Ουίλλιαμ Γέιτς, Πάτα Ελαφρά γιατί Πατάς πάνω στα όνειρά μου

Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς

   «Αν είχα τ' ουρανού την πλουμιστή τη φορεσιά
   την υφασμένη από χρυσό κι απ' ασημένιο φως
   Τη γαλανή, τη μελιχρή, τη μαυροκεντημένη φορεσιά
   Από νύχτα κι από μέρα κι από αποσπερίσιο φως
   Τη φορεσιά μου θα άπλωνα κάτω από τα πόδια σου
   Μα εγώ που είμαι φτωχός έχω μόνο τα όνειρά μου
   Τα όνειρά μου άπλωσα κάτω από τα πόδια σου.
   "Πάτα ελαφρά γιατί πατάς πάνω στα όνειρά μου».




       Μια μακροπόδα μύγα

Ο πολιτισμός να μη βουλιάξει
και να μη χαθεί η μεγάλη μάχη,
το σκυλί σωπάστε, το πουλάρι
δέστε το μακριά απ’ τη ράχη.

Είναι ο καίσαράς μας στη σκηνή του
κι είναι οι χάρτες ανοιχτοί και πάλι.
Στο κενό τα μάτια του καρφώνει,
η παλάμη κάτω απ’ το κεφάλι.
Σαν μακροπόδα μύγα στο ποτάμι
Κινείται το μυαλό του στη σιωπή.

Οι μεγάλοι πύργοι να καούνε
κι η όψη σου στην μνήμη να γραφτεί,
όσο δύνεσαι πιο αβρά περπάτα
στο δωμάτιο μοναχή.

Πιο πολύ παιδί παρά γυναίκα,
βλέπει πως κανείς δεν την κοιτάζει.
‘Ένα βήμα που έχει αρπάξει
απ’ τον δρόμο δοκιμάζει.
Σαν μακροπόδα μύγα στο ποτάμι
Κινείται το μυαλό της στη σιωπή.

Για να βρουν στην ήβη τα κορίτσια
τον Αδάμ βαθιά στη σκέψη,
κλείστε του παρεκκλησιού την πόρτα,
κάποιος τα παιδιά ας μαζέψει.
Στις ψηλές επάνω σκαλωσιές
Πιο σιγά κι απ’ ό,τι οι ποντικοί,
ο Μιχαήλ Άγγελος,
το να χέρι στρέφει εδώ κι εκεί.
Σαν μακροπόδα μύγα στο ποτάμι
Κινείται το μυαλό του στη σιωπή.


       Η γάτα και το φεγγάρι 

   Η γάτα πήγε εδώ κι εκεί,
   με πάνωθέ της το φεγγάρι,
   την πιο στενή του συγγενή,
   που γύριζε σαν το κουβάρι.
   Κι όπως η γάτα εκεί αλυχτούσε
   κάρφωσε τη Σελήνη με το βλέμμα,
   τι το καθάριο φως των ουρανών
   τάραξε το ζεστό της αίμα.
   Και τρέχει η Μιναλού στη χλόη
   σηκώνοντας το πόδι αβρό.
   Χορεύεις, Μιναλού, χορεύεις;
   Τι πιο τερπνό από το χορό
   σαν τέτοιοι συγγενείς συναντηθούν;
   Μπορεί να μάθει το φεγγάρι,
   αν τους αβρούς του τρόπους βαρεθεί,
   μιας νέας στροφής τη χάρη.
   Η Μιναλού κυλιέται στο χορτάρι
   σε μέρη φεγγαρόφωτα γοργή
   και πάνω της η ιερή Σελήνη
   πήρε μια νέα μορφή.
   Γνωρίζει πως οι κόρες των ματιών της
   θα πάνε από τη μια αλλαγή στην άλλη,
   γεμάτες πρώτα κι ύστερα μισές,
   κι από μισές γεμάτες πάλι;
   Κυλιέται στο χορτάρι η γάτα,
   σοφή, σπουδαία και μονάχη,
   στην αλλαγή του φεγγαριού τα μάτια της
   στραμμένα τα ‘χει.



        Οι άγριοι Κύκνοι

Τα δέντρα το φθινόπωρο είναι ωραία,
τα μονοπάτια είναι ξερά.
Τον ουρανό στου Οκτώβρη το λυκόφως
αντιφεγγίζουν τα νερά·
στη λίμνη τη γεμάτη μες τις πέτρες
πενήντα κύκνοι είναι κι εννιά.

Το δέκατο ένατο φθινόπωρο ήρθε
στα μέρη ετούτα τα ίδια·
πριν τους μετρήσω, στα φτερά τους βλέπω
να υψώνονται όλοι αιφνίδια
με βοή, και να σκορπίζουν σε μεγάλα
σπασμένα δαχτυλίδια.

Είναι η καρδιά μου πικραμένη, αφού είδα
τα πλάσματα τα λαμπερά.
Όλα απ’ τη δύση αλλάξανε, που ακούοντας
στην όχθη αυτή πρώτη φορά
ψηλά τον χτύπο των φτερών τους, γίναν
τα βήματά μου μου πιο ελαφρά.

Ανέμελα ζευγάρια ακόμα πλέκουν
μαζί στο παγωμένο ρέμα
ή ανέρχονται στον αέρα, στην καρδιά τους
δεν πάγωσεν ακόμη το αίμα,
γιατί το πάθος κι η αρπαγή, όπου πάνε
καρφώνουν πάνω τους το βλέμμα.

Αλλά στ’ ακίνητο νερό κυλάνε,
μυστήριο τώρα κι ομορφιά·
πλάι σε ποια λίμνη ή κρήνη, σε ποια βούρλα
θα χτίσουν μέσα τη φωλιά
και θα τους καμαρώσουν σαν ξυπνήσω
και δω πως πέταξαν μακριά;

Στίχοι γραμμένοι με κατάθλιψη
Πότε κοίταξα για τελευταία φορά
Τα στρογγυλά πράσινα μάτια και τα μακριά τρεμουλιαστά κορμιά
Των σκοτεινών λεοπαρδάλεων της σελήνης;
Όλες οι άγριες μάγισσες, εκείνες οι διακεκριμένες κυρίες,
Παρά τα σκουπόξυλά τους και τα δάκρυα,
Τα οργισμένα τους δάκρυα, χάθηκαν.
Οι ιεροί κένταυροι των λόφων εξαφανίστηκαν·
Δεν έχω τίποτα εκτός από τον πικραμένο ήλιο·
Εξόριστη ηρωίδα μητέρα η σελήνη και εξαφανισμένη,
Και τώρα που πάτησα τα πενήντα
Πρέπει να υπομένω τον δειλό ήλιο.


        Οι γέροι θαυμάζοντας τον εαυτό τους στο νερό


   Άκουσα τους γέρους, γέρους άντρες να λένε,
   «Όλα αλλάζουν,
   Και ένας ένας χανόμαστε».
   Ήταν τα χέρια τους σαν νύχια αρπακτικών, και τα γόνατά τους
   Μπλεγμένα σαν γέρικα αγκαθερά δέντρα
   Δίπλα στο νερό.
   «Ό,τι είναι όμορφο φεύγει,
   Όπως το νερό».

   ***

       Ένας άντρας νέος και γέρος: ΙΙΙ. 

       Η γοργόνα

   Μια γοργόνα βρήκε έναν νεαρό κολυμβητή,
   Τον πήρε για δικό της,
   Πίεσε το κορμί της στο κορμί του,
   Γέλασε· και καθώς βυθιζόντουσαν
   Ξέχασε μες στην σκληρή της ευτυχία
   Ότι ακόμα και οι εραστές πνίγονται.

   ***

       Μια γυναίκα νέα και γριά ΙΙ. 

      Πριν ο κόσμος φτιαχτεί

   Αν κάνω τις βλεφαρίδες μαύρες
   Και τα μάτια βάψω φωτεινά
   Και τα χείλη πιο κόκκινα,
   Ή αν ρωτάω αν όλα είναι καλά
   Από καθρέφτη σε καθρέφτη,
   Δεν το θεωρώ υπερβολή:
   Αναζητώ το πρόσωπο που είχα
   Πριν ο κόσμος φτιαχτεί.
   Τι κι αν κοιτάξω έναν άντρα
   Όπως τον αγαπημένο μου,
   Και το αίμα μου είναι κρύο
   Και η καρδιά μου ασυγκίνητη;
   Γιατί να με πει σκληρή
   Ή ότι τον πρόδωσα;
   Θα τον κάνω να μ’ αγαπήσει όπως ήμουν
   Πριν ο κόσμος φτιαχτεί.

   ***

       Εφήμερα

«Τα μάτια σου που δεν κουράζονταν από τα δικά μου
Είναι τώρα λυγισμένα απο τη θλίψη κάτω από κρεμασμένα βλέφαρα,
Γιατί ο έρωτάς μας χάνεται».
Και τότε Εκείνη:
«Παρόλο που ο έρωτάς μας χάνεται, ας σταθούμε
Στη μοναχική όχθη της λίμνης ακόμα μια φορά,
Μαζί σ’ αυτή την ώρα πραότητας
Που το κουρασμένο παιδί, το πάθος, κοιμάται.
Πόσο μακριά φαίνονται τ’ άστρα, και πόσο μακριά
Είναι το πρώτο μας φιλί, και ω, πόσο γερασμένη η καρδιά μου!»
Σκεπτικοί βημάτισαν πάνω στα ξεθωριασμένα φύλλα,
Ενώ αργά εκείνος που της κρατούσε το χέρι απάντησε:
«Το πάθος συχνά φθείρει τις περιπλανώμενες καρδιές μας».
Τους κύκλωνε το δάσος, και τα κίτρινα φύλλα
Έπεφταν σαν αδύναμοι μετεωρίτες στο μισοσκόταδο, και άξαφνα
Ένας γερασμένος λαγός εμφανίστηκε κουτσαίνοντας στο μονοπάτι·
Τον είχε καταβάλει το φθινόπωρο: και τώρα στάθηκαν
Στη μοναχική όχθη της λίμνης ακόμα μια φορά:
Γυρνώντας, είδε ότι εκείνη είχε βάλει νεκρά φύλλα
μαζεμένα σιωπηλά, νοτισμένα σαν τα μάτια της,
Στο στήθος και τα μαλλιά.
«Α, μη θρηνείς», της είπε,
«Που κουραστήκαμε, αφού άλλοι έρωτες μας περιμένουν·
Μίσησε και αγάπα μέσα σ’ ευτυχισμένες ώρες.
Μπροστά μας απλώνεται η αιωνιότητα· οι ψυχές μας
Είναι έρωτας, και ένας συνεχής αποχαιρετισμός».



       Το παλτό

   Στο τραγούδι μου έφτιαξα παλτό
   Από παλιές μυθολογίες βγαλμένο
   Με στολίδι καλυμμένο
   Από τη φτέρνα ως το λαιμό.
   Μα άντρες ανόητοι τ’ αρπάξαν
   Στου κόσμου τα μάτια φορέσαν το παλτό
   Και σαν να το κέντησαν εκείνοι προχωρούν
   Τραγούδι μου, άσε τους να το φορούν
   Γιατί είναι τολμηρότερο, θαρρώ
   Γυμνός να περπατάς. 


      Ο βιολιστής του Ντούνει 


Όταν το βιολί μου στο Ντούνει παίζω
Οι γύρω μου σαν της θάλασσας χορεύουνε το κύμα
Ο ξάδερφός μου στο Κίλβαρεντ είναι παπάς,
Παπάς στο Μουχάραμπι ο αδελφός μου.

Αδερφό και ξάδερφο εγώ έχω ξεπεράσει:
Σελίδες με προσευχές διαβάζουνε εκείνοι
σελίδες με τραγούδια διαβάζω εγώ
που από του Σλάιγκο αγόρασα το πανηγύρι.

Το τέλος του χρόνου σαν θα ‘ρθει
μπροστά στου αγίου Πέτρου θα σταθούμε, τη μορφή
Στις τρεις κουρασμένες μας ψυχές θα χαμογελάσει
μα πρώτο από την πύλη εμένα θα περάσει

Γιατί οι καλοί είναι πάντα οι χαρούμενοι
Εκτός εάν η δύσκολη η τύχη τους προλάβει
Και οι καλοί αγαπούνε το βιολί
Και οι καλοί αγαπούνε το χορό

Και όταν από τις μορφές ο κόσμος τη δική μου ξεχωρίσει
Όλοι σε εμένα θε να ρθούνε
«ο βιολιστής του Ντούνει» θε να πούνε
και σαν της θάλασσας θα χορέψουνε το κύμα.


       Ένας Ιρλανδός αεροπόρος 

       προβλέπει το θάνατό του 

   Γνωρίζω πως τη μοίρα μου θα συναντήσω
   Κάπου ανάμεσα στα σύννεφα.
   Αυτούς που πολεμώ δεν τους μισώ
   δεν αγαπώ αυτούς που προστατεύω
   Πατρίδα μου το σταυροδρόμι του Κίλταρταν
   Και συγγενείς μου του Κίλταρταν οι φτωχοί
   Κανένα αποτέλεσμα δε θα τους έφερνε χαρά
   ή λύπη περισσότερη από πριν
   Ο αγώνας μου δεν υπακούει σε νόμους, καθήκοντα,
   πρόσωπα δημόσια ή κραυγές του πλήθους
   Μια μοναχική παρόρμηση χαράς
   Με έφερε σε αυτή την καταιγίδα πάνω από τα σύννεφα
   Καλά τα υπολόγισα, τα πάντα έφερα στο νου
   Τα χρόνια που έρχονται μοιάζουν ξοδεμένη ανάσα
   σκόρπια ανάσα τα χρόνια που περάσαν
   Και ο θάνατος που πλησιάζει σε αρμονία
   με εκείνη που φεύγει τη ζωή.



     Ένα τραγούδι του ποτού 


Το στόμα αγκαλιάζει το ποτό,

τον έρωτα τα μάτια.
Την αλήθεια μόνο αυτή 
πριν φύγω θα γνωρίσω.
Στο στόμα φέρνω το ποτήρι 
στη σιωπή μέσα σε κοιτώ. 



     Ταλάντευση

   Τα πενήντα χρόνια μου ήρθανε και φύγαν
   Και έκατσα, ένας άνθρωπος μονάχος,
   μέσα στη βοή των μαγαζιών του Λονδίνου,
   Μ‘ ένα βιβλίο ανοιχτό και ένα φλιτζάνι άδειο
   Στο μαρμάρινο τραπέζι μπρος μου

   Καθώς ατένιζα το μαγαζί, το δρόμο,
   το σώμα μου ξάφνου ένιωσα να φλέγεται
   και για περίπου είκοσι λεπτά
   μου φάνηκε από την τόση ευτυχία
   πως είχα ευλογηθεί
   και πως μπορούσα να ευλογήσω.

     Θάνατος

   Ούτε το φόβο, ούτε την ελπίδα περιμένει
   ένα ζώο καθώς πεθαίνει.
   Ο άνθρωπος το τέλος πλησιάζει
   πάντα φοβάται και πάντα ελπίζει
   Πολλές φορές έχει πεθάνει
   φορές πολλές ξανά έχει ανθίσει.
   Μα του μεγάλου ανθρώπου η περηφάνεια
   τον χλευασμό της μεγάλο ορθώνει
   Όταν σε αγνώστους μπροστά γεμάτους φόνο
   η τελευταία ανάσα του παγώνει.
   Τον θάνατο γνωρίζει μέχρι τα κόκαλά του,
   ο άνθρωπος δημιουργός είναι του θανάτου.



Scholeio.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: