Τώρα λοιπόν, φιλόδοξος διακινητής της προσδοκίας,
από μνήμης πλαστουργώ μιαν οικουμένη ∙
η πρώτη ύλη απ’ τα δικά σου μεταλλεία,
από υπερπόντιες κτήσεις και υπερώα τ’ ουρανού.
Στην αίρεσή μου ακροβατώ
κι ένας αλέκτορας πριν το λάλημα με συντροφεύει•
θύω στα θέμελα με τσίκνισμα αρνιού
κάποια κραυγή στοργής κι αλληλεγγύης,
γονυπετής εισέρχομαι στα άδυτα των αδύτων,
στους κήπους της Εδέμ.
Πολέμαρχος κι επικατάρατος για ένα μυστικό
‒ μια μόνιμη απορία,
στις μύτες των ποδιών ακροπατώ•
την ξεχασμένη ευχή για την επίνοια ψηλαφίζω,
θωπεύω κλίνες των νυμφών του Έρωτα την παστάδα
τη θέση σου ορίζω στην τράπεζα του δείπνου.
Στο βάθος το πέλαγος νωθρό,
η βουνοκορφή ακόμη στην χειμέρια νάρκη.
Απρίλης !
κι αντιγράφω κανόνες του δημιουργού,
να βρει οχυρό ν’ αντισταθεί η προσμονή
στην άδικη επιβουλή του χρόνου.
Στο άβατο της αμφιβολίας
Στους ώμους μου βάσταξα τη σιωπή μισού αιώνα,
στρίμωξα τόσα ηλιοβασιλέματα στην ψυχή μου
- όλα κουβαλούσαν μέσα τους ένα φορτίο λησμονιάς.
Έτσι έμαθα πώς περνούν τις ώρες τους
οι κατάδικοι στην απομόνωση της φυλακής,
πώς συντηρείς την κάθε μέρα
με διαγνώσεις χαράς εξ αποστάσεως.
Κι εσύ που τώρα διεκδικείς την αμνηστία,
με την αμφιβολία με κυκλώνεις.
Όμως εγώ για σένα, αγάπη μόνον έχω.
Στο παρελθόν μου επισκέπτης τη μήτρα ψάχνω της ζωής,
δρομολόγια παιδιών που κοίταξαν
με βλέμμα ευθύ το μέλλον
και στάθηκαν στο μέτρημα πάνω απ' τον μέσο όρο.
Οι λέξεις μου πίδακες ξεπηδούν από τη σιωπή
βουτηγμένες σε μιαν απόχρωση του γαλάζιου,
γίνονται κλίμακες ν' αυτομολήσεις στον ουρανό,
γίνονται ασπίδες και φρουροί
φωτοβολίδες στο άβατο της αμφιβολίας.
Σε άλλη ζωή σε άκουσα να λες:
cogito ergo sum*.
Ξύλα στο τζάκι
Γράψαμε κι εμείς κάποτε
τα ονόματά μας στους κορμούς των δέντρων,
υπογραφές ενός καιρού υπερόπτη
που δεν λογάριασε την μελαγχολία του μέλλοντος
και δεν συμφώνησε τους όρους της παράδοσής μας.
Χρόνων αντοχές - η έλευση τoυ θάμπους γέννημά τους.
Κι ως ήταν άδηλη η μετοχή στην ουτοπία
μνημόνευσα κατά την προσταγή, ολονυχτίς
τον Σολωμό, τον Κόντογλου και τον Παπαδιαμάντη,
να ' χω στο στέρνο απόψε μια χαραγμή χαράς
κάτι περίπου σαν ευτυχία.
Και βρήκε στο τζάκι θαλπωρή η αίγλη του εορτολογίου
και είχαν οι λέξεις της φωτιάς κρυφά νοήματα για σένα.
Καινούριες συμφωνίες κάνω τώρα με τα μέρη μου
μνήμες από τον ρόγχο του θανάτου να γλυτώσω,
- ένα νεκρό σπουργίτι μπρος στην επιτύμβια στήλη
του αυτοκτόνου γείτονα και καθοδηγητή μου,
τα δελφίνια του Αμβρακικού που έχασαν τον δρόμο τους
και φοβισμένα κοιτάζουν την ακτή,
το μήνυμα στη δύση της ημέρας,
από τη στάχτη τα ονόματα που κάηκαν
με τους κορμούς να αναστήσω.
Το κέρασμα του καφέ
πάνω απ' το τραπέζι του υπαίθριου καφενείου,
τα κέρματα να μετράει αν φτάνουν
για ένα καφέ ελληνικό,
θυμήθηκα τον πατέρα.
Ψηλόν, γεροδεμένο και στα γεράματα ακόμη,
με τα ροζιασμένα χέρια
σκληρά και άκαμπτα απ' τη φωτιά,
παραιτημένον πια απ' τη ζωή
γεμάτον καημό και νοσταλγία.
Όπως τον κοίταζα και θαύμαζα την αξιοπρέπειά του,
σκέφτηκα προς στιγμή - μα δεν το τόλμησα,
να του προσφέρω τον καφέ
ίσως και κάποιο γλύκισμα για συνοδεία.
Δεν τόλμησα!
κι ας ένιωθα ευγνωμοσύνη
για έναν άγνωστο βιοπαλαιστή
που έμοιαζε με τον πατέρα,
έτσι όπως είχα χρόνια να τον δω
έτσι όπως μου έγνεφε από μακριά πολύ
και μ' αποχαιρετούσε.
Ματαίωση ταξιδιών
Ορθάνοιχτος στα μάτια μου μπροστά ο χάρτης,
σκυμμένος το γαλάζιο χρώμα προσκυνώ.
Πόσα λιμάνια αχαρτογράφητα στην ύπαρξή μου!
αυτή που εγκαταβίωσε σε άσφαλτο πηχτή,
στο ρετιρέ μιας πολυκατοικίας
και τώρα πάλλεται σαν τη φωνή
ικέτη προ του θυσιαστηρίου.
Βερίγγειε πορθμέ και νήσε Βόρνεο,
προορισμοί που με παιδέψατε από παιδί ακόμη
και με βυζάξατε με όνειρα και μοίρες!
σε λάκκο μέσα μου βαθύ έθαψα την ύπαρξή σας,
τα δρομολόγια στο ναυτικό φυλλάδιό μου
άλλη κατεύθυνση κοιτούσαν.
Την εκπνοή του ονείρου καταγράφω
επικύρωση για ό,τι δεν έλαχε στους ωκεανούς,
φυλάω σε κουρσάρικο κουτί
βότσαλα της ακρογιαλιάς σου
μυρωμένα απ' την αλμύρα που καίει τα άνθη στις αυλές
- το φλοίσβο της ακτής που ξέβρασε τον Οδυσσέα.
Πόση λύπη στα ματαιωμένα μου ταξίδια!
Και η πίστη δεν αρκεί
ξυπόλητος να περπατώ επί των υδάτων.
Κλείνεις το ρήγμα
Διχόνοια στη φύση σπέρνει απόψε ο θόλος τ’ ουρανού,
οι πρώτες ώρες μας λιμνάζουν στην αμηχανία.
Η πρόβα του εμβατηρίου πάνω στο λιθόστρωτο ηχεί
κι αυτό το πλήθος των γνωστών
‒ πανστρατιά για ένα θαύμα που όπου νάναι θ’ ακουστεί,
πώς καιροφυλακτεί να πάρει κάτι απ’ τη χαρά σου !
Έτσι που στέλνεις τους χαιρετισμούς
σε αποδέκτες κοινωνούς της εύηχης παραμυθίας,
κανένα παραπέτασμα αύριο δεν θα διαρραγεί.
Η διχοτόμηση που βεβαιώνει η Γραφή
κι όρισε το τρέμουλο της ψυχής
και μιαν ανάγνωση των στίχων ενός αφορεσμένου,
στον θάνατο στρέφει την πυρά και τις χαραγματιές της•
κλείνεις το ρήγμα των εποχών με τον δικό σου λόγο.
Και συναυλίζεσαι με εκατόνταρχους και οραματιστές
το θαύμα στα μέτρα των κοινών θνητών να προσαρμόσεις.
Στα χέρια αριθμητήριο κρατάς
να λογαριάζεις τους φιλόξενους καιρούς,
χρωστήρα κι αποκαθιστάς της φύσεως την τάξη.
Κάποτε τελειώνουν οι λέξεις,
Κάποτε τελειώνουν οι λέξεις,
όσες επινόησες κι αυτές
που κωδικοποιήσαμε για την περίστασή μας,
κι αρχίζει το μαρτύριο των παύσεων και της σιωπής.
Προσπαθείς να καλύψεις τα κενά
επαναλαμβάνοντας τα ίδια και τα ίδια,
πνίγοντας την αμηχανία με τίτλους εφημερίδων
σε ειδήσεις ξεχασμένες κιόλας πριν εκφωνηθούν.
Προσπαθείς,
δεν είναι ακόμη η ώρα, λες
και υποχωρείς για άλλη μια φορά,
να θρηνήσεις τις απώλειες της αναβολής,
να κηδέψεις τις αυταπάτες
που με τόσην αφέλεια καλλιέργησες.
Και τώρα, να! πάλι ζωντανεύουν
και σε κάνουν να ψάχνεις ξανά για λέξεις
ξανά για προφάσεις ομιλίας,
κι ας έχεις πια συνειδητοποιήσει
πως τα λόγια σύντομα θα στερέψουν
και οι παύσεις και οι σιωπές
το ίδιο παιχνίδι μαζί σου πάντα θα παίζουν.
από τη συλλογή Υπόκλιση στον αυτουργό, 2012
Ποιητική
Όταν με ρωτάς - έγραψες κάτι;
αναγνωρίζω πως έχεις
κάθε λόγο να ενδιαφέρεσαι.
Ίσως από περιέργεια θέλεις να ιδείς
τι λέω τούτη τη φορά στο παραμιλητό μου,
ή από καλοσύνη ψάχνεις τις πληγές
που κακοφορμίζουνε στην ψυχή μου.
Νιώθω όμως
πως κάθε που σε προετοιμάζω
σε ποίημα να μεταμορφωθείς,
την ύπαρξή σου λεηλατώ
λέξη τη λέξη μέσα μου σε μεταγγίζω.
Περικοκλάδες πάνω σου τα χέρια μου
σου κόβουν την ανάσα,
οι οδυρμοί των λόγων μου στ' αυτιά σου.
Σαν με ρωτάς αν έχω γράψει κάτι,
λύτρα της ομηρίας σου ζητάς,
ασκείς το αναφαίρετο δικαίωμά σου.
Σημάδια ανεξίτηλα
Τα πεπραγμένα μου αξιολογώ
μα κατά βάθος ξέρω
πως ό, τι και να ισχυρίζομαι
στάχτη στα μάτια των ανθρώπων ρίχνω.
Και ως ολιγαρκής που έζησα
μου αρκεί να νιώσω ευτυχισμένος,
σημάδια στην ψυχή σου
ανεξίτηλα
οι λίγοι στίχοι μου
να μείνουν.
από τη συλλογή Άξονας περιστροφής, 2009
Στέλιος Θ. Μαφρέδας
* cogito ergo sum: Σκέφτομαι άρα υπάρχω
Scholeio.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου