Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΤΙΧΟΛΟΓΙΟ 2ο Λ-Ω. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΤΙΧΟΛΟΓΙΟ 2ο Λ-Ω. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σεφέρης: Άγγιγμα στον κόρφο μου τ' αστέρια.


Γιώργος Σεφέρης

Μας έλεγαν...

Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.
Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείετε τη ζωή σας,
Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη.

Βρήκαμε τη στάχτη. 
Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, 
τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα. 
Φαντάζομαι, εκείνος που θα ξαναβρεί τη ζωή, 
έξω από τόσα χαρτιά, 
τόσα συναισθήματα, 
τόσες διαμάχες και τόσες διδασκαλίες...

Ας μην περιμένουμε πολλά πράματα 
από τη δεύτερη παρουσία...


          Σαντορίνη

Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή 
ξεχνώντας τον ήχο μιας φλογέρας 
πάνω σε πόδια γυμνά
που πάτησαν τον ύπνο σου 
στην άλλη ζωή, στην άλλη ζωή, τη βυθισμένη.

Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο
τη μέρα τ' όνομα τον τόπο
και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει.

Βρεθήκαμε γυμνοί πάνω στην αλαφρόπετρα
κοιτάζοντας τ' αναδυόμενα νησιά
κοιτάζοντας τ' αναδυόμενα νησιά
κοιτάζοντας τα κόκκινα νησιά να βυθίζουν
στον ύπνο τους, στον ύπνο μας. 
Εδώ βρεθήκαμε γυμνοί κρατώντας
τη ζυγαριά που βάραινε κατά το μέρος
της αδικίας.

Φτέρνα της δύναμης θέληση ανίσκιωτη λογαριασμένη
αγάπη
στον ήλιο του μεσημεριού σχέδια που ωριμάζουν,
δρόμος της μοίρας με το χτύπημα της νέας παλάμης
στην ωμοπλάτη,
στον τόπο που σκορπίστηκε που δεν αντέχει
στον τόπο που ήταν κάποτε δικός μας.
βουλιάζουν τα νησιά σκουριά και στάχτη.

Βωμοί γκρεμισμένοι
κι οι φίλοι ξεχασμένοι
φύλλα της φοινικιάς στη λάσπη.

΄Άφησε τα χέρια σου αν μπορείς, να ταξιδέψουν
εδώ στην κόχη του καιρού με το καράβι
που άγγιξε τον ορίζοντα.
Όταν ο κύβος χτύπησε την πλάκα
όταν η λόγχη χτύπησε το θώρακα
όταν το μάτι γνώρισε τον ξένο
και στέγνωσε η αγάπη
μέσα σε τρύπιες υχές,
όταν κοιτάζεις γύρω σου και βρίσκεις
κύκλο τα πόδια θερισμένα
κύκλο τα χέρια πεθαμένα
κύκλο τα μάτια σκοτεινά.
όταν δε μένει πια ούτε να διαλέξεις
το θάνατο που γύρευες δικό σου,
ακούγοντας μια κραυγή
ακόμη και του λύκου την κραυγή,
το δίκιο σου.
άφησε τα χέρια σου αν μπορείς να ταξιδέψουν
ξεκόλλησε απ' τον άπιστο καιρό
και βούλιαξε,
βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες. 


          Ερωτικός λόγος 

                                    Α'
Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμόγελο σου σαν έτοιμο σπαθί.

Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
από τ' αγκάθι σου έφευγε του δρόμου ο στοχασμός
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ' αποχτήσει
ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός.

                                     Β'

Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ' ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό,
λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της νήμης τα κοράλλια....
Ω μην ταράξεις.... πρόσεξε ν' ακούσεις τ' αλαφρό
ξεκίνημα της.... τ' άγγιξες το δέντρο με τα μήλα
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί....
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα
νάσουν εσύ που θάφερνες την ξεχασμένη αυγή !

Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα
μέρες ν' ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ' ουρανού,
να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα
αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδι αυλού...

Η νύχτα νάταν που έκλεισε τα μάτια ; Μένει αθάλη
σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό,
μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι
κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.

Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
την ώρα που θεμελίωνε γιοφύρια ο λογισμός
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυό μοίρες
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.

                                 Γ'

Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα !
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνα στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημα σου να γενεί και να μου ξαναπείς
τα λόγια που αγγίζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη,
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.

Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ' ένα παλιό ευαγγέλιο
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή :

"Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ' όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σα να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.

"Με του ματιού τ' αλάφιασμα με του κορμιού το ρόδισμα
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα
ανθρώπινο άγγιγμα στον κόρφο μου τ' αστέρια.

Την ακοή μου ως να 'σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.

"Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μιά παρμένη θύμηση
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
που γύρεα από τα γοργά σείστρα του ανέμου...."

Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ' ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγαριού τ' αγκάθι
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.

..... Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πως πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειο της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πως η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς...

                               Δ'

Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια
σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών,
γιά μιάν αγάπη μυστική σ' ανεύρετα θολάμια
ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.

Με γύρους με λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί
που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι
και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή.

Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές...

Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή.
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση
μα ποιός να ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή.

Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.

                                Ε'

Που πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει ;
Δεν θα βρεθεί ένας ποταμό νάναι για μας πλωτός ;
Δεν θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός ;

Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είναι όλα βολετά
προσμένουμε το άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά
τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απόμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρικύμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.




           Ευριπίδης, Αθηναίος

Γέρασε ἀνάμεσα στὴ φωτιὰ τῆς Τροίας
καὶ στὰ λατομεῖα τῆς Σικελίας.

Τοῦ ἄρεσαν οἱ σπηλιὲς στὴν ἀμμουδιὰ κι οἱ ζωγραφιὲς τῆς
θάλασσας.
Εἶδε τὶς φλέβες τῶν ἀνθρώπων
σὰν ἕνα δίχτυ τῶν θεῶν, ὅπου μᾶς πιάνουν σὰν τ᾿ ἀγρίμια· 5
προσπάθησε νὰ τὸ τρυπήσει.
Ἦταν στρυφνός, οἱ φίλοι του ἦταν λίγοι·
ἦρθε ὁ καιρὸς καὶ τὸν σπαράξαν τὰ σκυλιά.




           Φυγή 

Δὲν ἦταν ἄλλη ἡ ἀγάπη μας
ἔφευγε ξαναγύριζε καὶ μᾶς ἔφερνε
ἕνα χαμηλωμένο βλέφαρο πολὺ μακρινὸ
ἕνα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στὸ πρωινὸ χορτάρι
ἕνα παράξενο κοχύλι ποὺ δοκίμαζε
νὰ τὸ ἐξηγήσει ἐπίμονα ἡ ψυχή μας.

Ἡ ἀγάπη μας δὲν ἦταν ἄλλη ψηλαφοῦσε
σιγὰ μέσα στὰ πράγματα ποὺ μᾶς τριγύριζαν
νὰ ἐξηγήσει γιατί δὲ θέλουμε νὰ πεθάνουμε
μὲ τόσο πάθος.

Κι ἂν κρατηθήκαμε ἀπὸ λαγόνια κι ἂν ἀγκαλιάσαμε
μ᾿ ὅλη τὴ δύναμή μας ἄλλους αὐχένες
κι ἂν σμίξαμε τὴν ἀνάσα μας μὲ τὴν ἀνάσα
ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου
κι ἂν κλείσαμε τὰ μάτια μας, δὲν ἦταν ἄλλη
μονάχα αὐτὸς ὁ βαθύτερος καημὸς νὰ κρατηθοῦμε
μέσα στὴ φυγή.


          Αλληλεγγύη

Εἶναι ἐκεῖ δὲν μπορῶ ν᾿ ἀλλάξω
μὲ δυὸ μεγάλα μάτια πίσω ἀπ᾿ τὸ κύμα
ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ φυσᾶ ὁ ἀγέρας
ἀκολουθώντας τὶς φτεροῦγες τῶν πουλιῶν
εἶναι ἐκεῖ μὲ δυὸ μεγάλα μάτια
μήπως ἄλλαξε κανεὶς ποτέ του.

Τί γυρεύετε; τὰ μηνύματά σας
ἔρχουνται ἀλλαγμένα ὡς τὸ καράβι
ἡ ἀγάπη σας γίνεται μίσος
ἡ γαλήνη σας γίνεται ταραχὴ
καὶ δὲν μπορῶ νὰ γυρίσω πίσω
νὰ ἰδῶ τὰ πρόσωπά σας στ᾿ ἀκρογιάλι.

Εἶναι ἐκεῖ τὰ μεγάλα μάτια
κι ὅταν μένω καρφωμένος στὴ γραμμή μου
κι ὅταν πέφτουν στὸν ὁρίζοντα τ᾿ ἀστέρια
εἶναι ἐκεῖ δεμένα στὸν αἰθέρα
σὰ μιὰ τύχη πιὸ δική μου ἀπ᾿ τὴ δική μου.

Τὰ λόγια σας συνήθεια τῆς ἀκοῆς
βουίζουν μέσα στὰ ξάρτια καὶ περνᾶνε
μήπως πιστεύω στὴν ὕπαρξή σας
μοιραῖοι σύντροφοι, ἀνυπόστατοι ἴσκιοι.

Ἔχασε τὸ χρῶμα του πιὰ αὐτὸς ὁ κόσμος
καθὼς τὰ φύκια στ᾿ ἀκρογιάλι τοῦ ἄλλου χρόνου
γκρίζα ξερὰ στὸ ἔλεος τοῦ ἀνέμου.

Ἕνα μεγάλο πέλαγο δυὸ μάτια
εὐκίνητα καὶ ἀκίνητα σὰν τὸν ἀγέρα
καὶ τὰ πανιά μου ὅσο κρατήσουν, κι ὁ θεός μου.



          Περιμένοντας να ξεκινήσει 
               το ατμόπλοιο Αυλίς, 

που καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
Στὸ Πήλιο μέσα στὶς καστανιὲς τὸ πουκάμισο τοῦ Κενταύρου
γλιστροῦσε μέσα στὰ φύλλα γιὰ νὰ τυλιχτεῖ στὸ κορμί μου
καθὼς ἀνέβαινα τὴν ἀνηφόρα κι ἡ θάλασσα μ᾿ ἀκολουθοῦσε
ἀνεβαίνοντας κι αὐτὴ σὰν τὸν ὑδράργυρο θερμομέτρου
ὡς ποὺ νὰ βροῦμε τὰ νερὰ τοῦ βουνοῦ.

Στὴ Σαντορίνη ἀγγίζοντας νησιὰ ποὺ βουλιάζαν
ἀκούγοντας νὰ παίζει ἕνα σουραύλι κάπου στὶς ἀλαφρόπετρες
μοῦ κάρφωσε τὸ χέρι στὴν κουπαστὴ
μιὰ σαΐτα τιναγμένη ξαφνικὰ
ἀπὸ τὰ πέρατα μιᾶς νιότης βασιλεμένης.

Στὶς Μυκῆνες σήκωσα τὶς μεγάλες πέτρες καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν Ἀτρειδῶν
καὶ πλάγιασα μαζί τους στὸ ξενοδοχεῖο τῆς «Ὡραίας Ἑλένης τοῦ Μενελάου»
χάθηκαν μόνο τὴν αὐγὴ ποὺ λάλησε ἡ Κασσάντρα
μ᾿ ἕναν κόκορα κρεμασμένο στὸ μαῦρο λαιμό της.
Στὶς Σπέτσες στὸν Πόρο καὶ στὴ Μύκονο
μὲ χτίκιασαν οἱ βαρκαρόλες.

Τί θέλουν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ λένε
πὼς βρίσκουνται στὴν Ἀθήνα ἢ στὸν Πειραιά;
Ὁ ἕνας ἔρχεται ἀπὸ Σαλαμίνα καὶ ρωτάει τὸν ἄλλο μήπως «ἔρχεται ἐξ Ὁμονοίας»
«Ὄχι ἔρχομαι ἐκ Συντάγματος» ἀπαντᾶ κι εἶν᾿ εὐχαριστημένος
«βρῆκα τὸ Γιάννη καὶ μὲ κέρασε ἕνα παγωτό».
Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει
δὲν ξέρουμε τὴν πίκρα τοῦ λιμανιοῦ σὰν ταξιδεύουν ὅλα τὰ καράβια
περιγελᾶμε ἐκείνους ποὺ τὴ νιώθουν.

Παράξενος κόσμος ποὺ λέει πὼς βρίσκεται στὴν Ἀττικὴ
καὶ δὲ βρίσκεται πουθενὰ
ἀγοράζουν κουφέτα γιὰ νὰ παντρευτοῦνε
κρατοῦν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται
ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶδα σήμερα καθισμένος σ᾿ ἕνα φόντο μὲ πιτσούνια καὶ μὲ λουλούδια
δέχουνταν τὸ χέρι τοῦ γέρο φωτογράφου νὰ τοῦ στρώνει τὶς ρυτίδες
ποὺ εἶχαν ἀφήσει στὸ πρόσωπό του
ὅλα τὰ πετεινὰ τ᾿ οὐρανοῦ.
Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει ὁλοένα ταξιδεύει
κι ἂν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς»
εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θέλησαν νὰ πιάσουν τὸ μεγάλο καράβι μὲ τὸ κολύμπι
ἐκεῖνοι ποὺ βαρέθηκαν νὰ περιμένουν τὰ καράβια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κινήσουν
τὴν Έλση τὴ Σαμοθράκη τὸν Αμβρακικό.

Σφυρίζουν τὰ καράβια τώρα ποὺ βραδιάζει στὸν Πειραιὰ
σφυρίζουν ὁλοένα σφυρίζουν μὰ δὲν κουνιέται κανένας εργάτης
καμμιὰ ἁλυσίδα δὲν ἔλαμψε βρεμένη στὸ στερνὸ φῶς ποὺ βασιλεύει
ὁ καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μὲς στ᾿ ἄσπρα καὶ στὰ χρυσά.

Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
παραπετάσματα βουνῶν ἀρχιπέλαγα γυμνοὶ γρανίτες...
τὸ καράβι ποὺ ταξιδεύει τὸ λένε Αγωνία 937. 



           Τελευταίος σταθμός


Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ᾿ ἀρέσαν.
Τ᾿ ἀλφαβητάρι τῶν ἄστρων ποὺ συλλαβίζεις
ὅπως τὸ φέρει ὁ κόπος τῆς τελειωμένης μέρας
καὶ βγάζεις ἄλλα νοήματα κι ἄλλες ἐλπίδες,
πιὸ καθαρὰ μπορεῖς νὰ τὸ διαβάσεις.
Τώρα ποὺ κάθομαι ἄνεργος καὶ λογαριάζω
λίγα φεγγάρια ἀπόμειναν στὴ μνήμη-
νησιά, χρῶμα Θλιμμένης Παναγίας, ἀργὰ στὴ χάση
ἢ φεγγαρόφωτα σὲ πολιτεῖες τοῦ βοριὰ ρίχνοντας κάποτε
σὲ ταραγμένους δρόμους ποταμοὺς καὶ μέλη ἀνθρώπων
βαριὰ μία νάρκη.
Κι ὅμως χτὲς βράδυ ἐδῶ, σὲ τούτη τὴ στερνή μας σκάλα
ὅπου προσμένουμε τὴν ὥρα τῆς ἐπιστροφῆς μας νὰ χα-
ράξει
σὰν ἕνα χρέος παλιό, μονέδα ποὺ ἔμεινε γιὰ χρόνια
στὴν κάσα ἑνὸς φιλάργυρου, καὶ τέλος
ἦρθε ἡ στιγμὴ τῆς πλερωμῆς κι ἀκούγονται
νομίσματα νὰ πέφτουν πάνω στὸ τραπέζι-
σὲ τοῦτο τὸ τυρρηνικὸ χωριό, πίσω ἀπὸ τὴ Θάλασσα τοῦ
Σαλέρνο
πίσω ἀπὸ τὰ λιμάνια τοῦ γυρισμοῦ, στὴν ἄκρη
μιᾶς φθινοπωρινῆς μπόρας, τὸ φεγγάρι
ξεπέρασε τὰ σύννεφα, καὶ γίναν
τὰ σπίτια στὴν ἀντίπερα πλαγιὰ ἀπὸ σμάλτο.
Σιωπὲς ἀγαπημένες τῆς σελήνης.

Εἶναι κι αὐτὸς ἕνας εἱρμὸς τῆς σκέψης, ἕνας τρόπος
ν᾿ ἀρχίσεις νὰ μιλᾶς γιὰ πράγματα ποὺ ὁμολογεῖς
δύσκολα, σὲ ὧρες ὅπου δὲ βαστᾶς, σὲ φίλο
ποὺ ξέφυγε κρυφὰ καὶ φέρνει
μαντάτα ἀπὸ τὸ σπίτι κι ἀπὸ τοὺς συντρόφους,
καὶ βιάζεσαι ν᾿ ἀνοίξεις τὴ καρδιά σου
μὴ σὲ προλάβει ἡ ξενιτιὰ καὶ τὸν ἀλλάξει.
Ἐρχόμαστε ἀπ᾿ τὴν Ἀραπιά, τὴν Αἴγυπτο τὴν Παλαιστίνη
τὴ Συρία
τὸ κρατίδιο
τῆς Κομμαγηνῆς πού ῾σβησε σὰν τὸ μικρὸ λυχνάρι
πολλὲς φορὲς γυρίζει στὸ μυαλό μας,
καὶ πολιτεῖες μεγάλες ποὺ ἔζησαν χιλιάδες χρόνια
κι ἔπειτα ἀπόμειναν τόπος βοσκῆς γιὰ τὶς γκαμοῦζες
χωράφια γιὰ ζαχαροκάλαμα καὶ καλαμπόκια.
Ἐρχόμαστε ἀπ᾿ τὴν ἄμμο τῆς ἔρημος ἀπ᾿ τὶς Θάλασσες τοῦ
Πρωτέα,
ψυχὲς μαραγκιασμένες ἀπὸ δημόσιες ἁμαρτίες,
καθένας κι ἕνα ἀξίωμα σὰν τὸ πουλὶ μὲς στὸ κλουβί του.
Τὸ βροχερὸ φθινόπωρο σ᾿ αὐτὴ τὴ γούβα
κακοφορμίζει τὴν πληγὴ τοῦ καθενός μας
ἢ αὐτὸ ποὺ θἄ ῾λεγες ἀλλιῶς, νέμεση μοίρα
ἢ μοναχὰ κακὲς συνήθειες, δόλο καὶ ἀπάτη,
ἢ ἀκόμη ἰδιοτέλεια νὰ καρπωθεῖς τὸ αἷμα τῶν ἄλλων.
Εὔκολα τρίβεται ὁ ἄνθρωπος μὲς στοὺς πολέμους-
ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακός, ἕνα δεμάτι χόρτο-
χείλια καὶ δάχτυλα ποὺ λαχταροῦν ἕνα ἄσπρο στῆθος
μάτια ποὺ μισοκλείνουν στὸ λαμπύρισμα τῆς μέρας
καὶ πόδια ποὺ θὰ τρέχανε, κι ἂς εἶναι τόσο κουρασμένα,
στὸ παραμικρὸ σφύριγμα τοῦ κέρδους.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακὸς καὶ διψασμένος σὰν τὸ χόρτο,
ἄπληστος σὰν τὸ χόρτο, ρίζες τὰ νεῦρα του κι ἀπλώνουν-
σὰν ἔρθει ὁ Θέρος
προτιμᾶ νὰ σφυρίξουν τὰ δρεπάνια στ᾿ ἄλλο χωράφι-
σὰν ἔρθει ὁ Θέρος
ἄλλοι φωνάζουνε γιὰ νὰ ξορκίσουν τὸ δαιμονικὸ
ἄλλοι μπερδεύουνται μὲς στ᾿ ἀγαθά τους, ἄλλοι ρητο-
ρεύουν.
Ἀλλὰ τὰ ξόρκια τ᾿ ἀγαθὰ τὶς ρητορεῖες,
σὰν εἶναι οἱ ζωντανοὶ μακριά, τί θὰ τὰ κάνεις;
Μήπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄλλο πράγμα;
Μὴν εἶναι αὐτὸ ποὺ μεταδίνει τὴ ζωή;
Καιρὸς τοῦ σπείρειν, καιρὸς τοῦ θερίζειν.

Πάλι τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, θὰ μοῦ πεῖς, φίλε.
Ὅμως τὴ σκέψη τοῦ πρόσφυγα τὴ σκέψη τοῦ αἰχμάλωτου
τὴ σκέψη
τοῦ ἀνθρώπου σὰν κατάντησε κι αὐτὸς πραμάτεια
δοκίμασε νὰ τὴν ἀλλάξεις, δὲν μπορεῖς.
Ἴσως καὶ νἄ ῾θελε νὰ μείνει βασιλιὰς ἀνθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις ποὺ κανεὶς δὲν ἀγοράζει,
νὰ σεργιανᾶ μέσα σὲ κάμπους ἀγαπάνθων
ν᾿ ἀκούει τὰ τουμπελέκια κάτω ἀπ᾿ τὸ δέντρο τοῦ μπαμποῦ,
καθὼς χορεύουν οἱ αὐλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Ὅμως ὁ τόπος ποὺ τὸν πελεκοῦν καὶ ποὺ τοῦ καῖνε σὰν
τὸ πεῦκο, καὶ τὸν βλέπεις
εἴτε στὸ σκοτεινὸ βαγόνι, χωρὶς νερό, σπασμένα τζάμια,
νύχτες καὶ νύχτες
εἴτε στὸ πυρωμένο πλοῖο ποὺ θὰ βουλιάξει καθὼς τὸ δεί-
χνουν οἱ στατιστικές,
ἐτοῦτα ρίζωσαν μὲς στὸ μυαλὸ καὶ δὲν ἀλλάζουν
ἐτοῦτα φύτεψαν εἰκόνες ἴδιες με τὰ δέντρα ἐκεῖνα
ποὺ ρίχνουν τὰ κλωνάρια τους μὲς στὰ παρθένα δάση
κι αὐτὰ καρφώνουνται στὸ χῶμα καὶ ξαναφυτρώνουν-
ρίχνουν κλωνάρια καὶ ξαναφυτρώνουν δρασκελόντας
λεῦγες καὶ λεῦγες-
ἕνα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων τὸ μυαλό μας.
Κι ἂ σου μιλῶ μὲ παραμύθια καὶ παραβολὲς
εἶναι γιατὶ τ᾿ ἀκοῦς γλυκότερα, κι ἡ φρίκη
δὲν κουβεντιάζεται γιατὶ εἶναι ζωντανὴ
γιατὶ εἶναι ἀμίλητη καὶ προχωράει-
στάζει τὴ μέρα, στάζει στὸν ὕπνο
μνησιπήμων πόνος.

Νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες: ὁ Μιχάλης
ποὺ ἔφυγε μ᾿ ἀνοιχτὲς πληγὲς ἀπ᾿ τὸ νοσοκομεῖο
ἴσως μιλοῦσε γιὰ ἥρωες ὅταν, τὴ νύχτα ἐκείνη
ποὺ ἔσερνε τὸ ποδάρι του μὲς στὴ συσκοτισμένη πολιτεία,
οὔρλιαζε ψηλαφώντας τὸν πόνο μας- «Στὰ σκοτεινὰ
πηγαίνουμε, στὰ σκοτεινὰ προχωροῦμε...»
Οἱ ἥρωες προχωροῦν στὰ σκοτεινά.

Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ᾿ ἀρέσουν.

                                                          Γ. Σεφέρης

Scholeio.com

Τ. Φορτούνη, Ένα παράξενο ενυδρείο





Τζούλια Φουρτούνη

          Θα γράφω τις νύχτες

Θα γράφω τις νύχτες
δίχως μελάνι
μες στις κραυγές αυτού του κόσμου
όταν στο δάσος
θ΄ απλώνεται πηχτό σκοτάδι

θα γράφω τις νύχτες
σ΄ ένα ξέφωτο
κοντά σε μια πηγή
που θ’ αναβλύζει δροσερό νερό

και θα μαζεύονται κοντά μου
όλες οι λέξεις
όλα τ΄ αγρίμια
να πιουν να ξεδιψάσουν

εκεί αν θες
μπορείς να με συναντήσεις
με τις αιχμές του γέλιου σου
ν΄ αγγίξεις τους μικρούς ελέφαντες
την ώρα που σκύβουν
στην παλάμη μου

να τους εξημερώσεις

θα γράφω τις νύχτες
για ένα δειλινό στη Ζιμπάμπουε
πάνω από την κρεμαστή γέφυρα
και τις χρωματιστές ομπρέλες

γύρω μου χιλιάδες
ουράνια τόξα θα εκλιπαρούν
την αιωνιότητα




          Επικινδύνως


Ζούμε σ' ένα παράξενο ενυδρείο
γεμάτο λέξεις και χρυσόψαρα
που πηγαινοέρχονται
μας μιλούν και μας χαιρετούν
λες και γνωριζόμαστε από παλιά
από ναυάγια άλλα

σ' ένα υποβρύχιο ζούμε
έξω από το φινιστρίνι μας
ενεδρεύουν τα μεγάλα κήτη

τίποτα δεν ανιχνεύει τις προθέσεις τους
τις άναρθρες κραυγές τους δεν ακούμε
εμείς κι αυτά
συγκατοικούμε παράλληλα

ώσπου να σπάσει η γυάλα
κι ό,τι είναι έξω
εντός μας να βρεθεί

κι όλες οι λέξεις
και τα τιμαλφή μας
στο στόμα του κήτους

από τη συλλογή Φυσικό αντίδοτο, 2013



          Η κιβωτός του ονείρου

Λάμπεις μοναδικός μες στα πλωτά μου μάτια
μισός άλμπουρο μισός βουή του ανέμου

ένα νιογέννητο φεγγάρι που θηλάζει φως
στην αγκαλιά της νύχτας
μια οκαρίνα που δονεί τα ματοτσίνορα
στην ενύπνια αγωνία τους
ένα χελιδόνι που μοναχό ραμφίζει
το ιώδες από το γκρίζο του χειμώνα
ή όστρακο μισάνοιχτο
με το θαμπό μαργαριτάρι του
έκπληκτο πάνω στην παλάμη μου
ένα κοχύλι της μαδαγασκάρης
στις παρυφές του απείρου

είσαι μια ρίζα μέσα στην καρδιά μου
που απλώνεται σ' όλο το κορμί
ακολουθείς τα χνάρια πέρδικας
που φτερουγίζει εντός μου
στέλεχος, φύλλο από κυκλάμινο
μονοπάτι υγρό πάνω στο δέρμα
μικρός δρυοκολάπτης κρυμμένος
στη φτέρη των ονείρων μου
δέντρο αιωνόβιας αφής στα απαλά μου βρύα
φυλλορροείς αινίγματα στ' ανήσυχα μου χέρια 
δάσος που στοίχειωσε με μεθυσμένους ψίθυρους
σμάρι φιλιών που πέταξαν απ' τα κλαδιά
στην αιφνίδια τουφεκιά της μνήμης
μια πυρκαγιά που ανάβει στην ψυχή
και λόγια που πετάγονται στα χείλη
σαν διψασμένα ελάφια
μια ικεσία, μια υπόσχεση παντοτινή
σαν άσπρο φως

δέντρο ή πουλί
άνεμος ή όστρακο
κισμέτ
σε μυστικά κιτάπια από παλιά γραμμένο

λάμνεις μοναδικός μες στα πλωτά μου μάτια
μισός άλμπουρο μισός βουή του ανέμου
το ένα σου η κιβωτός του ονείρου
αδημοσίευτο, Δεκέμβριος 2008 


           Μαθητεία

Κύριε, εσύ γνωρίζεις τα όνειρά μου
καθώς αμετανόητα αιωρούνται στο διάστημα
απρόσιτοι πλανήτες, ακατοίκητοι

τι κι αν χρόνια στα σκοτάδια σου μαθήτευσα
αν χρόνια μ' έμαθες ν' ανάβω σαν φωτιά
κι έτσι καλύτερα τον κόσμο σου να βλέπω

αν τύλιγα τους φόβους μου τις νύχτες
σκίζοντας επιδέσμους απ΄τ' ανοιχτό γαλάζιο σου
αν τις ρωγμές μου μάτιζα
με σύννεφα από τη δύση του ήλιου σου

ποτέ το κόκκινο των λαθών μου δεν κατάλαβε
την ορθογραφία των άστρων σου
ο τόπος και ο χρόνος σου
όριζαν τελεσίδικα το αδύνατο

Κύριε, ούτε μια στάλα έλεος
δεν έκρυψες στη ξηλωμένες τσέπες μου
ούτε ένα χάδι σου δεν γλύκανε
τα κουρασμένα μάτια μου
κι απέμεινε η ζωή μου
ένα λάθος στον επίγειο ισολογισμό σου

Κύριε, τόσο κοντά και μακριά
πώς να στηρίξω τη σκαλωσιά του ονείρου
στα πολυψήφια μηδενικά των άστρων σου;



          Morning cafe

Καθόμαστε σ' ένα κοσμικό καφέ
κάτω από τις ριγέ τέντες
φοράω ανοιχτό πράσινο παντελόνι
κι εσύ μια καλοκαιρινή υπόσχεση

φλυαρούμε για την επικαιρότητα
και ένας ήλιος μαγιάτικος
φωτίζει τις άγνωστες πτυχές του γέλιου σου

δυο φλιτζάνια που αχνίζουν ακόμη
δυο τσιγάρα νωχελικά στο τασάκι
μια μικρή απόσταση ανάμεσα στα γόνατά μας
ορίζει την ευτυχία μας

χαμογελάς
και τίποτα δεν μπορεί
να διώξει τη γαλάζια πεταλούδα
που ήδη φτερουγίζει στη ματιά μου




           Η μητέρα μου

Γερτή λαμπάδα
φλόγα που τρέμει
πίσω από σπασμένες γρίλιες
ανάσα που θολώνει
τα τζάμια του αδύνατου
η μητέρα μου

να δίνει πάντα
όσα ποτέ δεν πήρε
να δίνει πάντα
όσα ποτέ μου δε ζητώ

ένα ποίημα κάπου ας βρεθεί
ένα στάχυ άγουρο στο στέρφο χώμα
μια γέφυρα από λέξεις και εικόνες
μικρή αλέα να περπατήσουμε μαζί
ένα παγκάκι μες στις ανεμώνες

για να μιλώ ακατάπαυστα μαζί της
με λόγια που ποτέ δεν είπα
την άγρια δίνη των ματιών της
να νιώθω πίσω στον καιρό

πώς τότε ξαφνικά μεγάλωσα
πώς τώρα πάλι γίνομαι παιδί
μωρό στην αγκαλιά της.





          Από το α ως το χ

Πάντα μ΄ απασχολούσαν οι φωτοσκιάσεις. 
Μου άρεσε να κοιτάζω τα βιβλία στο τρεμάμενο φως της φωτιάς. 
Να παρακολουθώ το χοροπηδητό των γραμμάτων. 
Ώσπου έβλεπα μόνο παλμικές γραμμές. 
Το καρδιογράφημά τους. 
Ύστερα έκλεινα τα μάτια μου και οι γραμμές γίνονταν αχνές καμπύλες κι εξαφανίζονταν σιγά σιγά, μικρές ανεπαίσθητες κουκίδες. 
Πού πήγαιναν τα γράμματα; 
Ποια ακατανόητη λέξη τα ρουφούσε; 
Τότε ήταν που άνοιγε απότομα το φως. 
Τα μάτια μου θάμπωναν κι όλα τα χαμένα γράμματα ξεχύνονταν από τα μάτια μου. Πλημμύριζαν το χώρο, την κουζίνα, το στρογγυλό τραπέζι, το α πάνω στην αλατιέρα, το β στο βάζο με τις ελιές, το γ στο γουδοχέρι της γιαγιάς, το δ στη δαντέλα του εργόχειρου πάνω από το τζάκι. 
Και το ξ, εκείνο το ξ το ατίθασο στα ξύλα του δάσους που καίγονταν, μαζί με το χ του χειμώνα. 
Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι πώς έμαθα να διαβάζω. 
Εκεί στο χ όμως σταματούσα. 
Ήταν το χιόνι έξω μια κόλλα λευκό χαρτί. 
Με προκαλούσε μόνο να γράψω.
από τη συλλογή Φυσικό αντίδοτο, 2013


          Απόψε δε μιλάς

Μα στη σιωπή σου έμαθα
να ντύνομαι αστραπή
και τους φλεγόμενους ορίζοντες
των δύσεων εντός σου να διασχίζω
πιο σιωπή κι απ’ τη σιωπή σου
το μέσα των ονείρων σου ν΄ αγγίζω
Οκτώβριος 2008


                                    Τζούλια Φορτούνη


Scholeio.com

Λαπαθιώτης, Σαν μια δόξα που θ' ανάψει



Ναπολέων Λαπαθιώτης


         Μυστικό...

Εἶναι ψυχὲς πλασμένες ἀπὸ 
                                  [μάρμαρο
κι ἄλλες ἀπὸ χαμόγελο, εἴτε
                                       [πόνο.
Εἶναι καὶ μιὰ πλασμένη ἀπὸ
                          [ τριαντάφυλλα,
ὅμως ἐκείνη δὲ τὴ φανερώνω!

Πόσο ἡ καρδιά μου θά ῾τρεμε, ἂν τὴν ἔλεγα!
Βάνω μία κλειδαριὰ γερὴ στὸ στόμα!
Τόσοι σοφοὶ ποὺ βρίσκονται τριγύρω μου
καὶ δὲ τὴ μάντεψε κανεὶς ἀκόμα;

Εἶναι ψυχὲς πλασμένες ἀπὸ κρύσταλλο
κι ἄλλες ψυχὲς μὲ κλάματα ἔχουν γίνει.
Εἶναι καὶ μιὰ πλασμένη ἀπὸ ροδόσταμο,
μὰ δὲ θὰ σᾶς τὴ ῾πῶ ποτέ μου ῾κείνη!

Ὅρκο ἔβαλα νὰ μὴ τὴ ῾πῶ, ὡς τὸ τάφο μου,
μὰ πάλι... ποιὸς ξέρει... καμμιὰν ὥρα...
Κάτι μοῦ καίει τὰ χείλη μου! Καλύτερα
νὰ κλείσω τὸ τραγούδι μ᾿ ἀπὸ τώρα...





           Αποχαιρετισμοί στη μουσική   I
            
Τ’ όνειρό μου πια δεν είναι να χαρώ, μήτε να ζήσω,

μα να πω μια λέξη μόνο, σα μια φλόγα, - και να σβήσω.

Κι αν ακόμα ζω του κάκου, και γυρνώ στη γην απάνω,
μόνο ένα πια μου μένει, - να την πω και να πεθάνω …

Κι όμως ούτε αυτή η λέξη δε μου δόθηκεν ακόμα
να την πω, - και μου παιδεύει την ψυχή μου και το στόμα.

Μήτε καν αυτή τη λέξη, την απέραντα θλιμμένη,
μήτε τρόπος να τη μάθω, μήτε χρόνος δε μου μένει.

Κι αφού τ’ άχαρά μου χείλη δεν την πρόφεραν ακόμα,
θα την πάρω, - και σαν ξένοι, θα χαθούμε μες στο χώμα …


         II

Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, - κι ήσαν όλοι, γύρω μόνοι,
κι όλοι ξένοι, τραγουδάμε, μες στη νύχτα που σιμώνει.

Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλλοίμονό μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου!

Τη στιγμή του σταυρωμού μου και για μόνη συντροφιά μου,
μόλις ένιωσα τα χέρια που σταυρώσαν τα καρφιά μου …

Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου, - κι όπως ήρθα, και θα φύγω.

Τ’ είναι, τάχα για τους άλλους, ο χαμός ενός ατόμου;
- κι όπως ήρθα, και θα φύγω, μόνος μες στο θάνατό μου …


          Νυχτερινό

Μονάχη η φλόγα του κεριού μου,
κι απέναντί μου στο τραπέζι
θαρρείς το τέλος της προσμένει∙
λίγες στιγμές έχει να ζήσει
και μες στη νύχτα τρεμοπαίζει,
σαν μια ψυχούλα φοβισμένη...

Απόξω έν’ άγρυπνο φεγγάρι
με κόπο χάνεται στα χάη
μιας ατελεύτητης ερήμου...
Σα να μη θέλει να πεθάνει,
μ’ αναλαμπές ψυχομαχάει
το ετοιμοθάνατο κερί μου...

Και το βαρύθυμο φεγγάρι,
που χρόνια τώρα έχει σωπάσει,
και το κερί μου που πεθαίνει,
και, μέσα, η σκοτεινή ψυχή μου,
χωρίς αιτία κι οι τρεις στην πλάση
είμαστε τόσο λυπημένοι...




          Ποιητής

Πόσο βαθὺ κι ἀσήμαντο συνάμα,
τῆς Ζωῆς καὶ τῆς Τέχνης σου τὸ δρᾶμα,
σ᾿ ἕνα παιχνίδι μάταιο καὶ γελοῖο,
τοῦ Νοῦ σου νὰ σκορπᾷς τὸ μεγαλεῖο!
Μέρα-νύχτα νὰ παίζεις μὲ τὶς λέξεις,
πῶς, πρέπει, μεταξύ των, νὰ τὶς πλέξεις
καὶ πῶς, μαζί, νὰ σμίξεις κάποιους ἤχους,
ὥστε νὰ κλείσεις τ᾿ Ὄνειρο σὲ στίχους!
Πόσος κόπος καὶ πόνος κι ἀγωνία,
νὰ πλάσεις ἀπ᾿ τὴ θλίψη σου ἁρμονία

καὶ νὰ τὴ πλάσεις μ᾿ ὅλους σου τοὺς τρόπους,
γιὰ νὰ τὴ ξαναδώσεις στοὺς ἀνθρώπους!
Μήτε κι ἀληθινὰ ποὺ ξέρω πρᾶμα
πιὸ θλιβερό, ἀπ᾿ τοῦ πόνου σου τὸ δρᾶμα,

τοῦ Πόνου αὐτοῦ, ποὺ στέργει γιὰ κλουβί του,
τὸ χῶρο ἑνὸς ἀνθρώπινου ἀλφαβήτου!

Κι ἀφοῦ, σὰ τὰ μικρὰ παιδάκια, παίξεις,
τόσο καιρό, μὲ ρίμες καὶ μὲ λέξεις

κι ὅλες σου τὶς ἐλπίδες ἀφανίσεις,
χαμένος, ὅλος, μέσ᾿ στὶς ἀναμνήσεις,

μόλις φανοῦν οἱ πρῶτες μαῦρες τύψεις
κι ἔρθ᾿ ἡ στιγμὴ νὰ σκύψεις, νὰ μὴ σκύψεις,

μὰ παίρνοντας μαζὶ τὸ θησαυρό σου,
τὸ Γολγοθᾶ σου ἀνέβα καὶ σταυρώσου!


           Ἀναμνήσεις

Τὸ κάθε τι ποὺ πέρασε, γιὰ πάντα μ᾿ ἔχει σκλάβο
κι ὅσο γυρεύεις Σήμερα, τὸ Χτὲς νὰ μ᾿ ἀφανίσεις,
τόσο σὲ ῾κεῖνο θὰ γυρνῶ καὶ τόσο δὲ θὰ παύω
νὰ ζῶ στὶς ἀναμνήσεις...

Θαρρεῖς καὶ κάτι μόνιμα, μπροστά μ᾿ εἶναι πεσμένο
καὶ κρύβοντας καὶ σβήνοντας ὁλότελα τὸ Τώρα,
μὲ κάνει νὰ μὴ χαίρουμαι καὶ μήτε νὰ προσμένω
καινούργια, τάχα, δῶρα...

Σ᾿ ὅτι ποθεῖ καὶ σ᾿ ὅτι ζεῖ, ἡ ψυχή μου μένει ξένη
κι οὔτε μπορεῖς, Φωνὴ Ζωῆς, ἀλλιῶς νὰ τὴ δονήσεις,
παρὰ θαμπὰ καὶ μακρινά, σὰ μουσικὴ ποὺ βγαίνει
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς ἀναμνήσεις...

Τῆς πεθαμένης τῆς χαρᾶς, ἔχει στερέψει ἡ βρύση
κι οὔτε γυρέυει θάματα κι οὔτε προσμένει δῶρα
κι οὔτε μπορεῖ πιὰ τίποτα νὰ τὴ παρηγορήσει,
παρὰ ὅτι ἦταν ὡς τώρα...



           Ἐκ βαθέων

Λυπήσου με, Θέ μου, στὸ δρόμο ποὺ πῆρα,
χωρίς, ὡς τὸ τέλος, νὰ ξέρω τὸ πῶς,
- χωρὶς νά ῾χω μάθει, μὲ μιὰ τέτοια μοῖρα,
ποιὸ κρῖμα μὲ δέρνει, καὶ ποιὸς ὁ σκοπός!

Λυπήσου τὰ χρόνια ποὺ πᾶνε χαμένα,
προτοῦ ἡ νύχτα πάλι βαριὰ ν᾿ ἁπλωθεῖ,
ζητώντας τοὺς ἄλλους, ζητώντας καὶ μένα,
ζητώντας ἐκεῖνο ποὺ δὲ θὰ βρεθεῖ!

Λυπήσου ὅλα κεῖνα ποὺ πᾶνε τοῦ κάκου,
γιατὶ ἔτσι τοὺς εἶπαν πὼς εἶναι γραφτό,
καὶ γίνουνται χῶμα, στὰ βάθη ἑνὸς λάκκου,
χωρὶς νὰ γυρέψουν τὸ λόγο γι᾿ αὐτό!

Λυπήσου κι ἐκεῖνα, λυπήσου κι ἐμένα,
- καὶ μένα, ποὺ πάω μὲ καρδιὰ στοργική,
ζητώντας μία λύση σὲ πράματα ξένα,
ποὺ δὲν ἔχουν, Θέ μου, καμιὰ λογική...

Λιγάκι νὰ κάνω πὼς κάτι μὲ σέρνει,
λιγάκι νὰ φέξει, μὲς στὰ σκοτεινά,
κι ἀμέσως ἡ μοῖρα μου τὸ ξαναπαίρνει,
κι ἀμέσως ἡ νύχτα γυρίζει ξανά...

Λυπήσου με, Θέ μου, στὴν ἀπόγνωσή μου,
λυπήσου τὴ φλόγα ποὺ μάταια σκορπῶ,
- λυπήσου με μὲς στὴν ἀγανάκτησή μου,
νὰ ζῶ δίχως λόγο, καὶ δίχως σκοπό...





          Κούραση

Εἶμαι τόσο κουρασμένος ἀπ᾿ τὰ λόγια τὰ ῾πωμένα
κι ἀπ᾿ τὰ λόγια ποὺ θὰ ποῦμε κι ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους κι ἀπὸ μένα
κι ἀπ᾿ τὸ κάλεσμα τοῦ στίχου, μὲ τὸ μάταιο λυρισμό,
ποὺ ἡ ψυχή μου δὲν ἐλπίζει, παρὰ μόνο στὸ Λιμάνι
καὶ στὸ σάλπισμα τῆς Μοίρας, ποὺ μιὰ μέρα θὰ σημάνει
τὸν αἰώνιο Γυρισμό!

Τότε μόνο, λυτρωμένος ἀπ᾿ τῆς γῆς τὴν ἱστορία,
μέσ᾿ στῶν κόσμων καὶ τῶν ἄστρων τὴν ἀτέρμονη πορεία,
φῶς ἀνέσπερο, χυμένο σὲ μιὰν ἔξαλλη στροφή,
τὸ Τραγούδι τὸ Μεγάλο, ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω γράψει,
τὸ στερνό μου τὸ Τραγούδι, σὰ μιὰ δόξα ποὺ θ᾿ ἀνάψει,
τότε μόνο θὰ γραφεῖ!



          Λυπήσου...

Λυπήσου ἐκείνους ποὺ πονοῦν,
βουβὰ κι ἀνώφελα, γιὰ κάτι,
καὶ παίρνουν, γιὰ νὰ λησμονοῦν,
τῆς ζωῆς κάποιο ἄθλιο μονοπάτι...

Λυπήσου αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χαθεῖ,
μὲς στὴν θλιμμένη ὕπαρξή μας,
κι ἔγιναν αἴνιγμα βαθύ,
μιὰ καὶ δὲν εἶναι μεταξύ μας...

Κι αὐτόν, κι αὐτὸν ποὺ ἀναπολεῖ
τὰ περασμένα του λυπήσου:
μὰ ὅμως, ἀκόμα πιὸ πολύ,
τὶς ὦρες τῆς βαθειᾶς σιωπῆς σου,

λυπήσου αὐτούς, πού, μιὰ φορά,
μὲ φτερὰ ζοῦσαν, καὶ τὰ χάνουν,
καὶ δὲν τοὺς μένει ἄλλη χαρά,
παρὰ ἡ χαρὰ πὼς θὰ πεθάνουν...


                        Ναπολέων Λαπαθιώτης


Scholeio.com

Μαρνέρος, Τώρα τελείωσε ο πόλεμος μας είπαν...





Αργύρης Μαρνέρος

Όχι σ' αυτούς που τύφλωσαν τον ουρανό
και κάνανε τον ήλιο μας ζητιάνο

Όχι σ' αυτούς που τραγουδούν τους πόνους μας
πάνω σε χαλασμένο πιάνο.



Κανένας δεν θα τολμήσει
να σου περάσει αλυσίδα στο πόδι
αν δεν του δώσεις την ευκαιρία
να σου πάρει να σου πάρει τα μέτρα.


Οι περισσότερες Κυβερνήσεις

Χρειάζονται την αντιπολίτευση
Για να δικτατορεύουν δημοκρατικά.


Αυτός που είναι κακός μαθητής
της ιστορίας δεν έχει δικαίωμα
να γίνεται δάσκαλός της.


           ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΑΣΥΛΟ

   Σταματήστε
     Τους φώναξα
     Η πόρτα που χτυπάτε
     Είναι κληρονομιά
     Πανάρχαια
     Σταματήστε
     Τους φώναξα
     Θα καλέσω το 100
     Χαχανιτά
     Χτυπήματα
     Μ' αξίνες και λοστούς
     Σκέπασαν τη φωνή μου
     Σταματήστε
     Τα πριόνια κόβαν κιόλας
     Τις κλειδαριές
     Σταματήστε τους φώναξα
     Κι άκοιξα όλες τις βρύσες
     Να τους πνίξω.


            ΠΑΥΛΑ

   Κάθησε κάτω
      Και γράφε
      Κάνε κατάλογο
      Κάθε γράμμα
      Και μιά λέξη
      Στο Φ
      Μου είπαν να βάλω
      ( - )


      Μα υπάρχει τους είπα
      Μπορούμε να γράψουμε
      ΦΩΣ

     Μέσ' το σκοτάδι
     Με έπνιξαν
     Όπως όπως
     Δίπλα στην παύλα
     Ανοίξανε παρένθεση


     ΦΩΣ (Άχρηστη πολυτέλεια).

     Εγώ συνέχισα.

     Φ Καρφί μέσα στο στόμα
     Ω Άγρυπνο μάτι
     Σ Αναγκαστικό σιωπητήριο



          Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΘΕΟΣ

Μου πρόσφεραν ένα θεό
Καμωμένο από γυαλί
Και μου είπαν προσκύνα
Προσπάθησα
Να συζητήσω να μάθω
Και μου είπαν προσκύνα
Αρνήθηκα γέλασα
Έκλαψα πικράθηκα
Και μου είπαν προσκύνα
Τότε άρπαξα το ομείωμα
το πέταξα στη γη


Και τό 'κανα κομμάτια
Μέσα σε κάθε κομμάτι
Ένας μικρός θεός
Μέσα σε κάθε θεό
Ένα χαμόγελο
Μέσα σε κάθε χαμόγελο
Η εικόνα του εαυτού μου
Έπεσα και προσκύνησα

Τους μικρούς θεούς μου
Κ εγώ παρέμεινα
Ο ένας
Ο μοναδικός


          ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑ


Τον άνθρωπο αυτόν
Αρίστης ράτσας όπως βλέπετε
Αγαπητοί
Βγάλαμε στο σφυρί
Κάντε ησυχία
Όπως τον βλέπετε γυμνόν
Ανήκει σε σας

Όποιος χτυπήσει την τιμή
Θά 'ναι δικός του
Στο σφυρί το δέρμα του
Ακούω..

Κάποιος μίλησε
ναι..  μάλιστα..
Με το ένα
Με το δύο
Με ...
Το παίρνει ο κύριος
Βυρσοδέψης στο επάγγελμα
Στο σφυρί το κρέας
Ησυχία ν' ακούσω

Κάποιος μουρμουρίζει
Βλέπω κάποιο χέρι
Μάλιστα
Με το ένα

Με ...
Στον κύριο
Κρεοπώλης στο επάγγελμα
Μας μένουν τα κόκαλα
Μια χαμηλή τιμή
Παρακαλώ
Να τελειώνουμε
Κάποιος μίλησε
Ένα χέρι
Κάποιος γαύγισε
Στον σκύλο παρακαλώ
Ανεπάγγελτος
Και τώρα μας μένει
Το κεφάλι
Παρακαλώ
Κανένα χέρι
Μα γιατί τόση αδιαφορία ;
Γιατί φεύγετε ;
Δεν είναι μεγάλη η τιμή
Ο τόπος ερήμωσε...

Το σφυρί χτυπάει τρεις φορές
Τοκ
Τοκ
Τοκ
Θα μείνει εδώ
Στο βάθρο επάνω
Η ερημιά χλευάζει
Τον αντίλαλο.



           ΠΡΩΤΕΣ ΒΟΗΘΕΙΕΣ

Γλυστράμε
Πάνω στο δρόμο
Πτώντας τα λίπη
Που στάζουν
Από τα κρόσια
Της βελούδινης κουρτίνας
Πέφτουμε
Ουρλιάζουμε από πόνο
Ζητάμε βοήθεια
Και τότε μας ρίχνουν
Λάδι καυτό
Μέσα στο ανοιχτό μας
Στόμα.



           ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ

Κάθησε και παράγγειλε


Τον καφέ του
Την πάστα του
Τα τσιγάρα του
Τις πυτζάμες του
Τον ύπνο του
Το θάνατο του.



          ΚΟΡΟΪΔΙΑ

Τα λουλούδια


Που φέρνουν
Στο μνήμα σου
Είναι 

Για να σε κοροϊδεύουν
Αφού η μύτη σου
Δε μυρίζει Πιά.



           ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ

Την ώρα
Που έβγαζε τον επικήδειο
Ο πεθαμένος σηκώθηκε
Και τούκλεισε
Το στόμα.



           ΕΠΙΣΗΜΗ ΑΡΓΙΑ


Τη μέρα της μοιρασιάς
Βρήκαν χίλιες δυό προφάσεις
Για να κρατήσουν κλειστό
Το μαγαζί
Τη μέρα της μοιρασιάς
Μας δώσαν άδεια υποχρεωτική
"Μετ' αποδοχών"
Οδέποτε τις εισπράξαμε
Τη μέρα της μοιρασιάς
Την κάνανε γιά μας
Επίσημη αργία.


          ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ

Μία εφημερίδα
Απεργούν οι δημοσιογράφοι
Ένα περιοδικό
Απεργούν οι αναγνώστες
Τσιγάρα έχετε ;
Μετά τη νέα φορολογία
Δώστε μου μιά σοκολάτα
Η Αφρική δεν εξάγει κακάο
Μιά κουβαρίστρα
Δεν υπάρχουν
Όλη η γειτονιά κεντάει
Ένα στυλό διαρκείας
Μου τα στείλανε χωρίς μελάνι
Χαρτοφάκελα έχετε ;
Δεν υπάρχουν γραμματόσημα
Μπορώ να κάνω ένα τηλέφωνο ;
Βεβαίως
Μιά στιγμή όμως 
Να κόψω το σύρμα.



          ΠΟΣΟΣΤΑ

Τα ποσοστά μου 

Φώναζε
Ο κύριος
Με την καρφίτσα
Στη γραβάτα
Πήρες Τα νόμιμα
Απαντούσε
Ο άλλος
Το περιπολικό
Κυνηγούσε κάοιον
Που είχε πατήσει
Τη διπλή
Γραμμή.



          ΕΙΣ ΕΝΔΕΙΞΙΝ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ


Τα μετάλλια


Λένε
Τα προφέρουνε
Στους ήρωες
Μα
Τα χρυσά νομίσματα
Στους άλλους
Με προσφορά
Υπηρεσίας
Ιδιαίτερης.



          ΞΥΛΟΥΡΓΕΙΟΝ


Θα το ήθελα μακρύ
Ευρύχωρο
Να μπαίνει πολύ φως
Νά 'ναι
Όμορφα βαμμένο
Από ξύλο αντοχής
Να κλείσει καλά
Να εφαρμόζει
Θέλω καλή δουλειά
Μείνετε ήσυχος
Αυτοί που μου δώσαν
Την παραγγελία
Τα ίδια μου είπαν
Πότε να έρθω
Να πάρω το παράθυρό,
Λυπάμαι κύριε
Η ειδικότητα μου είναι
Φερετροποιός.



           ΥΠΟΔΗΜΑΤΟΠΟΙΕΙΟΝ


Όχι πως δεν είναι ωραίο
Μα κάτι κάνει
Αυτό το παπούτσι
Να είναι 
Ανιαρό
Ο παπουτσής σήκωσε τους ώμους
Με κοίταξε παράξενα
Μ' ένα ψίθυρο στο στόμα
Πρώτη φορά την ακούω αυτή τη λέξη.
Καιρό για χάσιμο
Δεν είχα
Άρπαξα ένα σφυρί
Κι ένα...  καρφί
Και το κάρφωσα βαθιά
Μέσα στο παπούτσι
Το φόρεσα
Και στάθηκα όρθιος
Έτσι τα θέλω εγώ τα παπούτσια

Να μ' ενοχλούν
Να με πληγώνουν.



          ΜΑΘΗΜΑ ΦΥΤΟΛΟΓΙΑΣ


Ο δάσκαλος ανέβηκε
Με στόμφο
Στην έδρα
Το φυτό κύριοι
Πρώτα βγάζει 
Τα άνθη
Μετά τα φύλλα


Ύστερα τα κλαδιά
Ακολουθεί ο κορμός
Και προχωρούμε στις ρίζες
Μερικοί χειροκρότησαν
Πολλοί τα έχασαν
Τόλμησα να φωνάξω
Οι εξελίξεις αρχίζουν
Από κάτω
Προς τα πάνω
Δίπλα μου συζητούσαν ακόμα
Μάλλον πρόκειται
Γιά βιολογικό παράδοξο
Ίσως θαύμα ανατομικό
Ένας τρίτος μας έλυσε την απορία
Ο δάσκαλος κρατούσε 
Εσκεμμένα το βιβλίο ανάποδα. 



          ΤΑ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ

Ας κουβαλάμε μαζί μας


Όπου κι αν πάμε
Τα απαραίτητα εργαλεία
Ο θάνατος μπορεί να μας βρει
Παντού
Ποιός θα μυρίσει
Την πτωμαϊνη μας ;
Όλες οι μύτες κρυολογημένες
Ας κουβαλάμε μαζί μας
Τα απαραίτητα
Ένα κασμά ένα φτυάρι
Τα ατομικά μας στοιχεία
Το τελευταίο φόρεμα
Του θανάτου
Δεν είναι το σάβανο
Είναι η ανθρώπινη
Φροντίδα
Ο πεθαμένος δεν κρυώνει
Αν το αφήσεις έξω απ' το λάκο
Ο πεθαμένος κρυώνει
Αν το αφήσεις
Έξω α' τη θύμηση. 


Αργύρης Μαρνέρος   Επιλογές από το "Σκοτεινός Θάλαμος


          Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ


Δώστε μου μερικά μέτρα


Πολύχρωμς κορδέλες
Δυό τρία τενεκεδένια
Μετάλλια
Χαλκομανίες πρωτότυπες
Αυτοκόλλητα άστρα
Ένα χάρτινο καπέλλο
Και μιά σπάθα πλαστική
Ωραίο καρναβάλι
Θα γίνει ο γυιός σας
Όχι καλέ
Ο άντρας μου γυρίζει
Απ' τον πόλεμο.


          ΔΑΣΚΑΛΕ


   Ρίξε λίγο παραπάνω
   Κανέλλα στο μάθημα
   Δάσκαλε
   Έτσι κι αλλιώς
   Περιεχόμενο
   Δεν υπάρχει.


          Ο ΗΡΩΑΣ ΡΕΜΑΛΙ

Τον είπαν ήρωα
Γιατί σπατάλησε τη ζωή του
Στη μάχη τη δική τους
Τον είπαν ρεμάλι
Γιατί σπατάλησε τη ζωή του
Στο γλέντι το δικό του.



         ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ


Τώρα που θα πας σχολείο
Νά 'σαι καλός και φρόνιμος
Για να προκόψεις
Τώρα που έπιασες δουλειά
Νά 'σαι καλός και φρόνιμος
Για να σε εκτιμήσουν
Τώρα που πέθανες
Χοροπήδα όσο θέλεις.



         Η ΜΙΜΗΣΗ

Τη φωνή της πόρνης


Προσπάθησε να μιμηθείς
Την ώρα που πουλάει
Το κορμί της
Τη φωνή του πολιτικού
Την ώρα που υπόσχεται
Τη φωνή του Πάπα
Τη ώρα που συγχωρεί
Τη φωνή του έμπορα
Την ώρα που παζαρεύει
Τη φωνή του δάσκαλου
Την ώρα που συμβουλεύει
Τώρα που τις μιμήθηκες όλες
Προσπάθησε να μιμηθείς
Και τη δική σου φωνή.



         Η ΜΕΤΑΘΕΣΗ


Η ζυγαριά που κρατούσε
Η δικαοσύνη
Έγερνε πάντα εξιά
Η αγορανομία σφράγιζε
Κάθε χρόνο
Τα σταθμά κανονικά
Ένας καινούριος
τη υπηρεσία
Έκανε αναφορά
Ελλιποβαρή σταθμά
Πήρα μετάθεση
Μετά μιά βδομάδα.



          ΕΚΑΝΕ...


Μπροστά μου
Βάδιζε ένας παπάς
Έκανε
Τέτοιο σκοτάδι
Ούτε καν μπορούσα
να τον ξεχωρίσω.



           ΔΕΙΚΤΗΣ


   Σε κάθε λαιμό κρέμεται
     Ένας χρυσός σταυρός
     Και στο χρηματιστήριο
     Ο δείκτης της αξίας του.



           ΓΚΛΟΠΣ (Γενικά χαρακτηριστικά)


Κατασκευάζεται με μεράκι
Στον τόρνο από ξύλο σκληρό
Μπορείς να το φορέσεις
Με φαρδιά μαύρη ζώνη
Εξωτερικά

Ή
Τυλιγμένο σε εφημερίδα
Βαθιά στην κολότσεπη
Εσωτερικά
χρησιμοποιείται
Σε έκτακτες περιπτώσεις
Με λελογισμένη δύναμη
Αν γίνει όμως κακή εκτίμηση
Το χτύπημα ανοίγει
Κεφάλια ή μύτες
μερικές νοικοκυρές το χρησιμοποιούν
Στην κουζίνα
Ανοίγουν φύλλα
για πίτα.


          ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑ 
                          (αφιερώνεται στους κατά 
                          καιρούς υπουγούς παιδείας)

Η δασκάλα έλεγε
Πάντα
Πως η καθαριότητα
Είναι μισή αρχοντιά
Η μαμά σας
Θα κόβει
τα νύχια
Ο κουρέας τα μαλλιά
Όσο για το μυαλό σας
Μου δώσαν ειδικό ψαλίδι
Να σας το παίρνω
Πάντα σύρριζα.



          ΓΙΑ ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ


Πατρίδα μου οι ρίζες σου
Στον ήλιο απλωμένες
Επάνω κρέμεται η τιμή
"Ενθύμιον"
Για το περαστικό τουρίστα
Πατρίδα μου μας στήνουνε
Στον τοίχο
Και μας πυροβολούν
Μέσ' από φωτογραφικό
Φακό
Για μια φωτογραφία.



          ΑΚΟΜΑ ΕΝΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙ


Στις 17 κάθε Νοέμβρη
Οι εργάτες θα κουβαλούν τα σκηνικά
Το πλήθος θα μπογιατίζεται
Το θέατρο θα φωταγωγείται
Περάστε κόσμε λαϊκή απογευματινή

Στις 17 κάθε Νοέμβρη 
Η οργή των σκοτωμένων θα δυναμώνει
Η δικιά μας η φωνή θα χαμηλώνει
Η πόρτα θα σκουριάζει
Και οι θεατρίνοι θα μασούν τα λόγια τους

Στις 17 κάθε Νοέμβρη
Θα στήνουν πάγκους με γλυφιτζούρια
Και θά 'ρχονται παπάδες
Με νόμιμες ταρίφες
Οι θεατρίνοι θα ξεχάσουν του ρόλους 
Ο κόσμος θα περνάει από συνήθεια

Στις 17 κάθε Νοέμβρη
Χτυπάτε νεκροί τα ταμπούρλα
Ο χρόνος χοντραίνει τ' αυτιά.



          ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ 1979


Είναι ωραίοι οι ανώνυμοι
Καθώς στο πανηγύρι έρχονται
Μ' ένα γαρύφαλλο στο χέρι
Για να τιμήσουν τους νεκρούς
Μα πιο ωραίοι είναι όταν φεύγουν
Κρατώντας στο ίδιο χέρι
Ένα σουβλάκι της ώρας
Πραγματικά ξελιγωμένοι
Από την υπερένταση της συγκίνησης.

Αργύρης Μαρνέρος  Επιλογές από το "Ο Υπόνομος"



          ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ

Κόκκινος τάπητας μπροστά στη Μητρόπολη
Για να περάσουν οι επίσημοι
Από τα πρόσωπα έλειπε τελείως 
Το χρώμα της ντροπής
Γι αυτό έπρεπε κάπου να υπάρχει.



          24 ΙΟΥΛΙΟΥ 1979

Γιορτές λοιπόν και φέτος
Στο προεδρικό το μέγαρο δεξίωση
Μα ο λαός πάντα μπροστά στο κάγκελο
Με το γλυφιτζούρι της αποκατάστασης
Και τα μπατιρόσπορα της κάθαρσης
Γλύφει το χτες και σκέφτεται
μασάει το σήμερα και φτύνει. 



           ΦΩΣΤΗΡΑΣ

Είναι πραγματικά
Παράξενος ο άνθρωπος
Ενώ του διδάκουν
Γιά χρόνια την αλήθεια
Αυτός γίνεται
Φωστήρας στο ψέμα
Χωρίς μια ώρα μάθημα.



            ΟΔΗΓΙΕΣ

Μην ομιλείτε
Στον οδηγό
Ξέρει αυτός 
Που θα σας πάει
Για να τον χρειάζεστε
Πάει να πει
Πως αισθάνεστε
Θαυμάσια
Μες στο κοπάδι.



          ΕΝΘΡΟΝΙΣΗ

Ο Δεσπότης
Όταν ανέβηκε 
Στο χρυσό θρόνο
Κρατώντας στο χέρι
Τη χρυσή του ράβδο
θυμήθηκε το γαϊδούρι
Του Χριστού
Και το ξύλινο αποκούμπι του
Δεν ντράπηκε καθόλου
Γι αυτό και δεν αισθάνθηκε
Την ανάγκη να κατέβει
Απ' το θρόνο.



          ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΕΣ

Δώστε ψωμί
Στους πεινασμένους
Φωνάζουν οι ανθρωπιστές
Και γυρίζουν
Απ' τήν άλλη μεριά
Για την κακοψημένη
Μπριζόλα.



           SERVIS

Ποιός τό 'πε πως η εκκλησία
Έμεινε πίσω στις εξελίξεις
Λίγα ξωκκλήσια έχτισε
Πάνω στα πεζοδρόμια ;
Μόνο οι τράπεζες
Θα έχουν υποκαταστήματα ;
Αν τώρα βάλει
Κι αυτόματους
Δίπλα στις εικόνες
Όπου μ' ένα τάληρο
Μες σε μπουκάλι πλαστικό
Αγιασμός θα βγαίνει
Θα έχουμε ένα servis
Πραγματικά υπέροχο.


           ΑΠΟΡΙΑ

Απορώ
Γιατί δεν απαντάει
Ο υπουργός
Τα χαρτιά μου τα υπέβαλα
Όλα και κανονικά
Ο φάκελος είναι εντάξει
Καλά τα χαρτιά
Υπέβαλες όμως
Χαρτάκι και φακελάκι.


            ΤΩΡΑ

Τώρα που φοράτε τα γιορτινά σας
Τώρα που περνάτε έξω
Απ' τό ορφανοτροφείο
Τρελλοκομείο
Γηροκομείο
Νοσοκομείο
Κεμάστε την αγάπη σας
Σαν το σαλάμι αέρος
Πάνω στα κάγκελα
Κι ύστερα πάτε στο σπίτι σας
Φάτε το βραδινό σας
Και μη ξεχάστε προπαντός
Να κάντε το σταυρό σας.


           ΑΓΑΛΜΑΤΑ

Σ' αυτό το χωριό
Μη στήστε άλλα αγάλματα
Μας είπε μια γριά
Που ανταμώσαμε στη βρύση
Κι αυτά που είχαμε
Μετανάστεψαν.



          ΟΙ ΘΕΟΙ

Εμπρός στρατιώτες μου
Φώναξε ο Στρατηγός
Κι ο θεός είναι μαζί μας
Εμπρός λεβέντες μου
Και μάλιστα γρήγορα
Γιατί κι αυτοί οι απέναντι
Έχουν το δικό τους θεό.



           ΥΠΕΡ ΒΩΜΩΝ ΚΑΙ ΕΣΤΙΩΝ

Αυτοί πέσανε στη μάχη
Υπέρ βωμών και εστιών
Οι άλλοι ξαπλωμένοι στο σαλόνι
Ψήνουν σουβλάκια στους βωμούς
Και δίνουν την εστία με αντιπαροή
Σε ημέτερο εργολάβο.



           ΗΔΟΝΙΚΑ

Καθισμένη η Δημορατία
Πάνω σε τριακόσια σκαμνιά
Πίνοντας τριακόσιους καφέδες
Και άλλα τόσα τσιγάρα
Ξύνει τον κώλο της ηδονικά
Με τρεις χιλιάδες νύχια.


           ΤΩΡΑ...

Τώρα τελείωσε ο πόλεμος μας είπαν
Σπείρτε μέσα στα κράνη σας λουλούδια
Και μεις τους πιστέψαμε
Τώρα τελείωσε ο πόλεμος μας είπαν 
Τα κανόνια θα τα κάνουμε τρακτέρ
Και μεις τους πιστέψαμε
Τώρα τελείωσε ο πόλεμος μας είπαν
Χτίστε τα σπίτια σας κάντε οικογένειες
Και μεις τους πιστέψαμε
Τώρα τελείωσε ο πόλεμος τους είπαμε
Κι αφήστε μας ήσυχους δίπλα
Στα λουλούδια τα τρακτέρ και τα παιδιά μας
Μα αυτοί δεν μας πίστεψαν.


          RECEPTION

Πρώτα καλωσορίζαμε τους ξένους
Στην υποδοχή του σπιτιού μας
Τους προσφέραμε γλυκά και νερό
Και τους ονομάζαμε επισκέπτες μας
Αργότερα βάλαμε πολλές καρέκλες στη υποδοχή
Καλωσορίζανε τους ξένους τα γκαρσόνια
Πουλούσαμε γλυκά και αναψυκτικά
Και ονομάζαμε τους ξένους πελάτες μας
Τώρα ήρθαν οι ξένοι από παντού
Αγόρασαν το σπίτι μας και τό 'καναν HOTEL
Πουλάνε NESCAFE εμφιαλωμένο νερό
Και μας ονομάζουν υπηρετικό προσωπικό.



          ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ

Τώρα το ξέρω
Πρέπει ν’ αγαπήσω τη ζωή
Ανάμεσα απ’ τα συντρίμμια
Που βρίσκονται μπροστά μου
Πρέπει να αγαπήσω ξανά
Κάθε μικρό κομμάτι
Κι ένα ένα να τα βάλω στη σειρά
Όμορφα δεν είναι μόνο
Τα απείραχτα πράγματα
Και τα σπασμένα αγάλματα
Έχουν τη δική τους τη χάρη
Και ίσως είναι αυτά
Που πιο πολύ μας μοιάζουν.



          ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

Κάποια μέρα σε μια σχολική γιορτή
Οι μαθητές ντύθηκαν παπαγάλoι
Και έλεγαν το μάθημα χωρίς χάνoυν λέξη
Και όλοι βαθμoλoγήθηκαν με άριστα.
Και από τότε δεν ήταν μόνο σχολική γιορτή
Αλλά επίσημο πλέον σύστημα παιδείας.



          ΣΧΟΛΙΚΑ ΘΡΑΝΙΑ

Μου μίλησαν
Πιο Πολύ για Αβραάμ­
Παρά για Σωκράτη
Πιο πολύ για Χριστό
Παρά για Διόνυσο
Άσε τα σχολικά θρανία
Είπε ο γέρος της παρέας.
Και δες στην πλατεία το χορό
Μέσα στη μνήμη του κορμιού
Ήτανε πάντα Διόνυσoς ο χρόvoς.


          ΣΥΝΤΑΓΉ ΕΥΤΥΧΙΑΣ


Μέσα στη βάρβαρη απλοποίηση των παραμυθιών
Oι μεν πιστoί κοιμούνται ευτυχισμένοι
Oι δε ποιμένες γλεντούνε τρισευτυχισμένοι.



          ΖΩΟΦΙΛΟΣ


Εγώ υπήρξα πάντα ζωόφιλος
Αγαπητέ μου έλα μέσα
Στην κουζίνα να σου δείξω
Πόσο τρυφερά πόσο απαλά
Τα πλάθω εγώ τα μπιφτέκια.




           ΠΟΣΟΣΤΑ

Θέλουμε ποσοστά
Απ’ το γάλα μας
Φώναζαν τα πρόβατα
Θα είμαι πιο γενναιόδωρος
Μαζί σας είπε ο τσέλιγκας
Θα σας δώσω ποσοστά
Από το κρέας σας.



          ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ

Άξιος φώναζε ο κόσμος
Από τη μια μεριά
Ανάξιος φωνάζανε οι άλλοι
Ο θεός με τη σιωπή του
Έλειπε παντελώς.



          ΧΡΩΜΑ ΣΟΒΑΡΟ

Και βέβαια προσέξατε
Πως τα δημόσια αμάξια
Τά 'χουν βαμμένα μαύρα
Μόνο που οι νεκροφόρες
Έχουν λαμπάκια παραπάνω
Και το φορτίο πάντα σοβαρό
Ολόφτυστο το ίδιο
Οι μεν καθισμένοι
Οι δε ξαπλωμένοι.


          ΞΕΡΟΥΝ ΑΥΤΟΙ

Ξέρουν αυτοί
τι κάνουν
Όταν τα μάτια
Της Δικαιοσύνης
Δένουν
Με μαύρο μαντήλι
Είναι
Γιά να μη τους βλέπει
Όταν μοιράζουν
Το δίκιο.


          ΕΜΕΙΣ

Πήρε λοιπόν τη λάσπη ο θεός
Και έπλασε τον άνθρωπο
Πήρε κι ο άνθρωπος τη λάσπη
Κι έχτισε το σπίτι του θεού
Οι παπάδες όμως που ήρθαν
Έκαναν τόσο πολλή λάσπη
Που το περίσευμα το ρίξαν
Στα μούτρα του Θεού
Και μεις αντί να του πλένουμε
Τα μάτια, πλένουμε τα χέρια μας.



          Η ΓΛΥΚΑ ΤΗΣ ΑΛΜΥΡΑΣ

Η ευτυχία του Παράδεισου 
Ήταν δοτή γι αυτό και ήταν άνοστη
Μόνο όταν απλώσαμε τα χέρια μας
Γλυκαίναν οι καρποί πραγματικά
Μες στην αλμύρα του ιδρώτα μας.



          ΜΟΝΟ

Πωλούνται
Οικόπεδα θαυμάσια
Με φως νερό τηλέφωνο
Ευκολίες πληρωμής
Θαυμάσια θέα
Προς όλες τις πλευρές
μόνο που η μία βλέπει
Πάντα στο Νεκροταφείο.



          ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ

Πορνεία κατανάλωση προμήθεια
Ξεπούλημα παζάρεμα χαμόγελο
Μέση σκυφτή λαίμαργο μάτι
Χειραψίες βελούδινες νύχι γαμψό
Βγαλμένα όλα στο σφυρί
Παράδοση αιώνων
Και κόκκαλα προγόνων.



           ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΕΙΣΤΕ

Η Ελλάδα μας χορεύει
Τσιφτετέλι πάνω στο τραπέζι
Και οι ξένοι μας ολόγυρα κοιτούν
Τα πιάτα πέφτουνε βροχή
Στου Φιλοπάππου εθνικοί χοροί
Με βήματα στο πρόγραμμα βαλμένα
Ήχος και φως
Κόκκινη η Ακρόπολη από ντροπή
Πορνεύουν στα Προπύλαια
Οι Καρυάτιδες πάνω στις κάρτες
Έχουμε και κέρματα παλιά
Βασιλικά κεφάλια
Δεκάρες τρύπιες
Χειροκροτείστε
Greece is Music 
Διώξτε το γέρο απ' το κέτρο
Η γκάιντα του είναι αντιτουριστική
Σουβλάκι Μουσακά Μουσείο


           GOOD - BYE, 
           AUFWIEDERSEHEN,  
           AU REVOIR

Σας ευχαριστούμε
Σας περιμένουμε ξανά
Έχουμε καιρό για το ξεπούλημα
Χειροκροτείστε.

 Αργύρης Μαρνέρος  Επιλογές από το "Είσοδος Κινδύνου"


* Ο Αργύρης Μαρνέρος γεννήθηκε στο Δοξάτο της Δράμας. Τέλειωσε το γυμνάσιο του χωριού του το 1960 και την άλλη χρονιά -σχεδόν με το πρώτο μεταναστευτικό κύμα- φεύγει για τη Δυτ. Γερμανία. Δουλεύει σε διάφορα εργοστάσια και το βράδυ παρακολουθεί μαθήματα γλώσσας. 
Το 1968 αρχίζει σπουδές Γερμανικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το 1973, παράλληλα με τις σπουδές του, παίρνει το δίπλωμα του ξεναγού από την τοπική σχολή Θεσσαλονίκης.
Ο χώρος του Πανεπιστημίου και οι λογοτεχνικοί κύκλοι τον φέρνουν για πρώτη φορά σε μια ουσιαστική επαφή με τα ελληνικά λογοτεχνικά ρεύματα.


Scholeio.com