμε μεταξύ μας
Στη βραδινή ομοβροντία.
Χωρίς να βλέπουμε του άλλου την πληγή
Σαν μια τερατωδία
Με λεπτεπίλεπτες ματιές
Και άμουσα λόγια θα ψάλουμε
Τα έπη της σελήνης στη φωτεινή ταράτσα.
Ανάμεσα σε τσακισμένες προσμονές
Σε κόπρανα και αποφάγια, θα σκάσουμε
Μέσα στα αγκαλιάσματά μας.
Πώς λαχταρώ να φύγω!
Στη Βραζιλία, στο Νεπάλ, στη Νάπολη
Ή και στο θάνατο ακόμα.
Με κούρασε αυτή η άνυδρη καρέκλα.
Κι έπειτα δίχως αγάπη τι να πεις;
Ακόμα και οι στίχοι μας μοιάζουν από πηλό.
__________________ Η σιωπή του Θεού
Η σιωπή του Θεού γέμιζε τ' αυτιά μου
Όταν μικρός γυρνούσα στα λιβάδια
Κοίταζα τον ουρανό
Ξάπλωνα στο χώμα
Πάνω από γκρεμούς ώρες πολλές
Πετούσα μουρμουρίζοντας
Τα σύννεφα ασκεπή κολλούσαν στο πηχτό γαλάζιο.
Στων ματιών σου το Σ' αγαπώ
Στο αντίο του τρένου
Στου φιδιού τα γυρίσματα
Στης λευκής ανηφόρας τις φυλλωσιές
Στου ανέμου τη λύσσα
Στου σπασμού τη χαρά
Πάντα εσένα διψούσα, Θεέ μου.
__________________ Η μέρα που νυχτώνει
Η ψυχή βλέπει τη λίμνη
Στο είδωλό της
Στου χρόνου το βλέμμα που διστάζει
Και η προσμονή καλπάζει
Προς τα βουνά.
Αυτός που περιμένω
Έχει για πρόσωπο
Σμάρι από πουλιά.
Χαϊδεύει όμορφα όσο κανείς
Πετά επάνω από πόλεις
Ξαπλώνει σε αγρούς
Τρυπώνει σε σπηλιές.
Η ανάσα του βελούδινη πνοή
Κι η αγκαλιά του ανθισμένη.
Μούσκεψα μες στη βροχή
Τα δάκρυα κυλούν και τον καλούν.
Τόση επιθυμία
Κι αυτός ν' αργεί!...
___________ Johann Sebastian Bach - Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ
[Από την ενότητα Προσωπογραφίες]
Καθισμένος στα χέρια του Θεού
Αφουγκράζεται τους κραδασμούς του στερεώματος
Και χτίζει ναούς καθεδρικούς
Διώχνοντας τη ματαιότητα του κόσμου.
Τόξα περίτεχνα μπαίνουν στο αυτί
Κι αλαβάστρινοι κανόνες στηρίζουν
Τα τόξα της αναμονής.
Πλήθη μαστίζονται από φόβο
Μα όταν τ' αγγίζει
Στρέφονται προς τα μέσα και χαμογελούν.
Βαδίζουν σε κήπους από κρύσταλλο
Ή πάνω στο βυθό μιας φυτικής γαλήνης.
Άγγελοι αγκαλιάζοντας μικρά παιδιά
Φιλιούνται στη βροχή του Δόξα εν υψίστοις.
Αγάλματα βουλιάζουν στο νερό
Και πολιτείες αναδύονται
Μέσ' από ορατόρια πολύτιμων βλεμμάτων.
Έγχορδα όνειρα σώματα στιλπνά
Φυτρώνουν έντρομα στο θάμβος του μεσημεριού.
Εκείνος πλέκει μουσική
Συμπλέει με τους ζωντανούς
Καβάλα σε απαστράπτοντα πνευστά
Χτυπώντας με μακρύ σπαθί το χρόνο.
__________________ Ανταύγειες
Σαν άνεμος βουίζει καθώς τρέχει ο χρόνος
Και τα μαλλιά σου κυματίζουν και τυφλώνουν.
Κάποια παράσταση θα παίζεται εκεί ψηλά.
Με μάσκες και κύμβαλα ουρανομήκη
Μιλάνε οι θεοί που παρασταίνουνε σφαγές
Σε φωταψίες σκοτεινού φωτός.
Τη μουσική τους δεν μπορείς να την ακούσεις
Όμως κάποιες ανταύγειες την ώρα του έρωτα
Στο όνειρο
Σαν ξεψυχάς
Ή όταν φτιάχνεις είδωλα με το χρωστήρα
Μπορείς να δεις.
Μια μυρωδιά την ώρα που βραδιάζει
Ή άγγιγμα απατηλό στον ώμο
Η αλλαγή της θάλασσας καθώς αποτραβιέται
Από τα μάτια η σκόνη της ερήμου
Του άλλου οι σταλαγματιές μες στο δικό σου δάκρυ.
Όλα θυμίζουν το αόρατο μιας θαλπωρής
Που κάποτε ξεσπά και μας τυφλώνει.
Από τη συλλογή Θα επιστρέψω φωτεινός (Ποιήματα 1993-1999) (2000)
________________ Το ποίημα της Πλυτώς
Σιωπή είναι ένας πόνος που αρχίζει
Από το στήθος σαν μοναξιά.
Το μεσημέρι κιτρινίζει
Ρημάζει το δέρμα μου
Μπαίνει στο μυαλό.
Σκόνη σηκώνεται, τα τζάμια στάζουν
Η προσπάθεια αιμορραγεί.
Στηρίξου πάνω μου - είπα στον καθρέφτη.
Θα σε κρατήσω.
__________________ Περιχώρηση
[Από την ενότητα Πηγή χαρίτων]
Τα χέρια μου έχουνε το χρώμα της
Μα ντρέπομαι να 'χω καρδιά τόσο λευκή.
Άλλοτε ψηλώνει ως το ταβάνι
Κι άλλοτε την κρατώ στη φούχτα μου
Σαν νεογέννητο πουλί.
Η άνοιξη έφτασε με ματόκλαδα κλειστά
Το 'να σεντόνι πίσω απ' τ' άλλο
Και στο τελευταίο ο Ουριήλ που άνοιξε την πόρτα.
Καληνύχτα γιατρέ μου, ψιθύρισε.
Καληνύχτα καρδιά μου.
Στο κρεβάτι η κοιμισμένη μας μέρα
Αναστενάζει και μουγκρίζει.
Από δω κύριέ μου
Γύρνα διαόλου σκύλε, γύρνα να σε δω!
Η γλώσσα μου είναι το σπαθί μου
Οι αναμνήσεις μου ωχρές
Οι μέρες κάτωχρες κύλησαν ως εδώ
Μέσα στην προσμονή χαραμιστήκανε.
Il faut choisir: Mentir ou mourir
Και γέλασε
Ο φίλος ο παλιός που γέρασε
Η αγάπη που ανέβηκε στο τρένο
Ο φόβος που έκατσε στην ψυχή
Εκείνος ο άνθρωπος με την ντροπή
Ο άλλος που μας έφτυσε στο πρόσωπο
Ο Άγγλος που μας πήγε στο νησί
Ο Ιταλός που μας δάγκωσε στην καρδιά
Οι Έλληνες που μπήκανε στη βάρκα
Il faut choisir: Mentir ou mourir
Τι τρέλα!
Τι απίστευτο θέαμα!
Να πετάς πάνω απ' τα δάση
Και να βυθίζεσαι στην έξαψη
Στη θαλπωρή εκείνου του παλτού
Στο Χορευτό!
__________________ Θυμάσαι, Ρεγκίνα;
Τις νύχτες πλάγιαζα νωρίς, Τριστάνε μου
Και σε ονειρευόμουν. Οι δρόμοι πλήγωναν
Τα βήματά μου και σε σκεφτόμουν.
Χιόνιζε στο δωμάτιο, το σώμα έπεφτε
Σαν πυρετός.
Το ξέρω πως θα ξυπνήσω αν ανοίξω
Την πόρτ' αυτή. Τυλίγομαι με χρώματα
Ακούω τα φαντάσματα
Βλέπω το βράχο να επιπλέει
Στο κεφάλι μου
Που μόλις τον χωρά.
Τη θάλασσα να με παιδεύει.
Κι ο ποιητής;
Έσκασε μέσα σ' ένα αυτοκίνητο -
Άνοιξε, γέμισε καπνούς. Φούσκωσαν τα ποιήματα
Τον εκδικήθηκαν.
Η ποίηση είναι μνησίκακη.
Θυμάσαι που σου το 'λεγα, Ρεγκίνα;
__________________ Horror a Manos Llenas
Λοξοδρομώντας βρίσκουμε το σωστό δρόμο.
Πρέπει να συνεχίζεις, πρέπει να προχωράς
Συνεχίζω, λοιπόν, μαθαίνοντας από την ένδεια κι απ' τη σκιά.
Η χάλκινη πλευρά του απογεύματος
Κι οι πληγωμένοι άγγελοι στην πόρτα
Το πρόσωπο στραμμένο προς το πέλαγος
Και η ψυχή σκυφτή.
Τους κραδασμούς των άλλων αφουγκράζομαι
Κάτω απ' τα φώτα τής εσπέρας.
Πρέπει να συνεχίζεις, θα συνεχίσω λοιπόν.
Χτίζοντας φράσεις, κι άλλες φράσεις
Με στολίδια και με μαιάνδρους
Με ψεύδη και χειρονομίες άχρηστες
Καμπύλες, τεθλασμένες περιττές
Στης αιωνιότητας τους χάρτες
Κουρδίζοντας τη σκέψη
Κολυμπώντας στις παγωμένες λίμνες τού έρωτα
Με μια βαλίτσα να με περιμένει στην αποβάθρα.
Να τι σημαίνει να 'σαι άνθρωπος:
Χούφτες γεμάτες φρίκη.
Από τη συλλογή Οι Τριστάνοι (1992)
________________ Κλινική ησυχία
Οι μέρες που θα 'ρθουν
Θα 'ναι ακίνητες
Σαν παράλυτες
Μέσα σ' ένα καροτσάκι∙
Θα 'χουν κέρινα χέρια
Μάτια από πλαστικό∙
Μια καρδιά να χτυπάει
Με τονωτικά.
________________ Η ασύδοτη τρυφερότητα
Αυτές οι μέρες
Της ασύδοτης τρυφερότητας
Θα ακινητοποιήσουν
Τη ζωή σου∙
Θα σταματήσεις για πολύ
Καιρό να βλέπεις
Τα σύννεφα και τους τυφλούς
Που τραγουδάνε στο δρόμο∙
Μετά
θα ξαναφύγεις
Για τα χιόνια
__________ Ένδεκα αποφθέγματα και σημειώσεις για τη συμπεριφορά και το θάνατο του ισορροπιστή (1, 2, 3)
[Από την ενότητα Ένδεκα αποφθέγματα και σημειώσεις για τη συμπεριφορά και το θάνατο του ισορροπιστή]
1
Ο ισορροπιστής μισεί το σχοινί που τον πληγώνει.
2
Οι άνθρωποι που παρακολουθούν τους πειραματισμούς και την αντοχή του, παραμένουν αμέτοχοι. Ο ισορροπιστής, καθώς τους βλέπει από ύψος πάνω απ' το κανονικό, δεν ξεχωρίζει το επάγγελμα και την ταξική τους προέλευση, τον ενδιαφέρει κυρίως η ματαίωση της πτώσης του και ο πιθανός ακρωτηριασμός. οι πιο πολλοί δεν σηκώνουν καν το κεφάλι για να παρακολουθήσουν τις πορείες του ισορροπιστή.
3
Το σχοινί ανέχεται
το βάρος του ισορροπιστή
και μόνον αυτό.
το σχοινί επηρεάζεται
από τον ήλιο και τις
κατά συρροήν χιονοπτώσεις.
το σχοινί είναι αμφιβόλου
κατασκευής και προελεύσεως.
παρ' όλ' αυτά καθορίζει
το ογδόντα τοις εκατό
των κινήσεων τού
ισορροπιστή.
________________ Άδεια βαρέλια
Πάνω σε λάσπες και σε σκουπίδια
Όπως τα χρόνια μας
Στην αλάνα άδεια βαρέλια
Έτσι στον ήλιο και στους τουρίστες
Μόνα και ξεχασμένα κι έρημα.
________________ Κρατάω σφιχτά
Κρατάω σφιχτά
Το βιολί μου
Όπως και την
Ψυχούλα μου
Την έσφιγγα
Πάντοτε ν' αντέξει.
________________ Μια φούχτα
Έτριβες το δέρμα μου προσεχτικά
Όλη τη νύχτα με το δέρμα σου
Ώσπου το δωμάτιο φωτίστηκε
Πήρε φωτιά η πολυκατοικία
Ούρλιαξε απ' το ξαφνικό κακό∙
Και το πρωί σε πήγαν στους
Χωροφύλακες, με μια φούχτα στάχτη
Στη φούχτα σου.
________________ Προγράμματα
Πρώτον:
Αύριο θα ξεριζώσω
Και τις τελευταίες ρίζες του χειμώνα
Γιατί ο Μάιος πάει να τελειώσει
Κι οι υποθέσεις μας ακόμα στον Φεβρουάριο
Βρίσκονται, με τα δικαστήρια
Και μ' όλα τα δυσάρεστα.
Δεύτερον:
Θα στείλω γράμματα σε φίλους.
Σ' αυτόν από την Καστοριά
Άρτι απολυθέντα απ' το στρατό, φιλόλογο,
Σ' αυτόν που μου υποσχέθηκε
Ποιήματα, ημερολόγια και τέτοια
Και σε σένα από την Καλαμάτα
Από τη Λακωνία και την οδό Μνησικλέους
Για να τελειώσουν αυτές οι ιστορίες
Με τα γραμμάτια και τις κατεδαφίσεις.
Τρίτον:
Θα σ' αγαπήσω περισσότερο∙
Θα προσπαθήσω τουλάχιστον.
Εξάλλου, σκέφτομαι ν' αλλάξω
Τις κορνίζες και τις φωτογραφίες μας
Γιατί οι πόζες άλλαξαν τώρα πια
Κι οι επισκέπτες ζητούν όλο
Και περισσότερη ποικιλία, ακόμα και
Στα λόγια, και στη ματιά.
Προς το παρόν δουλεύω
Την κάτοψη που άρχισα πέρσι
Κι ακόμα να βρω λύση.
Από τη συλλογή Όμιλος φίλων θαλάσσης - Ο Ισορροπιστής (1976)
* Αλέξανδρος ΄Ισαρης, Μια εντελώς ξεχωριστή περίπτωση στην πολιτιστική πραγματικότητα της Ελλάδος. Αρχιτέκτων, πολεοδόμος, ζωγράφος, ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, φωτογράφος και γραφίστας, έχει αφήσει την καλλιτεχνική του σφραγίδα σε πάμπολλα έργα, αποκομίζοντας πολλά βραβεία.
Χωρίς να κάνει εκπτώσεις και συμβιβασμούς στην ποιότητα των έργων που φέρουν την υπογραφή του, επί μισό αιώνα εργάζεται ακατάπαυστα, προσφέροντας τον εαυτό του και το ταλέντο του.
Από το 1978 ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Με την πολύπλευρη προσωπικότητα και τη διαρκή παρουσία του σε πολλούς τομείς της πνευματικής δημιουργίας, θυμίζει τους καλλιτέχνες της Αναγέννησης, και από την άποψη αυτή
Scholeio.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου