Τ. Φορτούνη, Ένα παράξενο ενυδρείο





Τζούλια Φουρτούνη

          Θα γράφω τις νύχτες

Θα γράφω τις νύχτες
δίχως μελάνι
μες στις κραυγές αυτού του κόσμου
όταν στο δάσος
θ΄ απλώνεται πηχτό σκοτάδι

θα γράφω τις νύχτες
σ΄ ένα ξέφωτο
κοντά σε μια πηγή
που θ’ αναβλύζει δροσερό νερό

και θα μαζεύονται κοντά μου
όλες οι λέξεις
όλα τ΄ αγρίμια
να πιουν να ξεδιψάσουν

εκεί αν θες
μπορείς να με συναντήσεις
με τις αιχμές του γέλιου σου
ν΄ αγγίξεις τους μικρούς ελέφαντες
την ώρα που σκύβουν
στην παλάμη μου

να τους εξημερώσεις

θα γράφω τις νύχτες
για ένα δειλινό στη Ζιμπάμπουε
πάνω από την κρεμαστή γέφυρα
και τις χρωματιστές ομπρέλες

γύρω μου χιλιάδες
ουράνια τόξα θα εκλιπαρούν
την αιωνιότητα




          Επικινδύνως


Ζούμε σ' ένα παράξενο ενυδρείο
γεμάτο λέξεις και χρυσόψαρα
που πηγαινοέρχονται
μας μιλούν και μας χαιρετούν
λες και γνωριζόμαστε από παλιά
από ναυάγια άλλα

σ' ένα υποβρύχιο ζούμε
έξω από το φινιστρίνι μας
ενεδρεύουν τα μεγάλα κήτη

τίποτα δεν ανιχνεύει τις προθέσεις τους
τις άναρθρες κραυγές τους δεν ακούμε
εμείς κι αυτά
συγκατοικούμε παράλληλα

ώσπου να σπάσει η γυάλα
κι ό,τι είναι έξω
εντός μας να βρεθεί

κι όλες οι λέξεις
και τα τιμαλφή μας
στο στόμα του κήτους

από τη συλλογή Φυσικό αντίδοτο, 2013



          Η κιβωτός του ονείρου

Λάμπεις μοναδικός μες στα πλωτά μου μάτια
μισός άλμπουρο μισός βουή του ανέμου

ένα νιογέννητο φεγγάρι που θηλάζει φως
στην αγκαλιά της νύχτας
μια οκαρίνα που δονεί τα ματοτσίνορα
στην ενύπνια αγωνία τους
ένα χελιδόνι που μοναχό ραμφίζει
το ιώδες από το γκρίζο του χειμώνα
ή όστρακο μισάνοιχτο
με το θαμπό μαργαριτάρι του
έκπληκτο πάνω στην παλάμη μου
ένα κοχύλι της μαδαγασκάρης
στις παρυφές του απείρου

είσαι μια ρίζα μέσα στην καρδιά μου
που απλώνεται σ' όλο το κορμί
ακολουθείς τα χνάρια πέρδικας
που φτερουγίζει εντός μου
στέλεχος, φύλλο από κυκλάμινο
μονοπάτι υγρό πάνω στο δέρμα
μικρός δρυοκολάπτης κρυμμένος
στη φτέρη των ονείρων μου
δέντρο αιωνόβιας αφής στα απαλά μου βρύα
φυλλορροείς αινίγματα στ' ανήσυχα μου χέρια 
δάσος που στοίχειωσε με μεθυσμένους ψίθυρους
σμάρι φιλιών που πέταξαν απ' τα κλαδιά
στην αιφνίδια τουφεκιά της μνήμης
μια πυρκαγιά που ανάβει στην ψυχή
και λόγια που πετάγονται στα χείλη
σαν διψασμένα ελάφια
μια ικεσία, μια υπόσχεση παντοτινή
σαν άσπρο φως

δέντρο ή πουλί
άνεμος ή όστρακο
κισμέτ
σε μυστικά κιτάπια από παλιά γραμμένο

λάμνεις μοναδικός μες στα πλωτά μου μάτια
μισός άλμπουρο μισός βουή του ανέμου
το ένα σου η κιβωτός του ονείρου
αδημοσίευτο, Δεκέμβριος 2008 


           Μαθητεία

Κύριε, εσύ γνωρίζεις τα όνειρά μου
καθώς αμετανόητα αιωρούνται στο διάστημα
απρόσιτοι πλανήτες, ακατοίκητοι

τι κι αν χρόνια στα σκοτάδια σου μαθήτευσα
αν χρόνια μ' έμαθες ν' ανάβω σαν φωτιά
κι έτσι καλύτερα τον κόσμο σου να βλέπω

αν τύλιγα τους φόβους μου τις νύχτες
σκίζοντας επιδέσμους απ΄τ' ανοιχτό γαλάζιο σου
αν τις ρωγμές μου μάτιζα
με σύννεφα από τη δύση του ήλιου σου

ποτέ το κόκκινο των λαθών μου δεν κατάλαβε
την ορθογραφία των άστρων σου
ο τόπος και ο χρόνος σου
όριζαν τελεσίδικα το αδύνατο

Κύριε, ούτε μια στάλα έλεος
δεν έκρυψες στη ξηλωμένες τσέπες μου
ούτε ένα χάδι σου δεν γλύκανε
τα κουρασμένα μάτια μου
κι απέμεινε η ζωή μου
ένα λάθος στον επίγειο ισολογισμό σου

Κύριε, τόσο κοντά και μακριά
πώς να στηρίξω τη σκαλωσιά του ονείρου
στα πολυψήφια μηδενικά των άστρων σου;



          Morning cafe

Καθόμαστε σ' ένα κοσμικό καφέ
κάτω από τις ριγέ τέντες
φοράω ανοιχτό πράσινο παντελόνι
κι εσύ μια καλοκαιρινή υπόσχεση

φλυαρούμε για την επικαιρότητα
και ένας ήλιος μαγιάτικος
φωτίζει τις άγνωστες πτυχές του γέλιου σου

δυο φλιτζάνια που αχνίζουν ακόμη
δυο τσιγάρα νωχελικά στο τασάκι
μια μικρή απόσταση ανάμεσα στα γόνατά μας
ορίζει την ευτυχία μας

χαμογελάς
και τίποτα δεν μπορεί
να διώξει τη γαλάζια πεταλούδα
που ήδη φτερουγίζει στη ματιά μου




           Η μητέρα μου

Γερτή λαμπάδα
φλόγα που τρέμει
πίσω από σπασμένες γρίλιες
ανάσα που θολώνει
τα τζάμια του αδύνατου
η μητέρα μου

να δίνει πάντα
όσα ποτέ δεν πήρε
να δίνει πάντα
όσα ποτέ μου δε ζητώ

ένα ποίημα κάπου ας βρεθεί
ένα στάχυ άγουρο στο στέρφο χώμα
μια γέφυρα από λέξεις και εικόνες
μικρή αλέα να περπατήσουμε μαζί
ένα παγκάκι μες στις ανεμώνες

για να μιλώ ακατάπαυστα μαζί της
με λόγια που ποτέ δεν είπα
την άγρια δίνη των ματιών της
να νιώθω πίσω στον καιρό

πώς τότε ξαφνικά μεγάλωσα
πώς τώρα πάλι γίνομαι παιδί
μωρό στην αγκαλιά της.





          Από το α ως το χ

Πάντα μ΄ απασχολούσαν οι φωτοσκιάσεις. 
Μου άρεσε να κοιτάζω τα βιβλία στο τρεμάμενο φως της φωτιάς. 
Να παρακολουθώ το χοροπηδητό των γραμμάτων. 
Ώσπου έβλεπα μόνο παλμικές γραμμές. 
Το καρδιογράφημά τους. 
Ύστερα έκλεινα τα μάτια μου και οι γραμμές γίνονταν αχνές καμπύλες κι εξαφανίζονταν σιγά σιγά, μικρές ανεπαίσθητες κουκίδες. 
Πού πήγαιναν τα γράμματα; 
Ποια ακατανόητη λέξη τα ρουφούσε; 
Τότε ήταν που άνοιγε απότομα το φως. 
Τα μάτια μου θάμπωναν κι όλα τα χαμένα γράμματα ξεχύνονταν από τα μάτια μου. Πλημμύριζαν το χώρο, την κουζίνα, το στρογγυλό τραπέζι, το α πάνω στην αλατιέρα, το β στο βάζο με τις ελιές, το γ στο γουδοχέρι της γιαγιάς, το δ στη δαντέλα του εργόχειρου πάνω από το τζάκι. 
Και το ξ, εκείνο το ξ το ατίθασο στα ξύλα του δάσους που καίγονταν, μαζί με το χ του χειμώνα. 
Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι πώς έμαθα να διαβάζω. 
Εκεί στο χ όμως σταματούσα. 
Ήταν το χιόνι έξω μια κόλλα λευκό χαρτί. 
Με προκαλούσε μόνο να γράψω.
από τη συλλογή Φυσικό αντίδοτο, 2013


          Απόψε δε μιλάς

Μα στη σιωπή σου έμαθα
να ντύνομαι αστραπή
και τους φλεγόμενους ορίζοντες
των δύσεων εντός σου να διασχίζω
πιο σιωπή κι απ’ τη σιωπή σου
το μέσα των ονείρων σου ν΄ αγγίζω
Οκτώβριος 2008


                                    Τζούλια Φορτούνη


Scholeio.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: