Βρεττάκος: η ψυχή του ένα περίεργο σταυροδρόμι....







Νικηφόρος Βρεττάκος


          Η Περίληψη

   Κάθε πρόσωπο είναι μία σύνθεση
   Είμαι κ' εγώ, όπως κ' εσύ,
   μιά περίληψη του
   Θεού και του σύμπαντος.




       Τα δύο διαστήματα

Ένας κόσμος αδιάπλευστος ο σπόρος

του σιναπιού, λειτουργός του υψίστου
ο εγκέφαλος του μικρού μυρμηγκιού,
περιέχουνε λόγους, έχουν
να ειπούν περισσότερα απ' όσα
το φεγγάρι στους αστροναύτες.

Το ανυπολόγιστο διάστημα
της δική τους πληρότητας
αναμένει: ν' ανοιγούν οι αμέτρητες
μέσα τους πόρτες και ν' αρχίσει
ο μεγάλος διάπλους του πνεύματος.




       Τα εφτά ελεγεία I

Κάποτε αφελής, κάποτε ανόητος, κάποτε κ' ευφής,
πότε σε λόγια στηριγμένος πότε σε όνειρα,
προσόρμισε σε όλες σχεδόν τις φάσεις του χρόνου του:

Ένα γέρικο δέντρο. Ώστόσο, πολλά, συλλογίζονταν,
θα κριθούν από τον καιρό. Άν οι επρχόμενες
βροχές είναι ήρεμες, έλεγε, κι ο ίδιος δεν ήξερε
ποιοί νέοι κλώνοι μπορεί να ετοίμαζαν μέσα του
άνθη και φύλλα. Κι αυτό που ποτέ
δεν κατάλαβε, ήταν πως είχε
σχηματιστεί κ' ένα δεύτερο στρώμα ζωής
λίγο-λίγο στα βάθη του. Ένα στρώμα σκληρό
από πόνους, που έπεφταν ο ένας τους πάνω
στον άλλο, διαρκώς.
                             Κάτι ανάλογο
με ορυχείο λιγνίτη, που κάποτε θάλιωνε
όπως ο πάγος και τότε θα φύτρωναν σε όλη
την έκταση μέσα του, μαύρα λουλούδια.


                                    II

Πολλές φορές του πέρασε απ' το νου: να σηκωθεί
άξαφνα απ' την καρέκλα και χτυπώντας
με όλη του, δύναμη του στο τραπέζι
το χέρι του, να το κομμάτιαζε. Αλλά σκέφτονταν: Γιατί
να το χαλάσει το μικρό αριστούργημα; Τι τούφταιξε;
Αν δεν δυνήθηκε πολλά να κάνει, αν λόγου χάρη
δεν ετεχνούργησε αρκετά ή δεν έφτιαξε ένα φράγμα
σ' ένα σημείο των εγκρεμών του αιώνα του, δεν έπαψε
νάναι το ίδιο, το μικρό αυτό έργο του Θεού,
ένα αριστούργημα. Και σέβονταν,
τότε το ξένο ποίημα.

                                     III

Έλεγε πως θα τόχνιαχνε το περιβόλι,
Τι μάταια λόγια που έλεγε ! Τα χέρια του
ήταν δυό αξίνες: έπεφταν με πείσμα στα χαρτιά
που έμοιζαν με πλαγιές γρανίτη. Να φυτέψει
δέντρα για τα πουλιά κι ανθάκια για τις μέλισσες.
'Ηξερε: στα παιδιά άρεσαν τα δαμάσκηνα,
τα πορτοκάλια στους περαστικούς αγγέλους το πρωί.
'Ηξερε, μα με τι νερό, τι ήλιο και τι φράχτες;
Περνούσαν οι δεινόσαυροι κ' έφευγαν με τα δέντρα
στα δόντια τους, κατασκηνώναν οι πολεμιστές.
'Ολα περνούσαν πάνω του. Το ανάσκαφταν
τα κάρα που κουβάλαγαν τους πεθαμένους.
Κι αυτός έλεγε: "ήλιε μου !" κ' έσκαβε. Όσο που τέλος
εχτύπησεν η αξίνα του πάνω στο παραπέτασμα
της νύχτας που είχε κατεβεί. Καρφώθη και έμεινε.

                                          IV

Θέλει να φανταστεί τον κόσμο, όπως ήτανε
τότε: όταν έτρεχε στα ευρύχωρα δωμάτια,
με τα παράθυρα που νόμιζες πως ήτανε του ορίζοντα,
ακολουθώντας μια λεπτή έγχρωμη πεταλούδα,
που είχε κι αυτή την αίσθηση τ' ουρανού μες στο σπίτι
ή και κανά πουλί που τον επισκεπτόταν
- όχι ορισμένη ώρα, όποτε ήθελε -
φέρνοντας γύρους σαν μικρός άγγελος στα δωμάτια.

(Βουνά ψηλά κι αρμονικά στο βάθος, λόγγοι πράσινοι,
καθόλου σπίτια γύρω, μοναχά περαστικά γεράκια
ή συννεφάκια
και μονάχα κουδούνια εδώ κι εκεί από γιδοπρόβατα).

Τον κόσμο αυτό όπως ακριβώς ήτανε τότε θέλει
να φανταστεί, κρατώντας το κεφάλι του
γιομάτο μνήμες, μουσική, ήλιο, σκυμμένο κάτω
που φουσκωμένη, σκοτεινή, πηγαινοέρχεται η άβυσσο.

                                           V

Πολύ μετά κατάλαβε πως ήταν η ψυχή του
ένα περιέργο σταυροδρόμι, χιλιοπατημένο,
σημαδεμένο από τακούνια, πρόκες από αρβύλες,
αυλακωμένο από βαριές ρόδες κάθε λογής
αρμάτων.
              Ένα σταυροδρόμι
γιομάτο απαίσια λάσπη, ζυμωμένη
από φτυσίματα ρητόρων, απορρίματα
περαστικών προσφύγων, δάκρυα ζητιάνων
που ακίνητοι στην ίδια στάση ολημερίς, τυφλοί,
απλώνανε τα σκουριαμένα τους τενεκεδάκια
για έλεος, κι ο ουρανός έβρεχε και τους έλιωνε.

Πολύ μετά κατάλαβε πως του χρειαζόταν
η λάσπη αυτή, ότι καλά έγιναν τα ίσα έγιναν
και ότι - δόξα σοι ο Θεός - έζησε εξήντα χρόνια
κι έκαμε το καλύτερο: αγάπησε με πάθος
τον κόσμο κι ας απότυχε από τη λάσπη αυτή,
τη λάσπη που χαριστικά του δόθηκε, να φτιάξει
ζυμώνοντας τη με τον ήλιο του ένα είδος
καινούριου ανθρώπου στην κορφή
του όρους θλίψη, ή Ταύγετος.

                                            VI

Έγραψε τη ζωή του στο χαρτί και την παράδωσε στο
    δικαστήριο.
Ο χρόνος δεν αρνιέται βλέπετε να παραλάβει τίποτα.
Τα πιο πολλά τα εξαφανίζει, μερικά κρατά,
τα μελετάει με προσοχή, τα κοσκινίζει.
Κατόπιν αποφαίνεται. Δεν ξέρει από τα πριν
κανένας πως θα τον δεχτεί - αν τον δχτεί - κατήγορο,
μάρτυρα ή κατηγορούμενο. Πάντως, αυτός, τελείωσε.
Έγραψε τη ζωή του στο χαρτί και υπόγραψε. Μετά
κοίταξε μιά τη θάλασσα μιά τα βουνά του κ' έφυγε
να πάει να βρει ένα ήσυχο μέρος να κοιμηθεί.

                                          VII

Σαν ένα κύμα ξεσκισμένο σε υψηλά
βράχια η ψυχή του, έλαμψε
για μια στιγμή. Μετά,
στη θέση της έγινε νύχτα.


                         Νικηφόρος Βρεττάκος
_________________________________________


[...]

Ἀλλὰ τὰ παιδιὰ
τὸ ξέρω πὼς μέσ᾿ ἀπὸ τὰ
βιβλία μου αὔριο θὰ μαζεύουν
λουλούδια καὶ πὼς θὰ μιλοῦν
γιὰ τὸ θαῦμα - ζωή, κοιτώντας
τὸν κόσμο μέσ᾿ ἀπ᾿ τοὺς στίχους μου. 


 από το ''Ποιήματα από το ίδιο βουνό''     η συνέχεια εδώ 


Scholeio.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: