Μάρκος και Τατιάνα
Διήγημα του Χρήστου Α. Χωμενίδη
Οι ψυχικές διαθέσεις είναι όπως τα ρούχα: σε άλλους ταιριάζουν και σε άλλους όχι. Υπάρχουν άνθρωποι που αδυνατείς να τους φανταστείς οργισμένους, άνθρωποι που στοιχηματίζεις πως δεν ερωτεύθηκαν ποτέ τους, άνθρωποι που ο μέγας πόνος και το πένθος θα τους πήγαιναν λιγότερο κι απ' ότι αν φόραγαν μια κατσαρόλα για καπέλο. Τέτοια σκεφτόμουν αναζητώντας κουράγιο για να τηλεφωνήσω στην Τατιάνα και να της αναγγείλω τον θάνατο του γιου της. Δεν οφείλω στη δημοσιογραφική μου ιδιότητα το γεγονός ότι πληροφορήθηκα τη μοιραία σύγκρουση μοτοσικλέτας με νταλίκα δυόμισι μόλις ώρες αφότου συνέβη. Εργάζομαι σε εφημερίδα και μάλιστα εβδομαδιαία -τέτοιου είδους "καθημερινά δράματα" σερβίρονται σαν πεσκέσια από την αστυνομία στους συναδέλφους των τηλεοπτικών ειδήσεων.
Έψαξαν απλώς οι τροχαίοι τον Μάρκο και το μόνο ικανό να τους οδηγήσει στην εξακρίβωση της ταυτότητας του ήταν η επαγγελματική μου κάρτα, τσαλακωμένη και ξεχασμένη προφανώς στη μέσα τσέπη του μπουφάν του. Με ξύπνησαν αξημέρωτα κι άρχισαν να μου τον περιγράφουν. Στην τρίτη φράση τους είχα κιόλας καταλάβει για ποιον επρόκειτο. "Είναι σίγουρα νεκρός;" ρώτησα, και πίεσα το ακουστικό πάνω στο αφτί μου, ενώ με το άλλο χέρι ψηλαφούσα την επιφάνεια του κομοδίνου, αναζητώντας μέσα στο σκοτάδι τα τσιγάρα μου. "Νεκρό τον βρήκαμε... Δυστυχώς... είναι συγγενής σας;".
"Που τον έχετε;" τινάχτηκα από το κρεβάτι και έβαλα, ξεβράκωτος, το παντελόνι μου.
Από μιαν άποψη ο Μάρκος ήταν το αντίθετο από συγγενής μου. Ήταν ο καρπός της ένωσης της Τατιάνας με εκείνον που την έκλεψε και από μένα κι από τη δραματική σχολή και από την Αθήνα την αποφράδα άνοιξη του 1980 για να την ανεβάσει στην πόλη του και να την στεφανωθεί -έγκυο ήδη- μέσα σε τρεις μήνες.
- "Και καλά εγώ!" ούρλιαζα και χτυπιόμουν. "Το ταλέντο σου όμως; Τα στέκια σου; Η ζωή σου; Τα παρατάς όλα σύξυλα και πας να εγκατασταθείς 20 χρονώ κοπέλα, στη Φλώρινα με κάποιον ζαχαροπλάστη που τον συνάντησες -λες- μέσα στο ασανσέρ της Εφορίας; Έχεις παραφρονήσει;"
- "Από έρωτα..." μου απάντησε, σαδιστικά σχεδόν.
- "Σκέψου το καλά!" την απείλησα. "Θα το μετανιώσεις!"
- "Καλή τύχη!" μου ευχήθηκε, και μάζεψε τα τελευταία της ρούχα από το σπίτι μου.
Δεν το μετάνιωσε. Ο γάμος της πρόκοψε, ο ζαχαροπλάστης εξελίχθηκε σε βιομήχανο χαλβάδων και σε σημαίνουσα πολιτική προσωπικότητα της Δυτικής Μακεδονίας -θα έβγαινε σίγουρα βουλευτής αν δεν τον χτύπαγε ένας ύπουλος καρκίνος, που τον αφάνισε εν ρίπή οφθαλμού. Η Τατιάνα χήρεψε στα 32 της, παρά τις προβλέψεις όμως ούτε ξαναπαντρεύτηκε ούτε επέστρεψε στην Αθήνα. Έμεινε στην πατρίδα του άντρα της, ανέλαβε με σιδερένιο χέρι την επιχείρηση, αναμείχθηκε στα κοινά πρωτοστατώντας στην ίδρυση του Δημοτικού Θεάτρου- κι ανέθρεψε, υποδειγματικά κατά τη γνώμη της, τον μοναχογιό της.
Εγώ είχα χάσει τα ίχνη της για καμιά δεκαετία. Τα πρώτα χρόνια απέφευγα και να τη σκέφτομαι -τη θεωρούσα υπεύθυνη για την αδυναμία μου να στεριώσω δεσμό με γυναίκα και για την έλξη που ασκούσαν πάνω μου όλες οι βλαβερές συνήθειες, το αλκοόλ, τα τυχερά παιχνίδια, το τσιγάρο... Ακόμη και για το γεγονός ότι δεν έγινα, όπως το ονειρευόμουν, συγγραφέας αλλά αφοσιώθηκα (με ιδιαίτερη επιτυχία ομολογουμένως) στη δημοσιογραφία ενοχοποιούσα την Τατιάνα.
Έπρεπε να ξανανταμώσουμε τυχαία -κατά τη διάρκεια ενός οδοιπορικού μου στη Βόρεια Ελλάδα- για να λιώσουν, μέσα σ' ένα μισάωρο, οι πάγοι και να βρεθούμε να τα πίνουμε, αγκαλιά σχεδόν, στο ουζερί της πλατείας. "Στα μαύρα μάτια σου κοιτάζω εκείνη που αγαπούσα μέχρι χτες..." έπειζε το κασετόφωνο. "Είσαι για τα μπουζούκια;". "Ξέρεις... Δεν έχει συμπληρώσει έξι μήνες ο Αριστοτέλης..." δίστασε προς στιγμήν, μα ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο έσκασε στην άκρη των ωραίων της χειλιών. 'Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς! Αντε πάμε! σηκώθηκε, και ζήτησε λογαριασμό. Το πένθος δεν της ταίριαζε καθόλου.
Ξημερώματα με ακολούθησε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Πέσαμε χαχανίζοντας στο στρώμα κι αρχίσαμε να γδύνουμε ο ένας τον άλλον. Ο έρωτας που κάναμε δεν είχε τίποτε από την αναζωπύρωση ενός πάθους γι αυτό ίσως και τον απολαύσαμε τόσο πολύ, σαν παιδικό σχεδόν παιχνίδι. Η Τατιάνα μεταμορφώθηκε μες στην ψυχή μου από κρατήρα σε λιμνούλα, οι Ερινύες έγιναν Ευμενίδες. Βλεπόμασταν έκτοτε καμιά δεκαριά φορές τον χρόνο, αποφεύγαμε να βαρύνουμε τη σχέση μας με άτοπες προεκτάσεις, αρκούμασταν στη χαρά που μας έδινε όσο ήμασταν μαζί. Και τώρα έπρεπε να την πάρω τηλέφωνο και να της αναγγείλω τον θάνατο του γιου της.
Μπορεί η Τατιάνα να μας είχα συστήσει στη Φλώρινα, εγώ θυμάμαι όμως ως πρώτη μας ουσιαστική συνάντηση την ημέρα που ήρθε μόνος του να με βρει στο γραφείο μου. Είχε τελειώσει το λύκειο, δεν είχε πετύχει στο πανεπιστήμιο και είχε πείσει τη μάνα του να τον στείλει στην Αθήνα προκειμένου να πάει σε "καλό" φροντιστήριο για να ξαναδώσει. Μα η προετοιμασία για τις εξετάσεις δεν του 'τρωγε πάνω από δύο ώρες την ημέρα κι έτσι αναζητούσε -ο ίδιος ή η Τατιάνα- έναν τρόπο για να αξιοποιήσει τον ελεύθερο χρόνο του. "Θέλεις να δημοσιογράφος, Μάρκο;" "Ξέρω να γράφω!" μου απάντησε με την άνεση του ανθρώπου που διαθέτει όλες τις προϋποθέσεις για να διαπρέψει στο επάγγελμά μας.
Τον πήρα μαζί μου για να τον δοκιμάσω σε μιαν ενημέρωση στο πρες ρουμ, και το κείμενο που μου παρουσίασε, δύο μέρες αργότερα, σαν δείγμα των ικανοτήτων του, κατάφερνε όντως να με εντυπωσιάσει. Εκτός από απίθανα ανορθόγραφο, στερούνταν εντελώς δομής και εν τέλει λογικής: αντί να παραθέτει τα όσα είχε δηλώσει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος,
περιέγραφε τα παπούτσια του ! Την κόντρα του με έναν αντιπολιτευόμενο συνάδελφο για ένα καθαρά πολιτικό ζήτημα την αποτύπωνε σαν κοκορομαχία για τα μάτια μιας νεαρής ρεπόρτερ, καταλήγοντας μάλιστα στο συμπέρασμα ότι "δυο γάιδαροι τσακώνονταν σε ξένον αχυρώνα"!
- "Πώς σου κατέβηκαν όλα αυτά, ρε Μάρκο;"
- "Οποιος έχει μάτια βλέπει!"
- "Κι εμείς γιατί δεν βλέπουμε τα ίδια;".
- "Μάλλον εσύ πρέπει να αλλάξεις γυαλιά!" Συγκρατήθηκα για να μην τον πετάξω έξω με τις κλωτσιές. Αποχώρησε μόνος του μετά από κανά τέταρτο, αρνούμενος να επιφέρει και την παραμικρή βελτίωση στο πόνημά του.
- "Ουστ, κωλόπαιδο!" μονολόγηγα. "Για να μην είχες τα λεφτά του μπαμπά σου και σου 'λεγα εγώ αν θα παρίστανες τον μάγκα!"
- "Σιγά μη του χρειάζονται τα λεφτά!" πετάχτηκε από το διπλανό γραφείο η Στέλλα.
- "Γιατί; Τι άλλο έχει;"
- "Μα είναι κούκλος! Καλλονός! Αγαλμα!". Ομολογώ ότι ως τότε δεν το είχα προσέξει.
Υστερα από καμιά βδομάδα με πήρε η Τατιάνα να με ευχαριστήσει που είχα -λέει- βρει δουλειά στον κανακάρη της σε ένα νεανικό περιοδικό. Η χαρά της ήταν τέτοια ώστε απέφυγα να την διαψεύσω και να της πω τι εντύπωση μου είχε δημιουργήσει ο Μάρκος. Οπως απέφευγα και στη συνέχεια να σχολιάζω τις "προόδους" του, που εκείνη -ενθουσιώδης πάντα- μου ανακοίνωνε: ότι είχε πάρει εκπομπή σε νεανικό φυσικά ραδιοσταθμό, ότι έβγαζε το χαρτζιλίκι του κάνοντας ντισκ τζόκεϊ στα κλαμπ, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα χορού υποκριτικής σε κάποιο "ελεύθερο εργαστήρι". Το όνειρο των ανωτάτων σπουδών είχε μπει φυσικά στο χρονοντούλαπο και η Τατιάνα όχι μονάχα δεν τραβούσε τα μαλλιά της αλλά πανηγύριζε που ο γιόκας της είχε κληρονομήσει την καλλιτεχνική της φύση.
Κάποια στιγμή δεν άντεξα και εξέφρασα -όσο πιο ευγενικά γινόταν- τις αντιρρήσεις μου:
- "Χάρη στα νιάτα και στην ομορφιά του απολαμβάνει..." είπα "απολαμβάνει γκόμενες, τσάρκες, μουσικές, ότι τραβάει η όρεξή του... Στο μέλλον όμως τι θα κάνει;"
- "Εξυπνο παιδί είναι, θα βρει το δρόμο του. Στη χειρότερη περίπτωση θα αναλάβει την οικογενειακή μας επιχείρηση!"
- "Δεν ισχυρίζομαι πως θα πεινάσει. Φοβάμαι ωστόσο ότι θα βαρεθεί μέχρις απελπισίας. Στα 30 τα πάντα θα του φαίνονται σαν χιλιοπαιγμένα έργα. Οταν η ζωή στα δίνει όλα στο πιάτο μπορεί και να σου παίζει τη μεγαλύτερη πουστιά...".
- "Ενώ όταν σε γεμίζει απωθημένα..." έγινε η Τατιάνα αδικαιολόγητα επιθετική απέναντι μου.
Βαριόμουν να καβγαδίσω, δεν μου έπεφτε και λόγος κι άλλαξα ακαριαία συζήτηση. Ετσι κι αλλιώς, οι ανησυχίες μου αποδείχθηκαν χωρίς αντικείμενο. Ο Μάρκος δεν ήταν γραφτό να φτάσει στα 30.
Μόλις η Τατιάνα βεβαιώθηκε για τον θάνατο του γιου της, αντί να καταρρεύσει, όπως φοβόμουν, κυριεύτηκε από υπερένταση και άρχισε να προετοιμάζει την κηδεία του σαν να επρόκειτο για πάρτι. Θα το έθαβε στη Αθήνα -"για να μην τον πάρει μακριά από τις συντροφιές του"- στο Α' -"το οποίο είναι λιγότερο νεκροταφείο και περισσότερο γλυπτοθήκη"- και θα ναύλωνε πούλμαν από τη Φλώρινα, για να μπορέσουν να έρθουν οι παλιοί συμμαθητές του. Οτι κι αν μου 'λεγε, εγώ συμφωνούσα και επαύξανα. Τα ηρεμιστικά χάπια, που μου είχε προμηθεύσει ένας φίλος ψυχίατρος, αποδεικνύονταν προς το παρόν αχρείαστα -σε τι καλύτερο μπορούσα να ελπίζω;
Οταν, μέσα στον νεκροθάλαμο, η Τατιάνα απαίτησε να ανοιχτεί το φέρετρο, πίστεψα ότι είχε φτάσει η στιγμή της αναμέτρησης με την τραγική αλήθεια. Επιστράτευσα όλες μου τις δυνάμεις για να τη στηρίξω. "Μα κοίτα πώς ταιριάζει το κουστούμι που του διάλεξα με το πουκάμισο και τη γραβάτα! Δεν είναι κούκλος; Στους ανύπαντρους συνήθως φοράνε γαμπριάτικα, μα εγώ επέμενα σε κάτι πιο σπορ- στο κάτω κάτω ταξίδι δεν πηγαίνει; Δεν είχα δίκιο, κύριε Ψαρρά μου;" απευθύνθηκε στον τελετάρχη, και εκείνος συγκατένευσε, ρίχνοντας ταυτόχρονα το επαγγελματικό του βλέμμα οίκτου προς το μέρος μου.
Ο μέσος όρος ηλικίας εκείνων που συνόδεψαν τον Μάρκο στην τελευταία του κατοικία δεν ξεπερνούσε τα 25. Πιτσιρίκια που για πρώτη ίσως φορά έρχονταν σε τόσο άμεση επαφή με τον θάνατο και του αντιστέκονταν σπασμωδικά, σαχλαμαρίζοντας και χασκογελώντας ακόμη και μέσα στην εκκλησία, με αποτέλεσμα ο παπάς να διακόψει δύο φορές τις ψαλμωδίες για να τους κάνει παρατήρηση ότι δεν σέβονταν τάχα τον νεκρό -σαν να τους έλεγε ότι ο Μάρκος δεν ανήκε πλέον στην παρέα τους αλλά σε κάποιον άλλον κόσμο, όπου επικρατούν σοβαρότης και πειθαρχία.
Υστερα από την ταφή πήγαμε στο κυλικείο για τον καφέ της παρηγοριάς. Εκεί η Τατιάνα -η οποία λογικά θα έπρεπε να κάθεται και να δέχεται τα συλλυπητήρια- άρχισε να γυρνάει από τραπέζι σε τραπέζι και να φλυαρεί με τους φίλους του γιου της περί ανέμων και υδάτων, προκαλώντας αμηχανία και σε αυτούς και σε εμένα, που την ακολουθούσα καπνίζοντας νευρικά κι αδειάζοντας τα ποτήρια του κονιάκ.
Μέσα σ' ένα μισάωρο μέθυσα κι άρχισα να λιγουρεύομαι τα κοριτσάκια με τα μακριά πόδια και τις καθαρές ματιές -Ελληνίδες μιας νέας εποχής, που αδιαφορούσαν παγερά για τους δημοσιογραφικούς θριάμβους μου, ακόμη δε και για το γεγονός ότι η χούντα με είχε κάποτε σπάσει στο ξύλο.
- "Βλέπεις τι σύχναζε στο κρεβάτι του Μάρκου;" καμάρωνε η Τατιάνα, και πέτυχε εκείνο που -από περηφάνια μάλλον- επεδίωκε: αντί να τον λυπάμαι που είχε πεθάνει, να τον ζηλεύω για τα νιάτα του!
Στην πραγματικότητα δεν ήταν καν κρεβάτι αλλά ένα στρώμα στο πάτωμα που τα σεντόνια του θα 'χαν βδομάδες να αλλάχτούν. Ο Μάρκος δε διακρινόταν για το αίσθημα της τάξης ή της καθαριότητας.
Στο σπίτι του ένα ισόγειο δυάρι στο Παγκράτι -έπρεπε να προσέχεις το κάθε σου βήμα για να μη σκοντάψεις στις ντάνες CD, τις στοίβες με τα άπλυτα και τα ξέχειλα σταχτοδοχεία. Η Τατιάνα, που σε κάθε άλλη περίπτωση θα είχε επελάσει με την ηλεκτρική σκούπα επί χρησίμων και αχρήστων, τώρα δεν ήθελε να πειράξει το παραμικρό. Επιανε ένα αποτσίγαρο, το κοίταζε καλά καλά στο φως -σαν να προσπαθούσε να διακρίνει πάνω στο φίλτρο το ίχνος των χειλιών του παιδιού της κι ύστερα το επανατοποθετούσε με ευλάβεια στο τασάκι. Ακουγε ξανά και ξανά τα εφτά μηνύματα που είχαν γραφτεί στον τηλεφωνητή, τα τρία προέρχονταν από κάποια Αθηνά (που είχαν ραντεβού έξω από ένα κλαμπ, ο Μάρκος όμως την έστησε διότι σκοτώθηκε κι εκείνη στο τέλος τον έβριζε), τα δύο από φίλους και τα άλλα δύο από άγνωστες γυναικείες φωνές. "Πάμε, Τατιάνα μου;" "Που να πάμε; "Σπίτι μου... Είναι πια αργά..." "Καλό σου δρόνο. Εγώ θα κοιμηθώ εδώ". "να μείνω, να σου κρατήσω παρέα;" "Μα έχω παρέα!" μου είπε με πλατύ χαμόγελο και σχεδόν μ' εσπρωξε προς την έξοδο.
Κατά τον επόμενο μήνα η Τατιάνα ζήτημα αν ξεμύτισε από το διαμέρισμα του γιου της. Εγώ την επισκεπτόμουν καθημερινά και πάσχιζα φιλότιμα να την τραβήξω απ' την κατάσταση απάθειας στην οποία είχε παριέλθει.
Η επικοινωνία μας ωστόσο ολοένα και δυσκόλευε: ανάσκελα στο στρώμα μέρα-νύχτα, με το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι, άλλαζε διαρκώς εκφράσεις σάμπως να παρακολουθούσε, σε αυστηρά ιδιωτική προβολή, κάποια ταινία δίχως αρχή και δίχως τέλος.
Ετρωγε ελάχιστα και σχεδόν με το ζόρι. Τα μαλλιά της -που από έφηβη τα ίσιωνε πεισματικά- είχαν ξαναβρεί τη φυσική σγουράδα τους, μπούκλες που χύνονταν στο μαξιλάρι η γαργαλούσαν τους στρογγυλούς της ώμους. Ξάπλωσα δίπλα της, την πήρα αγκαλιά, τη φίλησα σε φανερά και σε κρυφά σημεία. Δεν αντιστάθηκε μα ούτε και συμμετείχε στο παραμικρό. Είχα στα χέρια μου ένα κομμάτι πλαστελίνη που έπαιρνε όποιο σχήμα του έδινα κι είχε τη θλιβερή ιδιότητα να μαλακώνει ό,τι ερχόταν σ' επαφή μαζί του.
Διέκοψα εκείνη την παρωδία ερωτικής πράξης κι άναψα ένα τσιγάρο της παρηγοριάς.
- "Πότε θα ανέβεις στη Φλώρινα;"
- "Γιατί να ανέβω;"
- "Εχεις κοτζάμ εργοστάσιο να φροντίσεις! Τριάντα εργάτες, παραγγελίες, εξαγωγές! Πρέπει να ασχοληθείς και με το φεστιβαλ θεάτρου!"
- "Τους βαρέθηκα και τους χαλβάδες και τις παραστάσεις... Ας αναλάβει κάνας άλλος..."
- "Θες να σε πάω ένα ταξίδι;"
- "Οχι"
- "Εχεις καμιά επιθυμία;"
- "Οχι"
- "Ο Μάρκος πέθανε!"
- "Το ξέρω".
- "Κι εσύ τι σκοπεύεις να κάνεις από εδώ και στο εξής;"
- "Τίποτε", απάντησε, και μου γύρισε την πλάτη, όχι για να βάλει τα κλάματα, αλλά για να αποκοιμηθεί.
Απ' τα λεγόμενα μου ο γιατρός είχε διαγνώσει κατάθλιψη κι είχε συστήσει ένα συνδυασμό ελαφρών ψυχοτρόπων, που θα της ξανάδιναν -λέει- το κέφι της.
Αρνήθηκα να χαπακώσω την Τατιάνα μόνο και μόνο για να τη δω χημικά χαρούμενη. Κι όταν, εκείνο το απόγευμα, με υποδέχτηκε σε μια κατάσταση ευθυμίας που άγγιζε την έξαψη, ντυμένη και βαμμένη,
- "τι πήρες;" μούγκρισα, με δυσκολία συγκρατώντας την οργή μου.
- "Οχι τι πήρα... Τι βρήκα, να ρωτάς!" είπε, και μου μοστράρησε μιαν απόδειξη από ένα κέντρο τεχνητής γονιμοποίησης που την είχε ανακαλύψει τυχαία, μέσα σ' ένα συρτάρι με φωτογραφίες, προφυλακτικά και υπολείμματα χασίς. Τρεις μήνες πριν από το θάνατο του ο Μάρκος -κινούμενος από παροδική αφραγκία ή από απλή περιέργεια -αποφάσισε να γίνει δωρητής σπέρματος.
Πήγε στο εν λόγω κέντρο, μια νοσοκόμα του 'δωσε με τυπικό χαμόγελο δυο τρία πορνοπεριοδικά...
- "σας αρέσουν μήπως τολμηρά κόμικς; Εχουμε και γκέι έντυπα, αν τα προτιμάτε!" και τον άφησε μόνο του για κάνα τέταρτο μέσα στο δωματιάκι.
Για την ευγενική του προσφορά αμείφθηκε με έναν φρεσκοστυμμένο χυμό και 15ο ευρώ αφορολόγητα.
- "Το ήξερα βαθιά μέσα μου ότι δεν είχαν όλα χαθεί! Με το που διάβασα την απόδειξη και κατάλαβα περί τίνος επρόκειτο, μπήκα σ' ένα ταξί και όρμησα στο κέντρο, Στην αρχή δεν το συζητούσαν καν -τηρούμε αυστηρά το απόρρητο ούτε κι εμείς δεν ξέρουμε σε ποιον ανήκει η κάθε δόση!"-, μόλις όμως τους διηγήθηκα την ιστορία και τους έταξα μια βαρβάτη δωρεά στη μνήμη του παιδιού μου, άλλαξαν γνώμη.
Για καλή μου τύχη το σπέρμα του Μάρκου δεν είχε ακόμη χρησιμοποιηθεί -αν και τι τύχη;- έχουν, μιλάμε, οι άτιμοι, τεράστια κάβα -θα μπορούσαν να γονιμοποιήσουν τη μισή Ελλάδα! Για να μη στα πολυλογώ, τους έκοψα μια επιταγή των 20.000 ευρώ και το πήρα πίσω! Ελα να δεις!"
Ανοιξε την κατάψυξη κι έβγαλε ένα σφραγισμένο φιαλίδιο, που είχε μια ετικέτα με το ονοματεπώνυμο και την ομάδα αίματος του Μάρκου. Δεν έχω δει άνθρωπο να κρατάει κάτι με μεγαλύτερη στοργή. Αμα τυχόν επιθυμούσα να πέσω θύμα άγριας δολοφονίας, δεν είχα παρά να της το ρίξω και να το σπάσω στο μωσαϊκό.
- "Τι με κοιτάς σαν βλάκας; Ο γιός μου δεν πέθανε, ζει εδώ μέσα!".
Φαντάστηκα τον Μάρκο να ξεπροβάλλει όπως το τζίνι από το λυχνάρι, πρόθυμος να ικανοποιήσει κάθε επιθυμία της μαμάς του.
- "Σε εννέα μήνες θα του αλλάζουμε τις πάνες!".
- "Σκοπεύεις, δηλαδή, να αποκτήσεις εγγονάκι!".
- "Πες το όπως θες! Η ουσία είναι πως ο Μάρκος μου θα ξαναγεννηθεί!"
- "Και ποια θα τον φέρει στον κόσμο;".
- "Η καλύτερη!"
- "Και αν μας βγεί κορίτσι;"
Οσο κι αν έψαξα, δεν βρήκα καμιά πειστική αντίρρηση να φέρω στην Τατιάνα. Μπορεί το σχέδιο της να φαινόταν σ' εμένα εκκεντρικό (ίσως κι αρρωστημένο κατά βάθος), μα αφού στην ίδια θα ξανάδινε τη χαρά της ζωής, δεν μπορούσα παρά να το υπηρετήσω πιστά.
- "Δεν άφηνε, κυρία Τατιάνα, ούτε θηλυκή γάτα! Ο,τι του καθότανε το..." μας πληροφόρησε ο κολλητός του φίλος Περικλής, που έμοιαζε -αντίθετα- συνεσταλμένος κι ευγενέστατος.
- "Δεν είχε ωστόσο κάποιον σταθερό δεσμό;".
- "Τους τελευταίους μήνες κυκλοφορούσε με την Αθηνά Μπαντέκα. Την απατούσε όμως συστηματικότατα... Συχνά μεταχειριζόταν εμένα για δικαιολογία..."
- "Αλλά κατά βάθος ήταν ερωτευμένος μαζί της..."
- "Μπα, μάλλον τον διασκέδαζε η παρέα της. Και σίγουρα τον βόλευε. Πήγαιναν μαζί για μπιλιάρδο -πόσες γυναίκες ξέρουν να κρατάνε τη στέκα;-, γύρναγε στα κλαμπ, του Μάρκου έπαιζε διαρκώς το μάτι και η Αθηνά έκανε το κορόϊδο..."
- "Αρα τον αγαπούσε..."
- "..."
- "Εκείνος είχε ερωτευθεί ποτέ του;" ρώτησα εγώ βέβαιος για την αρνητική απάντηση.
- "Μου είχε μιλήσει, μερικές φορές τελευταία, για κάποια φοβερή γυναίκα που τον είχε τρελάνει..."
- "Δείξ' τη, ρε Μάρκο, και σε μένα, δεν θα στη φάω! του έλεγα. "Ούτε κι εγώ την έχω δει ποτέ μου" μου απαντούσε με μυστηριώδες ύφος, και άλλαζε συζήτηση...".
- "Εφηβικές σαχλαμαρίτσες!" αποφάνθηκε η Τατιάνα. "Ο άνθρωπος μας είναι η Αθηνά!"
Αν είχα κόρη, θα ήθελα να της μοιάζει: ψηλή, λεπτοκαμωμένη, με μια έμφυτη χάρη σε όλα της, λόγια, εκφράσεις και κινήσεις. Δεν έδειχνε νά 'χει πλήρη συνείδηση της ομορφιάς της κι ετούτο με γοήτευε ακόμη περισσότερο. Σίγουρα ο Μάρκος θα της είχε βγάλει το λάδι, πεθαίνοντας δεν θα της δημιούργησε βαθύ ψυχικό τραύμα.
Η Τατιάνα είχε την ιδέα να δειπνήσουμε οι τρεις μας σ' ένα πολυτελές εστιατόριο.
Η Αθηνά ανταποκρίθηκε στην απροσδόκητη πρόσκληση, μολονότι εμένα δεν με ήξερε καθόλου και την Τατιάνα την είχε δει μία φορά στα πεταχτά και άλλη μία στην κηδεία. Δυστυχώς, η κουβέντα μας δεν απέκτησε καμιά φυσικότητα.
Η Τατιάνα, ταυτόχρονα με το ψητό ψάρι, προσπαθούσε να ξεψαχνίσει και την Αθηνά -τη ρωτούσε για τις σπουδές της, για την οικογένειά και για τα ενδιαφέροντά της, με έναν τρόπο σαν να σκόπευε να την προσλάβει. Μάταια τη σκούνταγα κάτω από το τραπέζι για να την κάνω να αλλάξει ύφος. Πάνω από τη σοκολατίνα της αμόλησε τη βόμβα:
- "Θα ήθελες να γίνεις μητέρα;"
- "Δεν το 'χω σκεφτεί..." αποκρίθηκε αμήχανα η μικρή.
- "Θα ήθελες να φέρεις στον κόσμο το παιδί του άντρα που αγάπησες;".
Οσο γινόταν πιο συγκεκριμένη τόσο η Αθηνά φαινόταν να νιώθει λιγότερο άνετα. Οταν ζήτησε συγγνώμη και σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα, φοβήθηκα ότι θα το έσκαγε από το εστιατόριο.
- "Πως γίνεται να είσαι τόσο άγαρμπη;" επέπληξα την Τατιάνα.
- "Της τα λέω ντόμπρα και σταράτα! Σαν γυναίκα προς γυναίκα! Αλλά που να καταλάβεις εσύ τη συγκίνηση της στιγμής..."
Προτού καλά καλά ξανακαθήσει η Αθηνά άρχισε να μας δίνει την απάντησή της:
- "Ξέρετε, πριν απ' τα Χριστούγεννα είχα μείνει έγκυος. Οταν το έμαθε ο Μάρκος, με άρπαξε άρον άρον και με πήγε για έκτρωση. Η προοπτική να γίνει πατέρας του προξενούσε φρίκη!"
- "Προφανώς" σκέφτηκα εγώ. "Εδώ δεν αναλάμβανε καλά καλά ούτε την ευθύνη του εαυτού του! Σούζες στην παραλιακή χωρίς κράνος..."
- "Πώς μπορώ λοιπόν τώρα να εκμεταλλευτώ τον θάνατο του και να παραβιάσω την επιθυμία του;"
- "Μα αλλάξανε τα δεδομένα!" εξανέστη η Τατιάνα.
- "Για εσάς..." είπε η Αθηνά, και βιάστηκε να καληνυχτίσει. Στο τελευταίο βλέμμα της νομίζω πως διέκρινα μια σκιά περιφρόνησης.
- "Α να χαθείς σκατούλα!" μουρμούρισε η Τατιάνα, μόλις μας γύρισε το κορίτσι την πλάτη. "Εχει κι αλλού πορτοκαλιές!".
Πράγματι, είχε μπόλικες πορτοκαλιές με τη μορφή γυναικείων ονομάτων στο καρνέ του μακαρίτη. εγώ ανέλαβα να τις παίρνω μία μία και να τις ρωτάω ευθέως αν είχαν ερωτική σχέση με τον Μάρκο. Οι περισσότερες τρομοκρατούνταν -φαντάζονταν ότι θα τις πληροφορούσα πως είχανε κολλήσει τον ιό του AIDS-, τις άδηνα για λίγες στιγμές στην αγωνία τους, η οποία, διεστραμμένα εντελώς, με διασκέδαζε.
- "Για καλό σας τηλεφωνώ!" τις καθησύχαζα. "Σας έχει αφήσει ένα πολύτιμο δώρο". Και τις καλούσα στο σπίτι για να περάσουν από ακρόαση.
Ημέρα με την ημέρα, γυναίκα με τη γυναίκα, ο αρχικός ενθουσιασμός της Τατιάνας υποχωρούσε, καθώς επίσης και η εκτίμηση στο γούστο του γιού της. Παρήλασε από μπροστά μας κάθε καρυδιάς καρύδι, από μαθήτριες ως παντρεμένες 45άρες, οι οποίες είχαν ζήσει με τον Μάρκο αυτό που αποκαλούμε ευγενικά "σύντομη καλοκαιρινή περιπέτεια" σε κάποιο νησί. το μόνο που είχαν κοινό όλες εκείνες ήταν η άρνηση της πρότασης μας. Καμιά δεν δεχόταν να συλλάβει με το κατεψυγμένο σπέρμα, ορισμένες μάλιστα δήλωναν και προσβεβλημένες
- "τι με περάσατε;" μας είπε κάποια "ενοικιαζόμενη μήτρα; Γιατί δεν παίρνετε καμιά Αλβανή;"
Ποιος το περίμενε ότι η μοναδική που θα δεχόταν θα ήταν η νεαρή, ασχημούλα -και πολλά υποσχόμενη- συνάδελφος μου Στέλλα Ρ.! Την είχε τσιμπήσει ο Μάρκος κατά το σύντομο πέρασμα του από το γραφείο μου και επί ένα εξάμηνο της έδινε, στη χάση και στη φέξη, την ευκαιρία να απολαμβάνει το απολλώνιο κορμί του.
Η Στέλλα -σοβαρότατη μέσα στο ταγεράκι της και χαμηλοβλεπούσα από σεβασμό στην παρουσία μου- άκουσε προσεκτικότατα την προσφορά της Τατιάνας και κατ' αρχήν απάντησε με μια μεταθανάτια ομολογία έρωτος, περιχυμένη με αρκετό σιρόπι:
- "Τον αγαπούσα τον Μάρκο... Και τον ήθελα... Υπήρχε ανάμεσά μας _πέρα απ' τη σωματική έλξη- και μια υπόγεια ψυχική επικοινωνία, που έφθανε την τηλεπάθεια. Να φανταστείτε ότι τη στιγμή που σκοτώθηκε, εγώ πετάχτηκα από το κρεβάτι και έμπηξα -χωρίς να ξέρω το γιατί- τα κλάματα!"
Αφού μας έκανε μια πρόχειρη επίδειξη της λειτουργίας των δακρυγόνων αδένων της (η Τατιάνα απαξίωσε να τη μιμηθεί), βιάστηκε να περάσει στο ζουμί:
- "Το παιδί που θα γεννήσω ποιόν θα έχει τυπικά πατέρα;".
- ¨Θα το ρυθμίσουμε!" πήγα να την καθησυχάσω.
- "Ρωτάω, γιατί ανακύπτουν ζητήματα νομικά, κληρονομικά... Είναι απαραίτητο -προτού μείνω έγκυος- να συμβουλευτούμε δικηγόρο."
Η Τατιάνα την άκουγε κουνώντας το κεφάλι με κατανόηση.
- "Επειτα εγώ... εμένα... ποια η θέση μου; εκείνη της ανύπαντρης μητέρας; της γυναίκας που χήρεψε δίχως καν να φορέσει νυφικό; Ενα παιδί, όπως καταλαβαίνετε, θα αποτελεί αντικειμενικό βάρος στην περίπτωση που θα θελήσω να ξαναφτιάξω τη ζωή μου..."
- "Την ανατροφή του μπορώ να την αναλάβω εξ ολοκλήρου εγώ!" τη διαβεβαίωσε η Τατιάνα.
- "Δεν είναι μόνο αυτό ... Επειτα θα ανακόψει την καριέρα μου... Κάποια εξασφάλιση ίσως, μια αποζημίωση;.."
Ο Μάρκος της είχε προφανώς μιλήσει για το εργοστάσιο στη Φλώρινα. Εγώ είχα εκπλαγεί με το πόσο ηλίθια, πέραν όλων των άλλων, αποδεικνυόταν η Στέλλα.
- "Θα τα συζητήσουμε, δεν βιαζόμαστε... είπε η Τατιάνα και -μόλις διατηρώντας την ψυχραιμία της -την οδήγησε στην εξώπορτα.
- "Πολλά τσουλιά πηδούσε τελικά ο γιόκας μου!"
- "νέος ήτανε, συγχωρείται...".
- "Είχε όμως και μια φοβερή γυναίκα!".
- " Ποια;"
- "Εκείνη που μας είπε ο φίλος του! Εκείνη, μτε, που τον είχε τραλάνει! Πρέπει να τη βρούμε!".
- "Ο Μάρκος την κρατούσε κρυφή ακόμη κι απ' τον Περικλή!".
- "Και όμως εμείς θα τη βρούμε! Ο Χριστούλης θα μας βοηθήσει!". Και λέγοντάς το αυτό, άρπαξε την εικόνα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας και την έβαλε στη κατάψυξη, δίπλα στο μπουκαλάκι με το σπέρμα.
Δεν ξέρω αν έπιασαν οι προσευχές, πάντως τη βρήκαμε. Αφού κάναμε φύλλο και φτερό το σπίτι αναζητώντας κάποιο ίχνος της, εγώ είχα τη φαεινή ιδέα να την ψάξω μέσα στον κομπιούτερ του νεκρού. Κι εκεί ανακάλυψα, αποθηκευμένους, μια σειρά από διαλόγους μέσω Internet μεταξύ του Μάρκου -που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο "Μαρκ" και κάποιας "Ντόνας".
Δίχως υπερβολή, μιλάμε για στιχομυθίες υψηλού επιπέδου, που συχνά άγγιζαν την ποίηση και μ' έκαναν να επανεκτιμήσω εντελώς τα συγγραφικά προσόντα αλλά και τη συνολική προσωπικότητα του μακαρίτη.
Ακόμη κι όταν επιδίδονταν στο λεγόμενο cyber-sex, τα λόγια που αντάλλασαν δεν είχαν τίποτε το χυδαίο ή το τετριμμένο. Υπήρχε γνήσιο πάθος -ο Μάρκος και η Ντόνα έκαναν έρωτα, έστω και ηλεκτρονικά, έστω και εξ αποστάσεως. Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, εκείνη γύρω στα 30, δασκάλα, διορισμένη σε κάποιο κεφαλοχώρι της Κρήτης, ανύπαντρη και συμπαθητικής εμφάνισης. Επρεπε οπωσδήποτε να την εντοπίσουμε!
Μπήκα ως "Μαρκ" στο chat-room -το κανάλι όπου συναντιόνταν- και ύστερα από μερικές ώρες άγονης αναμονής, είδα τελικά το όνομά της να εμφανίζεται:
- "Mou elipses! Pou isoun toso kairo?.
- ''Asta, eixa bleksimata... Pou na sta lew..." απάντησα εγώ.
- "Se pethymisa... Oi meres einai adiew makria sou!".
Οι τρυφερότητες δεν κράτησαν παρά ελάχιστα λεπτά. Η Ντόνα είχε όντως νοσταλγήσει εντονότατα τον Μαρκ και βιάστηκε να περάσει στο ψητό. Εγώ δεν γινόταν παρά να ανταποκριθώ με αντίστοιχη θέρμη. Η σκηνή που ζούσα ήταν εντελώς παρανοϊκή: καθισμένος στο πληκτρολόγιο, έσφιγγα... φιλούσα και οδηγούσα προς την έκταση μιαν άγνωστη, προσπαθώντας να μιμηθώ το ύφος του Μάρκου κι έχοντας την Τατιάνα πάνω απ' το κεφάλι μου, να με διατάζει να αφήσω τις αηδίες και να της ζητήσω στοιχεία ταυτότητας.
- "Ela na se parw agalia, na kapnisoume ena tsigaro..." της ψιθύρισα....
- "Anapse mou..." γουργούρισε, κι έτριψε παιχνιδιάρικα τη μουσούδα της πάνω στο τριχωτό μου στέρνο.
- "Mousouda;" διάβασε η Τατιάνα, και την έπιασε νευρικό γέλιο.
- "Μα σκύλος είναι;"
- "Σταμάτα να με ξενερώνεις!" μεταχειρίστηκα μιαν έκφραση πολύ αρεστή στο Μάρκο.
- "Για σένα δουλεύω!"
- "Akou, mwraki mou... Den vastw allo! prepei epitelouw na se synantisw! Laxtarw na niwsw to aggigma sou, na se anapnefsw, na se faw me ta matia kai me oles tis aisthiseis..."
- "Ta panta ksekinoun ap' to myalo!" είπε η Ντόνα,
- "Kai to kormi gia to myalo doulevei..." απάντησα εγώ.
- "Boreis na to eleftherwseis apo tis prokatalipseis tou?"
- "Bros ston diko sou erwta, ola ta teixi gremizontai!"
- "Παραγίνεσαι μελοδραματικός!" παρατήρησε η Τατιάνα. "Ο γιος μου ήταν πολύ πιο μάγκας!".
- "Eisai etoimos na antimetwriseis tin alitheia? Me theleis?".
- "Pio poly ki ap' ti zwi mou!"
- "To les eilikrina?"
- "Pio poly ki ap' ti zwi mou!" επανέλαβα.
Ακολούθησαν αρκετά δευτερόλεπτα, με μας να κοιτάζουμε με αγωνία την οθόνη και με την "Ντόνα" να διστάζει.
- "Eimai antras!" έκανε επιτέλους τη φρικτή αποκάλυψη.
- "Ki egw eimai pethamenos!" απάντησα ατάκα επί τόπου, και κατέβασα έξαλλος τον διακόπτη του κομπιούτερ.
- "Ξέχνα το, ρε κούκλα μου... Δεν βλέπεις ότι δεν γίνεται; Γύρνα καλύτερα το μπουκαλάκι στο κέντρο τεχνητής γονιμοποίησης... Το να δώσει το σπέρμα του Μάρκου την ευτυχία σε ένα άτεκνο ζευγάρι θα είναι η καλύτερη πράξη στη μνήμη του!".
- "Και να το μεγαλώσουν το μωρό μας ξένοι άνθρωποι;"
- "Τα μωρά ανήκουν σε όλον τον κόσμο!"
- "Καμιά δεν τον αγαπούσε τελικά τον γιο μου! Μονάχα εγώ!" ξέσπασε σε αναφιλητά. Τρανταζόταν σύγκορμη σαν μικρό κοριτσάκι. Μου σπάραζε την καρδιά. Πάσχισα να την ηρεμήσω, να της δείξω το παράλογο της επιμονής της...
- " Θέλεις να αποκτήσουμε ένα παιδί μαζί;" πρότεινα στο τέλος και -από τα βάθη της καρδιάς μου- ήλπιζα πως, αν μη τι άλλο, θα το συζητούσε.
- "Αν σε ήθελα για πατέρα του παιδιού μου, δεν θα σε είχα παρατηρήσει απ' το 1980!" απάντησε με το αντιπαθέστερο ύφος.
- "Αυτό είχες κατά βάθος πάντα στο μυαλό σου;" μου επιτέθηκε.
- ¨Και τώρα, αφού εκμεταλλεύτηκες το πένθος μου και μου 'γινες κολλιτσίδα, βρήκες την ευκαιρία να το ξεφουρνίσεις! Φύγε και άσε με μόνη μου να βρω επιτέλους τη λύση!". Στοιχειώδης αξιοπρέπεια μου επέβαλλε να αποχωρήσω.
Χρειάστηκα δυο μέρες ώσπου κάπως να ξεθυμώσω. Οταν την αναζήτησα, το μεσημέρι της μεθεπομένης, εκείνη είχε γίνει άφαντη. Τζάμπα τηλεφωνούσα, τζάμπα χτυπούσα το κουδούνι στο Παγκράτι. Η υποψία ότι πιθανόν να είχε αυτοκτονήσει για να ξανασμίξει με τον Μάρκο της μ' έπεισε να φωνάξω κλειδαρά. Αντίκρισα το διαμέρισμα στην ίδια ακριβώς χαώδη κατάσταση, αν εξαιρέσεις ότι έλειπε η Τατιάνα και το μπουκαλάκι από την κατάψυξη. Συνέχισα για μερικές βδομάδες να την παίρνω εναγωνίως, το κινητό της όμως ήταν συνέχεια κλειστό.
Στη Φλώρινα δεν είχαν -έλεγαν- ιδέα που βρισκόταν. Δεν ενημέρωσα την αστυνομία για την εξαφάνιση της ούτε και επιστράτευσα το δημοσιογραφικό μου δαιμόνιο για να εντοπίσω τα ίχνη της. "Στο κάτω κάτω" σκεφτόμουν "δικαίωμά της είναι να μεταναστεύσει ή και να κλειστεί σε μοναστήρι!'. Εγώ είχα κάνει ο,τι μπορούσα.
Ρίχτηκα με τα μούτρα στη δουλειά κι άρχισα λίγο λίγο να το παίρνω απόφαση ότι οι δρόμοι μας είχαν πια οριστικά χωρίσει. Αποφάσισα να ξεκινήσω μια νέα ζωή, να περιορίσω το τσιγάρο και το αλκοόλ, να γραφτώ στο γυμναστήριο, να κοιτάξω γύρω μου για καμιά σοβαρή και καλή γυναίκα. Οταν ζυγώνεις τα 50, είναι πολύ σκληρό πλέον να κοιμάσαι μόνο σου.
Χρήστος Α. Χωμενίδης
Το διήγημα κυκλοφόρησε σε ένθετο με την Κυριακάτικη έκδοση του Βήματος
Scholeio.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου