Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΓΑΠΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΓΑΠΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Εμμονή, Παράνοια ή απλά ...Ερωτας ?




Μάρκος και Τατιάνα


Διήγημα του Χρήστου Α. Χωμενίδη
Οι ψυχικές διαθέσεις είναι όπως τα ρούχα: σε άλλους ταιριάζουν και σε άλλους όχι. Υπάρχουν άνθρωποι που αδυνατείς να τους φανταστείς οργισμένους, άνθρωποι που στοιχηματίζεις πως δεν ερωτεύθηκαν ποτέ τους, άνθρωποι που ο μέγας πόνος και το πένθος θα τους πήγαιναν λιγότερο κι απ' ότι αν φόραγαν μια κατσαρόλα για καπέλο. Τέτοια σκεφτόμουν αναζητώντας κουράγιο για να τηλεφωνήσω στην Τατιάνα και να της αναγγείλω τον θάνατο του γιου της. 

Δεν οφείλω στη δημοσιογραφική μου ιδιότητα το γεγονός ότι πληροφορήθηκα τη μοιραία σύγκρουση μοτοσικλέτας με νταλίκα δυόμισι μόλις ώρες αφότου συνέβη. Εργάζομαι σε εφημερίδα και μάλιστα εβδομαδιαία -τέτοιου είδους "καθημερινά δράματα" σερβίρονται σαν πεσκέσια από την αστυνομία στους συναδέλφους των τηλεοπτικών ειδήσεων. 

Έψαξαν απλώς οι τροχαίοι τον Μάρκο και το μόνο ικανό να τους οδηγήσει στην εξακρίβωση της ταυτότητας του ήταν η επαγγελματική μου κάρτα, τσαλακωμένη και ξεχασμένη προφανώς στη μέσα τσέπη του μπουφάν του. Με ξύπνησαν αξημέρωτα κι άρχισαν να μου τον περιγράφουν. Στην τρίτη φράση τους είχα κιόλας καταλάβει για ποιον επρόκειτο. "Είναι σίγουρα νεκρός;" ρώτησα, και πίεσα το ακουστικό πάνω στο αφτί μου, ενώ με το άλλο χέρι ψηλαφούσα την επιφάνεια του κομοδίνου, αναζητώντας μέσα στο σκοτάδι τα τσιγάρα μου. "Νεκρό τον βρήκαμε... Δυστυχώς... είναι συγγενής σας;". 
"Που τον έχετε;" τινάχτηκα από το κρεβάτι και έβαλα, ξεβράκωτος, το παντελόνι μου.

Από μιαν άποψη ο Μάρκος ήταν το αντίθετο από συγγενής μου. Ήταν ο καρπός της ένωσης της Τατιάνας με εκείνον που την έκλεψε και από μένα κι από τη δραματική σχολή και από την Αθήνα την αποφράδα άνοιξη του 1980 για να την ανεβάσει στην πόλη του και να την στεφανωθεί -έγκυο ήδη- μέσα σε τρεις μήνες. 
-  "Και καλά εγώ!" ούρλιαζα και χτυπιόμουν. "Το ταλέντο σου όμως; Τα στέκια σου; Η ζωή σου; Τα παρατάς όλα σύξυλα και πας να εγκατασταθείς 20 χρονώ κοπέλα, στη Φλώρινα με κάποιον ζαχαροπλάστη που τον συνάντησες -λες- μέσα στο ασανσέρ της Εφορίας; Έχεις παραφρονήσει;" 
-  "Από έρωτα..."  μου απάντησε, σαδιστικά σχεδόν. 
-  "Σκέψου το καλά!" την απείλησα. "Θα το μετανιώσεις!" 
-  "Καλή τύχη!" μου ευχήθηκε, και μάζεψε τα τελευταία της ρούχα από το σπίτι μου.

Δεν το μετάνιωσε. Ο γάμος της πρόκοψε, ο ζαχαροπλάστης εξελίχθηκε σε βιομήχανο χαλβάδων και σε σημαίνουσα πολιτική προσωπικότητα της Δυτικής Μακεδονίας -θα έβγαινε σίγουρα βουλευτής αν δεν τον χτύπαγε ένας ύπουλος καρκίνος, που τον αφάνισε εν ρίπή οφθαλμού. Η Τατιάνα χήρεψε στα 32 της, παρά τις προβλέψεις όμως ούτε ξαναπαντρεύτηκε ούτε επέστρεψε στην Αθήνα. Έμεινε στην πατρίδα του άντρα της, ανέλαβε με σιδερένιο χέρι την επιχείρηση, αναμείχθηκε στα κοινά πρωτοστατώντας στην ίδρυση του Δημοτικού Θεάτρου- κι ανέθρεψε, υποδειγματικά κατά τη γνώμη της, τον μοναχογιό της.

Εγώ είχα χάσει τα ίχνη της για καμιά δεκαετία. Τα πρώτα χρόνια απέφευγα και να τη σκέφτομαι -τη θεωρούσα υπεύθυνη για την αδυναμία μου να στεριώσω δεσμό με γυναίκα και για την έλξη που ασκούσαν πάνω μου όλες οι βλαβερές συνήθειες, το αλκοόλ, τα τυχερά παιχνίδια, το τσιγάρο... Ακόμη και για το γεγονός ότι δεν έγινα, όπως το ονειρευόμουν, συγγραφέας αλλά αφοσιώθηκα (με ιδιαίτερη επιτυχία ομολογουμένως) στη δημοσιογραφία ενοχοποιούσα την Τατιάνα. 

Έπρεπε να ξανανταμώσουμε τυχαία  -κατά τη διάρκεια ενός οδοιπορικού μου στη Βόρεια Ελλάδα- για να λιώσουν, μέσα σ' ένα μισάωρο, οι πάγοι και να βρεθούμε να τα πίνουμε, αγκαλιά σχεδόν, στο ουζερί της πλατείας. "Στα μαύρα μάτια σου κοιτάζω εκείνη που αγαπούσα μέχρι χτες..." έπειζε το κασετόφωνο. "Είσαι για τα μπουζούκια;". "Ξέρεις... Δεν έχει συμπληρώσει έξι μήνες ο Αριστοτέλης..." δίστασε προς στιγμήν, μα ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο έσκασε στην άκρη των ωραίων της χειλιών. 'Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς! Αντε πάμε! σηκώθηκε, και ζήτησε λογαριασμό. Το πένθος δεν της ταίριαζε καθόλου.

Ξημερώματα με ακολούθησε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Πέσαμε χαχανίζοντας στο στρώμα κι αρχίσαμε να γδύνουμε ο ένας τον άλλον. Ο έρωτας που κάναμε δεν είχε τίποτε από την αναζωπύρωση ενός πάθους γι αυτό ίσως και τον απολαύσαμε τόσο πολύ, σαν παιδικό σχεδόν παιχνίδι. Η Τατιάνα μεταμορφώθηκε μες στην ψυχή  μου από κρατήρα σε λιμνούλα, οι Ερινύες έγιναν Ευμενίδες. Βλεπόμασταν έκτοτε καμιά δεκαριά φορές τον χρόνο, αποφεύγαμε να βαρύνουμε τη σχέση μας με άτοπες προεκτάσεις, αρκούμασταν στη χαρά που μας έδινε όσο ήμασταν μαζί. Και τώρα έπρεπε να την πάρω τηλέφωνο και να της αναγγείλω τον θάνατο του γιου της.

Μπορεί η Τατιάνα να μας είχα συστήσει στη Φλώρινα, εγώ θυμάμαι όμως ως πρώτη μας ουσιαστική συνάντηση την ημέρα που ήρθε μόνος του να με βρει στο γραφείο μου. Είχε τελειώσει το λύκειο, δεν είχε πετύχει στο πανεπιστήμιο και είχε πείσει τη μάνα του να τον στείλει στην Αθήνα προκειμένου να πάει σε "καλό" φροντιστήριο για να ξαναδώσει.  Μα η προετοιμασία για τις εξετάσεις δεν του 'τρωγε πάνω από δύο ώρες την ημέρα κι έτσι αναζητούσε -ο ίδιος ή η Τατιάνα- έναν τρόπο για να αξιοποιήσει τον ελεύθερο χρόνο του. "Θέλεις να δημοσιογράφος, Μάρκο;" "Ξέρω να γράφω!" μου απάντησε με την άνεση του ανθρώπου που διαθέτει όλες τις προϋποθέσεις για να διαπρέψει στο επάγγελμά μας. 

Τον πήρα μαζί μου για να τον δοκιμάσω σε μιαν ενημέρωση στο πρες ρουμ, και το κείμενο που μου παρουσίασε, δύο μέρες αργότερα, σαν δείγμα των ικανοτήτων του, κατάφερνε όντως να με εντυπωσιάσει. Εκτός από απίθανα ανορθόγραφο, στερούνταν εντελώς δομής και εν τέλει λογικής: αντί να παραθέτει τα όσα είχε δηλώσει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, 
περιέγραφε τα παπούτσια του ! Την κόντρα του με έναν αντιπολιτευόμενο συνάδελφο για ένα καθαρά πολιτικό ζήτημα την αποτύπωνε σαν κοκορομαχία για τα μάτια μιας νεαρής ρεπόρτερ, καταλήγοντας μάλιστα στο συμπέρασμα ότι "δυο γάιδαροι τσακώνονταν σε ξένον αχυρώνα"! 
-  "Πώς σου κατέβηκαν όλα αυτά, ρε Μάρκο;" 
-  "Οποιος έχει μάτια βλέπει!" 
-  "Κι εμείς γιατί δεν βλέπουμε τα ίδια;". 
-  "Μάλλον εσύ πρέπει να αλλάξεις γυαλιά!"  Συγκρατήθηκα για να μην τον πετάξω έξω με τις κλωτσιές. Αποχώρησε μόνος του μετά από κανά τέταρτο, αρνούμενος να επιφέρει και την παραμικρή βελτίωση στο πόνημά του.  
-  "Ουστ, κωλόπαιδο!" μονολόγηγα. "Για να μην είχες τα λεφτά του μπαμπά σου και σου 'λεγα εγώ αν θα παρίστανες τον μάγκα!" 
-  "Σιγά μη του χρειάζονται τα λεφτά!" πετάχτηκε από το διπλανό γραφείο η Στέλλα. 
-  "Γιατί; Τι άλλο έχει;" 
-  "Μα είναι κούκλος! Καλλονός! Αγαλμα!". Ομολογώ ότι ως τότε δεν το είχα προσέξει.   

Υστερα από καμιά βδομάδα με πήρε η Τατιάνα να με ευχαριστήσει που είχα -λέει- βρει δουλειά στον κανακάρη της σε ένα νεανικό περιοδικό. Η χαρά της ήταν τέτοια ώστε απέφυγα να την διαψεύσω και να της πω τι εντύπωση μου είχε δημιουργήσει ο Μάρκος. Οπως απέφευγα και στη συνέχεια να σχολιάζω τις "προόδους" του, που εκείνη -ενθουσιώδης πάντα- μου ανακοίνωνε: ότι είχε πάρει εκπομπή σε νεανικό φυσικά ραδιοσταθμό, ότι έβγαζε το χαρτζιλίκι του κάνοντας ντισκ τζόκεϊ στα κλαμπ, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα χορού υποκριτικής σε κάποιο "ελεύθερο εργαστήρι". Το όνειρο των ανωτάτων σπουδών είχε μπει φυσικά στο χρονοντούλαπο και η Τατιάνα όχι μονάχα δεν τραβούσε τα μαλλιά της αλλά πανηγύριζε που ο γιόκας της είχε κληρονομήσει την καλλιτεχνική της φύση. 
Κάποια στιγμή δεν άντεξα και εξέφρασα -όσο πιο ευγενικά γινόταν- τις αντιρρήσεις μου: 
-  "Χάρη στα νιάτα και στην ομορφιά του απολαμβάνει..." είπα "απολαμβάνει γκόμενες, τσάρκες, μουσικές, ότι τραβάει η όρεξή του... Στο μέλλον όμως τι θα κάνει;" 
-  "Εξυπνο παιδί είναι, θα βρει το δρόμο του. Στη χειρότερη περίπτωση θα αναλάβει την οικογενειακή μας επιχείρηση!" 
-  "Δεν ισχυρίζομαι πως θα πεινάσει. Φοβάμαι ωστόσο ότι θα βαρεθεί μέχρις απελπισίας. Στα 30 τα πάντα θα του φαίνονται σαν χιλιοπαιγμένα έργα. Οταν η ζωή στα δίνει όλα στο πιάτο μπορεί και να σου παίζει τη μεγαλύτερη πουστιά...". 
-  "Ενώ όταν σε γεμίζει απωθημένα..." έγινε η Τατιάνα αδικαιολόγητα επιθετική απέναντι μου.  
Βαριόμουν να καβγαδίσω, δεν μου έπεφτε και λόγος κι άλλαξα ακαριαία συζήτηση. Ετσι κι αλλιώς, οι ανησυχίες μου αποδείχθηκαν χωρίς αντικείμενο. Ο Μάρκος δεν ήταν γραφτό να φτάσει στα 30.

Μόλις η Τατιάνα βεβαιώθηκε για τον θάνατο του γιου της, αντί να καταρρεύσει, όπως φοβόμουν, κυριεύτηκε από υπερένταση και άρχισε να προετοιμάζει την κηδεία του σαν να επρόκειτο για πάρτι. Θα το έθαβε στη Αθήνα -"για να μην τον πάρει μακριά από τις συντροφιές του"- στο Α' -"το οποίο είναι λιγότερο νεκροταφείο και περισσότερο γλυπτοθήκη"- και θα ναύλωνε πούλμαν από τη Φλώρινα, για να μπορέσουν να έρθουν οι παλιοί συμμαθητές του. Οτι κι αν μου 'λεγε, εγώ συμφωνούσα και επαύξανα. Τα ηρεμιστικά χάπια, που μου είχε προμηθεύσει ένας φίλος ψυχίατρος, αποδεικνύονταν προς το παρόν αχρείαστα -σε τι καλύτερο μπορούσα να ελπίζω;  
Οταν, μέσα στον νεκροθάλαμο,  η Τατιάνα απαίτησε να ανοιχτεί το φέρετρο, πίστεψα ότι είχε φτάσει η στιγμή της αναμέτρησης με την τραγική αλήθεια. Επιστράτευσα όλες μου τις δυνάμεις για να τη στηρίξω. "Μα κοίτα πώς ταιριάζει το κουστούμι που του διάλεξα με το πουκάμισο και τη γραβάτα! Δεν είναι κούκλος; Στους ανύπαντρους συνήθως φοράνε γαμπριάτικα, μα εγώ επέμενα σε κάτι πιο σπορ- στο κάτω κάτω ταξίδι δεν πηγαίνει; Δεν είχα δίκιο, κύριε Ψαρρά μου;" απευθύνθηκε στον τελετάρχη, και εκείνος συγκατένευσε, ρίχνοντας ταυτόχρονα το επαγγελματικό του βλέμμα οίκτου προς το μέρος μου.

Ο μέσος όρος ηλικίας εκείνων που συνόδεψαν τον Μάρκο στην τελευταία του κατοικία δεν ξεπερνούσε τα 25. Πιτσιρίκια που για πρώτη ίσως φορά έρχονταν σε τόσο άμεση επαφή με τον θάνατο και του αντιστέκονταν σπασμωδικά, σαχλαμαρίζοντας και χασκογελώντας ακόμη και μέσα στην εκκλησία, με αποτέλεσμα ο παπάς να διακόψει δύο φορές τις ψαλμωδίες για να τους κάνει παρατήρηση ότι δεν σέβονταν τάχα τον νεκρό -σαν να τους έλεγε ότι ο Μάρκος δεν ανήκε πλέον στην παρέα τους αλλά σε κάποιον άλλον κόσμο, όπου επικρατούν σοβαρότης και πειθαρχία. 
Υστερα από την ταφή πήγαμε στο κυλικείο για τον καφέ της παρηγοριάς. Εκεί η Τατιάνα -η οποία λογικά θα έπρεπε να κάθεται και να δέχεται τα συλλυπητήρια- άρχισε να γυρνάει από τραπέζι σε τραπέζι και να φλυαρεί με τους φίλους του γιου της περί ανέμων και υδάτων, προκαλώντας αμηχανία και σε αυτούς και σε εμένα, που την ακολουθούσα καπνίζοντας νευρικά κι αδειάζοντας τα ποτήρια του κονιάκ. 
Μέσα σ' ένα μισάωρο μέθυσα κι άρχισα να λιγουρεύομαι τα κοριτσάκια με τα μακριά πόδια και τις καθαρές ματιές -Ελληνίδες μιας νέας εποχής, που αδιαφορούσαν παγερά για τους δημοσιογραφικούς θριάμβους μου, ακόμη δε και για το γεγονός ότι η χούντα με είχε κάποτε σπάσει στο ξύλο. 
-  "Βλέπεις τι σύχναζε στο κρεβάτι του Μάρκου;" καμάρωνε η Τατιάνα, και πέτυχε εκείνο που -από περηφάνια μάλλον- επεδίωκε:  αντί να τον λυπάμαι που είχε πεθάνει, να τον ζηλεύω για τα νιάτα του!  

Στην πραγματικότητα δεν ήταν καν κρεβάτι αλλά ένα στρώμα στο πάτωμα που τα σεντόνια του θα 'χαν βδομάδες να αλλάχτούν. Ο Μάρκος δε διακρινόταν για το αίσθημα της τάξης ή της καθαριότητας.
Στο σπίτι του ένα ισόγειο δυάρι στο Παγκράτι -έπρεπε να προσέχεις το κάθε σου βήμα για να μη σκοντάψεις στις ντάνες CD, τις στοίβες με τα άπλυτα και τα ξέχειλα σταχτοδοχεία. Η Τατιάνα, που σε κάθε άλλη περίπτωση θα είχε επελάσει με την ηλεκτρική σκούπα επί χρησίμων και αχρήστων, τώρα δεν ήθελε να πειράξει το παραμικρό. Επιανε ένα αποτσίγαρο, το κοίταζε καλά καλά στο φως -σαν να προσπαθούσε να διακρίνει πάνω στο φίλτρο το ίχνος των χειλιών του παιδιού της κι ύστερα το επανατοποθετούσε με ευλάβεια στο τασάκι. Ακουγε ξανά και ξανά τα εφτά μηνύματα που είχαν γραφτεί στον τηλεφωνητή, τα τρία προέρχονταν από κάποια Αθηνά (που είχαν ραντεβού έξω από ένα κλαμπ, ο Μάρκος όμως την έστησε διότι σκοτώθηκε κι εκείνη στο τέλος τον έβριζε), τα δύο από φίλους και τα άλλα δύο από άγνωστες γυναικείες φωνές. "Πάμε, Τατιάνα μου;" "Που να πάμε; "Σπίτι μου... Είναι πια αργά..." "Καλό σου δρόνο. Εγώ θα κοιμηθώ εδώ". "να μείνω, να σου κρατήσω παρέα;" "Μα έχω παρέα!" μου είπε με πλατύ χαμόγελο και σχεδόν μ' εσπρωξε προς την έξοδο.

Κατά τον επόμενο μήνα η Τατιάνα ζήτημα αν ξεμύτισε από το διαμέρισμα του γιου της. Εγώ την επισκεπτόμουν καθημερινά και πάσχιζα φιλότιμα να την τραβήξω απ' την κατάσταση απάθειας στην οποία είχε παριέλθει. 
Η επικοινωνία μας ωστόσο ολοένα και δυσκόλευε: ανάσκελα στο στρώμα μέρα-νύχτα, με το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι, άλλαζε διαρκώς εκφράσεις σάμπως να παρακολουθούσε,  σε αυστηρά ιδιωτική προβολή, κάποια ταινία δίχως αρχή και δίχως τέλος. 
Ετρωγε ελάχιστα και σχεδόν με το ζόρι. Τα μαλλιά της -που από έφηβη τα ίσιωνε πεισματικά- είχαν ξαναβρεί τη φυσική σγουράδα τους, μπούκλες που χύνονταν στο μαξιλάρι η γαργαλούσαν τους στρογγυλούς της ώμους. Ξάπλωσα δίπλα της, την πήρα αγκαλιά, τη φίλησα σε φανερά και σε κρυφά σημεία. Δεν αντιστάθηκε μα ούτε και συμμετείχε στο παραμικρό. Είχα στα χέρια μου ένα κομμάτι πλαστελίνη που έπαιρνε όποιο σχήμα του έδινα κι είχε τη θλιβερή ιδιότητα να μαλακώνει ό,τι ερχόταν σ' επαφή μαζί του. 
Διέκοψα εκείνη την παρωδία ερωτικής πράξης κι άναψα ένα τσιγάρο της παρηγοριάς. 
-  "Πότε θα ανέβεις στη Φλώρινα;" 
-  "Γιατί να ανέβω;" 
-  "Εχεις κοτζάμ εργοστάσιο να φροντίσεις! Τριάντα εργάτες, παραγγελίες, εξαγωγές! Πρέπει να ασχοληθείς και με το φεστιβαλ θεάτρου!" 
-  "Τους βαρέθηκα και τους χαλβάδες και τις παραστάσεις...  Ας αναλάβει κάνας άλλος..." 
-  "Θες να σε πάω ένα ταξίδι;" 
-  "Οχι" 
-  "Εχεις καμιά επιθυμία;" 
-  "Οχι" 
-  "Ο Μάρκος πέθανε!" 
-  "Το ξέρω". 
-  "Κι εσύ τι σκοπεύεις να κάνεις από εδώ και στο εξής;" 
-  "Τίποτε", απάντησε, και μου γύρισε την πλάτη, όχι για να βάλει τα κλάματα, αλλά για να αποκοιμηθεί.

Απ' τα λεγόμενα μου ο γιατρός είχε διαγνώσει κατάθλιψη κι είχε συστήσει ένα συνδυασμό ελαφρών ψυχοτρόπων, που θα της ξανάδιναν -λέει- το κέφι της. 
Αρνήθηκα να χαπακώσω την Τατιάνα μόνο και μόνο για να τη δω χημικά χαρούμενη. Κι όταν, εκείνο το απόγευμα, με υποδέχτηκε σε μια κατάσταση ευθυμίας που άγγιζε την έξαψη, ντυμένη και βαμμένη, 
-  "τι πήρες;" μούγκρισα, με δυσκολία συγκρατώντας την οργή μου. 
-  "Οχι τι πήρα... Τι βρήκα, να ρωτάς!" είπε, και μου μοστράρησε μιαν απόδειξη από ένα κέντρο τεχνητής γονιμοποίησης που την είχε ανακαλύψει τυχαία, μέσα σ' ένα συρτάρι με φωτογραφίες, προφυλακτικά και υπολείμματα χασίς. Τρεις μήνες πριν από το θάνατο του ο Μάρκος -κινούμενος από παροδική αφραγκία ή από απλή περιέργεια -αποφάσισε να γίνει δωρητής σπέρματος. 
Πήγε στο εν λόγω κέντρο, μια νοσοκόμα του 'δωσε με τυπικό χαμόγελο δυο τρία πορνοπεριοδικά...
-  "σας αρέσουν μήπως τολμηρά κόμικς;  Εχουμε και γκέι έντυπα, αν τα προτιμάτε!" και τον άφησε μόνο του για κάνα τέταρτο μέσα στο δωματιάκι. 
Για την ευγενική του προσφορά αμείφθηκε με έναν φρεσκοστυμμένο χυμό και 15ο ευρώ αφορολόγητα.
-  "Το ήξερα βαθιά μέσα μου ότι δεν είχαν όλα χαθεί! Με το που διάβασα την απόδειξη και κατάλαβα περί τίνος επρόκειτο, μπήκα σ' ένα ταξί και όρμησα στο κέντρο, Στην αρχή δεν το συζητούσαν καν -τηρούμε αυστηρά το απόρρητο ούτε κι εμείς δεν ξέρουμε σε ποιον ανήκει η κάθε δόση!"-, μόλις όμως τους διηγήθηκα την ιστορία και τους έταξα μια βαρβάτη δωρεά στη μνήμη του παιδιού μου, άλλαξαν γνώμη. 
Για καλή μου τύχη το σπέρμα του Μάρκου δεν είχε ακόμη χρησιμοποιηθεί -αν και τι τύχη;- έχουν, μιλάμε, οι άτιμοι, τεράστια κάβα -θα μπορούσαν να γονιμοποιήσουν τη μισή Ελλάδα!  Για να μη στα πολυλογώ, τους έκοψα μια επιταγή των 20.000 ευρώ και το πήρα πίσω!  Ελα να δεις!"

Ανοιξε την κατάψυξη κι έβγαλε ένα σφραγισμένο φιαλίδιο, που είχε μια ετικέτα με το ονοματεπώνυμο και την ομάδα αίματος του Μάρκου. Δεν έχω δει άνθρωπο να κρατάει κάτι με μεγαλύτερη στοργή.  Αμα τυχόν επιθυμούσα να πέσω θύμα άγριας δολοφονίας, δεν είχα παρά να της το ρίξω και να το σπάσω στο μωσαϊκό. 
-  "Τι με κοιτάς σαν βλάκας;  Ο γιός μου δεν πέθανε, ζει εδώ μέσα!"
Φαντάστηκα τον Μάρκο να ξεπροβάλλει όπως το τζίνι από το λυχνάρι, πρόθυμος να ικανοποιήσει κάθε επιθυμία της μαμάς του. 
-  "Σε εννέα μήνες θα του αλλάζουμε τις πάνες!"
-  "Σκοπεύεις, δηλαδή, να αποκτήσεις εγγονάκι!". 
-  "Πες το όπως θες! Η ουσία είναι πως ο Μάρκος μου θα ξαναγεννηθεί!" 
-  "Και ποια θα τον φέρει στον κόσμο;"
-  "Η καλύτερη!" 
-  "Και αν μας βγεί κορίτσι;"   

Οσο κι αν έψαξα, δεν βρήκα καμιά πειστική αντίρρηση να φέρω στην Τατιάνα. Μπορεί το σχέδιο της να φαινόταν σ' εμένα εκκεντρικό (ίσως κι αρρωστημένο κατά βάθος), μα αφού στην ίδια θα ξανάδινε τη χαρά της ζωής, δεν μπορούσα παρά να το υπηρετήσω πιστά. 
-  "Δεν άφηνε, κυρία Τατιάνα, ούτε θηλυκή γάτα! Ο,τι του καθότανε το..." μας πληροφόρησε ο κολλητός του φίλος Περικλής, που έμοιαζε -αντίθετα- συνεσταλμένος κι ευγενέστατος. 
-  "Δεν είχε ωστόσο κάποιον σταθερό δεσμό;". 
-  "Τους τελευταίους μήνες κυκλοφορούσε με την Αθηνά Μπαντέκα.  Την απατούσε όμως συστηματικότατα... Συχνά μεταχειριζόταν εμένα για δικαιολογία...
-  "Αλλά κατά βάθος ήταν ερωτευμένος μαζί της..." 
-  "Μπα, μάλλον τον διασκέδαζε η παρέα της. Και σίγουρα τον βόλευε. Πήγαιναν μαζί για μπιλιάρδο -πόσες γυναίκες ξέρουν να κρατάνε τη στέκα;-,  γύρναγε στα κλαμπ, του Μάρκου έπαιζε διαρκώς το μάτι και η Αθηνά έκανε το κορόϊδο..." 
-  "Αρα τον αγαπούσε..." 
-  "..." 
-  "Εκείνος είχε ερωτευθεί ποτέ του;" ρώτησα εγώ βέβαιος για την αρνητική απάντηση.
-  "Μου είχε μιλήσει, μερικές φορές τελευταία, για κάποια φοβερή γυναίκα που τον είχε τρελάνει..." 
-  "Δείξ' τη, ρε Μάρκο, και σε μένα, δεν θα στη φάω! του έλεγα. "Ούτε κι εγώ την έχω δει ποτέ μου" μου απαντούσε με μυστηριώδες ύφος, και άλλαζε συζήτηση..."
-  "Εφηβικές σαχλαμαρίτσες!" αποφάνθηκε η Τατιάνα. "Ο άνθρωπος μας είναι η Αθηνά!"

Αν είχα κόρη, θα ήθελα να της μοιάζει: ψηλή, λεπτοκαμωμένη, με μια έμφυτη χάρη σε όλα της, λόγια, εκφράσεις και κινήσεις. Δεν έδειχνε νά 'χει πλήρη συνείδηση της ομορφιάς της κι ετούτο με γοήτευε ακόμη περισσότερο. Σίγουρα ο Μάρκος θα της είχε βγάλει το λάδι, πεθαίνοντας δεν θα της δημιούργησε βαθύ ψυχικό τραύμα. 

Η Τατιάνα είχε την ιδέα να δειπνήσουμε οι τρεις μας σ' ένα πολυτελές εστιατόριο. 
Η Αθηνά ανταποκρίθηκε στην απροσδόκητη πρόσκληση, μολονότι εμένα δεν με ήξερε καθόλου και την Τατιάνα την είχε δει μία φορά στα πεταχτά και άλλη μία στην κηδεία. Δυστυχώς, η κουβέντα μας δεν απέκτησε καμιά φυσικότητα. 

Η Τατιάνα, ταυτόχρονα με το ψητό ψάρι, προσπαθούσε να ξεψαχνίσει και την Αθηνά -τη ρωτούσε για τις σπουδές της, για την οικογένειά και για τα ενδιαφέροντά της, με έναν τρόπο σαν να σκόπευε να την προσλάβει. Μάταια τη σκούνταγα κάτω από το τραπέζι για να την κάνω να αλλάξει ύφος. Πάνω από τη σοκολατίνα της αμόλησε τη βόμβα: 
-  "Θα ήθελες να γίνεις μητέρα;" 
-  "Δεν το 'χω σκεφτεί..." αποκρίθηκε αμήχανα η μικρή. 
-  "Θα ήθελες να φέρεις στον κόσμο το παιδί του άντρα που αγάπησες;".   

Οσο γινόταν πιο συγκεκριμένη τόσο η Αθηνά φαινόταν να νιώθει λιγότερο άνετα.  Οταν ζήτησε συγγνώμη και σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα, φοβήθηκα ότι θα το έσκαγε από το εστιατόριο. 
-  "Πως γίνεται να είσαι τόσο άγαρμπη;" επέπληξα την Τατιάνα. 
-  "Της τα λέω ντόμπρα και σταράτα! Σαν γυναίκα προς γυναίκα! Αλλά που να καταλάβεις εσύ τη συγκίνηση της στιγμής..." 




Προτού καλά καλά ξανακαθήσει η Αθηνά άρχισε να μας δίνει την απάντησή της: 
-  "Ξέρετε, πριν απ' τα Χριστούγεννα είχα μείνει έγκυος. Οταν το έμαθε ο Μάρκος, με άρπαξε άρον άρον και με πήγε για έκτρωση. Η προοπτική να γίνει πατέρας του προξενούσε φρίκη!" 
-  "Προφανώς" σκέφτηκα εγώ. "Εδώ δεν αναλάμβανε καλά καλά ούτε την ευθύνη του εαυτού του! Σούζες στην παραλιακή χωρίς κράνος..." 
-  "Πώς μπορώ λοιπόν τώρα να εκμεταλλευτώ τον θάνατο του και να παραβιάσω την επιθυμία του;" 
-  "Μα αλλάξανε τα δεδομένα!" εξανέστη η Τατιάνα. 
-  "Για εσάς..." είπε η Αθηνά, και βιάστηκε να καληνυχτίσει. Στο τελευταίο βλέμμα της νομίζω πως διέκρινα μια σκιά περιφρόνησης. 
-  "Α να χαθείς σκατούλα!" μουρμούρισε η Τατιάνα, μόλις μας γύρισε το κορίτσι την πλάτη. "Εχει κι αλλού πορτοκαλιές!"

Πράγματι,  είχε μπόλικες πορτοκαλιές με τη μορφή γυναικείων ονομάτων στο καρνέ του μακαρίτη. εγώ ανέλαβα να τις παίρνω μία μία και να τις ρωτάω ευθέως αν είχαν ερωτική σχέση με τον Μάρκο. Οι περισσότερες τρομοκρατούνταν -φαντάζονταν ότι θα τις πληροφορούσα πως είχανε κολλήσει τον ιό του AIDS-,  τις άδηνα για λίγες στιγμές στην αγωνία τους, η οποία, διεστραμμένα εντελώς, με διασκέδαζε. 
-  "Για καλό σας τηλεφωνώ!" τις καθησύχαζα.  "Σας έχει αφήσει ένα πολύτιμο δώρο". Και τις καλούσα στο σπίτι για να περάσουν από ακρόαση.

Ημέρα με την ημέρα, γυναίκα με τη γυναίκα, ο αρχικός ενθουσιασμός της Τατιάνας υποχωρούσε, καθώς επίσης και η εκτίμηση στο γούστο του γιού της. Παρήλασε από μπροστά μας κάθε καρυδιάς καρύδι, από μαθήτριες ως παντρεμένες 45άρες, οι οποίες είχαν ζήσει με τον Μάρκο αυτό που αποκαλούμε ευγενικά "σύντομη καλοκαιρινή περιπέτεια" σε κάποιο νησί.  το μόνο που είχαν κοινό όλες εκείνες ήταν η άρνηση της πρότασης μας. Καμιά δεν δεχόταν να συλλάβει με το κατεψυγμένο σπέρμα, ορισμένες μάλιστα δήλωναν και προσβεβλημένες 
-  "τι με περάσατε;" μας είπε κάποια "ενοικιαζόμενη μήτρα; Γιατί δεν παίρνετε καμιά Αλβανή;"

Ποιος το περίμενε ότι η μοναδική που θα δεχόταν θα ήταν η νεαρή, ασχημούλα -και πολλά υποσχόμενη- συνάδελφος μου Στέλλα Ρ.! Την είχε τσιμπήσει ο Μάρκος κατά το σύντομο πέρασμα του από το γραφείο μου και επί ένα εξάμηνο της έδινε, στη χάση και στη φέξη, την ευκαιρία να απολαμβάνει το απολλώνιο κορμί του. 

Η Στέλλα -σοβαρότατη μέσα στο ταγεράκι της και χαμηλοβλεπούσα από σεβασμό στην παρουσία μου- άκουσε προσεκτικότατα την προσφορά της Τατιάνας και κατ' αρχήν απάντησε με μια μεταθανάτια ομολογία έρωτος, περιχυμένη με αρκετό σιρόπι: 
-  "Τον αγαπούσα τον Μάρκο... Και τον ήθελα... Υπήρχε ανάμεσά μας _πέρα απ' τη σωματική έλξη- και μια υπόγεια ψυχική επικοινωνία, που έφθανε την τηλεπάθεια. Να φανταστείτε ότι τη στιγμή που σκοτώθηκε, εγώ πετάχτηκα από το κρεβάτι και έμπηξα -χωρίς να ξέρω το γιατί- τα κλάματα!"  
Αφού μας έκανε μια πρόχειρη επίδειξη της λειτουργίας των δακρυγόνων αδένων της (η Τατιάνα απαξίωσε να τη μιμηθεί), βιάστηκε να περάσει στο ζουμί: 
-  "Το παιδί που θα γεννήσω ποιόν θα έχει τυπικά πατέρα;"
-  ¨Θα το ρυθμίσουμε!" πήγα να την καθησυχάσω. 
-  "Ρωτάω, γιατί ανακύπτουν ζητήματα νομικά, κληρονομικά... Είναι απαραίτητο -προτού μείνω έγκυος- να συμβουλευτούμε δικηγόρο." 

Η Τατιάνα την άκουγε κουνώντας το κεφάλι με κατανόηση. 
-  "Επειτα εγώ... εμένα... ποια η θέση μου; εκείνη της ανύπαντρης μητέρας; της γυναίκας που χήρεψε δίχως καν να φορέσει νυφικό; Ενα παιδί, όπως καταλαβαίνετε, θα αποτελεί αντικειμενικό βάρος στην περίπτωση που θα θελήσω να ξαναφτιάξω τη ζωή μου..." 
-  "Την ανατροφή του μπορώ να την αναλάβω εξ ολοκλήρου εγώ!" τη διαβεβαίωσε η Τατιάνα. 
-  "Δεν είναι μόνο αυτό ... Επειτα θα ανακόψει την καριέρα μου... Κάποια εξασφάλιση ίσως, μια αποζημίωση;.."  
Ο Μάρκος της είχε προφανώς μιλήσει για το εργοστάσιο στη Φλώρινα. Εγώ είχα εκπλαγεί με το πόσο ηλίθια, πέραν όλων των άλλων, αποδεικνυόταν η Στέλλα. 
-  "Θα τα συζητήσουμε, δεν βιαζόμαστε... είπε η Τατιάνα και -μόλις διατηρώντας την ψυχραιμία της -την οδήγησε στην εξώπορτα. 
-  "Πολλά τσουλιά πηδούσε τελικά ο γιόκας μου!" 
-  "νέος ήτανε, συγχωρείται...".
-  "Είχε όμως και μια φοβερή γυναίκα!".
-  " Ποια;"  
-  "Εκείνη που μας είπε ο φίλος του! Εκείνη, μτε, που τον είχε τραλάνει! Πρέπει να τη βρούμε!". 
-  "Ο Μάρκος την κρατούσε κρυφή ακόμη κι απ' τον Περικλή!".
-  "Και όμως εμείς θα τη βρούμε! Ο Χριστούλης θα μας βοηθήσει!". Και λέγοντάς το αυτό, άρπαξε την εικόνα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας και την έβαλε στη κατάψυξη, δίπλα στο μπουκαλάκι με το σπέρμα. 

Δεν ξέρω αν έπιασαν οι προσευχές, πάντως τη βρήκαμε. Αφού κάναμε φύλλο και φτερό το σπίτι αναζητώντας κάποιο ίχνος της, εγώ είχα τη φαεινή ιδέα να την ψάξω μέσα στον κομπιούτερ του νεκρού. Κι εκεί ανακάλυψα, αποθηκευμένους, μια σειρά από διαλόγους μέσω Internet μεταξύ του Μάρκου -που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο "Μαρκ" και κάποιας "Ντόνας". 
Δίχως υπερβολή, μιλάμε για στιχομυθίες υψηλού επιπέδου, που συχνά άγγιζαν την ποίηση και μ' έκαναν να επανεκτιμήσω εντελώς τα συγγραφικά προσόντα αλλά και τη συνολική προσωπικότητα του μακαρίτη. 
Ακόμη κι όταν επιδίδονταν στο λεγόμενο cyber-sex, τα λόγια που αντάλλασαν δεν είχαν τίποτε το χυδαίο ή το τετριμμένο. Υπήρχε γνήσιο πάθος -ο Μάρκος και η Ντόνα έκαναν έρωτα, έστω και ηλεκτρονικά, έστω και εξ αποστάσεως. Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, εκείνη γύρω στα 30, δασκάλα, διορισμένη σε κάποιο κεφαλοχώρι της Κρήτης, ανύπαντρη και συμπαθητικής εμφάνισης. Επρεπε οπωσδήποτε να την εντοπίσουμε!

Μπήκα ως "Μαρκ" στο chat-room -το κανάλι όπου συναντιόνταν- και ύστερα από μερικές ώρες άγονης αναμονής, είδα τελικά το όνομά της να εμφανίζεται: 
-  "Mou elipses! Pou isoun toso kairo?.  
-  ''Asta, eixa bleksimata... Pou na sta lew..." απάντησα εγώ. 
-  "Se pethymisa... Oi meres einai adiew makria sou!". 

Οι τρυφερότητες δεν κράτησαν παρά ελάχιστα λεπτά. Η Ντόνα είχε όντως νοσταλγήσει εντονότατα τον Μαρκ και βιάστηκε να περάσει στο ψητό.  Εγώ δεν γινόταν παρά να ανταποκριθώ με αντίστοιχη θέρμη. Η σκηνή που ζούσα ήταν εντελώς παρανοϊκή: καθισμένος στο πληκτρολόγιο, έσφιγγα... φιλούσα και οδηγούσα προς την έκταση μιαν άγνωστη, προσπαθώντας να μιμηθώ το ύφος του Μάρκου κι έχοντας την Τατιάνα πάνω απ' το κεφάλι μου, να με διατάζει να αφήσω τις αηδίες και να της ζητήσω στοιχεία ταυτότητας.
-  "Ela na se parw agalia, na kapnisoume ena tsigaro..." της ψιθύρισα.... 
-  "Anapse mou..." γουργούρισε, κι έτριψε παιχνιδιάρικα τη μουσούδα της πάνω στο τριχωτό μου στέρνο.
-  "Mousouda;" διάβασε η Τατιάνα, και την έπιασε νευρικό γέλιο. 
-  "Μα σκύλος είναι;" 
-  "Σταμάτα να με ξενερώνεις!" μεταχειρίστηκα μιαν έκφραση πολύ αρεστή στο Μάρκο.
-  "Για σένα δουλεύω!" 
-  "Akou, mwraki mou...  Den vastw allo! prepei epitelouw na se synantisw!  Laxtarw na niwsw to aggigma sou, na se anapnefsw, na se faw me ta matia kai me oles tis aisthiseis..."
-  "Ta panta ksekinoun ap' to myalo!" είπε η Ντόνα, 
-  "Kai to kormi gia to myalo doulevei..." απάντησα εγώ.
-  "Boreis na to eleftherwseis apo tis prokatalipseis tou?"
-  "Bros ston diko sou erwta, ola ta teixi gremizontai!"
-  "Παραγίνεσαι μελοδραματικός!" παρατήρησε η Τατιάνα. "Ο γιος μου ήταν πολύ πιο μάγκας!".
-  "Eisai etoimos na antimetwriseis tin alitheia? Me theleis?".
-  "Pio poly ki ap' ti zwi mou!"
-  "To les eilikrina?"
-  "Pio poly ki ap' ti zwi mou!" επανέλαβα.

Ακολούθησαν αρκετά δευτερόλεπτα, με μας να κοιτάζουμε με αγωνία την οθόνη και με την "Ντόνα" να διστάζει.
-  "Eimai antras!" έκανε επιτέλους τη φρικτή αποκάλυψη.
-  "Ki egw eimai pethamenos!" απάντησα ατάκα επί τόπου, και κατέβασα έξαλλος τον διακόπτη του κομπιούτερ.
-  "Ξέχνα το, ρε κούκλα μου... Δεν βλέπεις ότι δεν γίνεται; Γύρνα καλύτερα το μπουκαλάκι στο κέντρο τεχνητής γονιμοποίησης... Το να δώσει το σπέρμα του Μάρκου την ευτυχία σε ένα άτεκνο ζευγάρι θα είναι η καλύτερη πράξη στη μνήμη του!"
-  "Και να το μεγαλώσουν το μωρό μας ξένοι άνθρωποι;" 
-  "Τα μωρά ανήκουν σε όλον τον κόσμο!" 
-  "Καμιά δεν τον αγαπούσε τελικά τον γιο μου! Μονάχα εγώ!" ξέσπασε σε αναφιλητά. Τρανταζόταν σύγκορμη σαν μικρό κοριτσάκι. Μου σπάραζε την καρδιά. Πάσχισα να την ηρεμήσω, να της δείξω το παράλογο της επιμονής της... 
-  " Θέλεις να αποκτήσουμε ένα παιδί μαζί;" πρότεινα στο τέλος και -από τα βάθη της καρδιάς μου- ήλπιζα πως, αν μη τι άλλο, θα το συζητούσε.
-  "Αν σε ήθελα για πατέρα του παιδιού μου, δεν θα σε είχα παρατηρήσει απ' το 1980!" απάντησε με το αντιπαθέστερο ύφος. 
-  "Αυτό είχες κατά βάθος πάντα στο μυαλό σου;" μου επιτέθηκε. 
-  ¨Και τώρα, αφού εκμεταλλεύτηκες το πένθος μου και μου 'γινες κολλιτσίδα, βρήκες την ευκαιρία να το ξεφουρνίσεις! Φύγε και άσε με μόνη μου να βρω επιτέλους τη λύση!". Στοιχειώδης αξιοπρέπεια μου επέβαλλε να αποχωρήσω. 

Χρειάστηκα δυο μέρες ώσπου κάπως να ξεθυμώσω. Οταν την αναζήτησα, το μεσημέρι της μεθεπομένης, εκείνη είχε γίνει άφαντη. Τζάμπα τηλεφωνούσα, τζάμπα χτυπούσα το κουδούνι στο Παγκράτι. Η υποψία ότι πιθανόν να είχε αυτοκτονήσει για να ξανασμίξει με τον Μάρκο της μ' έπεισε να φωνάξω κλειδαρά. Αντίκρισα το διαμέρισμα στην ίδια ακριβώς χαώδη κατάσταση, αν εξαιρέσεις ότι έλειπε η Τατιάνα και το μπουκαλάκι από την κατάψυξη. Συνέχισα για μερικές βδομάδες να την παίρνω εναγωνίως, το κινητό της όμως ήταν συνέχεια κλειστό. 

Στη Φλώρινα δεν είχαν -έλεγαν- ιδέα που βρισκόταν. Δεν ενημέρωσα την αστυνομία για την εξαφάνιση της ούτε και επιστράτευσα το δημοσιογραφικό μου δαιμόνιο για να εντοπίσω τα ίχνη της. "Στο κάτω κάτω" σκεφτόμουν "δικαίωμά της είναι να μεταναστεύσει ή και να κλειστεί σε μοναστήρι!'. Εγώ είχα κάνει ο,τι μπορούσα.

Ρίχτηκα με τα μούτρα στη δουλειά κι άρχισα λίγο λίγο να το παίρνω απόφαση ότι οι δρόμοι μας είχαν πια οριστικά χωρίσει. Αποφάσισα να ξεκινήσω μια νέα ζωή, να περιορίσω το τσιγάρο και το αλκοόλ, να γραφτώ στο γυμναστήριο, να κοιτάξω γύρω μου για καμιά σοβαρή και καλή γυναίκα. Οταν ζυγώνεις τα 50, είναι πολύ σκληρό πλέον να κοιμάσαι μόνο σου.

Εξι μήνες αργότερα ένιωθα σίγουρος ότι τουλάχιστον είχα ξανακερδίσει την ηρεμία μου. Ωσπου προχθές το απόγευμα, καθώς κατέβαινα την οδό Σκουφά, την είδα ξαφνικά. Κοίταζε μια βιτρίνα με παιδικά ρούχα. Ηταν πιο όμορφη παρά ποτέ έτσι όπως είχε ξανθύνει τα μαλλιά της και χαμογελούσε ξένοιαστα. Περνώντας από μπροστά της, έχασα τον έλεγχο του αυτοκινήτου κι από την ταραχή μου κόντεψα να το ρίξω σ' ένα κάδο με σκουπίδια: η Τατιάνα βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο εγκυμοσύνης!

Χρήστος Α. Χωμενίδης

Το διήγημα κυκλοφόρησε σε ένθετο  με την Κυριακάτικη έκδοση του Βήματος



  Scholeio.com  

Έρωτας και τιμωρία


Αβελάρδος και Ελοϊζα

   Μια  καταπιεσμένη κοινωνία στην  Ευρώπη του 12ου αιώνα, βουτηγμένες στη υποκρισία την άγνοια και το φόβο, όλες οι κοινωνικές τάξεις. Ανεξάρτητα αν είναι  ευγενείς, κληρικοί,  τεχνίτες ή δουλοπάροικοι.    1079,   εποχή των βασιλέων της Γαλλίας Λουδοβίκου ΣΤ΄ του Παχύ και Λουδοβίκου Ζ΄. 
Το γραφειοκρατικό σύστημα είναι δικέφαλο,  ένα γερό, δυνατό, στέρεο δίχτυ... Που κανείς άνθρωπος ή... θεός, έτσι νομίζεις, δεν μπορεί να ελευθερώσει την ανθρώπινη σκέψη.  
Κοσμικό και εκκλησιαστικό κατεστημένο, περιέβαλλε την κοινωνία... καταπιέζοντας τη "σκέψη".  Αναγκάζοντας τους φιλοσόφους του Μεσαίωνα να παραμένουν πιστοί στην Εκκλησία και στο Κράτος. 
Παρά το αυστηρό κλίμα, όμως, κάποιοι φιλόσοφοι με ανήσυχο πνεύμα, προσπαθούν να απελευθερωθούν από τα δεσμά του φιλοσοφικού «κανόνα» που ακολουθούσε η εποχή και αγωνίστηκαν, ο καθένας μέσα από διαφορετικές ιστορικές συνθήκες, για να προσφέρουν με τις κριτικές τάσεις τους, στην ανώτατη εκπαίδευση του Μεσαίωνα, την πανεπιστημιακή ελευθερία. 

Εδώ σ' αυτό το περιβάλλον θα γνωρίσουμε τον Πέτρο. 

Μια περίπτωση φιλοσόφου, με ανεξάντλητη μαχητική δύναμη, ο οποίος στα 25 του χρόνια είχε ήδη αποκτήσει τεράστια φήμη.

Πρωτότοκος γαρ η  οικογένεια περίμενε από αυτόν να συνεχίσει την μικρή οικοτεχνία όπλων.  

Αργότερα "χτενίζοντας" με τη μνήμη του  εκείνη την εποχή, που άλλοι έκαναν σχέδια για τη ζωή του διαφορετικά από τα δικά του,  σε ένα σύγγραμα του με πολλή σαφήνεια σε δυο γραμμές ακουμπάει όλη τη πνευματική του δίψα... 

«...και καθώς προτιμούσα την πανοπλία των διαλεκτικών επιχειρημάτων και τα κληροδοτήματα της φιλοσοφίας, αντήλλαξα άλλα όπλα αντ’ αυτών, τρέφοντας μεγαλύτερο σεβασμό για την ακαδημαϊκή διαμάχη, παρά για τα τρόπαια του πολέμου».

Στο Λε Παλέ, ένα μικρό χωριό 10 μίλια ανατολικά της Ναντς στην Βρετάνη, έκανε τα πρώτα του βήματα  ο μικρός Πέτρος.  Οι εύποροι ευγενείς γονείς του, και ο πατέρας του περισσότερο, από νεαρή ηλικία τον παρότρυνε  στα γράμματα και τις καλές τέχνες, για μια ολοκληρωμένη καλλιέργεια που τη θεωρούσε απαραίτητη να έχει ο πρώτος του γιός έστω κι αν τα σχέδια του του πατέρα ήταν η στρατιωτική καριέρα. 

Το μυαλό του στα δύο. Η ζωή του στα δύο... Κομμένο μήλο... έτοιμο να ξεφλουδιστεί.  
Το ένα κομμάτι απέναντι στο άλλο, και η καρδιά του καρπού, με το αναπαραγωγικό του σύστημα ξεγυμνωμένο να  κοιτάζει το ένα το άλλο δυστυχισμένο, λες, που το χώρισαν.
Δεν ξέρει τι όνομα να δώσει στις σκέψεις που τον περιόριζαν με  ένα σωρό πρέπει. 
Συνειδητοποίηση των υποχρεώσεων του ?  Ευγνωμοσύνη στη σπορά του, στους γεννήτορες του ? Ήταν λογική, υπευθυνότητα ? Ήταν μια συντηρητικότητα του μυαλού του, πιο δυνατή από αυτόν, που δεν μπορούσε να ξεφύγει ?   

Η καρδιά του, όμως, ακριβώς όπως του κομμένου μήλου, τραυματισμένη τον τράβαγε κι αυτή προς τη μεριά της.  Σκέψεις, καυτές,  φωνές, εσωτερικές... Έβλεπε αλλιώς τα πράγματα,  αυτό ήταν όλο.  Το έλεγε συχνά στο εαυτό του για να  ηρεμεί.   
Γοητεύτηκε από την διαλεκτική και μυήθηκε στην λογική του Αριστοτέλη.
Η εμμονή του πατέρα του  για να έχει ένα στρατιωτικό μέλλον γίνεται πλέον αφόρητη, αλλά για τον Πέτρο είναι αδύνατον να προδώσει το όνειρό του... 

Προτίμησε τον ακαδημαϊκό κλάδο.  Τα ταξίδια σε όλη την Γαλλία πολλά, γνώρισε ανθρώπους και ανθρώπους. Συνομίλησε και μοιράστηκε πνευματικά προϊόντα που πλούτισαν στην ανταλλαγή. Αργότερα του δώσανε τον τίτλο του Περιπατητικού.
Η σφοδρή σύγκρουση στο Παρίσι, με τον διασημότερο καθηγητή του, Γουλιέλμο ντε Σαμπώ, εξ αιτίας της ανάγκης του να "γκρεμίσει τα είδωλα" του δογματισμού, τον οδηγούν σε αντιδικίες... 
 Η αμφισβήτηση είναι αμαρτία. Αντικρούοντας αρκετές δογματικές απόψεις του δασκάλου του, μπερδεύεται σε αντιπαραθέσεις, στις οποίες αρκετές φορές υπερέχει εξαιτίας των ορθών επιχειρημάτων του...  δεν κομπάζει, αλλά ενισχύεται η αυτοπεποίθησή του. 

Είναι η στιγμή που συνειδητοποιεί ότι έχει αρχίσει να ζει τ' όνειρό του. Αποφασίζει  να περάσει στη διδαχή.   Στη πόλη Μελέν, που αρχίζει να διδάσκει, οι νέες ιδέες του, εξοργίζουν  έναν παλιό δάσκαλό του, που  αποπειράται να υπονομεύσει τους μαθητές του του νεαρού διδασκάλου.   


Με το πόλεμο του, ο πρώην δάσκαλος το μόνο που κατάφερε ήταν να χαρίσει στον μέχρι τώρα μαθητή του, περισσότερους υποστηρικτές... 

Ή μήπως,  η αλήθεια είναι, ότι η αιτία της επιτυχίας του νεαρού Αβελάρδου και της διδασκαλείας του, ήταν, ακριβώς αυτές οι νέες ιδέες... "τα καινά δαιμόνια",  που ενθουσίαζαν  τους μαθητές και δημιουργούσε οπαδούς ?


Ιδρύει  μια σχολή στο Κορμπέιγ και αφοσιώνεται  στο έργο του με όλες του τις δυνάμεις μέχρι «τελικής πτώσεως»:
«... καθώς απέκτησα μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, μετέφερα τις τάξεις μου στην Κορβίγη, η οποία βρίσκεται πιο κοντά στο Παρίσι, δίνοντας με αυτή μου την ενέργεια αφορμή για περισσότερους ρητορικούς διαξιφισμούς.  Λίγο αργότερα κατέρρευσα σωματικά,  ως αποτέλεσμα του υπερβάλλοντος ζήλου μου για τη μελέτη,  και αναγκάστηκα να επιστρέψω στην πατρίδα μου και, καθώς για πολλά χρόνια βρισκόμουν εκτός Γαλλίας, τα άτομα τα οποία προσείλκυε η μελέτη της διαλεκτικής, αποζητούσαν με ακόμη μεγαλύτερο πάθος τη διδασκαλία μου».
Ο Αβελάρδος επιστρέφει στο Παρίσι, είναι ο θριαμβευτής. Διαμορφώνει μια ήρεμη και συνετή ζωή βασισμένη σε φιλοσοφικές συζητήσεις.  Είναι 39 ετών το 1118...

Κι εκεί, επάνω στην "ήσυχη λιμνούλα" που ανασαίνουν οι σκέψεις του, εκεί που ακουμπά την ύπαρξη του... ένα βότσαλο ή πέτρα καλύτερα... όχι, όχι κοτρώνα, ναι, μια κοτρώνα σκάει με δύναμη... 


Η ανηψιά του γέροντα εφημέριου Φυλμπέρ, Ελοΐζα Héloise Fulbert, ένας ανθός μόλις 15 ανοίξεων,  μια δροσερή μορφωμένη ύπαρξη,  με καλλιεργημένο νου,  γεννημένη, λες, μόνο...  γι αυτόν, βρίσκεται μπροστά στον φιλόσοφο.   Η επιλογή του γέροντα θείου της να εμπιστευθεί τον Αβελάρδο για την μόρφωση της ήταν ατυχώς καθοριστική.

Ο έρωτας δεν είναι κεραυνοβόλος, είναι όμως αναπόφευκτος. Ξετυλίγεται μέσα από κοινές φιλοσοφικές αναζητήσεις. Η προσέγγιση της "ελληνικής σκέψης" μοιραία... Μιλάνε για την ανυπέρβλητη υπεροχή της αναζήτησης των Ελλήνων προσωκρατικών φιλοσόφων... των "απαγορευμένων" του καθολικισμού. 

Για την ισορροπία μεταξύ πίστης και λογικής... Είναι η εποχή που η εξέταση παντός φιλοσοφικού ζητήματος συγκρούεται έντονα με τον «μυστικισμό».  Οι φράσεις που ανταλλάσσουν είναι η μια, συμπληρωματική της άλλης. 

Οι συλλογισμοί τους σφραγίζονται από την "ελεύθερη διαλεκτική".  Είναι θύελλα που συμπαρασύρει τα πάντα στο πέρασμα της.  Η πνευματική επαφή μεταξύ δασκάλου και μαθήτριας είναι μαγική... Τα μάτια τους, πηγή σπινθήρων, βάζουν φωτιά !

Η ωριμότητα βρίσκει μια φρέσκια,  άγουρη νιότη, και η μεστή παιδικότητα... βρίσκει ένα μυστηριακό χάδι γνώσης και κατανόησης για τα πάντα... ! Έτσι νομίζει... έτσι είναι !

Είναι μια φωτιά που ζητάει να βρει το δρόμο της !  Δεν αργεί η πνευματική τους σχέση να ολοκληρωθεί... Κρυφά, στο σπίτι του εφημέριου. 


«....ενωθήκαμε κάτω από την ίδια στέγη...   Με την πρόφαση πως μελετούμε περνούσαμε ώρες ολόκληρες μέσα στη γλύκα του έρωτα...  Τα φιλιά μας ήσαν περισσότερα από τα λόγια μας...   Τα χέρια μου πιο πολύ ζητούσαν την αγκαλιά της παρά τα βιβλία...   Ο έρως γέμιζε τα βλέμματά μας».

Ο έρωτας μεταξύ του Αβελάρδου και της Ελοΐζας είναι  δυνατός και έγινε σταδιακά κοινό μυστικό σε όλους εκτός από τον θείο της. 

Επικίνδυνες διαστάσεις παίρνουν τα πράγματα όταν η μικρή μέσα στο μεταξωτό κουκούλι του έρωτα... αρχίζει να καταλαβαίνει ότι μέσα της κάτι συμβαίνει...  Στα σπλάχνα της μαθήτριας του φιλοσόφου αρχίζει να μεγαλώνει ένας νέος άνθρωπος, θα γεννούσαν ένα παιδί !

Ένας  Γολγοθάς ξεκινάει...  

Ο Αβελάρδος μεταφέρει κρυφά την αγαπημένη του στη Βρετάνη.  Την αφήνει μόνη...  

Μέσα του δικαιολογείται... Θάθελε να είναι δίπλα της...   αλλά δεν πρέπει, έτσι λέει στον εαυτό του και ησυχάζει.

Στη Βρετάνη, η Ελοΐζα φέρνει στον κόσμο τον Πέτρο-Αστρολάβο.  

Για να σβήσει τη ντροπή, ο Αβελάρδος ζητάει από την Ελοΐζα να τον παντρευτεί. 

Αυτή αρνείται, συμβουλεύοντάς τον ότι ο γάμος θα ήταν εμπόδιο στην φιλοσοφική του καριέρα, όπως και η ανατροφή μικρών παιδιών. 


 «...δεν θα μπορέσεις να φροντίζεις και τη σύζυγο και τη φιλοσοφία.  Πώς θα συμβιβάσεις τις υποχρεώσεις τού καθηγητή και του υπηρέτη, της βιβλιοθήκης και της κούνιας, της πένας και της διάστρας;   Έχεις ανάγκη να συγκεντρωθείς στους φιλοσοφικούς σου στοχασμούς.   Θα μπορέσεις να ανεχτείς τα κλάματα του μωρού, τα νανουρίσματα της τροφού, τον συνεχή θόρυβο του υπηρετικού προσωπικού; ....  

.....  Πώς θα αντέξεις τις βρωμιές που κάνουν διαρκώς τα μικρά παιδιά;   Οι πλούσιοι μπορούν γιατί έχουν ένα παλάτι ή ένα μεγάλο σπίτι που τους επιτρέπει να απομονωθούν, τα πλούτη τους επαρκούν για όλα τα έξοδα και δεν χρειάζεται να σταυρώνονται καθημερινά για τις υλικές ανάγκες.  

Οι διανοούμενοι δεν βρίσκονται στην ίδια θέση και όσοι ασχολούνται με χρήματα και υλικές ανάγκες δεν μπορούν να αφοσιωθούν στο έργο του θεολόγου ή του φιλοσόφου».

Αυτός της απαντάει ότι είναι έτοιμος για όλα.     Αποφασίζουν να κάνουν μυστικό γάμο στον οποίο παρευρίσκεται και ο Φυλμπέρ, θείος της Ελoΐζας, που επέμενε συνεχώς να γνωστοποιηθεί ο γάμος τους...   για να  εξευτελίσει τον ίδιο τον Αβελάρδο, για την πράξη του... ?    Εκ των υστέρων, δόθηκε η ερμηνεία  ότι ήταν ύποπτη αυτή η εμμονή του θείου και βέβαια δεν αποσκοπούσε στην «πατρική» ικανοποίησή του αλλά στη μείωση του κύρους του Αβελάρδου !

Η τρυφερή, ευαίσθητη, Ελοΐζα, τρέμοντας τον κοινωνικό διασυρμό, παίρνει μια σκληρή απόφαση...  συμφωνεί και ο Πέτρος.  Η  Ελοΐζα φεύγει.  Ντύνεται  μοναχή στο μοναστήρι του Αρζαντέιγ, έχουν συνεννοηθεί να μείνει μέχρι να κοπάσουν τα σχόλια. 


Ο γέροντας εφημέριος είναι έξαλλος, γεμάτος οργή καταστρώνει σχέδιο...  είναι πια σίγουρος ότι  ο σατανικός φιλόσοφος τους  εξαπάτησε... και αυτό δεν μπορεί να το αφήσει έτσι. 

Πλησιάζει έναν υπηρέτη του φιλοσόφου, τον κάνει συμμέτοχο στο σχέδιό του και παρ' όλη τη φρίκη του ο άνδρας  συμφωνεί να διευκολύνει τον εφημέριο να πραγματώσει την εκδικητική του μανία...   και βέβαια  πληρώνεται  αδρά για τις υπηρεσίες του.

Με την άνεση που είχε στο σπίτι του κυρίου του, ο υπηρέτης, μία νύχτα, σε ανύποπτο χρόνο, διευκολύνει τον εφημέριο  και την παρέα του, να εισβάλουν στο σπίτι του Αβελάρδου, και την ώρα που κοιμάται...   οι μπράβοι του διψασμένου για εκδίκηση  θείου, αφαιρούν ....  κάθε ίχνος ανδρισμού ευνουχίζοντάς τον ! 

Δεν σταματούν όμως, δεν τους φτάνει...  Το ξημέρωμα τον διασύρουν ακρωτηριασμένο μπροστά στον κόσμο που είχε μαζευτεί....  Ο φιλόσοφος αναγκάζεται  να αποσυρθεί ντροπιασμένος στο αβαείο του Σαιν Ντενί.

Το ζευγάρι ζει σε χωριστά μοναστήρια για τα επόμενα 20 χρόνια, δεν συναντιέται παρά μόνο για μία και μοναδική φορά και επικοινωνεί μόνο με παθιασμένες επιστολές.

Το πάθος του Αβελάρδου για τη μελέτη επουλώνει σιγά σιγά τα τραύματά του. Οι μαθητές του τον παρακαλούσαν να ξαναρχίσει τη διδασκαλία του. Γράφει την πρώτη πραγματεία περί θεολογίας.  Η μεγάλη επιτυχία που σημειώνει είναι πρόκληση για τους αντιπάλους του. 

Η διδασκαλία του ανησύχησε την Καθολική Εκκλησία, ειδικότερα όταν κηρύτει το περίφημο, 

"...η αμφιβολία είναι η αφετηρία που οδηγεί στην έρευνα" 

Η κατάσταση οξύνεται,  όταν διδάσκει,  ότι η αμαρτία υπάρχει μόνο όταν συντρέχει κακή και δόλια πρόθεση... Αυτό βέβαια είναι η απάντηση του στην κατηγορία του αιρετικού, που φρόντισε η εκκλησία να του αποδώσει... 

"...αφού αρνιόταν το προπατορικό αμάρτημα  θεωρήθηκε αιρετικός". 

Συνέπειες των θεωριών του υπήρξαν οι αλλεπάλληλες διώξεις και τα βασανιστήρια στα οποία πρωταγωνιστής υπήρξε ο δεινότερος πολέμιός του,  Βερνάρδος του Κλαιρβώ, 
ο οποίος ανακηρύχθηκε «άγιος» από την Καθολική Εκκλησία. 

Ο Άγιος Βερνάρδος τον κατεδίωκε έως ότου συνεκλήθη Σύνοδος στη Σουασόν όπου ο μεγάλος φιλόσοφος καταδικάστηκε ως επικίνδυνος αιρετικός. 

Τα βιβλία του καίγονται στην πλατεία του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη. Ο φιλόσοφος, ψυχικό ράκος, καταφεύγει στο μοναστήρι του Κλυνύ όπου στις 21 Απριλίου του 1142 ελευθερώνεται  η σκέψη του, η ψυχή του, από το σάρκινο ρούχο που τόσο πολύ πόνο τον φόρτωσε... 

Η Ελοΐζα ζει ακόμη 20 χρόνια. Η τελευταία  της επιθυμία ήταν να θαφτεί δίπλα στον Πέτρο της που τόσο λάτρεψε...  παράκληση που δεν εισακούεται.


Η φήμη του ζευγαριού και του έρωτά τους γιγαντώνεται μέσα στους αιώνες και σύμφωνα με μία εκδοχή, η Ιωσηφίνα Βοναπάρτη συγκινημένη από την τραγική τους ιστορία αποφασίζει, 700 χρόνια μετά το θάνατό τους, να μεταφερθούν τα οστά τους και να θαφτούν επιτέλους μαζί. Ο κοινός τους τάφος χτίζεται στο Κοιμητήριο του Père Lachaise στο Παρίσι και έχει πλέον μετατραπεί σε σύμβολο της αιώνιας αγάπης.

Το μικρόβιο της κακίας, που τόσο προσβάλλει τα περισσότερα μέλη της κοινωνίας, με ή χωρίς μόρφωση, βασάνισαν με τον πιο σκληρό τρόπο αυτόν τον διανοούμενο που τόσα πολλά πρoσέφερε σε μια σκοτεινή εποχή δίχως να ζητήσει ανταλλάγματα, μα έχοντας στην καρδιά βαθιά μια μονάχα επιθυμία:   να ζήσει το μεγαλείο του έρωτα. 

Αυτό το υπέροχο συναίσθημα που χαρίζει στον άνθρωπο φτερά. Που τον οδηγεί σε πρωτόγνωρα μονοπάτια ευτυχίας. Που κάθε άνθρωπος έχει την ανάγκη και το δικαίωμα να ζήσει.

__________________________________________________________


Ο Αβελάρδος δεν ήταν απλώς ένας μορφωμένος άνδρας που καταπιάστηκε με τη φιλοσοφία τη σκληρή περίοδο του Μεσαίωνα. Ήταν μέγας υπέρμαχος της διαλεκτικής και πολλοί ιστορικοί των νεώτερων χρόνων τον χαρακτήρισαν ως τον μεγαλύτερο ελευθερόφρονα του Μεσαίωνα, ως πρόδρομο του Γάλλου διαφωτιστή Ρουσσώ και του Γερμανού φιλοσόφου Καντ (ιδρυτή της κριτικής φιλοσοφίας).

Με πρωτοφανή απλότητα κάνει εισαγωγή στην έλλογη σκέψη το 1122 μ.Χ. με τα έργα του «Εγχειρίδιο περί Λογικής για Αρχάριους» (Logica ingredientibus), και «Ναι και Όχι» (Sic et Non). Την ίδια διάθεση διατηρεί και στο έργο του «Ηθικά ή Γνώθι σαυτόν» (Ethica seu scito te ipsum) όπου στέκεται στον όρο αμαρτία με ψυχαναλυτική διάθεση. 

Τη σκληρή, βάρβαρη θα λέγαμε, εκείνη εποχή, όπου ένας κατάλογος αμαρτημάτων με τις αντίστοιχες ποινές είχε πλήρη και πιστή εφαρμογή, ο Αβελάρδος βοήθησε στη μεταβολή αυτής της τιμωρού στάσης απέναντι στην αμαρτία, δίνοντας περισσότερη σημασία στον άνθρωπο και στην πρόθεσή του να μετανοήσει. Όπως γράφει «η μεταμέλεια της καρδιάς εξαλείφει το αμάρτημα, δηλαδή την περιφρόνηση προς τον Θεό ή τη σύμφωνη γνώμη για το κακό. Γιατί το έλεος του Θεού, που εμπνέει αυτή τη μεταμέλεια, δεν συμβιβάζεται με το αμάρτημα».

Ήταν ένας επικίνδυνος ανθρωπιστής....  στο έργο του 


«Διάλογος ανάμεσα σ’ ένα φιλόσοφο (ειδωλολάτρη),  έναν Εβραίο και έναν Χριστιανό»,


που αρχίζει να γράφει τους τελευταίους μήνες της ζωής του στο Κλυνύ,  εντυπωσιάζει η προσπάθειά του να αναδείξει το κοινό στοιχείο που χαρακτηρίζει τις τρεις θρησκείες οι οποίες, κατά τον Αβελάρδο, αντιπροσώπευαν το ύψιστο της ανθρώπινης σκέψης και την αναγνώριση κάθε ανθρώπου ως υιού του Θεού.




Βιβλιογραφία
• Η Δυτική Ευρώπη κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, Απ. Β. Δασκαλάκη, Αθήνα 1959.
• Η Αρχαιοελληνική συμβολή στη διαμόρφωση της Ευρώπης του Μεσαίωνα, Γιώργος Σ. Μάρκου, Περίπλους.
•Οι διανούμενοι στο Μεσαίωνα, Ζακ Λε Γκοφ, Κέδρος.
• Η γυναίκα και ο πολιτισμός του Μεσαίωνα, Άννα Σταματελάτου, Αθήνα 1966.
• Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου».



  Scholeio.com  

Δύο Ώρες μετά τα Μεσάνυχτα






Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος έχει Ξεκινήσει και Είναι σε Εξέλιξη.


Ένας ευγενής άνδρας Αθηναίος, κερδίζει την εμπιστοσύνη του Σπαρτιάτη βασιλιά...  
Ο ακατανίκητα γοητευτικός, ατίθασος και αδίστακτος, Αλικιβιάδης,  βρίσκεται στην "αυλή της Σπάρτης" και όχι μόνο. Έχει γίνει πια ο "πολύτιμος" έμπιστος του βασιλιά Άγι.  Πολύτιμη και η συμβουλή του προς τον βασιλιά στρατηγό :  


"...οι Σπαρτιάτες στρατιώτες που θα σταλούν στη Σικελία, να είναι συγχρόνως και κωπηλάτες στα πλοία, για να αυξηθεί έτσι ο αριθμός των μάχιμων στρατιωτών που θα στέλνονταν κατά των Αθηναίων !"

Ξαφνιάζει τους πάντες στη Σπάρτη,  ακολουθώντας πιστά τον λακωνικό τρόπο ζωής. Ξυρίζει το κεφάλι του σύρριζα, κάνει κρύα λουτρά, τρώει τον μέλανα ζωμό κι όλοι απορούν πώς είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να είχε γνωρίσει, ποτέ, μάγειρες και αρωματοποιούς !  
Η προσαρμοστικότητα αυτή του Αλκιβιάδη, που ξεπερνούσε ακόμη κι αυτή του χαμαιλέοντα, όπως λέει ο Πλούταρχος, ήταν και ο μεγαλύτερος σύμμαχος του στις δύσκολες στιγμές. 

Ο Αλκιβιάδης στη Σπάρτη, δεν είναι απλά μια γοητευτική αρρενωπή προσωπικότητα,  είναι μια άκρως επικίνδυνα αισθησιακή ύπαρξη, που ξεχειλίζει, θάλεγε κανείς, ερωτισμό... 
Η παρουσία του, ο "λόγος" του, ή στρατηγική του ευφυΐα, η κίνησή του... αποπνέουν ομορφιά, γοητεία... και  έρωτα.
Ακόμα και ο αέρας, στην αίθουσα των στρατηγικών σχεδίων του παλατιού, είναι ερωτικός...  όταν ο Αλκιβιάδης είναι εκεί, και συσκέπτεται με τον βασιλιά.  

Η βασίλισσα Τιμαία δεν τον πρόσεξε αμέσως. Τον είχε δει μόνο από μακριά, όπως και πολλοί άλλοι άλλωστε...  


Είχε περάσει αρκετός καιρός που τα σανδάλια του Αλκιβιάδη πατούσαν την  σπαρτιάτικη γη, όταν, πράγματι τυχαία η Τιμαία, αναζήτησε τον Άγι στον χώρο που δεν συνήθιζε να τον ενοχλεί, των "επιχειρήσεων"... 

Τα μάτια του την παγιδεύουν...  Η φιγούρα του, η φωνή του, καταστροφή... 
Η  βασίλισσα  αντέχει δευτερόλεπτα... κατεβάζει τη ματιά της, ψελλίζει  κάτι στον Άγι, προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή της και φεύγει κυνηγημένη.

Για κάποιες μέρες δεν πατάει το πόδι της ούτε από μακριά προς τον διάδρομο που οδηγούσε στην πτέρυγα.   Όσο της πήρε να συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει στην καρδιά της, στο μυαλό της, μέσα της τέλος πάντων και που έμοιαζε να μην την υπακούει ! 
Τι της είχε συμβεί ;  

Δεν είναι σίγουρη ότι απαντάει στην εσωτερική ερώτηση, που της απευθύνει, απορώντας ο εαυτός της, αλλά μετά το πρώτο σοκ, βρίσκει δικαιολογίες για να μπαινοβγαίνει...  δεν τον κοιτά.. δηλαδή προσπαθεί να μην τον κοιτά.. αλλά δεν το καταφέρνει.  

Στήνει αυτί πίσω από κλειστές πόρτες, κάνει αφελείς ερωτήσεις στον Άγι, καταφεύγει σε απίθανες δικαιολογίες και τεχνάσματα, πρώτον να μαθαίνει τις ώρες που θα έρθει κάθε φορά ο "ξένος" και δεύτερον μια  σημαντική αφορμή που την κάνει να πηγαίνει εκεί, που δεν πήγαινε μέχρι τώρα συχνά. 

Ζει βυθισμένη στην "ανησυχία", στην αγωνία, στον φόβο.  Παράλληλα όμως, νιώθει, ένα πουπουλένιο σύννεφο ευτυχίας να την τυλίγει σιγά-σιγά....  Δεν θα πει όχι. Δεν μπορεί. Δεν έχει τη δύναμη να πει όχι.  Αφήνεται να μεθύσει..

Περνάει ένα συγκλονιστικό διάστημα που κατακλύζεται με εναλλαγές συναισθημάτων. Τώρα κάθε μέρα που περνάει είναι και πιο ευδιάθετη... αλλά και αυτό δεν κρατάει πολύ. 

Καταλαβαίνει ότι δεν της φτάνει πια και αυτό !  
Δεν της φτάνουν οι ματιές... δεν της φτάνει η φωνή του, που γίνεται βελούδινη και δροσερή σαν νερό της πηγής όταν της απευθύνεται...  Δεν της φτάνει.  Ένας  έρωτας φουντώνει μέσα στην Τιμαία,  την βασίλισσα της Σπάρτης και γυναίκα του σπαρτιάτη βασιλιά Άγι, για τον γοητευτικό,  αμαρτωλό, ακατανίκητο γόνο της Αθήνας.  Και αυτόν τον έρωτα εννοεί να τον ζήσει, ότι κι αν πρόκειται να της στοιχίσει αυτό.  

Είναι μια ερωτευμένη γυναίκα.  Η έλξη που νιώθει για τον γοητευτικό ξένο είναι φωτιά που της καίει το μυαλό, τα σωθικά, τη ζωή...  Φοβάται ότι θα την καταλάβουν όλοι, ότι θα διαβάσουν τη σκέψη της...  Άλλωστε  η εξωτερική της εικόνα πια δεν είναι και τόσο καλή... το στενό περιβάλλον των ανθρώπων της αυλής σίγουρα θα έχει αρχίσει να σχολιάζει. 
Το νιώθει κάθε φορά που διασταυρώνεται μαζί τους.  

Σκέψεις... ενοχές... και μια ερωτική επιθυμία που την "ντύνει" σαν δεύτερο δέρμα ! 
Κι εκείνος άραγε τι να σκέφτεται... Η Τιμαία είναι σίγουρη ότι την έχει "προσέξει"... Μα τι λέει, πολλά παραπάνω από αυτό... 

Είναι η ματιά του που την νιώθει στο κορμί της και την καίει... Είναι κάτι σαν δόνηση που την κάνει ν' ανατριχιάζει όταν περνάει από δίπλα του... Δεν μπορεί, είναι σίγουρη, πρέπει να την αγαπάει κι αυτός... Γι αυτό είναι τόσο δυνατό το συναίσθημά της. Γιατί είναι διπλό. 

Όχι, ο καθένας καθρεφτίζει το πάθος του στον άλλον... και γίνεται τετραπλό ! Μα, μήπως έχει αρχίσει να χάνει τα λογικά της, είναι μια βασίλισσα....    Δεν είναι τίποτα.  

Είναι, μόνο, μια ερωτευμένη γυναίκα.
  
Όπως δεν μπορούσε να κρύψει την αδικαιολόγητη χαρά της, στην αρχή...  Τώρα δεν μπορεί να κρύψει τη δυστυχία του ανεκπλήρωτου πόθου που νιώθει,  τον εσωτερικό πόλεμο που κάνει με τον εαυτό της.  

Θέλει να παραδοθεί στον ξένο κατακτητή... δεν αντέχει άλλο. Δεν γελάει πια, κι όταν ανάμεσα σε κόσμο αναγκάζεται να το κάνει το στόμα της μόνο του, μάλλον μορφάζει παρά χαμογελάει...

Εντύπωση της κάνει η τέχνη με την οποία χειρίζεται, αυτός ο ξένος "πειρασμός",    διαφορετικού  ενδιαφέροντος θέματα... θα ήθελε, αυτή, να είναι το "κυριότερο θέμα"...

Σε μια από τις "εισβολές" της, στην μεγάλη αίθουσα, είχε προλάβει να τον ακούσει να επιμένει γιατί έπρεπε, οπωσδήποτε, η Σπάρτη να οχυρώσει τη Δεκέλεια της Αττικής... 

"... Πρέπει να υπάρχει μόνιμα ένα φρούριο της Σπάρτης μέσα στην Αττική...." 

Ο "ξένος" ακούγοντας τον θόρυβό της...  σήκωσε το κεφάλι του... και συνεχίζοντας να μιλάει, διείσδυσε φλύαρα με τα μάτια του μέσα στο μυαλό της... σαν να τον άκουγε να της λέει, πόσο όμορφη γυναίκα είναι...  ότι ήξερε τι συμβαίνει μέσα της... ότι κι εκείνος ήταν ερωτευμένος μαζί της... της μίλαγε...  απαλά και βελούδινα κάμποσα δευτερόλεπτα.

Αν καθόταν στην άκρη της αίθουσας ;  
Θα προδινόταν ;  
Γιατί ;  Μπορεί να ένιωθε μοναξιά...  Σκεφτόταν τι θα έλεγε στον βασιλιά αν την ρώταγε... 
Ωχ... ας έκανε ότι ήθελε, ας την ρώταγε, ας  το καταλάβαινε... Δεν την ένοιαζε πια τίποτα.

Η Τιμαία κάθισε,  όχι πολύ κοντά τους...  Ο Αλκιβιάδης συνέχισε... 

"... έτσι οι Αθηναίοι θα στερηθούν όλο τον πλούτο της υπαίθρου, αλλά και τους φόρους των συμμάχων, οι οποίοι όταν δουν αδύναμη την Αθήνα δεν θα  πληρώνουν πια.  Τελευταία απαραίτητη κίνηση για την τελική νίκη βασιλιά μου, που πρέπει η Σπάρτη να προχωρήσει είναι  να αποσπάσουν από την Αθήνα τις συμμαχικές πόλεις που είχε στην Ιωνία οδηγώντας  τες σε αποστασία.  Μ’ αυτό τον τρόπο η Αθηναϊκή ηγεμονία θ’ απογυμνωνόταν από την ίδια τη δύναμή της !" 


Μετά την πρώτη δύσκολη φορά, πήγε πάλι και πάλι...  Δεν καθόταν πολύ... Την ζάλιζαν οι τόσες λεπτομέρειες για.... άνδρες, πλοία, εφόδια... και αναλύσεις επί αναλύσεων για υποθετικές ενέργειες των "εχθρών" σε δικές τους...  πάλι υποθετικές, κινήσεις. 
Απίθανες λεπτομέρειες να λέει στο βασιλιά, ο ξένος, πως να κρύβει τα αδύνατα σημεία της Σπάρτης, και πως, να αναδεικνύει τα σημεία που υπερίσχυε... 

Αυτό, όπως τον είχε ακούσει να λέει, στόχευε σε δύο στόχους ταυτόχρονα. Απ' τη μια να προβάλει  τα δυνατά σημεία της Σπαρτιάτικης τακτικής πιο έντονα δημιουργώντας στον αντίπαλο την ψευδαίσθηση μιας  υπεροχής ενός ανίκητου αντιπάλου... κρύβοντας τα δικά του ψεγάδια και αποφεύγοντας να τον παρασύρει ο εχθρός στα δικά του "δυνατά σημεία"...  Ο καλύτερος σύμμαχος είναι  ο εκνευρισμός του αντιπάλου.  






              " ...θα τους Δείξω ότι ....Ζω"

Μα πως βρέθηκε ο Αλικιβιάδης, ο ευγενής Ἀλκιβιάδης Κλεινίου Σκαμβωνίδης στη Σπάρτη ;  Το τελευταίο γνωστό μέλος της αριστοκρατικής οικογένειας των Αλκμεωνίδων, αντίκρυσε το αθηναϊκό φως το 450π.Χ.  
Εξέχων Αθηναίος πολιτικός, ρήτορας και στρατηγός. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στο δεύτερο μισό του Πελοποννησιακού πολέμου ως στρατηγικός σύμβουλος, στρατιωτικός και πολιτικός.


Ας πάμε λίγο πίσω, να τον συναντήσουμε, τον Ιούλιο του 415 π.Χ.  στην Αθήνα, η οποία του αναθέτει την αρχηγία της Σικελικής εκστρατείας* μαζί με τον συντηρητικό στρατηγό Νικία και τον στρατιωτικό Λάμαχο.   Τα αθηναϊκά πλοία και όλος ο συμμαχικός στόλος ξεκινάνε με τιμές από τον Πειραιά για τη Σικελία... 

Όταν όμως έφθασε ο αθηναϊκός στόλος στη Σικελία, οι Αθηναίοι τον καλούν να επιστρέψει πίσω, για να δικαστεί με την κατηγορία για τη συμμετοχή του στο σκάνδαλο της καταστροφής των Ερμών (ιερές στήλες του θεού Ερμή), και για την διακωμώδηση των Ελευσίνιων Μυστηρίων...   
Παρενθετικά. για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να πούμε, ότι η "υπόθεση"  είχε ξεκινήσει πριν την αναχώρηση του στόλου και του κατηγορούμενου  Αλκιβιάδη βέβαια,  και ο ίδιος είχε  ζητήσει επίμονα  να δικαστεί πριν την αναχώρηση του για τη Σικελία, χωρίς όμως αποτέλεσμα... 

Η δίκη, γίνεται, κατά την απουσία του, από τους συμπολίτες του, και καταδικάζεται ερήμην σε θάνατο.  Η περιουσία του δημεύεται, το όνομα του χαράσσεται σε στήλη για διασυρμό, και του απαγγέλλουν επίσημες κατάρες... 
  
Είναι ένα μεγάλο λάθος των Αθηναίων αυτό,  διότι αφήνουν ουσιαστικά ακέφαλη την εκστρατεία από τον εμπνευστή κι υπέρμαχό της.  Ο Νικίας μένει μόνος, -δηλωμένος πολέμιος  της  εκστρατείας-, να  φέρει  εις  πέρας ένα  έργο που δεν πίστευε ! 
Η  ψυχή αυτής της εκστρατείας, ο  Αλκιβιάδης,  δεν  γυρίζει βέβαια στην Αθήνα  να δικαστεί,  αλλά αυτομολεί στο αντίπαλο στρατόπεδο των Σπαρτιατών!

«Θα τους δείξω ότι ...ζω», λέει ο Αλκιβιάδης..

Δεν αισθάνεται τύψεις για την πράξη του αυτή, αλλά με αυτοπεποίθηση και θράσος σε μία δημηγορία του, ενώπιον των Σπαρτιατών, απολογείται για την προδοσία του. 

Κατορθώνει να πείσει τους διστακτικούς Σπαρτιάτες, πως, αν και Αθηναίος,  μπορεί να βοηθήσει τους εχθρούς της πατρίδας του...  επειδή δεν αισθάνεται πατριωτισμό για μια πατρίδα πού τον αδίκησε !


Κερδίζει τη συμπάθεια των ολιγαρχικών Σπαρτιατών λέγοντας τους   "...ότι ποτέ δεν υπήρξε δημοκράτης των άκρων και καταλήγει ότι η δημοκρατία είναι μια μωρία!"   Όσο για την προηγούμενη εχθρική στάση του εναντίον της Σπάρτης τη δικαιολογεί λέγοντας    "...ότι η Σπάρτη άρχισε πρώτη τις εχθροπραξίες...."





                      Ο Βασιλιάς Λείπει Ταξίδι...

Μαρτυρικό το διάστημα που πέρασε... με ενοχές, και αμφιταλαντεύσεις.  Μα ποια είναι αυτή η γυναίκα ; Αναρωτιέται μέσα της όταν την πιάνουν κρίσεις.  Που πήγε η λογική της... ?    Δεν της μένει τίποτα άλλο παρά να υποκύψει... δυστυχώς είναι πιο δυνατό από αυτήν, δεν μπορεί να κάνει τίποτε.   Το πάθος της για τον ωραίο ξένο την κυβερνάει πια.... καταλαβαίνει ότι η εξουσία δεν είναι στα δικά της χέρια. 
Είναι και ο  Άγις,  που είναι....  τόσο μακριά !    
Παίρνει τη μεγάλη απόφαση, ζητάει τη βοήθεια ενός "έμπιστου" ανθρώπου  

"... καλέ και πιστέ μου φίλε, σε παρακαλώ να παραδώσεις αυτή την επιστολή μόνο στα χέρια του ξένου και μόνο αφού βεβαιωθείς ότι δεν σε βλέπει κανείς".    

Κοιτάζοντας αλλού,  συνεχίζει τις οδηγίες, "....να είναι απασχολημένοι οι φρουροί... φρόντισε να είναι  άδεια η πτέρυγα  μετά τα μεσάνυχτα".    

Φυσικά και δεν έπρεπε κανείς να δει τον δει....  
Στην επιστολή, του γράφει:  ".... δυο ώρες μετά τα μεσάνυχτα, όχι νωρίτερα".  

Όλα έγιναν όπως έπρεπε... όπως τα σχεδίασε η ερωτευμένη γυναίκα... δεν χρειάζονταν πολλά λόγια,  είχαν ειπωθεί τόσα με τα μάτια... τον "κώδικα" των ερωτευμένων.    

Ξαπλωμένη δίπλα του...  τα γυρνάει στο μυαλό της ξανά και ξανά. Τη νέα γυναίκα δεν την ενδιαφέρει τίποτα άλλο...  Τώρα τα βράδια, κανείς τους δεν κοιμάται...  λες και ταξιδεύουν σ' ένα άλλο κόσμο, ονειρικό... 
Είναι ένας κόσμος φτιαγμένος από την επιθυμία τους... 

Ξεχνούν τις δυσκολίες που πρέπει να ξεπερνούν κάθε μέρα.  Δεν υπάρχει ο χρόνος για την Τιμαία... Τι όμορφη που μπορεί να είναι η ζωή...!  Κάθε μέρα αισθάνεται πιο νέα, πιο δραστήρια... πιο ικανή... δεν νιώθει κούραση σχεδόν ποτέ...  Προχθές ξαφνικά κατάλαβε ότι ένιωθε ακόμα και ευγνωμοσύνη για τον όμορφο ξένο της. Σ' αυτόν δεν χρωστάει την ευτυχία της μήπως ?
              
Όμως υπάρχει καμιά ομορφιά που να κρατάει για πάντα ? 
Οι δυσκολίες δεν είναι πια δυσκολίες...  γίνονται ανυπέρβλητα εμπόδια.  

Η βασίλισσα της Σπάρτης  θα φέρει στον κόσμο το παιδί του Αλκιβιάδη ! 



Όταν ο βασιλιάς επιστρέφει, μετά την έκπληξη για το γεγονός... βάζει τα γεγονότα, τις ημερομηνίες κάτω και ....καταλαβαίνει ότι κάτι, ή μάλλον τίποτα,  δεν πάει καλά... Θυμήθηκε ότι ο σεισμός, που τον είχε οδηγήσει κάποια νύχτα στο δωμάτιο της γυναίκας του (οι σχέσεις τους δεν ήταν πολύ ζεστές), ήταν πολύ πιο πίσω από τους εννέα μήνες που χρειαζόταν μια γυναίκα   να κυοφορήσει ένα παιδί.  Το αντρόγυνο μετά την νύχτα του σεισμού δεν είχε συνευρεθεί ξανά. 


Η βασίλισσα, όταν δεν την ακούν, φωνάζει το παιδί Αλκιβιάδη, ο εραστής της όμως απλώς κομπάζει για τη σπουδαία του κατάκτηση και λέει πως: 
"...μ’ αυτό που έκανε... ο θρόνος της Σπάρτης θα ανήκε πια στους απογόνους του." 

Και πράγματι ο καρπός της παράνομης σχέσης του με την Τιμαία, ο γιος του Λεωτυχίδας λίγο έλειψε να ανέλθει στον θρόνο της Σπάρτης, αλλά το κώλυμα της καταγωγής του τον υποχρέωσε τελικά να παραχωρήσει τη θέση του στον Αγησίλαο. 

Ο Άγις προσπάθησε να διώξει τον Αλκιβιάδη από τη Σπάρτη, οι έφοροι όμως δεν συμφωνούν. Δεν ήθελαν  να χάσουν έναν πολύτιμο σύμβουλο.  Εξάλλου, σκέπτονταν:

"...ας ήταν ο Άγις πιο συνεπής στα συζυγικά του καθήκοντα, για να μη στρεφόταν το ενδιαφέρον της Τιμαίας σε άλλον άντρα". 



Βρίσκεται  στη Χίο ο Αλκιβιάδης,  για  να τους  πείσει  να  αποστατήσουν  απ’ την   Αθηναϊκή  ηγεμονία, όταν μαθαίνει ότι ο Άγις τα κατάφερε...  υπάρχει  διαταγή  στη Σπάρτη να τον θανατώσουν. 

Φεύγει από το νησί αναζητώντας καινούργιο καταφύγιο...  Ο Τισσαφέρνης ο Πέρσης σατράπης  είναι ότι πρέπει.   

Παρά τον μισελληνισμό του Πέρση άρχοντα, ο Αλκιβιάδης κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη και την εύνοια του μιμούμενος τις συνήθειες των βαρβάρων, κυρίως την υπερβολική πολυτέλεια και την κολακεία.  

Τον  συμβουλεύει  να ναυπηγήσει στόλο και να εξαντλήσει τους  δύο  αντίπαλους Αθηναίους- Σπαρτιάτες  υποσχόμενος πλοία και χρήματα  πότε  στον  ένα και πότε  στον άλλο! 

"... Με αυτό τον  τρόπο βασιλιά μου, θα πετύχεις, το μεγάλο όνειρο, χρόνια τώρα, των προκατόχων σου αλλά και ολόκληρου του λαού σου...  Ν' αποδυναμώσετε τους Έλληνες ώστε να τους ελέγχετε πια !"
_____________________



* Αλκιβιάδης,  Αθηναίος πολιτικός, ρήτορας και στρατηγός. Ήταν το τελευταίο γνωστό μέλος της αριστοκρατικής οικογένειας των Αλκμεωνίδων. Ανηψιός του Περικλή.   Ο Αλκιβιάδης ζει τα παιδικά του χρόνια μέσα στη στοργή του Περικλή και της Ασπασίας, η οποία τον αγάπησε όσο και τον μικρό της γιο.

Άντρες και γυναίκες τον θεωρούν τον ωραιότερο άντρα, τον αποκαλούν «ο ωραίος Αλκιβιάδης» και ήδη από την εφηβεία του ήταν περιζήτητος ως μοντέλο σε εργαστήρια γλυπτικής (σε ένα από αυτά πρωτογνώρισε και τον Σωκράτη).     

Ο ίδιος φρόντιζε να αναδεικνύει το κάλλος του με μεγαλοπρεπείς εμφανίσεις και πορφυρά ενδύματα. Καθιέρωσε μάλιστα και νέο σχήμα σανδαλιών που ονομάστηκαν Αλκιβιάδες. Το μόνο φυσικό του ελάττωμα ήταν ένα ελαφρύ τραύλισμα, αλλά ακόμη κι αυτό η γοητεία του Αλκιβιάδη το είχε μετατρέψει σε θέλγητρο, που έκανε τους ακροατές του να τον ακούνε με ευχαρίστηση και τους νέους Αθηναίους να τον μιμούνται!


*  Πελοποννησιακός πόλεμος, Η Αθηναϊκή ηγεμονία με την αυταρχική διοίκηση της καταπίεζε βάναυσα τους Συμμάχους της και με τη δύναμη της που όλο και μεγάλωνε προκάλεσε την αντιζηλία της άλλης μεγάλης δύναμης του ελλαδικού χώρου, της Σπάρτης. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος λοιπόν δεν άργησε να ξεσπάσει, χωρίζοντας την Ελλάδα σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα, για 30 σχεδόν χρόνια και φέρνοντας την καταστροφή και την παρακμή στις ελληνικές πόλεις-κράτη! Αν ο 5ος αιώνας ξεκινά με τους νικηφόρους Περσικούς πολέμους για τους Έλληνες, δυστυχώς κλείνει με τον καταστρεπτικό εμφύλιο Πελοποννησιακό πόλεμο!

*  Σικελική εκστρατεία, το «Μεγάλο  Σχέδιο», όπως το χαρακτηρίζει η Γαλλίδα Ζακλίν ντε Ρομιγύ συγγραφέας, δηλ.  την  εξάπλωση  της  Αθηναϊκής  ηγεμονίας  στην  Σικελία  κι ίσως  μετά στην Ιταλία  και μετά  στην  Καρχηδόνα. 

Μετά την πρώτη φάση του Πελοποννησιακού πολέμου, που κράτησε 10 χρόνια, χωρίς να καταφέρει ούτε η Αθήνα ούτε η Σπάρτη να επικρατήσουν οριστικά, οι Αθηναίοι αποφασίζουν να εκστρατεύσουν στη Σικελία, ανοίγοντας νέο πολεμικό μέτωπο εκεί ! 
Σχέδιο του Αλκιβιάδη. 

Αν πετύχαινε το Σχέδιο θα  ενοποιούνταν πρώτα o ελλαδικός χώρος κάτω από την αδιαμφισβήτητη πια πανελλήνια και παγκόσμια για την εποχή της δύναμη της αρχαίας Αθήνας -αδύνατον να της αντισταθεί πια η Πελοποννησιακή συμμαχία με τους Σπαρτιάτες- και  μετά  ολόκληρη η   Μεσόγειος  θα  ετίθετο  κάτω απ’  την  ελληνική  εξουσία.  
Κι ο νους του σύγχρονου ανθρώπου, εκ των υστέρων βέβαια, δεν μπορεί να μη σκεφτεί ότι τότε ίσως η εξέλιξη της ιστορίας να  ήταν διαφορετική και να  μην  γινόταν ποτέ πραγματικότητα η  κυριαρχία της  Ρώμης στη  Μεσόγειο. 
____________________________________________


*  Βιβλιογραφία: 

Θουκιδίδου Ιστορία  εκδ. Ζαχαρόπουλου
Ξενοφώντος Ελληνικά  εκδ. Ζαχαρόπουλου
Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι  εκδ. Ζαχαρόπουλου
Ζακλίν ντε Ρομιγύ«Αλκιβιάδης» εκδ. το Άστυ 1995 
Jacqueline de Romilly: Thucydides and Athenian Imperialism Oxford University Press, 1967
G.E.M. Ste Croix: The Origins of the Peloponnesian War, Λονδίνο 1972.
Βλάχος Άγγελος, Ο κύριος μου Αλκιβιάδης, Αθήνα 1953


perasma