Αουρομπίντο, Ξεχασμένος από την ιστορία


Σρι Αουρομπίντο

    Φιλόσοφος, ασκητής, προφήτης, ένας μεγάλος ποιητής.   Ο αυθεντικότερος οραματιστής μιας ανεξάρτητης Ινδίας, ο άνθρωπος ο οποίος  μόχθησε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον για την απελευθέρωσή της, ξεχάστηκε από την ιστορία, αυτός είναι ο Σρι Αουρομπίντο (ή Αουρομπίντο Γκόσε). Ο μεγάλος ξεχασμένος της ιστορίας.

Λάτρης της ινδικής πολιτισμικής παράδοσης, είχε προσπαθήσει, να ανιχνεύσει τις ελληνικές επιδράσεις στον ινδικό πολιτισμό. Το 1976 (26 χρόνια μετά τον θάνατό του), κυκλοφόρησε στη Γαλλία, από τον οίκο Albin Michel, το έργο του «Η Ελλάδα στην Ινδία» «=De la Grece a l’ Inde»).
Ο ερμηνευτής των Ουπανισάντς δίδασκε: «Συνειδητοποιώντας τον Εαυτό» (atmaman viddhi) και ο Σωκράτης έλεγε: «Γνώθι σαυτόν».

Ο Ισοκράτης παρατηρεί πως «ο τίτλος του Έλληνα ανήκει μάλλον σ’ αυτούς που μοιράζονται τον πολιτισμό μας, παρά σε εκείνους που έχουν αίμα όμοιο με εμάς.». Και ο Σουάμι Βιβεκανάντα συμπληρώνει: «Οι Έλληνες μπορεί να είναι ξένοι, αλλά εκείνοι ανάμεσά τους που έχουν ριζωμένη μέσα τους τη Σοφία είναι άξιοι σεβασμού. Όταν πρόκειται για τη Σοφία και το Θείον, δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε ομοεθνείς και αλλοεθνείς.»

Η Πλατωνική αντίληψη για την ψυχή, μαζί με τη διδαχή πως σκοπός της φιλοσοφίας και της πραγματικής γνώσης είναι το καθάρισμα από τις χαμηλότερες στρώσεις της, τα συμβολικά χαλίκια και αχιβάδες, η απαλλαγή της δηλαδή από τις υλικές επιθυμίες, «έτσι, που να μπορέσει να πετάξει ελεύθερη στον κόσμο του αληθινού». 

Στην Καλκούτα τον Αύγουστο του 1872 γεννιέται ο Σρι Αουρομπίντο. Στις 15 Αυγούστου, η ίδια ημερομηνία της επίσημης ανακήρυξης της Ινδίας σε ανεξάρτητο κράτος, αλλά του 1947, όταν ο Ινδός φιλόσοφος έκλεινε τα 75 χρόνια του. 
Η εκπαίδευσή του ξεκινάει σε ένα χριστιανικό εκκλησιαστικό σχολείο στο Νταρτζίλινγκ του ορεινού Σικίμ, όπου τον έστειλε ο πατέρας του. Στην τρυφερή ηλικία των επτά ετών, τον πήρε από εκεί και τον έστειλε στην Αγγλία, στην οποία ο Αουρομπίντο παρέμεινε ως την ολοκλήρωση των λαμπρών πανεπιστημιακών σπουδών του στο Καίμπριτζ. 
Όταν επέστρεψε στην Ινδία, μπήκε πρώτα στην υπηρεσία του μαχαραγιά της Μπαρόντα 1 και αργότερα -γύρω στο 1908- άρχισε να γράφει, σε τακτική βάση, πολιτικά άρθρα στις εφημερίδες της Βομβάης, τόσο σε αυτές που εκδίδονταν στη γλώσσα «μαράθις» (τη γλώσσα της περιφέρειας Μαχαράστρα, πρωτεύουσα της οποίας ήταν και είναι η Βομβάη), όσο και σε εκείνες που εκδίδονταν στην αγγλική γλώσσα. 

Kάποτε η ιστορία της πορείας για την ανεξαρτοποίηση των πρώην Βρετανικών Ινδιών, θα γραφτεί από την αρχή.  Μπορεί και όχι. Μπορούμε όμως να το ελπίζουμε ή να πρέπει, να το ελπίζουμε.  Eξηγούμε το ''γιατί''.  

Όσα διδάσκονται σήμερα ―τόσο στην Ινδία όσο και στον Δυτικό κόσμο― περιλαμβάνουν συχνά, μόνο τα ανεκδοτολογικά, τα μεταφυσικά ή τα εντελώς επιφανειακά στοιχεία και σε κάποιες περιπτώσεις τα απλώς αληθοφανή. 
Διότι, για παράδειγμα, η κρατούσα ιστορική άποψη θέλει να κάνει τον πολύ κόσμο να πιστέψει, πως το κίνημα για την ανεξαρτησία άρχισε με το περίφημο «Εθνικό Ινδικό Κογκρέσο». Στην πραγματικότητα, όμως, το Κόμμα του Κογκρέσου δημιουργήθηκε από τους ίδιους τους Άγγλους, προκειμένου αυτοί να μπορούν να ελέγχουν καλύτερα τους Ινδούς. 

Πιο συγκεκριμένα ένας Βρετανός, ο Α. Ο. Χιουμ 2  ήταν αυτός που ίδρυσε το Κογκρέσο, το 1885, με διακηρυγμένο σκοπό «... να μπορούν όλοι όσοι εργάζονται για το εθνικό καλό [το βρετανικό εννοείται], να συναντώνται, να συζητούν και να παίρνουν αποφάσεις για τις πολιτικές πράξεις στις οποίες θα προέβαιναν κατά τη διάρκεια κάθε χρόνου»3

Και είναι χαρακτηριστικό, πως ως το τέλος του 19ου αι., το Κόμμα του Κογκρέσου θεωρούσε την παρουσία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στην ινδική χερσόνησο σαν ένα είδος «θεϊκής επιταγής» και έτσι αρκούνταν στο να ασκεί απλώς μετριοπαθή κριτική προς την τοπική κυβέρνηση, ενώ συγχρόνως δήλωνε σε όλους τους τόνους τη νομιμοφροσύνη του προς το Στέμμα «και την πίστη του στον φιλελευθερισμό και στην έμφυτη αίσθηση των Άγγλων περί δικαιοσύνης».

Το αποτέλεσμα ήταν πως οι Βρετανοί, για κάποιο χρονικό διάστημα, μεταχειρίστηκαν ευγενικά και κολακευτικά το Κογκρέσο και ουσιαστικά το χρησιμοποίησαν, για να δικαιολογήσουν τη συνέχιση της κατοχής τους στην Ινδία. 

Πολύ γρήγορα όμως, η βρετανική ευγένεια μετατράπηκε σε περιφρόνηση και κατόπιν σε εχθρότητα, η οποία μεγάλωσε, όταν το Κογκρέσο ―συνειδητοποιώντας την μέχρι τότε πολιτική «αφέλειά του»― στράφηκε σε μια κίνηση για την απόκτηση Συντάγματος, καθώς και για την ψήφιση από το βρετανικό Κοινοβούλιο κάποιων νόμων, οι οποίοι θα ευνοούσαν τους Ινδούς. 

Οι πρώτοι Ινδοί που εντάχθηκαν στο Κογκρέσο, είχαν σπουδάσει -ως επί το πλείστον- στην Αγγλία και είχαν επιστρέψει στη χώρα τους διαποτισμένοι από τον αγγλοσαξονικό φιλελευθερισμό του 19ου αι., πασπαλισμένο όμως και με μια δόση μαρξισμού. 

Όπως έγραψε ο Αλαίν Ντανιελού στο έργο του «Ιστορία της Ινδίας»: «Έτσι εξηγούνται τα κύρια χαρακτηριστικά του πολιτικού κινήματος που επονομάστηκε Εθνικό Ινδικό Κογκρέσο, ενός κινήματος ούτε των μαζών των απλών Ινδών, ούτε των πριγκίπων των ημιαυτόνομων ινδικών κρατιδίων, ούτε των λογίων της παραδοσιακής ιντελιγκέντσιας, αλλά μιας εξαγγλισμένης μειονότητας Ινδών, στην οποία οι κυρίαρχοι Άγγλοι αρνούνταν το δικαίωμα της ισότητας εκτός του μητροπολιτικού εδάφους της Μεγ. Βρετανίας».

Αυτή ακριβώς η μειονότητα ήταν καρπός της βρετανικής πολιτικής, η οποία συνίστατο στο να σχηματιστεί μια μικρή ινδική ελίτ, που θα χρησίμευε ως ενδιάμεσο κοινωνικό επίπεδο ανάμεσα στη γραφειοκρατία του Ρατζ 
4 και στις μάζες των εκατομμυρίων αμόρφωτων Ινδών. 

Οι εκάστοτε πολιτικοί ηγέτες του Κογκρέσου ήταν όχι μόνο «μετριοπαθείς» (εξάλλου με αυτόν τον επιθετικό προσδιορισμό έμειναν γνωστοί στην ιστορία), αλλά ήταν προπάντων, σε μεγάλο ποσοστό, αποκομμένοι από τη σύγχρονη ινδική πραγματικότητα, από το πνεύμα των προγόνων τους και από το μεγαλείο ψυχής του απλού αγροτικού πληθυσμού της Ινδίας. 
Το Κογκρέσο έγινε τελικά ακραία ριζοσπαστικό μόλις το 1942, όταν ο Μαχάτμα Γκάντι, εν ονόματι της ιερής -γι’ αυτόν- αρχής της μη βίας, αποφάνθηκε πως η Ινδία δεν θα συμμετείχε στη βρετανική πολεμική προσπάθεια εναντίον των δυνάμεων του Άξονα. Τότε αμέσως οι Βρετανοί κήρυξαν το Κόμμα του Κογκρέσου παράνομο, συνέλαβαν και φυλάκισαν τους περισσότερους ηγέτες του και εφάρμοσαν γενικά μια αυστηρά κατασταλτική πολιτική εναντίον του.

Για πολλούς από τους συγχρόνους μας ειδικούς επί των ινδικών θεμάτων (όπως π.χ. ο Αμερικανός Νταίηβιντ Φρώλυ, ο Βέλγος Κόνραντ Ελστ, ο Ινδός Σιτάραμ Γκόελ), ο άνθρωπος ο οποίος υπήρξε ο αυθεντικότερος οραματιστής μιας ανεξάρτητης Ινδίας, μόχθησε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον για την απελευθέρωσή της, υπήρξε επιπλέον ένας μεγάλος ποιητής, ένας ανεπανάληπτος φιλόσοφος και τέλος ασκητής και προφήτης, 
ο ''άσημος'' Σρι Αουρομπίντο, ο οποίος ξεχάστηκε από την ιστορία. 

Τα άρθρα του Αουρομπίντο προκαλούσαν ζωηρή αίσθηση, σε μιαν Ινδία η οποία ήταν βυθισμένη σε βαθύτατο πολιτικό λήθαργο. Η κύρια πολιτική θέση των άρθρων του συνοψιζόταν στο ότι «... το Κογκρέσο επιδιώκει λανθασμένους σκοπούς, το πνεύμα που κατοικεί μέσα του δεν είναι ειλικρινές και ανυπόκριτο και οι μέθοδοι δράσης που έχει επιλέξει δεν είναι οι σωστές».
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1900, ο Σρι Αουρομπίντο είχε συνειδητοποιήσει πως η κίνηση για την απόκτηση Συντάγματος και η παθητική αντίσταση, που είχαν υιοθετηθεί από το Κογκρέσο ως σκοπός και ως «μέθοδος δράσης» αντίστοιχα, δεν συναποτελούσαν ό,τι καλύτερο για την επίτευξη της ανεξαρτησίας της Ινδίας. 
Έφερε λοιπόν και πάλι στην επιφάνεια το μυστικό νόημα της «Μπαγκαβάντ Γκιτά», του ιερότερου κειμένου του ινδουισμού: Η χρήση της βίας είναι μερικές φορές απαραίτητη, εάν εκπορεύεται από το «ντάρμα», την αίσθηση του καθήκοντος. Και το «ντάρμα» της δεδομένης ιστορικής στιγμής, απαιτούσε την απελευθέρωση της Ινδίας. Έτσι άρχισε να έρχεται σε επαφές με κάποιες επαναστατικές ομάδες που υπήρχαν στη Μαχαράστρα και στη Βεγγάλη, επιδιώκοντας να επιτύχει τον συντονισμό των δράσεων όλων τους.
 Θα πρέπει να υπενθυμιστεί εδώ, πως ως εκείνη την εποχή, δηλαδή μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1900 [και στην πραγματικότητα μέχρι και τα γεγονότα της εποχής της ανεξαρτησίας], οι εκδηλώσεις βίας που στρέφονταν εναντίον των Βρετανών στην Ινδία δεν ήταν οργανωμένες και είτε αποτελούσαν μεμονωμένες πράξεις μερικών ατόμων, είτε αποτελούσαν ξαφνικά ξεσπάσματα της οργής του πλήθους. 

Μαζί με μια Ιρλανδή, η οποία είχε ασπαστεί τον ινδουισμό και είχε γίνει μοναχή με το όνομα Νιβεντίτα (και η οποία υπήρξε μαθήτρια του Σουάμι Βιβεκανάντα, ενός άλλου αποστόλου της ινδικής παλιγγενεσίας), ο Σρι Αουρομπίντο οργάνωσε και συγκάλεσε κρυφά στη Βεγγάλη την πρώτη κοινή σύνοδο των επαναστατικών ομάδων.  Εκεί καθόρισε και τον σκοπό του αγώνα τους: «Να πεταχτούν οι Βρετανοί έξω από την Ινδία!». 

Όμως αυτή η πράξη, ακόμη και αν θα οδηγούσε στη χρήση βίας, ήταν επενδυμένη με ένα εσωτερικό όραμα: «Ενώ οι περισσότεροι λαοί αντιλαμβάνονται την έννοια της πατρίδας τους ως μια μάζα από αδρανή υλικά, φτιαγμένη από δάση, λόφους και ποτάμια, εγώ τιμώ την πατρίδα μου σαν Μητέρα. Και τι θα έκανα, εάν ένας δαίμονας προσπαθούσε να της ρουφήξει το αίμα; 

Ξέρω ότι έχω τη δύναμη να ανεγείρω αυτόν τον εκπεσόντα λαό. Δεν είναι μια δύναμη φυσική (γιατί) δεν θα πολεμήσω με το σπαθί ή με το περίστροφο, αλλά με τη δύναμη της γνώσης», έγραψε αργότερα ο Αουρομπίντο στο έργο του «Η αναγέννηση της Ινδίας». 
Τον Φεβρουάριο του 1910, ο Σρι Αουρομπίντο πληροφορήθηκε πως οι Άγγλοι είχαν την πρόθεση να κλείσουν την εφημερίδα στην οποία αρθρογραφούσε εκείνη την περίοδο και να τον συλλάβουν. 
Αποφάσισε να ζητήσει καταφύγιο στο γαλλοκρατούμενο Ποντισερύ 5, για να συνεχίσει από εκεί το έργο του με την ιδιότητα του «γιόγκι», ενώ η Ινδία θα συνέχιζε την πορεία της προς την ελευθερία, η οποία θα ερχόταν νομοτελειακά για τον Αουρομπίντο ήταν απλώς ζήτημα χρόνου. Στο Ποντισερύ, λοιπόν, πλαισιώθηκε λίγο αργότερα από τους πρώτους μαθητές του, οι οποίοι πολλαπλασιάστηκαν, έως ότου συγκροτήθηκε ένα μεγάλο «άσραμ» [=θρησκευτικό ησυχαστήριο, κάτι σαν ένα είδος «ινδουιστικής σκήτης». 

Σήμερα το «άσραμ» του Αουρομπίντο αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα του Ποντισερύ και λειτουργεί ως διεθνές κέντρο σπουδών]. Εκεί, μέσα σε λίγα χρόνια, συνέγραψε ολόκληρο το φιλοσοφικό έργο, στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν πάνω από τριάντα τίτλοι και ανάμεσά τους το «Σαβίτρι»: Ένα επικό ποίημα, που από πολλούς ποιητές θεωρείται ως ένας από τους ωραιότερους επικούς ύμνους οι οποίοι έχουν συντεθεί ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία. Όλη την υπόλοιπη ζωή του την αφιέρωσε σε αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «ολοκληρωτική γιόγκα», ως τη στιγμή που «εγκατέλειψε το σώμα του», στις 5 Δεκεμβρίου 1950.

Για τον Σρι Αουρομπίντο, η ίδια η ουσία του πραγματικού εθνικισμού είναι το «ντάρμα», η εσωτερική αίσθηση του καθήκοντος ή ο εσωτερικός νόμος του ανθρώπου και αυτό θα έπρεπε να αποτελέσει τον κύριο θεμέλιο λίθο για την ανεξάρτητη Ινδία του μέλλοντος. Κατά την άποψή του, μόνο η πνευματική ανέλιξη και ανόρθωση μπορούσαν να οδηγήσουν στην κοσμική σωτηρία. 
Δυστυχώς, όμως, οι σύγχρονοί του ηγέτες του Κογκρέσου δεν είχαν ακριβώς τα ίδια οράματα. Από αυτούς τους ηγέτες, τα ιστορικά βιβλία «στέκονται» κυρίως σε δύο: Τον Παντίτ Τζαβαχαρλάλ Νεχρού και τον Μαχάτμα Γκάντι.
Εξιδανίκευσαν τον Νεχρού, πλάθοντάς τον σαν μυθιστορηματικό ήρωα και όχι παρουσιάζοντάς τον ψυχρά ως υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο. Οι συγγραφείς που συνέβαλαν πρωτίστως στην καλλιέργεια αυτής της υπερβολής είναι ο Ντομινίκ Λαπιέρ και δευτερευόντως ο Λάρυ Κόλινς. 

Ο Λαπιέρ, με το βιβλίο του «Αυτή τη νύχτα η ελευθερία» (ένα παγκόσμιο μπεστ σέλερ, που εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να πουλιέται σε χιλιάδες αντίτυπα), έδωσε τη μεγαλύτερη ώθηση σ’ αυτή τη διαστρεβλωμένη εικόνα γύρω από τα θέματα της Ινδίας. Το βιβλίο αυτό εξιδανικεύει επίσης την προσωπικότητα του λόρδου Μαουντμπάτεν, του τελευταίου Βρετανού αντιβασιλέα των Ινδιών, ο οποίος είχε αναλάβει το καθήκον να αποδεσμεύσει τη Βρετανική Αυτοκρατορία από τα ινδικά της εδάφη.

Να ποια είναι η άποψη ενός άλλου ειδικού επί των ινδικών θεμάτων, του Γκυ Ντελερύ, σχετικά με τον τρόπο λύσης που ακολουθήθηκε στο ζήτημα της ανεξαρτητοποίησης των Βρετανικών Ινδιών: 

«Το 1947, η Αγγλία είχε ήδη κάνει τους παρακάτω υπολογισμούς: Η εξασθενημένη από τον πόλεμο οικονομία της, δεν της επέτρεπε πλέον να συντηρεί κανένα από τα μεγαλοφάνταστα οράματά της, ακόμη και εν ονόματι της μεγαλοπρέπειας της Αυτοκρατορίας. Η κατάληψη και η κατοχή της Ινδίας είχαν πραγματοποιηθεί, λόγω των τεράστιων κερδών που μπορούσε να αποσπάσει από αυτήν η βιομηχανία της μητροπολιτικής Αγγλίας. Τώρα, όμως, η Βρετανία ήταν κατεστραμμένη και χαροπάλευε μέσα σ’ ένα οικονομικό και πολιτικό χάος, το οποίο δεν μπορούσε παρά να χειροτερεύσει. 

Έπρεπε λοιπόν να απαλλαγεί ―και μάλιστα όσο το δυνατόν συντομότερα― από αυτή τη δυσάρεστη υπόθεση. Ο λόρδος Μαουντμπάτεν ανέλαβε το βάρος αυτού του καθήκοντος. Σε αντίθεση με την εικόνα που κατασκεύασαν ο Λαπιέρ και ο Κόλινς για την προσωπικότητα του Μαουντμπάτεν, ελάχιστοι άνθρωποι στην Ιστορία έχουν παίξει με τόση χάρη έναν τόσο ολέθριο ρόλο. “Δηλητηριασμένος” από τη δολιότητα του Μωχάμεντ Αλή Τζίνα, ο οποίος κατόρθωσε να εμφανιστεί ως η “φωνή” που εκπροσωπούσε όλους τους μουσουλμάνους Ινδούς, ο Μαουντμπάτεν κατόρθωσε κι αυτός με τη σειρά του να πείσει τους ηγέτες του Κογκρέσου και τον ίδιο τον Νεχρού, για την ανάγκη να διαιρεθεί η χώρα σε δύο ινδικά κράτη, το ένα ινδουιστικό και το άλλο μουσουλμανικό, με αντίτιμο τη γρήγορη απελευθέρωσή τους από τους Βρετανούς... »Έτσι λοιπόν, ένας απόγονος της βασίλισσας Βικτωρίας [σ.σ.: Η Βικτωρία υπήρξε η πρώτη στην οποία δόθηκε επισήμως ο τίτλος της «Αυτοκράτειρας των Ινδιών», την Πρωτοχρονιά του 1877], πρόσθεσε στα ήδη πολλά εκατομμύρια θυμάτων που είχε κοστίσει η αγγλική κυριαρχία στην Ινδία, άλλο ένα εκατομμύριο πτωμάτων ως αντίτιμο για την εξάλειψη αυτής της κυριαρχίας». [Οι θέσεις αυτές του Γκυ Ντελερύ, οι οποίες αντιπροσωπεύουν οπωσδήποτε τη μειοψηφούσα άποψη στη σχετική διεθνή βιβλιογραφία, περιέχονται στο έργο του «Modele indou» (=Tο ινδικό μοντέλο)].



Η αποτυχία της πολιτικής του Μαχάτμα Γκάντι

Η Ινδία πασχίζει ακόμη και σήμερα να απαλλαγεί από την μαρξίζουσα κληρονομιά του Νεχρού και τις αντιλήψεις του περί κρατικού παρεμβατισμού. Γράφει και πάλι ο Ντανιελού: «Ο Νεχρού ήταν το τέλειο αντίγραφο ενός πολύ συγκεκριμένου τύπου Άγγλου. 
Όταν έκανε λόγο για τους Γάλλους ή τους Ιταλούς, χρησιμοποιούσε ηθελημένα την έκφραση “ηπειρωτικοί άνθρωποι”, χρωματισμένη με μια φιλική και συγκαταβατική ανωτερότητα. 
Περιφρονούσε τους μη εξαγγλισμένους Ινδούς και οι γνώσεις του για τον ινδικό πολιτισμό ήταν επιφανειακές και περιορισμένες. 
Το ιδανικό του ήταν ο ρομαντικός σοσιαλισμός της Αγγλίας του 19ου αι. Εντούτοις, αυτός ο σοσιαλισμός ήταν χωρίς αντίκρισμα, διότι στην Ινδία δεν υπήρχε ούτε η ευρωπαϊκώς εννοούμενη “πάλη των τάξεων”, ούτε οι αντίστοιχες κοινωνικές συνθήκες με εκείνες της Ευρώπης» («Ιστορία της Ινδίας», σελ. 349). 

Θα πρέπει ακόμη να προστεθεί πως ο Νεχρού δεν ήταν ένας αυθεντικός πολιτικός των ελιγμών, ίσως επειδή θεωρούσε ότι το βασικό προτέρημα ενός άνδρα ήταν το να αποδεικνύεται πάντοτε «τζέντλεμαν» και επομένως να τηρεί τον λόγο του. Γι’ αυτό και υπέκυπτε συχνά, άλλοτε στις πιέσεις του Γκάντι ―ακόμη και αν δεν ήταν πάντοτε σύμφωνος―, άλλοτε στις απαιτήσεις του δημιουργού τού σύγχρονου Πακιστάν, του Τζίνα, και άλλοτε στις απαιτήσεις των Βρετανών και ιδιαιτέρως του Μαουντμπάτεν. 
Αρκεί να θυμηθεί κανείς τα λόγια του Ουίνστον Τσώρτσιλ, μόλις πληροφορήθηκε την ίδρυση του Πακιστάν: «Α, ώστε τελικά εμείς είπαμε την τελευταία λέξη!».
Από την άλλη πλευρά αποκάλεσαν τον Γκάντι «μεγάλη ψυχή» 6. Ήταν σίγουρα ένας άνθρωπος με εντελώς ξεχωριστές ιδιότητες, όμως οι φιλοσοφικές θεωρήσεις του δεν ήταν καθόλου εύκολο να προσαρμοστούν στα ινδικά δεδομένα της εποχής του και οι προσδοκίες του για τους Ινδούς, όχι μόνο αποδείχθηκαν φρούδες, αλλά σε μερικές περιπτώσεις έβλαψαν κιόλας σημαντικά τη χώρα, την οποία ―χωρίς καμία αμφιβολία― αγαπούσε περισσότερο από κάθε τι άλλο στη ζωή του.

Ας πάρουμε για παράδειγμα τις αντιλήψεις του Γκάντι για την οικοτεχνία, δηλαδή την ανάπτυξη και προώθηση της οικιακής βιοτεχνίας εις βάρος των μεγάλων βιομηχανιών, την οποία αποκαλούσε «Καντί»: Αυτή δεν υφίσταται ουσιαστικά στην Ινδία σήμερα. Εξάλλου, ο πιο πιστός μαθητής του, ο Νεχρού, ήταν εκείνος που πρώτος καθιέρωσε στη χώρα τον κρατικό παρεμβατισμό και μάλιστα κατά το σοβιετικό πρότυπο, καθώς και εκείνος που εισήγαγε τις βαριές βιομηχανίες.

Ένα άλλο παράδειγμα αποτελούν οι αντιλήψεις του Γκάντι σχετικά με τη σεξουαλική ζωή των συμπατριωτών του, οι οποίες παρέμειναν αμφιλεγόμενες καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του. Οι αντιλήψεις αυτές επηρεάστηκαν καταλυτικά από τις ενοχές που τον συνόδευαν όσο ζούσε, επειδή είχε κάνει έρωτα με τη νεαρή γυναίκα του, τη στιγμή που ο πατέρας του ψυχορραγούσε στο διπλανό δωμάτιο. Έτσι, λοιπόν, για την επίλυση του δημογραφικού προβλήματος της Ινδίας, το οποίο ως γνωστόν καταπνίγει οποιαδήποτε πρόοδο προσπαθεί να επιτελέσει αυτή η χώρα από την εποχή της ανεξαρτησίας της και εντεύθεν, ο Γκάντι συνιστούσε την πλήρη σεξουαλική αποχή και ήταν εναντίον όλων των μορφών αντισύλληψης. 

Αυτές οι απόψεις του, κάνουν κάποιον να αναρωτιέται εύλογα, εάν ο Μαχάτμα είχε σκεφτεί ποτέ ―έστω και για ένα δευτερόλεπτο―, όλες εκείνες τις Ινδές που ήσαν και είναι αναγκασμένες να υποστούν, παρά τη θέλησή τους, επώδυνες και ταπεινωτικές τής προσωπικότητάς τους εκτρώσεις. Ωστόσο, η μετά το 1950 Ινδία, έστρεψε για άλλη μια φορά την πλάτη στις εντολές του Γκάντι και ανέπτυξε ένα από τα πρώτα προγράμματα ελέγχου των γεννήσεων στον κόσμο, το οποίο είναι από τα πλέον μελετημένα και δραστικά (αλλιώς το ένα δισεκατομμύριο των σημερινών Ινδών θα είχε εκτιναχθεί σαφώς πολύ ψηλότερα, πολύ πριν την είσοδο στον 21ο αι.).



Οι δισταγμοί του Νεχρού και 
η διαίρεση της υποηπείρου

Παντού σήμερα, το όνομα του Γκάντι έχει καταστεί συνώνυμο της μη βίας. 
Και όμως μερικές φορές η μη χρήση της βίας, μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερο κακό από την άσκηση βίας. 
Μια τέτοια περίπτωση είναι για παράδειγμα η περίπτωση των «προτάσεων Κριπς»: Το 1942, οι Ιάπωνες βρίσκονταν προ των πυλών των Ινδιών και είχαν εισχωρήσει και στα βορειοανατολικά της χώρας (στα όρια της περιοχής του Ασάμ με τη Βιρμανία). 
Η Αγγλία ήταν αποδυναμωμένη, η Λουφτβάφε εξακολουθούσε να βομβαρδίζει το Λονδίνο και ακόμη γινόταν λόγος (έστω και σε θεωρητικό επίπεδο) για την πιθανότητα γερμανικής εισβολής στη «Γηραιά Αλβιώνα». 
Οι Βρετανοί ένιωθαν μιαν απεγνωσμένη ανάγκη για κάθε είδους υποστήριξη. Ο Τσώρτσιλ τότε ανέθεσε στον σερ Στάφορντ Κριπς 7 να κάνει εσπευσμένα πρόταση στο Κόμμα του Κογκρέσου, πως εάν η Ινδία αποδεχόταν να συμμετάσχει στην πολεμική προσπάθεια, τότε μετά το τέλος του πολέμου θα της χορηγούνταν το καθεστώς μέλους της Κοινοπολιτείας [σ.σ.: Δηλαδή ευρύτατη αυτονομία, που ισοδυναμούσε ουσιαστικά με ανεξαρτησία, όπως συνέβαινε με τις Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Νοτιοαφρικανική Ένωση κ.ο.κ. και έτσι η Ινδία θα έπαυε να αποτελεί απλό αυτοκρατορικό έδαφος που το διοικούσε Άγγλος αντιβασιλιάς]. 

Ο Σρι Αουρομπίντο παρενέβη τότε από το Ποντισερύ και έστειλε μία επιστολή προς τους ηγέτες του Κογκρέσου, εξορκίζοντάς τους να δεχθούν τη βρετανική πρόταση. Αλλά ο Γκάντι αρνήθηκε, εν ονόματι της αρχής της μη βίας και ο Νεχρού που αμφιταλαντευόταν, τελικά υπέκυψε στη θέληση του δασκάλου του. 

Εάν αυτή η πρόταση είχε γίνει αποδεκτή, είναι πολύ πιθανόν πως ο διχασμός της υποηπείρου της Ινδικής (σε Πακιστάν και Ινδία) θα είχε αποφευχθεί, μαζί με τις τρομερές συνέπειές του. Είναι εμφανές από την άλλη μεριά, ότι ο Γκάντι δεν είχε συνειδητοποιήσει το μέγεθος των κινδύνων που αντιπροσώπευαν για ολόκληρη την ανθρωπότητα οι γερμανικός ναζισμός και ο ιαπωνικός μιλιταρισμός. Είναι χαρακτηριστικό, πως αποκάλεσε κάποτε τον Χίτλερ ―τον άνθρωπο που έδωσε τις εντολές να εξοντωθούν περίπου έξι εκατομμύρια Εβραίοι―, «πολυαγαπημένε μου αδελφέ», ενώ συμβούλευσε τους Εβραίους να αντιμετωπίσουν την εξόντωσή τους από τους ναζί, χρησιμοποιώντας την αρχή της μη βίας.

Τελικά, όποια και αν ήταν και όσο μεγάλη και αν ήταν η αγιότητα του «Μαχάτμα», αφενός η ηθική του ακαμψία και αφετέρου ο αυστηρός ασκητισμός του προκάλεσαν μεγάλο κακό στην Ινδία. Στο έργο της «Η Ινδία όπου έζησα» (έκδοση 1951), η συγγραφέας Αλεξάνδρα Νταίηβιντ-Νηλ αναφέρει μεταξύ άλλων ότι ο Γκάντι, 

«... ο οποίος ταξίδευε μόνο στη Γ’ θέση, παρέμενε τόσο άκαμπτος σ’ αυτήν τη στάση του, ώστε ζητούσε να προσθέσουν βαγόνια Γ’ θέσης ακόμη και στις αμαξοστοιχίες που δεν προβλεπόταν ότι έπρεπε να έχουν ή έφθανε στο σημείο να απαιτεί αμαξοστοιχία που να την αποτελούν αποκλειστικά βαγόνια Γ’ θέσης». Αλλά αυτός ο θιασώτης της μη βίας, δεν δίσταζε συγχρόνως να ασκεί την πιο μεγάλη βία στο ίδιο του το σώμα, αφού έκανε συχνές απεργίες πείνας προκειμένου να υποτάξει τους άλλους στις απόψεις του. 

Στις απεργίες αυτές, δεν υπήρχε μόνο το στοιχείο της σκληρότητας του αυτοβασανισμού, αλλά και ένα είδος εκβιασμού στον οποίο κανείς δεν είχε τολμήσει να αντισταθεί. Σύμφωνα με όσα έγραψε η προαναφερθείσα Αλεξάνδρα Νταίηβιντ-Νηλ: «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι ποντάριζε (ενν. ο Γκάντι) στη συγκίνηση, την οποία προκαλούσε στις μάζες των απλοϊκών ανθρώπων και ήθελε ακριβώς αυτή τη συγκίνηση να τη χρησιμοποιεί, ώστε να νιώθουν φόβο οι ξένοι κυρίαρχοι που είχαν αρχίσει να τρέμουν τις λαϊκές εξεγέρσεις».

Τι έχει απομείνει στ’ αλήθεια από το κήρυγμα του Γκάντι περί μη βίας; Η πατρίδα του, η Ινδία, από τότε που απέκτησε την ανεξαρτησία της έκανε τους παρακάτω πολέμους:

Α) Με το Πακιστάν: Το 1947-1948, για τον διαμοιρασμό του Παντζάμπ καθώς και για το ποια από τις δύο χώρες θα κρατήσει το Κασμίρ, όπου οι Μουσουλμάνοι εξεγέρθηκαν, μη επιθυμώντας την προσάρτηση από την Ινδία (αυτές οι συγκρούσεις, μαζί με τα πολυάριθμα επεισόδια βίας μεταξύ Μουσουλμάνων και Ινδουιστών, τα οποία συνόδευσαν ολόκληρη την πορεία προς την ανεξαρτητοποίηση του Πακιστάν και της Ινδίας, στο διάστημα 1945-1947, κόστισαν περίπου ένα εκατομμύριο νεκρούς: μια από τις πλέον πολυαίμακτες αντιπαραθέσεις μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, της οποίας όμως η επίδραση στη διεθνή Κοινή Γνώμη υπήρξε μειωμένη, λόγω της χρονικής εγγύτητας της προηγηθείσης παγκόσμιας ανθρωποσφαγής). 

Ξανά τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο του 1965 για το επίμαχο θέμα του Κασμίρ. Το 1971, όταν το σημερινό Μπαγκλαντές (τότε Ανατολικό Πακιστάν), διέρρηξε τους δεσμούς του με την κεντρική πακιστανική κυβέρνηση, αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητο και η Ινδία το υποστήριξε στον αγώνα του εναντίον τού τότε Δυτικού Πακιστάν. Και το 1999, όταν επαναλήφθηκαν οι συγκρούσεις κοντά στη γραμμή διαχωρισμού στο Κασμίρ (ο μικρός αυτός πόλεμος, με συμβατικά όπλα μεταξύ των δύο πυρηνικών ―πλέον― δυνάμεων, έμεινε γνωστός στη διεθνή ειδησεογραφία ως ο «Πόλεμος του Κάργκιλ», από την ομώνυμη πόλη στην κοιλάδα του άνω Ινδού ποταμού.
Β) Με την Κίνα: Τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 1962 (μεσουρανούσης της φοβερής παγκόσμιας «Κρίσης των πυραύλων» στην Κούβα), με επίκεντρο τη διεκδίκηση στρατηγικών θέσεων στην ευρύτερη περιοχή των Ιμαλαΐων, στα σύνορα της Ινδίας με το πρώην ανεξάρτητο Θιβέτ, που το είχε «καταπιεί» ήδη η Κίνα. Η Ινδία απώλεσε στην περιοχή Λαντάκ (στο Α-ΒΑ Κασμίρ) το στρατηγικής σπουδαιότητας οροπέδιο Ακσάι-Τσιν, καθώς και κάποιες μικρότερες περιοχές, στρατηγικότατης σημασίας επίσης, στην οροσειρά του Καρακόρουμ.

Η μετά τον Γκάντι Ινδία διατηρεί τον δεύτερο σε μέγεθος στρατό στον κόσμο και αντιμάχεται διαρκώς, με τη βία, τα ένοπλα αυτονομιστικά κινήματα του Παντζάμπ, του Κασμίρ και του Ασάμ. Όμως, παρ’ όλα αυτά, ο Γκάντι εξακολούθησε να έχει τους ένθερμους υποστηρικτές του, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται και ο Γκυ Ντελερύ που στο προαναφερθέν έργο του «Το ινδικό μοντέλο» (εκδόθηκε το 1978) έγραψε: «Οι απλοί χωρικοί αναγνώρισαν στο πρόσωπο του Γκάντι τον μη βίαιο άγιο των παραδόσεών τους και ―ακόμη περισσότερο― τον διασώστη των δικών τους χωριάτικων αντιλήψεων, των οποίων και εκείνος ήταν κοινωνός, προς γενική απογοήτευση των ισχυρών τεχνοκρατών του κόμματός του και των μελλοντικών βιογράφων του [...] Ήθελε να ξαναδώσει στο χωριό τον κινητήριο και δημιουργικό ρόλο που αυτό είχε στην ινδική κοινωνία και να το προστατεύσει από τον βιομηχανικό καπιταλισμό».

Πριν ακόμη πεθάνει, ο Γκάντι είδε τα ιδανικά του να καταρρέουν. Πρόφθασε να ζήσει τη διαίρεση της Ινδικής υποηπείρου και υπήρξε μάρτυρας της αλληλοσφαγής Ινδουιστών και Μουσουλμάνων χωρίς να μπορεί να αντιδράσει. Αλλά αν και η πνευματική κληρονομιά του «πέθανε» εντός Ινδίας, ωστόσο επέζησε εκτός αυτής και ιδιαίτερα στον Δυτικό κόσμο, όπου βρήκε μεγαλύτερη απήχηση. Τα ιδανικά του ενέπνευσαν πολλούς πολιτικούς ηγέτες και διανοούμενους σε διεθνές επίπεδο όπως τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τον Νέλσονα Μαντέλα, τον Αλβέρτο Αϊνστάιν και τον Δαλάι Λάμα. 
Το γεγονός ότι ο Γκάντι γεννήθηκε στην Ινδία υπήρξε ατυχές, από την άποψη ότι σήμερα (κάτι περισσότερο από μισόν αιώνα από τη δολοφονία του) δεν έχει απομείνει τίποτα το ουσιαστικό από τα κηρύγματά του, εκτός από κάποιους συμπατριώτες του πολιτικούς, που εξακολουθούν να επικαλούνται το όνομά του, χωρίς βέβαια να εφαρμόζουν στην πράξη τα ιδανικά του. 

Αναμφίβολα έχουν απομείνει και τα χιλιάδες αγάλματά του, διάσπαρτα στην Ινδία, καθώς και οι δρόμοι που φέρουν το όνομά του. Τουλάχιστον στον τομέα αυτόν υπήρξε περισσότερο τυχερός από τον Σρι Αουρομπίντο, τον γνήσιο αυτόν θεράποντα, τον τόσο προσηλωμένο στην εξυπηρέτηση των ινδικών εθνικών ιδεωδών, που και το επίσημο ινδικό κράτος όσο και οι λαοθάλασσες των σύγχρονων Ινδών (εκτός φυσικά από τους επισκέπτες τού «άσραμ» στο Ποντισερύ), δείχνουν να τον έχουν ξεχάσει εντελώς.

Σημειώσεις:

<--1. Μπαρόντα ή Βαντοντάρα: Πόλη και ομώνυμη διοικητική περιοχή στην κεντροδυτική Ινδία, στην περιφέρεια του παλαιού βασιλείου του Γκουτζαράτ. Η πόλη βρίσκεται χτισμένη Β-ΒΑ της Βομβάης, στις όχθες του ποταμού Βισναμίτρα.
<--2. Άλεν Οκτάβιαν Χιουμ: Γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου 1829 στο Μοντρόουζ της βορειοανατολικής Σκωτίας και πέθανε στις 31 Ιουλίου 1912 στο Λονδίνο. Γόνος της μεγάλης σκωτσέζικης πατριάς (clan) των Χιουμ, η οποία είχε γερές ρίζες στον πολιτικό χώρο της Βρετανίας, διετέλεσε το 1885 κυβερνήτης των Ινδιών. Δηλαδή, με λίγα λόγια, ο ουσιαστικός εμπνευστής της δημιουργίας του «Εθνικού Ινδικού Κογκρέσου» ήταν ταυτοχρόνως ο εκπρόσωπος της βρετανικής αυτοκρατορικής ιδέας στην ινδική χερσόνησο.
<--3. Το πρώτο συνέδριο του Κόμματος του Κογκρέσου συγκλήθηκε στη Βομβάη τον Δεκέμβριο του 1885, υπό την προεδρία του Γουόμες Τσάντρα Μπανέρτζι και καθορίστηκε πως το ετήσιο τακτικό συνέδριο θα συγκαλείται κάθε Δεκέμβριο, σε ένα σημείο των Ινδιών, – διαφορετικό κάθε χρονιά. Σε κάθε ετήσιο συνέδριο θα προγραμματιζόταν το χρονοδιάγραμμα πολιτικών δραστηριοτήτων του επόμενου έτους.
<--4. Η ινδική λέξη «raj», η οποία έχει υιοθετηθεί και από το αγγλικό λεξιλόγιο, αποδίδει γενικά την έννοια της «κυριαρχίας» και ειδικά τη βρετανική κυριαρχία επί των Ινδιών. Από αυτήν παράγεται και ο τίτλος «maharajan» [=μαχαραγιάς].
<--5. Οι Γάλλοι είχαν δημιουργήσει στον σπουδαίο γι’ αυτούς εμπορικό σταθμό του Ποντισερύ, το 1674, στην ακτή Κορομάντελ, νοτιότερα από το Μαντράς, το οποίο οι Βρετανοί είχαν δημιουργήσει νωρίτερα το 1639-1640. Το Ποντισερύ και η περιοχή του αναπτύχθηκαν πολύ κατά τον 18ο αι. και για ένα μεγάλο διάστημα εκείνον τον αιώνα, όχι μόνο ανταγωνιζόταν οικονομικά την Καλκούτα (η οποία είχε αναδειχθεί στην πρώτη θέση μεταξύ των βρετανικών εγκαταστάσεων στις Ινδίες), αλλά και την ξεπερνούσε πληθυσμιακά. Όμως κατά τη διάρκεια του Επταετούς Πολέμου (1756-1763), οι Άγγλοι κατέλαβαν το Ποντισερύ (Ιανουάριος 1761) και απέδειξαν ποιος ήταν ο πραγματικός «κυρίαρχος του παιχνιδιού» μεταξύ των αποικιοκρατικών δυνάμεων στην ινδική χερσόνησο. Έχοντας εξασφαλίσει πλήρως ότι το Ποντισερύ θα παρέμενε στο εξής ένας μικρός και ακίνδυνος στρατιωτικά θύλακος, περιβαλλόμενος παντού από τη στεριά από δικά τους εδάφη, οι Βρετανοί το ξανάδωσαν ως απλό εμπορικό σταθμό στους Γάλλους, μετά τη Συνθήκη των Παρισίων του Φεβρουαρίου 1763. Η Γαλλία το παραχώρησε οριστικά στην Ινδία το 1956. Έτσι, επί σαράντα χρόνια (1910-1950), ως τον θάνατό του, ο Αουρομπίντο δεν στερήθηκε ποτέ την προστασία της επίσημης γαλλικής πολιτείας, όντας μόνιμα εγκατεστημένος στο Ποντισερύ.
<--6. Έτσι μεθερμηνεύεται το προσωνύμιο «Μαχάτμα». Το πραγματικό πλήρες όνομά του ήταν Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι.
<--7. Σερ Στάφορντ Κριπς (Λονδίνο, 1889―Ζυρίχη, 1952): Πολιτικός της αριστερής πτέρυγας του Εργατικού Κόμματος, στον οποίο όμως ο Συντηρητικός Τσώρτσιλ εμπιστεύτηκε το Υπουργείο Στρατιωτικών το 1942. Στη θέση αυτή παρέμεινε ως την κατάρρευση της πολεμικής κυβέρνησης συνασπισμού της Μεγ. Βρετανίας, το 1945. Λόγω του πολιτικού παρελθόντος και του γενικότερου ιδεολογικού προσανατολισμού του, ο Άγγλος πρωθυπουργός πίστευε πως ο Κριπς θα φαινόταν τελικά πιο αξιόπιστος ως συνομιλητής στα μάτια της ηγεσίας του Κογκρέσου και οι βρετανικές προτάσεις θα γίνονταν ευκολότερα αποδεκτές από τους Ινδούς. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη.
<--8. Ο Σρι Αουρομπίντο, λάτρης της ινδικής πολιτισμικής παράδοσης, είχε προσπαθήσει, επιπλέον, να ανιχνεύσει και τις ελληνικές επιδράσεις στον ινδικό πολιτισμό. Το 1976 (26 χρόνια μετά τον θάνατό του), κυκλοφόρησε στη Γαλλία, από τον οίκο Albin Michel, το έργο του «Η Ελλάδα στην Ινδία» «=De la Grece a l’ Inde»).


Μας βοήθησαν πολύ:
http://www.istoria.gr/aug03/content02.htm
Jhumpa Lahiri, Εκεί που ανθίζουν οι Υάκινθοι, εκδόσεις Μεταίχμιο

Scholeio.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: