Όταν ο Παυσανίας συμβουλεύτηκε το Τροφώνειο Μαντείο



  Η μαντική σπηλιά 


   
  Τὸ Τροφώνιο ὑπῆρξε ἕνα ἰδιόμορφο ἡρωομαντεῖο, ἀφοῦ ὁ χρηστηριαζόμενος δὲν ὑποβαλλόταν σὲ ἐγκοίμησι, ἀλλά, περιερχόμενος σὲ ἔκστασι, ἄκουγε τὴν ἴδια τὴ φωνὴ τοῦ πνεύματος νὰ τοῦ ὁμιλεῖ. 

   Γι’αὐτὸ τὸ Τροφώνιο ἐθεωρεῖτο «αὐτὸφωνο Μαντεῖο». 


   Τὸ μαντεῖο αὐτὸ εὑρισκόταν ἐπάνω σ’ἕναν ἀπόκρημνο, πυκνὰ δασωμένο λόφο κοντὰ στὴ Λειβαδιά, δίπλα στὶς πηγὲς τῆς Ἕρκυνας (τοῦ ποταμοῦ ποὺ διασχίζει τὴν πόλη), καὶ ἦταν ὑπόγειο. 

   Τὴν ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ μαντείου εἶχαν ὑποδείξει κάποτε οἱ Δελφοὶ σ’ ἕναν χρηστηριαζόμενο, ὁ ὁποῖος, ἐρευνῶντας τὸν λόφο αὐτὸν τῆς Βοιωτίας, ἐντόπισε σμῆνος μελισσῶν νὰ εἰσέρχεται σὲ μιὰ γήινη ὀπή. Ἦταν ἡ ὀπή, ὅπου κατὰ τὸν δελφικὸ χρησμό, εἶχε εἰσέλθει καὶ εἶχε ἀποβιώσει ὁ Τροφώνιος, ὁ κτήτωρ τοῦ πρώτου ναοῦ τῶν Δελφῶν. Ἀπὸ τότε τὸ Τροφώνιο Μαντεῖο ἔγινε διάσημο καὶ ἐθεωρεῖτο στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ἱερώτατο.

Το αρχαίο Τροφώνιο Μαντείο ή Τροφώνιο Άντρο, στη Λιβαδειά, βρίσκεται στους πρόποδες του λόφου με το μεσαιωνικό κάστρο όπου βρίσκονται τα ερείπια για τα οποία πιστεύεται ότι αποτελούν, ό,τι απέμεινε από το Τροφώνιο , στο ιερό άλσος της αριστερής όχθης του ποταμού, προς τον προφήτη Ηλία.

   Η αληθινή μαντική σπηλιά του Τροφώνιου, δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί, παρόλο που οι ιερές πηγές αποτελούν τουριστικό αξιοθέατο και τα ερείπια ενός ναού στέκουν λίγο πιο πέρα.


    Μεταξὺ τῶν χρηστηριασθέντων σὲ αὐτὸ τὸ Μαντεῖο ἦταν καὶ ὁ Παυσανίας, ὁ ὁποῖος τὸ περιέγραψε στὸ βιβλίο του μὲ τέτοιο θαυμασμό, ὥστε ὑποστήριξε πὼς ὁ Τροφώνιος πρέπει νὰ ἦταν γιὸς τοῦ Ἀπόλλωνος -ἀλλὰ βέβαια ἀπέφυγε νὰ ἀναφέρει κι αὐτὸς κάτι γιὰ τὸ χρησμὸ ποὺ ἔλαβε.  Για το μαντείο διηγείται όσα δεν ήταν απαγορευμένα να συζητηθούν:


   «Στο μαντείο γίνονται τα εξής: όταν κάποιος αποφασίσει να κατεβεί στον Τροφώνιο, πρώτα ζει 


καθορισμένες ημέρες σε οίκημα, το οποίο είναι αφιερωμένο στον αγαθό Δαίμονα και στην αγαθή Τύχη. 
   Όσο ζει εκεί, και κατά τα άλλα μένει καθαρός και απέχει από θερμά λουτρά, λούζεται στον ποταμό Έρκυνα. Κρέατα έχει άφθονα από τις θυσίες, γιατί όποιος κατεβαίνει θυσιάζει και στον ίδιο τον Τροφώνιο, στα παιδιά του, καθώς και στον Απόλλωνα, στον Κρόνο, στον επονομαζόμενο Βασιλιά Δία, στην Ηνίοχη Ήρα και στη Δήμητρα, που την ονομάζουν Ευρώπη και λένε πως ήταν η τροφός του Τροφωνίου. 
   Σε κάθε θυσία παρευρίσκεται μάντης, που εξετάζει τα σπλάχνα του σφαγίου και προλέγει σ' εκείνον που πρόκειται να κατέβει, αν ο Τροφώνιος θα τον δεχθεί με ευμένεια και καλοσύνη… 
   Τη νύχτα που πρόκειται να κατέβει κανείς, θυσιάζουν σε βάθρο επικαλούμενοι τον Αγαμήδη. Αν όλα τα σφάγια είναι ευνοϊκά και δείξουν όλα το ίδιο, τότε καθένας κατεβαίνει με καλές ελπίδες. 
   Η κατάβαση προϋποθέτει μιά διαδικασία:
   Τον οδηγούν πρώτα τη νύχτα στον ποταμό Έρκυνα, τόν αλείφουν με λάδι και τον λούζουν δύο παιδιά των πολιτών, δεκατριών περίπου χρονών, που επονομάζονται Ερμές. 
   Αυτά πλένουν όποιον θα κατέβει και τον βοηθούν σε ό,τι χρειάζεται. Κατόπιν οδηγείται από τους ιερείς όχι αμέσως στο μαντείο, αλλά σε πηγές νερού που είναι πολύ κοντά η μία στην άλλη.
   Εδώ αυτός πρέπει να πιει το λεγόμενο Νερό της Λήθης, για να λησμονήσει όλα όσα σκεφτόταν προηγουμένως, έπειτα να πιει και το άλλο Νερό της Μνημοσύνης για να θυμάται όσο θα δει όταν κατέβει. 
   Βλέπει το άγαλμα, πού λένε ότι είναι έργο του Δαιδάλου, που οι ιερείς δεν το παρουσιάζουν παρά μόνο σ' όσους πρόκειται να πάνε στον Τροφώνιο. 
   Αφού δει το άγαλμα αυτό και το λατρεύσει και προσευχηθεί, έρχεται προς το μαντείο φορώντας λινό χιτώνα, ζωσμένο με ταινίες και φορώντας ντόπια υποδήματα.



   Το μαντείο είναι στο βουνό, πάνω από το άλσος.
Περιβάλλεται από κυκλικό κρηπίδωμα από λευκό μάρμαρο, η περιφέρεια του είναι όσο ένα μικρό αλώνι και το ύψος του λιγότερο από δύο πήχεις. 
   Πάνω στο κρηπίδωμα είναι στημένοι πάσσαλοι, χάλκινοι και αυτοί και οι ζώνες που τους συνδέουν, και διαμέσου αυτών υπάρχει πόρτα. 
   Μέσα στον περίβολο υπάρχει άνοιγμα γης, όχι φυσικό, αλλά χτισμένο με μεγάλη τέχνη και αρμονία. Το οικοδόμημα αυτό έχει σχήμα φούρνου… 
   Για να κατέβει κανείς στο βάθος δεν έχει χτιστή σκάλα, αλλά όταν κανείς έρχεται στον Τροφώνιο του φέρνουν μια σκάλα στενή κι ελαφριά. 
   Στο βάθος υπάρχει τρύπα ανάμεσα στο δάπεδο και στο οικοδόμημα…  
   Αυτός λοιπόν που κατεβαίνει, ξαπλώνει ανάσκελα στο έδαφος κρατώντας γλυκά ζυμωμένα με μέλι (μελόπιτες) και βάζει πρώτα μέσα στην τρύπα τα πόδια του για να μπει μετά και ο ίδιος. Αν τα γόνατα του βρεθούν μέσα στην τρύπα, το υπόλοιπο σώμα τραβιέται αμέσως ακολουθώντας τα γόνατα, όπως ο μεγαλύτερος και γρηγορότερος ποταμός μπορεί να ρουφήξει τον άνθρωπο που τον άρπαξε με τη δίνη του. (!!)

   Έπειτα, για όσους βρεθούν στο άδυτο, δεν υπάρχει ένας μόνο τρόπος για να μάθουν το μέλλον, αλλά άλλος βλέπει και άλλος ακούει.


 Όσοι κατεβαίνουν γυρίζουν πίσω από το ίδιο στόμιο, και βγάζοντας πρώτα τα πόδια, ξεβράζονται έξω. 
Λένε πως κανένας απ' όσους κατέβηκαν δεν πέθανε, εκτός από κάποιον δορυφόρο του Δημητρίου.
Αυτός δεν έκανε όσα προβλέπουν οι κανονισμοί του ιερού, ούτε κατέβηκε για μαντεία, αλλά πήγε με την ελπίδα να πάρει ασήμι και χρυσάφι από το άδυτο. Λέγεται ότι το πτώμα του φάνηκε σε άλλο μέρος και δεν βγήκε από το ιερό στόμιο. Λένε κι άλλα για τον άνθρωπο αυτόν, αλλά ανέφερα τα πιο αξιόλογα.
   Όποιον ανεβαίνει από τον Τροφώνιο τον παίρνουν πάλι οι ιερείς και τον καθίζουν στον λεγόμενο θρόνο της Μνημοσύνης,  που βρίσκεται κοντά στο άδυτο. 
   Αφού καθίσει τον ρωτούν για όσα είδε και έμαθε, και αφού τα πληροφορηθούν τον παραδίδουν στους δικούς του, που τον παίρνουν και τον μεταφέρουν στο οίκημα όπου έμενε προηγουμένως, κοντά στην αγαθή Τύχη και στον αγαθό Δαίμονα, ενώ αυτός έχει χάσει το γέλιο του και κατέχεται ακόμη από μεγάλο φόβο και δεν γνωρίζει ούτε τον εαυτό του ούτε τους γύρω του. 
   Αργότερα όμως, ανακτά και άλλα και τη φρόνηση στον βάθμο που την είχε και πριν, και επανέρχεται το γέλιο του.
Γράφω αυτά, όχι επειδή τα άκουσα, αλλά και άλλους είδα και εγώ ο ίδιος έκανα χρήση του Τροφωνίου. Όσοι κατεβαίνουν στο Τροφώνιο είναι ανάγκη να αφιερώσουν, γραμμένα σε πινακίδα, όσα άκουσε ή είδε ο καθένας…»


   
Μολονότι πράγματι, ἔμεναν ἀπόρρητοι οἱ χρησμοὶ τοῦ Τροφωνίου Μαντείου ἔχαιρε μεγάλου σεβασμοῦ καὶ γι αὐτὸ ὑπῆρξε καὶ μακροβιώτατο. 
   Δὲν σταμάτησε νὰ λειτουργεῖ, παρὰ μόνον στὴν βυζαντινὴ ἐποχή, ὅταν τὸ κατέστρεψαν. 
   Ἡ καταστροφὴ τοῦ Τροφωνίου Μαντείου ὑπῆρξε πράγματι ἐπιμελημένη. Ὁ ὑπαίθριος λάκκος -ἁλώνι, ποὺ κατέβαινε ὁ χρηστηριαζόμενος, πρὶν εἰσχωρήσει στὴν ὀπή τῆς γῆς, μετετράπη σὲ ὑπόγειο χριστιανικὸ ναό (τῆς Ἁγ. Βαρβάρας) καὶ ἐπάνω του ἀνηγέρθη καὶ δεύτερος ὑπέργειος ναός (τῆς Ἁγ. Σοφίας). 
   Ἔτσι μὲ τὴν τοιχοποιία τοῦ ὑπόγειου ναοῦ ἀπεκρύβη ἡ ὀπὴ τῆς γῆς, ἐνῶ τὸ συνεχόμενο ὑπόγειο ἄντρο ἀνεσκάφη: Δίπλα στὸν διώροφο ναό, ἐκεῖ ποὺ ἄλλοτε ἦταν τὸ μαντικὸ σπήλαιο, βλέπει κανεὶς σήμερα μιὰ ἀπότομη κατωφέρεια τῆς γήινης ἐπιφάνειας.
   Στὸν ἄγραφο νόμο νὰ μὴν ἀποκαλύπτονται τὰ φοβερὰ βιώματα ποὺ εἶχαν οἱ χρηστηριαζόμενοι μέσα στὸ Τροφώνιο, ὑπῆρξε ἐν τούτοις μία μοναδικὴ ἐξαίρεση. 
   Κάποιος Ἀθηναῖος ὀνόματι Τίμαρχος, εἶχε τόσο πολὺ ἐντυπωσιασθεῖ, μὲ ὅσα στὸ μαντεῖο τοῦ ἀπεκαλύφθησαν, ποὺ τὶς διηγήθηκε καταλεπτῶς στοὺς φίλους του -ἀλλὰ μετὰ τρίμηνο ἀπεβίωσε. 
   Κι ὅταν αὐτοὶ οἱ φίλοι μετέφεραν τὴν διήγηση στὸν Σωκράτη, ἐκεῖνος τοὺς ἐπέπληξε, διότι δὲν τοῦ εἶχαν φέρει ἀμέσως τὸν Τίμαρχο μπροστά του, νὰ ἀκούσει ἀπὸ τὸ στόμα του ἀκριβῶς τὰ διαμειφθέντα –τόσης σπουδαιότητος ἐθεώρησε αὐτὰ ὁ Σωκράτης. Ἡ περιγραφὴ λοιπὸν τοῦ Τιμάρχου διεσώθη μέχρις ἡμῶν χάρις στὸν Πλούταρχο («Περὶ τοῦ Σωκράτους Δαιμονίου» 590Β).
Πολύ ενδιαφέρον είναι το συγκεκριμένο σημείο που παραθέτουμε:

   «Ὁλόκληρη ἡ ψυχὴ (τοῦ ἀνθρώπου) προῆλθε ἀπὸ τὸν θεῖο Νοῦν» εἶπε ὁ χρησμός. «Μέρος της, ἀναμειγνυόμενο μὲ τὰ πάθη τῆς ὕλης, ἀλλοιοῦται, ἀλλ’ ἄλλο μέρος της μᾶς κρατάει ψηλὰ τὸ κεφάλι, νὰ ἀναπνέομεν τὸν ἐλεύθερον ἀέρα, σὰν ἀεραγωγὸς ἐπικοινωνῶν μὲ τὸ σκάφανδρο ἀνθρώπου ποὺ ἔχει καταδυθεῖ στὸν βυθό. 

   Τὸ μέρος λοιπὸν ποὺ βρίσκεται στὸ ὑποβρύχιο σῶμα ὀνομάζεται «ψυχή». 
    Ἐνῶ γι’αὐτὸ ποὺ δὲν ὑπόκειται σὲ ἀλλοίωση, οἱ πολλοί, βλέποντάς το σὰν ἀνταύγεια ἐπὶ ἐσόπτρου, πιστεύουν ὅτι βρίσκεται μέσα τους. Ὅσοι ὅμως διαισθάνονται σωστά, γνωρίζουν ὅτι τοῦτο εὑρίσκεται ἔξω ἀπὸ αὐτοὺς καὶ τὸ ἀποκαλοῦν Δαίμονα».

   Ἐδῶ γίνεται γιὰ πρώτη φορὰ αὐτὴ ἡ διάκριση τῆς Ψυχῆς σὲ δύο τμήματα, αὐτὰ ποὺ ἀργότερα ἡ Φιλοσοφία διὰ τοῦ Πλάτωνος θὰ ὀνόμαζε «Ἐπιθυμητικόν» καὶ «Θυμοειδές» καὶ ἐπὶ τὸ φιλοσοφικότερον, Μεριστὴ καὶ Ἀμέριστη Οὐσία. Ἡ «ψυχὴ -νέκυς» διακρίνεται ἀπὸ τὴν «ψυχήν –θυμόν»: Αὐτὴ ἡ δεύτερη εἶναι ἡ θεία αἰτία τῆς ζωῆς, εἶναι αὐτὴ ποὺ μπορεῖ νὰ διασυνδέει τὸν ἄνθρωπο, σὰν ἀεραγωγὸς μὲ σκάφανδρο δύτου, πρὸς τὸν θεῖον Δαίμονα, πρὸς τὴν Ἀμέριστη Οὐσία τοῦ Κόσμου. 
   Τὶ εἶναι ὅμως ἄραγε αὐτὸς ὁ «Δαίμων», ποὺ εὑρίσκεται ἐπάνω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ μὲ τὸν ὁποῖο αὐτὸς εἶναι σὲ ψυχικὴ συνάρτηση;
   Οἱ «δαίμονες», γράφει ὁ Πλούταρχος «εἶναι ψυχὲς ἀποχωρισθεῖσες τοῦ σώματος ἤ οὐδέποτε ἐνσωματωθεῖσες, οἱ ὁποῖες, κατὰ τὸν θεῖον Ἡσίοδο, εἶναι ἁγνοὶ ἐπιχθόνιοι φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων». 
   Ὁ Κέλσος ὀνομάζει «ἥρωες» καὶ «ἀγγέλους» αὐτὰ τὰ δύο εἴδη δαιμόνων. Οἱ δαίμονες εἶναι γενικῶς ἀνώτερες ὑπάρξεις, πνευματικές, οἱ ὁποῖες συμπαρίστανται ἀθέατες στοὺς ἐνάρετους ἀνθρὠπους. 
   Γιὰ τὸν πολὺν κόσμο, ποὺ δὲν εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ ἀπευθυνθεῖ σὲ ἔνθεο Μαντεῖο (σ’αὐτὰ προηγοῦντο οἱ ἐκπρόσωποι τῶν πόλεων), λειτουργοῦσαν τὰ Νεκρομαντεῖα καὶ τὰ Ἡρωομαντεῖα. 
   Ἐκεῖ ἐρχόταν κανεὶς σὲ ἐπαφὴ μὲ ψυχὲς νεκρῶν ἤ μὲ σχετικῶς κατώτερα πνεύματα, μὲ ψυχὲς δηλαδή «ἀποχωρισθεῖσες τοῦ σώματος». 
    Αὐτὰ τὰ Μαντεῖα μπορεῖ νὰ μὴν εἶχαν τὶς δυνατότητες τῶν μεγάλων ἔνθεων Μαντείων, ἀλλὰ προσέφεραν σοβαρὲς ὑπηρεσίες στοὺς ἁπλοὺς ἀνθρὠπους (π.χ. τὸ Μαντεῖο τοῦ Ταινάρου εἶχε συμβἀλει σὲ ἀθρόες ἀπελευθερώσεις εἰλώτων) καὶ γι αὐτὸ μέχρι καὶ τὴν βίαιη καταστροφή τους, δὲν ἔπαψαν λειτουργοῦντα. 
   Ἡ ὕπαρξη βεβαίως ἀνωτέρων καὶ κατωτέρων δαιμόνων δὲν σημαίνει ὅτι ὑπάρχουν καὶ «πονηροὶ δαίμονες» εἴτε (πολλῶ μᾶλλον) καὶ δαίμονες τοῦ «Κακοῦ». Ἀπαξιοῦμε δὲ τελείως νὰ σχολιάσουμε τὴν βλάσφημη διαφθορὰ ποὺ ἔχει γίνει στὴν λέξη «δαίμων».

   Λέγοντας ὅμως «δαίμονα» ὁ χρησμὸς τοῦ Τροφωνίου ἐννοοῦσε τὶς «ψυχὲς τὶς οὐδέποτε ἐνσωματωθεῖσες»: τὸ Θεῖον! Μὲ Αὐτὸ εὑρίσκεται ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ σὲ πλήρη ἐξάρτηση, εἴτε τὸ ἔχει συνειδητοποιήσει εἴτε ὄχι. 
   Ὅταν τὸ συνειδητοποιεῖ, τῆς ἀνοίγονται τεράστιοι ὁρίζοντες γνώσεως καὶ χάριτος. 
   Οἱ Ἕλληνες ἔνοιωθαν πὼς ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁμοούσια πρὸς τὸ Θεῖον. «Ἕν ἀνδρῶν, ἕν θεῶν γένος, ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν μητρὸς ἀμφότεροι» (Πίνδαρος).    Γι' αυτό ο συντονισμὸς τῶν ψυχικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεῖον εἶναι δυνατὸν νὰ φέρει ἀποκαλύψεις καὶ ἀποτελέσματα πολὺ ὑπέρτερα ἐκείνων, τὰ ὁποῖα ἐπιτυγχάνονται μὲ τὴν διάνοια. 
   Ἡ διάνοια ἄλλωστε ἀποτελεῖ σὲ τελευταία ἀνάλυση ἕνα ὄργανο ἐπιβιώσεως τοῦ ἀνθρώπου -ὅπως ἡ ὄσφρηση ἤ ἡ ταχύτης κινήσεως σὲ ἄλλα ἔμβια ὄντα. 


Ὁ ἄνθρωπος ἀξιοποίησε τὴν διανοητική του δύναμη γιὰ νὰ ἐπιβιώσει καὶ νὰ κυριαρχήσει στὴν γῆ, ἡ ἀξιοποίησή της δὲ, ὑπῆρξε ὅντως ἀξιοθαύμαστη καὶ τελεσφόρος. Ἡ ἐπιθυμία του ὅμως νὰ ἀποκαλύψει καὶ τὰ μυστήρια τοῦ κόσμου μ’ αὐτὴν τὴν δύναμη, συνιστᾶ ὄχι μόνο ἀφέλεια, ἀλλὰ καὶ αὐθάδεια. 

«Ὁ ἄνθρωπος γεννήθηκε στὴν κοιλότητα τοῦ κύματος καὶ δὲν γνώριζει τίποτε γιὰ τὸν ἀπέραντο ὠκεανό, ποὺ ἁπλώνεται πίσω του καὶ μπροστά του». 

   Πῶς νὰ ἀποκαλύψει λοιπὸν μὲ τὴν διάνοια ἀλήθειες μέγιστες καὶ ἄφατες; 
   Τὰ ὑπὲρ λόγον δὲν «κατανοοῦνται». Μόνον μὲ ψυχικὲς δυνάμεις μπορεῖ νὰ ὑπάρξει κάποια ἐπαφὴ μ’αὐτά –κι αὐτό, διότι ἡ ψυχὴ εἶναι ὁμοούσιά τους.
«Τί ἡ γνώση πάντοτ’ ἀργὰ μετράει τὰ βήματά της, μὰ ἡ προφητεία, σὰ λέαινα, μ’ ἕνα μόνο πήδημα φτάνει στὸν τρανό σκοπό της».
   Ὁ κόσμος σύγκειται ἀπὸ μιὰ μόνη «οὐσία», δὲν εἶναι μεῖγμα δύο. Αὐτὸ ἔχει ἤδη λεχθεῖ. 
   Καὶ ἡ σημερινὴ Φυσικὴ Ἐπιστήμη τείνει πρὸς αὐτὴν τὴν ἄποψη, δεχόμενη πὼς ἡ ὕλη καὶ ἡ ἐνέργεια ἀποτελοῦν μορφὲς παραλλάσσουσες τῆς μιᾶς καὶ μόνης οὐσίας  «ὑλοενεργείας» καλουμένης.   
   Ὑπάρχουν ὅμως ποιότητες διαφορετικῆς, θὰ λέγαμε, βαρύτητος αὐτῆς τῆς οὐσίας. Ἔτσι διαφοροποιοῦνται οἱ ποικίλες ἐνεργειακὲς μορφὲς τόσο μεταξύ τους, ὅσο καὶ μὲ τὴν ὕλη. 
   Αὐτὴ ἡ ποικίλλουσα «βαρύτης» ἔχει βεβαίως σχέση μὲ τὴν ἀνθρώπινη δεκτικότητα: Ἄλλες μορφὲς «βλέπουμε» (π.χ. τὶς ὑλικὲς), ἄλλες «νιώθουμε» (π.χ. τὶς ἠλεκτρικές), ἄλλες ὑποψιαζόμαστε (π.χ. τὶς ζωϊκές) καὶ ἄλλες ἀγνοοῦμε τελείως (τὶς θεῖες). 
   Προσπαθῶντας ὁ ἄνθρωπος νὰ εἰσχωρήσει σ’ὅλες αὐτὲς τὶς μορφὲς καὶ νὰ τὶς ἐννοήσει, δημιούργησε τὶς Φυσικὲς ἐπιστῆμες γιὰ τὴν «νεκρὰ ὕλη»καὶ τὶς Βιολογικὲς γιὰ τὸν ἔμβιο κόσμο. 
   Ἡ διάκριση ὅμως γίνεται μόνον γιὰ λόγους συστηματικοὺς, καλλίτερης δηλαδὴ ἐρεύνης, ὁπότε «ἡ Βιολογία δὲν ἐξετάζει, παρὰ τὴν ἀδρανῆ πλευρὰ τῶν ἐμβίων ὄντων» (Μπερξόν). 

   Σύμφωνα μὲ τὸν Πλωτίνο, ἡ Ζωὴ δὲν εἶναι ἕνα παραπροϊὸν τῆς Φύσεως, ἀλλὰ ἡ οὐσία της. Ἀκόμη κι ὅ, τι φαίνεται σὰν ἄβιο, συμμετέχει στὴν ἐκδήλωση τῆς Ζωῆς, ποὺ διέπει τὰ πάντα. Κατὰ τὸν μεγάλο αὐτὸν νεοπλατωνικὸ φιλόσοφο, ἐξαιρῶντας ἡ Φυσικὴ ἐπιστήμη τὴν Ζωὴ ἀπὸ τὴν ἔρευνά της, μένει μονομερής, ἀφοῦ ἡ Ζωὴ εἶναι ἡ οὐσία τῆς Φύσεως, καὶ δι’αὐτῆς ἔπρεπε νὰ ὁρᾶται καὶ τὸ ἄβιο –καθαρὴ ὕλη δὲν ὑπάρχει, παρὰ ὡς ἔννοια ἀφαιρετική!


  Ἡ διείσδυση στὶς ἔννοιες τῆς Ζωῆς –πολὺ δὲ περισσότερο στὴν ἔννοια τοῦ Θείου –παραμένει tabula rasa γιὰ τὶς Ἐπιστῆμες. 
   Ἐκεῖ δὲ ποὺ σταματᾶ ἡ Ἐπιστήμη, ἀρχίζει ἡ Φιλοσοφία: Ὅπως στὴν Γεωμετρία χρησιμοποιοῦμε βοηθητικὲς εὐθεῖες, γιὰ νὰ συλλάβουμε μιὰν γενικώτερη γεωμετρικὴ ἔννοια, ἔτσι ἡ Φιλοσοφία προεκτείνει τὰ ἐπιστημονικὰ πορίσματα δίκην βοηθητικῶν εὐθειῶν πρὸς μίαν καθολικὴ σύλληψη τοῦ κόσμου. 
   Ἀλλὰ οὖσα δέσμια ἡ Φιλοσοφία τοῦ βασικοῦ της ἐργαλείου, τῆς διανοίας, δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει ὑπερλογικὲς ἔννοιες -ἀντίστοιχα, καὶ γιὰ νὰ μείνουμε στὸ παράδειγμα τῆς Γεωμετρίας, δὲν μποροῦν οἱ ἔννοιες τῆς Ἐπιπεδομετρίας νὰ συλλάβουν ἔννοιες στερεομετρικές. 

   Καὶ τότε εἶναι ἡ σειρὰ τῆς Θρησκείας, ὅπου τὸ ἀνθρώπινο ἐργαλεῖο δὲν εἶναι πιὰ ἡ διάνοια, ἀλλὰ ἡ ψυχή: Αὐτὴ εἶναι, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπικοινωνεῖ «σὰν μὲ ἀεραγωγὸ δύτου», μὲ τὸν ὔπερθέν της θεῖο Δαίμονα. Οἱ προσπάθειες τοῦ ἀνθρώπου εἶναι λοιπὸν πολυεπίπεδες. Ὅποιος δέχεται τὴν μία καὶ ἀποκλείει τὴν ἄλλη, δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὁλοκληρωμένη προσωπικότης.


Ο Κάρλ Γιούνγκ μας διαβεβαιώνει:

«Δὲν θὰ ἔπρεπε ποτὲ νὰ ταυτιζόμαστε μὲ τὴν λογική, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μονάχα λογική, και τὸ παράλογο δὲν μπορεῖ, δὲν πρέπει νὰ ξεριζωθεῖ». 

Ὁ δὲ Συρὲ γράφει: «Τὸ μεγαλύτερο κακὸ τῶν καιρῶν μας εἶναι ὅτι ἡ Ἐπιστήμη καὶ ἡ Θρησκεία ἐμφανίζονται σὰν δύο δυνάμεις ἐχθρικὲς καὶ ἀσύνδετες. 

   Ἡ Θρησκεία ἀνταποκρίνεται στὶς ἀνάγκες τῆς καρδιᾶς κι ἀπὸ κεῖ παίρνει τὴν αἰώνια μαγεία της, κι ἡ Ἐπιστήμη πάλι ἀπαντᾶ στὶς ἀνάγκες τοῦ πνεύματος κι ἔτσι ἀντλεῖ τὴν ἀκατανίκητη δύναμή της. 
   Ἀλλὰ ἐδῶ καὶ ἀρκετὸν καιρὸ αὐτὲς οἱ δυνάμεις δὲν ξέρουν νὰ συνεννοοῦνται. Στὸν κόσμο τῆς ψυχῆς βασιλεύουν ἄλλοι νόμοι. Ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη δὲν κατάφερε παρὰ νὰ ψηλαφίζει σ’αὐτὸν τὸν τομέα, ἐκεῖ ὅπου ὁ ἀρχαῖος κόσμος ἔμαθε νὰ προσανατολίζεται, διότι κατεῖχε τὰ ἀναγκαῖα ἐργαλεῖα, ἀρχὲς καὶ κλειδιά».  Καὶ προσθέτοντας: 

   «Ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς δὲν γνώρισε τὸν πόλεμο μεταξὺ θρησκείας καὶ Φιλοσοφίας, ποὺ χαρακτηρίζει τὸν δικὸ μας πολιτισμό. 

   Ὁ Ὀρφισμὸς χρησίμευε σὰν δεσμὸς μεταξὺ Φιλοσοφίας καὶ Θρησκείας. Να, ποιὸ ἦταν τὸ πρωταρχικὸ καὶ καθοριστικὸ γεγονός, ποὺ ἐξηγεῖ ἀπὸλυτα τὴν μυστικὴ συμφωνία ποὺ ὑπάρχει στὸ βάθος τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ».

   Ὅλα αὐτὰ ἡ Δύση ἐλάχιστα τὰ ἐννόησε. Ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς εἶναι γι αὐτὴν θαυμαστὸς ἕνεκα τοῦ ὀρθολογισμοῦ του καὶ τῆς θεμελιώσεως τῶν ἐπιστημῶν καὶ ἕνεκα τῆς λαμπρῆς τέχνης του. 

   Ὁ Νεοπλατωνισμὸς παραγνωρίσθηκε, θεωρηθείσης καὶ τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς του ὡς παρακμιακῆς. 
   Καὶ ἡ ἀρχαία Τέχνη θαυμάστηκε σὰν καλλιέπεια μόνον ἤ σὰν «νατουραλισμός»-χωρὶς νὰ μπορέσουν νὰ ἐμβαθύνουν στὴν ζωοποιὸ πηγὴ τῆς ψυχῆς της. 

   Ἔτσι ὁ ἀρχαῖος πολιτισμὸς δὲν μπόρεσε νὰ συλληφθεῖ ξανὰ ὁλοκληρωμένος στὴν συνείδησή μας. 

   Οἱ ψυχικὲς δυνάμεις (ἐνόραση, διαίσθηση, ἔκσταση) ὑποτιμήθηκαν, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ γίνουν κατανοητές, καὶ ἐν τέλει θεωρήθηκαν μή ἑλληνικὲς, ἡ δὲ ἀρχαία θρησκεία θαυμάστηκε μόνον σὰν ὡραιότατο παραμύθι. 

   Πῶς νὰ γίνει λοιπὸν καὶ ἡ Μαντική, τὸ ἀκρόκλωνο ἄνθος τῆς ὑπερλογικῆς δυνάμεως, ἀποδεκτό; 

   Μὲ μίαν προχειρότητα -ἴδιον ἀξέστων πολιτισμῶν –αὐτὴ διεγράφη μὲ μιὰ μονοκοντυλιὰ καὶ ἔμεινε στὴν ἀφάνεια. 
   Ὑπῆρξαν βεβαίως καὶ ἐξαιρέσεις μέσα στὴ δυτικὴ σκέψη, ὅπως μερικοὶ στοχασταὶ τοῦ Ρωμαντισμοῦ, τοῦ Ὑπαρξισμοῦ καὶ τῆς Φαινομενολογίας, ἀλλὰ κι αὐτοὶ, ὅσον ἀφορᾶ στὴν Μαντική, δείχνουν σὰν παιδιὰ ποὺ παίζουν μὲ τὰ βότσαλα, ὅταν μπροστά τους ἁπλώνεται ἡ ἀπέραντη θάλασσα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς Γνώσεως.




   Ὅπως οἱ βιολογικὲς ἐπιστῆμες δὲν μποροῦν παρὰ νὰ ἐξετάζουν τὸ «φαινόμενον» μέρος τοῦ ἐμβίου ὄντος, τὸ ὑλικό, ἔτσι καὶ ἡ Φιλοσοφία δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἐξετάζει τὸ «νοητόν»μέρος τοῦ κόσμου, αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ συλλάβει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς. 
   Ὅλα τὰ ὑπὲρ λόγον δὲν εἶναι ποτὲ «νοητά» -αὐτὸ θὰ ἦταν ἀντίφαση- μόνον ψυχικὴ ἁφὴ εἶναι δυνατὴ μὲ αὐτά. 

   Ὁ Μπερξόν, θεωρῶντας τὸ ἔνστικτο τῶν ἐμβίων ὄντων ὡς ἀντίστοιχη ζωϊκὴ λειτουργία πρὸς τὴν ἀνθρώπινη ἐνόραση, γράφει: 

   «Ἡ διάνοια δὲν εἶναι εἰς θέσιν νὰ συλλάβει τὴν Οὐσίαν τοῦ Ὄντος, ἀλλὰ μόνον ὅ,τι ἐκ τοῦ Ὄντος καταλείπεται σὲ ὕλη. 
   Ἡ διάνοια καὶ τὸ ἔνστικτο ἔχουν στραφεῖ πρὸς δύο διαφορετικὲς κατευθύνσεις, ἐκείνη πρὸς τὴν ἀδρανῆ ὕλη, τοῦτο πρὸς τὴν ζωή. 
   Ἡ διάνοια καὶ ὅταν ἀκόμη δὲν ἐπιχειρεῖ ἐπὶ τῆς ἀδρανοῦς ὕλης, ἀκολουθεῖ τὶς ἕξεις ποὺ εἶχε ἀποκτήσει μὲ αὐτήν. 
   Εἶναι καμωμένη γιὰ τὴν ἐργασία αὐτοῦ τοῦ εἴδους. 

   Τὸ ἔνστικτο εἶναι γνώση ἐξ ἀποστάσεως
   Εἶναι ὡς πρὸς τὴ διάνοια ὅ,τι ἡ ὄραση πρὸς τὴν ἀφή. Τὸ ὅ,τι δὲν ἀνήκει στὴν περιοχὴ τῆς διανοίας τὸ ἔνστικτο, δὲν σημαίνει καὶ ὅτι βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ πνεύματος. 
   Γι αὐτό, στὸ μυστήριο τῆς ζωῆς θὰ μᾶς ὁδηγοῦσε ἡ Ἐνόραση, δηλ. τὸ ἔνστικτο, ποὺ εἶναι ἱκανό, νὰ διαλογίζεται ἐπὶ τοῦ ἀντικειμένου του καὶ νὰ τὸ εὐρύνει ἀπεριόριστα».
   Ἡ μεγάλη σημασία τῆς ἐνοράσεως δὲν σημαίνει ὅμως ἐξουδετέρωση τῆς διάνοιας –αὐτὸ θὰ ἦταν ἡ ἀντίθετη ἀκρότης. 
   Κάθε κατάκτηση τῆς ἐνορατικῆς γνώσεως (τονίζει πάλι ὁ Μπερξόν) τίθεται ὑπὸ τὸν ἔλεγχο τῆς διανοίας, ὄχι μόνο γιὰ τὴ συστηματοποίησή της, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἔλεγχο τῆς συμβατότητός της πρὸς τὴν ὑπόλοιπη γνωστικὴ πραγματικότητα. 
   Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη σημαντικὴ παράμετρος: 
Ἡ γνωστικὴ περιουσία, ποὺ ἔχει μέχρι σήμερα ἐπιστημονικὰ κατακτηθεῖ, πρέπει νὰ εἶναι βάση καὶ ἔξαρμα γιὰ κάθε περαιτέρω ἐνορατικὸ ἅλμα. 
   Ἡ Σοφία ἐτιμᾶτο πάντοτε στὴν Ἑλλάδα, ἄν καί, ὑπὸ τὴ μορφὴ τῆς Προναίας Ἀθηνᾶς, ἐτοποθετεῖτο σὲ χαμηλότερο ἐπίπεδο ἀπὸ τὸν κύριο Δελφικὸ Ναό. 

   Ἡ καλλιέργεια τοῦ πνεύματος, εἶναι λοιπὸν ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ κάθε δημιουργικὴ ὑπέρβαση (ἐκστασιασμοί, ποὺ ἔχουν ἀκαλλιέργητο ἤ βαρβαρικὸ ὑπόβαθρο, δὲν ἔχουν ποτὲ αἴσια κατάληξη). 
   Ἄν ὁ ἐκστασιασμὸς τῶν ἀκαλλιέργητων«δὲν ὑπερβαίνει τὰ στάδια ἑνὸς πνευματικοῦ ἡμιληθάργου»(Ρόντε), αὐτὸς ὅμως «εἰς τὰς ὑψηλὰς τάξεις τῶν προηγμένων κοινωνιῶν τῆς ἑλληνικῆς Ἀρχαιότητος ἔφθασεν εἰς ὑψηλὰς βαθμίδας τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ καὶ διὰ τοὺς Ὀρφικοὺς ὁ Διόνυσος ἦτο ὁ ἐλευθερωτὴς τῆς ψυχῆς ἐκ τῶν γηίνων δεσμῶν, ὁ δωρητὴς τῆς πνευματικῆς βακχείας καὶ τοῦ δημιουργικοῦ ἐνθουσιασμοῦ» (Κ. Κακούρη).
___________________________

Δημήτριος Δημόπουλος 
«Στὸ ἄδυτο τῶν ἑλληνικῶν μαντείων» (ἀπόσπασμα) Ἐλεύθερη σκέψις




    Στο Τροφώνιο Μαντείο ταξίδευαν από παντού και ζητούσαν μελλοντολογικούς χρησμούς πάρα πολλοί άνθρωποι και εκεί είχαν προσφύγει ζητώντας βοήθεια πολύ σπουδαίοι άντρες (ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι εκεί ζήτησε χρησμό ο πάμπλουτος βασιλιάς Κροίσος, ο αρχηγός του περσικού στρατού Μαρδόνιος, ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος-Παύλος, κ.α.).
   Κατά την αρχαιότητα η πόλη λεηλατήθηκε και καταστράφηκε δύο φορές (395 π.Χ.-86 π.Χ.), αλλά τον 2ο αι. μ.Χ. η πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή, και στο Τροφώνιο Άντρο κατέφτασαν για χρησμό άνθρωποι από τις τέσσερις γωνίες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, (ανάμεσα τους και ο Παυσανίας, που στις Περιηγήσεις του περιγράφει με όλες τις λεπτομέρειες τα παράξενα που συνέβαιναν εκεί).
   Στο ιερό άλσος, το μαντείο του Τροφώνιου λειτουργούσε μέχρι την πλήρη εγκαθίδρυση του Χριστιανισμού και την απαγόρευση δια νόμου, από τον Θεοδόσιο Α', των τελετουργιών, των αρχαίων θρησκειών και μυστηρίων.
   Σ' αυτό το μέρος λέγεται πως όταν εισέρχονταν με έναν ομολογουμένως παράξενο τρόπο (αναρρόφηση από μία τρύπα στο έδαφος;) κάποιος κάνοντας ένα ταξίδι σε έναν αλλόκοτο υπόγειο κόσμο, μπορούσε να πληροφορηθεί για την απάντηση οποιασδήποτε ερώτησης. 
 
   Όσοι έβγαιναν από αυτό, τους απαγορεύονταν να μιλήσουν για αυτό που έζησαν εκεί, κι αν παρέβαιναν αυτή τη συμφωνία το τίμημα ήταν η ζωή τους. 
   Συνήθως έβγαιναν από εκεί μέσα μετά από χρονικό διάστημα 2-3 ημερών μέσα από την ίδια τρύπα από την οποία έμπαιναν (ο τρόπος εξόδου τους από αυτή ήταν ανάλογος με αυτόν της εισόδου τους: έβγαιναν με ορμή από εκεί μέσα σαν να τους εξωθούσε μία μεγάλη αντιβαρυτική δύναμη;) ήταν πολύ ζαλισμένοι, σαν αποχαυνωμένοι και μπορούσαν να συνέλθουν μόνο ακολουθώντας κάποιες οδηγίες που τους έδιναν οι ιερείς. 
   Αυτά που είδαν, άκουσαν και έμαθαν μέσα στο Τροφώνιο οι επισκέπτες, δεν επιτρεπόταν να τα διηγηθούν σε τρίτους.
   
   Ο Φιλόστρατος, διηγείται πολλά για το Τροφώνιο Άνδρο, και μεταξύ άλλων μας λέει ότι η υπόγεια εμπειρία του επισκέπτη συμπεριλάμβανε και επαφές με «ερπετά»:
   "Το σπήλαιο στη Λιβαδειά είναι αφιερωμένο στον Τροφώνιο, τον γιο του Απόλλωνα, και εκεί μπορούν να εισέλθουν μόνο όσοι μείνουν εκεί για να πάρουν χρησμό, και το μαντείο δεν είναι ορατό από τον ναό, αλλά στέκει λίγο πιο πάνω απ' αυτόν, στον λόφο, και είναι κλεισμένο από σιδερένια κάγκελα που το περικυκλώνουν. 
   Για να κατέβεις σε αυτό, πρέπει να καθίσει κάτω και να τραβηχτείς απότομα εκεί μέσα. Εκείνοι που εισέρχονται εκεί, είναι ντυμένοι με λευκά ρούχα και κρατούν μελόπιτες στα χέρια τους, για να εξευμενίσουν τα ερπετά που συναντούν κατά την κάθοδο τους…"


   * Τροφώνιος, Σύμφωνα με τον Παυσανία ο θνητός πατέρας του Τροφώνιου είναι ο Εργίνος και θεϊκός πατέρας του ο Απόλλων, ενώ για τη μητέρα του δεν έχουμε συγκεκριμένη αναφορά.
   Το όνομα προέρχεται ετυμολογικά από το τρέφω και αυτός είναι πιθανώς ο λόγος που ο Στράβων και αρκετά επιγραφικά μνημεία τον ονομάζουν Τρεφώνιο.
   Ο Τροφώνιος ήταν ένας μυθικός αρχιτέκτονας της αρχαιότητας. Mαζί με τον αδελφό του Αγαμήδη χρησιμοποίησε τον λίθο στην κατασκευή μνημείων, σε αντικατάσταση των πλίνθων και των ξύλων. 

   Ανάμεσα στα μνημεία που τους αποδίδονται είναι ο ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς, το σπίτι του Αμφιτρίωνα και τηςΑλκμήνης στη Θήβα, ο μεγαλοπρεπής ναός του Ποσειδώνα κοντά στην Τεγέα, και τα θησαυροφυλάκια του Υριέα και του Αυγεία.
   Μόνος του ο Τροφώνιος ανέλαβε το ναό του Απόλλωνα στις Παγασές και το δικό του μαντικό ιερό στη Λιβαδειά, όπου και λατρεύτηκε ως χθόνιος θεός και μάντης.
   Μετά το θάνατο του οι κάτοικοι τον ανακήρυξαν ήρωα και κάθε χρόνο έκαναν προς τιμή του γιορτή, που την ονόμαζανΤροφώνια.
   Αργότερα ο «Βοιωτός ήρωας» έγινε πανελλήνιος και ισάξιος με άλλους γνωστούς αθάνατους θεούς.



  Scholeio.com    



Δεν υπάρχουν σχόλια: