Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΤΙΧΟΛΟΓΙΟ 1ο Α-Κ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΤΙΧΟΛΟΓΙΟ 1ο Α-Κ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Βρεττάκος: η ψυχή του ένα περίεργο σταυροδρόμι....







Νικηφόρος Βρεττάκος


          Η Περίληψη

   Κάθε πρόσωπο είναι μία σύνθεση
   Είμαι κ' εγώ, όπως κ' εσύ,
   μιά περίληψη του
   Θεού και του σύμπαντος.




       Τα δύο διαστήματα

Ένας κόσμος αδιάπλευστος ο σπόρος

του σιναπιού, λειτουργός του υψίστου
ο εγκέφαλος του μικρού μυρμηγκιού,
περιέχουνε λόγους, έχουν
να ειπούν περισσότερα απ' όσα
το φεγγάρι στους αστροναύτες.

Το ανυπολόγιστο διάστημα
της δική τους πληρότητας
αναμένει: ν' ανοιγούν οι αμέτρητες
μέσα τους πόρτες και ν' αρχίσει
ο μεγάλος διάπλους του πνεύματος.




       Τα εφτά ελεγεία I

Κάποτε αφελής, κάποτε ανόητος, κάποτε κ' ευφής,
πότε σε λόγια στηριγμένος πότε σε όνειρα,
προσόρμισε σε όλες σχεδόν τις φάσεις του χρόνου του:

Ένα γέρικο δέντρο. Ώστόσο, πολλά, συλλογίζονταν,
θα κριθούν από τον καιρό. Άν οι επρχόμενες
βροχές είναι ήρεμες, έλεγε, κι ο ίδιος δεν ήξερε
ποιοί νέοι κλώνοι μπορεί να ετοίμαζαν μέσα του
άνθη και φύλλα. Κι αυτό που ποτέ
δεν κατάλαβε, ήταν πως είχε
σχηματιστεί κ' ένα δεύτερο στρώμα ζωής
λίγο-λίγο στα βάθη του. Ένα στρώμα σκληρό
από πόνους, που έπεφταν ο ένας τους πάνω
στον άλλο, διαρκώς.
                             Κάτι ανάλογο
με ορυχείο λιγνίτη, που κάποτε θάλιωνε
όπως ο πάγος και τότε θα φύτρωναν σε όλη
την έκταση μέσα του, μαύρα λουλούδια.


                                    II

Πολλές φορές του πέρασε απ' το νου: να σηκωθεί
άξαφνα απ' την καρέκλα και χτυπώντας
με όλη του, δύναμη του στο τραπέζι
το χέρι του, να το κομμάτιαζε. Αλλά σκέφτονταν: Γιατί
να το χαλάσει το μικρό αριστούργημα; Τι τούφταιξε;
Αν δεν δυνήθηκε πολλά να κάνει, αν λόγου χάρη
δεν ετεχνούργησε αρκετά ή δεν έφτιαξε ένα φράγμα
σ' ένα σημείο των εγκρεμών του αιώνα του, δεν έπαψε
νάναι το ίδιο, το μικρό αυτό έργο του Θεού,
ένα αριστούργημα. Και σέβονταν,
τότε το ξένο ποίημα.

                                     III

Έλεγε πως θα τόχνιαχνε το περιβόλι,
Τι μάταια λόγια που έλεγε ! Τα χέρια του
ήταν δυό αξίνες: έπεφταν με πείσμα στα χαρτιά
που έμοιζαν με πλαγιές γρανίτη. Να φυτέψει
δέντρα για τα πουλιά κι ανθάκια για τις μέλισσες.
'Ηξερε: στα παιδιά άρεσαν τα δαμάσκηνα,
τα πορτοκάλια στους περαστικούς αγγέλους το πρωί.
'Ηξερε, μα με τι νερό, τι ήλιο και τι φράχτες;
Περνούσαν οι δεινόσαυροι κ' έφευγαν με τα δέντρα
στα δόντια τους, κατασκηνώναν οι πολεμιστές.
'Ολα περνούσαν πάνω του. Το ανάσκαφταν
τα κάρα που κουβάλαγαν τους πεθαμένους.
Κι αυτός έλεγε: "ήλιε μου !" κ' έσκαβε. Όσο που τέλος
εχτύπησεν η αξίνα του πάνω στο παραπέτασμα
της νύχτας που είχε κατεβεί. Καρφώθη και έμεινε.

                                          IV

Θέλει να φανταστεί τον κόσμο, όπως ήτανε
τότε: όταν έτρεχε στα ευρύχωρα δωμάτια,
με τα παράθυρα που νόμιζες πως ήτανε του ορίζοντα,
ακολουθώντας μια λεπτή έγχρωμη πεταλούδα,
που είχε κι αυτή την αίσθηση τ' ουρανού μες στο σπίτι
ή και κανά πουλί που τον επισκεπτόταν
- όχι ορισμένη ώρα, όποτε ήθελε -
φέρνοντας γύρους σαν μικρός άγγελος στα δωμάτια.

(Βουνά ψηλά κι αρμονικά στο βάθος, λόγγοι πράσινοι,
καθόλου σπίτια γύρω, μοναχά περαστικά γεράκια
ή συννεφάκια
και μονάχα κουδούνια εδώ κι εκεί από γιδοπρόβατα).

Τον κόσμο αυτό όπως ακριβώς ήτανε τότε θέλει
να φανταστεί, κρατώντας το κεφάλι του
γιομάτο μνήμες, μουσική, ήλιο, σκυμμένο κάτω
που φουσκωμένη, σκοτεινή, πηγαινοέρχεται η άβυσσο.

                                           V

Πολύ μετά κατάλαβε πως ήταν η ψυχή του
ένα περιέργο σταυροδρόμι, χιλιοπατημένο,
σημαδεμένο από τακούνια, πρόκες από αρβύλες,
αυλακωμένο από βαριές ρόδες κάθε λογής
αρμάτων.
              Ένα σταυροδρόμι
γιομάτο απαίσια λάσπη, ζυμωμένη
από φτυσίματα ρητόρων, απορρίματα
περαστικών προσφύγων, δάκρυα ζητιάνων
που ακίνητοι στην ίδια στάση ολημερίς, τυφλοί,
απλώνανε τα σκουριαμένα τους τενεκεδάκια
για έλεος, κι ο ουρανός έβρεχε και τους έλιωνε.

Πολύ μετά κατάλαβε πως του χρειαζόταν
η λάσπη αυτή, ότι καλά έγιναν τα ίσα έγιναν
και ότι - δόξα σοι ο Θεός - έζησε εξήντα χρόνια
κι έκαμε το καλύτερο: αγάπησε με πάθος
τον κόσμο κι ας απότυχε από τη λάσπη αυτή,
τη λάσπη που χαριστικά του δόθηκε, να φτιάξει
ζυμώνοντας τη με τον ήλιο του ένα είδος
καινούριου ανθρώπου στην κορφή
του όρους θλίψη, ή Ταύγετος.

                                            VI

Έγραψε τη ζωή του στο χαρτί και την παράδωσε στο
    δικαστήριο.
Ο χρόνος δεν αρνιέται βλέπετε να παραλάβει τίποτα.
Τα πιο πολλά τα εξαφανίζει, μερικά κρατά,
τα μελετάει με προσοχή, τα κοσκινίζει.
Κατόπιν αποφαίνεται. Δεν ξέρει από τα πριν
κανένας πως θα τον δεχτεί - αν τον δχτεί - κατήγορο,
μάρτυρα ή κατηγορούμενο. Πάντως, αυτός, τελείωσε.
Έγραψε τη ζωή του στο χαρτί και υπόγραψε. Μετά
κοίταξε μιά τη θάλασσα μιά τα βουνά του κ' έφυγε
να πάει να βρει ένα ήσυχο μέρος να κοιμηθεί.

                                          VII

Σαν ένα κύμα ξεσκισμένο σε υψηλά
βράχια η ψυχή του, έλαμψε
για μια στιγμή. Μετά,
στη θέση της έγινε νύχτα.


                         Νικηφόρος Βρεττάκος
_________________________________________


[...]

Ἀλλὰ τὰ παιδιὰ
τὸ ξέρω πὼς μέσ᾿ ἀπὸ τὰ
βιβλία μου αὔριο θὰ μαζεύουν
λουλούδια καὶ πὼς θὰ μιλοῦν
γιὰ τὸ θαῦμα - ζωή, κοιτώντας
τὸν κόσμο μέσ᾿ ἀπ᾿ τοὺς στίχους μου. 


 από το ''Ποιήματα από το ίδιο βουνό''     η συνέχεια εδώ 


Scholeio.com

Ζ. Βάκη, Πώς θ' αγγίξω την αλήθεια



Ζέττα Βάκη


             Ύμνος στο άπληστο


   Σέρνεις τον εαυτούλη σου

     στα μονοπάτια της
     σύγχρονης ζωής.

Πιάνεσαι, μη και γλιστρήσεις
στα λάδια της χαλασμένης
μηχανή σου.
Κοιτάς, με βλέμμα αρπακτικό,
τριγύρω σου να βρεις
κι άλλο να φας.

     Φτιάχνεις κάθε μέρα και πιο
     πολλά, μα παραπονιέσαι που
     δεν έχεις περισσότερα.

Κοιτάς πιο ψηλά από σένα και
τα χείλια σου τραβιούνται σε
γκριμάτσα δουλικού γέλιου...
Σκύβεις πιο χαμηλά από σένα
και κατσουφιάζεις.

     Πατάς σφιχτά το πόδι να
     κρατήσεις την κυριαρχία σου.
    Δίνεις λίγα και παίρνεις πολλά.
    Προσφέρεις λεφτά και
    αγοράζεις ανθρώπινες ψυχές.

Κλωτσάς τα χαλίκια που σ'
ενοχλούν...
Δίνεις δηλητηριασμένο σιτάρι
στα πουλιά που χαλούν τον
ύπνο σου.
Αγαπάς και παίρνεις,
σ' αγαπούν και πάλι παίρνεις.
Ερωτεύεσαι και μετράς
τι σου δίνουν...
Σ' ερωτεύονται και ζητάς
να σου δώσουν.
Μεγαλώνεις τα παιδιά σου
και περιμένεις την προσφορά τους.

     Τους γέρους σου πετάς
     γιατί δεν σου προσφέρουν πια...
     Χτίζεις, με κόπο πολύ -αλήθεια-
     τη δόλια σου προσωπικότητα,
     δύστυχε, πάμφτωχε,
     κραταιέ της ζωής.




              Στοχάζομαι

Στοχάζομαι τι είναι 
όλα τούτα που μας
περιτριγυρίζουν.
Σκέφτομαι αν αξίζουν
τη θυσία του ανθρώπου
για αυτά.

     Ωραία σπίτια, γρήγορα
     αυτοκίνητα, δυνατές
     σβέλτες μηχανές.
     Οργανώσεις που κάθε
     πρωί μιλάνε για κάτι,
     που ποτέ δεν γίνεται...

Ωραίες σκέψεις, ωραίοι
αγώνες, ωραία λόγια...
Άσχημη πραγματικότητα,
φοβερά όπλα...
σκληρά αποτελέσματα.

Πως θ΄αγγίξω την αλήθεια
που χρόνια ψάχνω να βρώ...
Πως θα μαντέψω το ψέμα,
που στη ζωή μας δεσπόζει,
και δεν μπορώ να το δω...



            Τι είσαι ;


Είσαι κομμουνιστής... αίσχος

Είσαι δεξιός... πάλι αίχος
Είσαι αναρχικός... σώπα καημένε,
σ' όλα τα παζάρια του κόσμου
πουλιώνται τέτοιες κονκάρδες...
Ψάξε το πετσί σου, όμως...

     Ψάξε να δεις, αν στον ερχομό σου
     στη ζωή, σου πατήσανε τη
     σφραγίδα της πρώτης ποιότητας,
     κι αν τη βρεις, τυχερά,
     τότε κάρφωσε τη στο στήθος σου,
     την κονκάρδα που δεν πουλιέται πουθενά...
     Την κονκάρδα που γράφει
     ΑΝΘΡΩΠΟΣ.




            Λάσπη

Βρόμικη ζωή, απίθανε

άνθρωπε της λάσπης,
σέρνεσαι και λερώνεσαι.
Χτυπάς τα χέρια, από χαρά,
σαν το καμπανάκι της
κατάχτησης σου χτυπάει.
Αλλοτριώνεσαι και θαρρείς
πως πέτυχες
Ανεβαίνεις και όσο ανεβαίνεις,
ξεθωριάζει η μορφή σου...
Ξεθωριάζει, και ξεμακραίνει
μέσα στην καταχνιά του
μέσου ύψους.
Ανεβαίνεις και τα πόδια σου
μένουν κολλημένα στον δρόμο...
Δεν μπορείς να τα ξεκολλήσεις
να αλαφρώσεις και μετά να
υψωθείς πάνω από τα σύννεφα,
στον γαλάζιο ουρανό
να ατενίσεις τον Λυτρωτή
ήλιο σου, να γνωρίσεις
τη μόνη αλήθεια.



            Προσφορά


Δίνεις πολλά και παίρνεις λίγα...
Δίνεις περισσότερα
και παίρνεις τίποτα...
Κοιτάς τα χέρια σου και την
καρδιά σου, που μένουν άδεια...

Κρίνει και σκέφτεσαι και
νιώθεις μέσα σου σεισμό
κι αντάρα...
Τη σημαία της επανάστασης
θέλεις να στήσεις, με νέα
χρώματα, μα είναι αργά.

Στο μονοπάτι σου έχει αρχίσει
να σουρουπώνει...
Λάθος το βήμα σου κι οι τόσοι
κόποι, που σε τραβήξανε σε
λάθος κίνηση, λάθος ματιά...
Πως να σηκώσεις πια τη
σημαία σου που είναι αργά...




            Βαράτε του 

Βαράτε του... δεν είναι κομουνιστής
Βαράτε του... δεν είναι δεξιός
Βαράτε του... δεν είναι βιομήχανος
Βαράτε του... δεν βουλευτής
Είναι ένας ταπεινός που δεν έχει
τίποτα να δείξει,
ούτε μεγάλες Ιδέες
ούτε πολλά λεφτά
ούτε περίεργη κουλτούρα.
Ούτε βγήκε στο στίβο από τη
βούληση του λαού ούτε πληρώνεται
να βολεύει καταστάσεις...
Είναι ένας ταπεινός
που γεννήθηκε από την αγάπη,
που ζει για την αγάπη
που δίνει μόνο αγάπη...
ΒΑΡΑΤΕ ΤΟΥ...


            Ώρα μηδέν

Κανέναν δεν νοιάζουν
ετούτα που γράφω,
στην ψυχή μου σημαίνει
η ώρα μηδέν.

Μια σταγόνα αδιάφορης
σχέσης και απ' το ανοιχτό
παραθύρι σκύβω να δω
τη γαλήνη, την τάξη,
τη λησμοσύνη, τη μέθη
και γελάω με τούτα
που ψάχνω να βρω...

Ώρα μηδέν, δεν υπάρχω,
τώρα ξέρω την αλήθεια
στο βλέμμα των άλλων να δω.
Ώρα μηδέν, δεν υπάρχω
και κανένα δεν νοιάζει
τι ήμουν, τι είμαι
και τι θέλω να πω...

                              Ζέττα Βάκη


Scholeio.com

Εμπειρίκος, Βλέφαρα διάφανες αυλαίες



Ανδρέας Εμπειρίκος

Είναι τα βλέφαρά μου 
διάφανες αυλαίες. 

Όταν τ'ανοίγω 
βλέπω  εμπρός μου ότι τύχει. 

Όταν τα κλείνω 
βλέπω εμπρός μου ότι ποθώ.




          Σκοπός


Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. 
Yπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα 
και απ' αυτήν την αγαλματώδη παρουσία 
του περασμένου έπους. 
Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. 
Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. 
Σκοπός της ζωής μας είναι 
η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας 
και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω 
εις πάσαν στιγμήν 
εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. 
Σκοπός της ζωής μας είναι 
το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας.



          Στιγμή Πορφύρας

Kαμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο
Στα κάγκελα του κήπου ανοίγουν τα φτερά τους τα πουλιά
H γειτνίασις του ποταμού τα προσελκύει
Tο πάθος του γυπαετού για το άσπρο περιστέρι
Eίναι αποκορύφωμα βουνού με χιονισμένη κορυφή
Όταν λυώνουν οι πάγοι τραγουδάμε στις κοιλάδες
Tα νερά μάς μεθούν
Oι κόρες των ματιών μας πλένουν τους θησαυρούς των
Άλλες ξανθές και άλλες μελαχροινές
Έχουν στην όψι τους την ανταύγεια των ελπίδων μας
Έχουν στο στήθος τους το γάλα της ζωής μας
K' εμείς στεκόμαστε τριγύρω τους
Παντοτινά κελεύσματα μας περιβάλλουν
Oι θρόμβοι των βουνών πάλλονται και διαλύονται
Tα χιόνια τους είναι τραγούδια της ελεύσεως των νέων
χρόνων
Tα χρόνια αυτά είναι η ζωή μας
Mέσ' στις κουφάλες τους αναπαύονται το μεσημέρι τα πουλιά
Kαμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο της διευ-
ρύνσεως
Kαμιά φορά γινόμαστε κλεψύδρες
K' οι σπόγγοι σφαδάζουν για την κάθε μας σταγόνα.



          Η ρευστότης των υδάτων


Διασυρόμεθα διαπομπευόμεθα 

και χάνουμε στα ζάρια
Μα τίποτε δεν μας εμποδίζει
Να σηκωθούμε να σαλπάρουμε
Σαν τους καλούς μας στοχασμούς
Και να ξεφύγουμε να ξεχυθούμε
Στα κύματα που μας προσμένουν.

Οι διαστολές έχουν και αυτές κάποιαν ανάγκη

Δεσμεύονται στους πόνους των
Γελούνε νευρικά μέσ' στις πτυχές των γέλιων των
Μαζεύουν δίχτυα και ξυλοκοπούν τα περασμένα
Πάντα σαν κήρυκες που παρακάμπτουν τ' ακρωτήρια
Κάθε αντιξοότητος που συναντούν μπροστά των.

Προσχώσεις δεν υπάρχουν δίχως αίματα

Εκρήξεις δεν υπάρχουν δίχως λάμψεις
Δριμύς ο ρήτωρ της μεταρρυθμίσεως
Των σκηνικών διακόσμων ρασοφόρων
Που κρύβουν βρέφη μέσ' στα ράσα των
Αναφανδόν διοχετεύοντες τον φόβον
Κάθε αλλαγής κάθε συμβιβασμού των άστρων
Με τις γλυκειές γυναίκες των αγάδων.

Η θλίψις των ξεσχίζει τα χαρέμια

Και τρέχουν οι λαλάδες με λουλάδες
Οι καταχνιές των ενδοψυχικών διενέξεων
Οι συγκρούσεις των ενδοκομματικών πολέμων
Αναξέουν τις πληγές και επικαλούνται
Την έλευσιν των ιατρών με τις κραυγές των.

Και ιδού που με βοτάνια φθάνουν οι άνδρες

Της κυκλικής καθοσιώσεως των μαρτύρων
Σε χώρες οιμωγών σε χέρσους τόπους
Και ιδού που επέρχονται άλλες ώρες
Που μοιάζουν με αναστήλωσιν δικαιοσύνης
Μπρος στην γλυκύτητα της καλωσύνης
Των ακραιφνών και των ολβίων.

Και ιδού που αλλάζουν οι καιροί

Τ' αμπάρια των σουλτάνων είναι άδεια
Κι αν τρώνε ακόμη σήμερα κουβικουλάριοι και πασάδες
Βελούδα και πέπλους γηρασμένων παλλακίδων
Και τις μακριές ουρές των ιππουρίδων
Σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχουν ούτε αυτά.

Διότι βέβαιον απολύτως είναι

Ότι θα έλθη γρήγορα μια μέρα
Μια μέρα σαν λευκή γυναίκα
Μια μέρα τελέσεως θριάμβου
Αφού η βούλησις η ελευθέρα
Τα "Ααχ !" και Ωωχ !" του διαπύρου πάθους
Η έξοδος από τα δάση της ανίας
Η θραύσις των δεσμών πάσης δουλείας
Κυοφορούν στη σάρκα μας
Τις πράξεις και την δόξαν της μελλούσης ιστορίας.
Ω πώς λοιπόν να μείνουμε κρυμμένοι
Οι τηλαυγείς διδάχοι της αγάπης
Αφού είναι έτοιμοι προς εξόρμησιν
Αφού είναι έτοιμοι προς συνουσίαν
Με όλα τα κύμβαλά των απαστράπτοντα
Με όλα τα πλήκτρα των σηκωμένα
Με τα όργανα των σφύζοντα σε πλήρη σπάργωσιν
Με τις χορδές των τεντωμένες
Με τις ψυχές των ανοικτές
Παρά τα χάρτινα περιτυλίγματα
Και τις φωνές ή τους ψιθύρους
Διπλωματών ακρότατα υπευθύνων
Για όλα τα ψεύδη της παραποιήσεως
Κειμένων της καθημερινής ζωής
Κειμένων της αλήθειας.



          Ο σωστός δρόμος

Η εσωτερική μας όψι είναι το σύννεφο

Που διαρκώς αλλάζει σχήμα.

Έτσι συμπεραίνω

Πως τα καράβια που παρέκαμψαν τους κάβους
Των μεσημβρινών χωρών δεν είναι γυμνωμένα
Σαν ακρωτήρια στερούμενα χλωρίδος
Μα έχουν στολίδια και πανιά έχουν κατάρτια
Μπαρούμες χονδρές σαν τους κορμούς ρητινοφόρων δένδρων
Δένδρων πανύψηλων που στέκουν σ' ένα πόδι
Με ολολύζοντας πιθήκους στα κλαριά των.

Αίφνης

Μια θύελλα περνά ντυμένη με φουστάνι
Μαινάδος που φορεί στο πρόσωπο της μάσκα
Ω το φιλί που μούδωσε
Θα το θυμάμαι πάντα
Ήταν γλυκύτατο
Μέγα κεράσι ώριμο
Που δύο το πιπιλίζουν χείλη
Πόθων ζεστών που πάλλονται
Όπως τα εν στύσει δένδρα.

Τέλος μια κόκκινη φρεγάδα πλησιάζει

Οργώνοντας τα κύματα σαν ρόδα αυτοκινήτου
που προχωρεί σε λάσπες κοιμισμένης χώρας
Μέσα στο βάθος της νυκτός
Μέσα στο βάθος των ονείρων
Με αναμμένους τους φανούς σαν δόξα.




          Κλωστήριον Νυκτερινής ανάπαυλας

Eίμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας. 
Όταν τραγουδάμε εμπρός 
στους εκφραστικούς πίνακες των ζωγράφων 
όταν σκύβουμε εμπρός στα άχυρα μιας καμμένης πόλεως 
όταν προσεταιριζόμεθα την ψιχάλα του ρίγους 
είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας 
γιατί ό,τι και αν επιδιώξουμε 
δεν είναι δυνατόν να πούμε όχι να πούμε ναι 
χωρίς το μέλλον του προορισμού μας 
όπως μια γυναίκα δεν μπορεί να κάμη τίποτε 
χωρίς την πυρκαγιά που κλείνει μέσα στη στάχτη των ποδιών της. 

Όσοι την είδαν δεν στάθηκαν να ενατενίσουν 
ούτε τα συστρεφόμενα κηπάρια 
ούτε την ευωχία των μαλλιών 
που λατρεύτηκαν ούτε τα σουραύλια 
των εργαστηριακών μεταγγίσεων 
από μια χώρα σε φλέβες κόλπου θερμού 
προστατευομένου από τα εγκόσμια 
και τα μελτέμια της κυανής ανταύγειας λιγυρών παρθένων. 

Eίμεθα όλοι εντός του μέλλοντος 
μιας πολυσύνθετης σημαίας 
που κρατεί τους εχθρικούς στόλους 
εμπρός στα τείχη της καρδιάς μου 
κατοχυρώνοντες ψευδαισθήσεις 
πιστοποιούντες ενδιάμεσες παρακλητικές μεταρρυθμίσεις 
χωρίς να νοηθή το αντικείμενον της πάλης. 

Στιγμιότυπα μας απέδειξαν 
την ορθότητα της πορείας μας 
προς τον προπονητήν του ιδίου φαντάσματος της προελεύσεως των ονείρων 
και του καθενός κατοίκου της καρδιάς μιας παμπαλαίας πόλης. 

Όταν εξαντληθούν τα χρονικά μας 
θα φανούμε γυμνότεροι 
και από την άφιξι της καταδίκης παρομοίων πλοκαμιών 
και παστρικών βαρούλκων 
γιατί όλοι μας είμεθα εντός της σιωπής 
του κρημνιζομένου πόνου 
στα γάργαρα τεχνάσματα του μέλλοντός μας. 
__________________________________
                                                                 
*Ανδρέας Εμπειρίκος (2 Σεπτεμβρίου 1901 - 3 Αυγούστου 1975) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, φωτογράφος και ψυχαναλυτής. Γεννημένος στη Μπράιλα της Ρουμανίας, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1902 και αργότερα παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο King's College του Λονδίνου. Την περίοδο 1926-1931 έζησε στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τον κύκλο των υπερρεαλιστών και ασχολήθηκε ενεργά με την ψυχανάλυση, κοντά στον ιδρυτή της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Παρισιού, Ρενέ Λαφόργκ. Το 1931 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα, πραγματοποιώντας την πρώτη εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα το 1935.

Ως λογοτέχνης ανήκει στη Γενιά του '30 και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού υπερρεαλισμού. Ο Εμπειρίκος υπήρξε εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, καθώς και ο πρώτος που άσκησε την ψυχανάλυση στον ελληνικό χώρο, ασκώντας την ψυχαναλυτική πρακτική κατά την περίοδο 1935-1951. 

Χαρακτηρίζεται ως ένας από τους κατεξοχήν «οραματιστές ποιητές», κατέχοντας περίοπτη θέση στον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα, παρά τη δυσπιστία με την οποία αντιμετωπίστηκε αρχικά το έργο του. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζει η πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο Υψικάμινος, ως το πρώτο αμιγώς υπερρεαλιστικό κείμενο στην Ελλάδα, ενώ ανάμεσα στα πεζά έργα του διακρίνεται το τολμηρό ερωτογράφημα Ο Μέγας Ανατολικός,
 που προκάλεσε αντιδράσεις για την ελευθεροστομία και το ερωτικό περιεχόμενό του. Σημαντικό τμήμα του έργου του εκδόθηκε μετά τον θάνατό του.


Scholeio.com

Μ. Αναγνωστοπούλου, Χωρίς εξηγήσεις





Μυρτώ Αναγνωστοπούλου


Εκτός σχεδίου

Δεν είμαστε από κείνους που φυλακίζουν τα πουλιά
για να τα μελετήσουν
ούτε από κείνους που ζωγραφίζουνε παράθυρα
στους τοίχους
για να κοιτάζουν ουρανό
δεν μοιάζουμε με κείνους που με πλεγμένα χέρια
ονειρεύονται χώρια
ούτε με κείνους που τα κλειστά τους βλέφαρα
είναι αυλαίες της θλιβερής τους γύμνιας
σε μας τα χελιδόνια είναι ελεύθερα ν' αναγγέλλουν
την άνοιξη κάθε εποχή
πάνω στο κλειστά μας μάτια στάζει την προστασία του
το φεγγάρι
καθώς μ' ακατάβλητα χέρια ξετυλίγουμε ο ένας τον άλλο
ως τον απύθμενο εσωτερικό ουρανό.


Από τη συλλογή Κυκλικά



Ήρθε η ώρα

Ήρθε η ώρα να τολμήσω
όσα δεν πρόφτασα με την αιδώ
όσα δεν άντεχε
το ερωτευμένο σώμα
που αδηφάγα έπαιρνε
και απαγόρευε
ήρθε η ώρα να γίνω πλήθος
και λήθη
και λυγμός
χωρίς την πολυτέλεια
του λάθους.


από την αδημοσίευτη συλλογή Τόσα χρόνια στη θάλασσα



Μνήμη ζώου


Είχα στα χέρια μου φρούτα. 

τα έστιψα μέσα στο
στόμα μου και είπα:  φως. 
και είπα: ζω. 
κι έγινα το ζώο που είμαι. 
από τότε πεινώ. 
δεν μου φτάνουν τα μικρά τρυφερά απογεύματα. 
μουγκρίζω. κυλιέμαι
πάνω στους στίχους μου. 
ψάχνω για την τροφή μου.
κι έρχεται από μακριά. 
από την εποχή των σπηλαίων.
ροκ ερπετά και τρίτωνες με καλούν με το όνομά μου.
πέφτω μέσα στον κρατήρα σου. 
ανοίγω το στόμα και πίνω. 
κλείνω τα μάτια. 
χλιμιντρίζω. 
λόγχες κι ακόντια με τρυπούν μα δεν πονώ. 
με σπέρνει ηφαιστείου γέννα. 
χίλια αυγά για χίλια χρόνια
σε μία μέρα σε μία ώρα. 
δροσίζει. 
βαθιά μέσα στη  μνήμη η λάβα κινείται προς τον ουρανό.

από τη συλλογή Το ζώο που κρύβω και άλλα πλάσματα



Παιχνίδι

Αν έχω αγοράσει αυτόν τον τενεκέ και επιμένω
πως είναι καράβι και θα ταξιδέψω, είναι γιατί
να παίξω θέλω μαζί σου. 

Έχω κι ένα κατάρτι
σφηνωμένο στην πλάτη, 
που μου επιτρέπει 
να βλέπω καθαρά το βυθό 
και είναι αυτό που βλέπω
τρομερά ενδιαφέρον γιατί ακόμα δε μου ανήκει
και αν κρατάς μυστικά 
σου λέω πως ούτε τενεκέ
ούτε κατάρτι ποτέ μου είχα 
μα είμαι πάντα εγώ
η ίδια μια σχεδία κι έτσι μ' αρέσει να ζω 
χωρίς εξηγήσεις.

από τη συλλογή Πειρατικός σταθμός

Μυρτώ Αναγνωστοπούλου


Scholeio.com

Ο. Αλεξάκης, Των άστρων ταπεινός κανδηλανάφτης





Ορέστης Αλεξάκης

Μ’ αυτές τις λίγες λέξεις που απομένουν
             μ’ αυτές τις λίγες φλόγες που επιμένουν
             χτίζω το ταπεινό μου εντάφιο σπίτι


*Του ανέλπιστου τυφλός κιθαρωδός
          Του ανύπαρκτου πλανόδιος τροβαδούρος


*Ένας απλός διαβάτης των ωρών
      Ένας τυφλός και μάταιος ιχνηλάτης
      Των υπόγειων βλαστήσεων κηπουρός
      Των άστρων ταπεινός
      κανδηλανάφτης



*Ζω τη μαγεία των υπόγειων χώρων
      Αντλώ σοφία στη μήτρα των πηγών
      Ιερουργός του μυστηρίου των λουλουδιών
      Και της εκπυρσοκρότησης των σπόρων …



Η Τρίτη φάση


Στην πρώτη φάση ανύποπτοι προσέρχονται
Απολαμβάνουν τη ζωή
τη μουσική τον έρωτα τη φύση
Αυτή την άπεφθη ηδονή του υπάρχειν

Στη δεύτερη όμως φάση κάτι αλλάζει
Θαμπώνουν κάπως γύρω τους οι εικόνες
Γεύση φθοράς στα χείλη τους πικρίζει
Ένα περίεργο ρίγος τους διατρέχει
σαν κάτι να τους απειλεί
Νιώθουν λιγότερο οικείο τον κόσμο

Τέλος στην τρίτη φάση επισυμβαίνει
το μαγικό αναπότρεπτο. Αναβλύζει
μια μουσική απ’ τα βάθη της ψυχής τους
Νιώθουν να χάνουν το υλικό τους βάρος
Η σκέψη τους αδειάζει η βούλησή τους
ακινητεί σαν παγωμένη λίμνη
Τους έλκει το απροσδιόριστο
Τους προσκαλεί το «πέραν πάσης μνήμης»
Ακολουθούν μια μυστική βοή
Και κατεβαίνουν σιωπηλοί
τη σκάλα



Εμφάνεια

Εσύ
πάντοτε ανέγγιχτη απ’ το χρόνο
να με κοιτάς με το βαθύ σου βλέμμα
πίσω από ανταύγειες και κατοπτρισμούς
και ομίχλες βυθισμένων παρελθόντων

Και να –
προβάλλεις άξαφνα καθώς
πρώιμος ανθός σε παγωμένο κήπο

Φωτίζονται οι στιγμές
λαμπρές νησίδες
στον ωκεανό της απεραντοσύνης
λίγο προτού χαθούν
ξανά
στο μαύρο

Όνειρο τάχα; Ελπίδα; Ή μόνο μια
παροδική παραίσθηση
μια λάμψη
μια ταπεινή μεταγραφή σε οικείες εικόνες
του σκοτεινού μυστήριου που μας κλώθει;



Ο μεταμφιεσμένος χρόνος
μνήμη ποιητή Διομήδη Βλάχου

Τι περιμένεις όταν περιμένεις
το Τίποτα;
Το Τίποτα δε θα ‘ρθει
Το Τίποτα είναι εδώ σε περιβάλλει
φοράει λαμπρή στολή κι ωραία πλουμίδια
και τον θαυμάσιο κόσμο προσποιείται
Το Τίποτα είναι χρώματα και λάμψεις
σχήματα και μορφές
κενά και όγκοι
Μάτια που φέγγουν στοχασμό και ρέμβη
Χείλη που στάζουν ηδονή και λήθη
Σώματα που θροούν φωνές που ανθίζουν

Το τίποτα είναι το χαμόγελό σου
Το βλέμμα σου το σιωπηλό σου δάκρυ
Η δίψα της ψυχής σου που δεν σβήνει
Το άλλο σου πρόσωπο το βυθισμένο
που σε κοιτάζει από την καταχνιά του

Το Τίποτα είσαι Εσύ Το μαύρο σου αίμα
Της ύπαρξής σου το βαθύ πηγάδι



Η μόλις μουσική

Μην απορείς που δυσανασχετώ
ν’ ακολουθώ τα βήματά σου Μνήμη
Γνωρίζω την αλήθεια τι ωφελεί
αδιάκοπα σ’ αυτήν να μ’ επιστρέφεις;
Για ποιο σκοπό ο χορός των ερειπίων;
Η επαναβίωση τόσων χωρισμών;
Η εκταφή του ενταφιασμένου χρόνου;

Σώπασε … σώπασε .. η ψυχή κοιμάται
Μην την ξυπνάς … κουράστηκε να ελπίζει
Κουλουριασμένη μέσα στον εαυτό της
έχει αφεθεί στη μόλις μουσική

που η αίσθηση του μάταιου αναδίδει



Ο αχινός

Την ποίηση αν δεν υποχωρεί
μπορείς να τη βιάσεις
δεν είναι δα πρωτόβγαλτη παρθένα
έχει ασκηθεί στην πονηριά και την υποκρισία.
Χρόνια και χρόνια σου ορκιζόταν
αιώνια πίστη κι αφοσίωση
καταβροχθίζοντας κομμάτια απ’ τη ζωή σου
για μια παραίσθηση για μια παραφορά
που τελικά κατέληγε σε κλάμα.
Και τώρα
τάχα δε σ’ αναγνωρίζει
Σε προσπερνά γυρνώντας το κεφάλι
με αμούστακα αγοράκια χαριεντίζεται
ανύποπτες παιδούλες ξεμυαλίζει
Ου να χαθεί … δε θα της κάνω το χατήρι
δε θα την πιάσω απ’ τα μαλλιά
το αραχνοϋφαντό της δε θα σκίσω
Ξέρω τι ψέμα κρύβεται από κάτω
Τι ματαιότης εγκοσμίων σαρκάζει
ποια τρύπα καιροφυλακτεί
- ένδοξους κι άδοξους μεγάλους και μικρούς –
σαν μαύρος αχινός
να μας ρουφήξει
από τη συλλογή Το άλμπουμ των αποκομμάτων, 




Ο υπηρέτης

Όχι, δεν είμαι εγώ καθώς νομίζεις
αυτός που κυβερνάει από τα βάθη
προκαθορίζοντας πορεία και στόχους

Ο άλλος είναι – ο αποκεκρυμένος

Εγώ – μα ποιος εγώ;- παγιδευμένος
«αιχμάλωτος μιας αποτρόπαιης μοίρας»
ο ποιητής Πι Δέλτα ή Γάμα Βήτα
ή Ορέστης Αλεξάκης τέλος πάντων
δεν είμαι παρά μόνον υπηρέτης
αγνώστου Αυθέντη που ποτέ δεν είδα
και που δεν έχω ακούσει τη φωνή του
γιατί τα μάτια μου είναι σφραγισμένα
τ’ αυτιά μου βουλωμένα και τα χέρια
δέσμια για να μπορούν να κάνουν μόνο
τις απολύτως αναγκαίες κινήσεις.

Μοίρα σκληρή – μα δεν παραπονιέμαι
Γιατί οι ενδείξεις συνεχώς πληθαίνουν
πως είναι κι ο Αυθέντης μου τυφλός
κωφός
βωβός

και με το στήθος άδειο …
δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πόρφυρας,
τεύχος 132, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 





Εν αναμονή

Ξέρω πως είσαι μέσα μου
κι ωστόσο
θαρρώ πως απ' τον έξω κόσμο θα 'ρθεις
Ακούω τα βήματά σου να πλησιάζουν
από τα βάθη μακρυνού διαδρόμου
Άλλοτε λυπημένα με κοιτάς
μέσ' απ' το φως φανταστικής οθόνης
μου δείχνεις ένα πέτρινο πηγάδι
κι ένα παιδί στο φιλιατρό
να κλαίει
Κάποτε σκοτεινιάζεις και γεμίζεις
τον ύπνο μου κεριά και μαύρα ρούχα
και σε φοβάμαι μέσα στην αγάπη
και σε φοβάμαι
μέσα στην ελπίδα
Όμως
καμιά φορά
χαμογελάς
με τόση τρυφερότητα με τόση
παιδική μνήμη
που άξαφνα
διακρίνω - κάπου στα βάθη των
διαλογισμών
κάπου στα μάκρη ενός
χαμένου κόσμου -
πρόσωπα που εξαγνίζονται στο φως
πράγματα που εξαχνίζονται
στη δόξα

Σαν να 'χει κάπου ο χρόνος σταθεί
Σαν να 'χει κάπου κι ο Θεός
πατρίδα
συλλογή Ο απόπλους




Ο Ληξίαρχος

Ίσως λοιπόν
πίσω από τόσους χωρισμούς
να βρεις κι εσύ το νόημα της ζωής σου
καρφώνοντας στην όχθη του αχανούς
βίγλα του ακατανόητου
τη σιωπή σου

Γιατί κι ο χρόνος γέρων είναι
και κυφός
κι όση σοφία θησαύρισες καπνός και σκόνη
Δε μένει παρά λίγο γκρίζο φως
Κι ο σκοτεινός Ληξίαρχος που ζυγώνει



Λεπτομέρειες για σπίτια που παλιώνουν

Κανείς δεν ξέρει πού
κοιτούν
τα σπίτια

μέσ' από τ' ανοιχτά παράθυρά τους
σαν προβολέα το βλέμμα περιφέρουν
φωτίζοντας ένα δικό τους κόσμο

Τα βράδια
κλείνουν πια τα βλέφαρά τους
βυθίζονται βαθιά στην ύπαρξή τους
νιώθουν κι αυτά το σώμα τους
ακούνε
τις πέτρινες τους φλέβες να φουσκώνουν

μέσα στα κύτταρά τους ξαναζούν
ψίθυροι των νερών
φωνές του ανέμου

Τα σπίτια μοιάζουν κάπως με τους τάφους
όπου νεκροί και ζώντες συνυπάρχουν
ο χρόνος τους ακινητεί
το παρελθόν τους και το μέλλον τους
χωρούν
μες στο πλατύ κι ασάλευτο παρόν τους

Όμως
πεθαίνουν κάποτε κι εκείνα
σωρεύεται στα στήθη τους σκοτάδι
σπάζουν τα κόκκαλά τους απ' το βάρος
και ξαφνικά
μια νύχτα
καταρρέουν
μ' ένα βαθύ λυγμό που συγκλονίζει



Μαρία ή το θαύμα της βροχής

Καθώς
εγώ
τη μυγδαλιά τινάζω

πέφτουν τ' αμύγδαλα βροχή
κι εσύ
πώς λάμπεις

μα δεν θυμώνεις
μόνο
με κοιτάζεις
και μου χαμογελάς
φεγγοβολώντας

Κι εγώ
τινάζω με
μανία το δέντρο
και Θε μου σε
φοβάμαι και
μ' αρέσεις

κι όλο βυθίζεσαι στο φως
και μέσα
στην εκτυφλωτική σου λάμψη
σβήνεις

Κι εγώ
τινάζω κλαίγοντας
- γελώντας
και κλαίγοντας -
το δέντρο
και
ξυπνώ

και πια
δεν είναι φως
δεν είναι δέντρο

μόνο δωμάτιο γκρίζο
βουρκωμένο
και τρέχει
βρέχει
και
δεν είσαι

κανείς δεν είναι πια
και με σκεπάζουν
άγρια θολά νερά

νερά
και χρόνια



Άγριο χιόνι

Κάποτε μες στο σπίτι μου

χιονίζει
γίνεται τότε η κάμαρα
λευκό τοπίο
σηκώνονται απ' το χώμα παγωμένοι
και με πλησιάζουν
οι νεκροί μου φίλοι

Τα ραγισμένα χέρια τους απλώνουν
ζητούν
τη θαλπωρή του σώματός μου

Δεν έχω σώμα πια δεν έχω
φλόγα
τίποτα δεν μπορώ να σας προσφέρω
μόνο να μοιραστώ την παγωνιά σας
στερνός κι εγώ στην αλυσίδα κρίκος

διασχίζοντας αυτή την άγρια στέππα

προς το βαθύ κι ανεξιχνίαστο μέλλον

από τη συλλογή Ο ληξίαρχος, 



Η απρόσμενη

Όμως
ποια να 'σαι Εσύ που αιφνιδιάζεις
- με τόση λάμψη τόση μουσική -
το σκυθρωπό βασίλειο της σιωπής μου;
Που χείμαρρος φωτός εισβάλλεις ξάφνου
σ' αυτά τα ειρηνικά σκιόφωτα όπου
χρόνια και χρόνια τώρα συντηρώ
τις λιγοστές αναιμικές μου μνήμες;
Μ' αυτή την εκτυφλωτική ομορφιά; Μ' αυτή
την εκκωφαντική σου παρουσία;
Τι ανακαλεί το βλέμμα σου στη μνήμη;
Κι αυτό το αστραφτερό χαμόγελό σου
-σαν άξαφνη αστραπή σε μαύρο φόντο-
ποιο ανέφικτο υπαινίσσεται και ποιες
ακτές πέραν του χρόνου προφητεύει;

Στο φρύδι του γκρεμού με καρτερείς
και με χαμόγελο ήρεμο μου γνέφεις
ανύπαρκτα φτερά να εμπιστευθώ
παγιδευμένες πτήσεις να τολμήσω

δημοσιευμένο στο περιοδικό Εντευκτήριο,
τεύχος 66, Σεπτέμβριος 



Δουλτσινέα

Έρχομαι από τα βάθη των καιρών

απ' τους βυθούς ενός χαμένου κόσμου
ματαιωμένος εξερευνητής
ιππότης νικητής
ανεμομύλων

'Έρχομαι
σέρνοντας τα πολύχρωμα κουρέλια μου
φορώντας
τα επινικελωμένα μου παράσημα
και πάνω στο κεφάλι μου
- κορώνα
και δόξα των ονείρων της ζωής μου -
την άχρηστη λεκάνη του μπαρμπέρη

Έρχομαι τσακισμένος οδοιπόρος
γονυπετής μπροστά στο θαύμα της αγάπης σου
φώτισε με το βλέμμα σου τα σκοτεινά τοπία μου
ρίξε τα χέρια σου γεφύρια στο αχανές μου
βοήθησέ με πάλι να υψωθώ
μέσ' απ' τη δίψα των ψυχών
και το πανάρχαιο ρίγος των σωμάτων

δημοσιευμένο στο περιοδικό Εντευκτήριο,
τεύχος 66, Σεπτέμβριος 



Κι όπως θρηνούσα

Κι όπως θρηνούσα
σιωπηλά
στο μνήμα

μια ξαφνική
χαρά
με συνεπήρε

σα να 'χε κάπου
μόλις
ξημερώσει

από τη συλλογή Βυθός, 



Ο πίδακας

Και πια
δεν έχω τίποτα να πω
- γι' αυτό
θυμάμαι -
κλείνω το πρόσωπό μου στη σιωπή
και λέω πώς πάλι
λυπημένος θάμαι
Κυλάει ο χρόνος ήρεμος κι αργός
σέρνοντας στο βυθό
τα θύματά του
- σπάσαν οι σωληνώσεις και το φως
πλημμύρισε τα υπόγεια του θανάτου -
Στάζουν τα χρώματα όνειρο
κανείς
το μυστικό δεν έχει φανερώσει
- σε σκοτεινό προθάλαμο οι πραείς
έχουν ενδώσει -
Μονολογώ και ξέρω πως ο αμνός
είναι το σκότος και το φως
του κόσμου
- προς της αιχμής την έκπληξη γυμνός
σαν πίδακας υψώνεται ο λαιμός μου

από τη συλλογή Αγαθά παιχνίδια, 



Αντώνιος

Απολείπειν Κύριος …
Ωραία λοιπόν μας τα ‘πες Κωνσταντίνε …
Μες στο βαθύ μας πόνο να σταθούμε
περήφανοι καθώς ταιριάζει σ’ άνδρες
που η Μοίρα δεν μπόρεσε να καταβάλει.
Κι όπως θα ηχούν ψηλά οι αθέατες άρπες
«τα εξαίσια όργανα του μουσικού θιάσου»
δίχως κλαυθμούς και μάταιες ικεσίες
την πόλη αυτή που τόσον αγαπήσαμε
την πόλη αυτή που όλη η ζωή μας ήταν
όχι ασυγκίνητοι μα πάντως «ευπρεπείς»
για πάντα ν’ αποχωριστούμε.
Σάμπως ποτέ για μας να μην υπήρξε.

Όμως υπήρξε Κωνσταντίνε Υπήρξε
Με τα βαθιά της πάρκα τις μεγάλες
λαμπρές λεωφόρους με τα ωραία λουτρά της
τους αρωματισμένους της κοιτώνες
τα μαλακά σα χάδι ανάκλιντρά της
- μάρτυρες τόσων στεναγμών αγάπης …
Κι εξ άλλου δεν γεννιόμαστε ήρωες όλοι
Λίγοι έχουν σφραγισθεί μ’ αυτή τη βούλα
Οι άλλοι εμείς οι απείρως περισσότεροι
άνθρωποι απλοί του καθ’ ημέραν βίου
μεγαλωμένοι με το φόβο και τη στέρηση
και την ανίατη νοσταλγία για κάτι
που ωστόσο δεν γνωρίσαμε ποτέ
πώς να σταθούμε αράγιστοι μπροστά
στο φοβερό ναυάγιο των ονείρων;
Πώς να μη μας προδώσουν οι οφθαλμοί;
Να μη σαλέψει μέσα μας ο κόσμος;

δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πόρφυρας,
τεύχος 132, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 




Χαιρετισμός στην Κέρκυρα

Πώς να ξοφλήσω την οφειλή;  Τι ν' αντιπροσφέρω;
Δεν έχω τίποτα δικό σου Χτυπώ την πόρτα σου
Σαν τον τυφλό οδοιπόρο που έχασε το σπίτι του
Σαν το ξυπόλητο παιδί που ψάχνει για τ' αστέρι του

Με δίδαξες την αλφαβήτα τής ομορφιάς
Το συναξάρι τής αγάπης
Τη μελωδία των ουρανών, την πέρα βοή των άστρων
Το μέσα φως των λουλουδιών
Τα έγχρωμα βάθη τού όνειρου

Με δίδαξες να περπατώ με δυο κλωνιά παρηγοριά
Να σκύβω ν' αφουγκράζομαι στα σφραγισμένα σπίτια
Ν' αποστηθίζω των μανάδων τη σιωπή
Ν' αναζητώ τ' αχνάρια των απόντων
Να μελετώ περικοπές λησμονημένων προφητών

Με δίδαξες να συντηρώ το ανθρώπινο ζυμάρι μου
Να φέγγω πάντα μέσα μου με το αρχικό λυχνάρι
Να μην αφήνω τα κλαδιά να μου σκεπάζουν το άστρο
Ν' αποκρυπτογραφώ σωστά τις δειλινές καμπάνες
Ν' ακούω το βήμα τού Χριστού στον έρημο ελαιώνα

Με δίδαξες ν' αναζητώ τον σπόρο και τη ρίζα
Ν' ακούω το ρήμα των καιρών και ν' αποκρίνομαι
Να βάζω επιστροφής σημάδια μολονότι ξέρω
Πως χάνομαι σε μια φυγή χωρίς ελπίδα νόστου

Μα πιο πολύ με δίδαξες να 'μαι έτοιμος
Δίχως κηλίδα ή ρίγος - σαν τα βράδια σου
Όλος μι' ανάερη μουσική, όλος σα φεγγαρόφωτο
Όλος αηδονολάλημα στα μαύρα κυπαρίσσια

Ήρθα λοιπόν Σαν άσωτος υιός Χτυπώ την πόρτα σου
Άφησε να περάσω το κατώφλι σου
Εκεί που δωδεκαετής είδα τα μάτια τού Θεού
Άσε να μπω στον κήπο των θαυμάτων σου
Να κατοικήσω μια στιγμή την πρώτη νιότη μου
Θέλω να πω
να θάψω εδώ
τα παιδικά μου σύνεργα

Θέλω να δω το πρόσωπό σου πριν θαμπώσει ο δρόμος
Θέλω ν' ακούσω τη φωνή σου πριν πετρώσει ο χρόνος
Θέλω να πιω από το νερό σου πριν το πάρει η στέρνα

Είμαι για πάντα το παιδί σου∙ ψάξε με
Κοίταξε μέσα στο αίμα μου∙ θα δεις το φως σου
Σκύψε βαθιά στο στήθος μου∙ θ' ακούσεις την ανάσα σου
Δώσ' μου ξανά τη ρίζα μου∙ διψώ Μητέρα

Είμ' έτοιμος Είμ' έτοιμος
Θα μείνω πάντα χώμα σου


Από τη συλλογή Η Περσεφόνη των γυρισμών


                                 Ορέστης Αλεξάκης


Scholeio.com