Ναπολέων Λαπαθιώτης
Μυστικό...
Εἶναι ψυχὲς πλασμένες ἀπὸ
[μάρμαρο
κι ἄλλες ἀπὸ χαμόγελο, εἴτε
κι ἄλλες ἀπὸ χαμόγελο, εἴτε
[πόνο.
Εἶναι καὶ μιὰ πλασμένη ἀπὸ
[ τριαντάφυλλα,
ὅμως ἐκείνη δὲ τὴ φανερώνω!
Πόσο ἡ καρδιά μου θά ῾τρεμε, ἂν τὴν ἔλεγα!
Βάνω μία κλειδαριὰ γερὴ στὸ στόμα!
Τόσοι σοφοὶ ποὺ βρίσκονται τριγύρω μου
καὶ δὲ τὴ μάντεψε κανεὶς ἀκόμα;
Εἶναι ψυχὲς πλασμένες ἀπὸ κρύσταλλο
κι ἄλλες ψυχὲς μὲ κλάματα ἔχουν γίνει.
Εἶναι καὶ μιὰ πλασμένη ἀπὸ ροδόσταμο,
μὰ δὲ θὰ σᾶς τὴ ῾πῶ ποτέ μου ῾κείνη!
Ὅρκο ἔβαλα νὰ μὴ τὴ ῾πῶ, ὡς τὸ τάφο μου,
μὰ πάλι... ποιὸς ξέρει... καμμιὰν ὥρα...
Κάτι μοῦ καίει τὰ χείλη μου! Καλύτερα
νὰ κλείσω τὸ τραγούδι μ᾿ ἀπὸ τώρα...
Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, - κι ήσαν όλοι, γύρω μόνοι,
κι όλοι ξένοι, τραγουδάμε, μες στη νύχτα που σιμώνει.
Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλλοίμονό μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου!
Τη στιγμή του σταυρωμού μου και για μόνη συντροφιά μου,
μόλις ένιωσα τα χέρια που σταυρώσαν τα καρφιά μου …
Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου, - κι όπως ήρθα, και θα φύγω.
Τ’ είναι, τάχα για τους άλλους, ο χαμός ενός ατόμου;
- κι όπως ήρθα, και θα φύγω, μόνος μες στο θάνατό μου …
Ποιητής
Πόσο βαθὺ κι ἀσήμαντο συνάμα,
τῆς Ζωῆς καὶ τῆς Τέχνης σου τὸ δρᾶμα,
σ᾿ ἕνα παιχνίδι μάταιο καὶ γελοῖο,
τοῦ Νοῦ σου νὰ σκορπᾷς τὸ μεγαλεῖο!
Μέρα-νύχτα νὰ παίζεις μὲ τὶς λέξεις,
πῶς, πρέπει, μεταξύ των, νὰ τὶς πλέξεις
καὶ πῶς, μαζί, νὰ σμίξεις κάποιους ἤχους,
ὥστε νὰ κλείσεις τ᾿ Ὄνειρο σὲ στίχους!
Πόσος κόπος καὶ πόνος κι ἀγωνία,
νὰ πλάσεις ἀπ᾿ τὴ θλίψη σου ἁρμονία
καὶ νὰ τὴ πλάσεις μ᾿ ὅλους σου τοὺς τρόπους,
γιὰ νὰ τὴ ξαναδώσεις στοὺς ἀνθρώπους!
Μήτε κι ἀληθινὰ ποὺ ξέρω πρᾶμα
πιὸ θλιβερό, ἀπ᾿ τοῦ πόνου σου τὸ δρᾶμα,
τοῦ Πόνου αὐτοῦ, ποὺ στέργει γιὰ κλουβί του,
τὸ χῶρο ἑνὸς ἀνθρώπινου ἀλφαβήτου!
Κι ἀφοῦ, σὰ τὰ μικρὰ παιδάκια, παίξεις,
τόσο καιρό, μὲ ρίμες καὶ μὲ λέξεις
κι ὅλες σου τὶς ἐλπίδες ἀφανίσεις,
χαμένος, ὅλος, μέσ᾿ στὶς ἀναμνήσεις,
μόλις φανοῦν οἱ πρῶτες μαῦρες τύψεις
κι ἔρθ᾿ ἡ στιγμὴ νὰ σκύψεις, νὰ μὴ σκύψεις,
μὰ παίρνοντας μαζὶ τὸ θησαυρό σου,
τὸ Γολγοθᾶ σου ἀνέβα καὶ σταυρώσου!
Ἀναμνήσεις
Τὸ κάθε τι ποὺ πέρασε, γιὰ πάντα μ᾿ ἔχει σκλάβο
κι ὅσο γυρεύεις Σήμερα, τὸ Χτὲς νὰ μ᾿ ἀφανίσεις,
τόσο σὲ ῾κεῖνο θὰ γυρνῶ καὶ τόσο δὲ θὰ παύω
νὰ ζῶ στὶς ἀναμνήσεις...
Θαρρεῖς καὶ κάτι μόνιμα, μπροστά μ᾿ εἶναι πεσμένο
καὶ κρύβοντας καὶ σβήνοντας ὁλότελα τὸ Τώρα,
μὲ κάνει νὰ μὴ χαίρουμαι καὶ μήτε νὰ προσμένω
καινούργια, τάχα, δῶρα...
Σ᾿ ὅτι ποθεῖ καὶ σ᾿ ὅτι ζεῖ, ἡ ψυχή μου μένει ξένη
κι οὔτε μπορεῖς, Φωνὴ Ζωῆς, ἀλλιῶς νὰ τὴ δονήσεις,
παρὰ θαμπὰ καὶ μακρινά, σὰ μουσικὴ ποὺ βγαίνει
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς ἀναμνήσεις...
Τῆς πεθαμένης τῆς χαρᾶς, ἔχει στερέψει ἡ βρύση
κι οὔτε γυρέυει θάματα κι οὔτε προσμένει δῶρα
κι οὔτε μπορεῖ πιὰ τίποτα νὰ τὴ παρηγορήσει,
παρὰ ὅτι ἦταν ὡς τώρα...
Ἐκ βαθέων
Λυπήσου με, Θέ μου, στὸ δρόμο ποὺ πῆρα,
χωρίς, ὡς τὸ τέλος, νὰ ξέρω τὸ πῶς,
- χωρὶς νά ῾χω μάθει, μὲ μιὰ τέτοια μοῖρα,
ποιὸ κρῖμα μὲ δέρνει, καὶ ποιὸς ὁ σκοπός!
Λυπήσου τὰ χρόνια ποὺ πᾶνε χαμένα,
προτοῦ ἡ νύχτα πάλι βαριὰ ν᾿ ἁπλωθεῖ,
ζητώντας τοὺς ἄλλους, ζητώντας καὶ μένα,
ζητώντας ἐκεῖνο ποὺ δὲ θὰ βρεθεῖ!
Λυπήσου ὅλα κεῖνα ποὺ πᾶνε τοῦ κάκου,
γιατὶ ἔτσι τοὺς εἶπαν πὼς εἶναι γραφτό,
καὶ γίνουνται χῶμα, στὰ βάθη ἑνὸς λάκκου,
χωρὶς νὰ γυρέψουν τὸ λόγο γι᾿ αὐτό!
Λυπήσου κι ἐκεῖνα, λυπήσου κι ἐμένα,
- καὶ μένα, ποὺ πάω μὲ καρδιὰ στοργική,
ζητώντας μία λύση σὲ πράματα ξένα,
ποὺ δὲν ἔχουν, Θέ μου, καμιὰ λογική...
Λιγάκι νὰ κάνω πὼς κάτι μὲ σέρνει,
λιγάκι νὰ φέξει, μὲς στὰ σκοτεινά,
κι ἀμέσως ἡ μοῖρα μου τὸ ξαναπαίρνει,
κι ἀμέσως ἡ νύχτα γυρίζει ξανά...
Λυπήσου με, Θέ μου, στὴν ἀπόγνωσή μου,
λυπήσου τὴ φλόγα ποὺ μάταια σκορπῶ,
- λυπήσου με μὲς στὴν ἀγανάκτησή μου,
νὰ ζῶ δίχως λόγο, καὶ δίχως σκοπό...
Κούραση
Εἶμαι τόσο κουρασμένος ἀπ᾿ τὰ λόγια τὰ ῾πωμένα
κι ἀπ᾿ τὰ λόγια ποὺ θὰ ποῦμε κι ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους κι ἀπὸ μένα
κι ἀπ᾿ τὸ κάλεσμα τοῦ στίχου, μὲ τὸ μάταιο λυρισμό,
ποὺ ἡ ψυχή μου δὲν ἐλπίζει, παρὰ μόνο στὸ Λιμάνι
καὶ στὸ σάλπισμα τῆς Μοίρας, ποὺ μιὰ μέρα θὰ σημάνει
τὸν αἰώνιο Γυρισμό!
Τότε μόνο, λυτρωμένος ἀπ᾿ τῆς γῆς τὴν ἱστορία,
μέσ᾿ στῶν κόσμων καὶ τῶν ἄστρων τὴν ἀτέρμονη πορεία,
φῶς ἀνέσπερο, χυμένο σὲ μιὰν ἔξαλλη στροφή,
τὸ Τραγούδι τὸ Μεγάλο, ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω γράψει,
τὸ στερνό μου τὸ Τραγούδι, σὰ μιὰ δόξα ποὺ θ᾿ ἀνάψει,
τότε μόνο θὰ γραφεῖ!
Λυπήσου...
Λυπήσου ἐκείνους ποὺ πονοῦν,
βουβὰ κι ἀνώφελα, γιὰ κάτι,
καὶ παίρνουν, γιὰ νὰ λησμονοῦν,
τῆς ζωῆς κάποιο ἄθλιο μονοπάτι...
Λυπήσου αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χαθεῖ,
μὲς στὴν θλιμμένη ὕπαρξή μας,
κι ἔγιναν αἴνιγμα βαθύ,
μιὰ καὶ δὲν εἶναι μεταξύ μας...
Κι αὐτόν, κι αὐτὸν ποὺ ἀναπολεῖ
τὰ περασμένα του λυπήσου:
μὰ ὅμως, ἀκόμα πιὸ πολύ,
τὶς ὦρες τῆς βαθειᾶς σιωπῆς σου,
λυπήσου αὐτούς, πού, μιὰ φορά,
μὲ φτερὰ ζοῦσαν, καὶ τὰ χάνουν,
καὶ δὲν τοὺς μένει ἄλλη χαρά,
παρὰ ἡ χαρὰ πὼς θὰ πεθάνουν...
ὅμως ἐκείνη δὲ τὴ φανερώνω!
Πόσο ἡ καρδιά μου θά ῾τρεμε, ἂν τὴν ἔλεγα!
Βάνω μία κλειδαριὰ γερὴ στὸ στόμα!
Τόσοι σοφοὶ ποὺ βρίσκονται τριγύρω μου
καὶ δὲ τὴ μάντεψε κανεὶς ἀκόμα;
Εἶναι ψυχὲς πλασμένες ἀπὸ κρύσταλλο
κι ἄλλες ψυχὲς μὲ κλάματα ἔχουν γίνει.
Εἶναι καὶ μιὰ πλασμένη ἀπὸ ροδόσταμο,
μὰ δὲ θὰ σᾶς τὴ ῾πῶ ποτέ μου ῾κείνη!
Ὅρκο ἔβαλα νὰ μὴ τὴ ῾πῶ, ὡς τὸ τάφο μου,
μὰ πάλι... ποιὸς ξέρει... καμμιὰν ὥρα...
Κάτι μοῦ καίει τὰ χείλη μου! Καλύτερα
νὰ κλείσω τὸ τραγούδι μ᾿ ἀπὸ τώρα...
Αποχαιρετισμοί στη μουσική I
Τ’ όνειρό μου πια δεν είναι να χαρώ, μήτε να ζήσω,
μα να πω μια λέξη μόνο, σα μια φλόγα, - και να σβήσω.
Κι αν ακόμα ζω του κάκου, και γυρνώ στη γην απάνω,
μόνο ένα πια μου μένει, - να την πω και να πεθάνω …
Κι όμως ούτε αυτή η λέξη δε μου δόθηκεν ακόμα
να την πω, - και μου παιδεύει την ψυχή μου και το στόμα.
Μήτε καν αυτή τη λέξη, την απέραντα θλιμμένη,
μήτε τρόπος να τη μάθω, μήτε χρόνος δε μου μένει.
Κι αφού τ’ άχαρά μου χείλη δεν την πρόφεραν ακόμα,
θα την πάρω, - και σαν ξένοι, θα χαθούμε μες στο χώμα …
Κι αν ακόμα ζω του κάκου, και γυρνώ στη γην απάνω,
μόνο ένα πια μου μένει, - να την πω και να πεθάνω …
Κι όμως ούτε αυτή η λέξη δε μου δόθηκεν ακόμα
να την πω, - και μου παιδεύει την ψυχή μου και το στόμα.
Μήτε καν αυτή τη λέξη, την απέραντα θλιμμένη,
μήτε τρόπος να τη μάθω, μήτε χρόνος δε μου μένει.
Κι αφού τ’ άχαρά μου χείλη δεν την πρόφεραν ακόμα,
θα την πάρω, - και σαν ξένοι, θα χαθούμε μες στο χώμα …
II
κι όλοι ξένοι, τραγουδάμε, μες στη νύχτα που σιμώνει.
Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλλοίμονό μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου!
Τη στιγμή του σταυρωμού μου και για μόνη συντροφιά μου,
μόλις ένιωσα τα χέρια που σταυρώσαν τα καρφιά μου …
Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου, - κι όπως ήρθα, και θα φύγω.
Τ’ είναι, τάχα για τους άλλους, ο χαμός ενός ατόμου;
- κι όπως ήρθα, και θα φύγω, μόνος μες στο θάνατό μου …
Νυχτερινό
Μονάχη η φλόγα του κεριού μου,
κι απέναντί μου στο τραπέζι
θαρρείς το τέλος της προσμένει∙
λίγες στιγμές έχει να ζήσει
και μες στη νύχτα τρεμοπαίζει,
σαν μια ψυχούλα φοβισμένη...
Απόξω έν’ άγρυπνο φεγγάρι
με κόπο χάνεται στα χάη
μιας ατελεύτητης ερήμου...
Σα να μη θέλει να πεθάνει,
μ’ αναλαμπές ψυχομαχάει
το ετοιμοθάνατο κερί μου...
Και το βαρύθυμο φεγγάρι,
που χρόνια τώρα έχει σωπάσει,
και το κερί μου που πεθαίνει,
και, μέσα, η σκοτεινή ψυχή μου,
χωρίς αιτία κι οι τρεις στην πλάση
είμαστε τόσο λυπημένοι...
κι απέναντί μου στο τραπέζι
θαρρείς το τέλος της προσμένει∙
λίγες στιγμές έχει να ζήσει
και μες στη νύχτα τρεμοπαίζει,
σαν μια ψυχούλα φοβισμένη...
Απόξω έν’ άγρυπνο φεγγάρι
με κόπο χάνεται στα χάη
μιας ατελεύτητης ερήμου...
Σα να μη θέλει να πεθάνει,
μ’ αναλαμπές ψυχομαχάει
το ετοιμοθάνατο κερί μου...
Και το βαρύθυμο φεγγάρι,
που χρόνια τώρα έχει σωπάσει,
και το κερί μου που πεθαίνει,
και, μέσα, η σκοτεινή ψυχή μου,
χωρίς αιτία κι οι τρεις στην πλάση
είμαστε τόσο λυπημένοι...
Πόσο βαθὺ κι ἀσήμαντο συνάμα,
τῆς Ζωῆς καὶ τῆς Τέχνης σου τὸ δρᾶμα,
σ᾿ ἕνα παιχνίδι μάταιο καὶ γελοῖο,
τοῦ Νοῦ σου νὰ σκορπᾷς τὸ μεγαλεῖο!
Μέρα-νύχτα νὰ παίζεις μὲ τὶς λέξεις,
πῶς, πρέπει, μεταξύ των, νὰ τὶς πλέξεις
καὶ πῶς, μαζί, νὰ σμίξεις κάποιους ἤχους,
ὥστε νὰ κλείσεις τ᾿ Ὄνειρο σὲ στίχους!
Πόσος κόπος καὶ πόνος κι ἀγωνία,
νὰ πλάσεις ἀπ᾿ τὴ θλίψη σου ἁρμονία
καὶ νὰ τὴ πλάσεις μ᾿ ὅλους σου τοὺς τρόπους,
γιὰ νὰ τὴ ξαναδώσεις στοὺς ἀνθρώπους!
Μήτε κι ἀληθινὰ ποὺ ξέρω πρᾶμα
πιὸ θλιβερό, ἀπ᾿ τοῦ πόνου σου τὸ δρᾶμα,
τοῦ Πόνου αὐτοῦ, ποὺ στέργει γιὰ κλουβί του,
τὸ χῶρο ἑνὸς ἀνθρώπινου ἀλφαβήτου!
Κι ἀφοῦ, σὰ τὰ μικρὰ παιδάκια, παίξεις,
τόσο καιρό, μὲ ρίμες καὶ μὲ λέξεις
κι ὅλες σου τὶς ἐλπίδες ἀφανίσεις,
χαμένος, ὅλος, μέσ᾿ στὶς ἀναμνήσεις,
μόλις φανοῦν οἱ πρῶτες μαῦρες τύψεις
κι ἔρθ᾿ ἡ στιγμὴ νὰ σκύψεις, νὰ μὴ σκύψεις,
μὰ παίρνοντας μαζὶ τὸ θησαυρό σου,
τὸ Γολγοθᾶ σου ἀνέβα καὶ σταυρώσου!
Ἀναμνήσεις
Τὸ κάθε τι ποὺ πέρασε, γιὰ πάντα μ᾿ ἔχει σκλάβο
κι ὅσο γυρεύεις Σήμερα, τὸ Χτὲς νὰ μ᾿ ἀφανίσεις,
τόσο σὲ ῾κεῖνο θὰ γυρνῶ καὶ τόσο δὲ θὰ παύω
νὰ ζῶ στὶς ἀναμνήσεις...
Θαρρεῖς καὶ κάτι μόνιμα, μπροστά μ᾿ εἶναι πεσμένο
καὶ κρύβοντας καὶ σβήνοντας ὁλότελα τὸ Τώρα,
μὲ κάνει νὰ μὴ χαίρουμαι καὶ μήτε νὰ προσμένω
καινούργια, τάχα, δῶρα...
Σ᾿ ὅτι ποθεῖ καὶ σ᾿ ὅτι ζεῖ, ἡ ψυχή μου μένει ξένη
κι οὔτε μπορεῖς, Φωνὴ Ζωῆς, ἀλλιῶς νὰ τὴ δονήσεις,
παρὰ θαμπὰ καὶ μακρινά, σὰ μουσικὴ ποὺ βγαίνει
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς ἀναμνήσεις...
Τῆς πεθαμένης τῆς χαρᾶς, ἔχει στερέψει ἡ βρύση
κι οὔτε γυρέυει θάματα κι οὔτε προσμένει δῶρα
κι οὔτε μπορεῖ πιὰ τίποτα νὰ τὴ παρηγορήσει,
παρὰ ὅτι ἦταν ὡς τώρα...
Ἐκ βαθέων
Λυπήσου με, Θέ μου, στὸ δρόμο ποὺ πῆρα,
χωρίς, ὡς τὸ τέλος, νὰ ξέρω τὸ πῶς,
- χωρὶς νά ῾χω μάθει, μὲ μιὰ τέτοια μοῖρα,
ποιὸ κρῖμα μὲ δέρνει, καὶ ποιὸς ὁ σκοπός!
Λυπήσου τὰ χρόνια ποὺ πᾶνε χαμένα,
προτοῦ ἡ νύχτα πάλι βαριὰ ν᾿ ἁπλωθεῖ,
ζητώντας τοὺς ἄλλους, ζητώντας καὶ μένα,
ζητώντας ἐκεῖνο ποὺ δὲ θὰ βρεθεῖ!
Λυπήσου ὅλα κεῖνα ποὺ πᾶνε τοῦ κάκου,
γιατὶ ἔτσι τοὺς εἶπαν πὼς εἶναι γραφτό,
καὶ γίνουνται χῶμα, στὰ βάθη ἑνὸς λάκκου,
χωρὶς νὰ γυρέψουν τὸ λόγο γι᾿ αὐτό!
Λυπήσου κι ἐκεῖνα, λυπήσου κι ἐμένα,
- καὶ μένα, ποὺ πάω μὲ καρδιὰ στοργική,
ζητώντας μία λύση σὲ πράματα ξένα,
ποὺ δὲν ἔχουν, Θέ μου, καμιὰ λογική...
Λιγάκι νὰ κάνω πὼς κάτι μὲ σέρνει,
λιγάκι νὰ φέξει, μὲς στὰ σκοτεινά,
κι ἀμέσως ἡ μοῖρα μου τὸ ξαναπαίρνει,
κι ἀμέσως ἡ νύχτα γυρίζει ξανά...
Λυπήσου με, Θέ μου, στὴν ἀπόγνωσή μου,
λυπήσου τὴ φλόγα ποὺ μάταια σκορπῶ,
- λυπήσου με μὲς στὴν ἀγανάκτησή μου,
νὰ ζῶ δίχως λόγο, καὶ δίχως σκοπό...
Εἶμαι τόσο κουρασμένος ἀπ᾿ τὰ λόγια τὰ ῾πωμένα
κι ἀπ᾿ τὰ λόγια ποὺ θὰ ποῦμε κι ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους κι ἀπὸ μένα
κι ἀπ᾿ τὸ κάλεσμα τοῦ στίχου, μὲ τὸ μάταιο λυρισμό,
ποὺ ἡ ψυχή μου δὲν ἐλπίζει, παρὰ μόνο στὸ Λιμάνι
καὶ στὸ σάλπισμα τῆς Μοίρας, ποὺ μιὰ μέρα θὰ σημάνει
τὸν αἰώνιο Γυρισμό!
Τότε μόνο, λυτρωμένος ἀπ᾿ τῆς γῆς τὴν ἱστορία,
μέσ᾿ στῶν κόσμων καὶ τῶν ἄστρων τὴν ἀτέρμονη πορεία,
φῶς ἀνέσπερο, χυμένο σὲ μιὰν ἔξαλλη στροφή,
τὸ Τραγούδι τὸ Μεγάλο, ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω γράψει,
τὸ στερνό μου τὸ Τραγούδι, σὰ μιὰ δόξα ποὺ θ᾿ ἀνάψει,
τότε μόνο θὰ γραφεῖ!
Λυπήσου...
Λυπήσου ἐκείνους ποὺ πονοῦν,
βουβὰ κι ἀνώφελα, γιὰ κάτι,
καὶ παίρνουν, γιὰ νὰ λησμονοῦν,
τῆς ζωῆς κάποιο ἄθλιο μονοπάτι...
Λυπήσου αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χαθεῖ,
μὲς στὴν θλιμμένη ὕπαρξή μας,
κι ἔγιναν αἴνιγμα βαθύ,
μιὰ καὶ δὲν εἶναι μεταξύ μας...
Κι αὐτόν, κι αὐτὸν ποὺ ἀναπολεῖ
τὰ περασμένα του λυπήσου:
μὰ ὅμως, ἀκόμα πιὸ πολύ,
τὶς ὦρες τῆς βαθειᾶς σιωπῆς σου,
λυπήσου αὐτούς, πού, μιὰ φορά,
μὲ φτερὰ ζοῦσαν, καὶ τὰ χάνουν,
καὶ δὲν τοὺς μένει ἄλλη χαρά,
παρὰ ἡ χαρὰ πὼς θὰ πεθάνουν...
Ναπολέων Λαπαθιώτης
Scholeio.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου