Κ. Αδαλόγλου, Όχι μόνο Προθέσεις



Κυριακή Αδαλόγλου


          Μόνον προθέσεις

Τα μάτια σου – κι ο Ευριπίδης –
(γλυκές σταλαξιές .. 
                     από ξανθόμαυρο μελίσσι)

κι όσα ήθελα να σου ομολογήσω «μεταφορικά»

μείναν προθέσεις.

Τώρα στο τηγάνι τσιγαρίζω κρεμμυδάκι,

γεμίζει το σπίτι μυρωδιά από λάχανο
για σαρμάδες.

Τώρα χορεύω όπως μου βαράνε

όσοι από παλιά με βαφτίσαν
άμεμπτη και συνετή.

Μετανιωμένη από τώρα

για όσα τυλίγω μέσα μου κουβάρι,
για όποια ανατριχίλα έπνιξα
πριν προφτάσει να φτάσει στ’ ακροδάχτυλα,
να τα μουδιάσει.

Μετανιωμένη από τώρα

για ό, τι αργότερα θα βρίσκω μες στις αναμνήσεις
μόνο σαν πρόθεση.
από τη συλλογή Καταγραφές, 1982



          Μέσοι όροι

Και ποια είσαι εσύ που τόλμησες
να αγνοείς τους μέσους όρους;
Να αναιρείς την ομοιομορφία,
να ενθαρρύνεις την απόκλιση;
Να, τώρα. Έγινες στηλάκι στα έντυπα,
μπαλάκι σε πολιτικό πινγκ πονγκ.
Σήκωσες βαθυστόχαστες αναλύσεις.

Αφού είσαι για ρομαντισμούς και ηλιοβασιλέματα
Τι ήθελες να ασκήσεις εξουσία;
Μείνε λοιπόν τσαλακωμένη και κατάπτυστη,
η αποκλίνουσα.

από τη συλλογή Διπλή άρθρωση, 2009



             άτιτλο

  Και για όσα σου πρόσφερα
    με ανταμείβεις με μία σχισμή
    που δεν είναι ούτε χαμόγελο

    που δεν είναι ούτε χαμόγελο
    να κρεμάσω μια υποψία αχνού,
    όπως στο μπάνιο ο καθρέφτης που θαμπώνει

    όπως στο μπάνιο ο καθρέφτης που θαμπώνει
    και παίζει κακέκτυπα την πατίνα του χρόνου
    μπερδεύοντας τα χνάρια της αλήθειας στο πρόσωπό μου

    στο πρόσωπό μου που ώρα πρωινή
    στο πίσω κάθισμα του λεωφορείου
    απορροφήθηκε από το χνωτισμένο τζάμι.

                 από τη συλλογή Διπλή άρθρωση, 2009


            Ο έρωτας είμαι

Πού να πρωτομαζέψω το μυαλό μου;
Έφυγαν κιόλας χρόνοι τέσσεροι
τα μαύρα μού καίνε το κορμί
το καλοκαίρι, το χειμώνα αυγαταίνουν τη θλίψη μου.

Σκορπίσαν τα παιδιά,
πού να πρωτομαζέψω το μυαλό μου;
Έστω κρατάω τα μαλλιά ξανθά,
το πρόσωπό μου κάτι λέει ακόμα..
Ο έρωτας έρχεται σαν πειρασμός
μέσα στην άχνα του απομεσήμερου.

Κι ούτε μια στάλα το λαδάκι της παραμυθίας
Ο έρωτας έρχεται σαν πειρασμός
μέσα στην άχνα του απομεσήμερου.

Ο Αλβανός μού έφερε ξύλα για το χειμώνα
-κομμένα τα στοίβαξε στην αποθήκη -
την ώρα που έφευγε μου λύθηκε η μαντίλα
-τη μάζεψε και μου την έδωσε -
άγγιξε με το χέρι τον καρπό μου
τραβήχτηκα σαν να με τσίμπησε σκορπιός
-«όταν θα μείνεις μόνη μην ξεπέσεις»
μου’ χε πει εκείνη.

Μικρές μαύρες πιέτες
κι ένα μακρύ πλεχτό σάλι
μαύρο το φρύδι του πανσέ
σκούρη η προσμονή μου -
στο ξέφωτο δίπλα στο σπίτι
δεν ήρθανε και φέτος οι τσιγγάνοι.
Μέρες παλιές, η αυλή γεμάτη κόσμο
γλεντούσαν οι τσιγγάνοι.

Πιπεράτος ο αέρας
παίζει ο γύφτος το κλαρίνο

Ψιλό το βράδυ
χορεύει αερικό η γυφτοπούλα

Μικρό αλήτικο τριζόνι φλυαρεί
καφές στη χόβολη

Ένα μπουκέτο νυχτολούλουδα μοσχοβολάει
ρούχα απλωμένα στα πουρνάρια

Ένα φεγγάρι γλόμπος
Γριά τσιγγάνα τρίβει με στάχτη τα χαλκώματα

Τραγούδι βάλσαμο
Χτυπάει σαν τη φλέβα του νερού η καρδιά

Μουλιάζει η νύχτα
ζωές που θα γεννήσει απόψε ο πόθος!

Δεν ήρθανε ούτε φέτος οι τσιγγάνοι.
Το ξέφωτο έρημο. Και παραδίπλα η εκκλησία,
μες στον γκρεμό σχεδόν, ακίνητη.
Δεν με συντρέχει.
Και πώς να καταλάβει το σώμα που θυμώνει
Κι επιθυμεί και λαχταρά
και καταπίνει το σπαρτάρημά του.
Περήφανη μουγκή εκκλησία
ακοίμητος τραχύς κριτής
παρατηρεί το πιο μικρό μου λοξοπάτημα
κι ούτε μια στάλα το λαδάκι της παραμυθίας.
από την ευρύτερη ενότητα Τραγούδι για μια γυναίκα,
δημοσιεύτηκε στο περ. «Μανδραγόρας», τ. 32, Νοέμβρ. 2004

                                                  Κυριακή Αδαλόγλου

Scholeio.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: