R.S.Thomas
Το Χωριό
Μόλις μια στράτα, σπίτια ελάχιστα
νά τού ταιριάζει ο τίτλος. Ένα πέρασμα ίσα-ίσα μεταξύ
τές μιας ταβέρνας καί τού μόνου μαγαζιού,
πού πουθενά δέν οδηγεί, καί στηνκορφή
τού χαμηλού αστοχεί τού λόφου, φαγωμένο
απ' τη διάβρωση τής πράσινης πλημμύρας
τής χλόης, πού έρπει ολοένα πιό κοντά
στην τελευταίαν αυτή προφυλακή των περασμένων.
Ελάχιστα συμβαίνουν: είναι Ιστορία
ο μαύρος σκύλος που στο κάμμα του ήλιου
ψειριάζεται. Ωστόσο η κοπέλα που απ' τη μια
περνά στην άλλη πόρτα, μπαίνει σε μια κλίμακα
πιο πέρα απ' της γαλήνιας μέρας τη διπλή διάσταση.
Μείνε λοιπόν χωριό, γιατί τριγύρω σου
σ' αργό ένα άξονα γυρνά ένας κόσμος
τόσο βαθύς κι απέραντος όσο απ' του μεγάλου
Πλάτωνα βγήκε το μοναδικό μυαλό.
_______________________
Μετ:. Γιώργος Ζ. Χριστοδουλίδης
Ρόναλντ Στιούαρτ Τόμας 29 March 1913 – 25 September 2000
Ρόναλντ Στιούαρτ Τόμας 29 March 1913 – 25 September 2000
John Milton
Αθήνα
Κοίτα ακόμα μια φορά, προτού αφήσομε το θαυμαστό αυτό βουνό
Στα δυτικά, που απ' τα νότια το πλησιάζεις. Κοίτα εκεί,
Μια πόλη στέκει στου Αιγαίου την ακρογιαλιά,
Με αρχοντιά χτισμένη, καθάριος ο αέρας κι η γη 'λαφριά.
Το μάτι της Ελλάδας, η Αθήνα, μητέρα των Τεχνών,
της Ευγλωττίας, γενέτειρα πνευμάτων δοξασμένων'
Φιλόξενη, στην πιο κρυφή της τη γωνιά
Σε πόλη ή και προάστεια ή επαρχία, περίπατοι σπουδής και ίσκιοι.
Κοίτα εκεί τον ελαιώνα της Ακαδημίας,
Το καταφύγιο του Πλάτωνα, εκεί που τ' αττικό πουλί
Με τρίλλιες πλούσιες, όλο το καλοκαίρι, τις πυκνές νότες του σκορπάει
Εκεί, ολάνθιστος ο λόφος του Υμηττού σε ρεμβασμό σπουδαστικό καλεί,
Κι εργατικές οι μέλισσες στ' αυτιά σού ζουζουνίζουν.
Κοίτα, ο Ιλισσός κυλάει τα ψιθυριστά του τα νερά. Κοίτα μέσα στα τείχη
Των αρχαίων σοφών Σχολές, εκεί ανατράφηκε ο μέγα-Αλέξανδρος
Τον κόσμο να υποτάξει, εκεί το Λύκειο κι έπειτα, η ζωγραφισμένη η στοά:
Εκεί θ' ακούσεις και θα μάθεις τη δύναμη τη μυστική
της αρμονίας, σε τόνους κι αριθμούς δοσμένη
Από χέρια και φωνές και άλλους στίχους μετρικούς,
Θέλγητρα Αιολικά, και Δωρικές μελωδικές Ωδές.
Κι είναι δικός της όποιος εφύσηξε πνοή σ' αυτά,
Απ' τον τυφλό Μηλησιγέννη, Όμηρο ονομασμένο από τότε,
Κι ό,τι οι μεγαλόπνοοι Τραγικοί διδάξανε,
Σε χορό ή Ιαμβικό μέτρο, άριστοι δάσκαλοι
Της ηθικής φρόνησης, που με χαρά όλοι δεχτήκανε,
Σε σύντομα αποφθεγματικά διδάγματα ηθικής, ενώ
Γα πεπρωμένο, τύχη κι αλλαγή στην ανθρώπινη ζωή πραγματευόντουσαν,
Μεγάλες πράξεις και μεγάλα πάθη σ' άριστη περιγραφή.
Κι έπειτα, για τους μεγάλους ρήτορες ξεκίνα,
Τους παλιούς ρήτορες που θεληματικά ετάχθηκε σ' αυτούς η βίαιη Δημοκρατία,
Τράνταξε τ' οπλοστάσιο και πάνω απ' την Ελλάδα κεραυνοβόλησε
Του Μακεδόνα και του Αρταξέρξη το θρόνο.
Κι απ' τη σοφή Φιλοσοφία το αυτί σου τέντωσε
Από τους ουρανούς κατεβαίνοντας στο σπίτι του Σωκράτη,
τη φτωχή κατοικία του με το χαμηλό ταβάνι'
Πρόσεξε αυτόν που εμπνευσμένος ο Χρησμός τον αποκάλεσε
Τον πιο σοφό απ' τους ανθρώπους' αυτόν που απ' το στόμα του
μελίρρητα ποτάμια κύλησαν που τις Σχολές έχουν ποτίσει όλες
Παλιών και νέων Ακαδημαϊκών, με κείνα τα ψευδώνυμα
«Περιπατητικοί» και το δογματικό
«Επικούριος» και την αυστηρή του «Στωϊκού» προσωνυμία.
____________________
Μετ:. Μερόπη Οικονόμου
Τζον Μίλτον 9 December 1608 – 8 November 1674
Διαδήλωση στην Αθήνα
Δακρυογόνα, ρόπαλα στραμμένα
Πάνω σε γέρους σε γυναίκες.
Σ' αυτούς που επέζησαν μπορεί
Πρόμαχοι κάποτε των αμπελιών αυτών
Τότε που είχαν, κυκλώσει τους τρακόσιους
Και τους μαντρίσαν στα σφαγεία
Το θάνατο να εκδικηθούν ενός στρατιώτη.
Και οι Τουρίστες τώρα:
Καφενείο εδώ, ένα μαγαζί,
Κιλίμια απτήν Αράχοβα,
Θυμητικά από τόπους που δεν είδαν
Ή τους πέρασαν στα τυφλά
Και έργα τέχνης -πάμπολα-
Μες της φωτογραφικής τη μήτρα
Αγέννητα, ακαθάριστα,
Με οδηγούς βιβλία που τους πετούν
Από τα σταυροδρόμια του Οιδίποδα
μέχρι το άη Λουκά
Χωρίς να πούμε ή να ονοματίσουμε τους άλλους.
Γιαυτό και τις εικόνες μας τις μεταφέραμε
Σ' έναν απλό ναό
Αφήνοντας τους τον καθεδρικό
Τώρα ελεύθερο και αδειανό
Μέχρι να φτάσει το επόμενο λεωφορείο
Με το κλίκ από τις κάμερες, το βουητό
Όχι από μέλισσες μ' από φωνές
που διαμαρτύρονται για δρόμους και ξενοδοχεία.
Προσευχήσου γιαυτούς
Προσευχήσου γιά όσα μάτια τρεμοπαίζουν
Σ' άτρεμα μάτια μπροστά,
Έκθαμβα όπως όλων μας.
Το ταβάνι αυτό θα καταρρεύσει
Παρά το στήριγμα ή το μπάλωμα μας.
Είθε να υπάρχουν μάτια εδώ να τρεμοπαίζουν
Αντίκρυ στον ήλιο,
Και να μένουν εκθαμβα
Χέρια που να ποτίζουνε λαχανικά
Που να φροντίζουνε τις μέλισσες.
Μετ:. Μερόπη Οικονόμου
Τζον Μίλτον 9 December 1608 – 8 November 1674
Michael Hamburger
Διαδήλωση στην Αθήνα
Δακρυογόνα, ρόπαλα στραμμένα
Πάνω σε γέρους σε γυναίκες.
Σ' αυτούς που επέζησαν μπορεί
Πρόμαχοι κάποτε των αμπελιών αυτών
Τότε που είχαν, κυκλώσει τους τρακόσιους
Και τους μαντρίσαν στα σφαγεία
Το θάνατο να εκδικηθούν ενός στρατιώτη.
Και οι Τουρίστες τώρα:
Καφενείο εδώ, ένα μαγαζί,
Κιλίμια απτήν Αράχοβα,
Θυμητικά από τόπους που δεν είδαν
Ή τους πέρασαν στα τυφλά
Και έργα τέχνης -πάμπολα-
Μες της φωτογραφικής τη μήτρα
Αγέννητα, ακαθάριστα,
Με οδηγούς βιβλία που τους πετούν
Από τα σταυροδρόμια του Οιδίποδα
μέχρι το άη Λουκά
Χωρίς να πούμε ή να ονοματίσουμε τους άλλους.
Γιαυτό και τις εικόνες μας τις μεταφέραμε
Σ' έναν απλό ναό
Αφήνοντας τους τον καθεδρικό
Τώρα ελεύθερο και αδειανό
Μέχρι να φτάσει το επόμενο λεωφορείο
Με το κλίκ από τις κάμερες, το βουητό
Όχι από μέλισσες μ' από φωνές
που διαμαρτύρονται για δρόμους και ξενοδοχεία.
Προσευχήσου γιαυτούς
Προσευχήσου γιά όσα μάτια τρεμοπαίζουν
Σ' άτρεμα μάτια μπροστά,
Έκθαμβα όπως όλων μας.
Το ταβάνι αυτό θα καταρρεύσει
Παρά το στήριγμα ή το μπάλωμα μας.
Είθε να υπάρχουν μάτια εδώ να τρεμοπαίζουν
Αντίκρυ στον ήλιο,
Και να μένουν εκθαμβα
Χέρια που να ποτίζουνε λαχανικά
Που να φροντίζουνε τις μέλισσες.
___________________________
Μετ:. Γιώργος Ζ. Χριστοδουλίδης
Μαϊκλ Χάμπεργκερ 22 March 1924 στή Γερμανία – 7 June 2007 στο Ηνωμένο Βασίλειο
Robert Bridges
Το νησί του Αχιλλέα
Πρός τά βόρεια ταξιδεύοντας από τή Δυτική παραλία
Του Εύξεινου Πόντου, φτάσαμε εκεί πού ή γή
Βαθιά βουτάει στούς αλμυρούς βάλτους καί σ' εδάφη δασωμένα:
Εδώ ο γεροδύναμος Ίστερος στήν ανοιχτή θάλασσα ορμάει
Μοιράζοντας τή θολωμένη τής πλημμύρα σέ τρία κανάλια
Τήν 'αμμο νά οργώσουν γιά νά γεμίσει ή θ'αλασσα
Στό μεσαίο του μπράτσο, όχι πολλά μίλια
Στ' ανοιχτά τού μαύρου νερού είναι τό νησί
Πού τ' ονομάζουν τού Αχιλλέα ή, σαν Λευκή γνωστό.
Ένας ναός είναι στημένος στό νησί
Και μέσα ένα άγαλμα μ' ύφος τραχύ,
Αρχαία τέχνη, μέ κράνος μολυβένιο,
Γύρω ερμιά, ψυχή ανθρώπου πουθενά,
Μόνο λίγες κατσίκες στού ανεμόδαρτους βράχους βόσκουν
Κι όσες συχνά σκαπουλάρουν από τά πεινασμένα κοπάδια
Όποιος λάχει κάποια νά πιάσει, τή δυσιάζει.
Και γύρω από το φράχτη σκορπισμένα κοίτονται τά ματωμένα κόκκαλά τους.
Όμως, στό Ναό κοσμήματα καί πολύτιμες πέτρες
Και χρυσά δαχτυλίδια καί άλλα αναθήματα
Ευγνωμοσύνης προσφορές στόν Αχιλλέα κι ακόμα
Γραφτές ή χαραγμένες πάνω στούς τοίχους
Επιγραφές μέ τά ονόματα τών δωρητών
Σέ χαρακτήρες Ρωμαϊκούς ή καί κάποτε ελληνικούς,
Ωσάν ό κάθε άνθρωπος, στή γλώσσα πού μπορούσε νά μιλάει, έγρεφε
Στίχους νά υμνήσει ή καί προσευχές, τό καλό για νά ρθεί
Τούς πιό πολλούς στίχους στόν Αχιλλέα καί μερικούς στόν Πάτροκλο,
Γιατί, εκείνοι πού ήθελαν τόν Αχιλλέα δυνατά νά συγκινήσουν,
απ' τής αγάπης του τό μονοπάτι τόν πλησίαζαν.
Μύρια πουλιά συχνάζουνε στό στεγασμένο παρεκλήσι
Οί δύτες, οί κολυμβητές τής θάλασσας,
Γλάροι καί βουτηχτές φαλακροκόρακες
Ψαράδες, στόν υψηλό γκρομόβραχο, πού κανείς δέ φτάνει τό λημέρι τους, τόν [ήλιο χαίρονται
Στιμωγμένοι στή σειρά πάνω στά στενά ξώστεγα.
Καί σίγουρα τέτοιο θέμα ποτέ δέν έχει γίνει:
Πουλιά τέτοιου είδους τό ναό καθαρό νά κρατάνε.
Κι όμως, έτσι έχει τό πράγμα: μόλις ή αυγή χαράξει
Γιά τή θάλασσα ομαδικά ξεκινάνε καί με τά νερά παίζουν
Κι όταν τό φτέρωμά τους λαμπερό έχουν ξεπλύνει
Στό ναό ξανά πετάνε, μέ τ' αλμυρό νερό
Ξεπλένοντας τούς τοίχους καί τις κολόνες.
Καί μέ τίς ορθάνοιχτες φτερούγες τους τό σκουπίζουν.
Οί ναυτικοί μάς βεβαιώνουν ότι συχνά έχουν δεί
Έναν άνθρωπο μέ όψη πολεμιστή, πού 'μοιαζε θεού ή μορφή του,
Μορφή όμορφη καί ξύπνια καί δυνατή,
Τά μακριά μαλλιά του τούς ώμους του σκεπάζαν
Καί η πανοπλία του μέ χρυσάφι ήταν στολισμένη.
Κι αυτοί πού τά μάτια τους τίποτα δέν έβλεπαν,
λέγανε πώς μιά παράξενη μουσική γέμιζε τόν αέρα.
Κι άλλοι, πάλι, βλέπανε κι ακούγανε μαζί
Κι αν κάποιος τήν εύνοια τού Θεού θέλει νά 'χει,
Μιά νύχτα νά περάσει πρέπει στήν προκυμαία,
Καί στόν ύπνο του τότε ό Αχιλλέας θά ρθει σιμά του
καί μέ καλή διάθεση στή σκηνή του θά τόν φέρει
Καί τή φιλία του θά τού δείξει, πού οί άνθρωποι τόσο τή ζητάνε:
Ό Πάτροκλος κρασί προσφέρει κι αυτός τή λύρα του
απ' τό κοντάρι ξεκρεμάει καί τις χορδές παίζει,
όπως ό Χείρων πρώτος τόν δίδαξε στό Πήλιο.
Αυτά τά λέω, όπως τά έχω ακούσει νά τά λένε
Καί δέ ζητάω εξήγηση, καλά θά είναι ειπωμένα,
Γιατί 'μαι σίγουρος πώς άν ποτέ άνθρωπος ήτανε ό Αχιλλέας
Στά σίγουρα ένας ήρωας πρέπει νά ήταν καί γιά τήν υψηλή καταγωγή του
Καί τήν ομορφιά του, γιά τήν κλήση του απ' τή δική του χώρα
Γιά τήν Ομηρική του δόξα, τής ανθρώπινης τέχνης τό επίστεμμα ήταν.
Καί πάνω από κάθε φήμη έκλεινε μές στήν καρδιά του
Ένα ευγενικό πάθος στήν υπέρτατη επιρροή του.
Καί όταν πέθανε ή αγάπη του, θυσίασε καί τή ζωή του.
____________________
Μετ:. Μερόπη Οικονόμου
Ρόμπερτ Μπρίτζες 23 October 1844 – 21 April 1930
Μενέλαος κ' Ελένη
Ι
Στής Τροίας τά ερείπια χύμηξε ό Μενέλαος ξαναμένος
μέ τό σπαθί, νά εκδικηθή, στού Πρίαμου τό παλάτι,
μιά τέτοια πόρνην άτιμη, τό δέκα χρονών μίσος
καί τήν τιμή τού Βασιλιά. Διασκέλιζε τούς δρόμους
γεμάτους θάνατο, καπνούς, κραυγές, ωσότου τέλος
τήν ήσυχη κ' ενδότατη κάμαρα μπρός του βλέπει.
Πάλλοντας τό σπαθί χτυπά στόν τρυφηλό μισόθαμπο
γυναικωνίτη, λάμποντας σάν ένας θεός όμοιος!
Ψηλά καθόταν μόνη της θαμπωτική ή Ελένη.
Εκείνος δέ θυμότανε πώς ήταν τόσο ωραία
κι ότι ο λαιμός της λύγιζε μέ τέτοιο τρόπο χάρης.
Κουράστηκε. και πέταξε τό ξίφος του μακριά του,
και μπρος της γονατίζοντας τής φίλησε τά πόδια,
σάν τέλειος, Ιππότης μπρός στή τέλεια Βασίλισσά του!
ΙΙ
Ό ποιητής ίσια μέ δώ. Πώς ήθελε πρόβλεψη
τό γυρισμό στό σπίτι, τά μακρά τού γάμου χρόνια;
Δέ σάς μιλάει ότι ή λευκή Ελένη όλο γεννώντας
παιδί σέ νόμιμο παιδί, μιά μίζερη είχε γίνει
κι απ' τήν πολλή αρετήν ωχρή. Τού άφοβου Μενελάου
ή φλυαρία τού άξαινε, κ' έτρωγε εκατό Τρώες
στό γεύμα καί στό δείπνο του. Κι όσο πιό κούφιος, τόσο
στρίγγλιαζε κείνης ή χρυσή φωνή. Κ' οί δυό ήσαν γέροι.
Συχνά απορούσε τό γιατί πήγε στήν Τρωική χώρα,
ή τό γιατί ό κακόμοιρος Πάρης νά είχεν έρθη.
Τσιμπλιάρα αδύναμη συχνά θρηνούσε κείνη, μόλις
ό Πάρης αναφέρονταν λύγιζαν τά κανιά της.
Έτσι ό Μενέλαος γκρίνιαζε κ' ή Ελένη όλο θρηνούσε,
κι ό Πάρης εκοιμότανε στήν όχθη τού Σκαμάντρου.
Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, 13 Ιουνίου 1865, Δουβλίνο - 28 Ιανουαρίου 1939, Γαλλία
Μετ:. Μερόπη Οικονόμου
Ρόμπερτ Μπρίτζες 23 October 1844 – 21 April 1930
William Butler Yeats
Μενέλαος κ' Ελένη
Ι
Στής Τροίας τά ερείπια χύμηξε ό Μενέλαος ξαναμένος
μέ τό σπαθί, νά εκδικηθή, στού Πρίαμου τό παλάτι,
μιά τέτοια πόρνην άτιμη, τό δέκα χρονών μίσος
καί τήν τιμή τού Βασιλιά. Διασκέλιζε τούς δρόμους
γεμάτους θάνατο, καπνούς, κραυγές, ωσότου τέλος
τήν ήσυχη κ' ενδότατη κάμαρα μπρός του βλέπει.
Πάλλοντας τό σπαθί χτυπά στόν τρυφηλό μισόθαμπο
γυναικωνίτη, λάμποντας σάν ένας θεός όμοιος!
Ψηλά καθόταν μόνη της θαμπωτική ή Ελένη.
Εκείνος δέ θυμότανε πώς ήταν τόσο ωραία
κι ότι ο λαιμός της λύγιζε μέ τέτοιο τρόπο χάρης.
Κουράστηκε. και πέταξε τό ξίφος του μακριά του,
και μπρος της γονατίζοντας τής φίλησε τά πόδια,
σάν τέλειος, Ιππότης μπρός στή τέλεια Βασίλισσά του!
ΙΙ
Ό ποιητής ίσια μέ δώ. Πώς ήθελε πρόβλεψη
τό γυρισμό στό σπίτι, τά μακρά τού γάμου χρόνια;
Δέ σάς μιλάει ότι ή λευκή Ελένη όλο γεννώντας
παιδί σέ νόμιμο παιδί, μιά μίζερη είχε γίνει
κι απ' τήν πολλή αρετήν ωχρή. Τού άφοβου Μενελάου
ή φλυαρία τού άξαινε, κ' έτρωγε εκατό Τρώες
στό γεύμα καί στό δείπνο του. Κι όσο πιό κούφιος, τόσο
στρίγγλιαζε κείνης ή χρυσή φωνή. Κ' οί δυό ήσαν γέροι.
Συχνά απορούσε τό γιατί πήγε στήν Τρωική χώρα,
ή τό γιατί ό κακόμοιρος Πάρης νά είχεν έρθη.
Τσιμπλιάρα αδύναμη συχνά θρηνούσε κείνη, μόλις
ό Πάρης αναφέρονταν λύγιζαν τά κανιά της.
Έτσι ό Μενέλαος γκρίνιαζε κ' ή Ελένη όλο θρηνούσε,
κι ό Πάρης εκοιμότανε στήν όχθη τού Σκαμάντρου.
____________________
Μετ.: Γλαύκος ΑλιθέρσηςΟυίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, 13 Ιουνίου 1865, Δουβλίνο - 28 Ιανουαρίου 1939, Γαλλία
Lord George Gordon Byron
απόσπασμα από την Κατάρα τής Αθηνάς
Σιγά βυθίζει, πιό όμορφος στό τέρμα του πριν φτάση
κατά τούς λόφους τού Μωρηά ό ήλιος πού βασιλεύει,
όχι καθώς στά βορεινά κλίματα θολωμένος,
αλλά σά ζωντανού φωτός ανέφελη μιά φλόγα,
στά βάθη τά σιωπηλά κίτρινες ρίχνει αχτίδες
χρυσίζοντας τό πράσινο κύμα πού φλογοτρέμει,
στό βράχο επά τής Αίγινας καί στό νησί τής Ύδρας
τού χωρισμού χαμόγελο, ό Θεός τής χαράς, χύνει
απάνου από τις χώρες του βραδύνοντας, τού αρέσει
νά λάμπη, μ' όλο πού οί βωμοί του εκεί πιά θείοι δέν είναι.
ώ Σαλαμίνα ανίκητη, τον ένδοξο σου κόρφο!
Οί γαλανές αψίδες τους μές στ' ανοιχτά τού απείρου,
βρίσκουνε πορφυρόβαθες, τήν απαλή ματιά του,
καί τρυφερότατες βαφές δειγμένες στις κορφές τους
σημειώνουν τήν πορεία του καί δίνουνε τό χρώμα
στον ουρανό, όσο από στερηά καί θάλασσα κρυμένος
πίσω απ' τό βράχο τών Δελφών νά κοιμηθή, βυθιέται.
Μιά τέτοια βραδυά έρριξε τίς πιό χλωμές του αχτίδες,
όταν ώ Αθήνα! ό πιό σοφός σου εδώ τή στερνή του είδε,
πώς τά παιδιά σου κοίτααν τή χαιρετιστήρια αχτίδα
πού τού σοφού τους έκλεινε τήν ύστερη του μέρα!
Όχι -όχι ακόμα- σταματά στό λόφο απάνου ό ήλιος,
τού χωρισμού ή πολύτιμη στιγμή βραδύνει ακόμα,
μά είναι τό φως του θλιβερό στ' αγωνιώδη μάτια
κι ο λόφος ναυροβάφεται πού όλο χαρά ήταν πρώτα,
στή χώρα τήν αγαπητή σά νάχυνε σκοτάδι
εκεί πού ο Φοίβος πρίν ποτέ δέν είχε σκυθρωπάση,
μά προτού πίσω απ' τήν κορφή τού Κιθαιρώνα δύση,
πιομένο ήταν τό κύπελλο -το πνεύμα είχε πετάξη,
κείνου πού καταφρόνεσε ή ψυχή, φυγή και φόβο,
καί πώζησε καί πέθανε σάν άλλος δέ θά μπόρειε.
Μά νά! από τόν ψηλό Υμηττό, ή βασίλισσα τής νύχτας,
τό σιωπηλό βασίλειό της, βεβαιώνει στήν πεδιάδα,
καμμιά ομίχλη ζοφερή π' αγγέλλει τρικυμία
δεν κρύβει τήν ωραία μορφή καί τό λαμπρό της σχήμα,
μέ το περβάζι ώς παίζουνε οί αχτίδες τής σελήνης
εκεί μιά ευγνώμονη ή λευκή κολώνα χαιρετάει,
καί τάλλο λαμπροζώνοντας μέ τρέμουλες αχτίδες,
τό έμβλημα της στό μιναρέ ψηλά πώς σπινθηρίζει:
τα δάση τών εληών μακρυά σκοτεινιασμένα, εκεί όπου
ο πράος Κηφισσός κυλάει τά λιγοστά νερά του,
τό πλάι στό ιερό τζαμί θλιμένο κυπαρίσσι
και του χρωματιστού κιοσκιού ο λαμπρός πυργίσκος,
καί θλιβερή καί πένθιμη μές στήν ιερή γαλήνη
εκέινη ή μόνη φοινικιά πού στό Θησείο κοντά 'ναι,
όλα έτσι ποικιλόχρωμα, τό βλέμμα σταματάνε
κι αναίσθητος όποιος περνά χωρίς νά τά προσέχη.
Κι ακούεται, όχι από μακρυά, τό Αιγαίο πού νανουρίζει,
από τήν πάλη τών στοιχείων, το ερεθισμένο στήθος,
γλυκόχρωμα τά κύματα του πάλι ξεδιπλώνουν
την άπειρή τους έχταση σαμφειροχρυσαφένια,
καί σμίγουν στίς σκιές μακρυά νησιών όπου κουρνιάζουν,
κεί πέρα όπου ό ωκεανός χαμογελάει μ' ευγένεια.
Έτσι μέσα από το ναό κοιτώντας τής Παλλάδας
ξεχώριζα τίς καλλονές συνολικά τής χώρας,
(στό μάγο αντίστυλο έρημος κι άφιλος) πού δέ ζούνε
παρά στούς μύθους τών ποιητών, καί τέχνες κ' ένσημά της,
συχνά, όπως τόν ασύγκριτο ναό νά ιδώ γυρνούσα
τό σεβαστό για τους Θεούς, μά όχι ασφαλή απ' ανθρώπους,
σά νάπαυε τό σήμερα τά περασμένα ερχόνταν
κ' ή Δόξα άλλο δέ γνώριζε κλίμα από της Ελλάδας!
Γυρνούσαν οί ώρες καί ψηλά τής Άρτεμης ή σφαίρα
το κέντρο είχε κερδίσει πιά στον απαλό ουρανό της
κι ακόμ' ακούραστα έτρεχαν τά βήματα μου πάνω
σέ μάταιους βωμούς πολλών, θεών αφανισμένων:
μά στό δικό σου καθαυτό! σάν τής Εκάτης ή αίγλη,
κομένη απ' τίς κολώνες, πιό θλιβερά ωραία πέφτει
στό κρύο μάρμαρο, όπου το τρομαχτικό περπάτημα
φρικιά τήν έρημη καρδιά σάμπως ηχώ θανάτου.
Ρέμβασα καί θησαύρισα πολλή ώρα τό κάθε ίχνος
στα επείπια π' αναφέρονταν στό δρόμο τής Ελλάδας,
όταν να! ένα γιγάντιο σχήμα μπροστά μου διάβη
καί μές στήν κατοικία της μέ χαιρετά ή Παλλάδα!
Ναί ήταν ή ίδια ή Αθηνά, μ' άχ! πόσο άλλαξε αφότου
έτρεχε αρματωμένη στού δάρδανου τά χωράφια!
____________________
Μετ.: Γλαύκος ΑλιθέρσηςΤζορτζ Γκόρντον Μπάιρον, 6ος Βαρώνος, 22 January 1788 – 19 April 1824
Percy Bysshe Shelley
Ωδή στήν Αθήνα (απόσπασμα)
Τ' ακρωτήριά σου γνέφουν καί τά γαλάζια νησιά
Καί τά συννεφένια βουνά καί τά ξέχωρα κύματα
Τής Ελλάδας, λιασμένα στ' ανοιχτά χαμόγελα
Τών ουρανών πού τήν εύνοιά τους δείχνουν από μαγικές σπηλιές
Προφητικοί αντίλαλοι σκορπίζουν μιά απαλή μελωδία
Πάνω στή δίχως συναίσθηση αγριότητα.
Τό κλήμα, τό στάχυ, ή ήμερη ελιά
Άγριες μεγάλωναν ακόμα για τήν ανθρώπινη χρήση, ασυμφίλιωτες
Καί σάν ζαρωμένα μπουμπούκια λουλουδιών κάτω από τή θάλασσα,
Σαν τή σκοτεινή σκέψη τού ανθρώπου στό παιδικό μυαλό,
Σαν τό τίποτα πού είναι αυτό πού τυλίγει εκείνο πού θα γίνει.
Τής Τέχνης τ' αθάνατα όνειρα κείτονται σκεπασμένα από πολλές φλέβες
Παριανής πέτρας, καί τότε, έν' αμίλητο παιδί,
Ο στίχος ψιθύρισε, καί ή Φιλοσοφία τέντωσε
Τά, δίχως βλέφαρα, μάτια τής γιά σένα, όταν πάνω από τό Αιγαίο Πέλαγος,
Ή Αθήνα αναδύθηκε: μιά πόλη πού 'μοιαζε μέ οπτασία
Μέ χτίσματά της πορφυρά κατσάβραχα καί ασημένιους πύργους
Τών σύννεφων πού επάλξεις κάνουν, σά νά χλευάζουν
Τή βασιλικότερη τεκτονική: Τά πατώματα τού Ωκεανού
Τή λιθοστρώνουν, ό βραδινός ουρανός τής κάνει σκέπη.
Οί πυλώνες τής κατοικούνται από θυελλοζωσμένους άνεμους,
Κάθε κεφάλι μέσα στίς συννεφένιες του φτερούγες, μέ τή φωτιά τού ήλιου [πλαισιωμένες
Θείο έργο! Ή Αθήνα ακόμα πιό θεία
Άστραποβόλησε μέ τίς κορφές απ' τίς κολόνες της στή θέληση
Τού ανθρώπου, σάν πάνω σ' ένα διαμαντένιο στήριγμα στημένη,
Γιατί, σύ ήσουν καί δική σου όλη ή δημιουργική ικανότητα
Κατοίκησε μέ μορφές πού κοροϊδεύουν τόν αιώνιο νεκρό
Σέ μαρμαρένια αθανασία, αυτό τό λόφο
Πού δικός σου ήταν πρωτινός θρόνος καί τελευταίος χρησμός.
Στήν επιφάνεια τού ποταμού τού Χρόνου πού φεύγει γρήγορα
Ή ζαρωμένη εικόνα του απλώνει όπως καί τότε άπλωνε
επίμονα ανήσυχη καί για πάντα
Τρεμάμενη μά, νά πεθάνει δέν μπορεί!
Οί φωνές τών βάρδων σου καί ή βροντή τών σοφών
Μ' ένα φύσημα τής Γής πού ξεπνάει
Μέσα από τίς σπηλιές βγαίνει τού παρελθόντος:
Η θρησκεία σκεπάζει τά μάτια της, ή καταπίεση ζαρώνει ξαφνιασμένη
Ένας φτερουγίζει εκεί πού ή προσδοκία ποτέ δέν πέταξε
Σμίγοντας τόν πέπλο τού διαστήματος καί τού χρόνου, σέ κομμάτια!
Ένας Ωκεανός τρέφει τά σύννεφα καί τά ποτάμια καί τή δροσιά
Ένας ήλιος φωτίζει τόν ουρανό, ένα πνεύμα πλατύ
Μέ ζωή κι αγάπη κάνει τό χάος πάντα καινούριο,
Όπως ή Αθήνα κάνει τόν κόσμο ξανά καινούριο μέ τή γοητεία σου.
____________________
Μετ.: Μερόπη ΟικονόμουΠέρσυ Μπυς Σέλεϋ, 4 Αυγούστου 1792 - 28 Ιουλίου 1822
William Shakespeare
Από τον Ερωτόπαθο Προσκυνητή
μέ τό δροσόχλωρο Άδωνη, τό νιό τόν κανακάρη
νά ξελογιάση κοίταζε τό αγόρι μέ το βλέμμα,
πού ή ρήγισσα τής ομορφιάς ρίχνει μέ τόση χάρη.
Πραμυθάκια τού έλεγε, ταυτιά του νά γλυκάνη
σημάδια αγάπης τού έδειχνε, τά μάτια του νά ελκύση,
γιά νά τού αρπάξη τήν καρδιά, εδώ κ' εκεί τόν πιάνει:
μέ χάδια τόσον απαλά κ' ή αγνότη θαμαρτήση.
Μά πές γιατί από τάγουρα τά χρόνια έλειπ' ή γνώση,
πές στό σκοπό της τόν κρυφό δέν τού άρεσε νά στρέξη,
στό δόλωμα ό μαργιόλος νιός δέ θέλησε ναπλώση,
παρά σέ κάθε ερωτική παιζογελούσε λέξη.
Τότε σιμά του ανάπεσεν ή ρήγισσα ή γλυκειά,
κι αυτός σηκώθη κ' έφυγε -αχ! τρελέ, τί χωρατιά!
* * *
Γι' αγάπη σου άν ψευτόρκησα, πώς νά ορκιστώ σ' αυτή;
Στήν ομορφιά σου άν μ' όρκιζες, ο όρκος μου θα κρατούσε
πιστός σ' εσέ, σ' εμέ άπιστος, μα εκείνοι οί στοχασμοί
δρύ είταν για μέ, καί λυγαριά γιά σένα καί λυγούσε.
Κάθε της κλίση αφήνοντας, βιβλίο κάνει η σπουδή
τά μάτια σου, όπου οί χάρες ζούν, όσες ή τέχνη ορίζει.
Τη γνώση άν έχη στόχο της, σέ είδε και τής αρκεί
σοφή 'ναι ή γλώσσα πού πού γιά σέ τόν έπαινο τονίζει
ψυχή άσοφη, πού ατάραχη θα δή τήν ομορφιά σου,
πού τόχω εγώ καμάρι μου νά τή δοξολογώ:
τού Δία τό αστραπόβροντο μάτια σου καί λαλιά σου,
πού είναι (σά λάμπη αθύμωτο) τραγούδι, φώς γλυκό.
Μά, ώ! μή θυμώσεις τού Έρωτα, ή ουράνια εσύ στα κάλλη,
άν τουρανού τό εγκώμιο μέ γλώσσα γήϊνη ψάλλη.
Ό ήλιος τολόδροσο πρωί δέν είχε αποστεγνώσει,
στό φράχτη πρίν ζυγώσουνε τα βόδια ίσκιο ζητώντας,
καί νά! ή Κυθέρια, πού έρωτας τήν είχε περιζώσει,
έστησε γιά τόν Άδωνη καρτέρι, λαχταρώντας,
κάτω από λυγαριά χλωρή, σιμά στά κτρύα νερά,
νερά όπου ό νιός τήν άψα του γιά νά δροσίση ερχόταν.
Έκαιγε ή μέρα, μά είχε αυτή λάβρα μέσ' στήν καρδιά,
πότε νά ιδή τό νιό, πού εκεί συχνά-πυκνά φαινόταν.
Ξάφνου ήρθε, καί, τή χλαίνα του σάν πέταξε τό αγόρι,
στήν πράσινη ακροποταμιά γυμνό πήγε κ' εστάθη:
ό ήλιος μέ μάτι υπέρλαμπρο τήν οικουμένη εθώρει,
μά όχι ώς ρήγισσα τό νιό, απ' τής καρδιάς τά βάθη.
Τή βλέπει αυτός, καί ρίχνεται βουτιά μέσ' στο ωερό,
κι αυτή: ''Ω Δία, δέν είτανε ρέμα νά 'μαι κ' εγώ;''
* * *
Είταν ωραίο πρωί, κ' ή ερωτορήγισσα ή γλυκειά,
καί από τό γαλατόλευκο ιερό της περιστέρι
χλωμότερη (από τόν καημό πού έτσι τήν αψηφά
σέ μιά ραχούλα ορθόγκρεμη. Ξάφνου θωρεί σιμά
τόν Άδωνη: μέ βούκινο καί μέ σκυλιά είχε φτάσει,
καί αυτή, ή θεότρελη ρήγισσα, μέ πόθου προθυμιά,
κείθε ταγόρι εμπόδιζε, πώς νά μην προσπεράση.
''Μιά φορά, λέγει του, είδα εγώ κάποιον ομορφονιό
σ' αυτό εδώ τό κλαρί βαριά από κάπρο λαβωμένο,
βαθιά εδώ πάνου στό μερί, ώχ! τί θέαμα φριχτό!
-κοίταξε τό μερί μου, εδώ τόν είχε χτυπημένο''.
Καί τό μερί της δείχνει, αυτός, κι άλλες πληγές ξεκρίνει,
καί φεύγει κοκκινίζοντας, καί μόνη τήν αφήνει.
* * *
Στήν Αφροδίτη δίπλα ό νιός ό Άδωνης εκαθόταν,
σέ ίσκιο μυρτιάς, κι αυτή άρχισε νά τού ερωτολογή,
διηγώντας του πώς ό θεός ό Άρης την ορεγόταν,
καί, σάν τή λαχταρούσε αυτός, πώς τού έκλινε καί αυτή.
''Νά πώς'', είπε, ''μ' αγκάλιαζεν ό πολεμόχαρος θεός'',
καί τύλιγε τον Άδωνη μέσα στήν αγκαλιά της.
''Νά πώς μέ ξεθηλύκωνεν ό πολεμόχαρος θεός'',
σά νά είταν τάχα νά χαρή κι ό νιός τήν ομορφιά της.
''Καί νά πώς'', είπε "μού 'αρπαζε στά χείλη τά φιλιά'',
καί τό άρπαγμα παράσταινε πάνω στού νιού τά χείλη
μά ώσπου νά πάρη ανασαμό, πέρα ό κακός πηδά,
στά κάλλη της αδιάφορος καί στά όσα αυτή τού ομίλει.
Αχ! νάχα τήν κυρά μου εγώ σέ κείνο τό στενό,
καί στά φιλιά νά μ' έλυωνε πρίν πάρω δρόμο εγώ!
* * *
Μιά μέρα (ώχου, εκείνη ή μέρα!)
ό Έρωτας πού μήνα πάντα του έχει Μάη,
στόν ακόλαστο εγέρα
θεόμορφο
άνθος είδε να παιζογελάη.
Μέσ' απ' τά βελούδα φύλλα
ό άνεμος αόρατος κρυφοπερνούσε
κι ό εραστής (όλος σκασίλα)
πνοή ουράνια κι αυτός νάταν λαχταρούσε.
''Αέρας πνέει στά μάγουλά σου'',
λέγει, ''άχ, έτσι νά θριάμβευα κ' εγώ!
Μά τό χέρι μου έκαμε όρκο απ' τή βραγιά σου
νά μήν κόψη τόν ανθό,
ναί όρκο αταίριαστο στά νιάτα,
νιάτα αρμόδια νά τρυγούνε κάλλη ανθάτα.
Μήν τό πής κρίμα γιά μέ,
πού ψευτόρκησα γιά σέ,
γιά σένα, ώς κι ό Δίας τήν Ήρα
μέ όρκο θάλεγε Αραπίνα,
καί γι' αγάπη σου θνητός
θα γυρνούσε από θεός''.
Ό ήλιος τολόδροσο πρωί δέν είχε αποστεγνώσει,
στό φράχτη πρίν ζυγώσουνε τα βόδια ίσκιο ζητώντας,
καί νά! ή Κυθέρια, πού έρωτας τήν είχε περιζώσει,
έστησε γιά τόν Άδωνη καρτέρι, λαχταρώντας,
κάτω από λυγαριά χλωρή, σιμά στά κτρύα νερά,
νερά όπου ό νιός τήν άψα του γιά νά δροσίση ερχόταν.
Έκαιγε ή μέρα, μά είχε αυτή λάβρα μέσ' στήν καρδιά,
πότε νά ιδή τό νιό, πού εκεί συχνά-πυκνά φαινόταν.
Ξάφνου ήρθε, καί, τή χλαίνα του σάν πέταξε τό αγόρι,
στήν πράσινη ακροποταμιά γυμνό πήγε κ' εστάθη:
ό ήλιος μέ μάτι υπέρλαμπρο τήν οικουμένη εθώρει,
μά όχι ώς ρήγισσα τό νιό, απ' τής καρδιάς τά βάθη.
Τή βλέπει αυτός, καί ρίχνεται βουτιά μέσ' στο ωερό,
κι αυτή: ''Ω Δία, δέν είτανε ρέμα νά 'μαι κ' εγώ;''
* * *
Είταν ωραίο πρωί, κ' ή ερωτορήγισσα ή γλυκειά,
καί από τό γαλατόλευκο ιερό της περιστέρι
χλωμότερη (από τόν καημό πού έτσι τήν αψηφά
σέ μιά ραχούλα ορθόγκρεμη. Ξάφνου θωρεί σιμά
τόν Άδωνη: μέ βούκινο καί μέ σκυλιά είχε φτάσει,
καί αυτή, ή θεότρελη ρήγισσα, μέ πόθου προθυμιά,
κείθε ταγόρι εμπόδιζε, πώς νά μην προσπεράση.
''Μιά φορά, λέγει του, είδα εγώ κάποιον ομορφονιό
σ' αυτό εδώ τό κλαρί βαριά από κάπρο λαβωμένο,
βαθιά εδώ πάνου στό μερί, ώχ! τί θέαμα φριχτό!
-κοίταξε τό μερί μου, εδώ τόν είχε χτυπημένο''.
Καί τό μερί της δείχνει, αυτός, κι άλλες πληγές ξεκρίνει,
καί φεύγει κοκκινίζοντας, καί μόνη τήν αφήνει.
* * *
Στήν Αφροδίτη δίπλα ό νιός ό Άδωνης εκαθόταν,
σέ ίσκιο μυρτιάς, κι αυτή άρχισε νά τού ερωτολογή,
διηγώντας του πώς ό θεός ό Άρης την ορεγόταν,
καί, σάν τή λαχταρούσε αυτός, πώς τού έκλινε καί αυτή.
''Νά πώς'', είπε, ''μ' αγκάλιαζεν ό πολεμόχαρος θεός'',
καί τύλιγε τον Άδωνη μέσα στήν αγκαλιά της.
''Νά πώς μέ ξεθηλύκωνεν ό πολεμόχαρος θεός'',
σά νά είταν τάχα νά χαρή κι ό νιός τήν ομορφιά της.
''Καί νά πώς'', είπε "μού 'αρπαζε στά χείλη τά φιλιά'',
καί τό άρπαγμα παράσταινε πάνω στού νιού τά χείλη
μά ώσπου νά πάρη ανασαμό, πέρα ό κακός πηδά,
στά κάλλη της αδιάφορος καί στά όσα αυτή τού ομίλει.
Αχ! νάχα τήν κυρά μου εγώ σέ κείνο τό στενό,
καί στά φιλιά νά μ' έλυωνε πρίν πάρω δρόμο εγώ!
* * *
Μιά μέρα (ώχου, εκείνη ή μέρα!)
ό Έρωτας πού μήνα πάντα του έχει Μάη,
στόν ακόλαστο εγέρα
θεόμορφο
άνθος είδε να παιζογελάη.
Μέσ' απ' τά βελούδα φύλλα
ό άνεμος αόρατος κρυφοπερνούσε
κι ό εραστής (όλος σκασίλα)
πνοή ουράνια κι αυτός νάταν λαχταρούσε.
''Αέρας πνέει στά μάγουλά σου'',
λέγει, ''άχ, έτσι νά θριάμβευα κ' εγώ!
Μά τό χέρι μου έκαμε όρκο απ' τή βραγιά σου
νά μήν κόψη τόν ανθό,
ναί όρκο αταίριαστο στά νιάτα,
νιάτα αρμόδια νά τρυγούνε κάλλη ανθάτα.
Μήν τό πής κρίμα γιά μέ,
πού ψευτόρκησα γιά σέ,
γιά σένα, ώς κι ό Δίας τήν Ήρα
μέ όρκο θάλεγε Αραπίνα,
καί γι' αγάπη σου θνητός
θα γυρνούσε από θεός''.
* * *
Μιά μέρα έλαχε, καί πάει,
τό φαιδρό μήνα, τό Μάη,
σέ τερπνόν ίσκιο αποκάτω,
σέ λόγγο μυρτιές γιομάτο,
ζά πηδούσαν, καί πουλάκια κελαϊδούσαν,
δέντρα ανθούσαν, καί φυτά βλαστοβολούσαν,
κάθε τί έδιωχνε τόν πόνο,
έξω απ' τήν αηδόνα μόνο:
τό άμοιρο πουλί, σάν έρημο αφησμένο,
μέ τό στήθος σ' ένα αγκάθι ακουμπησμένο,
τό πιό θλιβερό τραγούδι θρηνωδούσε,
κι όποιος τό άκουγε βαθιά το συμπονούσε:
''Έσκουζε ''Ού! ντροπή!'' συχνά,
''Τηρέα! Τηρέα!'' άλλη φορά,
κι εγώ ακούοντάς την έτσι να βογγά,
έχυνα ολοένα δάκρυα πικρά:
τά δεινά της, ζωηρά φανερωμένα,
μού θύμιζαν τούς καημούς κ' εμένα.
Άχ, τού κάκου -εστοχαζόμουν- θρηνωδείς!
τόν καημό σου δέ θά λυπηθή κανεί:
μήν ταναίσθητα δέντρα σ' ακούνε;
μήν τανήμερα θεριά σέ συμπονούνε;
Ό Πανδίωνας ό ρήγας πεθαμμένος,
σέ μολύβι κάθε φίλος του κλεισμένος΄
καί όλα τάλλα κελαϊδούνε τά πουλιά,
ξένοιαστα γιά τή δική σου συφορά.
Έτσι, καψερό πουλί μου, όπως εσένα,
ψυχή ανθρώπου δέ θά λυπηθή κ' εμένα.
_____________________
Μετ.: Νικόλαος Ποριώτης
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Απρίλιος 1564 - 3 Μαΐου 1616
* Από το βιβλίο "Η Ελλάδα στην Ξένη Ποίηση", εκδόσεις Παρασκήνιο
Scholeio.com
Μιά μέρα έλαχε, καί πάει,
τό φαιδρό μήνα, τό Μάη,
σέ τερπνόν ίσκιο αποκάτω,
σέ λόγγο μυρτιές γιομάτο,
ζά πηδούσαν, καί πουλάκια κελαϊδούσαν,
δέντρα ανθούσαν, καί φυτά βλαστοβολούσαν,
κάθε τί έδιωχνε τόν πόνο,
έξω απ' τήν αηδόνα μόνο:
τό άμοιρο πουλί, σάν έρημο αφησμένο,
μέ τό στήθος σ' ένα αγκάθι ακουμπησμένο,
τό πιό θλιβερό τραγούδι θρηνωδούσε,
κι όποιος τό άκουγε βαθιά το συμπονούσε:
''Έσκουζε ''Ού! ντροπή!'' συχνά,
''Τηρέα! Τηρέα!'' άλλη φορά,
κι εγώ ακούοντάς την έτσι να βογγά,
έχυνα ολοένα δάκρυα πικρά:
τά δεινά της, ζωηρά φανερωμένα,
μού θύμιζαν τούς καημούς κ' εμένα.
Άχ, τού κάκου -εστοχαζόμουν- θρηνωδείς!
τόν καημό σου δέ θά λυπηθή κανεί:
μήν ταναίσθητα δέντρα σ' ακούνε;
μήν τανήμερα θεριά σέ συμπονούνε;
Ό Πανδίωνας ό ρήγας πεθαμμένος,
σέ μολύβι κάθε φίλος του κλεισμένος΄
καί όλα τάλλα κελαϊδούνε τά πουλιά,
ξένοιαστα γιά τή δική σου συφορά.
Έτσι, καψερό πουλί μου, όπως εσένα,
ψυχή ανθρώπου δέ θά λυπηθή κ' εμένα.
_____________________
Μετ.: Νικόλαος Ποριώτης
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Απρίλιος 1564 - 3 Μαΐου 1616
* Από το βιβλίο "Η Ελλάδα στην Ξένη Ποίηση", εκδόσεις Παρασκήνιο
Scholeio.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου