Αυτή που έγινα σε υποδέχεται
κι εσύ ζητάς να μάθεις
Μα τι θα σου χρησίμευε να ακούσεις
για άπλυτα πιάτα μιας βδομάδας στην κουζίνα
ταξίδια της διπλής ταρίφας τα μεσάνυχτα
την αχλαδιά που έκαψε ο πάγος;
Μπορώ μονάχα να σου πω
για την αβέβαιη έκβαση
του πρωινού προσώπου μου
στον βραδινό καθρέφτη
για τη διάρκεια του τέλους το ξημέρωμα
πριν να ντυθώ για τη δουλειά
κι έξω ένα τέτοιο αγιάζι
για το φλιτζάνι του καφέ
που ώρα πολλή κρατώ στα δάχτυλα,
μετάληψη μιας πρωινής αναβολής ή απόφασης,
κι αυτό κρυώνει λίγο λίγο στην παλάμη μου
σαν τραύμα, σαν λύπη
-Τόσο εύθραυστο το διαρκές, αλήθεια,
όσο μιας χούφτας θάλπος,
θάλπος του μοναχού Γενάρη μήνα
όταν ξυπνάει
ακόμα νεογέννητος μες στο σκοτάδι
κοιτάζει απ’ το παράθυρο
πυκνή του ψύχους πάχνη
κι ύστερα φτιάχνει με το δάχτυλο στο τζάμι
μια αλλόκοτη μορφή και πάλι τη χαλάει
την ώρα που ανάβουνε το φως
στο απέναντι διαμέρισμα
κι είναι το ξύπνημα των άγνωστων ανθρώπων
η πιο απτή αλληλεγγύη μες στη μέρα
Αλλά ίσως ήθελες να ακούσεις
για ευωχία δακρύων
και για σκισμένα γράμματα
όχι, δεν έσκισα κανένα
εγώ το ξέρω πως δεν γίνεται
να ξεγραφτείς απ’ τα γραμμένα
το μόνο που έχω να σου πω
είναι πως ξέχασα
πως πια ξεχνάω ολοένα
τώρα μαθαίνω να κινδυνεύω
με εγκράτεια
γνωρίζω πια να εξακολουθώ
στην παύση.
_______________________________
Θεώνη Κοτίνη, “Ωσεί κήπος”, Γαβριηλίδης 2014
Scholeio.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου