Στέλλα Γεωργιάδου
Σαν προσευχή
Μητέρα μου φύση
Δεν είμαι παρά ένα απ’ τα πιο αδύναμα πλάσματά σου
εγωκεντρικό απορριμματοφόρο, που προσπαθεί να σωθεί
απ’ την πλεονεξία της ευφυΐας του
κι από τη θλίψη που του προσφέρει
ο κατατρεγμός της σιωπής σου
Άφησε με να σε νιώσω, να νιώσω το αίμα που μας δένει
Να βαδίσω μαζί σου κι όχι απέναντί σου
Να ξαναβρώ την καταγωγή μου
Γιατί δεν είμαι άμοιρος ευθυνών
ούτε αθώος των προγονικών σφαλμάτων
Μα σ’ αγαπώ και σε χρειάζομαι
όπως ο άντρας την αγάπη της γυναίκας του
όπως η ανάσα μας, το οξυγόνο
όπως το αφυδατωμένο χώμα την αναγεννητική βροχή
Μου λείπεις και μου λείπουνε τα πάντα
Καμιά ισορροπία μέσα σ’ αυτόν τον αλλότριο κόσμο
Ανάμεσα στους ομοίους μου είμαι ο πιο ξένος
Η θλίψη μου είναι σαν την απουσία του ήλιου
στο άρμα της αυγής
Ο πόνος μου είναι σαν το καμένο δάσος,
σκοτεινός και άκαμπτος
Η οργή σου με φοβίζει και μ’ εξιλεώνει
Η μοίρα σου είναι και μοίρα μου
Μου χάρισες θεούς για να παρηγορώ τα κρίματα μου
και τους έκανα άρχοντες του φόβου μου
Μου χάρισες συντρόφους να μοιράζομαι την αγάπη
και τους έκανα σκλάβους και δυνάστες μου
Μου χάρισες ευφυΐα, όπλα και τόλμη να σε προστατέψω
κι εγώ ανήμπορο θύμα, αδιάφορος εκμεταλλευτής,
ένοχος έτσι κι αλλιώς
σε πληγώνω καθημερινά κι ανεπανόρθωτα
Και μόνο τη τέχνη μου άφησες
Δόρυ – δοξάρι
Να τραγουδήσω μήπως και σωθείς
Να πολεμήσω μήπως και γλιτώσουμε
Ή να το μπήξω μέσα μου
αυτόχειρας απορριπτέος
Τέκνο ανάξιο της μεγαλοσύνης σου
από τα ποιήματα του 2009-2010, αδημοσίευτο
Σήψη
Βοήθεια σου ζητώ νηφαλιότητα
Σου λέω δεν αντέχω
Δύναμη ας μου δώσει κάποιος
Να μην ακούω, να μη βλέπω
Άλλο δεν μπορώ
Σ’ αυτό το άρρωστο κλίμα
με τόσους ανόητους, τόσους γελοίους
τόση αλληλοκτονία
Σα να μου φόρεσαν μια μέγγενη
που σφίγγει, σφίγγει
και δεν αφήνει
ούτε μήπως
ούτε ελαφρυντικά
Ποιος σκοτεινός ιθύνων νους
τα όριά μου ανιχνεύει;
Στο γέρο-διάολο χατίρια εγώ
δεν έκανα
και για χατίρι κανενός
αλήτη ή αγίου
ν’ αποδεχθώ δεν πρόκειται
τερτίπια της ανάγκης
Αχρείες σκέψεις, άλογες
σαν τις κραυγές σας, νάνοι
πουλημένοι στις εποχούμενες
προσαρμοσμένες συνειδήσεις σας
Εσείς
Οι επιφανείς της διαστροφής
Οι ευκατάστατοι ευδαιμονίας
Επιβήτορες της σήψης
που τρέχει απ’ τα νοσηρά μυαλά σας
και μου λερώνει
τα ολοκαίνουρια
τα κατακόκκινά μου όμορφα παπούτσια
Η υπομονή μου ξόφλησε τη συνδρομή της
και η ανάποδή μου όψη
πιο αιχμηρή από ποτέ
τρυπάει τη σαπουνόφουσκα
της εφησυχασμένης σας ψυχής
ξερνώντας δέσμιους και δεσμώτες
από τα ποιήματα του 2007, αδημοσίευτο
Λανθάνουσα ύπαρξη
Συγγνώμη μα δεν ήξερα
και νόμισα ότι αυτός ο κόσμος
είναι τερτίπι
μιας αρρωστημένης φαντασίας
που δόλια εκφυλίζει
το αγαθό σε μιαρό
και υποθάλπει
την έμφυτη στον άνθρωπο
ροπή προς το κακό
στην κάκιστη εκδοχή της
Κι όλο κοιμόμουνα
Κοιμόμουνα με πείσμα
για ν' αποδείξω πως δε ζω
παρά σε έναν εφιάλτη
και ... πού θα πάει θα ξυπνήσω
Περνούσανε οι μέρες
σε ασάλευτη σιωπή
κι ανάσα κρατημένη ως τα μύχια
Σε μάταιη αναμονή φωτός
Ώσπου στο τέλος πείστηκα
πως μάλλον δεν υπάρχω
Πως είμαι κάτοικος ονείρου
προσώπου άγνωστης ταυτότητας
Ευθύς με τρόμο διαπίστωσα
πως η μονάκριβη ύπαρξή μου
ζει την ελάχιστη διάρκεια
ενός αμφίβολου ύπνου
Και είπα ας προλάβω τάχα
να καταγράψω τώρα το συμβάν
Ίσως να με πιστέψουν κάποτε
οι άλλες εικασίες
πως ήμουνα κι εγώ εκεί
σε ειρκτή ανάμεσά τους.
Ας
Ας ξαπλώσω απόψε
απ' της αλήθειας τη μεριά
- της δικής μου φυσικά -
Είναι προσωπικό στοίχημα η αλήθεια
κι αντιληπτή απ' τον καθένα
ανάλογα
με το σχήμα του κόσμου του
Ας θεωρήσω λοιπόν
ότι οι σκέψεις μου με συμπεριλαμβάνουν
στο βαθμό που τις υπακούω
σαν κατοικίδιο
ήμερο, στα όρια της ασφάλειάς του
έξυπνο, στα όρια της προέλευσής του
πιστό, στα όρια της αντοχής του
Ας υποθέσουμε τέλος
πως το ποίημα
είναι ο γενικός αποστακτήρας
αυτών που βίωσα
αγάπησα και μίσησα
ελπίζω ή φοβάμαι
ή
όσων νομίζω ότι βίωσα
αγάπησα και μίσησα
ελπίζω ή φοβάμαι
Ποιο να 'ναι άραγε εκείνο
το μαγικό συστατικό
που θα το κάνει κοινωνό
μιας έγκλειστης
- παράφορης σχεδόν -
ανάγκης για ουρανό
Λέξεις παυσίλυπες, λέξεις ασύλητες
ασύλληπτη για μένα αυτή η σκέψη
Ίσως στην έμβρυα μνήμη μου χαμένη
ή ανύπαρκτη
Ας είναι
Ας παραμείνει μυστική η έξοδος
ας μείνουνε τα μάτια σφαλιστά
κι ας τριγυρίζει εκείνο άηχο
ελεύθερο απ' τα δικά μου τα δεσμά
Ίσως αν ξαναγεννηθώ αθώα
θα μπορώ και να σωπαίνω.
από τη συλλογή Μάσκα οξυγόνου, 2011
Καταδίκη
Θέλω να σας μιλήσω για το θάνατο
Μα όχι αυτόν
που ιστορούν οι ποιητές
σε πρώτη ευκαιρία
Ούτε τον άλλον, τον ηρωικό
θυσίας προϊόν, τόλμης κι αγάπης
Ούτε κι εκείνον που φλερτάρουνε με πάθος
του έρωτα οι ηττημένοι μαχητές
Και φυσικά, ποτέ δε θα μιλούσα
για τον λυτρωτικό, τον ευεργέτη
της ασθένειας ή του γήρατος
Ο θάνατος που μέμφομαι
δεν έχει όμοιο του
σε φρίκη ή σ’ αποκοτιά
Χωμένος τραγικά
μέσ’ σε ψυχές ανήλιαγες
σπηλιές παραφροσύνης
Εκεί που η ζωή σφαδάζει
αμνός, και τη θυσία καρτερά
του εξαγνισμού
Σπαράσσει ο φόβος το κορμί
δαιμόνιος δόλος ο κυρίαρχος του νου
στην αναπότρεπτη φυγή
άρμα βαμμένο αίμα
Σπλαχνίσου Άδη
την εθελούσια άρνηση
–θεματοφύλακα εσύ του σκότους–
και δώσε
στον πόνο έξοδο
φωτιά στο φόβο
και της απόγνωσης τα μάτια
με λάσπη σφάλισέ τα
ώσπου να λάμψουνε ξανά ζωή
Με τη ρομφαία του ήλιου
κάρφωσέ τον
Πύρινο φως
να πλημμυρίσουνε τα τάρταρα
Στο έρεβος να μην προσμένει πλέον
καμία λύτρωση
Αυτός ο θάνατος, ο αλλόφρων
στιγματισμένος, μιαρός
και εξοστρακισμένος
να καταδικαστεί
χωρίς αγάπη
Εις θάνατον
να καταδικαστεί
πολλάκις.
Εγώ ο γλάρος
Σε μισώ που δε με κράτησες
μακριά απ’ τον κίνδυνο
Σε μισώ που μ’ αγαπούσες τόσο
ώστε να μ’ αφήσεις ελεύθερη
Σε μισώ που μου ‘δειξες την άλλη όχθη
μα δεν μ’ έσωσες καθώς πνιγόμουνα
Σε μισώ, που έκλαιγες για μένα κρυφά
όσο εγώ ερωτευόμουν ένα ψέμα
όσο ο καθρέφτης μου αντανακλούσε την απάτη
Θυμάσαι τα θολά νερά της λίμνης
στα βουλιαγμένα απογεύματα του Αυγούστου
Τότε που σ’ αγαπούσα;
Γλάρος εγώ κι εσύ ο πλαστουργός μου
Τι θέατρο!
Τι ζωή!
Σε μισώ
κι είναι το μόνο μου πια κίνητρο
να συνεχίσω να υπάρχω
Εγώ ο γλάρος
από τα ποιήματα του 2008, αδημοσίευτο
Συνάντηση με το απρόοπτο
Κάθε που ζυγώνει η άνοιξη, ντύνομαι ζεστά
και κοιτώ καχύποπτα τις ηλιόλουστες μέρες
Ποια απάτη μου ετοιμάζουν πάλι;
Κλείνω τα παντζούρια, για την ενδεχόμενη βροχή
και πίσω απ’ τις γρίλιες τους, παρατηρώ τα δρώμενα
κι εσένα
εσένα που μου γνέφεις, απρόοπτο.
Τηλεφωνεί ο χρόνος
Παράξενα που τραγουδάει το μέλλον
Με αυξανόμενη ένταση
Παρηγορούμαι, πως είναι νύχτα
πως δεν είναι Μάιος
κι ανοίγω τα παράθυρα στην αύρα του απρόσμενου
και τρυπώνεις ήλιε
Μα τι νόμισες, εγκαταλειμμένο πως είναι το ερείπιο;
Ανάβω δυο τσιγάρα
ένα για μένα κι ένα για τη συντροφιά σου
Καπνίζεις τις πίκρες μου, τις στάχτες τους σκορπίζεις
στις ακτές της μνήμης μου
Πίνουμε απ’ την ίδια λησμονιά, γεμάτη η κούπα
Μου κλείνεις το μάτι, δανεική η ανταπόδοση
Θα ‘ρθεις
Δεν κάνει πια παιχνίδια το φθινόπωρο
όπως ο αλήτης Μάης
Όλη μέρα ξεσκόνιζα τα περασμένα –τοπία χειμερινά–
να υποδεχθώ τον ερχομό σου, συγκυρία
Θα ‘ρθεις
Και θα βγούμε μαζί στις νωπές λεωφόρους–καθαρτήρια
Ν’ αχνίζουν οι καινούριες αγάπες
και σαν πρόωρα βρέφη να ρουφούν με μανία
ζωή κι επιείκεια.
Στέλλα Γεωργιάδου
από τα ποιήματα του 2006 - αδημοσίευτο
Scholeio.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου