Έκκληση για βοήθεια στην Έλλάδα
Τι να 'ναι τάχα τούτες οι βροντές;
Στο Νότο ακούγονται, μαζί με κραυγές.
Οι τούφες του καπνού από που βγαίνουν
Και μέχρι τα σύννεφα ανεβαίνουν;
Αυτής της φοβερής μάχης οι οιμωγές,
Των φονιάδων οι άγριες φωνές
Και των θυμάτων, του θανάτου ο ρόγχος,
Τη γη ολόκληρη ταρακουνάει.
Μεγάλες άναψαν του πολέμου οι φωτιές,
Ο ουρανός κοκκίνησε απ' τις πυρκαγιές.
Είναι η Ελλάδα που άλλο δεν αντέχει
Τον ασήκωτο ζυγό που τη βαραίνει,
Δεν ανέχεται πια τη σκληρή φυλακή,
Τις μεγάλες συμφορές της Πατρίδας,
Τον ανέντιμο τύραννο κι αρνητή της ελπίδας.
Έφτασε ως τα άκρα η αγανάκτηση
Το σπαθί ξεγύμνωσε η επανάσταση.
Ο σταυρός την ευλογεί, την προστατεύει.
Το δρόμο των ενδόξων προγόνων πιστά
Ακολουθεί, και βαδίζει μπροστά.
Κι ο εχθρός που τρεις αιώνες ρουφάει
Των δύστυχων θυμάτων του το αίμα,
Εκδίκηση για τον ξεσηκωμό ζητάει,
Δολοφονικό χέρι πάνω τους απλώνει.
Τους ιερούς ναούς βεβηλώνει,
Τα νεογέννητα ελληνόπουλα σφάζει.
Τις κόρες και τις κυρές ατιμάζει.
Γκρεμίζει τις πόλεις, καίει τα χωριά,
Τα πτώματα των ανθρώπων στοιβάζει
Το ένα πάνω στ' άλλο θεόρατα βουνά.
Αλίμονο! Το αίμα ποτάμια,
Μα ο τρομερός εχθρός δεν ξεδιψάει.
Τη χώρα ολόκληρη ποδοπατάει.
Να τη σπείρει θέλει με κεφάλια.
Η αλαζονεία του όριο δεν έχει,
Πολιτείες ολόκληρες καταστρέφει.
Με άγριο κι ανελέητο μίσος απαιτεί
Να σκορπίσει το θάνατο, να θάψει τη ζωή.
Η τρελλή του λύσσα σκοπό έχει βάλει,
Την Ελλάδα όλη μια φωτιά να κάνει.
Όπως ο Βεζούβιος μες στο θυμό του
Τα φλογισμένα χείλη του ανοίγει
Και πυρακτωμένα ποτάμια ξερνάει,
Τα χωριά και τα σπαρτά παρασύροντας,
Κι ότι άλλο στο διάβα του συναντάει,
Τη φρίκη στις πόλεις σκορπίζοντας,
Τον πληθυσμό τους καταβροχθίζοντας
Μαζί με την πρωτεύουσα την πολύβουη,
Θλιβερό πέτρινο θόλο ανεβάζει,
Την ομαδική σαρκοφάγο σκεπάζει.
Σε τέτοιες συμφορές καταδικασμένη,
Ω χώρα, κακότυχη κι εσύ!
Από βαθιές πληγές εξουθενωμένη
Με το αίμα των παιδιών σου βαμμένη,
Με τέτοια μοίρα τι μπορείς να κάνεις;
Στη βαριά σκλαβιά θα μείνεις υποταγμένη,
Ή θα μαζέψεις όλες σου τις δυνάμεις
Τις αλυσίδες από πάνω σου να πετάξεις
Κι ανάμεσα σε άλλους τάφους εχθρικούς
Έναν κι εσύ ακόμα τάφο να σκάψεις;
Αυτή τη μεγάλη απόφαση πήρες:
Το ζυγό τινάζω ή πέφτω είπες.
Και τα γενναία τέκνα σου εκάλεσες.
"Ελευθερία ή θάνατος, παιδιά μου"!
Κι αυτά με θάρρος τα σπαθιά ζωστήκαν.
Οι στρατιές φυτρώσανε από τη γη.
Νέους και γέρους το ίδιο νεύμα οδηγεί
Και οι γυναίκες στη μάχη ριχτήκαν,
Τα χέρια τους άπλωσαν κατά κει
Και τα χτυπήματα πίσω γυρίσαν.
Στα μέρη όπου οι δοξασμένοι πρόγονοί τους
Δάφνες χρυσές φυτέψανε στη γη τους,
Στις στάχτες έχουν ρίξει το σπαθί
Και το σκήπτρο του Ξέρξη,
Τις Θερμοπύλες αθάνατο έκαναν μνημείο
Μια χούφτα Έλληνες με μια ψυχή,
Τις περσικές δυνάμεις τρέψαν σε φυγή,
Εκεί που για της πατρίδας τη σωτηρία
Χωρίς να υποχωρήσουν ούτ' ένα βήμα
Περήφανα στήθηκε ο βωμός των ανδρείων.
Εκεί η γενναία καινούργια στρατιά
Στο πεδίο της ένδοξης μάχης ξαναγυρνά,
Κατά του θηριώδη άρχοντα και πάλι
Της Σπάρτης η φυλή σηκώνει το κεφάλι.
Τις αλυσίδες λιώνουν, τις κάνουν σπαθιά
Έτοιμοι για τη μάχη όπως παλιά.
Πανοπλίες, περικεφαλαίες κι ασπίδες δεν έχουν,
Με το δίκιο του αγώνα το κεφάλι στέφουν,
Τα μπράτσα και το στήθος το φαρδύ- πανοπλία,
Κι ασπίδα έχουν του Κυρίου την προστασία.
Εμπρός με τόλμη της ανδρείας παιδιά
Συσπειρωμένοι στην ορθοδοξη στρατιά,
Οι δυνάμεις του Άδη στο σταυρό μπροστά
Πως θα μπορέσουν ν' αντισταθούν τώρα πια!
Οι θάλασσες τη σημαία σας ξέρουν καλά,
Εκεί που οι γενναίοι πρόγονοί σας έπνιξαν
Αμέτρητα καράβια περσικά.
Στα μέρη αυτά τα ίδια που οι εχθροί σας
Έπεσαν, το σπαθί σας πάντα θα λαμπυρίζει.
Κι ο αέρας τα δικά σας ιερά λάβαρα θ' ανεμίζει.
Πώς εσείς, λοιπόν, φυλές παντοδύναμες
Που όρκο δώσατε στο σταύρο,
Να στερηθείτε τη δόξα σας
Στον αγώνα τον ιερό;
Να μείνετε άπραγοι και υπομονετικά
Να θωρείτε την ομόθρησκη δική σας χώρα
Ο εχθρός μ' αλαζονεία να καταπατά;
Πως μπορεί του ψευτοπροφήτη το χέρι
Στις στάχτες το Σταυρό της Ανατολής να ρίχνει
Και να λατρεύει τη θεά του σκότους τη Σελήνη!
Εμπρός λοιπόν! Ριχτείτε στον αγώνα,
Η δύναμη της πίστης σας ενώνει
Και η μοιραία του Μωάμεθ η ώρα
Με τη δική σας λαμπρή νίκη σιμώνει.
Έχουν ανοίξει για σας της δόξας οι δρόμοι,
Δείτε πώς τρέμει του Σαρακήνα η ψυχή
Από το φόβο και την προαίσθηση την κακή.
Εμπρός! Το τέρας της ασυδοσίας χτυπήστε
Με της εκδίκησης τους κεραυνούς.
Του ιερού σταυρού τους εχθρούς.
Από προσώπου γης ν' αφανίστε.
Και συ έτοιμος με τη δύναμη σου τη Θεία*
Να καταστρέψεις αυτήν την αλαζονεία
Τιμωρός όπως πάντα της φρικτής τυραννίας,
Των λαών ξέρεις να σπάζεις τα ξένα δεσμά.
Βιάσου! από το άρμα σου το τρομερό
με το δυνατό χτύπημα της γερής παλάμης
Τσάκισε του δυνάστη το σηκωμένο κεφάλι.
Γκρέμισε των κακούργων τη φωλιά
Και των Αχαιών τα βαριά δεσμά
Σαν το εύθραυστο γυαλί σπάσε πάλι.
Αυτή η μοίρα σε σένα έχει γραφτεί!
Να πολεμήσεις και να βγεις νικητής.
Με το στιβαρό χέρι που κρατάς το θρόνο,
Να φέρεις τη γαλήνη στην Ανατολή,
Ο ίδιος ο Θεός θα σου δείξει το δρόμο.
Γιατί γνωρίζει πως δεν είναι η δόξα η γλυκιά
Μήτε η πολεμική λεία που σου δίνουν χαρά.
Στην ειρήνη του κόσμου βρίσκεις ευτυχία
και σ' όλων των λαών την ευημερία.
Θρίαμβος δικός σου. η νίκη του Σταυρού!
1821
* Ο ποιητής απευθύνεται στον τσάρο της Ρωσίας καλώντας τον να βοηθήσει την Ελλάδα στον αγώνα της. (Σημ. του Μεταφραστή).
_______________________
Στον Επαναστατημένο Ελληνικό Λαό
Προς τα πού άραγε κατευθύνονται
Τάγματα στις μάχες δοκιμασμένα,
Για ποιούς οι φωτιές προορίζονται
Και τα σπαθιά που κρατάνε στα χέρια;
Μήπως και πάλι την Ευρώπη σκέπτεται* * Ο Ναπολέοντας
Ο αιχμάλωτος που στους αμμόλοφους στέκεται,
Μήπως η αχτίδα των ελεύθερων ημερών
Σβήνει και πάλι μετά τη λάμψη των Σπαρτιατών;
Αν έτσι είναι. Ω! ευλογημένες
Σκιές του λεωνίδα και του Μιλτιάδη,
Χαρείτε! Η ώρα τώρα σημαίνει
Στις στάχτες να χαθεί της Πόλης ο δυνάστης!
Μπροστά σ' ενός τέτοιου λαού τις ελπίδες
Πώς θα μπορέσει ο τύραννος ν' αντισταθεί,
Ποιος μπορεί να δέσει μ' αλυσίδες
Αυτόν που τη σκλαβιά και το θάνατο κάνει ζωή;
Ω φίλοι! το σπαθί σας το αιχμηρό
με το αίμα των τυράννων κοκκινίστε.
'Οσοι για την ελευθερία πολεμούν τον εχθρό
Ευτυχισμένοι ακόμα και στο χώμα αν μπείτε.
1821
__________________________________________________
Μετ.: Ρούλα Κακλαμανάκη,
"Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 στον καθρέφτη της Ελληνικής Ποίησης"
Επιλογή, εισαγωγή, επιμέλεια Σόνα Ιλίνσκαγια
* Vassily Kapnist, 1757 – 1823. Ρώσος συγγραφέας, ελληνικής καταγωγής, απόγονος της βυζαντινής οικογένειας Καπνίση. Αρχικά υπηρέτησε ως αξιωματικός, αλλά στη συνέχεια παραιτήθηκε από το στράτευμα για να επιδοθεί στη λογοτεχνία. Διετέλεσε διευθυντής του αυτοκρατορικού θεάτρου της Ρωσίας και το 1820 εξελέγη ακαδημαϊκός. Από τα θεατρικά του έργα τα πιο αξιόλογα είναι Η στρεψοδικία και η Αντιγόνη.
Διαβάστε: Αν οι αντρειωμένες ψυχές ομονοήσουν
Εκεί που κατέβαινε ο Ζευς κ' έσπερνε γυιούς και κόρες
Η πόλη που στέκει στου Αιγαίου την ακρογιαλιά
Σ' ονείρατα η ζωή μου παραδέρνει
"...κάτω από τον ουρανό σου Ελλάδα... ήρθα να πεθάνω"
Scholeio.com